Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΖΝΤΑΧΜΕΤ Διήγημα του Στρατή Τσίρκα


Ο ΖΝΤΑΧΜΕΤ

Διήγημα του Στρατή ΤσίρκαFREE photo hosting by Fih.gr

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ (1911 - 1980) Ο Στρατής
Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του
πατέρα του), γιος του Κώστα και της Περσεφόνης Χατζηαντρέα, γεννήθηκε και
πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα
αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από
όπου αποφοίτησε το 1928. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση "Ligue
Pacifiste" και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την "Αντιφασιστική
Πρωτοπορία". Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με την οποία ταξίδεψε
στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και
απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γεν. 1957). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε
μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και
άλλους) στο Β' Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της
Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού, στο Παρίσι, και έγραψε μαζί
με τον Χιούς τον όρκο στον Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και
υπογράφτηκε από σαράντα συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην
Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες
το 1942 όταν ο Ρόμμελ απείλησε την πόλη). Το 1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος
του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η
γνωριμία του με το Γιώργο Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς
αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του "Η Λέσχη", που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα.
Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του.

Στρατής Τσίρκας


Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς. Λίγο το ’χεις να σου μπήξει ο εγγλέζος στα πισινά τη μπαγιονέτα που κρατά. Στέκονταν κειδαπέρα κορδωμένος, μ΄ αγριωπά μάτια, με το κόκκινο πηλήκιο και τα γυαλισμένα του άρβυλα. Και παρακάτω άλλος κι άλλος κι άλλος. Έτοιμοι να την κάτσουν, αν τύχει και κάνεις πως μπαίνεις στο χτίριο. Κι από πάνω, στα παραθύρια, στα μπαλκόνια και στην ταράτσα, να ’ναι οι ρωμιοί ναύτες, με τα γένια τους, με τα τραγούδια τους, με τα πειράγματά τους, με κείνες τις κουβέντες που σου λέγανε στ΄ αράπικα, με τη σημαία τους ψηλά, τόσο μεγάλη που μπορούσες να σκεπάσεις έν΄ αλώνι με δαύτη. Ήταν στημένη στην ταράτσα και πλάι της ήταν το κανονάκι. Το ’λεγε η γειτονιά δηλαδή, γιατί του λόγου του δεν είχε δει τίποτα. Κι έλεγε η γειτονιά πως όλο το παν ήταν εκείνη η σημαία, που θα τους βάλει φωτιά στο κεφάλι ολονών να τους κάψει, είκοσι μέρες να κυματίζει κι οι Εγγλέζοι γινατσώσανε, γιατί δεν είχαν και κείνοι τόσο μεγάλη σημαία και δεν ήταν σωστό.

Χτες σαν πρωτόπιασε δουλειά, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ένα χαμάλη γύρευε ο μάστορης, του λόγου του δουλειά έψαχνε να βρει και κάθονταν στο καφενείο. Μόλις που ’χε φτάσει απ’ το Σαΐτ. Μια φορά το χαμάλη θα ’κανε, έτσι δεν είναι; Άλλη δουλειά δεν του μάθανε. Γεωργός ήξερε, μα εδώ δεν είχαν χωράφια, ήταν η θάλασσα. Μόνο μην είναι δύσκολη δουλειά; Μπα! Κάτι μασούρια βάφουμε και θένε κουβάλημα. Κάτι μασούρια. Μ΄ αυτά ήταν όλα-όλα δυο. Μεγάλα και βαριά σα να ’χαν το διάολο μέσα τους, μα δ υ ο!

Χτες δεν κατάλαβε τίποτα. Πιάσε απ΄ την πίσω άκρη, του λεει τ΄ αφεντικό. Έπιασε απ΄ την πίσω άκρη, έπιασε κι ο άλλος από μπροστά. Το νου σου μη λερώσεις την γκελεμπία σου πάνω στο μίνιο, του λεει. Κι ίδρωνε του λόγου του να μη γγίξει το φρεσκοβαμμένο μασούρι με τη γκελεμπία του και τούρλωνε τα πισινά του κι άνοιγε τα κανιά, σα να ’χε κήλη εφτά χρονώ, και πάγαινε ντάντουλος παραντάντουλος.

Σήμερα, ίσα-ίσα, κει που περνούσαν μπροστά απ΄ τον εγγλέζο με τη μπαγιονέτα, μπήγει τ΄ αφεντικού μια φωνή:

-Μάστορη, κι αν έχει καμιά μπόμπα μέσα και πάμε στο διάολο;

-Σκασμός, ζώο! Μακαρόνια έχει, ρύζι, τυρί και τσιγάρα, να τι έχει, δεν τα ’δες σαν τα βάζαμε;

Τούτα όμως του τα ’πε πιο ύστερα. Στην αρχή του ’πε «σκασμός, ζώο» ξερά-ξερά. Άμα στρίψαν τη γωνιά κι ακούμπησαν στην αυλή το βαμμένο μασούρι για να στεγνώσει, του ’πε τα πολλά. Τώρα, αυλή θες να την πεις, σοκάκι…ούτε το ’να ήτανε, ούτε τ΄ άλλο. Ήταν ένα μακρόστενο οικόπεδο κλειστό, θεόκλειστο απ΄ τις τρεις μεριές. Τοίχοι δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Μόνο ένα πορτόνι πάνω στο χτίριο που βαστούσαν οι ρωμιοί ναύτες κι αυτό αμπαρωμένο.

Πήραν τ΄ άλλο μασούρι που ’χε στεγνώσει πια.

-Πάμε να το ξαναβάψουμε, του λεει ο μάστορης. Το ’πιασε και του λόγου του, και θες γιατί δεν ήταν φρέσκο το μίνιο, θες γιατί ένιωθε σαν πιο λαφρύς, πήγαινε με τη ραχοκοκαλιά ίσια.

Μωρέ, κατεβάστε τη σημαία, τους λέγαν οι Άγγλοι, βάλτε μια πιο μικρή, το ίδιο είναι μια Ιγγλιτέρα και το χρυσάφι της με τους ρωμιούς που τρώνε φασούλια κι ελιές και δουλεύουνε γκαρσόνια και μπακαλόγατοι και τους φωνάζεις Κωστή έλα δω, Γιάννη ένα μέτριο; Δεν την κατεβάζουμε, λέγαν οι Ρωμιοί, είμαστε γενναίοι. Κι όποιος κάνει γιούρια στο κτίριο, θα του ρίξουμε με το κανονάκι. Ε, κι όποιος κάνει πως σας φέρνει να φάτε, είπαν οι Άγγλοι, θα του την κάτσουμε. Και κουβαλήσαν μπαγιονέτες και συρματοπλέγματα και τους μπλοκάρισαν.

Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς καλά.

-Τι γίνεται δω πέρα, αφεντικό; ρωτάει του λόγου του.

-Δε βλέπεις; Ανοίξαν πόλεμο. Οι ρωμιοί ναύτες με τους εγγλέζους στρατιώτες.

-Μα εδώ, πάνω στο κεφάλι μας;

-Αφού βρεθήκαν εδώ;

-Καλά κ΄ εμείς τι θέμε κι ανακατευόμαστε. Σκυλιά είναι κι οι δυο, άσ’ τους να φαγωθούν!

Τ΄ αφεντικό σήκωσε το κεφάλι μέσα στο σκοτεινό παλιομάγαζο με τα σιδερικά. Τον κοίταζε, τον κοίταζε και δε μιλούσε.

-Από πού είσαι; του λεει.

-Απ΄ το Μαράι, κοντά στην Γκίργκα, τ΄ αποκρίνεται του λόγου του.

-Και γιατί τ΄ άφησες το Σάιτ κι ήρθες;

-Μας έσφιξε η πείνα, αφεντικό.

Τ΄ αφεντικό χαμήλωσε τα μάτια, έκανε να χαμογελάσει, μα σοβαρεύτηκε πάλι.

-Πιάσε, του λεει, κι εσύ μια βούρτσα, μην κάθεσαι.

Έτσι ο Ζντ Αχμέτ, από χαμάλης έγινε μπογιατζής. Αέρα πράματα, άχρηστα δηλαδή. Ξέρεις τ΄ είναι να βάφεις κόκκινο ένα μασούρι που είναι κιόλας κόκκινο κι αύριο πάλι να πρέπει να το ξαναβάψεις κόκκινο; Κάποιος θα ’ρθει μια μέρα να σου ζητήξει λογαριασμό για τούτη τη σπατάλη. Οι άνθρωποι στις πολιτείες δεν το λογαριάζουν πως η δουλειά είναι πράμα του Θεού.

Έτσι κάθεσαι και με ρωτάς πώς ήρθα και από πού ήρθα. Κι αν στα πω, πε μου ε, σαν τι θα καταλάβεις εσύ;

Εσύ ξέρεις μόνο να ξοδεύεις τα κουβαδάκια το μίνιο, που κοστίζει μια χούφτα χρυσάφι τη σήμερο μέρα, έτσι για ένα γινάτι, για να μη κατέβει μια παντιέρα απ΄ το κοντάρι της. Μια παντιέρα μ΄ άσπρο σταυρό και γαλανά ζωνάρια. Τους είχε αποτρελάνει ο πόλεμος. Έλα εδώ, σου λένε, θες παράδες; Να, πάρε δέκα γρόσα μεροκάματο. Θα βάφεις και θα κουβαλάς μασούρια. Μα τι μασούρια; Δυο! Όλα κι όλα δυο. Τα ίδια. Να τα πηγαίνεις να στεγνώνουν και να τα ξαναφέρνεις. Και φτου κι απ΄ την αρχή. Μα πρόσεχε και τα πισινά σου μη σου τα σουβλίσει ο εγγλέζος. Ε, λίγο το ’χεις; Το πράμα σήκωνε να το σκεφτείς.

Οι άνθρωποι στις πολιτείες αποτρελάθηκαν. Τι ξέρουν, τι καταλαβαίνουν απ΄ την πείνα που ’χει σφίξει τα χωριά; Η μαλάρια, κάθουνται και γράφουν οι εφημερίδες του γκουβέρνου, η μαλάρια θερίζει κόσμο στα χωριά. Ποια μαλάρια, μωρέ; Δε λες η πείνα να ’σαι μέσα; Γιατί δεν αρρωσταίνουν οι χορτάτοι; Το στάρι διώχνει τη μαλάρια, όχι το φάρμακο. Όμως το στάρι το μάζεψαν και το τρώνε οι στρατοί. Να τούτοι οι εγγλέζοι με τα κόκκινα πηλήκια και τούτοι οι ρωμιοί ναύτες με τα γένια και το κανονάκι στην ταράτσα. Αγκαλά τούτοι δω στα δικά μας τα χάλια καταντήσανε.

-Για ένα καλό το κάνω, του ’πε τ΄ αφεντικό. Με τούτους εδώ τους ρωμιούς είμαστε αδέρφια, καταλαβαίνεις; Ο εγγλέζος είναι ο οχτρός.

Δεν έχω ανάγκη να μου πεις εσύ ποιος είναι ο οχτρός. Τάχα δεν ξέρω πώς χάθηκε ο πατέρας και ρημαχτήκαμε… Λευτεριά, λευτεριά φώναζε το χωριό και χύνονταν κατά το ποτάμι. Πάμε να χτυπήσουμε τους Άγγλους που ’ρθαν με το βαπόρι. Και βγήκε το λόγου του, παιδί πράμα. Άλλο τίποτα δε βρήκε να σηκώσει, σήκωσε ένα μεγάλο καρφί που δέναν πάνω του τη γίδα μέσα στο δωμάτιο. Και πήγαιναν οι άντρες όλοι μαζί και πίσω στέκονταν οι γυναίκες και φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια τους. Κι ήταν μπροστά οι πράσινες σημαίες με τα λόγια του προφήτη γραμμένα πάνω τους με κίτρινο σιρίτι και κυματίζανε βαριές κι ήτανε τα φανάρια που τα τριγυρίζουνε το ραμαζάνι κι ήταν αναμμένα κει δα μέσα στο πρωινό το φως και τα σηκώναν ψηλά, κι ήταν τσίμπαλα και χτυπούσαν γοργά και λαχανιασμένα, και πίπιζες. Κι ήταν οι χοτζάδες με τα σαρίκια τους καθαρά κι ο Σερίφ Μπέη είχε κατέβει από το χτήμα πάνω στην άσπρη φοράδα κι έτρεχε μια μπροστά και μια πίσω κι αστράφτανε τα μάτια του και καμάρωνε κι ήτανε οι γκαφίρηδες του γκουβέρνου με τους γκράδες και τις φεσάρες τις καφετιές και τη γυαλιστερή πλάκα με το νούμερο πάνω στο στήθος τους. Κι είχαν έρθει κι οι βεδουίνοι απ΄ την έρημο με τ΄ αλόγατά τους τα ψαριά, τα κόκκινα, τα μαύρα, που ’λεγες πως είναι γάμος κι όλο σήκωναν τα πόδια, για να χορέψουνε, φορτωμένα στο φλουρί και στις χάντρες. Κι ήταν οι άλλοι του χωριού, ο παππούς, οι συγγενείς τους, οι χωριανοί, που πήγαιναν βιαστικοί και φώναζαν και κουνούσαν ψηλά τους κασμάδες, τα ξινάρια, τους κοντούς, τους μπαλτάδες, τα μαχαίρια. Κι όσοι είχαν καραμπίνες ή δίκανα τρέχαν μπροστά, εκεί, τους πρόσταζε ο Σερίφ Μπέη, εκεί. Κι΄ όσο να πει του λόγου του πως όπου να ’ναι φτάνουν στο ποτάμι, γιατί είχε σηκωθεί κουρνιαχτός και κανένας δεν έβλεπε τίποτες, γιατί όλες οι φωνές ερχόνταν μαζεμένες κι οι άνθρωποι κάναν σαν τρελοί και κείνος είχε μείνει στην ουρά, γιατί τα ποδαράκια του είχαν κουραστεί κι ένας μπάρμπας του που τόνε γνώρισε τον σταμάτησε και του παράγγειλε να συμμαζώξει κάτι μυξιάρικα τόσα δα που ’χαν βγει κι αυτά στον πόλεμο, άκουσε λίγες μπαταριές από χαρτούτσες στα δεξιά και μια, δυο, τρεις τουφεκιές από γκράδες. Κι αμέσως ακούστηκε το ποτιστήρι τακ-τακ-τακ-τακ κι οι φωνές πέσανε. Μετά είδε τον κόσμο να ’ρχεται καταπάνω του σα σίφουνας, άγριος, τρομαγμένος, γεμάτος αίματα και λάσπες. Τα σαρίκια των χοτζάδων είχαν ξετυλιχτεί και πολλοί ήταν βουτηγμένοι στο νερό ίσαμε το στήθος. Κι όλοι φωνάζαν και τρέχανε και ζητούσαν μόνο να περάσουν να φύγουνε και δε βλέπαν τα μυξιάρικα που τα τσαλαπατούσανε. Το ποτιστήρι φώναζαν, βρέχει φωτιά! Το ποτιστήρι βρέχει βόλια! Φωτιά, φωτιά, φώναζε κι ο Σερίφ Μπέη, ωχρός κι αλλήθωρος πάνω στην άσπρη φοράδα. Και της δίνει μια και γίνεται άφαντος, δρόμο για το χτήμα. Μόνο οι βεδουίνοι μέναν ψύχραιμοι, τα στολισμένα τους αλόγατα πήγαιναν με κεφάλι ψηλά, σήκωναν το πόδι καμαρωτά κι ύστερα το κατέβαζαν όλο νεύρο, σα να ’τανε σε γάμο και να χόρευαν και κείνοι πάνω τους ατάραγοι, σηκώναν κάτι μακρυά καριοφίλια όλο σιντέφι στα κοντάκια τους. Σημαδεύαν και ρίχναν. Κι αν λάχαινε κανένας φελάχος παραζαλισμένος να πέσει απάνω στ΄ άλογό τους, αυτοί σηκώναν το ποδάρι περασμένο όπως ήταν μέσα στα μυτερά πατήματα και του δίναν μια, όπου τον εύρισκε. Και τότε κάποιος τον έπιασε απ΄ το χέρι και του λέει πάμε, ο πατέρας σου σκοτώθηκε μες στο νερό. Από τότε έπεσε μαύρη μιζέρια στον κόσμο ίσαμε σήμερα. Αν τους διώχναμε, τώρα δε θα πεινούσαμε. Αυτό είχε να το λέει ο κόσμος στο χωριό τις μέρες που ετοιμάζονταν να τ΄ αφήσει για να ’ρθει στην Αλεξάντρεια, να ξενιτευτεί. Δεν είχε την ανάγκη κανενού για να μάθει ποιος είναι ο οχτρός.

Μα τι σκέση έχουν όλα τούτα με μια παντιέρα που δεν την κατεβάζουν απ΄ το κοντάρι της;

-Τι λόγος να γίνεται τόσο κακό για μια σημαία; λέει του μάστορη.

-Μα, άμα κατέβει η σημαία, θα πάει να πει πως δέχτηκαν.

-Δέχτηκαν τι; κάνει του λόγου του.

-Δέχτηκαν να παραδώσουν τα τουφέκια, να πάψουν να πολεμούν για να λευτερώσουν τον τόπο τους.

-Έτσι ε; Και τι λεν οι ρωμιοί;

-Όποιος του κοτάει λεν, ας έρθει να τα πάρει.

-Ωραία κουβέντα, βρήκε να πει ο Ζντ Αχμέτ. Πολύ του άρεσε!

Έσκυψε κι έπιασε την άκρη του μασουριού όπως του ’γνεψε ο μάστορης. Κι όπα-όπα το κουβάλησαν στην αυλή για να στεγνώσει. Τα πισινά του σα να του φανήκαν πιο σφιχτά και η ραχοκοκαλιά του πάγαινε όρθια σαν τ΄ αφεντικού.

-Τι γίνεται; δε φέραν πράματα; Σαν πιο αδειανό μου φαίνεται.

-Ίσα-ίσα. Τούτη τη φορά είναι γιομάτο οβίδες για το κανονάκι.

-Α, έτσι; είπε του λόγου του.

Και σε λίγο:

-Τι ώρα τις φέραν τις οβίδες; Εγώ δε σ΄ είδα να τις βάζεις μέσα.

Τ΄ αφεντικό άργησε ν΄ απαντήσει. Όταν γύριζαν με τ΄ άλλο μασούρι, τ΄ αδειανό, του τόπε:

-Ψέματα ήταν. Έτσι στο ’λεγα, να δω τι θα κάνεις. Εγώ θαρρώ πως ούτε κανονάκι δεν έχουν στην ταράτσα τους.

-Γιατί το λες αυτό;

-Γιατί σαν πολύ να μιλάνε για κανονάκι κι΄ αυτό μου βάνει ψύλλους στ΄ αυτιά.

-Α, έτσι; ξανάπε του λόγου του. Είναι και πονηροί….

Απίθωσε χάμου το κουβαδάκι με το μίνιο. Το πινέλο γλίστρησε και χώθηκε ολάκερο μέσα στην μπογιά. Ο νους του ταξίδευε στο Μαράι, κοντά στη Γκίργκα. Πολεμούσε να θυμηθεί το μούτρο του πατέρα του.

Αλεξάνδρεια, 1947

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου