Τα ωραιότερα Λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία διαλεγμένα από τον Παν. Βήχο
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011
Γιώργος Σουρρής: Ο κύριος Πετσωματάς
Γιώργος Σουρρής: Ο κύριος Πετσωματάς
Το ποίημα αυτό του Σουρή ήρθε απρόσμενα στην ιστολογική επικαιρότητα πρόσφατα (Μάρτιος 2008), όταν ο φίλτατος Τιπούκειτος παρέθεσε το εξής έξοχο απόσπασμα από διάλεξη του Κωστή Παλαμά το 1890:
Ο πατριωτισμός είναι το ευγενέστερον των αισθημάτων, αλλά και το προχειρότερον εις εκμετάλλευσιν υπό των φωνασκών, των αγυρτών και των επιτηδείων παντός είδους. Εν τω καθ’ ημέραν βίω ο πατριωτισμός δύναται να χρησιμεύσει ως πρόσχημα προς θεραπείαν και των ιδιοτελεστέρων συμφερόντων· εν τή φιλολογία υπό την αιγίδα του συχνότατα κρύπτεται η στειρότης τού πνεύματος και πάσης φιλολογικής ιδιοφυΐας η έλλειψις. Ιδιαιτέρως παρ’ ημίν αμέσως από της συστάσεως του ελληνικού βασιλείου εδημιουργήθη παραλλήλως προς τους κλεινούς «πετσωματάδες» των επαναστατικών κινημάτων σχολή «πετσωματάδων» της ποιήσεως υπό χείμαρρον μεγαλοκόμπου φιλοπατρίας καλυπτόντων την ισχνότητα τών εννοιών και το χονδροειδές των αισθημάτων. Η φιλοπατρία όχι μόνον δεν προσθέτει τι, αλλά και ασχημίζει τους στίχους, Οσάκις λείπει εξ αυτών η τέχνη και η ποίησις, όπως και τα λόγια, χωρίς τα έργα, καθιστώσιν αφορήτους τούς τιτλοφορουμένους πατριώτας.
Οι «Πετσωματάδες» της ποίησης μού θύμισαν τον κύριο Πετσωματά της σάτιρας του Σουρή. Ωστόσο, δεν είναι ο Σουρής ο εισηγητής του όρου. Όπως πρόσθεσε στο δικό του ιστολόγιο ο Μανώλης Βασιλάκης (με τον οποίο έχω σε πολλά διαφωνήσει αλλά το συγκεκριμένο κείμενό του είναι απόλυτα εύστοχο), «πέτσωμα» ονομάζονταν οι χρηματικές παροχές της ελληνικής κυβέρνησης προς αντάρτικα σώματα στους ακήρυχτους πολέμους κατά της Τουρκίας από το 1867 και μετά, όρος που επεκτάθηκε και έφτασε να σημαίνει την προσφορά δημοσίου χρήματος για την παροχή αμφίβολων υπηρεσιών, κοινώς τον λουφέ. Πετσωματάς λοιπόν, αυτός που παίρνει πέτσωμα ή επιδιώκει να πάρει. (Ευλόγως η λέξη δεν υπάρχει στα σύγχρονα λεξικά).
Ευχαριστώ τον αγαπητό Σφραγιδονυχαργοκομήτη που, ανάμεσα σε χίλια άλλα τόσα, βρήκε χρόνο να ‘χτυπήσει’ το ποίημα. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.
Ο κύριος Πετσωματάς
του Γεωργίου Σουρή
Ο κύριος Πετσωματάς, οπλαρχηγός ειρήνης,
στον τελευταίον πόλεμον χαλάσας τρεις καπότες,
φαγών ολίγα χρήματα της Εθνικής Αμύνης,
προ πάντων δε διακριθείς εις το σουφρώνειν κότες,
στους καφενέδες σκυθρωπός και μόνος επλανάτο,
και στα τραπέζια κάποτε ησύχως εκοιμάτο.
Και τότε ωνειρεύετο υπό πλατάνους δείπνα
με κότες δούλων αδελφών, με δάφνας και μυρσίνας,
αλλ΄ όταν εκ του ευτυχούς ληθάργου του εξύπνα,
μετά δακρύων έβλεπε πως είναι εις Αθήνας.
Και δίδων πέντε φάσκελα το έθνος κατηράτο,
και πάλιν εξεθύμωνε και πάλιν εκοιμάτο.
Εδίψα μάχας κι αίματα της εποχής εκείνης,
αλλά το έθνος δυστυχώς μετά μακρούς πολέμους
ετρύγα τους γλυκείς καρπούς της ποθητής ειρήνης,
μοιραίως πελαγοδρομούν στους τέσσαρας ανέμους.
Κι εκείνος εκινδύνευε της πείνας ν΄ αποθάνει,
κι εσκέπτετο νυχθημερόν τι διάβολο να κάνει.
Αλλ΄ ο Θεός, ο πώποτε πεινώντα μη αφίνων
ουδέ αυτά τα πετεινά, ως λέγουν, τ΄ ουρανού,
προ πάντων δε οιστρηλατών τους κλέπτας των Ελλήνων,
και του πτωχου Πετσωματά εφώτισε τον νου·
κι ως μόνην του ενέπνευσε παρήγορον ελπίδα
να βάλει κάλπην βουλευτού κι εκείνος στην πατρίδα.
Αυτό το πράγμα δύσκολον πολύ δεν του εφάνη…
εις την πατρίδα έχαιρεν υπόληψιν μεγάλην,
καθόσον ήτο γέννημα ενός αρχιτσοπάνη,
διακριθέντος άλλοτε στην Τουρκομάχον πάλην.
Αλλά κι αυτός ο ίδιος μετά τοσούτον χρόνον
συνέχισε τα τρόπαια των πατρικών αγώνων.
Λοιπόν;… της Κυβερνήσεως λαβών την συνδρομήν,
τα έξοδα της κάλπης του κι ολίγας παραινέσεις,
απήλθεν εις την πάτριον αναύλως προς τιμήν,
εις όλους υποσχόμενος διορισμούς και θέσεις.
Κι επέτυχεν;… επέτυχε και πρώτος παρ΄ ελπίδα,
και κάθε φίλος έβγαλε γι΄ αυτόν εφημερίδα.
Και από τότε δέχεται, χωρίς να δίδει, δώρα,
ελέγχει αδυσώπητος των υπουργών τας πράξεις,
φορεί και γάντια κάποτε και πάντοτε ως τώρα
εις της συμπολιτεύσεως ευρίσκεται τας τάξεις.
Και όταν πατριώτη του κανένα διορίζει,
το ήμισυ τουλάχιστον εκ του μισθού κερδίζει.
Ουδέ στο βήμα ομιλεί, αλλ΄ ούτ΄ ιδιαιτέρως,
και μόνον όταν πρόκειται γερόν να πέσει ξύλον,
τότε σηκώνετ΄ εν σπουδή κι ευθύς λαμβάνει μέρος,
διά τα δικαιώματα μαχόμενος των φίλων.
Εις πάσαν άλλην ήρεμον περίστασιν χαζεύει,
κι ηδυπαθώς τους ρώθωνας της μύτης του θωπεύει.
Κι εις τους χορούς του Παλατιού ως βουλευτής πηγαίνει,
αλλά τας συνηθείας του δεν λησμονεί τας πρώτας,
και πάντοτε του Παλατιού την σκάλαν κατεβαινει
μ΄ ολίγα κρύα λείψανα καλοψημένης κότας.
Τοιούτος αντιπρόσωπος πολύτιμος εφάνη
ο κύριος Πετσωματάς ο γόνος του τσοπάνη.-
Ημερολόγιον Σκόκου, Τόμος 1 (1886), σ. 39-41
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου