Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Δ. ΓΛΗΝΟΥ: «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»


Δ. ΓΛΗΝΟΥ: «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»

Η φασιστική ιδεολογία

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ



FREE photo hosting by Fih.gr

Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στην
Σμύρνη το 1882 και ήταν ο πρώτος στην σειρά από τα δώδεκα παιδιά του
Αλέξανδρου Γληνού και της Αικατερίνης Χατζηπαυλίδη. Ο Γληνός μέσα από το
γλωσσικό ζήτημα αλλά και το κοινωνικό και το εκπαιδευτικό αντιλαμβάνεται ήδη
την πάλη των τάξεων μόνο που σε αυτή παίρνει αρχικά μέρος με την αστική τάξη
ελπίζοντας σε ένα διαφωτιστικό ρόλο ανάλογο με αυτόν που έχει παίξει στις
επαναστάσεις σε άλλες χώρες της Ευρώπης και σε άλλες στιγμές της ιστορίας. Ο
Γληνός το 1942 παίρνει μέρος στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ και τον
Δεκέμβρη του 1942 εκλέγεται στην Κ.Ε. του ΚΚΕ και το Πολιτικό Γραφείο.
Ρίχνεται αμέσως στην μάχη του αγώνα για την οικοδόμηση του ΕΑΜ και γράφει το
μανιφέστο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Παράλληλα συγγράφει στην
Κομμουνιστική Επιθεώρηση σωρεία άρθρων (τουλάχιστον 10 εξακριβωμένα) αλλά και
στον Ριζοσπάστη. Αργότερα θα εκδώσει και το βιβλιαράκι του ΕΑΜ «Οι εχθροί του
λαού» και ξεκινά την μελέτη του «Σημερινά προβλήματα του ελληνισμού». Το 1943
ανεβαίνει στα «Ψηλά Βουνά» της ελευθερίας για να πάρει την θέση του ως
επικεφαλής της ΠΕΕΑ όπως ήταν η πρόταση του ΕΑΜ. Δεν θα προλάβει όμως καθώς θα
πεθάνει πάνω σε επέμβαση τον Δεκέμβρη του 1943. (Ολόκληρο το βιβλίο και σε
απλό κείμενο).

Δημήτρης Γληνός



«Η Τριλογία του πολέμου» – Διαβάστε το


Ο φασισμός και η τέχνη

Και η σχέση τέλος του φασισμού με την τέχνη είνε το ίδιο σκοτεινή, αντιδραστική και γεμάτη από αντιφάσεις.

Απ' όλα τα κοινωνικά φαινόμενα η τέχνη παρουσιάζεται στην αντίληψη και των ίδιων των καλλιτεχνών και πάρα πολλών από τους μελετητές, κριτικούς, ερμηνευτές, φιλόσοφους και κοινωνιολόγους ακόμη, σαν κάτι ανεξάρτητο και αυτόνομο, άσχετο με τα άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Κάτι που ανάγεται σε δημιουργικούς παράγοντες αστάθμητους και μη αναγώγιμους, στην ιδιοσυγκρασία ή την ψυχή του καλλιτέχνη, που είνε κάτι αδιερεύνητο και πρωτόφαντο, στη δημιουργική φαντασία, που δεν υπάγεται σε νόμους ή σε μια επιφοίτηση πνεματική, το ίδιο ανεξάρτητη και αυτόνομη ή και ολωσδιόλου χωρίς κανένα νόμο και κανέναν ειρμό.

Η αντίληψη αυτή ως ένα βαθμό δικαιολογιέται, γιατί και το καλλιτέχνημα και η καλλιτεχνική δημιουργία γενικά είνε κάτι τόσο σύνθετο, προπάντων στις εποχές, οπού πολλά ταυτόχρονα καλλιτεχνικά ρέματα κυκλοφορούν και πολλές έντονες καλλιτεχνικές ιδιοφυίες δημιουργούν και τόσα πολλά ιδιότυπα και προσωπικά στοιχεία αποκρυσταλλώνονται μέσα στο καλλιτέχνημα, ώστε η αναγωγή τους είνε δυσκολότατη ή και αδύνατη, τόσο περισσότερο όσο σήμερα τουλάχιστο η επιστήμη της τέχνης και η επιστήμη γενικά δεν είνε ακόμη σε θέση να αναλύσει όλους τους παράγοντες, που συντρέχουνε στη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου.

Το σύνολο αυτών των παραγόντων μπορεί να αναχτεί σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαβαίνει όλα τα στοιχεία, που προέρχονται από την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Και η ψυχολογία, και η ψυχολογική ανάλυση γενικά βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα και πολύ απέχει από το να μπορεί να δώσει μιαν εξαντλητική ανάλυση μιας τόσο σύνθετης και εξαιρετικής προσωπικότητας, όπως είνε η προσωπικότητα του δημιουργού καλλιτέχνη. Η δεύτερη κατηγορία περιλαβαίνει όλα τα στοιχεία, που προέρχονται από το κοινωνικό περίγυρο, όπου μέσα σ' αυτό μεγαλώνει, διαμορφώνεται και δημιουργεί ο καλλιτέχνης. Και η κοινωνιολογική επιστήμη βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το να μπορεί να δώσει μιαν εξαντλητική ανάλυση των κοινωνικών παραγόντων, που σε μια ορισμένη εποχή σ' έναν ορισμένο τόπο μπορούν να συντρέξουνε και να καθορίσουνε ως ένα βαθμό την καλλιτεχνική δημιουργία, τόσο περισσότερο μάλιστα σήμερα, που οι κοινωνικοί παράγοντες με την παγκοσμιότητα που διέπει και την καλλιτεχνική δημιουργία και τις πολυποίκιλες επιρροές, γίνονται ολοένα πιο σύνθετοι και πιο πολύτροποι.

Η τρίτη τέλος κατηγορία των παραγόντων, που συντρέχουνε στη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου, περιλαβαίνει όλα τα στοιχεία, που προέρχονται από την εξέλιξη της ίδιας της καθεμιάς τέχνης, στοιχεία υλικά και πνεματικά, στοιχεία τεχνικά και στοιχεία της εσωτερικής νομοτέλειας της κάθε τέχνης και της παράδοσης της καλλιτεχνικής. Και η επιστήμη της τέχνης που διερευνά για κάθε μια τέχνη και τούτα τα στοιχεία, παράλληλα μ' όλα τάλλα, ακόμη δεν είνε σε θέση να μας δώσει μιαν εξαντλητική ανάλυσή τους και συνάμα, συνθέτοντας τα δεδομένα και των άλλων σχετικών επιστημών, να μας δώσει τη νομοτέλεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ωστόσο, και το ότι δε γίνονται όλες αυτές οι έρευνες με κατεύθυνση την τέτοια κατανόηση του καλλιτεχνικού έργου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το ότι επικρατούν σε τόσο πλάτος οι αντιλήψεις εκείνες για το ανεξήγητο και μη αναγώγιμο του καλλιτεχνικού έργου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είνε και τούτο ακόμη ένα κοινωνικό φαινόμενο, καθοριζόμενο από συντελεστές, που δεν περιορίζονται μέσα στην περιοχή της τέχνης. Και το σύνθημα «η τέχνη για την τέχνη» και το σύνθημα «η τέχνη μόνο τέχνη» και το σύνθημα πως η τέχνη είνε φαινόμενο μη αναγώγιμο και το καλλιτεχνικό έργο ανεξήγητο, έχουνε τη γενετική αιτία τους σε κοινωνικές καταστάσεις. Επικρατούν όταν η τέχνη γίνεται το προνόμιο μιας ολιγαρχίας, είνε συνθήματα αντιδραστικά.

Ο φασισμός στο σημείο ετούτο παρουσιάζεται μορφολογικά επαναστατικός. Είνε αντίθετος στο χωρισμό της τέχνης από την άλλη ζωή. Θέλει τη σύνδεση της τέχνης με την ομαδική ζωή, τη θέλει εξυπηρετική της ζωής και ζητάει να την υπαγάγει στους γενικότερους σκοπούς του. Αρνιέται, λοιπόν, τα συνθήματα η τέχνη για την τέχνη, η τέχνη μόνο τέχνη και άρα η τέχνη ανεξάρτητη και μη αναγώγιμη.

Ως προς την ουσία όμως της τέχνης μπερδεύεται στις βασικές αντιφάσεις του. Η ουσία της τέχνης ανάγεται στο περιεχόμενο και στη μορφή, τα δυο αυτά είνε αλληλένδετα και αξεχώριστα, ολότελα συνυφασμένα και ο χαραχτήρας της τέχνης καθορίζεται από τον τρόπο που συνυφαίνονται. Ο τρόπος που συνυφαίνεται το περιεχόμενο με τη μορφή δίνει το ρυθμό στην τέχνη και ο τρόπος αυτός πάλι, ο ρυθμός της τέχνης, ανάγεται σε κοινωνικά αίτια.

Η αστική λοιπόν τέχνη στην τελευταία της περίοδο χαρακτηρίζεται από την απόλυτη επικράτηση των μορφολογικών στοιχείων. Η γενική ανησυχία της αστικής τάξης, η αβεβαιότητα, ο τρόμος μπροστά στη ζωή, η φυγή από την πραματικότητα, αντικαθρεφτίζεται στην τέχνη με τον υποκειμενισμό, την ανησυχία και την ταραχή και τη διάσταση προς την πραματικότητα, την ανεξαρτησία και το σπάσιμο των μορφών.

Ο ιμπρεσιονισμός και ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, ο φουτουρισμός, ο υπερρεαλισμός είνε οι τεχνοτροπίες, που γεννήθηκαν από την ψυχική αυτή θέση της κλονιζόμενης αστικής κυριαρχίας απέναντι στην κοινωνική πραματικότητα. Ο φασισμός, που θέλει να στερεώσει αυτή την κυριαρχία, να τη θεμελιώσει απάνω στην καινούρια «σύνθεσή» του, που καθώς είδαμε είνε η παγιοποίηση της εκμεταλλευτικής σχέσης, αγωνίζεται να δώσει και στην τέχνη μιαν αρμονική ισορροπία ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Εδώ όμως δε μπορεί να βρει το δρόμο του. Γι' αυτό παρουσιάζεται από τη μια μεριά ευνοϊκός και από την άλλη μεριά αντίθετος στις μορφικές ιδιορρυθμίες της αστικής τέχνης του ξεπεσμού. Ο φουτουρισμός γίνεται η τεχνική μορφή του ιταλικού φασισμού. Ο εθνικοσοσιαλισμός διώχνει από τα μουσεία του όλα τα δημιουργήματα των μορφικών ιδιορρυθμιών της νεότατης αστικής τέχνης και τα θεωρεί προϊόντα εκφυλισμού. Αναζητώντας έναν καινούριο δρόμο ξεπέφτει σ' έναν κούφιο κλασικισμό.

Αυτή η σύγχυση, η αδυναμία του φασισμού να βρει ένα δρόμο της τέχνης δείχνει πάλι πόσο ψεύτικη είνε η επαναστατική του φόρμουλα, πόσο φαινομενική είνε η επαναστατικότητά του, πόσο του είνε αδύνατο να λύσει τις βασικές αντιφάσεις του.

Γενικός χαραχτήρας της φασιστικής «Ιδεολογίας»

Ετσι η επισκόπηση και ανάλυση της φασιστικής ιδεολογίας στα κυριότερα στοιχεία της, μας αποκάλυψε την υπόστασή της, όπως μας την αποκάλυψε και η ανάλυση της οικονομικής και της οργανωτικής βάσης του φασισμού.

Η φασιστική ιδεολογία είνε επαναστατική στη μορφή, αντιδραστική στο περιεχόμενό της, άρα δημιούργημα αντεπανάστασης, της αστικής αντεπανάστασης. Για καμιά αξία του πολιτισμού δε δημιουργεί νέα προοπτική, νέα πλατφόρμα, που να πηγάζει από μιαν αληθινά νέα σύνθεση της ζωής. Θέλει να σταματήσει τη ζωή, να την απολιθώσει απάνω σε μια βάση και η βάση αυτή είνε η διατήρηση της ατομικής ιδιοχτησίας των μέσων της παραγωγής. Πίσω απ' όλα τα συνθήματά του, απ' όλες τις ιδεολογικές κραυγές του, για πατρίδες, θρησκείες, οικογένεια, αυτοθυσία, για το σύνολο, πειθαρχία, ιεραρχία, πειθαρχημένη λεφτεριά, ένα και μόνο είνε το ιερό, το απαραβίαστο, το υπέρτατο αγαθό, η ιδιοχτησία, ένας είνε ο αληθινός θεός, ο Μαμωνάς. Ο φασισμός είνε η θρησκεία του Μαμωνά, η θρησκεία της εκμετάλλεψης ανθρώπων από ανθρώπους, η λατρεία της ιδιοποίησης της απόλαψης του ιδρώτα των σκλάβων.

Η γενική αυτή επισκόπηση και ανάλυση των ιδεολογιών, που αντιμάχονται μέσα στον σημερινό κόσμο, της αστικοδημοκρατικής ιδεολογίας, που βρίσκεται σε ξεπεσμό και αποσύνθεση, της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, που είνε το μαχητικό πνεματικό όπλο της εργατικής τάξης και γενικά των σκλάβων του καπιταλισμού και της φασιστικής ιδεολογίας, που είνε το μαχητικό όπλο της αστικής αντεπανάστασης, μας έδωκε από τη μια μεριά την εξήγηση για το χάος, που επικρατεί στο σημερινό πνεματικό κόσμο και από την άλλη μεριά μας εξήγησε την αδυναμία της αστικής κοινωνιολογικής σκέψης να δώσει μιαν ενιαία και γενικά παραδεχτή επιστημονική λύση της κοινωνικής προβληματικότητας.

Συνάμα όμως η επισκόπηση αυτή και η ανάλυση μας έδωκε το νήμα, για να οδηγηθούμε στη σωστή μέθοδο, που μόνη αυτή φαίνεται να δίνει στον άνθρωπο το γνωστικό μέσο για να ξεδιαλύνει το χάος.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν τόρα να καθορίσουμε αυτή τη μέθοδο και να βρούμε το αναλυτικό διάγραμμα για τη σύνθεση της κοινωνίας και την κατανόηση της γενικής αλληλουχίας του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Η αγωνία της σημερινής στιγμής.-- Ποτέ η ανθρωπότητα δε μίλησε για τον εαυτό της τόσο πολύ όσο σήμερα. Γιατί ποτέ ως τόρα τα προβλήματα της ζωής δεν έγιναν τόσο ζωντανά, τόσο άμεσα, τόσο περίπλοκα, τόσο εναγώνια και τόσο δυσκολονόητα για τους πολλούς, όσο σήμερα εδώ που ζω, σ' ένα μικρό κι απόμερο ειρηνικό χωριό όπου για αιώνες και αιώνες κύλησε η ζωή με τις καθημερινές μικροέγνοιές της και τις μικροχαρές της, το όργωμα της γης, τη βροχή και την ανεβροχιά, το κριθάρι, το σταφύλι, την ντομάτα, τη γίδα, το πουλερικό και το ψάρι, τη φτώχεια και την αρρώστια, τα γερατειά και το θάνατο, την καμπάνα της εκκλησιάς, το σταυροκόπημα και το αγιομνήσι του τάδε άγιου, το γάμο, τη γέννηση και τα βαφτίσια και το μικρό χαιρέκακο κουτσομπολιό για τη ζωή του άλλου, υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζουνται σήμερα για τους κινέζους, που τους σφάζουν οι γιαπωνέζοι, για το Μαντζουκουό και την Καντώνα που καίγεται, για τις μάχες που γίνονται στον Εβρο της Ισπανίας, για τα ταξίδια της ομπρέλας του κ. Τσάμπερλαιν, για τα διαγγέλματα του Ρούζβελτ και για το Στάλιν, που δολοφονιέται από τις εφημερίδες κάθε δυο-τρεις βδομάδες. Υπάρχουν άνθρωποι, που στριφογυρίζουνε τη νύχτα στο στρώμα τους και που ξυπνούνε χαρούμενοι ή λυπημένοι για τις νίκες του Χίτλερ και για τους λόγους του Μουσολίνι. Εχουν όλοι αυτοί ένα αόριστο, μα ζωντανό συναίστημα, πως όλα τούτα έχουν σχέση και με τη δική τους ζωή, με το ψωμί που τρώνε, με την έγνια του σήμερα και του αύριο, με τα νιάτα τους και με τα γερατιά τους.

Και σ' όλη τη γη, γίνεται το ίδιο. Η παγκοσμιότητα της ζωής, η καθολική αλληλοεξάρτηση της ανθρώπινης μοίρας, ποτέ δεν είχε παρουσιαστεί τόσο άμεση, μα και τόσο τραγική στ' αποτέλεσμά της, στη συνείδηση τόσων ανθρώπων.

Και για τούτο ο άνθρωπος, ποτέ δεν είχεν αιστανθεί τόσο βαθιά και έντονα την ανάγκη να νιώσει τη μοίρα του, να ξεδιαλύνει το σκοτεινό μυστήριο που κυβερνάει τη ζωή του.

Σε άλλους καιρούς του εξηγούσεν η θρησκεία απλά και νοητά και ικανοποιητικά το μυστήριο ετούτο. Η θέληση του θεού κυβερνούσε του καθενός τη μοίρα. Κ' η συμφορά, η πείνα και ο πόλεμος, η αρρώστια και ο θάνατος, όπως και οι σεισμοί και οι αναβροχιές και οι πλημμύρες, είτανε όλα θέληση του θεού, για να τιμωρήσει τον άνθρωπο για τις αμαρτίες του και να τον οδηγήσει στην αιώνια σωτηρία ή στην αιώνια κόλαση.

Τόρα όμως τη θεία βούληση την αντικαταστήσανε τόσες άλλες βούλησες ανθρώπινες, που από πολύ μακριά παρεμβαίνουνε και ρυθμίζουν τη ζωή του! Προχτές ακόμη ο απλοϊκός χωριάτης κιντύνεψε ν' αφήσει τ' αλέτρι του και τη γίδα του και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να τρέξει αρματωμένος με σίδερα, με μαχαίρια, με ντουφέκια, με μπόμπες, να φορέσει αντιασφυξιογόνες προσωπίδες και να σκοτώνει άλλους ανθρώπους, μακρινούς και άγνωστους και να σκοτωθεί κι αυτός, χωρίς να νιώθει το γιατί, χωρίς να το θέλει, χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτε. Του είνε τόσο δύσκολο να ιδεί το χέρι του θεού σ' αυτή την ακατανόητη πορεία της ζωής! Πού να βρει τόρα ο άνθρωπος τη λύση σε τούτο το μυστήριο;

Ο παπάς του χωριού δεν ξαίρει να του ειπεί περισσότερα, απ' όσα ξαίρει και ο ίδιος ο χωριάτης, ο δάσκαλος του χωριού, ο γιατρός, ο φαρμακοποιός, τον αντιμετωπίζουν μ' ένα σεντόνι χαρτί με μαύρα γράμματα και πολλές εικόνες. Εικόνες όπου βλέπει ανθρώπους αρματωμένους, σιδεροφορεμένους, κανόνια πελώρια ή αεροπλάνα, κάστρα, καράβια με στόματα πύρινα, που σκορπίζουν θάνατο. Παντού, παντού το δρεπάνι του χάρου με χίλιες μορφές. Και το μυστήριο μένει μυστήριο.

Μα μήπως εκείνοι, που στέκονται ψηλότερα, που γεμίζουν τα χαρτιά με τα μαύρα γράμματα, που μιλάνε τις νύχτες από τα αιθέρια κύματα, μπορούν ή θέλουν να ξεδιαλύνουνε τα μυστήρια; Οι σκοτεινές προθέσεις γίνονται σκοτεινότερες. Το ψέμα ποτέ δεν είχε τόσα στόματα, τόση στεντόρεια φωνή, τόση αναισχυντία. Η συστηματική αποπλάνηση ποτέ δεν είχε τόσα όργανα, τόση δύναμη, τόση πειθώ. Και οι σοφοί στα εργαστήρια της σκέψης τους, οι λογοτέχνες, οι άνθρωποι της τέχνης και του στοχασμού, ποτέ δεν είταν τόσο ανήμποροι να δώσουν μια εξήγηση μια παρηγοριά στον άνθρωπο για τη σκληρή και σκοτεινή και ακατανόητη μοίρα του.

Η οικονομική βάση του φασισμού

Ας εξετάσουμε λοιπόν πρώτα την οικονομική βάση του φασισμού για να κοιτάξουμε έπειτα το οργανωτικό και πνευματικό του εποικοδόμημα.

Η φασιστική διχτατορία είνε διχτατορία του καπιταλισμού στις χώρες, που κιντυνεύει περισσότερο από κάθε αλλού η υπόσταση του ή βρίσκει δυσκολίες μεγάλες στην επικράτησή του. Ο καπιταλισμός προσπαθεί με κάθε τρόπο να περισώσει το βασικό θεμέλιό του, δηλαδή την εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη. Η σχέση αυτή κιντυνεύει από δυο πλευρές. Πρώτα - πρώτα από την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής. Γιατί αυτή γεννάει τις οικονομικές κρίσεις, που συγκλονίζουν όλο το οικοδόμημα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Και κιντυνεύει ακόμα από τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργατών και από τις απεργίες, καθώς και από τα πολιτικά δικαιώματα των εργατών.

Το πρώτο λοιπόν, που επιδιώκει ο φασισμός είνε να παγιοποιήσει την εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη, το πέρασμα της υπεραξίας στα χέρια των εργοδοτών. Και για να το πετύχει αυτό περιορίζει απ' όλες τις πλευρές και ουσιαστικά καταργεί τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργατών και προπάντων το δικαίωμα της απεργίας. Ο εργάτης πρέπει με απάτη και με βία να γίνει αιώνιος θεληματικός ή άθελος σκλάβος. Γι' αυτό η εργατική πολιτική του φασισμού ακολουθάει δυο δρόμους. Ο πρώτος είνε ο δρόμος της απάτης. Ο καπιταλισμός αναγκάζεται κάτω από τη φοβέρα της επανάστασης να κάμει όλες τις απαραίτητες θυσίες, που θα του εξασφαλίσουν την παραπέρα ύπαρξή του. Δέχεται και πραγματοποιεί ορισμένα αιτήματα, δανείζεται και εκφυλίζει τα επαναστατικά συνθήματα της εργατικής τάξης. Ορίζεται κατώτερο όριο στα ημερομίσθια, ανώτατο όριο δουλιάς, γίνονται ομαδικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζονται οι κοινωνικές ασφαλίσεις, πραγματοποιείται κάποια κοινωνική πολιτική, ιδρύονται εργατικές λέσχες θέατρα για το λαό, μουσική, σπίτια ανάπαψης, ταξίδια αναψυχής, εξοχές για ταξίδια των εργατών, το μέτωπο «της χαράς με τη δουλιά». Ολα τούτα απομίμηση και χαμαιλεοντισμός από όσα γίνονται στη Σοβιετική Ενωση και όσα διεκδικούν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα. Ενα είδος έκτρωση της επανάστασης. Η «φιλεργατική» αυτή πολιτική, ενώ φαινομενικά ικανοποιεί, ως σ' ένα βαθμό τα άμεσα εργατικά αιτήματα και δίνει στον εργάτη κάποιες εξασφαλίσεις, ουσιαστικά τον καρφώνει σε μια κατάσταση, που εύκολα μπορεί να χειροτερέψει και χειροτερεύει χωρίς ο εργάτης να μπορεί να κάμει τίποτε πια για να εμποδίσει τη χειροτέρεψη και χωρίς να μπορεί πια να αγωνιστεί ούτε για την άμεση καλυτέρεψη ούτε για τη μετατροπή της καπιταλιστικής οικονομίας σε σοσιαλιστική.

Η «φιλεργατική» πολιτική έχει σκοπό να τον αποκοιμίσει, να τον αποναρκώσει με την ικανοποίηση ενός ελάχιστου ποσού από τις διεκδικήσεις του για να του πάρει από την άλλη μεριά κάθε λεφτεριά και κάθε δυνατότητα για να διεκδικήσει πραγματικά και ως το τέλος τα δικαιώματά του. Το κράτος των καπιταλιστών γίνεται φιλεργατικό, φιλαγροτικό, φιλολαϊκό, για να μη φύγει η εξουσία από τα χέρια των αστών και γίνει τα κράτος εργατικά και α γ ρ ο τ ι κ ό, κράτος λαϊκό, κράτος χωρίς κοινωνικές τάξεις. Το φιλολαϊκό κράτος δεν είνε λαϊκό, όπως ο φιλανθρωπισμός δεν είνε ανθρωπισμός. Και πραγματικά. Βλέπουμε στα φασιστικά κράτη το κόστος της ζωής ν' ανεβαίνει και το ημερομίσθιο ουσιαστικά να γίνεται το μισό, οι ώρες της δουλιάς μεγαλώνουν χωρίς ο εργάτης να μπορεί πια να κάμει τίποτα για ν' αλλάξει την κατάσταση. Γιατί δίπλα στην απάτη βαδίζει η βία. Αυτός είνε ο δεύτερος δρόμος. Η υποχρεωτική διαιτησία καταργεί ουσιαστικά το δικαίωμα της απεργίας. Το «μέτωπο της εργασίας» και τα εργατικά τάγματα, όπου οι νέοι υποχρεώνονται για ορισμένα χρόνια να δουλεύουνε με στρατιωτική πειθαρχία και με μεροκάματο στρατιωτικού σιτηρέσιου χρησιμεύουνε για μια βίαιη λύση της ανεργίας.

Ο συνδικαλισμός κρατικοποιείται και «προσαρμόζεται» στα συμφέροντα του κεφάλαιου. Για να αποκατασταθεί η αρμονία «κεφαλαίου και δουλιάς» συγχωνεύονται τα εργατικά και τα εργοδοτικά συνδικάτα σε «συντεχνίες», για τα ξαναγυρίσουμε στην κλειστή οικονομία του μεσαίωνα.

Ετσι μαζί και με τα αντίστοιχα μέτρα στο οργανωτικό επίπεδο, που θα τα εξετάσουμε παρακάτω, παγιώνεται, απολιθώνεται η εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη. Με ελάχιστες φαινομενικές θυσίες της κεφαλαιοκρατίας σώζεται η βάση της αστικής κοινωνίας, η ατομική ιδιοχτησία στα μέσα της παραγωγής και η ατομική οικειοποίηση στα προϊόντα της παραγωγής, με μια λέξη εξασφαλίζεται το πέρασμα της υπεραξίας στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.

Για να κτυπηθεί η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και για να δημιουργηθεί ανεξαρτησία από τις διακυμάνσεις των τιμών στην παγκόσμια αγορά και από το συνάλλαγμα, εισάγεται η διευθυνόμενη οικονομία με καπιταλιστικό έλεγχο. Η εσωτερική αγορά πρέπει να γίνει όσο μπορεί πιο ανεξάρτητη από την εξωτερική και ως προς τα γεωργικά και ως προς τα χτηνοτροφικά και ως προς τα βιομηχανικά προϊόντα. Για το σκοπό αυτόν εισάγεται πρώτα-πρώτα έλεγχος και διακανονισμός της παραγωγής σε όλα τα είδη των προϊόντων από το κράτος. Δεύτερο μπαίνουνε προστατευτικοί δασμοί και ρυθμίζεται με απαγορευτικά μέτρα η εισαγωγή ξένων προϊόντων και τρίτο κανονίζεται αυστηρότατος έλεγχος στο συνάλλαγμα. Με αυτά τα μέσα πετυχαίνεται ανεξαρτησία από την εξωτερική αγορά των προϊόντων και ανεξαρτησία από την παγκόσμια τιμή του χρήματος, δημιουργιέται εσωτερική νομισματική πολιτική, που επιτρέπει την ανάπτυξη της παραγωγής και την κυκλοφορία των προϊόντων και το διακανονισμό των τιμών της εσωτερικής αγοράς με νόμισμα ανεξάρτητο από το απόθεμα σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα. Ολη αυτή η πολιτική κορυφώνεται στην έννοια της αυτάρκειας.

Η αναρχική καπιταλιστική οικονομία μετατρέπεται σε σχεδιασμένη οικονομία, σε διευθυνόμενη καπιταλιστική οικονομία. Ολη όμως ετούτη η προσπάθεια δεν μπορεί να επιτύχει παρά μόνο προσωρινά και μέσα σε ορισμένα όρια. Γιατί διατηρώντας τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας, την οικονομία του κέρδους και της εκμετάλλεψης, η διευθυνόμενη καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε από την εκμετάλλεψη της εσωτερικής αγοράς, ούτε από την εκμετάλλεψη ξένων αγορών για πρώτες ύλες και για κατανάλωση. Η εσωτερική αγορά, όσο και αν παγιώνει την εκμετάλλεψη του αγρότη και του εργάτη και όσο και αν την επιτείνει κατεβάζοντας το επίπεδο της ζωής και των εργατών και των αγροτών, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την εκμεταλλευτική οικονομία. Για τούτο η ανεξαρτησία από την εξωτερική αγορά είνε προσωρινή μόνο και φαινομενική και τελικά αδύνατη.

Οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, είνε αδύνατο να πετύχουνε ολοκληρωτική ούτε καν σχετική ανεξαρτησία από την παγκόσμια αγορά πρώτων υλών, μ' όλα τα σχέδια της αυτάρκειας. Και είνε αδύνατο να στερηθούν από μεγάλες εξωτερικές καταναλωτικές αγορές. Για το λόγο αυτό σπρώχνονται ακατανίκητα προς τον ιμπεριαλισμό. Είνε ζήτημα ζωής ή θανάτου γι' αυτές να προμηθεύονται πρώτες ύλες σε τιμές χαμηλές, άρα να έχουν αποικίες, όπου χρωματιστοί σκλάβοι να παράγουν πρώτες ύλες ζώντας σε χαμηλότατο επίπεδο ζωής και να έχουνε μισοαποικιακές εξαρτημένες χώρες, όπου λευκοί ή κίτρινοι αγρότες και εργάτες να δουλεύουν με ημερομίστια πείνας για την ντόπια τους και την ξένη κεφαλαιοκρατία. Και είνε ζήτημα ζωής ή θανάτου για τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες να πουλάνε τα βιομηχανικά προϊόντα τους με όσο μπορεί μεγαλύτερο κέρδος σε άλλες χώρες σε καταχτημένους ή σε μισοαποικιακούς λαούς. Είνε λοιπόν απόλυτη ανάγκη για τις χώρες αυτές να έχουνε δικό τους imperium. Ωστε το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού παραμένει ακέραιο, επιταχτικό, απαιτητικότατο μπροστά τους και μη μπορώντας να το λύσουνε διαφορετικά παρά με την επιβολή της βίας, εξοπλίζονται υπερεντατικά, θέτουν όλη την οικονομία τους σε κατάσταση πολεμική. Μα η κατάσταση τούτη οξύνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, μολονότι δημιουργεί μια προσωρινή ένταση της παραγωγής και απορρόφηση της ανεργίας. Γιατί η πολεμική παραγωγή δεν μπορεί να εξακολουθήσει σε μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να πετύχει αποτελέσματα. Οδηγεί τις χώρες αυτές σε οικονομικόν όλεθρο, σε γκρέμισμα όλης της οικονομίας τους. Για τον λόγον αυτόν οι φασιστικές χώρες είνε απαρέγκλιτα υποχρεωμένες ή να πετύχουνε το ξαναμοίρασμα των αγορών πρώτων υλών και αγορών κατανάλωσης, αποσπώντας αποικίες και σφαίρες οικονομικής επιρροής από τις άλλες καπιταλιστικές χώρες, ή να καταστραφούν, να περιπέσουν σε εσωτερική επανάσταση. Η φασιστική οικονομία οδηγεί με μαθηματικό καταναγκασμό στον πόλεμο, σε πόλεμο καταχτητικό (Αβησσυνία, Κίνα), σε πόλεμο εμφύλιο (Ισπανία), σε πόλεμο ανάμεσα στους καπιταλιστές, όπως αυτός, που μόλις αποσοβήθηκε, τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το φοβερό δίλημμα, που υψώνεται μπροστά στις φασιστικές χώρες, είνε ή πόλεμος ή εσωτερική επανάσταση.

Οι κυρίαρχες τάξεις και οι καταχτητές απανέκαθεν αιστάνθηκαν την ανάγκη να στηρίξουνε την κυριαρχία τους, την κατάχτησή τους, τα προνόμιά τους σε μιαν ανώτερη καταγωγή. Θεοί, ημίθεοι, ήρωες, έπρεπε να είνε οι πρόγονοι και οι γενάρχες των καταχτητών και των κυρίαρχων. Τα δικαιώματά τους είχανε «θεία» καταγωγή και κύρωση, μα και συνάμα πήγαζαν από κληρονομική υπεροχή σωματική και πνευματική, από ευγένεια και καθαρότητα αιματική, από ανώτερη ράτσα.

Σε μια τέτοια από τη φύση ποιοτική διαφορά θέλησε να στηρίξει και αυτός ο Αριστοτέλης τη διάκριση ανάμεσα σε δούλους και λεύτερους. Ο άνθρωπος «φύσει ελεύθερος».

Οταν όμως ο χριστιανισμός (και πριν απ' αυτόν η στωική φιλοσοφία), απάνω στην αποσύνθεση της δουλοχτητικής οικονομίας, θέλησε να χτυπήσει στη ρίζα της τούτη τη δήθεν φυσική διαφοροποίηση των ανθρώπων, κήρυξε πως όλοι οι άνθρωποι είνε παιδιά του θεού και αδέρφια συναμεταξύ τους και πως δεν υπάρχει λεύτερος και δούλος, έλληνας και βάρβαρος, παρά όλοι είναι το ίδιο μπροστά στο θεό. Η φεουδαρχική οικονομία, που εγκαθιδρούσε τους καινούριους δεσπότες, έσβησε τούτο το δόγμα και το αντικατέστησε με την ευγένεια, που έχει την πηγή της και την καθιέρωσή της από τον ίδιο τον θεό («ελέω θεού βασιλεύς»), στηρίζεται σε μια διαφορά ράτσας και γι' αυτό είναι κληρονομική και κρατάει με κληρονομικό δικαίωμα τα προνόμιά της.

Μα και όταν η αστική τάξη αποσυνθέτοντας τη φεουδαρχική κοινωνία ήθελε πάλι να χτυπήσει στη ρίζα της τούτη την τάχα από φυσικού διαφοροποίηση, ύψωσε το σύνθημα της «ισότητας και αδελφοσύνης» ανάμεσα στους ανθρώπους, που αναιρεί κάθε διαφορά και κάθε προνόμιο.

Τόρα όμως η θεωρία της ράτσας γίνεται προκάλυμμα του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, ζητάει να καθαγιάσει τα δικαιώματα όχι μιας κοινωνικής τάξης, παρά ενός ολάκερου λαού με όλες του τις κοινωνικές τάξεις, για να δημιουργήσει δικαιώματα υπεροχής απάνω στους άλλους λαούς.

Τόρα γίνεται η ανακάλυψη, πως ο χριστιανισμός και η γαλλική επανάσταση, που έφεραν τα διδάγματα εκείνα για ισότητα και αδελφοσύνη των ανθρώπων, είτανε δημιουργήματα της ίδιας καταραμένης φυλής των εβραίων, που και σήμερα με το διεθνισμό και το μαρξισμό -άλλο έργο των εβραίων- ζητάει να παραλύσει την εξόρμηση των ανώτερων φυλών και να εξοντώσει τον «πολιτισμό» (τον πολιτισμό που καίει τα επιστημονικά και τα λογοτεχνικά βιβλία, που διώχνει τον Αϊνστάιν και που κάνει να φαίνονται αθώα παιγνίδια τους διωγμούς και τα μαρτύρια της ιερής εξέτασης).

Ο ρατσισμός ή φυλετισμός είναι το αποκορύφωμα του εθνικισμού και συνάμα η κατάλυσή του. Γιατί δεν είναι πια κάθε «έθνος» υπέρτατη αξία, σεβαστή και ανέγγιχτη στα δικαιώματά της. Δεν έχει κάθε έθνος το δικαίωμα της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης. Αυτά τα δικαιώματα τα έχουνε μόνο τα έθνη, που ανήκουνε στις καθαρόαιμες ράτσες. Οι «άριοι», οι «βόρειοι», οι καθαρόαιμοι γερμανοί στην Ευρώπη και το ίδιο οι καθαρόαιμοι «κίτρινοι», οι, νορντικοί της Ασίας, οι γιαπωνέζοι, γιατί κι αυτοί σήμερα όντας στην ίδια στιγμή της ιμπεριαλιστικής εξόρμησης με τους ιταλούς και τους γερμανούς, συμμαχούνε μαζί τους.

Η θέση βέβαια των ιταλών κατά την καθαρή γερμανική φυλετική θεωρία είναι λιγάκι σκοτεινή και κωμικοτραγική. Μα από συμμαχικό χρέος και φιλοφρόνηση, προς το παρόν οι γερμανοί κλείνουν τα μάτια και αφήνουν τους ιταλούς να στηρίζουν και αυτοί «επιστημονικά» την καθαρόαιμη καταγωγή τους και τον άριο φυλετισμό τους. Αν οι ιταλοί βγουν από τον άξονα Βερολίνου - Ρώμης - Τόκιο, θα πάψουν φυσικά ιδιοστιγμίς να είναι καθαροί άριοι για τους γερμανούς και θα γίνουν άθλιοι μιγάδες μεσογειακοί.

Η θεωρία της ράτσας είνε ο τρόπος που θα υπερνικηθεί η θεωρία της εθνότητας, για να δικαιωθεί η υποδούλωση των κατώτερων «εθνών».

Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με τη βιολογική - φυλετική θεωρία, ο πόλεμος σαν όργανο επιλογής βιολογικής είνε κάτι απαραίτητο, στη ζωή των λαών, κάτι αιώνιο. Τέλος στον πόλεμο δεν πρόκειται να υπάρξει, γιατί και όταν ακόμα θα κυριαρχήσουν απόλυτα σ' όλον τον κόσμο δυο τρεις καθαρόαιμες και ανώτερες ράτσες και θα έχουν υποτάξει όλους τους άλλους λαούς, θα είνε ανάγκη να είνε πάντα έτοιμες για πόλεμο και να πολεμούν για να προστατεύσουνε την κυριαρχία τους η καθεμιά, είτε απέναντι στην αντίπαλη ανώτερη ράτσα, είτε απέναντι στην ενδεχόμενη ανταρσία των σκλάβων. «Πόλεμος πάντων πατήρ». Αυτή είνε η λογική συνέπεια της θεωρίας της ράτσας.

Και όμως η ιστορική της συνέπεια σίγουρα δεν πρόκειται να είνε αυτή. Γιατί, όπως η έρευνά μας απόδειξε, η θεωρία τούτη, ούτε αληθινή είνε, ούτε πραγματική αφορμή, ούτε καν πρόσχημα στάθηκε για όλους τους πολέμους. Παρουσιάζεται τόρα κάτω από ορισμένες οικονομικοπολιτικές συνθήκες. Παίζει τον ίδιο ρόλο, που έπαιζαν άλλα συνθήματα δυναστικά, θρησκευτικά, εθνικά, σε άλλους καιρούς. Η διάρκειά της είνε χρονικά περιορισμένη. Είνε φαινόμενο δευτερόγενο και η πρωταρχική και αληθινή αιτία, που σπρώχνει τους λαούς στον πόλεμο, είνε τα οικονομικά συμφέροντα.

Στην πραγματικότητα ο φυλετικός υπερεθνικισμός, που αναιρεί τον εθνικισμό, ανοίγει το δρόμο στο διεθνισμό, χωρίς να είνε αυτή η πρόθεσή του, όπως η πρόθεση του εθνικισμού δεν είτανε να γεννήσει τον υπερεθνικισμό. Η λογική πορεία, που είνε ευθύγραμμη, δεν συμπέφτει με τη διαλεχτική πορεία της πραγματικότητας, που είνε αντιθετική.

Το πνεματικό εποικοδόμημα του φασισμού

Η φασιστική ιδεολογία κινιέται ανάμεσα σε δυο αντιθέσεις. Από τη μια μεριά θέλει να είνε η άρνηση της αστικοδημοκρατικής ιδεολογίας και από την άλλη θέλει να είνε η άρνηση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Και τις δύο τις θεωρεί χρεωκοπημένες. Η φασιστική ιδεολογία θέλει να είνε μια «σύνθεση» νέα, που ενώνει τις δυο αντιθέσεις και δημιουργεί ένα νέον κόσμο.

Ο Χίτλερ μιλώντας προχτές στις νεοπροσαρτημένες στο γερμανικό Ράιχ σουδητικές περιφέριες συνόψισε με δύο λόγια την άποψη αυτή. «Η επανάσταση, που σας λέω, είνε κείνη που επικράτησε χάρη στον εθνικοσοσιαλισμό. Δυο κόσμοι επάλεβαν στη Γερμανία, ο αστικός και ο μαρξιστικός. Και οι δυο απόδειξαν πόσο είτανε στείρα ή ιδεολογία τους. Είταν απαραίτητη μια σύνθεση των δυο ιδεολογιών, της εθνικιστικής και της σοσιαλιστικής». Το ίδιο και ο Μουσολίνι χαραχτηρίζει το δικό του κίνημα σαν επανάσταση διπλή, ενάντια στην αστικοδημοκρατική και τη σοσιαλιστική ιδεολογία και πανηγυρίζει κάθε χρόνο την επέτειο της «φασιστικής επανάστασης».

Αν όμως αναλύσουμε βαθύτερα το περιεχόμενο και της φασιστικής και της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, βρίσκουμε πρώτα - πρώτα, πως στη νέα αυτή σύνθεση δεν μπαίνει κανένα ουσιαστικό στοιχείο από τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Στο οικονομικό επίπεδο είδαμε, πως ο φασισμός αγωνίζεται να περισώσει με ελάχιστους και φαινομενικούς περιορισμούς, τη βάση της αστικής κοινωνίας, την ατομική ιδιοχτησία των μέσων της παραγωγής και να παγιοποιήσει την εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη. Δεν πρόκειται λοιπόν για νέα μορφή οικονομίας, ούτε για νέα σχέση παραγωγής. Γίνεται μόνο προσπάθεια να καταργηθούν όλα εκείνα τα στοιχεία, που δημιουργούν κλονισμό και κίντυνο μεταβολής της σημερινής βασικής εκμεταλλευτικής σχέσης.

Και αν ακόμη ήθελε κατορθωθεί να οργανωθεί και η παγκόσμια διευθυνόμενη οικονομία με καπιταλιστικό έλεγχο, η βασική σχέση δεν αλλάζει. Γιατί η παγκόσμια αυτή διευθυνόμενη οικονομία θα είταν ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό τραστ, που θα κανόνιζε τιμές προϊόντων και ημερομίσθια με βάση το πέρασμα της υπεραξίας στα χέρια των καπιταλιστών και τη συσσώρεψη του κεφαλαίου.

Ο φασισμός όμως δε βάζει καν μέσα στους σκοπούς του την παγκόσμια διευθυνόμενη οικονομία. Είνε στο οικονομικό επίπεδο, σήμερα τουλάχιστο αντιδιεθνικός. Επιδιώκει την αυτάρκεια, την κλειστή εθνικιστική οικονομία. Διευθυνόμενη οικονομία στο εσωτερικό, ανταγωνιστική οικονομία στο εξωτερικό.

Στο οργανωτικό επίπεδο ο φασισμός είνε καθαρά και απόλυτα αντιδημοκρατικός. Αρνιέται και καταργεί όλα τα δικαιώματα που κατάχτησε το άτομο, ο πολίτης και ο άνθρωπος στην περίοδο που η αστική τάξη είταν επαναστατική. Το φασιστικό κράτος είνε κράτος απολυταρχικό, είνε κράτος της αστικής τυραννίας. Καταργεί όλα τα πολιτικά μέσα, που μπορούν να οδηγήσουν στην ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και στην εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των παραγωγών. Ουσιαστικά ο φασισμός στο πολιτικό επίπεδο δεν είνε τίποτε άλλο παρά η αφαίρεση της ψήφου από τον εργάτη και τον αγρότη, ο πολιτικός ευνουχισμός των στρωμάτων που απειλούν την κυριαρχία της αστικής τάξης. Ο αντιδημοκρατισμός του φασισμού βρίσκεται στον αντίποδα του σοσιαλισμού.

Μια τεράστια θεληματική σύγχυση

Στο σημείο αυτό είνε ανάγκη να διαλυθεί μια μεγάλη πλάνη που επίτηδες καλλιεργιέται από τους αστούς ιδεολόγους, που τοποθετούν στην ίδια απάνω βάση τη φασιστική διχτατορία και την προλεταριακή διχτατορία. Ονομάζουν «ολοκληρωτικά καθεστώτα» και το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Ταυτίζουνε τις δυο μορφές της διχτατορίας και θεωρούνε και τις δύο σαν απόλυτη άρνηση του ατομικισμού και της δημοκρατίας, ενώ ίσα - ίσα βρίσκονται στους αντίποδες αναμεταξύ τους. Ο φασισμός είνε η βασική άρνηση της δημοκρατίας, ο σοσιαλισμός είνε η ολοκλήρωση της δημοκρατίας, η μετάβαση από τη φαινομενική αστική δημοκρατία στην ουσιαστική σοσιαλιστική δημοκρατία, που έχει για προϋπόθεσή της την οικονομική δημοκρατία.

Για το φασισμό η δημοκρατία είνε παρελθόν, για το σοσιαλισμό η δημοκρατία είναι σκοπός, είνε το μέλλον.

Για το φασισμό η απολυταρχία, το κυρίαρχο κράτος, η άρνηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη είνε κάτι οριστικό, είνε η τελειωτική μορφή του κράτους, για τον κομμουνισμό η διχτατορία του προλεταριάτου είνε περαστικός σταθμός, ένα σκαλοπάτι που οδηγεί στην ολοκλήρωση της δημοκρατίας, στην αληθινή θεμελίωση και υποστάτωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

Για το φασισμό η λεφτεριά, η ισότητα, η αδελφοσύνη, η πανανθρώπινη κοινωνία είνε ξεπερασμένα ιδανικά, που οδηγούνε σήμερα στον εκφυλισμό της κοινωνίας και στην αποσύνθεση για το σοσιαλισμό η λεφτεριά, η ισότητα, η αδελφοσύνη, η πανανθρώπινη κοινωνία, ο σοσιαλιστικός ανθρωπισμός είνε τα ιδανικά τέρματα, που μόνο με την κατάργηση της ατομικής ίδιοχτησίας στα μέσα της παραγωγής μπορούνε να πραγματωθούν.

Για το φασισμό υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στο άτομο και στην ολότητα, που πρέπει να εκλείψει με την υποταγή του ατόμου, για το σοσιαλισμό η ολότητα είνε το πλαίσιο για την ανάπτυξη του ατόμου, ανάμεσα στην ολότητα και στην προσωπικότητα ο σοσιαλισμός μόνο δημιουργεί αρμονία.

Για το φασισμό το άτομο εκμηδενίζεται μέσα στο κράτος (το κράτος των εκμεταλλευτών), για το σοσιαλισμό η πολύπλευρη και προς όλες τις κατευθύνσεις καλλιέργεια της προσωπικότητας, η δυνατότητα για όλους τους ανθρώπους να αναπτύξουν στον υπέρτατο βαθμό τις ικανότητές τους είνε το ιδανικό τέρμα. Ο φασισμός δεσμεύει την πλειονοψηφία για να εξασφαλίσει την κυριαρχία μιας ολιγαρχίας, ο σοσιαλισμός απολυτρώνει το σύνολο.

Ο φασισμός είνε η δέσμευση του ανθρώπινου, για να διατηρηθεί η εκμετάλλεψη του υλικού,ο σοσιαλισμός είνε η ρύθμιση του υλικού για να απολυτρωθεί το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο.

Ο φασισμός διαιωνίζει το βασίλειο του καταναγκασμού, ο σοσιαλισμός οδηγεί τον άνθρωπο από το βασίλειο της ανάγκης στο θείο χώρο της λεφτεριάς. Αν παραβάλει κανείς το σύνταγμα της ΕΣΣΔ με τη μορφή, που δίνουνε στο κράτος οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές βλέπει ολοφάνερα ετούτη τη βασικότατη διαφορά. Ο φασισμός είνε αστική απολυταρχία, ο σοσιαλισμός είνε Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, η μόνη αληθινή και ολοκληρωμένη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ο φασισμός είνε η τελευταία φάση της αστικής κυριαρχίας. Κάθε κυρίαρχη τάξη, όταν κιντυνεύει να χάσει την κυριαρχία, περνάει στην απολυταρχία. Αυτό έκαμαν οι αρχαίοι δουλοχτήτες με τα βασίλεια του μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του και με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτό έκαμαν οι φεουδάρχες με το δεσποτισμό των «βασιλιάδων ήλιων». Αυτό κάνουν οι καπιταλιστές με τη φασιστική τυραννία των Μουσολίνι και των Χίτλερ. Σε κανένα φασιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης δε βρίσκεται κανένας καπιταλιστής, εχτός ίσως από τους εβραίους που ληστεύτηκαν. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονται πρόμαχοι της κοινωνικής επανάστασης και της πραγματικής δημοκρατίας, ή ακριβέστερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις εξορίες και στις φυλακές της Σοβιετικής Ενωσης βρίσκονται τα τελευταία υπόλοιπα των εκμεταλλευτών και οι ιδεολογικοί πρόμαχοί των, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις εξορίες στις φυλακές των φασιστικών κρατών βρίσκονται οι εργάτες και οι ιδεολογικοί πρόμαχοί των, οι αγωνιστές της λεφτεριάς, της ισότητας, και της αδελφοσύνης.

Τα μορφικά γνωρίσματα της φασιστικής ιδεολογίας

Αλλά τι λογής είνε η εθνικοσοσιαλιστική ή φασιστική «σύνθεση» αστισμού και σοσιαλισμού φαίνεται το ίδιο καθαρά και στο ιδεολογικό επίπεδο.

Η φασιστική ιδεολογία απορρέει από μιαν αντεπανάσταση. Ο φασισμός θέλει να είνε κοινωνικό κίνημα πλατιάς μορφής γιατί η αστική τάξη και οικονομικά εξαρτάει από τα συμφέροντά της και ιδεολογικά επηρεάζει μεγάλες μάζες του πληθυσμού, τους μεσαίους και μικρούς αστούς, τους μεγάλους και μεσαίους αγρότες, τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Στην αντεπανάστασή της προσπαθεί να επηρεάσει και να σύρει μαζί της όσο μπορεί πλατύτερες μάζες και να χτυπήσει και να εκμηδενίσει τα καθοδηγητικά στοιχεία των άλλων τάξεων, τα πολιτικά κόμματα που τις εκπροσωπούν και τους ιδεολογικούς των ηγέτες.

Σαν πλατύ κοινωνικό κίνημα που θέλει να είνε, παίρνει όλα τα μορφολογικά γνωρίσματα των μεγάλων επαναστατικών ή αντεπαναστατικών κινημάτων.

α) Για πρώτο σύνθημά της η φασιστική αντεπανάσταση υψώνει την ενότητα, την ενότητα του λαού απέναντι στη διάσπαση. Αρνιέται την πάλη των τάξεων, θέλει να την εξαλείψει. Αρνιέται και αυτή την ύπαρξη των τάξεων. Απέναντι στη διάσπαση του κοινωνικού συνόλου σε τάξεις που ανταγωνίζονται, υψώνει την έννοια της ενιαίας εθνότητας και του υπερταξικού κράτους. Ενας λαός, ένα κράτος, ένας αρχηγός, είνε το σύνθημα της ενότητας.

Και παράλληλα προς αυτή την ενότητα θέλει ν' αποκαταστήσει την ιδεολογική ενότητα απέναντι στην ιδεολογική διάσπαση και αποσύνθεση, που παρουσιάζει η αστική κοινωνία με τις αντιθέσεις, που οξύνονται μέσα της. Ενιαίο δόγμα, ενιαία πίστη, ενιαία ιδεολογία.

β) Γι' αυτό παρουσιάζει η φασιστική ιδεολογία και το δεύτερο ειδολογικό γνώρισμα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων, τη γενικότητα. Η ιδεολογία του φασισμού πρέπει ν' απλωθεί σ' όλα τα επίπεδα της ζωής, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην ηθική, στη θρησκεία. Ο φασισμός θέλει να δώσει επίσης, όπως και ο σοσιαλισμός, μια γενική κοσμοθεωρία και βιοθεωρία, που ν' αγκαλιάζει όλη τη ζωή και συνάμα να είνε το δόγμα όλων των κοινωνικών στρωμάτων και όλων των πολιτών, να έχει δηλαδή και το τρίτο γνώρισμα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων, την καθολικότητα.

γ) Μια τέτια ιδεολογία ενιαία, γενική και καθολική ξαναφέρνει και την ενότητα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, περιέχει δηλαδή και

δ) το τέταρτο γνώρισμα των επαναστατικών κινημάτων. Ολη η γνώση και όλη η πνευματική ενέργεια πρέπει να εξυπηρετεί τη ζωή και από τη ζωή να πηγάζει και η θεωρία να καθοδηγεί τη ζωή. Και τέλος, μια τέτια επαναστατική ιδεολογία πρέπει αναμφισβήτητα να έχει και

ε) το πέμπτο γνώρισμα των μεγάλων πνεματικών κινημάτων, την έντονη ψυχοκινητική δύναμη, έντονο συναισθηματισμό, παρορμητική ενέργεια, που να κινεί τις μάζες σε μεγάλες και ηρωικές πράξεις και σε αυτοθυσία. «Να ζείτε επικίντυνα, να είστε πάντα έτοιμοι να θυσιάσετε τον εαυτό σας για τα ιδανικά σας!».

Μορφολογικά λοιπόν ο φασισμός προσπαθεί να έχει τα γνωρίσματα της κοινωνικής επανάστασης και όπου συντρέχουνε συνθήκες αντικειμενικές για να κινούνε μεγάλες λαϊκές μάζες με τα συνθήματά του, όπως είνε το συναίστημα της ήττας και της αδικίας, εθνικός απολυτρωτισμός και ακόμα ιμπεριαλιστικά καταχτητικά όνειρα, εκεί και απλώνεται σε πλατιά στρώματα, όπως βλέπουμε να γίνεται στη Γερμανία και, ως ένα βαθμό, στην Ιταλία.

Το περιεχόμενο της φασιστικής «ιδεολογίας». Ο φασισμός, η πατρίδα και η φυλή

Αν όμως προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ουσιαστική σχέση του φασισμού με τις πνεματικές αξίες τότες θα βρούμε τον αληθινό χαραχτήρα της ιδεολογίας του. Τι λογής είνε η φασιστική ιδεολογία ως προς το περιεχόμενο της;

Πρώτα-πρώτα η φασιστική ιδεολογία εντείνει στο έπακρο τον εθνικισμό, αντιτάσσοντάς τον στο διεθνισμό. Εκμεταλλεύεται το εθνικό συναίστημα, που δημιουργήθηκε στην περίοδο της αστικής επανάστασης και κινητοποίησε τους λαούς σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, σε αυτονομία, σε ίδρυση εθνικών κρατών.

Οξύνει στο έπακρο την έννοια της πατρίδας, τον εθνικό φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, το μίσος στους άλλους λαούς. Οι άλλοι λαοί είνε κατ' αρχήν αντίπαλοι, είνε οχτροί. Η έννοια της πατρίδας παρουσιάζεται στο φασισμό σαν η άγκυρα σωτηρίας απέναντι στο σοσιαλιστικό διεθνισμό, που θέλει να ρίξει τα σύνορα, να καλλιεργήσει την αδελφοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάνοντα όμως αυτό παρουσιάζει ωμή και ξεσκέπαστη την αντίφαση ανάμεσα στον καθένα εθνικισμό και το σεβασμό της εθνικής θέλησης των άλλων. Ο Χίτλερ στο όνομα της αυτοδιάθεσης των λαών και της εθνικής ιδέας ζητάει να ενώσει με το γερμανικό Ράιχ όλους τους γερμανούς σ' οποιοδήποτε μέρος κι αν ζουν της γης, συνάμα όμως ούτε μέσα στην περιοχή του Ράιχ ανέχεται την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας και έξω από το Ράιχ ζητάει να καταχτήσει άλλες εθνότητες*. Ο Μουσολίνι υποστηρίζει κι αυτός την αρχή της εθνικής αυτοτέλειας και αυτοδιάθεσης και στ' όνομά της ζητάει να ενώσει με την Ιταλία όλους τους Ιταλούς, ζητάει την Κορσική, ζητάει τη Νίκαια, συνάμα όμως εξοντώνει μέσα στην περιοχή της Ιταλίας κάθε ξένη εθνικότητα, δε σέβεται τον εθνισμό των Δωδεκανησίων, που είνε όλοι Ελληνες, καταχτάει την Αβησσυνία, τη Λιβύη και θέλει την Τύνιδα και όσους άλλους λαούς μπορεί να καταβροχθίσει. Ο φασισμός εκμηδενίζει κάθε αρχή προστασίας των μειονοτήτων, που είχε θεσπίσει η Κοινωνία των Εθνών. Και ούτε αυτό του αρκεί. Επειδή ο φασισμός εκφράζει την ιμπεριαλιστική τάση του καπιταλισμού, την απολυταρχία της αστικής τάξης στο εσωτερικό και την κατάχτηση λαών στο εξωτερικό, σπρώχνει τον εθνικισμό στο ακρότατο άκρο του δημιουργώντας το φυλετισμό, τη θεωρία της ανώτερης ράτσας. Ο κάθε φασιστικός λαός δεν είνε πια μια ξεχωριστή εθνότητα ισότιμη κατ' αρχήν με τις άλλες εθνότητες, είνε μια ράτσα ξεχωριστή και προνομιούχα, φορέας φυλετικής αγνότητας και υπεροχής και σαν τέτιος έχει δικαίωμα όχι μόνο στη δική του κυριαρχία και αυτοτέλεια παρά και στην κατάχτηση και υποδούλωση και την εξόντωση ακόμη των λαών που ανήκουνε σε άλλες ράτσες κατώτερες, που είνε εκφυλισμένοι μιγάδες, μεσογιακοί, σλάβοι, ασιάτες, χρωματιστοί, σημίτες, χαμιτικοί, νεγροειδείς. Οι γερμανοί πρώτοι και ύστερ' απ' αυτούς οι ιταλοί καλλιεργούνε το μύθο της καθαρής και άμιχτης αριανής ράτσας, που υπάρχει τάχα ως σήμερα και είνε ανώτερη απ' όλες τις άλλες. Μα αρκεί να συγκρίνει κανείς ένα βόρειο γερμανό μ' ένα νότιο ιταλό για να ιδεί αν μπορούν αυτοί οι δυο να είνε αντίτυπα της ίδιας καθαρής φυλής.

Με αυτή την αφετηρία ξαναφουντώνει ο φασισμός τους φυλετικούς διωγμούς, ξαναγυρίζει την ανθρωπότητα πίσω στην αγριότητα, στις σφαγές και τους διωγμούς και τις λεηλασίες των εβραίων, στα pogrom που ντρόπιασαν τον ανθρώπινο πολιτισμό στους αιώνες, που είχαμε συνηθίσει να τους καλούμε «βάρβαρους». Ο φασισμός είνε το ξαναγύρισμα στη βαρβαρότητα. Η ευγενικιά ιδέα του εθνικού απολυτρωτισμού μετατρέπεται στην αγριότητα της εξόντωσης κάθε αλλόφυλου, της ωμής αρπαγής, της σφαγής, της λεηλασίας, στ' όνομα της πατρίδας, της εθνότητας, της φυλής.

Ετσι ο εθνικισμός, τραβηγμένος στις ακρότατες συνέπειές του σαν φυλετισμός, που στο βάθος δεν είνε τίποτε άλλο παρά η καταχτητική εξόρμηση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού στην οξύτατη αντίθεσή του με τους άλλους καπιταλιστικούς ιμπεριαλισμούς, δε γίνεται το «σκαλοπάτι», η «προβαθμίδα» του ανθρωπισμού, παρά ο αντίποδας, η άρνηση του ανθρωπισμού.

*Πόσο αντιφατικά και υποκριτικά χρησιμοποιήθηκε από τον εθνικοσοσιαλισμό η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών έγινε ολοφάνερο λίγους μήνες αργότερα. Το Μάρτη και τον Απρίλη του 1939 η Γερμανία κατάργησε την ανεξαρτησία των τσέχων και των σλοβάκων και η Ιταλία απορρόφησε την Αλβανία.

Ο φασισμός και η θρησκεία

Η τρίτη αξία του πολιτισμού, που διακηρύχνει πως θέλει να περισώσει και να αναστήσει ο φασισμός είνε η θρησκεία. Η θέση, που παίρνει ο φασισμός απέναντι στη θρησκεία είνε η αντιστροφή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Από τον καιρό που ο χριστιανισμός προσαρμόστηκε στη φεουδαρχία κ' έγινε το όργανο της πνεματικής κυριαρχίας της, επικράτησε σ' όλο το μεσαίωνα ο θεοκρατικός μυστικισμός σαν η μόνη μορφή της κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας. Απέναντι σ' αυτή τη θεοκρατική παράδοση, που εμπόδιζε την ανάπτυξη της επιστήμης, τη διερεύνηση των νόμων του φυσικού κόσμου με βάση τη φυσική αιτιότητα, υψώθηκαν η αστική πνεματική επανάσταση κινητοποιημένη από την ανάγκη να τελειοποιηθούν τα τεχνικά μέσα της παραγωγής. Γιατί η αλλαγή της τεχνικής είταν ο βασικός όρος για την εξέλιξη της αστικής οικονομίας.

Ετσι απέναντι στη μεσαιωνική θεοκρατία και τη μονοκρατορία της θεολογίας στο γνωστικό επίπεδο, η αστικοδημοκρατική επανάσταση γέννησε από τη μια μεριά τον ορθολογισμό, την προσπάθεια να γνωρίσει ο άνθρωπος την ουσία των πραμάτων και τους νόμους που τα διέπουνε με βάση το λογικό και από την άλλη μεριά τον εμπειρισμό, την προσπάθεια να γνωρίσει ο άνθρωπος τον κόσμο, με βάση τη συστηματοποίηση της πείρας των αισθητηρίων του. Από τη συνεργασία και την αντίθεση του ορθολογισμού και του εμπειρισμού γεννήθηκε η νεώτερη φιλοσοφία και η νεώτερη φυσική επιστήμη, που βοήθησε την αστική τάξη να τελειοποιήσει σε πρωτόφαντο βαθμό την τεχνική και να μετατρέψει ριζικά τους όρους και τις σχέσεις της παραγωγής.

Ενα λοιπόν από τα κύρια γνωρίσματα της αστικοδημοκρατικής ιδεολογίας στάθηκε η αντίθεσή της προς το θεοκρατικό μυστικισμό κάθε μορφής, που έφτασεν ως την διατύπωσιν των καθαρών υλιστικών συστημάτων του 18ου και του 19ου αιώνα. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς, πως η φυσική επιστήμη των νεώτερων χρόνων σαν επιστήμη στάθηκε πάντα υλιστική και άθεη, ανεξάρτητα και από την κοσμοθεωρία αυτών των ίδιων των ερευνητών. Μόνο η αναγνώριση της απόλυτης κυριαρχίας των νόμων της φυσικής αιτιότητας μέσα στο φυσικό γίγνεσθαι έκαμε δυνατή την εξέλιξη των φυσικών επιστημών και τις τεράστιες καταχτήσεις τους. Η αντίθεση αυτή και η ανεξαρτησία απέναντι στη μεσαιωνική θεοκρατική παράδοση είχε για αποτέλεσμα και τη θρησκευτική μεταρρύθμιση μέσα στα όρια της θρησκευτικότητας, την ανεξιθρησκεία, την καθιέρωση και το σεβασμό της λεφτεριάς της συνείδησης και των επιστημονικών πεποιθήσεων, τη λεφτεριά της επιστήμης, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και τη δημιουργία άθρησκης παιδείας, της λαϊκότητας (Laicite), όπως ονομάστηκε στη Γαλλία. Σ' όλο το διάστημα των επαναστατικών αγώνων της αστικής τάξης η θρησκεία γενικά και η καθολική εκκλησία ιδιαίτερα στεκότανε σύμμαχος της φεουδαρχίας και είτανε συνάμα κατ' εξοχήν αντιδραστική. Γι' αυτά η γαλλική Επανάσταση καταργούσε επίσημα τη θρησκεία και την αντικαθιστούσε με τη λατρεία του Λόγου. Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε να παρακολουθεί παντού την αστικοδημοκρατική επανάσταση, αλλού πιο έντονα αλλού πιο χαλαρά, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ αναγκάστηκε να χτυπήσει δυνατά τη μουσουλμανική θεοκρατία για να επιβληθεί.

Η επαναστατική όμως αυτή στάση της αστικής τάξης απέναντι στη θρησκεία αλλάζει με την αλλαγή των όρων της κυριαρχίας της. Οπου η κυριαρχία της αστικής τάξης εξασφαλίζεται μ' ένα συμβιβασμό προς τη φεουδαρχία, εκεί έχουμε και τη διαμόρφωση μιας συμβιβαστικής θέσης προς τη θρησκεία και γενικά προς την κοσμοθεωρία τη θρησκευτική. Γενικά η αστική τάξη, μόλις εξασφαλίσει την κυριαρχία της ανεμπόδιστη, αρχίζει να βλέπει με ανοχή και συμπάθεια τη θρησκεία. Μα η στάση της αυτή μετατρέπεται ολότελα σε θετική υποστήριξη της θρησκείας μόλις φουντώνει ο κίντυνος για την αστική κυριαρχία από τα νέα επαναστατικά στρώματα.

Τη μεταστροφή αυτή την παρακολουθούμε από τα τέλη του 19ου αιώνα και τη βλέπουμε τόρα ν' αποκορυφώνεται με την εγκαθίδρυση του φασισμού, δηλαδή της αστικής απολυταρχίας. Τόρα ο φασισμός ορθώνεται πια σαν πρόμαχος της θρησκευτικής πίστης. Παντού αντηχεί το σύνθημα του γυρισμού προς την πίστη σε υπερκόσμιες δυνάμεις. Η θρησκεία είνε το όργανο της κυριαρχίας. Πρέπει να ξαναγεννηθεί, να ξαναζήσει, να ξανακυριαρχήσει στις ψυχές, ν αποκοιμίσει τις συνειδήσεις, που ξεσηκώνονται. Τόρα ισχύει ο λόγος «η θρησκεία είνε το όπιο των λαών». Αυτό δεν το λένε μόνο οι επαναστάτες, το αναγνωρίζουν έμμεσα και το εφαρμόζουν οι κυρίαρχοι, οι αντεπαναστάτες. Γι' αυτό ζητούνε να περισώσουνε τη θρησκευτική πίστη με κάθε τρόπο, να την περισώσουνε και με τη βία, με τον εκβιασμό των συνειδήσεων.

Και σε τούτο όμως το σημείο πεδικλώνεται και μπερδεύεται ο φασισμός μέσα στις ανυπερνίκητες αντινομίες του. Από τη μια μεριά θέλει να ξανασύρει τα πλήθη προς το θρησκευτικό μυστικισμό, από την άλλη όμως μεριά έρχεται σε σύγκρουση με την καθιερωμένη θρησκευτική τάξη, με την εκκλησία. Αυτό γίνεται από δύο λόγους, που παρουσιάζονται ολοκάθαρα στη Γερμανία. Η Γερμανία είνε προτεσταντική και καθολική. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός συγκρούεται και με την προτεσταντική και με την καθολική εκκλησία. Με τον προτεσταντισμό συγκρούεται γιατί χτυπάει τη λεφτεριά της θρησκευτικής συνείδησης, χτυπάει τη λογική υποστάτωση του προτεσταντισμού, γιατί θέλει μια θρησκευτικότητα πολιτικής μορφής και σκοπιμότητας, μια παγγερμανιστική θρησκευτικότητα με στοιχεία ειδωλολατρικά γερμανικά, γιατί είνε απόλυτα μισαλλόδοξος από εθνικισμό και φυλετισμό, γιατί κυνηγάει τους εβραίους και την εβραίικη καταγωγή του χριστιανισμού, γιατί δεν αναγνωρίζει την Παλιά Διαθήκη και γενικά επειδή η φασιστική θρησκευτικότητα δεν είνε πηγαία παρά δευτερόγενη, πηγάζει άμεσα από τις εθνικοσοσιαλιστικές ανάγκες κυριαρχίας και όχι από αγνό θρησκευτισμό.

Για μερικούς απ' αυτούς τους λόγους συγκρούεται και με τον καθολικισμό, μα και για έναν άλλον ακόμη πολύ σοβαρό. Η καθολική εκκλησία διεκδικεί την απόλυτη κυριαρχία απάνω στη συνείδηση των πιστών της και θέλει προ πάντων η νεολαία να μορφώνεται κάτω από την άμεση επίδραση και τον έλεγχό της. Ο εθνικοσοσιαλισμός όμως διεκδικεί και αυτός την απόλυτη κυριαρχία απάνω στη συνείδηση των νέων, θέλει τη νεολαία ολοκληρωτικά δική του. Και απάνω σ' αυτό έρχεται σε βαθιά και έντονη σύγκρουση προς τον καθολικισμό. Γι' αυτό ο εθνικοσοσιαλισμός επιδιώκει τη δημιουργία ενός γερμανικού χριστιανισμού, απαλλαγμένου από τα εβραϊκά και τα γενικά ανθρώπινα στοιχεία, την παγκόσμια αδελφοσύνη των ανθρώπων, που είνε θεμελιακά αντίθετη προς το ιμπεριαλιστικό ιδανικό της κατάχτησης που τον εμπνέει. Ξεχωρίζει εβραίικο χριστιανισμό, διεθνιστικό χριστιανισμό, που ταυτίζεται στους σκοπούς του με τον κομμουνισμό και γερμανικό χριστιανισμό χωρίς ετούτα τα αγελοποιητικά, τα εκφυλιστικά στοιχεία. 'Η τέλος, φτάνοντας στα άκρα του εθνικισμού και του φυλετισμού, ζητάει τη δημιουργία μιας νέας γερμανικής θρησκείας με ξαναζωντάνεμα παλιών ειδωλολατρικών στοιχείων, που θέλει να τα υψώσει σε νέα, αιώνια σύμβολα του γερμανισμού (Rosenberg, Ludendorf). Η ιμπεριαλιστική θρησκευτικότητα του εθνικοσοσιαλισμού τον φέρνει σε άκραν αντίθεση προς το χριστιανισμό και τις εκκλησίες του.

Λιγότερο φανερή είνε προσωρινά τουλάχιστο η αντίθεση τούτη στην Ιταλία γιατί εκεί ο φασισμός προσπάθησε να συμβιβαστεί με τον καθολικισμό, που είνε πολύ πιο δυνατός στην Ιταλία. Και εκεί όμως η αντίθεση υπάρχει και δεν είνε απίθανο να ξεσπάσει όπως και στη Γερμανία. Στις άλλες φασιστικές χώρες όπου δεν έχουμε την μορφή ετούτη της ιμπεριαλιστικής θρησκευτικότητας, η αστική απολυταρχία ζητάει στήριγμα στην καθιερωμένη θρησκεία, στην καταπολέμηση κάθε επιστημονικής λευτεριάς και γενικά κάθε λεφτεριάς στη σκέψη και στην υποστήριξη κάθε φιλοσοφίας αντιυλιστικής, μεταφυσικής και μυστικόπαθης.

Αυτός είνε ο «κατ' αντανάκλαση» θρησκευτισμός του φασισμού, θρησκευτισμός από προμελέτη και υπολογισμό συμφεροντολογικό, μια ψέφτικη μορφή θρησκευτικότητας, που θέλει να ξαναζωντανέψει τη θρησκευτική ιδεολογία και το θεοκρατικό μυστικισμό, μόνο και μόνο για ν' αποκοιμίσει τη συνείδηση της μάζας, να σταματήσει τη διεκδίκηση της επίγειας ευτυχίας με την επιδίωξη της μεταθανάτιας μακαριότητας και έτσι να εξασφαλίσει την αδιατάραχτη κυριαρχία των εκμεταλλευτών με την ευλογία και την προστασία των επουράνιων αοράτων δυνάμεων.

Ο φασισμός και η φιλοσοφία και η επιστήμη

Ανάλογη είνε η θέση του φασισμού απέναντι στη φιλοσοφία. H αστική τάξη στην επαναστατική περίοδο, χτυπώντας τη σχολαστική και την «υπέρ λόγον» φιλοσοφία που επικρατούσε σ' όλο το μεσαίωνα, ξαναζωντάνεψε την πίστη του ανθρώπου στο λογικό του και στα αισθητήριά του. Από τη μια μεριά ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς θεμελιώνουνε την ορθολογιστική μεταφυσική και από την άλλη μεριά ο Φραγκίσκος Βάκωνας, ο Τζων Λοκκ, θεμελιώνουνε τον εμπειρισμό και οι γάλλοι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα προχωρούνε ως το συνακόλουθο μηχανικό υλισμό. Ο Καντ με την κριτική του φιλοσοφία προσπαθεί να συνθέσει τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό σε μια οριστική γνωσιοθεωρία αντιμεταφυσική, για ν' αφαιρέσει τη βάση σε κάθε μεταφυσική είτε ιδεαλιστική είτε υλιστική, ουσιαστικά όμως για να συμβιβάσει το λογικό με τη θρησκεία θεμελιώνοντάς την απάνω στον πραχτικό λόγο.

Και τούτο, γιατί η φιλοσοφία του εκπροσωπούσε το συμβιβασμό της φεουδαρχίας με την αστική τάξη και δημιουργούσε την κοσμοθεωρία της νέας κυριαρχίας, που επήγαζε από το συμβιβασμόν αυτόν. Η νέα αυτή κυριαρχία όμως δεν μπορούσε να σταθεί απάνω στην κριτική φιλοσοφία του Καντ, είχεν ανάγκη από μια μεταφυσική φιλοσοφία, που προσπάθησαν να τη δώσουνε ο Φίχτε, ο Σέλιγγ και ο Χέγγελ, οι δημιουργοί της κλασικής ιδεαλιστικής γερμανικής φιλοσοφίας.

Οι ακατανίκητες όμως ανάγκες της οικονομικής εξέλιξης του καπιταλισμού, δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν παρά με μιαν αδιάκοπη εξέλιξη των φυσικών επιστημών. Η σύγκρουση της ιδεαλιστικής μεταφυσικής με τις φυσικές επιστήμες είχε για αποτέλεσμα στο 19ο αιώνα από τη μια μεριά το γκρέμισμα της ιδεαλιστικής μεταφυσικής και από την άλλη μεριά την εξέλιξη του εμπειρισμού και του θετικισμού και τη συνέχιση του μηχανικού υλισμού. Με τον κορεσμό της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και τη μεταστροφή της αστικής τάξης προς τη συντηρητικότητα, ξαναγεννιέται η κριτική φιλοσοφία και η μεταφυσική. Ο εμπειρισμός και ο μηχανικός υλισμός έφτασαν στα σύνορα της δυναμικότητάς τους. Στο μεταξύ όμως οι επαναστατικές δυνάμεις της νέας κοινωνικής τάξης, του προλεταριάτου, είχανε δημιουργήσει νέα φιλοσοφία, το διαλεχτικό υλισμό, που ξεπερνώντας τις αδυναμίες του μηχανικού υλισμού και του απλού εμπειρισμού, θεμελίωσε νέα κοσμοθεωρία, που αγκαλιάζει και ερμηνεύει και το φυσικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ο φασισμός λοιπόν, συνεχίζοντας και αποκορυφώνοντας την αντιδραστική και αντεπαναστατική τάση της αστικής κυριαρχίας και στο επίπεδο της φιλοσοφίας, είνε κατ' αρχήν οχτρός και του εμπειρισμού και του θετικισμού και του υλισμού, και του μηχανικού και του διαλεχτικού. Ευνοεί κατ' αρχήν κάθε σύστημα, που ανοίγει το δρόμο στο μυστικισμό, κάθε σύστημα που χτυπάει και αρνιέται το απόλυτο κύρος του νόμου της αιτιότητας και στο φυσικό και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, κάθε σύστημα που υποστηρίζει άμεσα ή έμμεσα την παρέμβαση υπερφυσικών δυνάμεων στην πορεία του κόσμου. Η κοσμοθεωρητική στάση της αστικής κυριαρχίας στην περίοδο της απολυταρχίας της μοιάζει καταπληχτικά με την κοσμoθεωρητική στάση της δουλοχτητικής κυριαρχίας στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αναζήτηση νέων θρησκειών, αποδοχή του ανατολικού μυστικισμού, θεοσοφία, ανθρωποσοφία, νεοεγελιανισμός, μπερξονισμός, νεοπλατωνισμός, νεοαριστοτελισμός, κάθε τι που οδηγεί στο μυστήριο ή στην αποδοχή μιας υπερφυσικής πραματικότητας, που αναίτια καθορίζει την τύχη του ανθρώπου, είνε καλοπρόσδεχτα, βρίσκουν απήχηση, έδαφος ευνοϊκό. Ο Τζοβάνι Τζεντίλε στην Ιταλία, ο Χαϊντέγγερ στη Γερμανία είνε οι χαραχτηριστικοί εκπρόσωποι φασιστικής φιλοσοφίας.

Η ενότητα της φασιστικής κοσμοθεωρίας έγκειται στην άρνηση του υλισμού κάθε μορφής, θετική όμως ενότητα δεν υπάρχει. Η εσωτερική διάσπαση εξακολουθεί. Γιατί και σε τούτο το επίπεδο ο φασισμός μπερδεύεται μέσα στις εσωτερικές αντιφάσεις του. Δεν μπορεί να σταματήσει ολότελα, όπως θα ήθελε, την επιστημονική έρευνα, γιατί οι φυσικές επιστήμες είνε απόλυτα χρήσιμες στην τεχνική και χωρίς την τεχνική δε μπορεί να συνεχίσει τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Αν ο φασισμός κατόρθωνε να επιτύχει μια απόλυτα κλειστή οικονομία, αν ο φασισμός φτάσει ποτές σε μια απόλυτα κλειστή διευθυνόμενη παγκόσμια οικονομία με καπιταλιστική βάση - πράμα αδύνατο, γιατί κλείνει μέσα του μιαν ανυπερνίκητη αντίφαση - θα σταματούσε την εξέλιξη της τεχνικής και της επιστήμης και ένας νέος μεσαίωνας θ' απλωνότανε σ' όλη την ανθρωπότητα.

Γι' αυτό και η θέση του φασισμού απέναντι στην επιστήμη διέπεται από την ίδια αντίφαση. Κατ' αρχήν ο φασισμός είνε αντιεπιστημονικός. Δε θέλει ούτε την απεριόριστη εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης στο φυσικό γίγνεσθαι, που φέρνει μιαν αδιάκοπη τελειοποίηση της τεχνικής και οξύνει την αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις, ούτε την απεριόριστη εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Είνε οχτρός της λεφτεριάς της επιστήμης, θέλει μιαν επιστήμη απόλυτα υποταγμένη στους σκοπούς του, μιαν επιστήμη όχι μόνο ακίντυνη για την αστική κυριαρχία, παρά και εξυπηρετική της κυριαρχίας των εκμεταλλευτών. Και προ πάντων δε θέλει μιαν επιστήμη, που να δίνει λύσεις στα κοσμοθεωρητικά και βιοθεωρητικά προβλήματα αντίθετες προς τις ροπές του.

Μια παγκόσμια επικράτηση του φασισμού θα εσήμαινε τον όλεθρο της επιστήμης. Και τούτο όμως είνε αδύνατο να γίνει, γιατί ο φασισμός με την ιμπεριαλιστική του τάση προκαλεί συγκρούσεις και αντιθέσεις εσωτερικές και εξωτερικές, που δεν τον αφήνουνε να κλείσει οριστικά το δρόμο σε κάθε πρόοδο της ανθρωπότητας.

Η κοινωνιολογική μέθοδο

(Α' ΜΕΡΟΣ)

Το γνωσιολογικό πρόβλημα βρίσκεται συνειδητά ήασυνείδητα στα προπόλια κάθε επιστημονικής γνώσης. Επιστημονική γνώση είνε κάθε γνώση, που βεβαιώνεται και όσο βεβαιώνεται από την πείρα. Κάθε κατάχτηση, που κάνει ο άνθρωπος στο επίπεδο το γνωστικό, προϋποθέτει πως μεταχειρίζεται σ' όλους τους καιρούς και σ' όλους τους τόπους τη σωστή μέθοδο για να τη βρει. Και όμως ο άνθρωπος ούτε μεταχειρίζεται σ' όλους τους καιρούς και σ' όλους τους τόπους τη σωστή μέθοδο, ούτε τη συνειδητοποιεί. Αυτό αποτελεί μια πραματικότητα, που την παραβλέπουν όλοι εκείνοι, όσοι εξετάζουνε τον άνθρωπο σαν κάτι αφηρημένο και τις γνωστικές του ικανότητες σαν κάτι απόλυτα δοσμένο έξω από τόπο και καιρό. Αυτό είνε το βασικό λάθος όλης της εξωδιαλεχτικής γνωσιολογίας. Παραβλέπουνε το ότι η γνωστική ενέργεια του ανθρώπου και η συνειδητοποίησή της στη γνωσιολογία είνε και αυτή ένα κοινωνικό φαινόμενο εξαρτημένο από τις αντικειμενικές συνθήκες της ανθρώπινης ζωής μέσα σε τόπο και καιρό. Οταν ο πρωτόγονος άνθρωπος φτάνει να κατασκευάσει ένα μονόξυλο και να πλέει απάνω στο νερό, χρησιμοποιεί σωστά την πείρα του και τις ιδιότητες των πραμάτων που του χρειάζονται για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα. Ωστόσο το σωστό αυτό μεταχείρισμα της άμεσης πείρας μένει περιορισμένο για πολλούς αιώνες. Γιατί αυτό; Γιατί μέσα στα αντικειμενικά δεδομένα της κοινωνικής ζωής του, δεν υπάρχουν οι όροι που θα τον αναγκάσουν να βγει από τον περιορισμόν αυτόν. Από τα τέλη του αρχαίου κόσμου ως το 15ο αιώνα μετά Χριστό, ο άνθρωπος σταματάει απάνω στην αποχτημένη πείρα και δεν προχωρεί ούτε βήμα. Γιατί αυτό; Στα ερωτήματα τούτα δε δίνει καμιά απάντηση η εξωδιαλεχτική γνωσιολογία. Γιατί δε βλέπει τη γνώση σαν κοινωνικό φαινόμενο, σαν παράγωγο της κοινωνικής εξέλιξης. Ο άνθρωπος δε μπορεί ούτε να μεταχειριστεί τη σωστή μέθοδο για την κατάχτηση της γνώσης, ούτε να συνειδητοποιήσει τη μέθοδο αυτή, αν δεν υπάρξουν ορισμένοι αντικειμενικοί όροι, που να τον αναγκάσουνε γι' αυτό. Η αρχή αυτή διαπιστώνεται και ως προς τη μέθοδο της κοινωνιολογικής γνώσης.

Και η κοινωνιολογική γνώση είνε παράγωγο της κοινωνικής εξέλιξης. Ούτε τη σωστή μέθοδο για τη γνώση του κοινωνικού γίγνεσθαι ούτε τη συνειδητοποίηση της μέθοδος μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος σε κάθε τόπο και κάθε καιρό. Τον εμποδίζουνε σ' αυτό τα δεδομένα της κοινωνικής πραματικότητας, οι αιτίες που ξεκινάν από τις αντικειμενικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής. Αυτό μας εξηγεί γιατί και σήμερα επικρατεί τόση αοριστία, τόση ασάφεια, τόση αμφισβήτηση και ως προς τη χρησιμοποίηση μιας γνωστικής μέθοδος, που να δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα για την κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και να ερμηνεύει εξαντλητικά τα δεδομένα της πείρας και ως προς τη συνειδητοποίηση της μέθοδος αυτής.

Αν κοιτάξουμε αντικειμενικά ποιες μέθοδες χρησιμοποιούνται και συνειδητοποιούνται για την κοινωνική γνώση, παρατηρούμε με κατάπληξή μας, πως ακόμη και ο πρωτόγονος ανθρωπομορφισμός δε μένει έξω από την περιοχή της κοινωνικής μεθοδολογίας. Κανείς βέβαια σήμερα μέσα στην περιοχή της επιστήμης δε θα υποστηρίξει πως μια βροντή και μια αστραπή ή μια πλημμύρα ή ένας σεισμός είνε δημιούργημα της οργής μιας θεότητας• υπάρχουν όμως πλήθος κοινωνιολόγοι, που μπορούν να υποστηρίξουνε πως η ανθρώπινη ιστορία ή και μερικότερα κοινωνικά φαινόμενα, η εμφάνιση μιας θρησκείας, το πέσιμο μιας κυριαρχίας, η ακμή ενός πολιτισμού και ακόμη και το παρουσίασμα ορισμένων προσωπικοτήτων, είνε δημιουργήματα μιας παρέμβασης υπερφυσικών δυνάμεων, μιας θέλησης υπερκόσμιας, μιας πνεματικής επιφοίτησης ή και της άμεσης παρέμβασης ενός προσωπικού θεού. Οτι ο Χίτλερ είνε σταλμένος από τη θεία πρόνοια, από το θεό των γερμανών, για να οδηγήσει το γερμανικό λαό στην κατάχτηση του κόσμου, δεν είνε μόνο ένας αγύρτικος μυστικισμός του Χίτλερ του ίδιου και των οπαδών του, παρά μπορεί να βγει πολύ καλά σαν συμπέρασμα από τον τρόπο που ερευνούνται τα κοινωνικά φαινόμενα από πολλούς κοινωνιολόγους και όχι μόνο γερμανούς. Πολλών «κοινωνιολόγων» η «επιστήμη» βρίσκεται ακόμη στο μυθοπλαστικό ή μυθολογικό στάδιο.

Μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατηγορίες από μέθοδες που εφαρμόζουνται στο κοινωνικό γίγνεσθαι, τις απριορικές μέθοδες ή από τα πριν και τις αποστεριορικές μέθοδες ή από τα ύστερα.

Οι απριορικές μέθοδες ξεκινάν από την αντίληψη πως το κοινωνικό γίγνεσθαι είνε ολοκληρωτικά διαφορετικό από το φυσικό γίγνεσθαι. Ο καθαρός απριορισμός ύστερα από την κριτική του Καντ δε μπορεί πια να σταθεί στην έρευνα του φυσικού κόσμου. Και αυτοί ακόμη οι εμπειριοκριτικιστές και οι καθαροί ιδεαλιστές, αυτοί που δέχονται πως τα δεδομένα της εμπειρίας μας είνε δοσμένα μόνο σαν ψυχικά φαινόμενα και δεν έχουμε κανένα μέσο να τ' αναγάγουμε σε κάτι που βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ωστόσο είναι υποχρεωμένοι ν' αναγνωρίσουνε μιαν αντιδιαστολή σε αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα αυτής της εμπειρίας της καθαρά ψυχικής και να εφαρμόσουνε στη μελέτη της αντικειμενικής εμπειρίας, τις εμπειρικές μέθοδες συνυφασμένες με το μαθηματικό σχετικό απριορισμό. Τα δεδομένα όμως της κοινωνικής πραματικότητας, λένε οι απριοριστές, σαν ενέργειες ανθρώπινες, σαν απόρροια καθαρή ψυχικών λειτουργιών, ανάγονται στην υποκειμενική, την άμεση, την εσωτερική, την ψυχική εμπειρία και γι' αυτό είνε των αδυνάτων αδύνατο να κατανοηθούν κοιταγμένα από τα έξω, με τις εμπειρικές μέθοδες. Η ψυχική πείρα είνε κάτι, που κάθε φορά είνε ολότελα καινούριο, είνε κάτι που ποτέ δεν επαναλαβαίνεται αυτούσιο και όμοιο, είνε κάτι που δεν ξαναρχίζει, δεν επαναλαβαίνεται όπως ένα φυσικό πείραμα, κάτι που δεν αντιστρέφεται και ακόμη, είνε κάτι που δεν υπάγεται στο φυσικό χρόνο, οι νόμοι της διαδρομής και της διάρκειάς του είνε εντελώς διαφορετικοί από τη διαδρομή και τη διάρκεια του φυσικού χρόνου. Γι' αυτό και αν ακόμη θεωρήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα ολωσδιόλου ποζιτιβιστικά, ανεξάρτητα από κάθε μεταφυσική οντολογία, από κάθε αναγωγή τους σ' ένα πνεματικό είναι ή στο είναι γενικά, πάλι είμαστε υποχρεωμένοι να τα διερευνούμε με εντελώς διαφορετικές μέθοδες από τις φυσιογνωστικές.

(Β` Μέρος)

Με τέτιους στοχασμούς θεμελιώνεται η κοινωνιολογική απριορική μεθοδολογία, που ξεχωρίζεται πάλι σε τρεις υποκατηγορίες ανάλογα με τη γνωστική δύναμη, που πρωτοστατεί στη γνώση και την κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Είνε δηλαδή η μεθοδολογία τούτη η ορθολογική, όταν το λογικό, η καθαρή λογική σκέψη, αναβρίσκει και ξεσκεπάζει τα νόημα των κοινωνικών γεγονότων. Και τον τύπο μιας τέτιας κοινωνιολογίας μας τόνε δίνει η φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγγελ, που θεωρεί μάλιστα τα κοινωνικά γεγονότα σαν αντικειμενική υποστάτωση της ιδέας, του ίδιου του πνέματος, που γνωρίζοντάς τα και συνειδητοποιώντας τα φτάνει στην τέλεια αυτεπίγνωση.

`Η είνε η απριορική μεθοδολογία διαισταντική, ιντουισιονιστική, όπου ατενίζει με άμεσην εσωτερικήν ενόραση το είναι, την ουσία του κοινωνικού γίγνεσθαι και η ενόραση αυτή δεν είνε λογική ενόραση, μα μια ιδιαίτερη δύναμη, κάτι που συγγενεύει με το ένστιχτο.

`Η τέλος είνε η απριορική μεθοδολογία οντοσκοπική ή φαινομενολογική, με σύνθεση του ορθολογισμού και της διαίστησης, που κατανοεί την ουσία, το είναι του κάθε ιστορικού φαινομένου, που μια φορά δίνεται, ατενίζοντάς το εσωτερικά σαν μια άμεση ψυχική εμπειρία του ερευνητή, ζώντας το και ενδοσκοπώντας το. Ολες ετούτες οι μέθοδες έχουνε βέβαια ως ένα σημείο κάποια δικαίωση. Και η δικαίωση βρίσκεται στο αναμφισβήτητο γεγονός πως το κοινωνικό φαινόμενο, δημιούργημα της ενέργειας του ανθρώπου, προϋποθέτει την ψυχική δράση του, προϋποθέτει το αντικαθρέφτισμα του γίγνεσθαι μέσα στον άνθρωπο, τη συναιστηματική του αντίδραση, τη θέλησή του και τις ανάγκες της ζωής του, που αυτός εξυπηρετεί και όλος ο ψυχικός βίος του. Οτι όμως η ενέργεια του ανθρώπου είνε κάτι toto genere διαφορετικό από κάθε άλλη ενέργεια που γίνεται μέσα στη φύση, είτε την ανόργανη είτε την οργανική, ότι αυτή η ενέργεια δεν υπάγεται σε καμιά νομοτέλεια, αυτό είνε μια αναπόδειχτη προϋπόθεση, είνε μια αυθαίρετη βεβαίωση που δε στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη πείρα και την επεξεργασία της από το ανθρώπινο μυαλό. Και για το λόγον αυτό ό,τι επιστημονικό ενυπάρχει στα πορίσματα των απριορικών μεθόδων είνε έμμεσα και ανομολόγητα βγαλμένο από μιαν εμπειρικήν επεξεργασία των δεδομένων του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Ο καθαρός απριορισμός, ο καθαρός ορθολογισμός, ο καθαρός ιντουισιονισμός, η καθαρή φαινομενολογία και οντοσκόπηση ή δεν υπάρχει καθόλου, ή αν πραγματικά εφαρμοστεί δεν οδηγεί σε επιστημονική γνώση παρά σε εντελώς υποκειμενικά και αυτόβουλα κατασκευάσματα, σε παραμύθια, που πηγάζουν από το συναίστημα και τη βούληση και όχι από τη γνώση. Ουσιαστικά, οι απριοριστές παραιτιούνται από την επιστημονική γνώση του κοινωνικού φαινόμενου και, ομολογημένα ή ανομολόγητα, αρνιούνται τη δυνατότητά της. Ο καθαρός απριορισμός στα κοινωνικά φαινόμενα ούτε καν μυθολογία κοινωνική μπορεί να φτιάσει, γιατί και ο μύθος είνε μετουσιωμένη πείρα μιας δεδομένης στιγμής. Ο καθαρός απριορισμός είνε εντελώς στείρος σε επιστημονικά πορίσματα.

Από την άλλη μεριά εφαρμόζονται στην κοινωνιολογική έρευνα οι μέθοδες της αντικειμενικής εμπειρίας, ο εμπειρισμός. Και σ' αυτόν πάλι μπορούμε να διακρίνουμε δυο υποκατηγορίες, την πραγματολογική και τη φυσικοεμπειρική. Η πρώτη θεωρεί το κοινωνικό φαινόμενο σαν ένα πράμα, σαν κάτι αντίστοιχο με τα δεδομένα της φυσικής πραγματικότητας. Το κοινωνικό όμως αντικείμενο είνε κάτι διαφορετικό από το φυσικό αντικείμενο. Γι' αυτό πρέπει να υπάρξει μια ιδιαίτερη κοινωνιολογική μέθοδο, που τους κανόνες της προσπάθησε να διατυπώσει ο γάλλος κοινωνιολόγος Ντυρκέμ και η σχολή του.

Η φυσικοεμπειρική πάλι μέθοδο δεν κάνει κατ' αρχήν καμιά διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το κοινωνικό φαινόμενο και πιστεύει πως η εφαρμογή των μεθόδων των φυσικών επιστημών, η επαγωγή, η συστηματική παρατήρηση κι αυτό το πείραμα, η συναγωγή νόμων από τα δεδομένα της κοινωνικής εμπειρίας, όπως γίνεται η συναγωγή νόμων από τα δεδομένα της φυσικής εμπειρίας, οδηγεί στην εξακριβωμένη επιστημονική γνώση.

Η δεύτερη αυτή μεθοδολογική κατηγορία, ο κοινωνιολογικός εμπειρισμός, είνε αναμφισβήτητο πως είχε πλούσια αποτελέσματα. Πρώτα - πρώτα έστρεψε το μάτι των ερευνητών στη συγκέντρωση, τον κριτικό έλεγχο και τη συστηματοποίηση τεράστιου κοινωνικού υλικού. Μελετήθηκαν πλατύτατα όλα τα κοινωνικά φαινόμενα στις πρωτόγονες κοινωνίες, που σώζονται ως σήμερα, απλώθηκεν η έρευνα στην προϊστορία και σε όλα τα ιστορικά δεδομένα, συγγενικές σχέσεις, κοινωνική οργάνωση, γλώσσα, μύθους, ήθη, έθιμα, δίκιο, ηθική, θρησκεία, τέχνη, επιστήμη.

Μα ο κοινωνιολογικός εμπειρισμός προχώρησε και πάρα πέρα στην επιστημονική επεξεργασία του υλικού αυτού και εξακρίβωσε και διεπίστωσε την ύπαρξη της εξέλιξης στα κοινωνικά φαινόμενα ανάλογα με την εξέλιξη στα φυσικά φαινόμενα. Τον τύπο της τέτιας επεξεργασίας έδωκεν ο Herbeet Spencer. Στη συνολική του όμως επισκόπηση εταύτισε τα φυσικά με τα κοινωνικά φαινόμενα και οι γενικοί νόμοι και οι μορφές της εξέλιξης που διατύπωσε, έχουνε δυο βασικά ελαττώματα. Πρώτα - πρώτα η όλη ενατένιση του γίγνεσθαι και του φυσικού και του κοινωνικού γίνεται μηχανικά, γιατί στη βάση της θεώρησης του Σπένσερ υπάρχει η αντίληψη της μηχανικής αιτιότητας και δεύτερο, προκειμένου για τα κοινωνικά φαινόμενα, παραβλέπεται η ιδιομορφία τους και κρίνονται αυτά με απλές αναλογίες προς τα φυσικά και ιδιαίτερα προς τα βιολογικά φαινόμενα. Για τους λόγους αυτούς και η σύνθεση του Σπένσερ δεν ικανοποιεί και αφήνει ανεξήγητη και ολωσδιόλου άτελη την αιτιακή σχέση των κοινωνικών φαινομένων και τη νομοτέλειά τους.

Η ανεπάρκεια αυτή της θεώρησης των κοινωνικών φαινομένων με βάση τη μηχανική αιτιότητα έδωκε την ευκαιρία στους απριοριστές, που εξόρμησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα ευνοημένοι από την ιδεολογική ροπή της αστικής κυριαρχίας προς την άρνηση της φυσικοεπιστημονικής αιτιότητας και προς την αποδοχή της θαματοποιητικής αιτιότητας προπάντων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, να αρνηθούν ολότελα την αξία του φυσικοεπιστημονικού εμπειρισμού στην έρευνα των κοινωνικών φαινομένων και να ξαναζωντανέψουνε τις κάθε λογής ανθρωπομορφικές και μυστηριακές ερμηνείες.

Ενώ όμως γίνονται αυτά μέσα στην περιοχή της αστικής κοινωνιολογίας και δημιουργούνε το χάος που περιγράψαμε, η επιστήμη, που ξεκινάει από το διαλεχτικό υλισμό είνε η μόνη, που στέκεται απάνω σε στέρεο έδαφος, σε ακλόνητη βάση και είνε η μόνη, που όχι μόνη δίνει την πιο ικανοποιητική ερμηνεία, παρά και επαληθεύεται από την πείρα και την κοινωνική εξέλιξη κάθε μέρα και περισσότερο. Ας στραφούμε λοιπόν στην εξέταση της διαλεχτικής μεθοδικής και ας κοιτάξουμε και τη γνωσιολογική βάση της και τα κύρια δεδομένα της και ας δοκιμάσουμε, αν μας βοηθεί να βγούμε από το χάος. Αυτή άλλωστε μας βοήθησε και ως ετούτη τη στιγμή για να θέσουμε το πρόβλημα και να ξεκαθαρίσουμε τα δεδομένα του.

Τέλος

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ



«Η Τριλογία του πολέμου» – Διαβάστε το





ΚΙ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου