Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Μαρία Δαβαρούκα: ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ


ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙFREE photo hosting by Fih.gr

Η Μαρία Δαβαρούκα γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1903. Τελείωσε το Αρσάκειο και ακολούθησε μαθήματα γαλλικής
φιλολογίας στη Γαλλική Σχολή Αθηνών καθώς και αγγλικής στην Αγγλική Σχολή
Αθηνών. Εργάστηκε για λίγο σαν υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Έργα της:
«Λουλουδένιοι λογισμοί», διηγήματα, 1939, «Κάτω από τον Παρθενώνα», θεατρικό,
1947, «Όταν κλείνουν τα Παράθυρα», μυθιστόρημα, 1953, «Γυρισμός», διηγήματα,
1958, «Ο πλανήτης με τη ζωή», μυθιστόρημα, 1967. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί
επανειλημμένα.

Μαρία Δαβαρούκα


Ήταν τότε που ο Χίτλερ διακήρυττε πως θα ‘φερνε στον κόσμο τη «νέα τάξη». Μόνο που ο κόσμος μόλις ήρθε σ’ επαφή με τους απόστολους του νέου πολιτισμού, έπαθε παροξυσμό τρόμου. «Το αρκούδι που χορεύει στη γειτονιά σου, τοιμάσου να το δεχτείς και στην αυλή σου», έλεγαν στην πατρίδα του κυρ Στέφανου, καθώς κατέβαιναν οι ναζήδες. Και τους ονόμαζαν και βάρβαρους. Έτσι ονόμαζαν στην πατρίδα του κυρ Στέφανου όλους τους ξένους. Βάρβαρους. Γιατί είχαν δοκιμάσει πολλές τέτοιες νέες τάξεις εκεί από ξένους. Ο κυρ Στέφανος όμως όλα κι όλα δεν το παραδεχόταν. Εκείνος τους ήξερε τους Γερμανούς, έλεγε. Είχε ζήσει τόσα χρόνια στον τόπο τους. Εκεί είχε σπουδάσει. Γεμάτες οι βιβλιοθήκες του από γερμανικά βιβλία. «Να! έλεγε επιδεικτικά. Εδώ είναι όλη η σοφία του κόσμου!» Και καμάρωνε. Δεν μπορούσε ν’ ακούσει τις ανοησίες του κόσμου. Μα σου λένε πως οι Γερμανοί είναι βάρβαροι! Ακούς βάρβαροι! Ποιοι! Αυτοί που έχουν τους καλύτερους καλλιτέχνες στον κόσμο. Ποιος έχει να δείξει ένα Μπετόβεν; Μήπως οι λογοτέχνες τους, οι ποιητές τους, οι σοφοί τους! Αμ στις επιστήμες; Στο εμπόριο; Ποιος τους βγαίνει; Ας τους να λένε. Ας έρθουν οι Γερμανοί και τότε βλέπουμε ποιος είναι βάρβαρος.

Εκείνο που δε χώνευε ο κυρ Στέφανος, είναι που λέγαν τάχα πως οι Γερμανοί είναι πειναλέοι και πως όπου πέρασαν δεν άφησαν τίποτα. Ούτε τρόφιμα. Ούτε ρούχα. Ποιοι! Οι Γερμανοί! Που έχουν την καλύτερη βιομηχανία του κόσμου. Την καλύτερη χημεία. Καταδέχονται οι Γερμανοί να πάρουν ξένα πράγματα; Ας τους να λένε. Όταν έρθουν εκείνοι, που μακάρι να ‘ρθουν, να κάνουν το σταυρό τους να ‘ρχονταν μόνο, θα φάει η φτώχεια ψωμί. Και να με θυμηθείτε. Κάτι μπριτζόλες! Να, κάτι μπριτζόλες. Αυτοί τρώνε όλο μεγάλα κρέατα. Πώς το λένε, μωρέ, πώς το λένε, σνίτσελ. Ναι, σνίτσελ. Όλο σνίτσελ δεν έτρωγε στη Γερμανία; Πώς του άρεσε το σνίτσελ. Όταν έρθουν οι Γερμανοί, θα πει της γυναίκας του να κάνει σνίτσελ.

Εκείνη την ημέρα ο κυρ Στέφανος διάβασε στην εφημερίδα πως ο εχθρός πέρασε τα σύνορα. Τα φυλάκια ένα ένα είχαν υποκύψει. Όπου να ‘ναι θα ‘ρχονταν οι Γερμανοί. Μόνο που θα ‘ρχονταν σαν κατακτητές. Αυτό κάπως του ‘κοβε τον ενθουσιασμό. Δε βαριέσαι, τι θα πει κατακτητές και κολοκύθια. Πολιτισμένοι άνθρωποι, σου λέει, θα σώσουν τον κόσμο.

Έβαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε να κοιτάξει το χάρτη, που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Ακόμα κι αυτός ήταν «γερμανικής κατασκευής». Έχουν οι άτιμοι επιστήμη. Τι τα θέλεις. Και τι δεν έχουν.

Σχήματα χαρακωμένα με σκούρες γραμμές, στίγματα μαύρα, σκιές κανελιές, γκρίζες, κοραλλένιες, πράσινες, όλα τα χρώματα σημάδευαν τις χώρες της Ευρώπης. Ο καθηγητής ακούμπησε το δάχτυλό του στη Γερμανία και ακολούθησε κάποια γραμμή. Τα μάτια του μεγάλωσαν. Ενόμιζε πως το στήθος του άνοιγε, λες για να χωρέσει εκείνο το «μεγάλο λαό» που είχε κατακτήσει όλον τον κόσμο. Εκοίταζε με προσοχή όλους τους τόπους που είχε περάσει ο γερμανικός στρατός. «Ο καλύτερος στρατός του κόσμου». Ψέματα; Πρέπει να είμαστε αμερόληπτοι. Αυτό θα πει πολιτισμός. Ν’ αναγνωρίζουμε τα προτερήματα του άλλου, ακόμα και του εχθρού μας. Δυο και τρεις φορές την ημέρα εκοίταζε το χάρτη. Όταν μάθαινε πως οι Γερμανοί είχαν μπει σε κάποια καινούρια χώρα, κάρφωνε εκεί ένα άσπρο χαρτί σαν άσπρη σημαία. Τους φανταζόταν εκεί με τα κράνη και με τις μπότες. Τότε σήκωνε το κεφάλι του και έκανε πως περπατάει κι αυτός με το βήμα της χήνας.

Τώρα έψαχνε να βρει τη Θεσσαλονίκη. Τρόμαξε να τη βρει στο χάρτη της Ευρώπης. Ένα μικρό σημάδι σε κείνο το πλήθος από σχήματα. Κάρφωσε εκεί το χαρτί. Τα μάτια του φωτίστηκαν. Προσπαθούσε να υπολογίσει σε πόσον καιρό οι Γερμανοί θα ‘πρεπε να ‘ταν στην Αθήνα. Ανάσαινε βαθιά. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. Στο άνοιγμα είδε τη γυναίκα του. Το πρόσωπό της το τσάκιζε κάποια ανησυχία. Τον κοίταξε για μια στιγμή, κάτι πήγε να πει και σώπασε. Εκείνος ήξερε τι θα του ‘λεγε πάλι. Θα του μιλούσε για τους Γερμανούς, πως θα ‘ρθουν και πως θα ‘πρεπε να κάνουν προμήθειες και τέτοια.

-Τα ‘μαθες; Έρχονται, είπε. Τα χείλια της τρεμόπαιξαν. Ένας σπασμός τίναξε το μάγουλό της.

Εκείνος την κοίταξε ήρεμα και κουνούσε το κεφάλι. Ήξερε καλά πως η γυναίκα του ήταν επηρεασμένη από τα λόγια του κόσμου. Και ποιος έσπερνε τον πανικό; Οι αντίθετοι. Μόνο οι αντίθετοι.

-Κι αν έρθουν; Τι θα πάθουμε; έκανε.

-Τι θα πάθουμε; Πρώτα το ρεζιλίκι. Δεν είσαι Έλληνας εσύ; Να πατήσουν τα χώματά μας οι ξένοι; Πήγε να πει οι βάρβαροι, αλλά κρατήθηκε. Ήξερε καλά πως ο άντρας της συμπαθούσε τους Γερμανούς. Δεν το περίμενε όμως ως αυτό το σημείο. Πρώτη φορά τον άκουγε να μιλάει έτσι. Εκείνος ήταν πατριώτης.

-Γιατί δε μιλούσες έτσι για τους Ιταλούς;

-Άλλο οι Ιταλοί. Μη λες μεγάλες κουβέντες. Μην κάνεις πατριδοκαπηλία. Δεν ταιριάζει εδώ. Εξαρτάται από τον καταχτητή. Καταχτητής από καταχτητή έχει διαφορά.

-Μη χειρότερα, είπε εκείνη.

-Το ίδιο είναι οι Γερμανοί με τους Ιταλούς; Εγώ τους έχω ζήσει. Αν τους ζούσες και συ δεν θα μίλαγες έτσι.

Εκείνη είχε άλλη αντίληψη. Εκείνη πίστευε πως οι Ιταλοί ήταν πιο πολιτισμένοι, αλλά δεν ήθελε να τσακωθεί με τον άντρα της.

-Οι Γερμανοί, τον άκουγε που έλεγε, θα μπουν σαν πολιτισμένοι άνθρωποι και να μου το θυμηθείς.

-Ο κόσμος λέει πως θα πεθάνουμε από την πείνα. Θα μας τα πάρουν όλα, λένε. Σου λέει, απ’ όπου πέρασαν δεν άφηναν τίποτα, δεν έχουν επιμελητεία. Ό,τι αρπάξουν.

-Ποιος τα λέει αυτά; κάγχασε ο δάσκαλος. Πιστεύεις εσύ πως ένας στρατός σαν τον γερμανικό θα καταδεχθεί να πάρει τα τρόφιμα τα δικά μας; Αυτοί θα μας φέρουν, παιδί μου. Όχι να μας πάρουν. Έχουν ανάγκη από την Ψωροκώσταινα; Έχουν ανάγκη το ψωμί μας; Τι λες εκεί!

Η κυρία Αιμιλία κάπως να ησύχασε. Για μια στιγμή το φάσμα του τρόμου είχε εξαφανιστεί από τα μάτια της. Εκείνη πάντα πίστευε και θαύμαζε τον άντρα της, τον κύριο καθηγητή. Δεν έφταιγε αυτή. Αυτές τις μέρες ο κόσμος έκανε σαν τρελός κάτι να εξοικονομήσει. Όλοι στη γειτονιά, άντρες και γυναίκες έτρεχαν να ψωνίσουν. Την είχαν τρελάνει οι διαδόσεις. Η κυρία Αιμιλία μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε.

-Στο Παρίσι που λες που μπήκαν οι Γερμανοί, έλεγε ο καθηγητής, ελεύθερα όλα. Δεν πείραξαν κανένα. Τα φώτα αναμμένα. Ούτε συσκότιση, ούτε τίποτα. Μου το ‘πε κάποιος συνάδελφος που ήρθε από κει. Τα είδε με τα μάτια του. Και ένα ψωμί! Να ένα ψωμί! Κάτι καρβέλια!

-Τι είναι το σνίτσελ; ρώτησε η γυναίκα του, απορημένη.

-Δεν ξέρεις το σνίτσελ; Να, ψαχνό από μοσχάρι, από βόδι, δε θυμάμαι, που το ψένουν με αυγό, κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω ακριβώς, ωραίο πράμα.

Αυτή τη φορά εκείνη δίστασε να τον πιστέψει. Της τα παράλεγε ο δάσκαλος.

-Είσαι βέβαιος; τον ρώτησε.

-Βεβαιότατος. Τι τους πέρασες τους Γερμανούς; Για ληστές; Αυτοί κάνουν πόλεμο μόνο και μόνο για ζωτικό χώρο. Για τίποτ’ άλλο.

-Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, μήπως τάχα μας ορέγονται για ζωτικό χώρο; ρώτησε ειρωνικά.

-Ωχ, αδερφέ. Ποιος σου ‘πε τέτοιο πράγμα; Αλλού κάνουν τον πόλεμο εκείνοι και μας πήρε η μπόρα και μας. Εκείνοι κάνουν τον πόλεμο με τους μεγάλους.

Τα χείλια του τρέμανε.

-Αυτά τα διαδίδει η προπαγάνδα. Η άτιμη η προπαγάνδα. Σου λέω, ο καλύτερος λαός του κόσμου. Ο Χίτλερ θα φέρει τη νέα τάξη. Δεν έχεις ακούσει για τη νέα τάξη;

Η γυναίκα του τον κοίταξε πάλι με αμφιβολία. Εκείνος εσήκωνε το κεφάλι του ψηλά. Ενόμιζε πως φοράει κράνος. Έκανε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο με το βήμα της χήνας. Έτσι όπως είχε δει στον κινηματογράφο να περπατάνε οι ναζήδες.

Η γυναίκα του τον κοίταζε απορημένα. Τελευταία δεν της φαίνονταν και τόσο καλά. Ο Θεός να φυλάει.

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, ο κυρ Στέφανος κλείστηκε στο σπίτι του. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να μην του κολλήσουν τη ρετσινιά πως τάχα είναι γερμανόφιλος. Γυρεύεις εσύ; Γιατί όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους και κλαίγαν. Ακούς να κλαίνε. Τους Γερμανούς τους άκουγε απόξω. Μπαπ, μπαπ. Άκουγε τις μπότες τους. Πού και πού έριχνε καμιά ματιά μέσα από τις γρίλιες. Σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να βγαίνει. Τι να ‘κανε; Έπρεπε κάτι να εξοικονομήσουν για φαΐ. Ο κύριος καθηγητής δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να αντικρίσει Γερμανό. Θα του μιλούσε γερμανικά και θα του ‘λεγε πως είχε σπουδάσει στον τόπο τους. Μπορεί να ‘πιανε και κανένα φίλο. Έπειτα, εκείνες τις μέρες, ό,τι βρισκόταν στο σπίτι από φαΐ, είχε τελειώσει. Έπρεπε να πάει να ψωνίσει. Ήθελε να πήγαινε στην αγορά, να ‘παιρνε λίγο κρέας. Καθώς βγήκε στον κεντρικό δρόμο είδε κάτι Γερμανούς στρατιώτες. Πλησίασε να τους δει από κοντά. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ γρήγορα. Όλοι ήταν ψηλοί άντρες και είχαν τετράγωνους ώμους. Ωραία παλικάρια. Άντρες μια φορά. Ποιος άλλος στρατός στον κόσμο μπορούσε να τους παραβγεί; Όχι που οι αντίθετοι ήθελαν να μιλήσουν. Μόνο που ήταν βρόμικοι και τα ρούχα τους κάπως φθαρμένα. Τι να σου κάνει. Εκστρατεία ήταν αυτή. Έκανε να τους πλησιάσει. Εκείνοι ούτε που του ‘δωσαν σημασία. Τον προσπέρασαν αδιάφορα. Αυτό δεν του άρεσε του κυρ Στέφανου. Μπορεί να είχαν και δουλειά. Πιο πέρα είδε άλλους, και περίεργο. Πρόσεξε πως δε φορούσαν πουκάμισα. Από το ανοικτό αμπέχονο φαινόταν το στήθος τους. Έτσι θα το συνήθιζαν φαίνεται στη Γερμανία τώρα. Χωρίς πουκάμισο οι στρατιώτες.

Κάποια τρεμούλα ένιωθε στο στήθος του. Λογάριασε πως ήταν οι πρώτες μέρες. Δεν είχαν προφτάσει οι άνθρωποι να πλυθούν. Ερχόντανε από την άκρη του κόσμου. Δεν είναι παίξε γέλασε. «Δεν έχουν σαπούνι». Έτσι σαν κάτι να θυμήθηκε από κάποια συζήτηση από τους αντίθετους. Ποιος τα λέει αυτά; Τι είναι αυτά! Οι Γερμανοί δεν έχουν σαπούνι; Τότε ποιος έχει παρακαλώ; Αυτοί έχουν την καλύτερη χημεία του κόσμου.

Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στην αγορά. Όλα τα μαγαζιά κλειστά. Του φάνηκε σα να ‘μπαινε σε νεκροταφείο. Εδώ εκεί λίγος κόσμος είχε πάει ως εκεί και κοίταζε χωρίς να μιλάει. Σε μια στοά ένα αυτοκίνητο έπιανε όλο τον τόπο. Άκουσε γερμανικά. Κάτι παγερές φωνές που έδιναν διαταγές. Πλησίασε. Κάτι χασάπηδες ανέβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο σφαχτά. «ΔΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ» εδιάβασε μια επιγραφή.

Κάτι σα ν’ άρχισε να τρέμει μέσα στην ψυχή του. Δεν μπορεί, σα να προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις στον εαυτό του. Έτσι είναι παιδί μου. Είναι οι πρώτες μέρες βλέπεις. Αυτό είναι. Ακριβώς αυτό είναι. Πού να παν οι άνθρωποι να βρουν τρόφιμα; Θα ‘ρθουν τα δικά τους από την Γερμανία. Δεν μπορεί. Τα ψωροδικά μας θα καταδεχτούν; Τι λες;

Ο κόσμος περνούσε. Κοίταζε τα κλειστά μαγαζιά. Κοίταζε τα σφαγμένα ζώα στο γερμανικό αυτοκίνητο κι έφευγε αμίλητος. Ο κυρ Στέφανος δεν μπορούσε να εξηγήσει το φόβο τους. Φοβόνταν. Τι φοβόνταν! Μη χειρότερα. Η άτιμη η προπαγάνδα τα κάνει αυτά όλα. Εκείνος πλησίασε το ανοικτό χασάπικο και ρώτησε για κρέας. Ο χασάπης τον κοίταξε χωρίς να του απαντήσει. Να και τούτος, τι είχε πάθει, γλωσσοδέτη; Άλλο και τούτο. Σκέφτηκε τη γυναίκα του. Πώς να γύριζε με άδεια χέρια, θα πήγαινε στα χασάπικα της γειτονιάς. Κάπου θα ‘βρισκε.

Κάτι πουλούσαν έξω στο δρόμο. Έτρεξε εκεί και είδε λεμόνια. Αγόρασε πέντε και τα ‘ριξε στην τσέπη του. Ας βρίσκονταν για τις μπριτζόλες. Μπορεί ακόμα να ήταν νωρίς. Μήπως πουλούσαν και τίποτα; Θα πήγαινε στον μπακάλη της γειτονιάς. Κάτι θα βρισκόταν για το μεσημέρι. Ας μην έτρωγε κρέας μια μέρα. Δεν χάθηκε ο κόσμος.

Ο ήλιος είχε κρυφτεί στα σύννεφα. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή. Ο κόσμος κυκλοφορούσε αμίλητος. Οι Γερμανοί περνούσαν στητοί και χτυπούσαν τα πόδια βαριά στη γη.

Ο κυρ Στέφανος τους έβλεπε και τους καμάρωνε, μόνο που αυτοί δεν στέκονταν να τους μιλήσει. Χαζεύοντας τους Γερμανούς είχε φτάσει ως τον κήπο. Από κει περνούσε πάντα, για να πάει σπίτι του. Του άρεσε να περνάει από κει και να κάθεται στα παγκάκια. Ξεκουραζότανε για λίγο και έπαιρνε το δρόμο του για το σπίτι.

Πέρασε τα πρώτα παρτέρια και βγήκε προς τα λεμονόδεντρα. Είδε μαζεμένο κόσμο και πλησίασε να δει. Ένα μπουλούκι Γερμανοί έκοβαν νεράντζια και τα ‘τρωγαν μ’ όλες τις φλούδες. Τα ζουμιά στάζανε στο σαγόνι και στο λαιμό τους. Πού και πού σκουπίζονταν με τα μανίκια τους. Κάτι αλητάκια είχαν μαζευτεί γύρω τους και τους κοίταζαν. Ο κυρ Στέφανος νόμιζε πως έκανε λάθος. Όχι, δεν έκανε λάθος. Πρόσεξε καλά. Νεράντζια τρώγανε και τα κατάπιναν με τις φλούδες.

-Πώς τα τρώνε! ρώτησε μια γυναίκα. Δεν είναι πικρά; Εκείνα είναι φαρμάκι.

Ο κύριος καθηγητής ένιωθε κάτι σαν πικρίλα και στο δικό του στόμα και κατάπιε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι Γερμανοί τρώγανε τα νεράντζια. Μπορεί να τα περνούσαν και για πορτοκάλια. Θα τους το ‘λεγε. Θα τους το φώναζε. Τι, να φαρμακωθούν τα παιδιά;

«Δεν είναι πορτοκάλια, είναι νεράντζια», τους φώναξε γερμανικά. Εκείνοι γύρισαν και τον κοίταξαν, έσκασαν στα γέλια και εξακολουθούσαν να καταπίνουν με περισσότερη βουλιμία.

Ίσως να είχαν το λόγο τους, σκέφτηκε ο κυρ Στέφανος. Αυτοί ήταν Ευρωπαίοι, βλέπεις. Μπορεί και για τις βιταμίνες. Ένα νεράντζι του ‘ρθε στο κεφάλι. Θα αστειεύονταν τα παιδιά. Παιδιά γεμάτα ζωή. Όχι, ψέματα;

Έκανε να φύγει. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι του. Σκέφτηκε πως τον περίμενε η γυναίκα του, για να μαγειρέψει. Τι να της πήγαινε τώρα; Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά δεν μπορούσε ν’ ακούει τη γκρίνια της. Έπειτα ένιωθε ένα τράβηγμα στο στομάχι. Δυο τρεις μέρες περνούσαν με ψέματα. Με κάτι αυγά, κανένα μαρούλι. Είχαν εκεί δυο τρεις κότες. Δεν μπορούσε αυτή η κατάσταση να βαστάξει. Θα ‘πρεπε να ταχτοποιηθεί. Οι Γερμανοί θα ‘φερναν τρόφιμα από τη Γερμανία. Ήταν οι πρώτες μέρες.

Βγαίνοντας στο δρόμο σα ν’ άκουσε κάποια απελπιστική κραυγή. Σαν κάποιο παιδί να ξεφώνιζε. Καθώς πλησίαζε είδε κόσμο μαζεμένο. Ένα μπουλούκι Γερμανοί ήταν σκυμμένοι και κάτι άρπαζαν. Είδε που ‘τρωγαν κουλούρια. Είχαν κυκλώσει ένα παιδί που πουλούσε κουλούρια. Άρπαζαν τα κουλούρια απ’ το πανέρι και τα ‘χωναν ολόκληρα στο στόμα τους. Το παιδί τους έσπρωχνε με χέρια και με πόδια και προσπαθούσε να λευτερώσει το πανέρι. Τα μούτρα του παιδιού ήταν κατακόκκινα. Τα μάγουλα πνιγμένα στο δάκρυ. «Τα χρωστάω τα λεφτά», φώναξε. «Τα χρωστάω τα λεφτά».

Οι Γερμανοί έχωναν μέσα στον κόρφο τους κουλούρια. Ο κόσμος κοίταζε και προχωρούσε αμίλητος. Τι, να τα βάλει με τους Γερμανούς; Το παιδί ξεφώνιζε απελπισμένα: «Τα χρωστάω τα λεφτά».

Ο κυρ Στέφανος πλησίασε. Ήταν βέβαιος πως οι Γερμανοί θα πλήρωναν τα κουλούρια και ήθελε να καλμάρει τον μικρόν.

-Τι κλαις;, μωρέ βλάκα; είπε. Δεν σου τρώνε τα λεφτά. Μη φοβάσαι. Να δεις που θα σε πληρώσουν.

Ο μικρός του ‘ριξε μια ματιά και ξανάρχισε το πάλεμα.

-Πόσο κάνουν τα κουλούρια σου, μωρέ; ρωτούσε το παιδί ο κυρ Στέφανος.

Εκείνο δεν του απαντούσε. Μονάχα πάλευε να λευτερώσει το πανέρι και να γλιτώσει κανένα κουλούρι. Εκείνο δεν είχε φάει ούτε ένα κι ας πεινούσε τόσο πολύ. Εκείνο δεν είχε δώσει ούτε ένα της αδερφής του το πρωί, για να πάρει φάρμακα της μάνας του που ήταν άρρωστη, έλεγε.

Ο κυρ Στέφανος ήθελε να ‘ξερε πόσο κάνουν όχι τίποτ’ άλλο αλλά για να κανονίσει εκείνος την πληρωμή με τους Γερμανούς, όταν θα ρωτούσαν, μια που ήξερε και γερμανικά.

Οι Γερμανοί γελώντας με χάχανα έφυγαν με γεμάτο στόμα. Ο μικρός τούς ακολουθούσε κλαίγοντας με άδειο καλάθι.

Ο καθηγητής σα να στυλώθηκε στη γη. Κάτι έλεγε στους Γερμανούς στη γλώσσα τους, εκείνοι ούτε που του ‘δωναν σημασία. Έπειτα προσπαθούσε να τους δικαιολογήσει στους διαβάτες.

-Λάθος θα ‘καναν, έλεγε.

Αυτοί δεν απαντούσαν. Κουνούσαν τα κεφάλια τους κι έσφιγγαν τα δόντια.

-Τα κουλούρια θα τα πληρώσει η επιμελητεία τους. Δεν μπορεί. Όλα θα πληρωθούν. Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα; Τι τους πέρασες τους Γερμανούς; Ληστές; Έλα δω, μικρέ, φώναξε. Αλλά ο μικρός δεν ήθελε ν’ ακούσει. Έτρεχε κλαίγοντας.

Ήθελε να του πει να πάει στην Κομαντατούρ να πληρωθεί. Έτσι του ‘ρθε να βγάλει να πληρώσει αυτός. Πόσο να κάνανε τα κουλούρια. Μόνο που δεν είχε άλλα λεπτά μαζί του κι έπρεπε να ψωνίσει.

Τι πρώτες μέρες ο κυρ Στέφανος οικονομούσε κανένα όσπριο για το σπίτι. Μετά όμως από λίγες μέρες τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί. Στα μπακάλικα εύρισκε μονάχα αλάτι, σπίρτα και χαρτί καθαριότητος. Όλο ρολά από χαρτί καθαριότητος. Ο καθηγητής δεν απελπιζότανε. Εκείνος περίμενε. Δεν μπορεί, θα ‘φερναν από όλα. Από όλα θα ‘φερναν. Ήταν δυνατόν; Ευτυχώς που η γυναίκα του δεν τον ενοχλούσε για τίποτε. Μόνο που έτρεχε να οικονομήσει τίποτα για φαΐ. Τον κοίταζε στα μάτια και προσπαθούσε να του δώσει θάρρος.

-Μπόρα είναι, θα περάσει, έλεγε. Κι εκείνος ποτέ δεν της παραπονέθηκε για τη λαχανίδα. Κάθε μέρα λαχανίδα. Από το φούρνο του ‘φερνε ένα ψωμί σα λάσπη και κατάμαυρο. Αυτός ήταν ευχαριστημένος, όταν είχε ο φούρνος ψωμί, γιατί τις περισσότερες φορές δεν είχε.

Από καιρό ένιωθε ένα βάρος και κάτι σα φούσκωμα στο στομάχι. Δεν το ‘λεγε στη γυναίκα του. Γιατί να την στενοχωρήσει; Θα περνούσε, όλα θα περνούσαν. Μπορούσαν οι Γερμανοί ν’ αφήσουν τον κόσμο έτσι; Τώρα ποιος ξέρει…

Βρε δεν είχε πάει καθόλου στ’ ανίψια του. Καθώς έμπαινε ο χειμώνας, πήρε την απόφαση να πάει ως εκεί. Αυτοί είχαν ένα αγρόχτημα στην Αγία Ελεούσα με αγελάδες. Ολόκληρο βουστάσιο. Το ‘πε και στη γυναίκα του να πήγαιναν ως εκεί. Εκείνη του ΄φερε αντίρρηση. Φοβότανε μήπως δεν μπορέσει ο άντρας της να πάει ως εκεί. Αυτός επέμενε και ξεκίνησαν.

Είχε καιρό να βγει ο κυρ Στέφανος έξω. Τελευταία δεν τον κρατούσαν τα πόδια του τόσο καλά.

Δεν πίστευε στα μάτια του.

Πώς είχαν καταντήσει έτσι οι άνθρωποι; Κάτι πρόσωπα στεγνά, σχεδόν σκελετωμένα. Όλοι ήταν ντυμένοι με φθαρμένα ρούχα κι όλοι φορτωμένοι τσάντες και κάτι κουβαλούσαν.

Το φίλο του το Γιώργο παρά λίγο να μην τον γνώριζε. Είχε μείνει πετσί και κόκαλο και περπατούσε σκυφτά και κουτσαίνοντας.

-Γιώργο! του φώναξε.

Έσφιξαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν.

-Ζείτε; είπε ο Γιώργος. Μου φαίνεται πως τον χειμώνα δεν τον βγάζω. Δεν αντέχω πια.

Ο καθηγητής τον έβρισκε υπερβολικό. Εκείνος πάντα έλπιζε πως κάτι θα γινόταν.

-Γίνονται τέτοια πράγματα; Μπορεί οι Γερμανοί ν’ αφήσουν τον κόσμο να πεθάνει; Αδύνατον.

Ο άλλος τον λυπήθηκε. Γιατί να τον βγάλει απ’ την μακαριότητα; «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ψιθύρισε φεύγοντας. Ο κυρ Στέφανος χωρίς να το θέλει πρόσεξε τη γυναίκα του. Λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. Του φάνηκε πολύ αδύνατη και τα μάτια της είχαν μπει μέσα.

Οι Γερμανοί περνούσαν όλοι καλοθρεμμένοι, με κάτι πελώριους σβέρκους, κόκκινοι κόκκινοι, έτοιμοι να σκάσουν. Τώρα φορούσαν όλοι τους πουκάμισα και ήταν και καθαροί.

«Πού βρίσκουν σαπούνι αυτοί;» Του ‘ρθε στο νου που δεν εύρισκαν σαπούνι πουθενά. Κοίταξε τα ρούχα του. Όλο ζαρωματιές και λεκέδες. Πουκάμισο είχε ν’ αλλάξει μέρες.

Στη στάση είδαν πολύ κόσμο να στέκεται σε μια ατέλειωτη ουρά. Πήγαν και στάθηκαν στην άκρη.

Τα τραμ πηγαινοέρχονταν με Γερμανούς στρατιώτες. Ο κυρ Στέφανος διάβαζε: «ΔΙΑ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ». Πού και πού περνούσε κανένα για πολίτες. Εκεί στριμωχνότανε όλοι πατείς με πατώ σε. Ως που να ‘ρθει η σειρά του κυρ Στέφανου κόντεψε να λιποθυμήσει.


Καθώς μπήκαν στο χτήμα, είδαν μέσα ένα γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο βυτία. Το αυτοκίνητο έπιανε όλο τον τόπο.

Ο Στέφανος είδε τ’ ανίψια του που κουβαλούσαν κάτι κάδους γεμάτους γάλα και τους άδειαζαν στα βυτία.

Τον κυρ Στέφανο δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του και σωριάστηκε σ’ ένα πεζούλι εκεί έξω. Πλάι του κάθισε η κ. Αιμιλία. Νόμισαν πως ποτέ δε θα ‘φευγε εκείνο το αυτοκίνητο από κει μέσα. Αλλά σε κάποια στιγμή έκανε το γύρο της αυλής κι έφυγε.

Τ’ ανίψια του καθηγητή έτρεξαν κοντά τους. Πήραν τους γέρους σχεδόν στην αγκαλιά τους και μπήκαν στο σπίτι.

Έτρεξαν κι έφεραν δυο ποτήρια γάλα και δυο φέτες άσπρο ψωμί.

-Τίποτα δεν είν’ δικό μας από δω μέσα, είπε ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, ψιθυριστά. Κοίταξε γύρω του μην τον ακούει κανείς και συνέχισε: Ό,τι βλέπετε δω μέσα είναι για τους Γερμανούς. Δεν μας αφήνουν τίποτα. Ούτε γάλα, ούτε ζώα.

Ο Στέφανος κοίταζε σα να μη μπορούσε να καταλάβει. Τα μάτια του σα να ‘βλεπαν κάπου αλλού. Άρπαξε το ψωμί και το ‘χωσε στο στόμα του. Του φάνηκε γλυκό, πολύ γλυκό. Και τι μαλακό!

-Αχ, ψωμάκι, έλεγε και χτυπούσε τα χείλη του.

-Δεν τολμάμε να κρατήσουμε ούτε μια οκά γάλα, είπε πάλι ο Σωτήρης.

-Πενήντα εκτέλεσαν σήμερα στην Καισαριανή.

-Τα μάθατε; Λένε πως εκτέλεσαν και τον Αριστείδη.

-Ποιον Αριστείδη; ρώτησε η κ. Αιμιλία.

-Δεν θυμόσαστε τον Αριστείδη, το γείτονά μας που ‘χει δω πίσω μας το βουστάσιο; Τον σκότωσαν λέει, γιατί πούλησε μια γελάδα σ’ ένα νοσοκομείο κρυφά απ’ τους Γερμανούς.

Εκείνο το χειμώνα, τα τζάμια δεν έλεγαν να ξεθολώσουν. Το σπίτι τράνταζε απ’ άκρη σ’ άκρη με το βοριά. Άφησε το χιόνι. Πρώτη φορά έπεσε τόσο χιόνι. Και να μη βρίσκονται πουθενά λίγα ξύλα. Ο κυρ Στέφανος κρύωνε πολύ. Η γυναίκα του του ‘χε βάλει το κρεβάτι του μέσα στο γραφείο, εκεί που ήταν η σόμπα. Τις πρώτες μέρες κάπως οικονομήσανε μερικά ξύλα. Έπειτα ρίχναν εκεί ό,τι παλιοσάνιδο και παλιό έπιπλο βρισκόταν στο σπίτι. Τελευταία δεν είχαν τίποτα να ρίξουν πια.

Ο κυρ Στέφανος δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τον είχε στραγγίσει η ευκοιλιότητα. Το μαύρο ψωμί με τη νηστικομάρα του είχε πληγώσει τα μέσα του. Τον έκοψε αίμα καθαρό.

Ο γιατρός έμπαινε αμίλητος. Έπρεπε να ‘βρισκαν λίγο ρύζι. Αλλά πού να βρουν; Η γυναίκα του όπου κι αν πήγε δεν έκανε τίποτα. Μήπως είχαν λεπτά; Αυτοί είχαν πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν. Αφού ο κυρ Στέφανος είχε αποφασίσει να πουλήσει και τα βιβλία του. Αλλά ποιος αγόραζε βιβλία; Έλεγε να μην ξανάτρωγε από κείνη τη λάσπη το ψωμί. Αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει νηστικός. Πεινούσε. Γέρος άνθρωπος, τι να σου κάνει; Τι να ‘τρωγε;

-Βρε μια μπριτζόλα, είπε στη γυναίκα του εκείνο το πρωί. Αν είχα μια μπριτζόλα φαίνεται πως θα μου ‘παυε η ευκοιλιότητα. Θα σηκωνόμουνα.

Την παραμονή ό,τι είχαν πουλήσει τη ντουλάπα του και ευτυχώς είχαν πάρει κάτι λεφτά. Η κ. Αιμιλία ένιωθε πως δεν είχε δύναμη να κατεβεί τη σκάλα. Όσο όμως έβλεπε τον άντρα της να σβήνει μέρα με τη μέρα, την έπιανε πανικός. Εκείνος της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία. Καταλάβαινε που είχε κουράσει τη γυναίκα του κι αλίμονό του, αν πάθαινε τίποτα εκείνη.

Όταν γινόταν καλά, θα πήγαινε εκείνος, της υποσχέθηκε. Καθώς την είδε να βγαίνει πάλι, φοβότανε να μείνει μόνος. Ο νους του πήγε στο φίλο του το γέρο Τράνακα. Εκείνος καθότανε εκεί κοντά κι ερχότανε κάπου κάπου και του ‘κανε συντροφιά. Τελευταία είχε πάψει να ‘ρχεται.

-Τι να κάνει ο Τράνακας; φώναξε. Δεν περνάς από κει να μου τον στείλεις;

-Πάρε και κανένα ξύλο για τη σόμπα.

Η κυρία Αιμιλία έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Στέφανος πεινούσε πολύ. Κάτι λες και του δάγκωνε τα σωθικά. Και τη νύχτα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί αυτός ο πόνος. Τις νύχτες ονειρευότανε άσπρο ψωμί. Όλο άσπρο ψωμί. Να είχε λίγο. Τάχα θα θυμότανε να του ‘φερνε η γυναίκα του; Δεν αισθανόταν καλά. Κάτι σαν λιποψυχιά. Ακριβώς εκεί που είναι το στομάχι κάτι τον τραβούσε και πότε πότε νόμιζε πως θα ‘σβηνε. Ήθελε να κοιμότανε κι έκλεισε τα μάτια. Μακάρι να μπορούσε να κοιμότανε ως που να ‘ρχότανε η Αιμιλία. Κοίταξε το ρολόι του, έντεκα η ώρα. Σε μια ώρα, το πολύ σε μιάμιση, η Αιμιλία θα ‘πρεπε να ήταν εκεί. Είχε ακούσει πως δεν υπήρχε πια τραμ. Τα ‘χαν πάρει όλα οι Γερμανοί κι ο κόσμος κυκλοφορούσε με τα πόδια. Πώς θα ‘ρχότανε η Αιμιλία; συλλογίστηκε. Άκουγε έξω το βοριά που σφύριζε σα ν’ απειλούσε και τυλίχτηκε στις κουβέρτες του. Ξαφνικά μαζί με τον άνεμο, εκεί έξω, σα ν’ άκουσε μια φωνή παιδιού:

-Πεινάω!

«Πεινάω!» ξανακούστηκε πιο έντονα εκείνη η φωνή.

Ο κυρ Στέφανος σήκωσε την κουβέρτα κι εσκέπασε το κεφάλι του. Δεν άντεχαν τ’ αυτιά του σε κείνη την επίκληση. Σε λίγο η φωνή δεν ακούγονταν. Λες και την πήρε μαζί του ο βοριάς.

Ένας τρόμος σαν από θάνατο κύκλωσε το νου του κυρ Στέφανου. Πού θα πήγαινε αυτή η κατάσταση; Κανένας δε θα ζούσε. Κανένας. Ένας ένας είχαν πεθάνει όλοι οι γέροι στη γειτονιά. Οι γέροι και τα παιδιά. Αυτό τον καιρό ο θάνατος του είχε γίνει εφιάλτης. Ο θάνατος είναι απολύτρωση, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Τι φιλόσοφος είσαι συ; έλεγε. Ο θάνατος είναι συνέχεια της ζωής. Τι σήμερα, τι αύριο. «Μα τέτοιος θάνατος!» Να πέθαινε από την πείνα θα ‘ταν φοβερό. Δεν βαριέσαι, ο θάνατος είναι θάνατος όπως κι αν έρθει.

Του ‘ρθε να σηκωθεί και να πάρει ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Όταν ήταν κακόκεφος πάντα έπαιρνε κάποιο βιβλίο από κει και ξεχνιόταν. Του ‘ρθε στο νου ο Νίτσε. Του άρεσε να τον διαβάζει στο πρωτότυπο. Κρίμα. Δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Ο οίκτος είναι δουλοπρέπεια». Αλήθεια. Κάποτε πρέσβευε κι εκείνος αυτά τα δόγματα. Γιατί όχι και τώρα; «Πρέπει να είμαστε αμερόληπτοι». Πόσες φορές στου Ζαχαράτου δεν είχε ξεφαντώσει γι’ αυτές τις ιδέες. «Πρέπει να ζήσουν οι δυνατοί, τέλειωσε». «Αν είσαι αληθινός φιλόσοφος πρέπει να τα πιστεύεις και τώρα και πάντα και σε κάθε περίσταση, κυρ Στέφανε». Ο Τράνακας πίστευε σε άλλο δόγμα. Εκείνος πίστευε στην αγάπη. Πόσες φορές δεν είχαν διαφωνήσει και μάλιστα σε έντονο τόνο. Ο Τράνακας πίστευε στην αγάπη και στη δικαιοσύνη. Εκεί έβρισκε το αληθινό φτάσιμο στον πολιτισμό. «Μόνο με την αγάπη στον πλησίον μπορεί να βρουν το δρόμο τους οι νέες γενιές. Μόνο έτσι θα καλυτερέψουν τη θέση τους οι άνθρωποι». Ο Τράνακας πίστευε πως κάποτε ο άνθρωπος θα ‘φτανε στην τελειότητα με την καρδιά και την ήσυχη συνείδηση κι ότι αιτία της κακοδαιμονίας στον κόσμο ήταν τάχα ο «υπερτροφικός εγκέφαλος».

Τώρα έβλεπε τις απόψεις του Τράνακα με άλλο μάτι. Ίσως να είχε και δίκιο.

Φαίνεται πως τον είχε πάρει ο ύπνος, ένας ύπνος γεμάτος εφιάλτες. Όλο φαντάσματα με κράνη. Κάτι απαίσιες μορφές που του άγγιζαν το πρόσωπο και του πάγωναν την ανάσα.

Άκουσε την πόρτα και τινάχτηκε. Η κυρία Αιμιλία μπήκε με ορμή και την έκλεισε πίσω της. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό σαν τοίχος. Τα μάτια της πεταγμένα. Τα δόντια της χτυπούσαν. Είχε δει ένα κάρο γεμάτο πεθαμένους που πέρασε από το σπίτι τους. Είδε ένα κουφάρι τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι που τον πέταξαν κει πάνω. Είπαν ότι είναι του Τράνακα. Η κυρία Αιμιλία έπεσε σε μια καρέκλα και σκέπασε το πρόσωπό της με το μαντήλι της.

-Τι έπαθες; ρώτησε ο καθηγητής ανήσυχα.

-Τίποτα, κουράστηκα, είπ’ αυτή.

-Έφερες τίποτα;

Εκείνη προσπαθούσε να ηρεμήσει.

-Νόμισα πως θα ‘μενα στο δρόμο, είπε με κομμένη φωνή.

Ο άρρωστος την κοίταζε στα χέρια. Σ’ εκείνη την επίκληση σαν κάτι να ζεστάθηκε μέσα της. Για κείνον είχε κάνει αυτή την εκστρατεία. Νόμιζε πως δε θα τον έβρισκε ζωντανόν. Όλοι πέθαιναν. Έσκυψε και τον αγκάλιασε. Έπειτα άνοιξε το χαρτί και πλησίασε στο κρεβάτι.

-Να, σου ΄φερα μπριτζόλα , είπε.

-Μ’ έσωσες, μπόρεσε και της είπε.

-Πότε θα την ψήσεις;

-Τώρα, είπε εκείνη.

-Κρυώνεις; τον ρώτησε.

Ένιωθε τα δόντια της να χτυπούν.

-Φαρμάκι κάνει δω μέσα.

Γύρισε και κοίταξε τις βιβλιοθήκες.

«Τι τα φυλάμε τούτα δω μέσα;»

Κάποια ελπίδα φώτισε το πρόσωπό της. Ακούμπησε το κρέας στην καρέκλα. Έπειτα άρπαξε ένα χοντρό βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και το πέταξε στη σόμπα. Πήγε κι έφερε σπίρτα και μικρά χαρτιά. Στην αρχή λίγος καπνός φλόμωσε, έπειτα μια μικρή φλόγα τρεμόσβησε. Σε λίγο η φλόγα υψώθηκε με χαρωπό βουητό. Η κυρία Αιμιλία πήρε κι άλλα βιβλία, κι άλλα, και γέμισε τη σόμπα. Ο καθηγητής κοίταζε.

-Δόξα σοι ο Θεός, είπε με αγαλλίαση. Πώς το σκέφτηκες; Δόξα σοι ο Θεός. Να ζεσταθεί το κόκαλό μας.

Η κυρία Αιμιλία άπλωσε τα χέρια στη φωτιά.

-Α! ζέστανε δω μέσα. Δε ζέστανε; ρώτησε.

Το πρόσωπο του άρρωστου έδειχνε όλη την αγαλλίαση εκείνης της στιγμής.

-Πάω να ψήσω τη μπριτζόλα, είπε η γυναίκα του και βγήκε.

-Γρήγορα, Αιμιλία μου.

Νόμιζε πως θα πέθαινε. Αλλά τώρα είχε γλιτώσει. Θα ‘τρωγε και τη μπριτζόλα και θα στυλωνόταν η καρδιά του. Βρε λίγο κρασάκι να είχε. Πού να ‘βρισκαν λίγο κρασάκι; Θα ‘στελνε την Αιμιλία να του ‘φερνε. Πώς ήθελε να διάβαζε καμιά εφημερίδα. Νόμιζε πως θα ‘βλεπε ευχάριστες ειδήσεις. Πως θα ‘φερναν τρόφιμα. Δεν μπορεί, κάποτε θα τέλειωνε αυτή η ιστορία. Αυτές τις μέρες δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε εφημερίδα. Έκανε ν’ ανασηκωθεί. Έβαλε όλη του τη δύναμη αλλά ζαλίστηκε και ξανάπεσε. Όλα τα πράγματα γύριζαν γύρω του. Κι εκείνος ο χάρτης με τις σημαιούλες. Αν μπορούσε να σηκωθεί, θα τον πέταγε από κει πέρα, θα τον έριχνε στη σόμπα.

Τσίκνα από ψημένο κρέας του χτύπησε τη μύτη. Ανάσαινε βαθιά. Πόσον καιρό είχε να νιώσει αυτήν τη μυρωδιά. Του γέμισε το στήθος και του ‘φερνε δύναμη. Μόνο που η γυναίκα του αργούσε πάρα πολύ. Τι! Δεν ήταν ανάγκη να την έκανε κάρβουνο. Ενόμιζε πως δε θα πρόφταινε να τη γευτεί. Εκείνη η μπριτζόλα ήταν η σωτηρία του. Ήταν βέβαιος πως όταν την έτρωγε, θα ξανάβρισκε τη ζωή.

Η γυναίκα του ήρθε, τον ανασήκωσε και τον στύλωσε στα μαξιλάρια. Έπειτα του ‘δωσε τη μπριτζόλα. Εκείνος την άρπαξε με τα χέρια. Δεν ήθελε ούτε πιρούνι. Ένιωθε την ουσία της ψημένης σάρκας να του γλυκαίνει ως κάτω τον ουρανίσκο.

Όταν τέλειωσε, ήταν ιδρωμένος. Αισθανόταν βάρος στο στομάχι και σβήσιμο. Έκλεισε τα μάτια. Σα να βυθίζονταν σιγά σιγά σε κάποιο χάος.

-Τι κάνει ο Τράνακας; ψιθύρισε σα σε παραμιλητό.

Κάποιο γερμανικό μαρς ακούστηκε στη γειτονιά. «Ντόιτσλαντ, Ντόιτσλαντ ουμπεράλες».

Μπαπ, μπαπ,, βαριά βήματα, πολλά βήματα.

Ο κυρ Στέφανος δεν έβρισκε τόπο ν’ ανασάνει. Πνιγότανε. Κι εκείνα τα βήματα σα να περνούσαν πάνω απ’ το κορμί του και κείνος προσπαθούσε να λευτερωθεί κι όλο να τον πατούν και να λιγοψυχάει…

Η γυναίκα του τον είδε να στυλώνει τα μάτια σ’ ένα σημείο στον τοίχο. Έτρεξε κι έσκυψε από πάνω του. Δεν ανάσαινε πια. Όχι, δεν ανάσαινε πια. Τον αγκάλιασε σφικτά κι έσκουξε:

-Στέφανε! Καρδούλα μου. Σε φάγαν οι Γερμανοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου