- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ
- Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη
το 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, οικονομικά κατεστραμμένης,
μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρά του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήρε
πτυχίο φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το 1960 διορίστηκε στη
μέση εκπαίδευση και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα μέρη (Κυνουρίας,
Βεγγάζη, Καλαμαριά). Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και
μετά στο υπουργείο Παιδείας, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Στα γράμματα
εμφανίστηκε το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή, τα Ηλιοτρόπια, την οποία
ακολούθησε μια δεύτερη το 1963. Έκτοτε επιδόθηκε στην πεζογραφία όπου κυρίως
καταξιώθηκε ως λογοτέχνης. Διαβάστε το και σε απλό κείμενο! - Αφιέρωμα του Πολιτικού Καφενείου
-
Αφιέρωμα του Π.Κ. στον Γιώργο Ιωάννου – Διαβάστε το
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, οικονομικά κατεστραμμένης, μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρά του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήρε πτυχίο φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το 1960 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα μέρη (Κυνουρίας, Βεγγάζη, Καλαμαριά). Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και μετά στο υπουργείο Παιδείας, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή, τα Ηλιοτρόπια, την οποία ακολούθησε μια δεύτερη το 1963. Έκτοτε επιδόθηκε στην πεζογραφία όπου κυρίως καταξιώθηκε ως λογοτέχνης. Παράλληλα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε εκλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, καραγκιόζη, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Το 1979 τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα.
Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο τόσο ιδιότυπο όσο και μοναχικό, το οποίο όμως, αποτελεί νεότερο κρίκο στην πιο εκλεκτή παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Τα κείμενά του με ειδολογικά κριτήρια θα μπορούσαν να διακριθούν σε λογοτεχνικά κείμενα, σε χρονικά (ιστορικά γεγονότα), σε χρονογραφήματα, δοκίμια και σε μικτά. Εμείς θα εντρυφήσουμε στα λογοτεχνικά του κείμενα που είναι το Για ένα φιλότιμο, Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, και Ο Επιτάφιος Θρήνος.
Τα χρόνια που σφράγισαν τη ζωή του συγγραφέα είναι εκείνα του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, όπως τα έζησε στη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε. Προικισμένος με ασυνήθιστη αισθαντικότητα όσο και παρατηρητικότητα γνώρισε από κοντά το δράμα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού των Εβραίων, και γενικότερα των συμπολιτών του, στο διάστημα αυτής της ταραγμένης περιόδου. Τα περισσότερα κείμενά του συνθέτουν ως σύνολο μια τοιχογραφία - μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, ιδωμένων από την προσωπική του σκοπιά.
Η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται θαυμαστά. Σ’ αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου ελληνισμού, σ' αυτό το δείγμα όλων των εποχών της Ελλάδας από τη ρωμαϊκή κατοχή ως σήμερα, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να μας δείξει ευκαιριακά άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε μια μια τις συστατικές ψηφίδες της Θεσσαλονίκης. Απ΄ τα σφαγεία με τις απέραντες ερημιές και τις λαϊκές ταβερνούλες, στον παλιό σταθμό με τα παρακμασμένα καφενεία και τα αδρανούντα βαγόνια, στην ύποπτη Μπάρα και στη Ραμόνα, στη γραφική και μίζερη Πάνω Πόλη, στην αχανή και αδιαμόρφωτη πλατεία Δικαστηρίων, στους σαθρούς βυζαντινούς ναούς, στα ύποπτα ξενοδοχεία της Εγνατίας, στις στενόκαρδες πολυκατοικίες, στους άχρωμους κεντρικούς δρόμους, στα μουχλιασμένα γραφεία, στο πανεπιστήμιο, στα λαϊκά σινεμά της μπόχας, στην κοσμική ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας περπατάει με άνεση, γνήσιος Θεσσαλονικιός, που καταλαβαίνει, που μιλάει όταν του πέφτει λόγος και που σωπαίνει όταν χρειάζεται ν' ακούσει και να δει, που αναγνωρίζει, συγκινείται και στοχάζεται.
Όλα αυτά, τόσα πολλά, αναδίνουν μια ποικίλη όσο και οδυνηρή ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, βλέποντας αυτό το μακελειό των αισθημάτων και προθέσεων, βλέποντας το καταχτυπημένος απ' τη μοίρα άτομο που αγωνίζεται να σταθεί. Συχνά μάλιστα με κάποια δόση θυμοσοφίας καθώς δεν παραλείπει να εντοπίζει και να εκφράζει τις ιλαρές πτυχές των διάφορων δραματικών καταστάσεων.
Η πρόζα του δεν εκπίπτει σε ποιητική πρόζα, αντίθετα πολλές φορές νομίζεις ότι η πρόζα του Ιωάννου σχολιάζει την ποίηση "Ας είναι επιτέλους ένα μικρό στενό δωμάτιο, να κλειδωθώ, να μη βλέπω και να μην ακούω. Εκεί μέσα ίσως κατορθώσω ν' απολογηθώ εγκαίρως, να εξομολογηθώ με κάθε λεπτομέρεια, να γιατρευτώ. Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ' την εξομολόγηση. Ίσως γι αυτό είμαι τόσο πελαγωμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται. Κάποτε νόμιζα πως, αν μιλήσω, θα πέσει ο ουρανός να με πλακώσει. Τότε ήμουν είκοσι χρονώ και όταν ήμουν στα είκοσι, δε μου φάνηκε τίποτε που έγινα εικοσιένα μάλλον ήταν καλύτερα γιατί πήγα φαντάρος. Ο πανικός μ' έπιασε μετά τα τριάντα, και τώρα δεν ξέρω από που να κρατηθώ".
Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. "Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ' ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως". Ωστόσο ο πανικός είναι πάντα ρεύμα που τον τινάζει : "Καμιά φορά, που παρακατέχομαι από τέτοιους φόβους, με πιάνει σύγκρυο, όταν αντιλαμβάνομαι πως κάποιος κανόνισε το βήμα του πάνω στο δικό μου, και σταματάει κι αυτός στις ίδιες βιτρίνες. Δεν μπορώ να μη βάζω κακό με το νου μου είμαι κι εγώ παιδί μας εποχής δολοφόνων".
Σκάβοντας αδιάκοπα μέσα του δίχως έλεος, τρίβοντας το δέρμα του πάνω στα πράγματα και μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Χρειάζεται να έχεις μέσα σου μεγάλα αποθέματα ειλικρίνειας για να μη φοβάσαι την κοινότυπη έκφραση, την τριμμένη λέξη, την απλή κουβέντα-αν και, φαντάζομαι, ένα έμπειρο μάτι δεν θα δυσκολευτεί ν' αναγνωρίσει, πίσω από τον λιτό πεζογράφο, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που πάλεψε χρόνια με τις λέξεις, θητεύοντας στην ποίηση. Εξάλλου με τις πρόζες τούτες βρισκόμαστε κιόλας σ' ένα όριο όπου η ωραιολογία φαίνεται ολότελα περιττή πολυτέλεια. Τι χρειάζονται οι λαμπρές φορεσιές σε κορμιά που δεν φοβούνται ν' αποκαλύψουν την εύρωστη γύμνια τους;
Οι πρόζες του Ιωάννου ξεφεύγουν τον κίνδυνο να γίνουν σελίδες ιδιωτικού ημερολογίου αδιάφορες για τους τρίτους, ή να μεταβληθούν σε ξερές θεματογραφικές ασκήσεις. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν' αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.
Βιβλιογραφία :
Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, τόμος Γ.
Παν. Μουλλάς, Για την Μεταπολεμική μας πεζογραφία.
Τόλης Καζαντζής, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1965.
«Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!»
Η γιαγιά μου ήταν αντίθετη στον κομμουνισμό, το ίδιο και οι φιλενάδες της. Δεν είχανε με τους κομμουνιστές, τους μπολσεβίκους, όπως έλεγαν καμιά ιδιαίτερη μανία, ούτε και πολυθέλανε το κακό τους, τους φοβόντουσαν όμως και τους κατηγορούσαν γιατί κυνηγούσανε τη θρησκεία και τις διδασκαλίες της. Και όποιος κυνηγάει τη θρησκεία, κυνηγάει τα πάντα, έλεγαν.
Μαζεύονταν, λοιπόν, για καφέ, έστω και κριθαρένιον, και ανταλλάσσανε ή ξαναλέγανε τις παμπάλαιες πληροφορίες τους. Μια ιστορία που είχε κάνει θραύση στον κύκλο τους προπολεμικά, ήταν εκείνη με τον καλόγερο. Οι άλλες ήταν σχετικές με τις ερωτικές δραστηριότητες, τις παραλυσίες και τους εκφυλισμούς στη Σοβιετία.
Ένας Ρώσος καλόγερος, αφού υπόφερε τα πάνδεινα από τους μπολσεβίκους στις εξορίες και τις φυλακές κι αφού άκουσε βρισίδι και διαφώτιση που του πήγε καπνός κι αντάρα, άρχισε να δείχνει ότι παραδέχεται σε πολλά σημεία τις αντιθρησκευτικές απόψεις των διαφωτιστών του. Κατευχαριστημένοι εκείνοι σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν έτσι με τα ράσα και τα γένια στο λαό, για να μιλήσει μέσα σ’ ένα κατάμεστο στάδιο εναντίον της θρησκείας. Και πραγματικά μάζεψαν τον κόσμο και ανέβασαν σ’ ένα ψηλό βάθρο τον καλόγερο, για να τον βλέπουν όλοι. Κι αυτός, αφού πρώτα περίμενε να γίνει ησυχία απόλυτη και να στραφούνε όλα τα βλέμματα επάνω του, έβγαλε ξαφνικά από τον κόρφο του έναν μεγάλο σταυρό και υψώνοντάς τον κραύγασε προς τα πλήθη· «Χριστός Ανέστη!». Έγινε τότε πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου. Οι μπολσεβίκοι αυτοστιγμεί πέσαν απάνω του και τον λιανίσαν.
Η ιστορία αυτή τελείωνε πάντα με σταυροκοπήματα, πράγμα που σήμαινε πως ο καλόγερος κατατασσόταν αυτόματα από την ομήγυρη μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Παρόλο όμως το τραγικό και όχι απίθανο τέλος της, εγώ την έβρισκα πάντοτε λιγάκι διασκεδαστική. Και πολύ θα ’θελα να μπορούσα να είχα δει από καμιά μεριά τα μούτρα των έξυπνων αυτών υπευθύνων τη στιγμή που την πάθαιναν από τον φανατικό καλόγερο.
Ύστερα, οι γριές άρχιζαν να λένε και να λένε, ψιθυριστά, για τα σεξουαλικά όργια, που κατά τις πληροφορίες τους γινόντουσαν στη Ρωσία.
- Χορεύουν άντρες με γυναίκες γυμνοί, λέγανε σκυφτές.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο μαυροφορεμένος χορός.
- Χορεύουν γυμνοί άντρες με άντρες, λέγανε γουργουριστά.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο χηρευάμενος χορός.
- Χορεύουν γυμνές γυναίκες με γυναίκες, σφύριζαν χαμηλόφωνα.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζαν όλες μαζί και
σταυροκοπιόντουσαν, ίσως γιατί έπιαναν με τη φαντασία τους την ομήγυρή τους ολόγυμνη να χορεύει.
- Αυτός με τις μουστάκες… , ψιθύριζαν.
- Αχ, Βουκουρέστι πια, Βουκουρέστι!
- Απορρίχνουν ελεύθερα τα παιδιά, έλεγαν.
- Γεννάνε στα νοσοκομεία, όχι στα σπίτια τους.
- Οδηγάνε αυτοκίνητα, τρένα, ακόμα και καράβια, γυναίκες πράμα!, έλεγαν.
- Πηγαίνουν και στρατιωτίνες, μαθές!
- Πάει ο ντουνιάς! Βουκουρέστι, όλα Βουκουρέστι!
Τόσο πολύ μιλούσανε για όργια στη Ρωσία, ώστε εγώ, από αντίδραση, μέχρι και που μεγάλωσα, πίστευα ότι πρόκειται για την πιο φιλελεύθερη, ανεκτική και χαρούμενη χώρα στον κόσμο. Γιατί, βέβαια, όποιος καταδιώκει το σεξ, καταδιώκει όλα τα πάντα.
Στην Κατοχή, παρόλη την ανατροπή του σύμπαντος, οι ακατάβλητες γριές μιλούσανε ακόμα, του καλού καιρού, για τον μπολσεβικισμό και τα καμώματά του. Γι’ αυτές δεν είχε κεφαλαιώδη σημασία ούτε η σκλαβιά, ούτε ο Χίτλερ, που κόντευε να κυριέψει τη Μόσχα και το Λένινγκραντ, ούτε, βέβαια, το Βουκουρέστι και η τύχη του. Αυτά όλα ήταν περαστικά πράγματα, που θα λάβαιναν πάλι την ταχτοποίησή τους. Ο μπολσεβικισμός όμως ήταν κάτι το ακατάλυτο, εφόσον ήταν ο μεγάλος αντίπαλος της θρησκείας.
Τις πιο πολλές ειδήσεις τις έφερνε τότε στην ομήγυρη η Λεωνόρα, μια αρχοντογυναίκα με κάτασπρα λαμπρά μαλλιά, πλεγμένα σε χοντρές απαλές κοτσίδες, σαν σκορδοπλεξάνες. Η Λεωνόρα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, σε δίλημμα. Ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον άντρα της αδελφής της και τα δυο παλικάρια του, μια και η αδελφή της είχε πεθάνει. Η Λεωνόρα, κάνοντας το χρέος της αδελφής της, τους περιποιόταν με στοργή, όμως ο γέρος και τα παιδιά του, μολονότι εύποροι, ήταν φανατικοί μπολσεβίκοι, από κείνους τους σταλινικού τύπου. Η Λεωνόρα άκουγε εκεί μέσα πολλά, αλλά ήταν φανερό ότι έλεγε όσο πιο λίγα μπορούσε. Ο γέρος, έλεγε η Λεωνόρα, έκαμνε δίαιτες και γυμναστικές, για να ζήσει πολλά χρόνια να δει τον κομμουνισμό και το Στάλιν στην Ελλάδα. «Αμ, πώς δεν θα τον δει, ο σκατόγερος» έλεγαν μ’ ένα στόμα – και τι στόμα! – οι γριές, που ο τρομαγμένος νους τους έτρεχε αμέσως σε εκκλησίες, καλογέρους, παπάδες, αλλά και γυμνικούς χορούς. Η Λεωνόρα πρόσθετε ακόμα, πως ο γέρος και τα παιδιά του γύριζαν σχεδόν γυμνοί μέσα στο σπίτι, μ’ ένα μαγιό, για να παίρνει συνεχώς το κορμί τους αέρα, ν’ ανοίγουν οι πόροι τους, πράγμα πολύ υγιεινό, λέει. «Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!», ξεφώνιζαν οι γριές, διακρίνοντας, εδώ, κάποια προπόνηση στους περιβόητους εκείνους χορούς πλην της Λεωνόρας, βέβαια, που ήταν ατίθαση γεροντοκόρη και δεν μπορούσε να παραδεχτεί τέτοια πράγματα για τα ανίψια της και το σπιτικό της. Η επιμονή της αυτή να αποφεύγει το καθιερωμένο ανάθεμα «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι», όταν μιλούσε για τους δικούς της, και να διηγείται την κατάσταση κάπως πιο ανθρωπινά, άρχισε να την κάμνει ύποπτη στις άλλες γριές. «Η Λεωνόρα δεν τους καταδικάζει», έλεγαν ιδιαιτέρως.
Ωστόσο, όχι μόνο η Λεωνόρα, αλλά και η γιαγιά μου είχε τις μυστικές επαφές της με τους μπολσεβίκους. Κάθε τόσο κατέφθανε τα πρωινά η περίφημη Αηδονιώ ή Αηδόνα, φλύαρη, δυναμική και πάντοτε ξεμαλλιάρα. Τη θυμάμαι να κάθεται όλο στην ίδια θέση με φόντο τον Θερμαϊκό, που κι αυτόν τον θυμάμαι όλο αγριεμένον απ’ τον Βαρδάρη. Η Αηδονιώ θα πήγαινε ή θα γυρνούσε από κάποιον τόπο εξορίας, όπου μόνιμα βρισκόταν ο γιος της, καθώς δεν εννοούσε να υπογράψει τη δήλωση. Αυτή μιλούσε, συνέχεια, για καΐκια, βάρκες, μπερδεμένα δρομολόγια άγονων γραμμών, φουρτούνες και μπουνάτσες, καλούς ή κακούς χωροφύλακες, σκύλους ενωματάρχες, φύλακες φυλακών, μυστικά σημειώματα, δέματα ανήκουστης φτώχειας, διευθύνσεις στα πέρατα, όπου έπρεπε όμως να τρέξει, μυστηριώδεις κυρίους που εμφανίζονταν ξαφνικά κι ανοίγοντας το πορτοφόλι τους της έδιναν σημαντική βοήθεια, ακριβώς τη στιγμή που δεν είχε δεκάρα. Η Αηδονιώ ήταν η παιδεμάρα και η τραχύτητα, ο παράλογος ξεσπιτωμός και το ξεβόλεμα, το Αιγαίο και η στέγνια του, μέσα σε μια πολιτεία, παχουλή και νερουλή, που το θωρούσε, βέβαια, το πέλαγος, αλλά το θεωρούσε πολύ μακριά της. Η γιαγιά μου πάντοτε της έλεγε να πει του γιου της, που όπως αργότερα διεπίστωσα ήταν ένας τραχύτατος κι αυτός άντρακλας, να κάνει πια αυτή τη δήλωση και να βγει έξω κι αυτός, όπως και οι αρχηγοί του, που πάντοτε βάζουν με τρόπο τους άλλους μπροστά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά γενικά την άκουγε με πολλή συμπάθεια και ποτέ δεν την άφηνε να φύγει με άδεια χέρια, παρόλο που κι εμείς – και όχι μονάχα στην Κατοχή – υποφέρναμε. Η Αηδονιώ, παρ’ όλη τη θρυλική γλώσσα της, που δεν είχε αφήσει αστυνόμο για αστυνόμο που να μην τον περιλούσει, δεν αντέλεγε και πολύ στη γιαγιά μου, έδειχνε όμως καθαρά ότι δεν επρόκειτο να τα μεταβιβάσει. Μα και η γιαγιά μου γι’ αυτήν την ίδια τα έλεγε και όχι για τον γιο της, γιατί πίστευε, και όχι αδίκως, ότι από τους δυο τους αυτή ήταν η πιο φανατικιά. Αυτή ήταν η κυριότερη επαφή της γιαγιάς μου με τους μπολσεβίκους, μα όχι η μόνη.
Οι απέθαντες γριές εξακολούθησαν να μαζεύονται για καφέ και μετά την απελευθέρωση, αλλά και μετά τον εμφύλιο, είναι η αλήθεια. Και μολονότι οι μπολσεβίκοι, κατά τη σύντομη επικράτησή τους, που οι γριές δεν την πολυκατάλαβαν, γιατί, ακριβώς, αλλιώς την φαντάζονταν, ούτε τις εκκλησίες ούτε τους παπάδες απαγόρεψαν, ούτε και τσίτσιδοι χοροπηδούσαν, εντούτοις οι γριές εξακολουθούσαν γι’ αυτά τα ίδια και τα ίδια να τους κατηγορούν και να λένε, κάθε τόσο, αναστενάζοντας: «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Είχε αρχίσει όμως να παίρνει στο στόμα τους κάποιο ραγισμένο τόνο η έκφραση. Κάτι συνέβαινε, φαίνεται, μέσα στα σπιτικά τους. Το περιλάλητο «Βουκουρέστι» ερχόταν πια και στο κεφάλι μας, πανταχού εισχωρούσε, απαράδεχτα διαφορετικό όμως από τη φήμη του. Γι’ αυτό και η καταδίκη του, τουλάχιστο με τα λόγια, εξακολουθούσε.
Και τώρα που τη γιαγιά μου και τις φιλενάδες της, ούτε φάκελα την πιάνουν, εκεί που είναι, μα ούτε και φάσκελα, μπορώ να προσθέσω και τούτο: Απάνω στον εμφύλιο μας έφερε μια μέρα με πολύ καμάρι την είδηση ότι μιας συμπατριώτισσάς της οι δυο γιοι ήταν οι πρώτοι καπεταναίοι στον Έβρο. μας είπε και τα ψευδώνυμά τους, μάλιστα. Τα έλεγε αυτά στητή και με δύναμη, της άρεζε να βροντάει ντουφέκι κοντά στο χωριό της κι από τα χέρια του χωριού της, κι ας ήταν και μπολσεβίκικα. Ήξερε πως από τέτοια πράγματα πάντοτε κάτι βγαίνει. Καταγόταν και αυτή, καθώς και οι φιλενάδες της, από τη άλλη μεριά του Έβρου, την τώρα τουρκική, και λαχταρούσε η καρδιά της. Αυτά, βέβαια, δεν τα είπε στην ομήγυρή της. Έφερε μόνο μια μέρα τη συμπατριώτισσά της, τη μάνα των καπεταναίων, από την εκκλησία, που τη βρήκε, στο σπίτι. Δούλευε στην πόλη μας ως υπηρέτρια κι αυτό πολύ στα κρυφά. Κατά τα τέλη της ζωής της η γιαγιά, μόνη πια χωρίς την ομήγυρη, αλλά με εκλογικό βιβλιάριο, που της είχαν βγάλει, έλεγε: «Εμείς τι έχουμε να χάσουμε από τους μπολσεβίκους;» «Να τα μας…», της λέγαμε γελαστά και της θυμίζαμε που κρυφοέβριζε τους φαντάρους του ΕΛΑΣ, όταν τους συναντούσε στο δρόμο. Μα τα απέκρουε αυτά και ούτε λέξη για «Βουκουρέστι» και τα παρόμοια, όπου άλλωστε κυβερνούσε με καλβινική αυστηράδα και πυγμή η Άννα Πάουκερ.
Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής, ένας καθηγητής μου, αρκετά παράξενος τύπος, μόλις με είδε μια μέρα από κυλικείο μ’ έναν πολύ συμπαθή φοιτητή άλλης Σχολής, πλησίασε και μας είπε συνωμοτικά: «Παιδιά, παιδιά, δεν ξέρετε τίποτα. Το μουνί βρωμάει. Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι, εκεί μονάχα ξέρουν!» Και έφυγε απότομα, χωρίς να μας εξηγήσει, τι ήταν αυτό που ξέρανε σχετικώς στο Βουκουρέστι και που εμείς, κατά τη γνώμη του, δεν το ξέραμε. Φυσικά, αναφερόταν στο παλιό Βουκουρέστι, και εννοούσε σαφώς έναν από τους τρεις αλληγορικούς χορούς που προαναφέραμε.
Με τα χρόνια και την πείρα, έχω πεισθεί πως το καημένο έβγαλε όνομα κυρίως από τους διάφορους πραματευτάδες, που διέσχιζαν, παλιά, ανεμπόδιστοι από σύνορα, όλη τη Βαλκανική σε μήκος και σε πλάτος. Αυτοί, που γνώριζαν καλά τις βαλκανικές πόλεις και κωμοπόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσεις, έβρισκαν ότι τα ήθη στο Βουκουρέστι ήταν από παντού αλλού πιο ελεύθερα. Νέοι, έξυπνοι, γεροί, αλλά ξένοι, καθώς ήταν, δηλαδή σε όλα κατάλληλοι, πρέπει να δέχονταν πολλές ερωτικές επιθέσεις από διάφορα μερακλίδικα πλάσματα του τόπου, που δεν θα πολυτολμούσαν να ριχτούν σε εντόπιους. Γιατί σαφώς η επωδός αυτή δεν εννοούσε κανονικές καταστάσεις, άλλο αν οι γριές δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς λένε. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην Αθήνα σήμερα με τους επαρχιώτες, έστω και μαύρους, προς τους οποίους υπάρχει μια σαφής προτίμηση για πρόσκαιρες σχέσεις. Κατόπιν αυτοί γυρίζοντας στα χωριά τους και θέλοντας οπωσδήποτε να διηγηθούν τα πράματα και τα θάματα που είδανε, και μάλιστα από τόσο κοντά, στο Βουκουρέστιον, τα έλεγαν και τα διηγόντουσαν όλα, μεγαλοποιώντας μάλιστα τις χειρότερες περιπτώσεις, αλλά υπό τύπον κατηγορίας και καταδίκης. Και χωρίς, εννοείται, να ανακατεύουν καθόλου τον εαυτό τους. Πάντως, τα έλεγαν και τα τόνιζαν, και αυτό ήταν που είχε σημασία. Τέτοιες διηγήσεις για το Βουκουρέστι μέχρι και στα παιδικά μας χρόνια κυκλοφορούσαν. Για άντρες που βάφονται εκεί πέρα, για γυναίκες πολύ εύκολες, όπως άλλωστε και η παραλίγο βασίλισσά μας, η γυναίκα του Γεωργίου Β΄, για αξιωματικούς που φοράνε κορσέ, για νεαρούς που ξυρίζονται δυο φορές τη μέρα και χίλια δυο άλλα.
Θυμήθηκα το Βουκουρέστι, Μπουκουρέστι για την ακρίβεια, όταν πέρσι πρόπερσι έγιναν εκεί μεγάλοι σεισμοί και άθελά μου αναφώνησα: «Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Ανακάλεσα, τότε, τη γιαγιά μου, την παρέα της, τους πραματευτάδες, τα σκηνοθετημένα από μένα όργιά τους, τις φοβίες και τα ιδανικά. Όλα σκόνη και στάχτη.
Τώρα, ποιος θα μας θυμηθεί, ποιος θα λυπηθεί εμάς, που όλους τους θυμόμαστε, καθώς αυτοί που μας απομυζούσαν μας γυρίζουνε την πλάτη ή προσπαθούν όπως όπως να μας τυλίξουν; Κι αν το κάνει, τι άραγε θα βρει κι αυτός στο βάθος;
Αχ, Σαλονίκη, ρημαγμένη Σαλονίκη, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω…
Από τη συλλογή Το δικό μας αίμα (1978)
ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ…
Θα προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή μου αυτή για το διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής να είναι ξερή — ξερή και στεγνή — χωρίς ιστορικές και φιλολογικές επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει.
Δεν είναι, άλλωστε, πολλά, ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί ήμουν τότε μικρό παιδί — φτωχός και περίκλειστος έφηβος — με βάσανα και προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει.
Αλλά και οι Εβραίοι σαν λαός ήταν ανέκαθεν πολύ κλειστοί και ιδιαίτερα αποτραβηγμένοι από μας, κι αυτή τη στάση εξακολούθησαν, δυστυχώς, να την κρατούν και όταν οι Γερμανοί άρχισαν να τους περισφίγγουν. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους της απόστασης — αν και τους υποθέτω — αλλά νομίζω πως ήταν βαρύ σφάλμα τους αυτό. Θα είχαν σωθεί και άλλοι τους, πολύ περισσότεροι. Ο διωγμός, βέβαια, και η εξόντωση δεν επρόκειτο να αποτραπεί, αλλά θα σώζονταν και άλλοι, ιδίως νεότεροι. Υποθέτω πως η σατανικότητα και η αποφασιστική σκληρότητα των διωκτών έκανε τους Εβραίους να προτιμήσουν σιωπηλά την οδό του μαρτυρίου, που τη φαντάζονταν, βέβαια, φριχτή, μα με κάποιο λογικό τέρμα. Και γελάστηκαν οικτρά.
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός λαός είχε από πάντοτε μια στάση αδιάφορης ανοχής απέναντι των Εβραίων. Ούτε τους αγαπούσε μα ούτε και τους μισούσε. Τους ψιλοκορόιδευε, βέβαια, πράγμα που το μαρτυρούν και τα διάφορα ανέκδοτα καθώς και οι χαρακτηρισμοί. Αλλά μίσος με κανέναν τρόπο δεν έτρεφε, εκτός φυσικά από μεμονωμένες περιπτώσεις προσωπικών διαφορών, άγριων εμπορικών ανταγωνισμών και αρπακτικών ενεργειών. Αλλά αυτά συμβαίνουν, και πολύ συχνά μάλιστα, και μεταξύ των ατόμων του ίδιου λαού. Υπήρχαν ακόμα και κάποιες οργανωμένες αντισημιτικές ομάδες, που όμως ήταν τόσο ασήμαντες, ώστε δεν κατόρθωσαν να παίξουν ολέθριο ρόλο ούτε και στη διάρκεια της κατοχής.
Οι Εβραίοι, πάλι, ανταπέδιδαν την αδιαφορία με αδιαφορία ή με ψεύτικα χαμόγελα και ψευτοπεριποιήσεις, καθώς και διφορούμενες διπλωματικές φράσεις, που έμειναν θρυλικές. Και πιθανώς με ανέκδοτα, που ακόμα δεν ξεθάρρεψαν να μας τα πούνε.
Πάντως, όσο κι αν η Θεσσαλονίκη είχε παντού Εβραίους, το κάτω τμήμα της, αυτό ιδίως το δυτικό, είχε τους πιο πολλούς, είτε ως υπαλλήλους είτε ως καταστηματάρχες είτε και ως οικογένειες. Ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα τους γνώρισα καλύτερα και μέσα σ’ αυτό τους θυμάμαι.
Από το 1941 κατοικούσαμε στο ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού, που είχε στην αρχή αριθμό 8 και μετά 14. Η οδός Ιουστινιανού είναι αυτή που αρχίζει απέναντι από την Αχειροποίητο και, διακοπτόμενη από την πλατεία Δικαστηρίων, φτάνει μέχρι το λεγόμενο «Καραβάν-Σαράι». Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα βιβλία, ονομαζόταν «Παλαιά Οβριακή», πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι εκεί κατοικούσαν παλαιοί Εβραίοι, αρχαίοι, ή βρισκόταν εκεί η παλαιότερη συνοικία των Εβραίων.
Και το 1941 κατοικούσαν στην «Παλιά Οβριακή» πολλοί Εβραίοι, που αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι. Καταστηματάρχες ίσως οι περισσότεροι, μικρών και μεσαίων καταστημάτων. Ζούσαν, όπως είπαμε, πολύ περιορισμένοι μέσα στα σπίτια τους, πολύ αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και απέφευγαν τις σχέσεις μαζί μας.
Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες είχαν μαζευτεί, όπως μάθαμε, σχεδόν μαζί με μας στην Παλιά Οβριακή. Μετακινήθηκαν από τις μεμονωμένες κατοικίες τους και έπιασαν σπίτια στο κέντρο, που προηγουμένως όλοι το απόφευγαν, γιατί βομβαρδιζόταν συχνότερα. Αυτό το έκαναν γιατί προφανώς πίστευαν ότι στο κέντρο της πόλης, στη βιτρίνα της, θα ήταν πιο προφυλαγμένοι από τις αυθαιρεσίες ενός κατακτητή, που δεν έκρυβε το μίσος του γι’ αυτούς.
Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. Είχαν έρθει λίγο πριν από μας. Ήταν δύο ζευγάρια και είχαν τρία παιδιά.
Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με πρέκνες στο πρόσωπο δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ, ένα παλικαράκι δεκαεφτά με δεκαοχτώ και ένα μικρό αγόρι τρία με τέσσερα χρονώ, που το έλεγαν Ίνο. Τα δυο μεγάλα πήγαιναν σε κάποιο σχολείο, αλλά μάλλον σε κάποιο ξένο, στο γαλλικό ίσως. Δε θυμάμαι ονόματα άλλα, παρά μόνον ένα επίθετο. Ο ένας τους ελέγετο «Σιντώ». «Μαντάμ Σιντώ», λέγαμε τη μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή νοικοκυρά μας, Ασημώ Κορμπάνογλου, από τα μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και με τις φοβερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά ελάχιστα γνωριστεί. Άλλωστε, εγώ ήμουν μικρό παιδί και δεν μπορούσα να αναπτύξω μόνος μου σχέσεις. Μια φορά πήγα μαζί με τον κύριο Σιντώ για κάποια δουλειά στο μαγαζί του, που βρισκόταν πίσω από την αγορά Μοδιάνο, στην Κομνηνών. Δεν ξέρω τι μαγαζί ήταν, γιατί, όπως όλα τα μαγαζιά της εποχής, δεν είχε εμπορεύματα.
Κάτω από το σπίτι της Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ό πατέρας με τα δυο του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους. Δεν ξέρω πού κατοικούσαν οι Αζούς, αλλά τον περισσότερο χρόνο βρίσκονταν στο μαγαζί ή στο πεζοδρόμιο, έξω από το μαγαζί τους. Άλλωστε, και οι άλλοι μαγαζάτορες συνήθως στο πεζοδρόμιο βρίσκονταν, καθώς το τμήμα αυτό της Ιουστινιανού είχε — και έχει — πολλά καταστήματα επίπλων, που τα έβγαζαν από το πρωί στο πεζοδρόμιο. Έπιπλα, παρ’ όλη την πείνα, πουλιόντουσαν και τότε. Τα αγόραζαν, κυρίως, οι μαυραγορίτες, οι Γερμανοί και οι χωρικοί. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά ανήκαν σε Εβραίους.
Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά το μάζεμά τους, τα σπίτια αυτά ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα.
Το τμήμα τής Ιουστινιανού από τη Χαλκέων ως τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ’ αυτό οδό Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του — Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου — ελέγχεις όλη τη γειτονιά. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και αποφάσισαν να κινήσουν το διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης.
Είναι γνωστή, ή μάλλον αρκετά γνωστή, η διαδικασία, που τηρήθηκε για να επιτευχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αναταραχή, το μάντρωμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα και τα εγκλήματα που γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ• υπήρχαν προβλήματα για την τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό, την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, τη μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο, τη μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ’ οδόν, τη διαλογή, την κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά όλων. Αυτά‚ έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια. Και λύθηκαν, πράγματι, κατά ιδανικό τρόπο.
Πρώτα πρώτα, από την αρχή της κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Τα χαρτόνια αυτά τα έβαζαν στο τζάμι τής βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι...
Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία Ελευθερίας — τι ειρωνική σύμπτωση! — οι Εβραίοι έπαθαν από τούς Γερμανούς μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι τού σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδυνεύαν. Και αυτό δε σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας και πάλι δεν έβγαζαν άχνα. Νόμιζαν ίσως πως με την άκρα υπομονή και ταπείνωση θα κατόρθωναν να κάμψουν τον παράφρονα διώκτη τους.
Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από πολύ μακριά. Ο συμμαθητής μας – στο Γ’ Γυμνάσιο αρρένων – Μπεραχιάς ήρθε στο σχολείο φορώντας το άστρο του. Τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, είδαν το πράγμα από την εύθυμη πλευρά και άρχισαν να τον πειράζουν. Ήταν, άλλωστε, οι περισσότεροι παιδιά των πάνω συνοικιών της Θεσσαλονίκης, όπου είχε ελάχιστους Εβραίους, και ήταν ασυνήθιστοι στη θέα του άστρου. Εκτός αυτού ήταν παιδιά της εργατιάς, της φτωχολογιάς, κακομαθημένα, πεινασμένα, αρπακτικά, σκληρά παιδιά, με πολλή ζήλια μέσα τους προς την οικονομική άνεση. Ακόμη και εμένα με τυραννούσαν, γιατί ήμουν πιο συμμαζεμένος από αυτούς. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, ένας τους έκανε ένα χάρτινο σταυρό, πήρε ρετσίνι από τα πεύκα της αυλής, και κόλλησε το σταυρό στη ράχη του Μπεραχιά, στο παλτό του. Ο καημένος ο Μπεραχιάς, είχε κάτι το μη παιδικό απάνω του, περπατούσε αργά με το άστρο μπροστά και το σταυρό στην πλάτη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι γινόταν καμιά καζούρα γύρω του. Ήταν ένα κακόγουστο αστείο, που είναι ζήτημα αν ο ίδιος το κατάλαβε. Σε λίγες μέρες έπαψε να έρχεται σχολείο. Ήταν ένα παιδί ψηλό, σιωπηλό, αργοκίνητο και πάρα πολύ ήσυχο.
Ήμουν ίσως ο μόνος από τους συμμαθητές μου που κατοικούσα μέσα σε τόσους Εβραίους. Πήγαινα σ’ αυτό το σχολείο, γιατί όταν το είχα αρχίσει καθόμασταν στην περιφέρειά του. Όταν μετακομίσαμε, βρεθήκαμε στην περιφέρεια του Δ’ αρρένων, μα εγώ εξακολουθούσα να πηγαίνω στο Γ’. Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι’ αυτό και εγώ δε μιλούσα καθόλου για όσα έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δε γινόταν λόγος και δε μιλούσα. Και δε νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου.
Έτσι δεν είπα τίποτα, όταν κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απέξω ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Τα ονόματα ήταν πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν εγκατασταθεί – άθελά τους, βέβαια – και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται.
Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ – Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου – έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες – δικοί μας χωροφύλακες – που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
Οι υπόλοιποι, εμείς, μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε, πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δε βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση.
Στο σπίτι μου σιγοκουβεντιάζουν ότι θα τους πάρουν, θα τους «σηκώσουν», όπου να ’ναι, οι Γερμανοί τους Εβραίους. Τους λυπόμασταν, βέβαια, πάρα πολύ, αλλά δε βάζαμε με το νου μας το κακό, που σε λίγο έγινε. Ούτε και οι Εβραίοι – αυτοί του σπιτιού μας, τουλάχιστον – έβαζαν τέτοια συμφορά με το νου τους. Η μαντάμ Σιντώ παραπονιόταν στη μητέρα μου ότι εκεί στην Κρακοβία, όπου θα τους πάνε, κάνει πολύ κρύο και οι εκεί Εβραίοι μιλούν άλλη γλώσσα. Έτσι δε θα μπορούν να συνεννοηθούν. Εμένα με κυνηγούσε η μαντάμ Σιντώ για να μου δώσει μια μεγάλη πήλινη θερμάστρα, που την είχαν σε κάποια αποθήκη, Η αποθήκη βρισκόταν έξω από το γκέτο. Ήθελε απλώς να συνοδέψω το χαμάλη, που θα τον πλήρωνε αυτή. Εγώ με διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Λυπόμασταν να παίρνουμε πράγματα από τους καταδικασμένους ανθρώπους.
Κατά βάθος υποψιαζόμασταν ότι κάτι το πολύ σοβαρό συμβαίνει, κάτι το ανείπωτο. Και οι Εβραίοι, βέβαια, ανησυχούσαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έδειχναν. Τις νύχτες ακούγαμε πνιχτές ψαλμωδίες, προερχόμενες από το σκοτεινό διαμέρισμά τους. Καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι, μες στα σκοτεινά, και σιγοέψελναν. Κάποιες βραδιές, από τα γύρω σπίτια και ιδίως από την οδό Κλεισούρας, που έπεφτε πίσω μας και είχε πολλούς Εβραίους, ακούσαμε αργά τη νύχτα γέλια, τραγούδια και παλαμάκια. Παραξενευτήκαμε πάρα πολύ. Ποιοι ήταν αυτοί που γλεντούσαν; Την άλλη μέρα μάθαμε. Παντρεύονταν οι Εβραίοι αράδα. Ταχτοποιούσαν εκκρεμότητες, αποβλέποντας ασφαλώς και σε μια διαφορετική μεταχείριση, εφόσον θα ήταν παντρεμένοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τη σκληρότητα του διώκτη τους, τα σχέδιά του…
Απέναντί μας, στην αριστερή γωνία Ιουστινιανού και Σιατίστης, έμενε ένα αντρόγυνο, που η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει. Ήταν άνθρωποι συμπαθητικοί και μάλλον ευκατάστατοι. Αυτοί είχαν κάνει το εξής: Κατέβασαν ένα σχοινάκι από το μπαλκόνι τους ως κάτω στο κρεβατάδικο. Εκεί ανάμεσα στις τέντες και τους σπάγκους το λεπτό σχοινί δε διακρινόταν: Προφανώς συνδεόταν με κουδούνι ή καμπανάκι. Πρέπει να λάβαιναν κάποια μέτρα επάνω, στο σπίτι της λεχώνας, όταν χτυπούσε το καμπανάκι. Είναι το μόνο μέτρο άμυνας, που υπέπεσε στην αντίληψή μου, εν ταις ημέραις εκείναις. Αλλά τι να κάνει ένα καμπανάκι, μπροστά στη φοβερή γερμανική μηχανή του ολέθρου;
Θυμούμαι όμως κι ένα παιχνίδι νεαρών Εβραίων μέσα στο δρόμο. Πρέπει να ήταν μία ή δύο μέρες πριν από το μάζεμά τους και ίσως Κυριακή απόγευμα, γιατί τα μαγαζιά του δρόμου ήταν κλειστά. Είχαν ξεμυτίσει έξι εφτά παλικάρια, που ήθελαν, φαίνεται, κάπως να κινηθούν, να ξεδώσουν. Εγώ ήμουν στην εξώπορτα και τους έβλεπα από πολύ κοντά. Πρέπει να τους έβλεπαν από τις γωνίες και οι χωροφύλακες, και, βέβαια, απάνω από τα σπίτια εκατοντάδες μάτια. Φούσκωσαν, λοιπόν, ένα προφυλακτικό, το έκαναν σαν μπάλα και άρχισαν να ανταλλάσσουν πάσες με τα χέρια. Θυμούμαι που φώναζαν «Μπέμπα! Μπέμπα!», από τη μάρκα «Μπεμπέκα», που χρησιμοποιούνταν τότε πολύ. Αλλά με τον ισπανικό τρόπο προφοράς που έλεγαν το «μπέμπα» θαρρείς και βέλαζαν.
Βρισκόμαστε πια στην άνοιξη του 1943. Η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα έχει αλλάξει και μάλιστα εις βάρος του Άξονα. Άκρες μέσες, μαθαίνουμε τα νεότερα και στυλωνόμαστε. Αλλά και η εσωτερική κατάσταση έχει μεταβληθεί κάπως. Η Ελλάδα δεν είναι η παραλυμένη εκείνη χώρα του 1941, την επαύριο της ήττας. Έχει φουντώσει η αντίσταση στα βουνά, αλλά και μέσα στις πόλεις. Βέβαια, η Σαλονίκη δεν έχει πολύ κοντά της «δύσκολα» βουνά – δύσκολα για τους διώκτες. Και αυτό ήταν ακόμα μία ατυχία για τους Εβραίους της. Θα είχαν ξεφύγει προς αυτά αρκετοί. Από παντού δηλαδή μαυρίλα. Ιδιαίτερα άτυχοι αυτοί οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Αφού τράβηξαν τις μπόρες και τις μεγάλες πείνες και τις αλαζονείες του φαντασμένου κατακτητή, χάθηκαν απάνω στην ώρα που τα πράγματα είχαν πάρει για όλους τους άλλους – τους άλλους, εμάς, - να καλυτερεύουν.
Ώσπου ένα ξημέρωμα του Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στο δρόμο. «Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!» Είναι το αυτοκίνητο της προπαγάνδες, ένα μαύρο «Όπελ». Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε τους Γερμανούς των SS και εκείνους τους λεγόμενους «πεταλάδες» να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. «Τους παίρνουν τους Εβραίους!»
Ντυνόμαστε όπως όπως και κατεβαίνουμε από το πέμπτο πάτωμα στο δεύτερο, όπου επικρατούσε θρήνος και σύγχυση. Οι καινούργιοι Εβραίοι είχαν κιόλας κατεβεί και έτσι δεν τους είδαμε. Έμεναν οι δικοί μας, που βρίσκονται σε αλλοφροσύνη. Αλλοφροσύνη όχι τόσο απελπισίας, όσο ετοιμασίας. Να μην ξεχάσουν τίποτε από τα απαραίτητα, από όσα είχαν σκεφθεί. Τα βασικά τα έχουν, βέβαια, έτοιμα, από μέρες αμπαλαρισμένα, αλλά τρέχουν αλλόφρονες για τα ψιλοπράγματα. Η κυρία Σιντώ βράζει αυγό για τον Ίνο, θα είναι το τελευταίο του. Του το μπουκώνει, ενώ από την εξώπορτα κάτω έρχονται κτηνώδεις προσταγές. Οι πόρτες όλες ορθάνοιχτες, σύμφωνα με τη διαταγή. Όσοι κρυφοκοίταζαν από τα παράθυρα είδαν τις ίδιες στιγμές του Γερμανούς να τραβοκοπούν τους Εβραίους από τα σπίτια της οδού Σιατίστης και να τους σέρνουν στη φάλαγγα. Ιδίως είδαν γέρους και γριές, που τους τραβοκοπούσαν με τα νυχτικά. Στο δεύτερο πάτωμα έχουν κατεβεί και από τα άλλα πατώματα συγκάτοικοι, γυναίκες κυρίως. Φιλιούνται σταυρωτά με την κυρία Σιντώ. Μια δικιά μας σταυροκοπιέται και λέει δυνατά: «Μάρτυς μου ο Θεός, θα σας τα δώσω πίσω όλα». Φαίνεται της έχουν εμπιστευθεί πράγματα και μπορώ να πω ότι σωστά την έχουν διαλέξει.
Ένας ένας κατεβαίνουν οι Εβραίοι τη στριφογυριστή σκάλα, όπου εγώ ξύνοντας με ένα καρφί τη λαδομπογιά του τοίχου είχα γράψει με μεγάλα γράμματα ΕΠΟΝ. Ο πατέρας μου τότε κόντεψε να με δείρει. «Στο σπίτι σου μέσα το γράφεις;», μου φώναζε. Τελευταία κατεβαίνει η κυρία Σιντώ, κρατώντας τον Ίνο από το χέρι. Μισοκατεβαίνω και κοιτάζω κρυφά στην εξώπορτα. Στέκονται όλοι αραδιασμένοι στην πόρτα σαν να πρόκειται να βγουν φωτογραφία. Θα περάσει ο έλεγχος, θα δούνε αν είναι όλοι παρόντες και θα τους προσθέσουν στη γραμμή. Οι δικοί μας είναι εντάξει, όλοι παρόντες. «Καλά παιδιά». Η φάλαγγα σχηματίζεται στη Βενιζέλου.
Οι πόρτες του διαμερίσματος των Εβραίων μένουν ανοιχτές. Οι συγκάτοικες παίρνουν ό,τι μπορούν και, όπως αποδείχτηκε, καλά κάνουν. Παίρνουν κυρίως ρουχισμό και μικροπράγματα, που μπορούν να μεταφερθούν στα γρήγορα. Γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος. Οι Γερμανοί από μέρες έχουν διακηρύξει πως όποιος παίρνει τα υπάρχοντα των Εβραίων τον περιμένει – τι άλλο; - τον περιμένει θάνατος.
Εγώ ανεβαίνω και ετοιμάζομαι για το σχολείο. Ήμουν πολύ πειθαρχικός, αλλά και ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κόλαση. Καθώς ετοιμάζομαι βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες Εβραίων να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες, που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.
Τους δικούς μας Εβραίους δεν τους είδα που έφευγαν. Δε βόλευε το σπίτι κι ύστερα ήταν επικίνδυνο να κοιτάζεις από τόσο κοντά. Όταν βγήκα με την τσάντα μόλις τους είχαν πάρει, αλλά οι σκοποί χωροφύλακες ακόμα φύλαγαν στις εξόδους. Βγήκα από την έξοδο της Χαλκέων. «Πού πας;» μου είπε μαλακά ο χωροφύλακας, που φαινόταν ταραγμένος. «Σχολείο» του είπα και έκανα να του δείξω το πάσο, που είχα ως παιδί σιδηροδρομικού. «Πέρνα» μου είπε, προτού το δείξω. Κι έτσι πέρασα στην πλατεία Δικαστηρίων, που μόνο το κάτω μέρος της ήταν ελεύθερο. Το επάνω της, μέχρι το ύψος της Ιουστινιανού, ήταν μέγα γερμανικό στρατόπεδο οχημάτων, μηχανοκίνητων τανκς, αντιαεροπορικών και κάθε μηχανής πολέμου. Απορώ πως δεν μας έκαψαν τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Τότε, εκεί ανάμεσα στα πεύκα που περιβάλλουν την Παναγία Χαλκέων, παρατήρησα ομάδες γύφτων, αλλά όχι μόνο γύφτων, που αγνάντευαν με βουλιμία προς τη γειτονιά μας. Για την ώρα όμως δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί υπήρχαν οι σκοποί. Ήταν, βέβαια, ειδοποιημένοι και προφανώς κάπως έμπειροι από άλλα μαζέματα Εβραίων, σε άλλες γειτονιές, που είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες, αλλά εμείς δεν τα πήραμε είδηση. Ήξεραν πως η αυστηρή διαταγή των Γερμανών για τις εβραϊκές περιουσίες δεν ετηρείτο και τόσο, γι’ αυτό και ήταν έτοιμοι να ορμήξουν. Εγώ, φυσικά, δεν υποπτεύθηκα τέτοια πράγματα. Νόμισα πως είναι περίεργοι που κοιτάζουν.
Στο σχολείο, που βρισκόταν όπως είπα μακριά, κοντά στου Κεμάλ το σπίτι, δεν υπήρχε ιδιαίτερη συγκίνηση. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν ήξεραν καν ότι οι Γερμανοί μαζεύουν τους Εβραίους και σίγουρα κανένας τους δεν είχε δει αυτά που είδα εγώ πρωί πρωί. Σε λίγο κι εγώ ξεχάστηκα κι όταν άρχισε το μάθημα ξεχάστηκα ολότελα. Παιδί πράμα…
Το μεσημέρι γυρίζοντας άρχισα, μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας, να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή – γιάγμα. Άλλωστε, κάτι τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους.
Στο σπίτι μας η εξώπορτα διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτε μέσα. Σκουπίδια, βέβαια, άφθονα στο πάτωμα, στοίβες φλούδια από πασατέμπο, που φαίνεται ότι έτρωγαν οι Εβραίοι τις νύχτες της αναμονής, και σκισμένα βιβλία στο μπάνιο. Αυτά ήταν το μόνο πράγμα που με συγκίνησε. Στην κουζίνα τα πλακάκια του τζακιού ξηλωμένα, προφανώς για τον κρυμμένο «θησαυρό» και στη γωνιά του δωματίου ένα μονό κρεβάτι με σπασμένες μερικές σούστες. Στο κρεβάτι αυτό, που το ανεβάσαμε σε λίγο, κοιμόμουν ώσπου έγινα μεγάλος.
Το χειρότερο ίσως ήταν το εξής• τα τάγματα και τα συντάγματα των γύφτων δεν περιορίσθηκαν στο διαμέρισμα των Εβραίων, αλλά άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Έβγαλαν όλα τα παραθυρόφυλλα της σκάλας, ακόμα και τα καπάκια από τα κουδούνια. Χρόνια κάναμε να αποκαταστήσουμε τις ζημιές. Παγώσαμε, βραχήκαμε και γλιστρήσαμε από το χιόνι και τον πάγο άπειρες φορές σε κείνη την απροστάτευτη σκάλα. Οι δικοί μου με κόπο έσωσαν το διαμέρισμά μας από τη λεηλασία. Βγήκαν και στέκονταν στο κεφαλόσκαλο αρματωμένοι με ό,τι μπορούσαν. Πάλι καλοί ήταν εκείνοι οι γύφτοι, που δεν ήταν και όλοι γύφτοι. Γιατί αν ήταν ένας απ’ τους τωρινούς θα είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι.
Από ψηλά, από την πίσω μεριά του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού Κλεισούρας άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί μοίρασαν τα μαγαζιά σε διαφόρους τύπους, που ίσως μπορεί να φαντασθεί κανείς πώς τους διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη, τιμωρία τους.
Στην αρχή νομίζαμε πως τους Εβραίους τους φορτώνουν αμέσως στα τρένα. Ύστερα μάθαμε ότι τους στοιβάζουν στο σταθμό, στον πανάθλιο συνοικισμό του βαρόνου Χιρς, που τον είχαν περιφράξει με βαριά συρματοπλέγματα, από τα οποία μερικά σώζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Από κει τους παίρναν ομάδες ομάδες και τους στέλναν με εμπορικά κατάκλειστα τρένα προς τα πάνω. Άλλωστε, γρήγορα μάθαμε τα πράγματα από πρώτο χέρι.
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. Τα τρένα τότε σπανίως ήταν επιβατικά. Συνήθως ήταν στρατιωτικά, για το στρατό κατοχής. Σύνορα τότε στη βαλκανική δεν υπήρχαν. Ήταν παντού γερμανική στρατοκρατορία. Ιδίως με τη Σερβία ήμασταν ενωμένοι σιδηροδρομικώς. Τα ελληνικά τρένα δε σταματούσαν, όπως τώρα στην Ειδομένη. Αλλά, εάν χρειαζόταν, μέχρι Βελιγράδι ανέβαιναν. Έφευγε ο πατέρας μου και δεν ξέραμε πότε θα γυρίσει. Γυρνούσε ξαφνικά. Κατάκοπος καταλερωμένος με σαπισμένες τις κάλτσες στα πόδια του. Φοβερή κατάσταση.
Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις. «Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους» έλεγε. «Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματούμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν το Λάκη μας», είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ’ αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. «Οι Γερμανοί δεν μπορούν να περπατήσουν από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ». Ήταν κάτι άχρηστα ρολόγια, που δε δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.
Έκανε και άλλα τέτοια τρένα αργότερα με την ίδια πάντα σύγχυση. Μας μιλούσε με φρίκη για την κόλαση του στρατοπέδου του σταθμού. Οι Γερμανοί είχαν βάλει άγριο χέρι στις γυναίκες. Οι Εβραίοι του Σταθμού είχαν καταρρακωθεί. Η πείνα, η βρόμα, οι αρρώστιες, οι κτηνωδίες. Τώρα διαβάζουμε πως οι Εβραίοι της Ελλάδας έφταναν ιδιαίτερα αδυνατισμένοι και οδηγούνταν οι περισσότεροι κατευθείαν στους φούρνους…
Σε λίγες μέρες ήρθε στο σπίτι ένα ψηλός, ξερακιανός, μεγάλης κάπως ηλικίας, Γερμανός πολίτης, συνοδευόμενος από ένα διερμηνέα. Ζήτησε να του ανοίξουν το διαμέρισμα των Εβραίων. Μπήκε μέσα και άρχισε να μετράει δυνατά τα δωμάτια: ein, jwei, drei… «Γερμανός! Το διαμέρισμα των Εβραίων θα το επιτάξει Γερμανός! Θα έχουμε τώρα συγκάτοικο Γερμανό. Ποιος ξέρει τι διάβολος είναι…», λέγαμε.
Και πραγματικά αυτός το πήρε. Αλλά δεν ήταν Γερμανός. Ήταν ένας καράβλαχος από τη Δυτική Μακεδονία, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και τώρα τα ’χε καλά και περίκαλα με τους Γερμανούς. Τους έκαμνε τεχνικά έργα. Αυτός εγκαταστάθηκε για χρόνια εκεί. Και η αλήθεια είναι, ότι, εκτός από τις γεροπαραξενιές του, διόλου δε μας πείραξε. Δεν ήταν καταδότης. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθε το ΕΑΜ, τα χρειάστηκε. Άρχισε να μας γλυκομιλάει και να μας ξέρει. Εμείς ήμασταν οι προλετάριοι του μεγάρου και με μας ήθελε να τα έχει καλά. Αλλά τη γλίτωσε και τα επόμενα, δύστυχα και για μας, χρόνια δεν έμεινε θέση μεγάλη και τρανή που να μην την πάρει. Του είχαν εμπιστοσύνη απόλυτη. Φίλος των Γερμανών, βλέπεις…
Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δε γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο, πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά κι από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν. Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.
Έτσι, κανένα χρόνο μετά τον πόλεμο, και όταν όλα φαίνονταν μακρινά και κάπως ξεχασμένα, είδαμε μια μέρα το καφεκοπτήριο κάτω από το σπίτι μας ανοιχτό. Οι δυο νεαροί γιοι του Αζούς, οι παλαιστές ή πυγμάχοι, είχαν γυρίσει. Ο γερο-Αζούς όμως όχι. Χάθηκε κι αυτός στα μακρινά στρατόπεδα της παραφροσύνης.
Έγραψα εδώ, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για το διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς.
Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους εκείνους και για κανέναν άλλο…
Η «κατάθεση» αυτή του Γιώργου Ιωάννου βρίσκεται στο βιβλίο του «Η πρωτεύουσα των προσφύγων».
Η μόνη κληρονομιά
Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.
Μιλούσαν και για τους άντρες τους καμιά φορά, τους παππούδες μου, μ’ όλον εκείνον τον εξαγνισμό που φέρνουν τα πολλά τα χρόνια κι ο θάνατος. Αν δεν ήταν τα παιδιά τους, θα ’λεγε κανείς πως σχέση ερωτική δεν είχαν αυτές με τους αντράδες τους. Κι όμως κάποιες κιτρινισμένες και σπασμένες στις άκρες φωτογραφίες, μέσα στις φτωχικές μαύρες τσάντες τους, μαζί με τρίμματα από αντίδωρο, σταυρολούλουδα και πενηνταράκια για το δίσκο της εκκλησίας, έδειχναν κάτι παλίκαρους, που θα πρέπει να ’χαν ξεσηκώσει στον καιρό τους ακατανίκητα πάθη και να ’χαν αποδώσει πολύ ερωτικά.
Τους παππούδες μου δεν τους πρόλαβα εγώ. Ούτε με χάρηκαν ούτε κι ένιωσα ποτέ μου την ανάγκη να τους κλάψω. Είχαν πεθάνει κι οι δυο τους, αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Και θάνατος που δεν τον έζησες, δε σε πονάει. Μου δώσαν τ’ όνομα του ενός, αποκλείεται όμως να πήρα και τις χάρες. και δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν το τίμησα ως τώρα, όπως πρέπει. Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω. Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος φίλος σπλαχνικός, που να μ’ αγάπησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω, και βάλει στο αγοράκι του τ’ όνομά μου, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή την ταλαιπωρημένη όσο κι αστεία ύπαρξή μου. Αλλά ποιος θα θελήσει να διακινδυνέψει τόσο πολύ για μένα;
Θέλω να πω πως για να σε πουν παππού, πρέπει να σε πουν πρώτα πατέρα. Κι όταν δεν έχει γίνει το δεύτερο, και τα χρόνια έχουν κάπως περάσει, αποκλείεται φυσικά ν’ ακούσεις το πρώτο. Δεν είναι όμως ούτε και τότε τα πράγματα σίγουρα. Πολλοί είναι οι πατεράδες, που δεν προφταίνουν ν’ ακούσουν τη λέξη «παππού», κι όχι λίγοι εκείνοι, που δεν ακούν ούτε τη λέξη «πατέρα» – πεθαίνουν προτού γεννηθεί το παιδί τους. Αφήνω πια εκείνους, τους πάμπολλους, που τα παιδιά τους δεν παντρεύονται ή αποδεικνύονται στείρα. Οι δικοί μου πήγαν ίσως με το παράπονο πως πεθαίνουν νέοι και δεν πρόλαβαν. Μα κι αν ζούσαν, δεν επρόκειτο ν’ ακούσουν τίποτε παραπάνω. Ο θάνατος σώζει από πολλές πίκρες.
Απ’ όσο ξέρω, ένας προπάππος μου πέθανε από καλαγκάθι, από κακό σπυρί. Γυρνώντας ξαφνικά απ’ τα πρόβατα κατακόκκινος απ’ τον πυρετό, έπεσε στο στρώμα. Φώναξε τη νύφη του να τον κοιτάξει στην πλάτη. Η γιαγιά μου ταράχτηκε βλέποντας στη λεβέντικη πλάτη το κακό σπυρί, που το γνώριζε κι από άλλες συμφορές, δεν είπε όμως λέξη. Έτρεξε, πήρε σκόρδο, το ’κοψε κόντρα στα δυο κι έτριψε μ’ αυτό, όσο μπορούσε πιο δυνατά, το αγριεμένο σπυρί για να το κάψει. Δεν κατάφερε όμως τίποτε. Ως το πρωί ο άνθρωπος τέλειωσε κατάμαυρος απ’ τη μόλυνση.
Για τον άλλο προπάππο μου τα κουρελάκια της μνήμης μου είναι ακόμα πιο φτωχικά. Πήγε, πάντως, κι αυτός πολύ νέος. «Τον πόνεσε ξαφνικά η κοιλιά του», είπαν. Του έβαλαν κομπρέσες, σπιρτόπανα, του έδωσαν άφθονα ζεστά να πιει, μα εκείνος σε λιγάκι πέθανε κουλουριασμένος απ’ τους πόνους. Ένας θεός ξέρει τι ακριβώς είχε. Τώρα πια κάθε διάγνωση είναι μάταιη.
Αυτοί τουλάχιστο πέθαναν στις πατρίδες τους, έγιναν ένα με το χώμα των προγόνων τους. Μα, για τα παιδιά τους, τους παππούδες μου, τι να πει κανείς, που πέθαναν ακόμα πιο νέοι και μάλιστα στην προσφυγιά; Ο ένας πέθανε γρήγορα γρήγορα, στο δρόμο της προσφυγιάς, προτού μπορέσει να εγκαταστήσει κάπου τη φαμελιά του, από τις κακοπάθειες μα κι απ’ το μαράζι. Δεν άντεξε στον ξεριζωμό και στην κλοτσοπατινάδα της αλλοσούσουμης κοινωνίας με την οποία ξαφνικά έμπλεξαν. Είχε πουλήσει όσο όσο τα πρόβατα, κτήματα και σπίτια στην Τουρκία κι έφυγε οικογενειακώς για να ησυχάσουν απ’ τις καθημερινές λαχτάρες. Οι άνθρωποι του γκουβέρνου τους πήγαν πρώτα στο Δεδέαγατς, τους έριξαν σε κάτι σιταποθήκες και τους παράτησαν. Οι ξενηστικωμένοι εκείνοι Ελλαδίτες ήταν αδύνατο να φανταστούν με τι ξεπεσμένους αρχοντάδες είχαν να κάνουν. Αυτοί έβλεπαν μονάχα τα τουρκομερίτικα ρούχα και μουρμούριζαν. Οι δικοί μας είδαν κι απόειδαν, ναύλωσαν ένα καΐκι, φόρτωσαν τα πράγματα και φύγανε για τη Σαμοθράκη. Στο ταξίδι έκανε ένα καιρό τρομαχτικό. Τέτοιο στράψιμο και τέτοιο μπουμπουνητό δεν είχε ξαναδεί αυτός κι ας ήταν χρόνια τσέλιγκας. Το καΐκι ήταν μικρό, αμπάρι δεν είχε. Σκέπασε παιδιά και γυναίκα με την κάπα του κι αυτός απόμεινε να τον δέρνει η βροχή και το χαλάζι. Στην πατρίδα, όταν ο κατακλυσμός τον έβρισκε μακριά από τη στάνη, έστρωνε την κάπα σε πουρνάρια χαμηλά, πλάγιαζε απάνω και σκεπαζόταν με την άλλη μισή. Έτσι ούτε φόβο να τον πάρει το νερό είχε ούτε να τον κάψει αστραπή. Εδώ όμως τι να κάνει, είχε και τα παιδιά. Η Σαμοθράκη έρημος τόπος, άγονος, καλός για αγριοκάτσικα. Πού μπορούσαν αυτοί να κάνουν, που είχαν έρθει απ’ τον παράδεισο. Άρχισαν τότε να καταλαβαίνουν για καλά, τι είχαν πάθει. Ο Τούρκος δεν ήταν το μόνο θεριό. Σαν καταλάγιασε ο αέρας, με το ίδιο αυτό καΐκι τράβηξαν για την Καβάλα. Ταχτοποιήθηκαν εκεί κάπως ανθρωπινότερα. Μα, δουλειά πουθενά. Άλλωστε, τι δουλειά μπορούσε να κάνει; Όσο έβλεπε τις μπαγκανότες να σώνονται απ’ το πουγκί, σώνονταν η ψυχή του. Πήγαινε απ’ τον καφενέ στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στον καφενέ. «Δεν είναι ζωή αυτή, γυναίκα». Το τελευταίο Πάσχα έσφαξαν για τ’ αντέτι αρνί. Πού εκείνα τα γεροδεμένα αρνιά με τις παχιές ουρές, που είχαν στην πατρίδα. Ωστόσο κοίταξε ανόρεχτα την πλάτη του αρνιού για να προμαντέψει. Μόλις την εξέτασε στο φως, μουρμούρισε κατακίτρινος: «Πολλά έχεις ακόμα να τραβήξεις, γυναίκα». Και κατέβασε απελπισμένα μια κούπα με κρασί. Με αυτή τη φράση έκλεινε αργότερα τις διηγήσεις της η γιαγιά μου, όταν εξιστορούσε τα πάθια της. «Πολλές αμαρτίες είχα», έλεγε ταπεινά. Σαν να μην έφτανε ο ξεριζωμός, οι φιάκες που κυβερνούσαν το ρωμέικο, παράδωσαν την ανατολική μεριά της Μακεδονίας στους Γερμανοβουργάρους. Η πείνα απλώθηκε πέρα για πέρα. Το καλαμποκίσιο αλεύρι, αλεσμένο μάλιστα στο χερόμυλο, πήγε μια χρυσή λίρα το κιλό. Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να ’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης. Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια. Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη, έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της την εξαθλίωση. Σαν πέθανε, δεν ξέραμε τι ηλικία να βάλουμε στο μνήμα της, δεν είχε ποτέ της κανένα χαρτί, ούτε ήξερε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Στην Τουρκιά δεν τους γράφαν σε κανένα τεφτέρι. Θυμηθήκαμε πως μας έλεγε ότι την είχε βαφτίσει ένας Ρώσος αξιωματικός, γι’ αυτό άλλωστε την έλεγαν και Μόσχα. Εμείς, βέβαια, τα εγγόνια της, πάντοτε Μόσχω τη δηλώναμε. Ανοίξαμε βιβλία για να δούμε πότε έγινε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τότε που το ξανθό γένος είχε κατεβεί μέχρι τα πρόθυρα της Βασιλεύουσας. Βγήκε ένα μεγάλο νούμερο, μα αυτό θα ’ταν η αλήθεια. «Τα χρόνια της να ’χουμε», είπαμε γελαστά. Πεθαίνοντας, θυμάμαι, τραγουδούσε σπασμένα: «Ο κυρ-Βοριάς παράγγειλε σε όλα τα καράβια…». Είχαμε ανοίξει τα παράθυρα γιατί ήθελε αέρα κι έβλεπε τις άσπρες κουρτίνες που πετούσανε μες στο δωμάτιο. Όχι· αυτά τα κόκαλα ήταν για άλλα χώματα, πιο δικά μας.
Ο δεύτερος παππούς πέθανε λίγο αργότερα απ’ τον πρώτο. Δε συνδέονταν, βέβαια, ακόμα μεταξύ τους. Αυτό συνέβη μετά θάνατο. Με χίλια βάσανα είχε καταφέρει ν’ ανοίξει γιαουρτσίδικο στη Σαλονίκη, που γρήγορα έγινε ξακουστό μια κι έφκιανε γιαούρτι καλό, θρακιώτικο. Όσο να πει όμως «Δόξα τω Θεώ», έγινε η μεγάλη πυρκαγιά του δεκαεφτά και στάχτη το γιαουρτσίδικο. Ευτυχώς, καθώς η φωτιά ήταν ακόμα μακριά, αυτός πήγε κι έσωσε τα σύνεργά του. Άρχισε να πουλάει γιαούρτι στο δρόμο. Έβγαζε τις τσανάκες σε μια γωνιά κι έτρεχε η γειτονιά με τα πιάτα να πάρει. Καμιά φορά, όταν τον έπιανε το παράπονο, πήγαινε στο ρημαγμένο μαγαζί και κάτω απ’ τη μισοκαμένη ταμπέλα πουλούσε γιαούρτι στους λιγοστούς ανθρώπους εκείνης της γειτονιάς. Αυτουνού το όνομα έχω εγώ σαν πρωτότοκος. Ήταν πολύ ωραίος αυτός και με τα σημερινά κριτήρια ωραίος. Ένας τρυφερός ταύρος. Από κείνους που δεν πιστεύεις πως θα πεθάνουνε ποτέ. Κι όμως, αφότου έγινε η πυρκαγιά, τον πήρε το μαράζι και στο τέλος τον ξεκούνησε. Ούτε κι αυτουνού το τέλος γνωρίζω καλά. Κάτι τέτοιες περιγραφές πολύ αποφεύγονται στο σπίτι. Αυτοί που τα είδαν, τα κρατάνε για τον εαυτό τους. Χρειάζεται όμως να τα παλεύουν συχνά τις μαύρες νύχτες.
Η γυναίκα του, η άλλη γιαγιά μου, έζησε τουλάχιστο σαράντα χρόνια ακόμα κι όταν έσβησε, κι εκείνο από αμέλεια δική της, τα τέσσερα αγόρια της είχαν προ πολλού πεθάνει. Δεν το ήξερε όμως αυτό, της το είχαμε κρύψει, από αγάπη, για να μην της κάψουμε την καρδιά. Εκείνη ήξερε μόνο για τους δυο πρώτους. Κι όχι πως ήταν καμιά αδύναμη γυναικούλα, κάθε άλλο. Για τα μάτια αυτηνής της νταρντάνας είχε γίνει το φονικό στην πατρίδα. Ο παππούς είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο, που τη γυρόφερνε άσχημα. Αυτό ήταν, άλλωστε, η αιτία που έφυγαν άρον άρον αποκεί. Μια φορά το συζητήσαμε αυτό, όταν είχαν αρχίσει αλλεπάλληλα χτυπήματα στην οικογένεια. Πάντως, ετούτη η γιαγιά όταν χήρεψε, αντιμετώπισε την κατάσταση πολύ καλύτερα απ’ την άλλη. Στη Σαλονίκη, άλλωστε, ήταν οι Αγγλογάλλοι, δεν υπήρχε αποκλεισμός, έπεφτε χρήμα. Οπωσδήποτε όμως θα ’ταν δύσκολα και γι’ αυτούς τα πράγματα, αν δεν είχαν διασωθεί πάνω στη φευγάλα, μέσα στα πλούσια στήθια της γιαγιάς, τα κοσμήματα της προγιαγιάς, εκείνης που ο άντρας είχε πεθάνει πρόωρα από κοιλόπονο. Της τα είχε χαρίσει ένας πασάς, όταν για ένα διάστημα την είχε κάνει ευνοουμένη του. Ομολογώ πως δεν εξέτασα, αν αυτό με τον πασά έγινε πριν ή μετά τη χηρεία της. Ούτε άλλωστε και με πολυνοιάζει.
Απ’ τα παιδιά της γιαγιάς μου πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος, γύρω στα πενήντα του. Πήγε από φυματίωση, μα έπινε κιόλας πολύ, μη ακούοντας ούτε τους συγγενείς ούτε τους ξένους. Δεν πήγα στο νοσοκομείο ούτε στην κηδεία. Ήμουν μικρός και ήθελαν να με προφυλάξουν από τα μικρόβια. Οι μεγάλοι φαντάζονται πάντοτε πολύ τρυφερά και αγνά τα παιδικά σπλάχνα. Κι όμως ο μακαρίτης μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα κι από νωρίς φρόντιζε να με εμποτίσει με τις ιδέες του. Εγώ τον άκουγα με προσοχή κι αυτό τον γέμιζε ενθουσιασμό. Λίγο πριν το θάνατό του με είχε πάρει στην υποδοχή του βασιλιά, όταν ο τελευταίος αυτός είχε γυρίσει ύστερα από το σκάρτο εκείνο δημοψήφισμα. Ο θείος αυτός ήταν ο μόνος βασιλόφρονας στην οικογένεια και εκτός αυτού καθαρευουσιάνος. Ως τις τελευταίες στιγμές του δεν εννοούσε να παρατήσει την καθαρεύουσα, που την είχε μάθει στο δημοτικό. «Ζωμόν εξ όρνιθος» ζητούσε στο παραμιλητό του. Τρομάξαμε να καταλάβουμε τι μήνυμα θέλει να μας αφήσει. Αλλά και στην υποδοχή εκείνη ούτε είδα ούτε κατάλαβα τίποτα. Το μόνο που μου έμεινε στη μνήμη από τις ιστορικές εκείνες στιγμές ήταν τα καλοταϊσμένα άλογα του ιππικού, που ανασηκώνοντας λιγάκι τις ουρές τους αμολούσαν κάτι ξεγυρισμένες κοπριές ακόμα και μπροστά στους επισήμους. Γυμνασμένοι οδοκαθαριστές με σκούπες και φαράσια έτρεχαν σκυφτοί και μάζευαν τις κοπριές με βιασύνη. Με τα κατουρήματα όμως δεν υπήρχε τρόπος να γίνει τίποτε. Ο θείος, βέβαια, δεν έβλεπε τις καβαλίνες, αυτός κοίταζε ψηλά, ενθουσιασμένος που είχε επιστρέψει το ίνδαλμά του.
Κάποτε, όταν συζητούσανε ζωηρά τ’ αδέρφια για τα κομματικά, άκουσα απ’ τον μεγάλο θείο μια φράση που μου έμεινε. «Οι τελευταίοι δικοί μας βασιλιάδες ήταν ο Σεύθης κι ο Σιτάλκης», έλεγε γελώντας τρανταχτά. Ενώ ο πατέρας μου, που υποκύπτοντας στις πιέσεις του δεύτερου είχε κρυφοψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα, επαναλάβαινε συνεχώς για να ικανοποιήσει και τον πρώτο: «Ωχ, τι έχουμε να πληρώσουμε τώρα σε πρίγκιπες και πριγκιπόπουλα, τι έχουμε να πληρώσουμε!» Αργότερα διαβάζοντας τον Ξενοφώντα, που ο Σεύθης ήθελε να τον κάνει γαμπρό και να του δώσει για προίκα τον τόπο μας, πολύ σταμάτησα στη φράση: «Κλέαρχος επολέμει τοις Θραξί τοις υπέρ Ελλήσποντον οικούσι και ωφέλει τους Έλληνας…» Θαρρούσα πως άκουγα τις ιαχές των προγόνων μου. Ο καημένος ο μεγάλος θείος, σε πολλά είχε δίκαιο.
Αυτός ο θείος πέθανε πριν απ’ τον πόλεμο και μάλιστα σε κάποιο ξερονήσι. Δεν ήξερα και πολλά γι’ αυτόν, τον κρατούσαν επίμονα κάπως μακριά απ’ το σπίτι, ώσπου μια μέρα, καθώς πήγαινα σχολείο, τον είδα λίγο πιο κει από τον Άγιο Δημήτρη, στο σταυροδρόμι, αλλαγμένο και νευρικό, να μοιράζει βιαστικά κάτι χαρτιά, μαζί με μια σβέλτη γυναίκα, στους εργάτες που κατέβαιναν κατά μάζες από τις πάνω συνοικίες για τις δουλειές τους. Οι εργάτες, κάνοντας τον αδιάφορο, έπαιρναν τις προκηρύξεις και τις έβαζαν αμέσως στις τσέπες τους. «Θείε, θείε», του φώναξα, μα δε με κοίταξε καθαρά, έκανε μόνο μια χειρονομία σαν να μ’ έλεγε να απομακρυνθώ αμέσως. Στάθηκα και τον καμάρωνα μέσα στο πρωινό φως, που ήταν ακόμα χρυσότερο απ’ τη σκόνη που σήκωνε με τα γρήγορα πόδια της η αμίλητη εργατιά, ώσπου ξαφνικά τον έχασα απ’ τα μάτια μου, καθώς και τη γυναίκα. Από ένστικτο δεν είπα τίποτε ούτε στο σπίτι ούτε σε άλλον κανένα.
Τον είδα για τελευταία φορά, όταν με τις χειροπέδες τον πέρασαν ξαφνικά απ’ το σπίτι μας. Ήταν λίγο μετά τις μεγάλες απεργίες, τότε που σκοτώθηκαν πολλοί. Ο θείος είχε πρωτοστατήσει, είχε γίνει παρανάλωμα, στο τέλος κλείστηκε μαζί με άλλους μέσα στο καπνομάγαζο. Όταν αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ήταν στημένοι διάφοροι ειδικοί στην εξώπορτα. «Εσύ φύγε, εσύ φύγε», λέγανε, καθώς οι εργάτες έβγαιναν ένας ένας. «Εσύ έλα δω» είπαν στο θείο και τον μπαγλάρωσαν. Πάλι καλά που δε σκοτώθηκε τότε. Θυμάμαι τους τάφους φορτωμένους μαγιάτικα τριαντάφυλλα, απ’ αυτά που κάμναμε γλυκό. Κρυφά απ’ τα σπίτια μας πήγαμε μια παρέα παιδιά στο νεκροταφείο λίγη ώρα μετά τις ομαδικές κηδείες. Στεφάνια άπειρα, χειροποίητα, με τριαντάφυλλα, ζαμπάκια, παπαρούνες, σκυλάκια και κατιφέδες ήταν κρεμασμένα ή ακουμπισμένα στα δέντρα. Όλα τους είχαν συγκινητικές επιγραφές με δοξολογίες ή κατάρες. Κανένας δε μας εμπόδισε να πλησιάσουμε τους τάφους, επικρατούσε σύγχυση.
Στοίβες από πέταλα λουλουδιών ήταν ανακατεμένα με το φρέσκο χώμα. Τα τσαλαπατημένα λουλούδια μύριζαν δυνατά. Μέσα απ’ τα δέντρα, απ’ τη μεριά του τμήματος των απόρων, έφτανε μισοσβησμένο το πένθιμο εμβατήριο. Μη ξέροντας τότε τι να κάνω και τι να προσφέρω, έγειρα το σταμνί και πότισα ορισμένους τάφους με «αθάνατο νερό», που το είχα πάρει λίγο πρωτύτερα απ’ την ομώνυμη κοντινή πηγή στη Βαγγελίστρα. Αυτή τη δικαιολογία, άλλωστε, είχα χρησιμοποιήσει για να μ’ αφήσουν να βγω έξω εκείνη την κρίσιμη ώρα. Το σταμνί, που βεβαίως το ξαναγέμισα, μου φάνηκε ιδιαίτερα βαρύ ώσπου να το πάω σπίτι. Απ’ το αθάνατο αυτό νερό εγώ δεν έπινα, έπινε κάποιος άλλος, που δεν έκανε να πίνει απ’ το νερό της βρύσης. Ακόμα και σήμερα, καθώς βαδίζω αφηρημένος με τη βαριά σαν τη μνήμη μου τσάντα, συχνά κυριεύομαι απ’ την ιδέα, πως κουβαλώ όχι την τσάντα, μα το σταμνί εκείνο με το αθάνατο νερό, απ’ το οποίο εγώ ποτέ μου δεν ήπια.
Την εποχή εκείνη τους κρατούμενους, όταν τους μετάφερναν, δεν τους πήγαιναν με αυτοκίνητο αλλά με τα πόδια. Κι επειδή ακριβώς τους πήγαιναν περπατώντας, γι’ αυτό τους φορούσαν πάντοτε χειροπέδες, έστω κι αν ήταν χρεοφειλέτες απλοί. Αν τύχαινε να βρίσκεσαι στον τόπο σου, σε αναγνώριζε κόσμος και κοσμάκης και ύστερα είχε να το λέει. Αν ο χωροφύλακας ήταν μαλακός και είχε μόνο εσένα, μπορούσες να πιάσεις με τους γνωστούς σου και κουβέντα ακόμα. Έτσι κι ο δικός μας άνθρωπος, έπεισε το χωροφύλακα να περάσουν ένα λεπτό από το σπίτι. Μέναμε τότε σε ισόγειο κι είχαμε εκείνη την ώρα επισκέπτες, κάτι γνωστές μας κυρίες. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε από δυο ενωμένα χέρια η κουρτίνα, κι όλοι είδαμε στο ανοιχτό παράθυρο το θείο να μας φωνάζει γελαστά: «Γεια σας, με μεταφέρουν αλλού». Και προτού προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε οτιδήποτε, η κουρτίνα έπεσε και μείναμε αποσβολωμένοι. Ασφαλώς θα ’φυγε γιατί είδε τον ξένο κόσμο. Εντούτοις σκάνδαλο μέγα δημιουργήθηκε, καθώς οι σουσουράδες εκείνες αποδείχτηκαν κορακοζώητες. Τα κόκαλα του ανθρώπου προ πολλού έχουν λιώσει, και τα κόκαλα των αντράδων τους έχουν λιώσει, ακόμα και των παιδιών τους, μα αυτές όταν συνάζονται την ορισμένη μέρα τους, εξακολουθούν να λένε: «Ακούς εκεί, ο αναρχικός, ο τεμπέλαρος!» Περιττό να πω πως ο μνημονευόμενος πέθανε σε λίγο από κάτι το στηθικό, πνευμονία ίσως. Έτσι μας είπαν. Δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια κι έτσι ο σχετικός φάκελος μπήκε στο αρχείο.
Ο τρίτος γιος πέθανε σ’ ένα τρελάδικο του Παναμά, όπου είχε μεταναστεύσει προτού εγώ γεννηθώ. Δούλευε σαν εργάτης ή επιστάτης εκεί στη διώρυγα – δεν ήταν ξεκάθαρος στα γράμματά του. Στον Παναμά φαίνεται ότι γινόταν κακό, όλη η άφρα της οικουμένης ήταν μαζεμένη. Γεγονός, πάντως, είναι πως μας έγραψε ότι θα στείλει λεφτά να πάρουμε ένα μεγάλο σπίτι για όλη την οικογένεια, μα ξαφνικά έπαψε ν’ απαντάει. Το γράμμα εκείνο ακόμα το ’χουμε και απορώ πώς δε το κάναμε κορνίζα. Μαζί με τη χαρά, μας είχε δημιουργήσει κάποια οικογενειακή αναταραχή, γιατί ο ξενιτεμένος, καθώς είχε ξεχάσει ή αγνοούσε μερικά θέματα, έθετε σαν όρο να συγκατοικούν στο σπίτι όλοι οι συγγενείς μαζί. Ίσως όμως να ήθελε να τους συμφιλιώσει. Και φαίνεται ότι τότε έλαβε μερικά γράμματα, κρυφά σταλμένα από ορισμένους, που φοβούνταν πως τελικά θα μείνουν έξω απ’ τον πύργο αυτό της Βαβέλ. Πάντως το γράμμα του είναι η μόνη απόδειξη πως πλησιάσαμε κι εμείς κάποτε τ’ όνειρό μας να ριζώσουμε στους νέους τόπους. Καθώς μάθαμε αργότερα, την εποχή εκείνη περίπου έβαλαν τον δόλιο το θείο στο τρελοκομείο, όπου και πέθανε. Τον έθαψαν στον Παναμά, στα χώματα της διώρυγας. Ήταν πολύ όμορφος και τον κυνηγούσαν ιδιαίτερα οι γυναίκες. Εδώ, πιστεύω, πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της τρέλας, της ερημιάς και του θανάτου του.
Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα. Και ήταν απ’ όλα τ’ αδέρφια ο πιο καλά χρονολογημένος. Είχε γεννηθεί τότε που έγινε στην Τουρκία το «Χουριέτ». Ο κόσμος έξω αγκαλιασμένος τραγουδούσε «Γιασασίν Χουριέτ…» κι αυτός αγωνιζόταν να βγει στο φως: «Γουρλίδικο παιδί», είπαν όλοι.
Τα παιδιά της γιαγιάς μου, λοιπόν, ακολουθώντας τους παππούδες και τον μπαμπά τους, πήγαν όλα από φυσικό θάνατο, με μια εξαίρεση ίσως. Και όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα. Ως τα πενήντα τους ήταν όλοι μια χαρά, από γιατρούς δεν ήξεραν. Μόλις όμως καβατζάρανε τον μισό αιώνα, άρχιζε ραγδαία η φθορά. Αν μερικοί τουλάχιστο είχαν πάει από βίαιο θάνατο, θα μου έμενε κάποιο περιθώριο να πιστεύω πως είχαν πολλή ζωή ακόμα μέσα τους, μα βγήκε εκείνο το καταραμένο δυστύχημα, η δολοφονία, ο ξυλοδαρμός, τα βασανιστήρια, και τους την έκοψε απότομα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σαφή· όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα.
Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα. Κληρονομιές δεν είχαμε για να μαλώνουμε ούτε και να χαιρόμαστε. Κάτι βυζαντινές εικόνες που υπήρχαν, ούτε ξέρω τι απέγιναν τελικά. Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα; Από την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα πεταχτούνε έξω απ’ το νοικιασμένο σπίτι. Μακάρι να ξαφριστούνε και μερικά από τίποτε νεαρούς. Θέλουν να πούνε, πως όταν κλέψεις εικόνα, αυτή αμέσως γίνεται θαυματουργή. Για να την κλέψεις, πάει να πει πως πολύ την αγαπούσες. Ίσως το ίδιο να γίνεται και με τα βιβλία. Βέβαια, τα παραπάνω είναι γνώμες των παλιών ανθρώπων.
Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα διαμερίσματα, όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και πώς, τέλος πάντων, τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι, που θα τα κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια εντελώς απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο, μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια. Μα, πού να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα χρόνια; Κι αν με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει; Βλέπω ξεκάθαρα πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’ αποφύγουνε τη μοίρα του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα. Κτηματάκι βαθυπράσινο, όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η γελοία σκέψη: «Κάτι κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για δέσιμο.
Πηγαίνοντας για την Κασσάνδρα σε μια ήμερη πλαγιά είναι ένα υποστατικό γεμάτο μυγδαλιές και γύρω κυπαρίσσια. Κάτω απ’ τα δέντρα βρίσκεται ένας τάφος, αγνοώ τι γράφει η ταφόπετρα – πάντοτε τη βλέπω απ’ το λεωφορείο. Όταν διαθέτεις τέτοιο τάφο έχεις ηρεμία ψυχική. Μπορείς να είσαι σίγουρος όχι μονάχα για την αθανασία της ψυχής, μα ακόμα και για τη Δευτέρα Παρουσία. Θα χρειάζονται όμως διατυπώσεις για να ταφείς στο κτήμα σου. Τα σπουδαία πράγματα δεν είναι ποτέ εύκολα. Κι ύστερα, τι κάθομαι κα συζητάω; Στεγαστικά δάνεια για αγροκτήματα δε χορηγούνται.
Είχα μυριστεί την κατάσταση και τις δυσκολίες. Ταράχτηκα εντούτοις πολύ, όταν πριν από καιρό έπιασα μια ακαδημαϊκή δήθεν συζήτηση μ’ ένα φίλο γιατρό, σπουδαγμένο στα ξένα. Απέξω απέξω έφερα την κουβέντα και στην κληρονομικότητα του θανάτου. «Τι να σου πω», μου είπε. «Τ’ αγόρια κληρονομούν συνήθως την ηλικία του πατέρα τους». Βουβάθηκα. Να, λοιπόν, η κληρονομιά μου. Και τα ’λεγε αυτά, και άλλα χειρότερα, με μεγάλη πεποίθηση. Αυτουνού ο πατέρας ζει ακόμα, ένα χούφταλο.
Έφυγα κουρελιασμένος, μολονότι δεν περίμενα πολύ διαφορετική απάντηση. Έλπιζα πως θα μου έλεγε ότι μπορεί να κληρονομήσω τις γυναίκες, που είναι σχεδόν αιωνόβιες. Ένα πλήθος πράγματα, που δεν είχα την ετοιμότητα να τα ρωτήσω, έβραζαν μέσα μου. Το μόνο που γλύκαινε απαλά, ήταν πως εγώ δε θα κληροδοτούσα σε κανέναν τη λουλουδένια αυτή ζωούλα. Τη νύχτα με συνεπήρε ο θυμός για τη σιγουριά του γιατρού, μα και για τη δικιά μου ευπιστία. Πολλά παραδείγματα ανθρώπων, που οι πατεράδες τους πέθαναν νέοι, ενώ αυτοί έζησαν πολύ, χάιδευαν τρυφερά την ψυχή μου. Σε γενικές γραμμές όμως σαν να είχε δίκαιο ο φίλος γιατρός. «Καλύτερα ν’ αρχίσω να προετοιμάζομαι», συλλογίστηκα. «Να βάζω πάντα με το νου μου το χειρότερο, για να μην πέσω έξω. Οι πρόγονοί μου πέθαναν όλοι νωρίς και ήταν και λεβέντες. Εγώ τι πρέπει να πάθω, που ούτε πρόβατα βόσκησα, ούτε αμπέλια έσκαψα, ούτε καΐκια κυβέρνησα, ούτε καν κολύμπι ξέρω;»
Μα, δε βαριέσαι, γίνονται καμιά φορά και θαύματα.
«Κυτίον θα πει κουτί»
Προς τη θάλασσα μεριά ήταν η πρώτη Μοίρα και πιο μέσα μεριά, ας πούμε στο εσωτερικό, ήταν η δευτέρα Μοίρα. Κάποιοι έλεγαν ότι πιο βαθιά υπήρχε και τρίτη Μοίρα. Αυτό όμως παρέμεινε άγνωστο. Στην πρώτη Μοίρα, εκπαιδεύονταν οι οδηγοί, αλλά και τα στοιχεία, το προσωπικό, των πυροβόλων, ο αρχηγός και τα μέλη, οι πυροβολητές, αυτοί που το καθαρίζουν, το γυαλίζουν, το νταντεύουν, υπηρετούν το πυροβόλο σαν παπάδες την ώρα της βολής, βάζουν τα διάφορα νούμερα που έρχονται απ’ το παρατηρητήριο – αζιμούθια, δηλαδή κατευθύνσεις, διαθήματα, δηλαδή γωνίες, γεμίσματα, δηλαδή αποστάσεις – πάνω στα όργανα σκοπεύσεως, δίνουν τον κάλυκα στον γεμιστή, δίνουν το γέμισμα στον γεμιστή, τα σακουλάκια εκείνα της μπαρούτης – δύο, τρία, τέσσερα γεμίσματα – ανάλογα με την απόσταση του στόχου, του δίνουν ακόμα, προσφέρουν χέρι χέρι απ’ το βυτιοφόρο την οβίδα, που ξεβιδώνει ο γεμιστής όλο σεβασμό το κάλυμμά της από πάνω τού επικρουστήρα, κι αν είναι αυτό το πρώτο του, το βάζει για ενθύμιο στην τσέπη, το πάει σπίτι του και το πετάει κάποτε η μάνα του, και τέλος με το «πυρ!», που έρχεται απ’ τον αξιωματικό βολής, τραβούνε απ’ το πλάι το σχοινάκι, να κινηθεί ο μηχανισμός, να δώσει τη φωτιά στο γέμισμα, να πάει και να έρθει η οπισθοδρομούσα μάζα – αν είναι το κανόνι απ’ τα εγγλέζικα, τα μερακλίδικα – και να πετάξει αόρατη η οβίδα, αφήνοντας ωστόσο το θηκάρι της, τον κάλυκά της, καυτόν ακόμα και μυρωδάτον απ’ το γέμισμα, στα πόδια των παιδιών, που πάρα πολύ τον λιγουρεύονται για να τον παν στο σπίτι τους, να γίνει ανθοδοχείο. Και μέσα στης μπαρούτης τον αδιόρατο όμως αψύ καπνό, στον τρομερό τον κρότο των επομένων πυροβόλων, να ξεχωρίζεις μία μία τις δροσερές φωνές των νέων παλικαριών, των αρχηγών στοιχείων, που ορισμένοι είναι φίλοι σου, να ξεχωρίζεις να φωνάζουν με ζωηρότητα· «πρώτον έβαλεν!», «δεύτερον έβαλεν!», «τρίτον έβαλεν!» και ούτω καθ’ εξής. Έτσι ο άνθρωπος μπλέκεται με τον πόλεμο, όταν ανήκει μάλιστα στην πρώτη Μοίρα, όπου εκείνο που μαθαίνεις είναι να μη σε νοιάζει πού θα πάει η οβίδα σου, αλλά πώς θα πάει.
Πάντως, αυτός ανήκε στη δεύτερη Μοίρα, που ήταν τραβηγμένη από τη θάλασσα, και όπου πλανιόταν μια ξινίλα ολοφάνερη, μια και εδώ εκπαιδευόταν, όσο να πεις εγγράμματοι, τεχνικοί βοηθοί, τοπογράφοι, γραφιάδες, ασυρματιστές και τα παρόμοια, μ’ εκπαιδευτές αξιωματικούς και υπαξιωματικούς ανάλογους, ακόμα και οπλίτες. Ο διοικητής όμως όλου του Στρατοπέδου, δηλαδή και των δύο αυτών Μοιρών, ήταν το αποκορύφωμα της ξινίλας. Και όμως παρόλο που κάθε πρωί στην αναφορά το απαίσιο αυτό μούτρο περνούσε σαν φουσκωμένος διάνος από μπροστά τους, σκορπώντας ποινές για το τίποτα, εντούτοις αυτού, του δικού μας, του άρεζε η πρωινή παράταξη, καθώς έβλεπε από την απέναντι μεριά τα παιδιά της πρώτης Μοίρας, να στέκονται κλαρίνο κι αυτά, μην τα ρίξει καμιά ποινή αυτός ο τρίχας, αλλά να στέκονται με μια προσοχή ανάλαφρη, γερτή κάπως, λυγερή, με μικρά εσωτερικά τσακίσματα, χαρές, κόλπα του νέου σώματος, που μπορεί ακόμα και μεμονωμένα μέλη του να ακινητεί ή να σαλεύει. Οι σωφεράντζες και οι άλλοι λατρευτές των κανονιών, «οι φαιδρυντές», όπως τους έλεγαν για κάτι ανάλογο στην αρχαιότητα, μέσα σε κείνη την προσοχή τους περιέκλειαν και τις επόμενες κινήσεις τους, και τις προηγούμενες κινήσεις τους, όπως μέσα και στην παραμικρότερη κίνηση και τον τρόπο του ανθρώπου του ερωτικού, ενεργητικού ή όχι, περιέχονται όλες οι ερωτικές κατά καιρούς περιπτύξεις του και υπάρχουν κατά μία ανατριχίλα και όλες οι επόμενες.
Πήγαινε, λοιπόν, τις ελεύθερες ώρες του στην πρώτη Μοίρα και καθόταν με φανταρίστικη αφέλεια στο Κ.Ψ.Ο. – Κέντρο Ψυχαγωγίας Οπλιτών, σημαίνει – μ’ όλο που καταλάβαινε πως τα διάφορα καρφιά – όχι αντιπαθητικά, κατ’ ανάγκη – τον παρακολουθάνε, κι ακόμα τον προκαλούνε ελαφρά. Φυσικά, σκέφτονταν γι’ αυτόν εκείνο που κυριαρχεί μόνιμα στη σκέψη τους, στο χοντρό μυαλό τους. Κατά βάθος, βέβαια, κολακεύονταν πολύ, όπως κολακεύονται πάντοτε από κάτι τέτοια, κι έτσι από κολάκευμα σε κολάκευμα έπαψαν σιγά-σιγά να τον ενοχλούν με τα ωραία βλέμματά τους. Έβγαλαν απόφαση για να ησυχάσουν: Φίλος της πρώτης Μοίρας. Και πραγματικά έτσι ήταν, καθώς στη δική του Μοίρα, τη δευτέρα Μοίρα, είχε αρκετές ενοχλήσεις απ’ τους ξινισμένους. Καθώς κοιμότανε σ’ ένα από τα πάνω κρεβάτια, έπιασε αργά μια νύχτα μες στο ολοσκότεινο «τολ» συνομιλία του λοχία με το καρφί της Μοίρας. Ο λοχίας του τον υπερασπιζόταν, το καρφί όμως επέμενε: Όχι και όχι. Στο τέλος ο λοχίας του λέει· «δεν είδες πώς άλλαξε κατατρομαγμένος κρεβάτι, μόλις ο από κάτω του έπιασε κονδυλώματα; αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι είναι αγνός, δεν ξέρει καθόλου από τέτοια». Το καρφί σώπασε, αυτό ήταν επιχείρημα που μπορούσε να το καταλάβει. «Άρπα την, Κάρφαρε», συλλογίστηκε, και στριφογύρισε στο κρεβάτι του, για να δείξει ότι τους ακούει. Από τις καύτρες των τσιγάρων τους κατάλαβε, ότι μπήκαν και οι δυο στο ίδιο στρώμα και άρχισαν τα ψιθυρίσματα. Η επαφή συνεχιζόταν. Και γιατί όχι; Ήταν αφεντικά αυτοί, μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Τις Κυριακές, που έβγαιναν όλοι έξω, κάνοντας σαν τρελοί, καθώς ήταν όλοι τους γερά χαρτζιλικωμένοι, από φτωχά όμως σπίτια προερχόμενοι, πράγμα που αποτελούσε μυστήριο, μια και δεν έπαιρναν από πουθενά επιταγές, και στο Στρατόπεδο απόμεναν μονάχα οι περίλυποι σκοποί και κάτι κακομοίρηδες, αυτός κατέβαινε στην ερημωμένη πρώτη Μοίρα και βγάζοντας τη στολή έμπαινε στη θάλασσα, τουλάχιστο για να πλύνει το σώμα του, αφού δεν ήξερε να κολυμπήσει. Αυτό τον ανακούφιζε, μα και του επέτρεπε να κάνει σχεδόν δικαιολογημένα κάτι τι γυμνός στο χώρο της πρώτης Μοίρας. Είχε συνείδηση των περιστάσεων, ήξερε πως δεν θα ξαναεισχωρήσει σε τέτοιους χώρους. Θυμάται όμως μια Κυριακή απόγευμα, που η θάλασσα πήρε να τον τραβάει άγρια, αγριόγατα, κι αυτός είχε πιαστεί επίσης άγρια απ’ το βραχάκι, που αν ξεκόλλαγε τώρα θα ήτανε στα σίγουρα πνιγμένος και ολότελα ανύπαρκτος. Εκείνο εκεί το ξαφνικό, το ασυνήθιστο, τράβηγμα προς τα βάθη δεν ήταν φυσικό φαινόμενο, έτσι το νιώθει απάνω του τώρα. Ακατανίκητο ήταν, μια θέληση πανίσχυρη, η πιο μεγάλη δύναμη που έχει αισθανθεί ως τώρα να τον ωθεί από τους ώμους, και ασφαλώς η κοντινότερη γνωστή στιγμή στο θάνατό του. Όταν κάπως χαλάρωσε το σφίξιμο, κατόρθωσε να καβαλήσει με τα γδαρμένα του ποδάρια το βραχάκι, πλημμυρισμένος από την πεποίθηση πως κατανίκησε ίσως την τρίτη Μοίρα. Κανείς δεν θα έπαιρνε είδηση. Κι αν τον βρίσκανε, κι αν αναγνώριζαν πως πνίγηκε στην πρώτη Μοίρα, μόνο εξαιτίας της αφημένης έξω στολής του θα το έκαμναν, απόλυτα στρεψόδικοι όπως είναι. Θα διέδιδαν πως αυτοκτόνησε και θα τελείωνε εκεί το πράγμα. Το περιβάλλον ήταν ξένο ολότελα, ήτανε παρατηρητής, δούρειος ίππος. Και παρόλο που είχε βαθιές μαύρες δαχτυλιές στους ώμους και στα μπράτσα του, δεν ήτανε γραφτό του να χαθεί στη θάλασσα της πρώτης Μοίρας. Στης δεύτερης Μοίρας την περιοχή, εκεί τα πάντα του έδειχναν να περιορίσει τις κινήσεις του. Αυτός όμως ήτανε στραμμένος πάντα προς εκείνους, εκεί μονάχα ζούσε το μυστήριο, και για να είναι κάπως πιο κοντά τους φρόντιζε να μπαίνει υπηρεσία σε μια σκοπιά που βρισκόταν στο μεταίχμιο, ανάμεσα στις Μοίρες. Ήταν σκοπιά με διπλή έφοδο και δεν τη θέλανε καθόλου. Μες στα σκοτάδια, αυτός ως σκοπός ακίνητος συνομιλούσε με τον περιφερόμενο στο συρματόπλεγμα σκοπό της άλλης Μοίρας. «Φίλε, του έλεγε ο σκοπός, έχε το νου σου, πάλι θα τραβήξω εδώ κοντά σου». «Τράβα ελεύθερα, του έλεγε αυτός, μόνο πες μας τι βλέπεις;». «Βλέπω το μουνί της παραλίας. Πήγαμε αγγαρεία για τα σκουπίδια. Ήμασταν στην καρότσα δυο με τρία βαρέλια. Κι ο οδηγός μπροστά, τρεις. Πίσω από κάτι χώματα, ένας άνδρας και μια γυναίκα ολόγυμνοι. Εμείς σταματήσαμε αμέσως, θαρρείς και μας περίμεναν. Τη γύρισε προς εμάς και μας λέει· για κοιτάξτε, πώς το έχει. Ο οδηγός κατέβηκε απ’ την καρότσα. Κοίταγε και τράβαγε. Εμείς απάνω, στριμωγμένοι στα βαρέλια, τραβάγαμε. Ωχ, ωχ, ωχ… Μ’ ακούς; Κι απάνω στα «ωχ, ωχ», που βγάζαμε, τους βλέπουμε να τρέχουν και να πέφτουνε στη θάλασσα. Αύριο πάλι εδώ μας φωνάζει αυτός. Αυτή βουβή. Μ’ ακούς;» «Σ’ ακούω, φίλε», έλεγε σιγανά αυτός, «πες κι άλλα, όλα πες τα. Βγάλ’ τα, βγάλ’ τα, πες τα όλα, μοναχοί είμαστε, πες τα όλα», καθώς ο νους του και το χέρι έτρεχε με σβελτάδα, σε άλλες εικόνες, ανομολόγητες, πλασμένες όμως εκ του μηδενός, μια και από εμπειρία δεν είχε καμία, όπως καταλάβαινε κι ο λοχίας του, κι αυτές οι πνιγμένες κραυγές που άκουγε εκεί κοντά του, το αντρίκιο αυτό βαριανάσεμα, ήταν γι’ αυτόν τα πρώτα καταδεχτικά κουβεντιάσματα των ανθρώπων της καρδιάς του πάνω στο θέμα. «Πες μας κι εσύ τώρα τι βλέπεις;» του λέει με τη σειρά του της πρώτης Μοίρας ο σκοπός και γέλασε, σαν να του έλεγε· «πρόσεξα, μη νομίζεις, τη φράση σου». Τα ’χασε αυτός για μια στιγμή, αλίμονο αν έλεγε τι βλέπει, θα έμενε το παιδί κατάπληκτο· «βλέπω φως του» του λέει. «Τι φως βλέπεις; τι λες;». «Βλέπω φακό, η έφοδος, κουμπώσου». Και, να, σε λίγο ήρθε κοντά η έφοδος. Ήταν εκείνη η μουστόγρια ο ανθύπας, μόνιμος ανθυπασπιστής, πλάσμα στριμμένο και ανέραστο. «Αλτ! το σύνθημα!» του λέει αυτός. «Πάφος!» του λέγει εκείνος. «Το παρασύνθημα!» «Κυτίον!» λέει ο ανθυπασπιστής. «Δεν το λες καλά, δεν θα περάσεις!». Βγάζει ο ανθύπας το χαρτάκι, το διαβάζει με το φακό. Έτσι, όπως φώτιζε αποκάτω το μούτρο του, σαν τέρας. «Κυτίον!» ξαναλέει. Τότε λέγει αυτώ· «Κυτίον θα πει Κουτί. Άκουσες ποτέ σου τέτοιο σύνθημα; Πέρνα όμως τώρα και μάθε πως Κίτιον, πόλη της Κύπρου, Κίτιον. Δεν άκουσες ποτέ σου, ο Κιτίου;». Και ταυτόχρονα να σπαρταράει μέσα του, καθώς έπιανε τον εαυτό του με το όπλο προτεταμένο να κάνει μες στα άγρια σκοτάδια μάθημα στον ανθυπασπιστή. Πάντως, τον καθυστέρησε και μάλιστα με πολύ επιτυχημένο τρόπο. «Θα σε διορθώσω αύριο στην αναφορά!» του λέγει η κομπλεξική μουστόγρια. «Θα μας τα κλάσεις!» ακούγεται μια άγρια φωνή μέσα απ’ τα σκότη και τα χάνει η μουστόγρια. «Πέρνα τώρα και τα λόγια λίγα!» του λέγει η σωφεράντζα με το αυτόματο. «Θα σας διορθώσω εγώ!». «Σου είπα τι θα μας διορθώσεις!» «Αύριο αρπάζουμε φυλάκα». «Τόσο το καλύτερο θα τα λέμε από πιο κοντά». «Ακούς, εκεί, Κυτίον!». «Της μάνας σου, ρε!». Και γυρνώντας ο της πρώτης Μοίρας του λέγει γλυκά: «Συνάδελφε, άσε τις ντροπές και πες μας τι βλέπεις». Λέγει αυτώ εκείνος· «βλέπω τους ουρανούς ανεωγμένους και τους αγγέλους αναβαίνοντας και καταβαίνοντας εν τω δεσμωτηρίω». Λέγει· «αμήν, αμήν, αμήν».
Από τη συλλογή επιτάφιος θρήνος (1980)
Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν υπήρξε, βέβαια, γείτονάς μου την εποχή που ζούσε. Αυτό έγινε – δηλαδή «έγινε» – πολύ αργότερα, όταν εγώ πήρα των ομματιών μου και εγκαταστάθηκα οριστικά στην Αθήνα και μάλιστα, χωρίς να το καταλάβω, πάνω σ΄ αυτά τα ίδια χώματα με τα ίχνη από τα πατήματα και τα παραπατήματά του.
Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να είμαστε στην ίδια γειτονιά επί δεκάξι χρόνια, εφόσον τόσο ήμουν εγώ, όταν αυτός, πενηνταπεντάρης πια, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, μέσα σ΄ αυτό το πατρικό του σπίτι της οδού Κουντουριώτου – Κουντουριώτου και Οικονόμου – στα Εξάρχεια, απ΄ όπου περνώ πολλές φορές τη μέρα και πάντοτε τον μνημονεύω. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να λείψω από αυτό το δημόσιο σαραντάχρονο μνημόσυνό του.
Φοβούμαι πως αν καθόμασταν από τότε κοντά, θα τον θυμόμουν τώρα μόνο στα τελευταία του, απάνω στη μεγάλη καταρράκωση και τον παρατημό του, γιατί όταν είναι κανένας πολύ μικρός, δεν ξέρει να προσέξει, ενώ όταν είναι έφηβος, ξαφνικά ανακαλύπτει τα πάντα, ιδίως τα παράξενα φαινόμενα, και εύκολα ερεθίζεται η φαντασία του. Θα τον θυμόμουν, λοιπόν, κι εγώ στα τελευταία του, όπως κυρίως τον θυμούνται ακόμη μερικοί σ΄ αυτή τη γειτονιά.
Πάντως, από αυτό το σπίτι, όπου κατοικώ τώρα, της οδού Δεληγιάννη 3, δεν θα ήταν δυνατό να γειτονεύω μαζί του, γιατί τότε βρισκόταν στο χώρο αυτό η ξακουστή ταβέρνα του Γιώργη του Μιχαλάκου του κουλού, απόπου ο Λαπαθιώτης περνούσε συχνά, για να πιει κρασί με την παρέα του ή να δεχτεί κανένα ευγενικό κέρασμα, στα τελευταία του, όταν είχε πια καταπέσει. «Για τον ποιητή!»
Θα υπήρχε, λοιπόν, κάποια άλλη οπτική γωνία, κάποια διαφορετική σχέση και συνάφεια ή μάλλον δεν θα υπήρχε και πάλι τίποτα, μα θα ήταν πάντα, αυτό, που είναι και τώρα : ο Λαπαθιώτης να διαγράφει τα τελευταία στάδια του κύκλου του σ΄ αυτή τη γειτονιά, κι εγώ δεκάξι χρονών έφηβος στη Θεσσαλονίκη, τρομοκρατημένος και τσαλαπατημένος, ζώντας μέσα στον εφιάλτη της Κατοχής και της άλλης καταπίεσης, να διαβάζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου από τα κείμενά του, είτε σε παλιούς τόμους του «οικογενειακού» περιοδικού «Μπουκέτο», είτε στα τεύχη του περιοδικού της Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Και βέβαια, όχι μονάχα Λαπαθιώτη, αλλά όλο το σύμπλεγμα.
Μόνον ανίδεοι και ξιππασμένοι μπορούν σήμερα να λένε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας μέτριος ή και ασήμαντος ποιητής του μεσοπολέμου, κι αυτό γιατί δεν μπορούν να δουν άλλο τίποτε παρά μονάχα τα ποιήματά του, και μάλιστα αυτά τα δημοσιεύσιμα, ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής και προπαντός μια πνευματική προσωπικότητα. Η ποίηση του Λαπαθιώτη βρίσκεται στα ανέκδοτα τολμηρά ποιήματά του.
Τον Λαπαθιώτη, λοιπόν, τον είχα προσέξει ως όνομα και ως ποιητή προτού αυτοκτονήσει, διαβάζοντας τα ποιήματα της χρυσής του εποχής, της γύρω από το τριάντα, τον καιρό που αυτός πέθαινε. Και σίγουρα γι΄ αυτό η είδηση της «ξαφνικής» αυτοκτονίας του μού έκανε εντύπωση, αναφερόταν σε ποιητή που με είχε συγκινήσει. Και λίγο αργότερα γι΄ αυτό ακριβώς καταλάβαινα πολύ καλά όλες τις νύξεις και τους υπαινιγμούς, που γίνονταν μέσα στη χριστιανική κίνηση, όπου είχα καταφύγει κι εγώ, επειδή κάτι είχα γευτεί από την «ολέθρια» ποίησή του. Φαίνεται ότι μερικοί από κείνους τους νεοχριστιανούς σαγηνεύονταν από το έργο του και μπαίνανε σε πειρασμό σκεπτόμενοι τη ζωή του, γι΄ αυτό και τον ξορκίζανε έτσι. Αλλά δεν πρόκειται εδώ να εξιστορήσω αυτά. Εδώ πρόκειται να ξαναπώ πόσο πιο δυνατή προσωπικότητα από πολλούς άλλους παρόμοιους ήταν ο Λαπαθιώτης, πόση σπουδαία και ξεχωριστή σημασία έχει αυτό και πόσο όλοι αυτοί με τις πανεπιστημιακές μεζούρες στο χέρι δεν μπορούν κάτι τέτοια να τα «πιάσουν». Κάθε τόσο ρίχνουν στη μέση διάφορους ποιητές της εποχής του και της παρέας του, λέγοντας ότι ο Λαπαθιώτης είναι πιο αδύνατος από αυτούς, ανυπόφορα αισθηματικός σε μερικά, ακόμα και σαλιάρης. Ναι, όλοι αυτοί έχουν δίκαιο στα σημεία, αλλά όχι στο σύνολο.
Και εγώ άλλοτε είχα πέσει σ΄ αυτή τη λούμπα, όταν είχα γίνει ένας λογοκρατούμενος οπαδός της θεωρητικής γραμμής της γενιάς του τριάντα, η οποία ήταν μια σπουδαία γενεά, αλλά κάπως πονηρή και άκαρδη. Έβλεπα τον Λαπαθιώτη σαν ένα σαχλό αισθηματικό ποιητή και για πολλά κείμενά του ακόμα έτσι τον βλέπω. Το ενδιαφέρον μου γι΄ αυτόν ξαναζεστάθηκε, από τότε που διάβασα μερικά από τα τολμηρά ποιήματά του, που ακόμα κι εκείνη την έκδοση Δικταίου, με τις εισαγωγές της, είχαν κάνει υποφερτή. Ερωτικά κείμενα πρώτης γραμμής, που αληθινά διεγείρουν.
Τώρα αποδεικνύεται ότι είχα πρωτοβρεθεί στη γειτονιά του Λαπαθιώτη, όταν γνώρισα τον Δικταίο και πέρασα καλεσμένος από το σπίτι του, Καλλιδρομίου 74Α, μια Κυριακή πρωί του 1955. Εντούτοις, ο Δικταίος, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κι αυτός ότι ήταν γείτονας του προστάτη του Λαπαθιώτη, και μάλιστα σε εποχή πολύ κοντινότερη προς το θάνατό του, δεν μού είχε κάνει νύξη γι΄ αυτή τη γειτνίαση, ούτε και στην εκτενή και ιδιωτικής συχνά φύσεως εισαγωγή του λέει κάτι σχετικό.
Ενώ σε μένα έχει κάνει σπουδαία, συνταρακτική μπορώ να πω, εντύπωση η γειτνίαση και συχνά, καθώς περνώ μέσα στα μισοσκότεινα έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη, συλλογίζομαι πως ευχαρίστως θα κατοικούσα κι εγώ μέσα σ΄ αυτό το ξεφλουδισμένο από το σουβά του αρχοντικό, αν το επισκεύαζαν κάπως, το «αναπαλαίωναν», όπως λένε, και μου το πρότειναν. Τότε η γειτνίαση θα μετατρεπόταν σε συγκατοίκηση. Δεν φοβούμαι εγώ τα φαντάσματα και μακάρι να υπήρχαν.
Στην ανακάλυψη του σπιτιού του Λαπαθιώτη, και ότι οπωσδήποτε αυτό πρέπει να είναι, οδηγήθηκα από τη διαίσθησή μου, λίγον καιρό μετά την εγκατάστασή μου στη γειτονιά, το 1971. Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν κάποτε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σουβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει με ετοιμόρροπο. Κάτω από το σουβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν. Η πτώση του σουβά πιθανώς να επισπεύσθηκε και από τους όλμους, που άφθονοι έπεσαν κατά τα Δεκεμβριανά στην περιοχή, αφήνοντας τα ίχνη τους σε πολλά σημεία. «Σημεία και τέρατα!...»
Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, εννιά περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση. Αν έκαμνε λίγο κουράγιο ακόμη, θα μπορούσε να είχε ζήσει και τον τρόμο των Δεκεμβριανών, καθώς και τον Εμφύλιο. Και ποιος τη χάρη του, τότε... Όλη αυτή η παρέα ξεκληρίστηκε από τον πόλεμο. Ο Τέλλος Άγρας πήγε από αδέσποτη σφαίρα, που άρπαξε τις τελευταίες μέρες της Κατοχής, ενώ ο Μήτσος Παπανικολάου, «ένας από τους πιο δυσειδείς ανθρώπους, που είδε στη ζωή του», όπως με καλοσύνη γράφει ο Δικταίος, πέθανε «φυσιολογικά» από πείνα και κατάπτωση εξαιτίας της ηρωίνης. Στο αφιέρωμα που του έκανε κάποτε ένα γνωστό περιοδικό, δημοσιεύονται ξεδιάντροπες αναμνήσεις πνευματικών ανθρώπων, όπου λένε πώς θυμούνται τον Παπανικολάου να σέρνεται ζητιάνος στους δρόμους, τυλιγμένος με τσουβάλια και πρησμένος ολόκληρος. Δεν ήταν μόνο ανεπρόκοποι, μα έπαιρναν και ναρκωτικά, ακόμα και ηρωίνη. Και αυτός και ο Λαπαθιώτης. «Αυτά δεν βγαίνουν σε καλό», διακηρύττει ο αυστηρός φύλακας της ηθικής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του για το Λαπαθιώτη.
Το σπίτι του Λαπαθιώτη φέρει πια κάτι, που σε βάζει σε υποψία. Έγιναν μέσα και γύρω του χίλια δυο και του έβγαλαν στην επιφάνεια πυκνές ζαρωματιές και σημάδια. Σαν βαρυφορτωμένο από πείρα αρχοντικό πρόσωπο. Πάντως, εγώ για τις υποψίες μου ως προς το περίεργο αυτό σπίτι βεβαιώθηκα από μια κουβέντα που είχα κάποτε με τον ποιητή και εκδότη Νίκο Καρύδη. Με κάποια αφορμή, άρχισε να μου διηγείται πώς λίγο μετά την αυτοκτονία κλήθηκε και μπήκε ως εκτιμητής της βιβλιοθήκης μέσα στο σπίτι του Λαπαθιώτη. Εγώ αντί να ακούω αυτή την ενδιαφέρουσα διήγηση, τον ρωτούσα επίμονα : «Είναι αυτό που βρίσκεται στην Οικονόμου και Κουντουριώτου γωνία; Αυτό το μεγάλο ρεπιασμένο σπίτι;» «Ναι!», μού είπε ο Καρύδης και ησύχασα. Αυτό ήταν! Τώρα, που επρόκειτο να κάνω αυτό το σημείωμα, πήγα στον «Ίκαρο» και τα ξαναείπαμε. Θα τα αφηγηθώ παρακάτω.
Αδράνησα πάρα πολύν καιρό να κάνω κάτι για το σπίτι, κι αν πάθει τίποτε, φοβούμαι ότι εγώ θα φταίω περισσότερο. Πριν από μερικούς μήνες ένα μικρό βυτιοφόρο, από αυτά που μοιράζουν πετρέλαιο, αναποδογύρισε ακριβώς έξω από την εξώπορτα του Λαπαθιώτη. Τα πετρέλαια πήραν την κατηφόρα και έφτασαν ως τη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Έφριξα όταν τα είδα. Το πρώτο που θα καιγόταν, θα ήταν το σπίτι του ποιητή. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, εγώ δεν θα ένιωθα καμιά ευθύνη για τη φωτιά, το σπίτι όπως και νά ΄ταν, διατηρητέο ή όχι, θα πέθαινε, αλλά θα ένιωθα τύψεις, γιατί θα είχε χαθεί, χωρίς να έχει τιμηθεί εκεί ο Λαπαθιώτης και η μαρτυρική ζωή του, και χωρίς να έχει μεταβιβασθεί κάτι από την ατμόσφαιρά του στους μεταγενέστερους, που περνούν απέξω ανίδεοι. Αλλά και μέσα του κατοικούν ανίδεοι και από αυτούς το σπίτι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή και φθείρεται. Είναι κάτι οικογένειες από τα χωριά της Πίνδου ή των Αγράφων, που περιέργως έχουν ιδρύσει κάτι σαν παροικία στη γειτονιά μας και ενοικιάζουν πολλά από τα παλιά αυτά σπίτια, που αφθονούν στην περιοχή. Σε ένα υπόμνημά μου που έδωσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, για να κηρυχθεί το σπίτι διατηρητέο, τα αναφέρω όλα.
Ορισμένοι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής με τους οποίους συνομίλησα θυμούνται το σπίτι πολύ ωραίο κάποτε, με κήπο περιποιημένο, στάβλο για τα άλογα της άμαξας, υποστατικό για τους υπηρέτες. Τώρα όμως είναι το πιο απεριποίητο σπίτι της περιοχής. Οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι θυμούνται και κάτι σπουδαιότερο. Θυμούνται καλά τον ίδιο τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Λίγο μετά από κείνη τη συζήτηση με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, πήρα θάρρος και άνοιξα το θέμα σε μια βραδινή συναναστροφή στο σπίτι του νοικοκύρη μου Γιώργου Τσάπρα. Αμέσως διαπίστωσα πως ένας από τους συνδαιτημόνες, ο κύριος Κίμων Μαντέλλος, πρώην ανώτερος αξιωματικός του στρατού, θυμόταν πάρα πολύ καλά τον Λαπαθιώτη, γνωριζόταν μαζί του μάλιστα, και είχε αρκετά πράγματα να πει γι΄ αυτόν. Και μια κυρία επίσης, που τώρα είναι βαριά άρρωστη, ήξερε πολλά για τον ποιητή, καθώς και για την οικογένειά του. Λίγο αργότερα, είχα την κακή έμπνευση να μιλήσω γι΄ αυτές τις ανακαλύψεις μου σε ορισμένους παράγοντες της τηλεόρασης. Ήθελα κάτι να γίνει για τη μνήμη του Λαπαθιώτη και για το σπίτι του. Το αποτέλεσμα το είδα λίγους μήνες μετά, ξαπλωμένος και μπανταρισμένος με γύψους στο κρεβάτι μου στο ΚΑΤ. Οι παλαιοί κάτοικοι της γειτονιάς δεν είχαν δεχτεί να παρουσιαστούν στο φακό και αντί γι΄ αυτούς μιλούσε ο Δικταίος, ο οποίος παρ΄ όλο που είχε βοηθηθεί στα πρώτα του βήματα από τον ποιητή και ήταν επιμελητής του τόμου με τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, δεν συμπαθούσε και πολύ τον ποιητή και προπαντός τον κύκλο του, όπως άλλωστε φαίνεται και στην εισαγωγή του τόμου. Εκείνο το βράδυ η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Μέσα στην ταραχή μου, πήρα την απόφαση πως εγώ ο ίδιος έπρεπε κάποτε να κάνω κάτι.
Όταν μου δινόταν η ευκαιρία, συζητούσα με τη γειτονιά, τους παλαιούς κατοίκους. Κι έτσι το δεύτερο για το οποίο βεβαιώθηκα, ήταν ότι από άποψη εδαφικής επαφής ήμουν πολύ κοντινότερος με τον Λαπαθιώτη, απ΄ ό,τι μέχρι τότε νόμιζα. Το σπίτι στο οποίο συνεχώς αφότου ήρθα μένω, και μάλιστα στο ισόγειο, χτίστηκε επάνω στο οικόπεδο της ταβέρνας του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού, η οποία ήταν στέκι του Λαπαθιώτη και της παρέας του. Στέκι για τις ανάγκες του στη γειτονιά, βέβαια. Για την ακρίβεια, το σπίτι μας είναι χτισμένο πάνω στον κήπο της ταβέρνας, που είχε, λέει, εξαίσια δέντρα, λεύκες και ιτιές, και όπου οι θαμώνες όλους τους ζεστούς μήνες εκάθονταν, μια και το οίκημα που βρισκόταν κάτω από τη διπλανή μας τώρα πολυκατοικία ήταν μικρό, για το χειμώνα μόνο κατάλληλο. Αφού και τα πολλά βαρέλια του μαγαζιού ήταν στεγασμένα κάτω από ένα ανοιχτό υπόστεγο στην αυλή. Το κρασί, πάντως, ήταν από το Κορωπί.
Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε!
Αν ήμουν κανένας σαχλαμάρας, θα είχα ίσως κι εγώ κάποια αναπαράσταση της τότε εικόνας εδώ, με τον Λαπαθιώτη να κουτσοπίνει με την παρέα του, πάνω στο χωρίς τραπεζομάντηλο τραπέζι, και τους γεροδεμένους μάγκες της καρδιάς του πιο εκεί να χορεύουν. Αλλά όχι. Να λείπουν από μας οι φενακισμοί. Αυτά τα αφήνω στους κακόγουστους φιλολόγους, που διέπρεψαν φέτος σε καβαφικές αναπαραστάσεις και σαρκασμούς. Πάντως, αληθινή εικόνα της περίφημης αυτής ταβέρνας και της αυλής μπορεί να πάρει κανείς από την ταινία του Κακογιάννη «Στέλλα», η οποία γυρίστηκε ακριβώς εδώ πάνω. Βέβαια, η ταβέρνα για τις ανάγκες της ταινίας είχε λάβει το όνομα «Παράδεισος», αλλά ήταν αυτή η ίδια του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού. Όλη η γειτονιά θυμάται τη Μελίνα και τον Φούντα.
Μέσα στις συζητήσεις ή μάλλον τις αναζητήσεις μου αυτές, άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται και η μορφή του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος καθόταν – άκουσον! άκουσον! – στον ίδιο δρόμο με τον Λαπαθιώτη, στην οδό Κουντουριώτου δηλαδή, αλλά λίγο παρακάτω. Στη γωνία Κουντουριώτου και Νοταρά, δεξιά ανεβαίνοντας. Εκεί έμενε η οικογένειά του όταν κι αυτός, ή μάλλον πρώτος αυτός, αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928. Ο Καρυωτάκης πρέπει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γειτονιάς, να ήταν πολύ φίλος του Λαπαθιώτη. Ερχόταν συχνά στο σπίτι και πήγαινε μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου. Πάντα μαζεμένος και πολύ συμπαθής.
Πέρσι το καλοκαίρι, όταν πια βεβαιώθηκα για το απίστευτο, ότι το σπίτι του Λαπαθιώτη δεν έχει κηρυχθεί διατηρητέο, έγραψα μια αναφορά στο Υπουργείο Πολιτισμού, με ημερομηνία 13.6.83. Επειδή όμως δεν έπαιρνα απάντηση και στο σπίτι του Λαπαθιώτη ήδη είχαν εμφανισθεί ένα γύρω πωλητήρια, έκανα μια δεύτερη αναφορά (13.9.83), ύστερα και από συνομιλία με τον δημοτικό σύμβουλο κύριο Γιώργο Βερνίκο, προς το Δήμο Αθηναίων, όπου βεβαίως σημείωνα πως για το ίδιο θέμα είχα κάνει αναφορά και στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από το Δήμο μου απάντησαν αμέσως, γράφοντάς μου και συγχαρητήρια για το ενδιαφέρον μου. Έλεγαν ότι θα εξετάσουν το θέμα. Αλλά εκεί που δεν το περίμενα πια, έλαβα και από το Υπουργείο Πολιτισμού μια απάντηση, κοινοποίηση μάλλον, με ημερομηνία 28.12.83, όπου γράφουν ότι το θέμα παραπέμπεται στη Γραμματεία του Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδος. Από τότε δεν έχω καμιά άλλη πληροφορία, αλλά αυτό οφείλεται και σε δική μου αμέλεια, γιατί δεν πήρα στο τηλέφωνο να ρωτήσω. Κατά βάθος, αισιοδοξώ πως κάτι θα γίνει. Δεν είναι δυνατό... Πάντως, από το έγγραφο του Υπουργείου έμαθα τα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών του σπιτιού. Παρακάτω, θα παραθέσω την αναφορά μου, αυτήν μάλιστα που έστειλα στο Δήμο, γιατί είναι κάπως πληρέστερη. Συγκεφαλαιώνει πολλά από αυτά, που μέχρι τώρα είπαμε :
«Κύριε Δήμαρχε, ονομάζομαι Γιώργος Ιωάννου και είμαι συγγραφέας. Κατοικώ στην περιοχή Εξαρχείων και έτσι καθημερινά παρατηρώ τη φθορά και τους κινδύνους που διατρέχει ένα ιστορικό και ωραίο σπίτι της ίδιας περιοχής. Πρόκειται για το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη γωνία των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου στα Εξάρχεια.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1889-1944) υπήρξε σημαντικός ποιητής, ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος και πολιτιστικός παράγων εξαιρετικά υπολογίσιμος στον καιρό του. Εξετιμάτο ιδιαιτέρως από τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και αποτελούσε πνευματική ομάδα με τους, επίσης σημαντικούς ποιητές, Τέλλο Άγρα και Μήτσο Παπανικολάου.
Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας Λαπαθιώτης, υπήρξε στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών. Γι΄ αυτό και το σπίτι, παρά τις διάφορες φθορές του, διακρίνεται από μια ιδιαίτερη αρχοντιά. Οι παλαιοί γείτονες διηγούνται ότι το σπίτι αυτό γνώρισε μεγάλες κοινωνιές δόξες και τιμήθηκε με επισκέψεις πρωθυπουργών και ανωτάτων αρχόντων της εποχής. Εξάλλου συχνά αναφέρεται στην ποίηση του Ναπ. Λαπαθιώτη. Εδώ, το 1944, επί Κατοχής, αυτοκτόνησε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.
Σήμερα το σπίτι κατοικείται από φτωχές οικογένειες, προερχόμενες από τα μέρη της Πίνδου, που το ενοικιάζουν κατά δωμάτιο. Φοβούμαι μήπως κάποια στιγμή καταστραφεί από πυρκαγιά. Αφήνω τους άλλους κινδύνους.
Πιστεύω πως, αν ξαφνικά επέλθει κάποια καταστροφή του σπιτιού, θα είναι ντροπή για όλους μας και τότε θα σηκωθούν να φωνάζουν όλοι αυτοί που, ενώ το ξέρουν, τώρα σωπαίνουν.
Προτείνω, λοιπόν – και παρακαλώ θερμότατα – να κηρυχθεί από το Δήμο διατηρητέο και το σπίτι αυτό, να επισκευασθεί, και μετά την αποπεράτωση των εργασιών να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο των Εξαρχείων, μιας περιοχής που δεν έχει τέτοιο Κέντρο, ενώ έχει τόση ανάγκη, όπως γνωρίζετε.
Προ μηνών έκανα παρόμοια αναφορά και προς το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Τώρα επισπεύδω, διότι γύρω από το σπίτι εμφανίσθηκαν επιγραφές που γράφουν ότι «Πωλείται» και δίνουν τον αριθμό τηλεφώνου (...)».
Πράγματι, μέσα στα ποιήματα του Λαπαθιώτη όχι μόνο αναφέρεται το σπίτι, αλλά φέρεται συνδεδεμένο με τη μητέρα του. Σπίτι και μητέρα ήταν για τον ποιητή ένα σύνολο, ένα σώμα, μια ύπαρξη. Και όταν εκείνη εξέλιπε, ο ποιητής νιώθει το σπίτι εχθρικό και ξένο:
Το σπίτι μου δεν έχει πια καρδιά•
το σπίτι μου με τυραννεί σαν ξένο•
το σπίτι μου μια πλάκα είναι βαριά,
που με πνίγει – και μόλις ανασαίνω.
Την ίδια μέρα που έφυγες Εσύ,
κι αυτό, με μιας, μου πήρε τη στοργή του :
Μητέρα, αν ήξερες πώς με μισεί,
γιατί μ΄ άφησες μόνο στην οργή του;
Από τη γειτονιά μου είπαν ότι η μάνα του Λαπαθιώτη ήταν μια πολύ ωραία αρχοντική γυναίκα κι ότι ο ποιητής της έμοιαζε. Έτσι πρέπει πάντα. Τέτοιο σπίτι και τέτοιος ποιητής θέλει μια ωραία αρχοντική μάνα. Ακόμα κι αν δεν την θυμούνταν, έτσι θα έλεγαν. Και θα ήταν σωστό.
Συζήτησα, για να κάνω αυτό το κείμενο, με τον κύριο Κίμωνα Μαντέλλο, πρώην ανώτερο αξιωματικό, όπως είπα, και βοηθό στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία μας στη Σόφια, καθώς και με τον κύριο Κώστα Καρατζά, συνταξιούχο των Σιδηροδρόμων και ανεψιό, από τη μητέρα του, του ζωγράφου Νικολάου Γύζη. Για την εσωτερική εικόνα του σπιτιού του Λαπαθιώτη αμέσως μετά την αυτοκτονία του, μου μίλησε ο ποιητής και διευθυντής των εκδόσεων «Ίκαρος» κύριος Νίκος Καρύδης και για την ταβέρνα του Γιώργη Μιχαλάκου μου είπε μερικά χαρακτηριστικά ο πάλαι ποτέ συνάδελφός μου φιλόλογος κύριος Κώστας Μιχαλάκος, νεώτερος εμού, αλλά συγγενής του ιδιοκτήτη της ταβέρνας.
Ο ταβερνιάρης Γιώργης Μιχαλάκος πέθανε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, η γυναίκα του όμως είναι εν ζωή. Πιστεύω πως αν βρισκόταν παλιότερα κανένας λόγιος με μεράκι και άνοιγε εγκαίρως συζητήσεις με αυτόν τον σπουδαίο μαγαζάτορα, πολλά θα είχε να μάθει για τις φιλολογικές παρέες της εποχής – όχι μόνο του Λαπαθιώτη. Αλλά αυτά συνήθως περιφρονούνται από τους κοντινούς λογίους, δηλαδή της αμέσως επόμενης γενιάς και κρίνονται ως μη σπουδαία, διότι η κάθε γενιά κατά κανόνα δημιουργεί διαφορές και αντιζηλίες με τις κοντινές της, την προηγούμενη και την επόμενη.
Οι Λαπαθιώτηδες ήταν πλούσιοι και αριστοκράτες, όχι μόνο για τη γειτονιά, αλλά και για την Αθήνα. Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας, είχε καταλάβει γρήγορα ανώτερες θέσεις στο στράτευμα και για ένα σύντομο διάστημα την εποχή της επανάστασης στο Γουδί, το 1909, διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Έκτοτε παρέμεινε βενιζελικός και μάλιστα έλαβε μέρος στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916. Εκεί τον ακολούθησε και ο ποιητής, πράγμα που παρουσιάζει, νομίζω, κάποιο ενδιαφέρον. Όσον αφορά το σπίτι για το οποίο μιλάμε, αυτό υπέστη μία εξονυχιστική έρευνα από τους αντιβενιζελικούς.
Η γειτονιά, πάντως, ακόμα θυμάται τον γέρο Λαπαθιώτη ως διοικητή της Σχολής Ιππικού, που είχε τις εγκαταστάσεις της στο σημερινό «Πανελλήνιο Γυμναστήριο», στο Πεδίον του Άρεως, πολύ κοντά στο σπίτι. Σε ορισμένες μέρες, γιορτές εθνικές ή θρησκευτικές, επίλεκτα τμήματα ιππέων της Σχολής, με τη σημαία και τις σάλπιγγες, έκαμναν παρέλαση εμπρός από το σπίτι του αρειμάνιου στρατηγού, ο οποίος τους χαιρετούσε από το μεγάλο μπαλκόνι, στην πλευρά της οδού Οικονόμου. Ο ποιητής στεκόταν παράμερα, αλλά ο καθείς μπορεί να φαντασθεί τη συγκίνησή του, καθώς περνούσαν από μπροστά τους οι απαστράπτοντες από λεβεντιά ιππείς. Ο πατέρας του είχε όνειρα μεγάλα γι΄ αυτόν. Το όνομα Ναπολέων δεν μπορεί να δόθηκε τυχαία στο μοναχογιό!
Δυστυχώς, οι μνήμες της γειτονιάς είναι πολύ πυκνές για την εποχή της καταρράκωσης του ποιητή και πολύ αμυδρές για τα προηγούμενα καλά χρόνια. Πάντως, θυμούνται το γέρο στρατηγό, που συνήθιζε να παίρνει το καφεδάκι του σ΄ ένα καφενείο στο Πεδίον του Άρεως, πίσω, λέει, από το εκκλησάκι – ποιο από τα εκκλησάκια, δεν κατάλαβα. Εκεί τη νύχτα γίνονταν μεγάλες καντάδες από τους νεαρούς της γειτονιάς, οι οποίοι, βέβαια, τραγουδούσαν και μέσα στους δρόμους των Εξαρχείων. «Η γειτονιά είχε πολλούς κανταδόρους. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς», μού είπε ο κύριος Κ. Καρατζάς, 86 χρονών σήμερα. Σε κάτι τέτοιο θα αναφέρεται και το ποίημα του Λαπαθιώτη «Νοσταλγία» :
Ήρθε προς τα μεσάνυχτα,
στο δρόμο, μια παρέα
και μου σιγοτραγούδησε
τόσο γλυκά κι ωραία,
που η σκέψη μου όλη ρίγησε
και ξέφυγε από μένα,
και πήγε πάλι στα παλιά
και τα λησμονημένα...
Και η γειτονιά όμως νοσταλγεί τώρα εκείνη την εποχή. Ήταν, λέει πολύ ωραία εδώ.
Άλλες μνήμες, μάλλον απ΄ τις παλιές, αναφέρονται στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς όμως να μπορούν να ξεβράσουν κανένα χαρακτηριστικό του στιγμιότυπο. Τον θυμούνται να πηγαίνει συχνά στου Λαπαθιώτη ή να έρχεται μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου.
Όσο ζούσαν οι γονείς του Ναπολέοντα, το σπίτι το κρατούσαν όλο μόνοι τους. Αλλά από κάποια εποχή και πέρα το σπίτι απέκτησε και ενοικιαστές. Στο πρώτο πάτωμα κατοικούσε ο ναύαρχος Παπαβασιλείου, που είχε και ένα γιο στο βασιλικό ναυτικό. Ο ναύαρχος Παπαβασιλείου ήταν εκείνος που παρέλαβε και οδήγησε στην Ελλάδα το καταδρομικό «Έλλη» από την Αμερική. Το γεγονός αυτό είχε κάνει τεράστια εντύπωση στη γειτονιά. Ο κύριος Καρατζάς, που κατοικούσε απέναντι, είχε πάει στο σπίτι του ναυάρχου, αλλά στο σπίτι των Λαπαθιώτηδων όχι. Και οι άλλοι γείτονες το ίδιο. Τον καιρό που ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε στο σπίτι δεν υπήρχε ενοικιαστής, εκτός ίσως από κάποιον γεροδεμένο λαϊκό τύπο, φιλοξενούμενο μάλλον του ποιητή. Αλλά και γι΄ αυτόν ακόμα μπορεί να έχει κανείς αμφιβολίες, αν έμενε μόνιμα εδώ ή ερχόταν μόνο την ημέρα για καμιά εξυπηρέτηση.
Στάθηκε αδύνατο να μάθω από τους γείτονες κάτι συγκεκριμένο για τους έρωτες του Λαπαθιώτη. Όλοι, βέβαια, κάτι είχαν ακούσει, όπως είχαν ακούσει και για τα ναρκωτικά, αλλά κανένας δεν είχε κάτι το συγκεκριμένο να πει, κάποιο πρόσωπο, κάποιο περιστατικό, κάποιο σκάνδαλο εδώ στη γειτονιά, την εποχή εκείνη. Και ουδείς άκουσε τίποτε για τον εκ Μενιδίου Κώτσο Γκίκα. Ήταν εξαιρετικά συμπαθής ο Λαπαθιώτης εδώ στη γειτονιά και πολύ προσεκτικός. Είχε επίσης τη φήμη του ανθρώπου που βοηθάει τους δυστυχισμένους – τους βοηθάει οικονομικά. Και έτσι όποιος και να μπαινόβγαινε στο σπίτι του, όσο άλλου ρυθμού και αν ήταν, δεν προκαλούσε λόγω της διάχυτης για τον ποιητή συμπάθειας τα σχόλια της γειτονιάς. Πρόβλημα παρουσιαζόταν καμιά φορά, όταν έρχονταν, λέει, τη νύχτα κάτι μεθυσμένοι λαϊκοί τύποι και φωνάζαν διάφορες χυδαιότητες κάτω από τα παράθυρά του, στην ησυχία της βραδιάς. «Δεν τους έδινε πλέον λεφτά, γι΄ αυτό φωνάζαν». «Και τι έκαμνε ο Λαπαθιώτης;» ρώτησα εγώ. «Φερόταν σαν κύριος, ούτε έβγαινε ούτε τους απαντούσε». Τι να προσθέσει κανείς;
Ήταν, λοιπόν, πολύ συμπαθής ο Λαπαθιώτης και εξαιρετικά αγαπητός στη γειτονιά. Η γυναίκα του ταβερνιάρη Γιώργη Μιχαλάκου μού μήνυσε με το φίλο μου, ότι ο άντρας της τής μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ευγενικότατο κύριο Λαπαθιώτη. Αυτός ο ίδιος ταβερνιάρης είχε δηγηθεί σε έναν από τους κυρίους, που μου μίλησαν για το Λαπαθιώτη και ο οποίος με παρακάλεσε να μην προσδιορίσω τις πληροφορίες του, ότι κάποτε, όταν πέθανε ξαφνικά κάποιος, που κατοικούσε στην κοντινή οδό Ιουστινιανού, αφήνοντας τρία ορφανά, ο Λαπαθιώτης πέρασε από το σπίτι τους τη νύχτα και τους άφησε κρυφά ένα σημαντικό ποσό κάτω από την πόρτα τους. Δεν ξέρω πώς το είχε μάθει ο ταβερνιάρης, αλλά ίσως πρέπει να σκεφθούμε ότι οι ταβερνιάρηδες όλα τα μαθαίνουν. Δεν ήταν, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης μόνον ο ωραιοπαθής εστέτ, που πράγματι ξεχωρίζει σε διάφορα κείμενά του.
Ένας από τους φίλους του μου είπε ότι ο Λαπαθιώτης είχε ερωτευθεί μία κοπέλα της γειτονιάς. Ήταν μία ξανθούλα, που την έλεγαν Λένα και κατοικούσε στο σπίτι που βρίσκεται στη γωνία των οδών Οικονόμου και Καλλιδρομίου, δηλαδή στην ταβέρνα απέναντι. Η κοπέλα, που κατοικούσε μαζί με την αδερφή της, έβγαινε πότε πότε στη χαμηλή ταράτσα να ταΐσει κάτι περιστέρια και την έβλεπαν από την ταβέρνα οι θαμώνες και ιδιαίτερα ο Λαπαθιώτης, που, όπως είπαμε, την είχε ερωτευθεί. Αλλά ήταν Κατοχή, η κοπέλα αρρώστησε από φυματίωση, και σε λίγο πέθανε. Ο ποιητής ήταν απαρηγόρητος. Πήγε στην κηδεία, μα στεκόταν κάπως μακριά από τον κόσμο, που ήταν κυρίως άνθρωποι της γειτονιάς. Ήταν άλλωστε κουρελιασμένος, όπως μου είπε ο αφηγητής μου, και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που δεν ήθελε να πλησιάσει. Μόνο όταν την κατέβασαν στον τάφο, ο ποιητής πλησίασε και είπε μερικούς συγκινητικούς στίχους. «Ομόρφυνες το φέρετρο!», θυμάται ο αφηγητής μου πως είπε. Και από το βούρκωμά του υποθέτω, πως η κοπέλα αυτή δεν ήταν ξένη προς τον αφηγητή μου, αλλά ίσως στενή συγγενής του. «Ομόρφυνες το φέρετρο!». Στο γυρισμό από το νεκροταφείο, βρήκα, μου λέει, το Λαπαθιώτη στο ταβερνάκι να πίνει. Η ιστορία αυτή μολονότι πολύ μελοδραματική και «λαπαθιωτική», φαίνεται πως είναι γνήσια. Την άκουσα πριν από μερικά χρόνια από τον αφηγητή μου και την ξανάκουσα τώρα, πάντα με πολλή συγκίνηση εκ μέρους του. Τότε μάλιστα θυμόταν περισσότερους στίχους. Εκείνο όμως που δεν νομίζω, είναι πως πρόκειται για ιστορία έρωτος. Συμπάθεια ίσως, φρεναπάτη ίσως, υποβολή μπορεί, αλλά κανονικού έρωτος όχι. Δεν πρόκειται να υποστηρίξω αηδίες σαν αυτές που είδαμε να λέγονται για τον Καβάφη• ότι στα νεανικά του χρόνια είχε περιπέτειες με γυναίκες και κατόπι άλλαξε. Όπως και νά ΄ναι πάντως, είναι συγκινητικό για το Λαπαθιώτη.
Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να πουλάει ή να μοιράζει με ευκολία τα χρήματα και τα υπάρχοντα της οικογενείας του. Όσο κι αν ήταν πολλά, κάποτε πήραν να σώνονται. Ο ίδιος ποτέ δεν κέρδισε ούτε πεντάρα. Είχε από πάνω και το πάθος των ναρκωτικών, είχε και τις κλεψιές των διαφόρων τύπων. Κάποτε κατέφθασε στην ταβέρνα φορώντας μες στο κατακαλόκαιρο μόνο μια παλιά καμπαρντίνα και αποκάτω ολόγυμνος. Κάποιος του είχε κλέψει όλα του τα ρούχα. Τα βιβλία όμως κανείς δεν του τα έκλεβε και παρ΄ όλο που πούλησε κι ο ίδιος έναν αριθμό, ανεξακρίβωτο βέβαια, εν τούτοις μέσα στο γυμνό και πανάθλιο σπίτι του βρέθηκε, μετά το θάνατό του, μια τεράστια και λαμπρή βιβλιοθήκη. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν με τα κάρα οι κληρονόμοι τα βιβλία του. Είχε αγανακτήσει όλη η γειτονιά». Τι έγιναν αυτά τα βιβλία; Ποιοι και πόσοι ήταν οι κληρονόμοι του;
Αλλά η κατάρρευση του Λαπαθιώτη είχε αρχίσει πριν από τον πόλεμο. Με τον πόλεμο και τη φριχτή πείνα στην Αθήνα τα πράγματα απόγιναν. Ο ποιητής ερχόταν στην ταβέρνα μόνο για λίγο κρασί. Ο ταβερνιάρης, που ήξερε το δράμα του, αλλά και τα παλιά μεγαλεία του, δεν τον άφηνε να πληρώσει. Οι παρέες των νεαρών της γειτονιάς τού έστελναν με τρόπο κρασί στο τραπέζι : «Για τον ποιητή!». Ο Λαπαθιώτης δεν έπινε πολύ.
Για το ξεπούλημα των βιβλίων έστελνε άλλους, τους οποίους προφανώς καθοδηγούσε. Το 1943, όταν πρωτάνοιξε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 10, σε ένα κατάστημα που πουλούσε γραφομηχανές, οι οποίες όμως τότε δεν παρουσίαζαν καμία κίνηση. Ο «Ίκαρος» είχε για τα βιβλία του τη δεξιά βιτρίνα του μαγαζιού. Εκεί άρχισε να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας λαϊκός τύπος, με βιβλία για πούλημα υπό μάλης, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου λαϊκά, αλλά ένα κι ένα. Ο «Ίκαρος» αγόραζε τα εκλεκτά βιβλία. Αλλά πάντα υπήρχε το μυστήριο, από ποια βιβλιοθήκη προέρχονται. Ώσπου κάποια μέρα αποκαλύφθηκε το μυστικό : τα βιβλία προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη!
Και η αποκάλυψη έγινε ως εξής : μετά το θάνατο του Λαπαθιώτη και την κηδεία του, που έγινε, ως γνωστό, με έρανο, έπρεπε να ορισθούν εκτιμητές για τη βιβλιοθήκη του, που μετά το σπίτι ήταν το μόνο αξιόλογο κατάλοιπο. Και έτσι ο άνθρωπος, που πήγαινε τα βιβλία στον «Ίκαρο», κληρονόμος προφανώς, πρότεινε ως εκτιμητή από μέρους του τον κύριο Νίκο Καρύδη, τον οποίο γνώριζε από τις μεταβάσεις του στο βιβλιοπωλείο.
Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ΄ ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία – ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά». Ο κύριος Ναπολέων! «Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του». Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε. «Όλοι οι παλιοί εξέλιπαν πια, μόνο εγώ απόμεινα». Ο κύριος Κώστας! Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται ν΄ ακούσει.
Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!
Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 33, Μάρτιος – Απρίλιος 1984, σ. 204-216.
ΤΑ ΕΒΡΑΙΙΚΑ ΜΝΗΜΑΤΑ
Εκείνη την εποχή πάνω στο στήθος μερικών από μας είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μαύρος σταυρός από χνούδι. Όσοι τον είχαν ξεχώριζαν και από άλλα κοινά σημάδια, λες και ήταν για κάτι ιδιαίτερο προορισμένοι. Τις περισσότερες φορές από μια μόνο κίνηση μάντευα τον προορισμένο. Κατόπι άρχιζα την παρακολούθηση και συνήθως τα επιβεβαίωνα όλα, όταν, αργά η γρήγορα, τύχαινε να μάς πάνε στο λουτρά. Στην αρχή, όταν μπαίναμε, σηκώναμε τον κόσμο απ’ τα γέλια και τις διάφορες τσιρίδες, μόλις όμως βγάζαμε εντελώς τη στολή και άρχιζε να τρέχει το νερό, έπεφτε βαριά βουβαμάρα.. Τα βλέμματα ορισμένων χάναν την ευθύτητα τους. Οι προορισμένοι πάντως μου δίναν την εντύπωση πως έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να χωθούν μες στο σωρό και να γλιτώσουν. Ήταν και κει, όπως παντού, οι πιο σεμνοί και οι πιο αθόρυβοι. Χαμένος κόπος.
Ύστερα τα ξεχνούσαμε όλα και μετά το βραδινό συσσίτιο έπαιρνα το φίλο μου και τραβούσαμε συνήθως για τη Ραμόνα. Κι αυτός, όπως όλοι οι προορισμένοι, αμέσως παρασύρονταν. Μες στα σοκάκια της Ραμόνας, σε κείνα τα παλιοκαφενεία, στους τεκέδες, πίσω απ’ τις μάντρες με τα παλιοσίδερα, πάντα περίμεναν διάφορες γυναίκες. Όλες τους ήτανε μια και μια• χοντρές και μεγάλες στα χρόνια. Όταν αυτές θα ’ταν πια ξεβγαλμένες, εμείς ήμασταν ακόμα μια σπίθα στα μάτια του πατέρα μας. Δυο πράγματα πρόσεχα κυρίως όσο ήμασταν στριμωγμένοι στο σκοτάδι: τα φιλήματά τους και τη μικρή βυζαντινή εκκλησιά που ξεφύτρωνε ανάμεσα στις παράγκες. Ο άλλος δεν ξέρω τι σκέφτονταν, αλλά ξέρω τι έκανε, γιατί τις περισσότερες φορές είχαμε κοινοπραξία. Ένα βράδυ ξεχώρισα μέσα σε μια από τις μάντρες κάθε λογής κάγκελα, ασφαλώς από γκρεμισμένα σπίτια. Άρχισα να πηγαίνω και προτού νυχτώσει. Καθόμουν με τις ώρες, τα σκάλιζα, έπιασα φιλίες με τ’ αφεντικά, που παραξενεμένα με κοιτούσαν. Στην αρχή είχαν νομίσει πως θ’ αγόραζα, ύστερα πως είμαι της δουλειάς, σιδεράς η σχεδιαστής. Τους είπα αόριστα πως ενδιαφέρομαι.
Μέναμε στη Ραμόνα ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Κατόπι, αν δεν είχε φεγγάρι, τραβούσαμε για τα εβραίικα μνήματα. Η αλήθεια είναι, ότι πολλές φορές στο δρόμο είχαμε σαφείς προτάσεις και άγρια κολλήματα. Δε δεχτήκαμε ποτέ, άλλα τραβούσε η ψυχή μας. Πάντως, μετά την άρνηση, εγώ εισέπραττα εκείνες τις λυσσασμένες ματιές. Σιγά σιγά αφήναμε τα φώτα και την κίνηση• σα να βυθιζόμασταν.
Μα όσο πηχτό κι αν ήταν το σκοτάδι, οι άσπρες στολές μας ξεχώριζαν. Ακόμη δε φτάναμε και γύρω μας άρχιζαν οι σκιές. Ένιωθες την ερημιά γεμάτη ανθρώπους που αγκομαχούσαν. Λένε πως μόλις παίρνει να νυχτώνει κάτι τους πιάνει. Παρατούν σπίτια, οικογένεια και τα πάντα και ξεβράζονται εκατοντάδες απ’ όλες τις διευθύνσεις. Κάθε βράδυ τα παίζουν όλα για όλα. Δεν είναι στο χέρι τους να κάνουν κι αλλιώς. Ο ναύτης ή ο φαντάρος στη φτωχή τους την καρδιά έχει πολλά προσόντα. Η στολή δίνει αυτόματα πολλές εγγυήσεις. Είναι νέος, είναι γερός και απένταρος και επιπλέον δεν είναι αστυνομικός. Στην πραγματικότητα όλα αυτά μπορεί να μην ισχύουν, εκτός από το πρώτο — και είναι, αλήθεια, το βασικότερο. Οι πραγματικά ερωτευμένοι αποφεύγουν βέβαια αυτόν τον τόπο. Δεν τους σηκώνει η αγωνία του χώρου. Μας πλησιάζαν, παρά πλησιάζαμε. Κατόπι ακολουθούσαν οι καθιερωμένες φράσεις.
Είναι βαρύ να βολοδέρνεσαι τη νύχτα σε χώρους, που κατά βάθος πολύ τους σέβεσαι. Είναι όπως όταν ασχημονείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι όπου σε περιτριγυρίζουν πράγματα, που αγγίζουν συνεχώς τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα ή τα μικρά σου αδέρφια. Προσπαθούσα τουλάχιστο να πηγαίνουμε όσο γινόταν πιο μακριά απ’ το τοιχάκι, που χώριζε το πανεπιστήμιο απ’ το νεκροταφείο. Εξάλλου οι λάκκοι ήταν άπειροι, οι Εβραίοι δεν ξεχώνουν ποτέ τους νεκρούς τους. Οι τάφοι ήταν ορθογώνιοι λάκκοι κτιστοί από μέσα. Το τούβλο σκληρό και γυαλιστερό ανέβαινε συμμετρικά σα σειρές από κόκκινο σαπούνι της πλύσης. Το εσωτερικό αυτό τοίχωμα συνεχιζόταν μερικές πιθαμές πάνω απ’ το έδαφος κι έτσι, όταν έμπαινε η μονοκόμματη πλάκα από πάνω, σχηματίζονταν ένας σωστός φούρνος. Αντί να τους κατεβάζουν από πάνω θα μπορούσαν και να τους φουρνίζουν από δίπλα. Η πλάκα είχε σκαλισμένα σχέδια σχετικά με το επάγγελμα του πεθαμένου: παπούτσια, καπέλα, μασέλες, πιρούνια, φουρναρόξυλα, βαρέλια, πόδια και χέρια, πολλές φορές και γυμνούς ανθρώπους. Πολλά σχέδια τα καταλάβαινα αμέσως, τότε που έπαιζα εκεί μικρός. Άλλα όμως ήταν τόσο συμβολικά που δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Τις νεκροφόρες, θυμάμαι, τις σέρναν δύο, τέσσερα ή έξι μαύρα άλογα μικρόσωμα, σκεπασμένα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια με μαύρα υφάσματα. Καθώς πήγαινε εκείνο το κουκουλωμένο πράγμα, έβλεπες μόνο οκτώ, δεκάξι η είκοσι τέσσερα ποδαράκια να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. Όταν πάλι σταματούσαν, για να κατεβάσουν το νεκρό, ήταν ακριβώς όπως το τραπέζι, όταν το στρώνουμε για να φάμε και φαίνονται μόνο τα ποδάρια του χαμηλά χαμηλά κάτω απ’ το τραπεζομάντιλο. Τα υφάσματα στις γωνιές είχαν την πεντάλφα σχηματισμένη με άσπρα σιρίτια. Στο κεφάλι των λόγων ήταν βαλμένα ψηλά άσπρα φτερά. Όλη εκείνη η απέραντη γυμνή έκταση τα μεσημέρια του καλοκαιριού κυμάτιζε και τριζοβολούσε άγρια και προφητικά μέσα σε μια γλυκερή μεθυστική βρόμα. Λουλούδια και κυπαρίσσια ποτέ δε φυτεύουν οι Εβραίοι. Μετά το μεγάλο γιάγμα της Κατοχής άρχισαν να ξηλώνουν για καλά τα εβραίικα μνήματα. Τα περισσότερα τούβλα και τις πλάκες τις πήραν οι εκκλησίες. Ξύσανε τα σύνεργα και τα γράμματα ή τις γυρίσαν ανάποδα και κάναν πλακοστρώσεις καλές για γονατίσματα, ακόμη και για γλειψίματα. Μόνο που πολλές απ’ αυτές έχουν ακόμα κάτι λεκέδες από λίπος. Ήταν στρουμπουλοί συνήθως οι Εβραίοι.
Πηγαίναμε τόσο συχνά, ώστε στο τέλος συνηθίσαμε σε ορισμένους λάκκους. Έριξα κατόπι την ιδέα και δίναμε ραντεβού μέσα στους λάκκους. Οι γυναίκες μας περίμεναν εκεί ξαπλωμένες ή καθισμένες. Όταν όμως φτάναμε εμείς πιο μπροστά, τις περιμέναμε καθισμένοι απ’ έξω, ο καθένας στον τάφο του. Έβλεπα την κορμοστασιά του φίλου μου να διαγράφεται μέσα στην ανταύγεια απ’ τα φώτα της Έκθεσης τα πυροτεχνήματα, και σκεφτόμουν πόσο δίκιο έχει ο Τσαρούχης όταν βάζει φτερά στους ναύτες που ζωγραφίζει. Μόλις ο φιλαράκος μου χανόταν, κατέβαινα κι εγώ μέσα στον τάφο μου, πολλές φορές μόνος. Το κορίτσι, ας πούμε, το δικό μου δεν ήταν και τόσο ταχτικό• δεν το ομολογούσα όμως. Φρόντιζα μάλιστα να λερωθώ κάπως με χώματα σε καίρια σημεία για να ’χω να τινάζομαι κι εγώ μόλις βγαίναμε στα φώτα.
Στο γυρισμό ήμουν πάντα βουβός. Ο άλλος χασκογελούσε, έλεγε λεπτομέρειες. Τελείως ανύποπτος και τελείως δοσμένος στον προορισμό του, δεν καταλάβαινε διόλου τη σκηνοθεσία. Ένα βράδυ μίλησε για κάποιον ηδονοβλεψία. Κάποιος σα να τον παραμόνευε• δεν τον είχε δει βέβαια. Ξαφνικά έκοψε να ’ρχεται μαζί μου. Πήγαινε τις νύχτες στο λιμάνι κι έπεφτε γυμνός στη θάλασσα. Έβγαζε πυρομαχικά από βυθισμένες μαούνες. Πόρνες και τελώνες ήταν πια οι παρέες του. Τίποτε δε λογάριαζε, δεν μπορούσε να λογαριάσει.
Τα κεφάλια
Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης.
Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία.
Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς. Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».
Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.
Από τη συλλογή Η σαρκοφάγος (1971)
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ
Το παν κι εδώ είναι να κάνεις την αρχή, να κατανικήσεις ορισμένους δισταγμούς. Ύστερα συνηθίζεις και διαπιστώνεις ότι είναι καλύτερα από κάθε βόλτα και κάθε ανιαρό ζαχαροπλαστείο. Όσο να πάρω την απόφαση να μπω σε λαϊκό σινεμά, είδα κι έπαθα. Πήγαινα ολοένα και τα λιγουρευόμουν απ’ έξω, κοίταζα αυτούς που μπαίναν, έτρωγαν ώρες με τα μάτια τις φωτογραφίες, και ξαφνικά ξεφύτρωνε μια αντίρρηση στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να πάω. Κάτι μέσα μου με εμπόδιζε, ένα αίσθημα ενοχής, νόμιζα πως θα εκτεθώ πολύ άσχημα. Συμβαίνει όμως και σε άλλους αυτό το πράγμα. Το βλέπω στα μάτια τους, όταν ερχόμαστε τώρα φάτσα με φάτσα εκεί μέσα. Το βράδυ που ξεκίνησα σοβαρά να πάω οπωσδήποτε, τραβούσα προς το Βαρδάρη και τα πόδια μου κόβονταν. Δεν μπορούσα όμως ν’ αντέξω άλλο χωρίς παρέα. Οι φίλοι είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πια ανυπόφοροι, αφήνω ότι με διάφορες δικαιολογίες χανόντουσαν τις νύχτες.
Στα κατηχητικά βέβαια μάς απαγόρευαν τον κινηματόγραφο. Είχαμε το εντευκτήριό μας, όπου μπορούσαμε να περνάμε ευχάριστα τα βράδια. Άλλοι συζητούσαν πολύ αυτή την απαγόρευση, εγώ υπάκουσα εύκολα, γιατί δεν είχα καιρό, ούτε λεφτά για εισιτήρια. Είχα να πάω σινεμά από μικρό παιδί. Τότε πήγαινα μόνος μου στο σινεμά της γειτονιάς μου και πάντα στον εξώστη. Έπαψα όμως απότομα να πηγαίνω και σ’ αυτό, από τότε που ένας μου έκανε ανήθικες χειρονομίες στο σκοτάδι. Ακόμα και τώρα όταν πηγαίνω καμιά φορά σε κείνο το σινεμά, σφίγγεται η καρδιά μου και δεν ξέρω τι έχω. Ίσως αυτός να ήταν ο κυριότερος λόγος, που δε με πείραζε η απαγόρευση. Κατόπι άρχισα πάλι αριά και που να πηγαίνω, αλλά εκείνα τα πρώτης προβολής μού ήταν αφόρητα, Κυρίως για τον σαχλό κόσμο που συμμαζεύουν. Γιατί δε φτάνει να είναι καλό ένα έργο για να το ευχαριστηθείς. Πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο περιβάλλον, να μπορείς εν ανάγκη να πεις μια κουβέντα με το διπλανό σου, και όχι να εισπράττεις κάθε τόσο εχθρικές ματιές από στριφνά πρόσωπα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα τα λαϊκά σινεμά έχουν αυτή την ατμόσφαιρα. Τα συνοικιακά είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική.
Τα καθεαυτού λαϊκά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σ’ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απ’ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί. Δυστυχώς τα πολλά διαβάσματα και η καθιστική ζωή μ’ έχουν, ως φαίνεται, ανεξίτηλα σφραγίσει. Νιώθω δίπλα μου μια επιφύλαξη. Όταν το έργο είναι κωμωδία, επικρατεί καλή διάθεση και εύκολα ανοίγονται συζητήσεις με τον παρακαθήμενο. Τα αστυνομικά και τα γκαγκστερικά, με τους φόνους και τα εγκλήματα, σφίγγουν την ψυχή και καθηλώνουν, δημιουργούν ατμόσφαιρα φοβίας, πέφτει μια υποψία. Η αλήθεια είναι ότι στα ερωτικά ακούγονται κραυγές και χυδαιότητες. Ποτέ δε θα ξεχάσω τι κατάσταση είχε δημιουργηθεί κάποτε, που έβλεπα τους Εραστές του Λουί Μάλλ. Είχαν πλέον αφηνιάσει.
Κουβαλώ πάντα μαζί μου μια εφημερίδα, έστω και διαβασμένη. Μόλις ανάβουν τα φώτα, βυθίζομαι δήθεν στο διάβασμα, γιατί ορισμένα βλέμματα με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καμιά φορά τραβώ για το καπνιστήριο. Δίπλα είναι τα αποχωρητήρια με τους τοίχους γεμάτους γραψίματα. Με πιάνει ένας φόβος και κλείνομαι εκεί μέσα περιμένοντας να σβήσουν τα φώτα. Απ’ την ορθογραφία και το βαθμό της ξετσιπωσιάς καταλαβαίνεις αν τα ’χει γράψει μορφωμένος. Οι επιγραφές των μορφωμένων είναι οι πιο σαχλές και οι πιο πρόστυχες. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω μια μελέτη πάνω στα γραψίματα των αμόρφωτων, γιατί έχουν γνησιότητα και πρωτογονισμό. Κάνεις την ανάγκη σου περιστοιχισμένος από διάφορες προτροπές και προτάσεις, που έχουν πολλές φορές μεγάλη πρωτοτυπία. Στο πανεπιστήμιο οι τοίχοι των αποχωρητηρίων ήταν σκεπασμένοι με ανόητες πολιτικολογίες.
Το καπνιστήριο στα διαλείμματα είναι πήχτρα. Απ’ τα ρούχα, απ’ τα χέρια και το πρόσωπο συνήθως καταλαβαίνω τι δουλειά κάνουν. Οι περισσότεροι είναι νέοι, με καλοδεμένα σώματα και πρόσωπα σπαθιά. Ολωσδιόλου άλλου ρυθμού από μένα. Δεν είναι για τους κύκλους μου, ούτε εγώ για τους δικούς τους. Το μουστάκι δίνει και παίρνει. Είναι μελαχρινοί και τους πάει. Στην Ευρώπη, μαθαίνω, το έχουν ξυρίσει. Δεν έχω ταξιδέψει προς τα κει και ούτε θέλω, αλλά, αν όλοι οι ξένοι είναι σαν αυτά τα ασυμμάζευτα ξεπλύματα, που περιτρέχουν και χαλνούν την Ελλάδα, καλά κάναν και το ξυρίσαν. Η εργατική τάξη είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, που πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει. Αντίθετα η αστική τάξη έχει ωραίες γυναίκες, που της δίνουν το γενικό τόνο. Απ’ αυτές βγαίνουν οι περίφημες κυρίες και οι διαβόητες μαμάδες. Κρυφοκοιτάζω ορισμένους εργάτες και σκέφτομαι αν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να βγουν και να μεγαλώσουν σε αστικό σπίτι. Σίγουρα θα τους είχαν ζεματίσει την ψυχή, θα τους μαραίναν πριν την ώρα τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εργάτες ζηλεύουν την αστική ζωή.
Όταν βραδιάζει και νιώθω στην τσέπη μου λεφτά αρκετά για ένα πακέτο τσιγάρα και για ένα εισιτήριο, είμαι ευτυχισμένος. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, ούτε φοβάμαι γενικότερα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός μελανιάζει στα δυτικά βουνά και βλέπω ότι έρχεται καταιγίδα, τρέχω και χώνομαι στα σινεμά, όπως ένα καιρό στα καταφύγια. Εκεί μέσα δεν εισχωρεί τίποτε. Βγαίνω αργά, βλέπω τους δρόμους γεμάτους νερά και λάσπες μια λαχτάρα λιγότερη, λέω μέσα μου. Τα λαϊκά σινεμά παίζουν πάντοτε δύο έργα, γι’ αυτό όταν καταλαβαίνω ότι θα καθίσω πολύ, την πρώτη φορά παρακολουθώ περισσότερο το διάλογο, τη δεύτερη μόνο τις φωτογραφίες και την τρίτη πια τις μικρολεπτομέρειες. Άλλοτε πάλι μαζεύομαι στον εαυτό μου και ξεχνιέμαι εντελώς. Κάνω ατέλειωτα προγράμματα για δράση και μετρημένη ζωή. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βγάλω χαρτί και μολύβι να τα γράψω. Εν τω μεταξύ οι παρακαθήμενοι διαρκώς αλλάζουν. Ποτέ δεν είμαι σε θέση να διηγηθώ την υπόθεση των έργων που είδα, ούτε θυμούμαι τίτλους και ονόματα. Στην αρχή είχα ένα μπλοκάκι και τα έγραφα, μαζί με τα προγράμματα και τις αποφάσεις μου. Τώρα ούτε καν τον τίτλο του έργου προσέχω, συνήθως είναι ψεύτικος κι αυτός. Συμβαίνει πολλές φορές να μπαίνω σε έργο που έχω ξαναδεί. Σε λίγο αρχίζω να βασανίζομαι, όπως πολλές φορές με τους ανθρώπους: πού τον είδα, πού τον είδα. Κλείνομαι τότε και περιμένω το δεύτερο έργο. Κοιτάζω την αίθουσα, ένας κλειστός βρομερός χώρος. Απορώ με τον εαυτό μου πως συνήθισα σε τέτοια βρομιά. Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, μέσα στο μπάνιο μου βάζαν καρυδόφυλλα• το νερό μοσχοβολούσε ιώδιο. Έξοδος κινδύνου ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι σαν φάκα. Αλίμονο αν συμβεί τίποτε. Ο χωροφύλακας είναι συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πότε πότε γίνεται κανένα επεισόδιο, στράφτει κανένα χαστούκι. Δεν είναι αυτά για σένα, λέω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν φύλαγα όλα αυτά τα εισιτήρια που έχω κόψει, και έκανα τώρα ένα λογαριασμό, θα μ’ έπιανε τρέλα, όταν θα ’βλεπα πόσα λεφτά και πάσες ώρες έχω σπαταλήσει για να βρίσκομαι εκεί μέσα. Σχεδόν μια ολόκληρη ζωή.
«Το Βουγγάρι»
Ώσπου να μάθουμε πως οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει τον άντρα της, κατέφθασε η ίδια απ’ τη Φλώρινα με τη μικρή στην αγκαλιά και μες στα μαύρα. Γέμισε ξαφνικά το σπίτι θρήνους και σκληρές περιγραφές. Ήταν βλάχα κι έλεγε πολλά, χωρίς να παίρνει ανάσα, όπως μιλούν όλες οι ρουμανόβλαχες. Μας είπε γενικά κι ύστερα λεπτομέρειες πώς τον έπιασαν, πώς τον πέρασαν αμέσως στρατοδικείο και πώς τον κρέμασαν στο χώρο της μεγάλης στρατώνας την άλλη μέρα πρωί πρωί μαζί με άλλους δέκα.
Χτύπησε η πόρτα τους την αυγή και σηκώθηκε αυτός ν’ ανοίξει. Βρισκόταν μάλιστα σε κάποια διέγερση, αλλά δε φόρεσε τίποτε περισσότερο, γιατί νόμιζε πως θα ’ναι ο βοηθός του απ’ το ηλεκτρικό εργοστάσιο, όπου την προηγούμενη είχε παρουσιαστεί μια μυστήρια βλάβη. Όμως σε μερικά δευτερόλεπτα ξαναμπήκε στο δωμάτιο κατάχλωμος, αναζητώντας το πανταλόνι και το σακάκι. Στην πόρτα της κάμαρας στεκόταν ένας Γερμαναράς με κράνος και πέταλο στο στήθος κι ένα δικό μας καθίκι διερμηνέας. Αυτή ούτε που πρόλαβε να σηκωθεί, μισόγυμνη καθώς ήταν στο κρεβάτι. Της έδωσε ένα παγωμένο φιλί και πήγε μαζί τους.
Το άλλο πρωινό σαν έμαθε τα φριχτά μαντάτα, έτρεξε έξαλλη κι έβρισε χυδαία το Γερμανό διοικητή, έναν παγερό ταγματάρχη. Ο διερμηνέας δεν πρόφταινε να μεταφράζει κατακόκκινος. Στο τέλος ο διοικητής είπε μόνο αυτό: «Σύμφωνα με τους κανονισμούς έπρεπε να κρεμάσω κι εσένα, αλλά έχεις μικρό παιδί και δε θέλω». Και βγήκε από το γραφείο του μαύρος απ’ το κακό του.
Δεν την άφηναν να ζυγώσει, κι αυτή κατέφυγε στο σπίτι των τριών κοριτσιών, που ήταν απέναντι στο μεγάλο στρατώνα. Το σπίτι ήταν ισόγειο, χωματένιο, δε φαινόταν καλά η κρεμάλα. Σαν βράδιασε σκαρφάλωσε μαζί με τα κορίτσια πάνω στην ψηλή κορομηλιά κι αποκεί τον έβλεπε θαμπά μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ψηλός και ξανθός κι απάνω στην κρεμάλα φάνταζε ακόμα ψηλότερος, ξεχωρίζοντας από όλους τους άλλους. Τον είχαν δεύτερο στη σειρά· πρώτος ήταν ο βοηθός του. Έμεινε εκεί ως το πρωί, μοναχή της. Το δέντρο κολλούσε, ήταν άρρωστο. Μαύρισαν τα χέρια της και τα μούτρα της απ’ την κόλλα. Σκοποί με εφ’ όπλου λόγχη πηγαινοέρχονταν. Δεν την άφησαν ούτε την άλλη μέρα να ζυγώσει. Τα ίσια ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν στον άνεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Τέλος τον έθαψε σχεδόν κρυφά. Μονάχα τα κορίτσια τόλμησαν και πήγαν.
Νιώθαμε βαριά ευθύνη για όλα αυτά και αρκετή κούραση, για να λέμε την αλήθεια. Είχαμε κάνει εμείς το συνοικέσιο αυτό, που εκτός απ’ το τραγικό του τέλος είχε περάσει κι από πολλές άλλες δύσκολες φάσεις. Το κορίτσι ήταν ιδιαίτερα άτυχο. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν απ’ τον πόλεμο παραθερίζαμε, όπως συνήθως στη Φλώρινα και την καλέσαμε να περάσει μερικές μέρες κοντά μας. Οπωσδήποτε είχαμε και τη σκέψη να επιχειρήσουμε το προξενιό μια και γνωρίζαμε κι αυτήν, που είχε πάρει να παραμεγαλώνει, αλλά και τον μακαρίτη, που καθόταν απέναντί μας και δούλευε μηχανικός στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού. Ήταν φρόνιμος άνθρωπος και μελαγχολικός. Είχε χωρίσει πρόσφατα με την πρώτη του γυναίκα, που αποδείχτηκε μεγάλη πόρνη, μολονότι αυτός είχε ξεραθεί σαν μπακαλιάρος για να την χορτάσει. Τον άκουσα μια μέρα που απαριθμούσε στον πατέρα μου τις προσπάθειές του και κρύφτηκα απ’ τη ντροπή μου. Το παιδί τους, ένα αγόρι μεγαλούτσικο, το είχε πάρει αυτή μαζί της στην πρωτεύουσα και το ’βαλε σ’ ένα χριστιανικό οικοτροφείο, πληρώνοντας ακριβά μετά την επισημοποίηση της δουλειάς της. Λέγαν πως ήταν πολύ όμορφη. Όλα αυτά, κι άλλα ακόμα, έκαμναν συμπαθή τον μακαρίτη κι οι δήθεν κρυφές σχέσεις που διατηρούσε με τη μικρότερη από τις τρεις γειτονοπούλες διόλου δε βαραίναν, μια και φαινόταν καθαρά πως δεν έτρεφε σοβαρούς σκοπούς για κείνη την πεταχτούλα. Ζυγιάζοντας τα πράγματα οι δικοί μου, που ήταν κι αυτοί ένα νεαρό ζευγάρι, αποφάσισαν και του μίλησαν. Κι όταν μετά από κάποιο δισταγμό δέχτηκε, επακολούθησε η πρόσκληση προς την ανύποπτη ακόμη κόρη. Μόλις την είδε να κατεβαίνει απ’ το τραίνο, ψηλή και μελαχρινή, ψιθύρισε στον πατέρα μου: «Τώρα αλλάζουν τα πράγματα». Απ’ αυτό καταλάβαμε πως δεν είχε πάρει την υπόθεση και τόσο στα ζεστά μέχρι τότε.
Δυο τρεις μέρες μετά τον ερχομό της, κι αφού γνωρίστηκαν κάπως και γλυκάθηκαν, οργανώσαμε μια μακρινή εκδρομή σ’ ένα πανηγύρι των Αγίων Πάντων, που γινόταν μέσα στα όρη και στα βουνά κοντά στα σερβικά σύνορα. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο απ’ το πρώτο αντίκρισμα της τοποθεσίας παρά δέντρα πολλά και την πρωινή δροσιά του βουνού να πλανιέται. Οι πιο πολλές γυναίκες, κατεβασμένες απ’ τα γύρω ορεινά χωριά, φορούσαν τις ντόπιες φορεσιές, με τις κεντητές ποδιές και τα χρωματιστά τσεμπέρια. Στ’ αυτιά τους είχαν περασμένα σαν σκουλαρίκια κάτι χηνίτικα φουσκωτά πούπουλα, απ’ το μέσα στρώμα του στήθους της χήνας, και που άκουσα να τα λένε «πούφκες». Οι άντρες φορούσαν τα καλά τους, τα γαμπριάτικα. Σκούρα και μάλλινα, φυσικά. Τώρα, όταν βλέπω καμιά φορά πίνακες καλών λαϊκών ζωγράφων της κεντρώας Ευρώπης, εκείνο κυρίως το πανηγύρι θυμάμαι.
Στο ξωκλήσι δε μείναμε πολύ· άλλωστε ήταν γεμάτο λαό. Στρωθήκαμε γρήγορα κάτω απ’ τα δέντρα κι αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για το γλεντάκι, που τελικά δεν έγινε γιατί ο ένας τραβούσε αποδώ κι ο άλλος αποκεί. Μαζί μας, εκτός απ’ το ζευγάρι που προξενεύαμε, είχαμε κι άλλα πρόσωπα για να καλύψουμε κάπως το πράγμα, να δημιουργήσουμε κατάλληλη ατμόσφαιρα, αλλά και να εξυπηρετήσουμε κι άλλες ανάγκες. Πρώτα πρώτα είχαμε μια πολύ άσχημη γεροντοκόρη δασκάλα, που ερχόταν κάθε χρόνο στη Φλώρινα για να κάμνει, λέει, ντοματοθεραπεία με τις φημισμένες ντομάτες του τόπου. Ήταν ιδιαίτερα σιχαμερή κατά την ώρα της θεραπείας, όταν μ’ εκείνες τις αχειλάρες και τις δοντάρες της προσπαθούσε να φάει το εσωτερικό μόνο απ’ τις σαρκώδεις ντομάτες, αποφεύγοντας το δύσπεπτο φλούδι. Έτρωγε, φυσικά, κοφίνια ολόκληρα. Εντούτοις κάθε χρόνο γινόταν φριχτότερη στην όψη, μα ομολογουμένως καλύτερη στην καρδιά. Ίσως με τον καιρό να πρόκοπτε σε σοφία και να διαισθανόταν καθαρότερα ότι οι ντομάτες, ακόμα και της Φλώρινας, δεν είναι, δυστυχώς, το μεγάλο όπλο για την υγεία και την ομορφιά σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάντως, εκείνη τη μέρα αυτή ήταν η πιο πιστή και πειθαρχική ακόλουθός μας. Όλοι οι άλλοι είχαν τους ιδιαίτερους σκοπούς τους. Μα, μόνο με τη δασκάλα δεν μπορούσε, βέβαια, να γίνει γλέντι. Η άλλη ύπαρξη, που είχαμε μαζί μας, ήταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς, ομορφούλα αυτή και τρελά ερωτευμένη μ’ έναν κουρέα της κεντρικής πλατείας. Η μάνα της, μια στρίγγλα βλάχα, που όλο μουρμούριζε, αντιδρούσε λυσσαλέα, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί, και τα παιδιά δεν μπορούσαν να χορταστούνε. Είχαν επινοήσει του κόσμου τα κόλπα για να μπορούν να λεν καμιά κουβέντα πότε πότε, αλλά και πάλι οι καλοθελητάδες τα πρόφταιναν. Όταν περνούσε εκείνος από μπροστά της με το μαντίλι στη μύτη, αυτό σήμαινε: «Θέλω οπωσδήποτε να σε μιλήσω». Εκείνη τότε έπρεπε να βρει τρόπο να προχωρήσει προς το συμφωνημένο σημείο. Το ίδιο έκαμνε κι αυτή, όταν ήθελε να του πει κάτι το επείγον. Περνούσε δήθεν αδιάφορη έξω απ’ το κουρείο, που η πόρτα του έφραζε μ’ εκείνο το παραπέτασμα από χρωματιστές χάντρες, και κρατώντας επιδεικτικά το μαντιλάκι στη μύτη σιγάνευε κάπως το βήμα. Οπότε αυτός με μια δικαιολογία παρατούσε τον πελάτη στη μέση κι έτρεχε δυο τρία μαγαζιά πιο κει, σ’ ένα εργαστήριο που κάμνανε λουκούμια και όπου ήξερε ότι αυτή θα τον περίμενε. Το τι λουκούμια τρώγανε στο σπίτι τους, ήταν άλλο πράμα. Είχε πείσει τους πάντες ότι τρελαίνεται για το γλύκισμα αυτό. Κι όλοι αυτοί οι παιδεμοί για να μπορέσουν να πουν, συνήθως, μόνο μια καλημέρα και ν’ ανταλλάξουν μια χειραψία τρυφερή. Ήταν τόσο σύντομες οι συναντήσεις αυτές, ώστε πολλές φορές, όταν ο κουρέας γύριζε στο μαγαζί του, οι χάντρες εξακολουθούσαν να κουνιούνται και να χτυπούν απ’ το ζωηρό παραμέρισμα που τις είχε κάνει βγαίνοντας. Όταν πηγαίναμε εμείς το καλοκαίρι, τα λουκούμια κάπως περιορίζονταν. Πήγαινα εγώ τα ραβασάκια κι έπαιρνα τις εντολές του. Το προηγούμενο απόγευμα, μόλις αποσπάσαμε τη συγκατάθεση της παμπόνηρης γριάς, πήγα τρέχοντας στον κουρέα να του πω, πως την άλλη μέρα θα είμαστε στο πανηγύρι. Δεν είχαμε καλά καλά στρώσει κι ο μικροκαμωμένος κουρέας εμφανίστηκε. Φαίνεται, είχε πάει πολύ πιο μπροστά από μας, απ’ τα βαθιά χαράματα.
Παρόλη την πρωινή δροσιά, η ζέστη γρήγορα πήρε ν’ ανεβαίνει κι οι άντρες άρχισαν να πίνουν μπρούσικο κρασί με τσούσκες ξιδάτες. Τα τζιτζίκια είχανε λυσσάξει κι οι σφήκες, καθώς πετούσαμε τις καρπουζόφλουδες και άλλα γλυκά, μαζεύονταν κατά σμήνη. Είχε αρχίσει κιόλας η φθορά της εκδρομής, που είναι πάντοτε καλές μόνο μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία πίσω απ’ την εκκλησιά. Δυο μεθυσμένοι γύφτοι μαχαιρώθηκαν. Τρέξαμε προς τα κει, μα δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη. Οι γύφτοι ήταν πάρα πολλοί και φώναξαν όλοι μαζωμένοι. Χτυπήθηκαν για τα μάτια μιας κατσιβέλας, που τώρα θρηνούσε παράμερα. Ήταν πολύ απαίσια, όμως σε λίγες μέρες πληροφορηθήκαμε απ’ τις εφημερίδες πως επρόκειτο περί καλλονής. Παρόλο το κακό παράδειγμα, οι δικοί μας ερωτευμένοι καθόλου δεν πτοήθηκαν. Ίσα ίσα, βρήκαν ευκαιρία για μια βόλτα, που όμως κράτησε πάρα πολύ, κι ο κουρέας με τη δικιά του ξάπλωσαν λίγο πιο πέρα, πίσω από ένα πουρνάρι, σκεπάζοντας τα κεφάλια τους με μια διπλή εφημερίδα σαν τσαντήρι. Κάτω απ’ την εφημερίδα ακούγονταν διαρκώς γελάκια, αναστεναγμοί και φιλιά ίδια με γερά ξεταπώματα μπουκαλιών με παλιό κρασί. Η δασκάλα βρέθηκε τότε σε δύσκολη θέση. Φοβήθηκε για μια στιγμή μήπως μας δημιουργήσει κανένα ζήτημα. Τι να την κάνουμε; Είχαμε φροντίσει και γι’ αυτήν, αλλά κανένας δεν την είχε θελήσει. Στο τέλος αποκαμωμένη σκεπάστηκε κατά τον ίδιο τρόπο με μια εφημερίδα κι έκανε πως κοιμάται. Μα, αυτό δε βάσταξε πολύ. Έβγαλε ξαφνικά μια τσιρίδα και πετάχτηκε. Την είχε τσιμπήσει μια σφήκα στο δεξί μάγουλο. Οι ερωτευμένοι διέκοψαν τα φιλιά τους για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Αμμωνία, φυσικά, μαζί μας δεν είχαμε. Χρειάστηκε να κατουρήσω εγώ, που το κάτουρό μου ήταν, λέει, ακόμα αγνό, να κάνουμε λάσπη και να της την κολλήσουμε στο πρησμένο μούτρο. Αυτό ήταν γιατροσόφι του κουρέα. Για να την παρηγορήσουμε της λέγαμε σε τόνο στοργικό ότι οι σφήκες στα γλυκά πηγαίνουν κι όχι στα πικρά, οπότε αυτή το πίστεψε κι άρχισε να κάνει νάζια σαν καμιά μπεμπέκα. Δεν ξέραμε πώς να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως οι σφήκες κανέναν άλλον δεν πείραξαν. Δεν πιστεύω όμως να το είχε κάνει επίτηδες η υστερική δασκάλα. Μας χάλασε όλο το κέφι. Λίγο αργότερα, εμένα με κυνήγησε ένα κριάρι, μα προτού προλάβει να με κουτουλήσει, εγώ έπεσα, και το κριάρι διάβηκε θριαμβευτικά από πάνω μου. Επίσης διαδόθηκε ότι πιάσανε έναν κατάσκοπο.
Τελικά, μόλις που προλάβαμε το λεωφορείο, γιατί το νεότευκτο ζευγάρι άργησε πάρα πολύ και μας έπρηξε το τσιγέρι. Πού πήγαν και τι κάνανε τόσες ώρες, ένας θεός το ξέρει. Πάντως, εγώ τους είχα δει ν’ αγκαλιάζονται προτού καλά καλά μπούνε στο δάσος. «Καλά κρασιά» είχε πει τότε ο πατέρας μου κι αποδείχτηκε προφήτης. Στο γυρισμό αυτή σιγοτραγουδούσε παθητικά τραγούδια και τον κοίταζε λιγωμένη στα μάτια, ενώ αυτός γελούσε με το παραμικρό σαν να τον γαργαλούσαν. Τότε μόλις αρχίσαμε κάπως ν’ ανησυχούμε.
Ο σεμνός κουρέας δε γύρισε μαζί μας για να μην εκθέσει την αγαπημένη του. Παρ’ όλες τις λεπτότητες όμως, η συνάντησή τους αυτή έμελλε να είναι η τελευταία, γιατί σε λίγες μέρες ένα γεγονός αναπάντεχο τα αναποδογύρισε όλα.
Χτύπησε πρωί πρωί η εξώπορτα του σπιτιού που μέναμε. Η κόρη της νοικοκυράς άνοιξε με τις νυχτικιές να δει ποιος είναι. Ήταν ένας μεσόκοπος ομογενής που ζητούσε κάποιους γείτονες. Η κόρη γύρεψε μια στιγμή συγγνώμη, έριξε κάτι απάνω της, και οδήγησε ευγενικά τον Αμερικάνο ως εκεί απ’ όπου φαινόταν το σπίτι που ήθελε. Αυτός, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, πήγαινε για γαμπρός στο σπίτι αυτό. Μόλις όμως αντίκρισε την κοπέλα που του προξενεύανε, με πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια και αρκετά μεγαλούτσικη, είπε «νο,νο!» μέσα του κι έπεσαν τα φτερά του. Αντίθετα, το μυαλό του είχε κολλήσει στην κόρη της νοικοκυράς μας. Αυτή μάλιστα! Του είχε φανεί πολύ όμορφη και φρέσκια, κι ας είχε μόλις σηκωθεί απ’ τον ύπνο. Έπρεπε να βγει η δασκάλα και του ’λεγα εγώ. Πραγματικά, η υποψήφια νύφη στάθηκε πολύ άτυχη, η σύγκριση ήταν συντριπτική. Τον Αμερικάνο τον είχε δασκαλέψει η πονήρω η μάνα του να πάει να δει τη νύφη ξαφνικά και πρωί πρωί, γιατί τότε, λέει, οι γυναίκες φαίνονται αν είναι αληθινά νέες και όμορφες. Έβαλε λυτούς και δεμένους να μάθει για τη δικιά μας, και καθώς αυτή είχε απελπιστεί πια με το άκαμπτο συγγενολόγι της, αλλά και με τον μπαρμπέρη, δέχτηκε τελικά τις προτάσεις του και σε λίγο γίνονταν οι αρραβώνες. Ο καημένος ο κουρέας έφερνε πια το μαντιλάκι μόνο στα μάτια κι αλίμονο όχι συνθηματικά. Φεύγοντας τους αφήσαμε στα πρόθυρα του γάμου. Ο Αμερικάνος βιαζόταν φοβερά, το εστιατόριο βρισκόταν σε ξένα χέρια. Άλλωστε δεν έβλεπε το λόγο να κάθεται εδώ, εφόσον ο σκοπός του είχε επιτύχει.
Κατά τον Σεπτέμβρη έφυγαν παντρεμένοι για την Αμερική και λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, κατέφθασαν και τα πρώτα νέα. Η κοπέλα περνούσε ζωή χαρισάμενη. Πράγματα ανήκουστα έγραφε στο γράμμα. Δεν έπινε ποτέ νερό από τη βρύση παρά μόνο από μπουκάλια, δεν έπλενε κάλτσες, κιλότες και γενικά εσώρουχα παρά τα πετούσε μόλις λερώνονταν· ούτε και μαντιλάκια έπλενε ποτέ. Αυτά εξάλλου και να ’θελε να τα πλύνει, δεν μπορούσε γιατί ήταν χάρτινα. Τη μακαρίζαμε για την τύχη της. Πολύ τη θυμηθήκαμε στην Κατοχή και ιδίως μετά την απελευθέρωση, που άρχισαν να έρχονται τα δέματα αποκεί πέρα. Είχαμε χάσει όμως τη σύστασή της, ούτε κι αυτή μας ξανάγραψε. Τώρα που σκέφτομαι τη σιωπή, δεν το θεωρώ αυτό καθόλου καλό σημάδι.
Η δικιά μας προσκαλεσμένη σε καναδυό μέρες μετά το πανηγύρι έφυγε απ’ τη Φλώρινα, δηλώνοντας με τόλμη που μας ξάφνισε, πως τον μηχανικό τον θέλει και πως πια στο χέρι μας είναι να μιλήσουμε και να πείσουμε τους δικούς της. Τα ίδια περίπου μας είπε κι ο μηχανικός και φάνηκε πως ήταν συνεννοημένοι.
Πάντως, αυτός σαν άνδρας εξακολούθησε να πηγαίνει δίπλα στις τρεις αδερφές, που ήταν ψυχικάρες και στην πραγματικότητα μόνο δύο. Την άλλη, τη μεγαλύτερη, είχε καταφέρει ο ίδιος να την παντρέψει εξαναγκάζοντας ένα βαθμοφόρο μορφονιό, που την είχε αφήσει έγκυο, να τη στεφανωθεί. Το τι είχε τραβήξει όμως για ένα διάστημα εκείνο το κορίτσι δε λέγεται. Την είχαν κλείσει σ’ ένα ανήλιο δωματιάκι όπου την έβριζαν και τη χτυπούσαν συνεχώς. Μάνα δεν είχε, αλλά είχε μια φοβερή μπάμπω, που δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Αυτή ακόμα και τώρα, μολονότι κατάκοιτη, καταπίεζε βαριά τα άλλα δυο κορίτσια, σε σημείο που πήγαιναν και άναβαν κεριά στην εκκλησιά για να πεθάνει το ταχύτερο. Της το έλεγαν μάλιστα σαν νέο για να τη σκάσουν. Δεν ήταν αυτές σαν τη μεγάλη που την είχε πληρώσει. Καθώς το σπίτι τους βρισκόταν απέναντι στο μεγάλο στρατώνα, τα κορίτσια, θέλοντας και μη, γνωρίζονταν κάθε τόσο και με κανένα φαντάρο. Κακά τα ψέματα· όπου υπάρχουν στρατώνες, η άμυνα δεν είναι εύκολη. Οι νέοι άντρες είναι ακαταμάχητοι κι όταν επιθυμούν κάτι πολύ, τίποτε δεν τους σταματάει. Όλη μέρα κάνοντας ασκήσεις, κοιτάζανε ακούραστα προς το χαμηλό σπιτάκι. Κάθε φορά που διαπερνούσαν με τις ξιφολόγχες τους αχυρένιους ανθρώπους, τους κρεμασμένους στη σειρά, βγάζαν κωμικές κραυγές και στρέφονταν προς τα κορίτσια. Αυτές πάλι, αφού έκαμναν πρωί πρωί με πυρωμένο σίδερο τα μακριά μαλλιά τους μπούκλες σαν λουκάνικα – πράγμα για το οποίο ο κόσμος λογοπαίζοντας τις ονόμαζε «Λουκανίκες» – σκαρφάλωναν απάνω στην κορομηλιά για να βλέπουν τις ασκήσεις των παλικαριών, αλλά και για να γλιτώνουν απ’ τη γριά και το γέρο πατέρα τους, που μετά το πάθημα της πρώτης, δεν τις άφηναν να στέκονται πολύ πολύ στην πόρτα. Μέσα στο πηγάδι, που ήταν κάτω ακριβώς απ’ τα κλαδιά της φουντωτής κορομηλιάς και όπου κατεβάζαμε καρπούζια, πεπόνια και αγγούρια για να κρυώσουν, καθρεφτίζονταν συχνά, κι ας ήταν μεσημέρι, το φεγγάρι σε διάφορες φάσεις του. Πάντως, δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δε φορούσαν τίποτε από κάτω. Η μόνη αλήθεια σχετικά ήταν πως οι Λουκανίκες είχαν παρανοήσει στους στίχους ενός τραγουδιού της εποχής κι αντί να λεν·
«Δεν έχεις τίποτε, μα έχεις κάτι,
και από κάτι είσαι ολόκληρη γεμάτη…»
αυτές έλεγαν· και από κάτω είσαι ολόκληρη γεμάτη. Τι να τις κάνεις; Μήπως ήξεραν καλά ελληνικά;
Το βράδυ τα παλικαράκια ξαναμμένα δώσ’ του και κόβαν βόλτες έξω απ’ το καλυβάκι, μολονότι ο δρόμος είχε μια πιθαμή σκόνη και ήταν ναρκοθετημένος με πλατιές βουνιές απ’ τα γελάδια. Μα, η γλυκιά επιθυμία που έκοβε τα μέλη και το αδύνατο λαμπιόνι του Δήμου τα ’δειχναν όλα αυτά παραμυθένια. Τα παιδιά τις πετούσαν λόγια πειραχτικά ή αινιγματικά, κι αυτές μ’ ένα στόμα απαντούσαν. Ήταν κοινωνικώς πολύ μορφωμένες. Κάπου κάπου καμιά παρέα σκάλωνε για να συζητήσει βαθύτερα την απάντηση.
Έτσι είχε ξεπλανέψει κι ο βαθμοφόρος τη μεγάλη. Της ζήτησε κορόμηλα και πιάσανε κουβέντα. Ως τότε μόνο φαντάροι την καταδέχονταν κι αυτή συγκινήθηκε ιδιαίτερα από τα γαλόνια. Ακόμα κι η γριά έπαψε να γρυλίζει και περιποιούνταν με αρκετή προθυμία τον καπετάνιο. Το σπίτι τους ήταν ταπεινό, πολύ φτωχικό, όμως εκείνος δεν ξεκολλούσε. Άφηνε, βέβαια, να εννοηθεί πως αυτός ήταν πλούσιος στο χωριό του, πράγμα που δεν ήταν ψέμα. Το χειρότερο απ’ όλα στο σπίτι των κοριτσιών ήταν το αποχωρητήριο. Τη νύχτα πήγαιναν στο απέναντι χωράφι που συνόρευε με το στρατώνα. Οι σκοποί πίσω απ’ τα σύρματα ψιθύριζαν λόγια λαγνείας μες στο σκοτάδι. Καμιά φορά έκαμναν λάθος, οπότε γινόταν άγριος σαματάς. Τη μέρα πήγαιναν στο στάβλο, όπου ήταν το αιώνιο γουρούνι και το παχνί της αγελάδας. Μια φορά, που μ’ έμπασαν εκεί μέσα να κάνω τα κακά μου, κατατρόμαξα σαν ένιωσα μια θερμή ανάσα από πίσω μου. Ήταν το γουρούνι, που στα μισοσκότεινα καταβρόχθιζε ό,τι μπορούσε. Αργότερα, όταν πίεζαν το νεαρό να πάρει την ξεπλανεμένη κόρη, αυτός, ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που αράδιασε, ήταν και το αποχωρητήριό τους. Ίσως τον είχε τρομάξει κι αυτόν το γουρούνι, που μακάρι και να τον δάγκωνε. Όμως κάτι τέτοια στο μακαρίτη δεν περνούσαν. Αφού έμαθε τη ρίζα του και τη φύτρα του, σηκώθηκε, πήγε στο χωριό του και τα είπε όλα στον πατέρα του προκομμένου, ένα νοικοκύρη του παλιού καιρού, που κατασυγχύστηκε, όταν πληροφορήθηκε τα κατορθώματα του κανακάρη του και τον υποχρέωσε να την πάρει το ταχύτερο, απειλώντας τον με αποκλήρωση. Αδιάφορο τώρα, αν από τότε που την πήραν στο σπιτικό τους, την είχανε χειρότερα κι από δούλα και την έδερναν όλοι μαζί. Το γεγονός αυτό είχε αποφασιστική σημασία και στη ζωή του μακαρίτη. Χωρίς να το καταλάβει είχε υπογράψει το νέο στεφανοχάρτι του.
Γυρνώντας στη Σαλονίκη βάλαμε μπρος το προξενιό. Η κοπέλα φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη και μας πίεζε. Υποθέσαμε πως είναι γερά τσιμπημένη μαζί του. Εμένα μ’ έστελνε αρκετά συχνά τη νύχτα σε μια γριά μάγισσα να παίρνω κάτι γεμάτα μπουκάλια, που της τα ’δινα απ’ το παραθύρι για να μην τα δει η μάνα της, μια φοβερή καμπουρίτσα. Αργότερα έμαθα πως είχε γκαστρωθεί κι αυτή και ήθελε με κάθε τρόπο να το ρίξει.
Στις αρχές του Οχτώβρη, λίγο μετά το γράμμα της Αμερικάνας, μια δροσερή βραδιά με μπουμπουνητά και βροχή με το κουμάρι, έγιναν οι αρραβώνες, όπου πήγαμε σύσσωμοι. Η βροχή θεωρήθηκε σημάδι αφθονίας κι όλοι προλέγανε ευτυχισμένη ζωή και πολλούς απογόνους. Ήρθαν και τα προκομμένα τ’ αδέρφια της, έξι τον αριθμό, που όμως καθόλου δε νοιάζονταν για την αδερφή τους. Οι ίδιοι έμοιαζαν αρκετά σοβαροί, όμως οι γυναίκες τους ήταν μία και μία. Ο γάμος ορίστηκε για το Νοέμβρη, αλλά με την κήρυξη του πολέμου ο γαμπρός πήγε φαντάρος κι η κοπέλα έπεσε σε απόγνωση.
Οι βομβαρδισμοί ερήμωσαν σχεδόν τη γειτονιά, που είχε μόνο τουρκόσπιτα. Άλλοι θυμήθηκαν τα χωριά τους κι άλλοι μετακόμισαν σε συνοικίες, όπου υπήρχαν σπίτια με πολλές πλάκες μπετόν. Εμείς καταφύγαμε στην Αθήνα, στη χοντρή γιαγιά, σ’ ένα γκρεμούλικο σπίτι κοντά στους Αέρηδες. Είχαμε χάσει, φυσικά, την προστατευομένη μας. Όμως καθώς πήγαινα πασχαλιάτικα σε ώρα συναγερμού το ψητό στο φούρνο κι έσκαζαν απάνω τ’ αντιαεροπορικά, ενώ στο ταψί βροντολογούσαν οι πατάτες, είδα μπροστά μου την κόρη της Σαλονίκης να κοιτάει τα νούμερα ενός άλλου δρόμου. Έκλαιγε, όταν την οδήγησα στο σπίτι μας. Είχε κιόλας ένα μωρό, ένα κοριτσάκι. Το είχε γεννήσει πριν λίγο καιρό κρυφά στην Αθήνα και κανένας απ’ τους δικούς της δεν το ’ξερε. Μετρήσαμε νοερά τους μήνες· σίγουρα ήταν προϊόν εκείνης της μακρινής πια εκδρομής. Μαύρη απελπισία κι αυτήν κι εμάς μας περιτύλιγε. Άλλοι ήταν εδώ κι άλλοι εκεί κι ούτε ήμασταν βέβαιοι αν ζούνε.
Όταν τέλος πάντων ήρθαν οι Γερμανοί, άρχισε κι ο διαλυμένος στρατός να καταφθάνει κατά μάζες. Πολλές γυναίκες, που είχαν άντρες ή παιδιά στον πόλεμο, πήγαιναν καθημερινά και καρτερούσαν στο σταθμό του Ρέντη, όπου οι μεθοδικοί εχθροί επέτρεπαν να ξεφορτώνουν τα εμπορικά τρένα τους φαντάρους. Οι γυναικούλες κουβαλούσαν και ρούχα πολιτικά μαζί τους, πανταλόνια και πουκάμισα. Είχε βγει η φήμη πως οι Γερμανοί νευρίαζαν ιδιαίτερα σαν έβλεπαν στο κέντρο της Αθήνας τους φαντάρους με τις ελληνικές στολές και απειλούσαν να τους μαζέψουν σε στρατόπεδα. Τα τρένα αυτά δεν είχαν, φυσικά, ορισμένο δρομολόγιο, συνήθως όμως κατέφθαναν στην Αθήνα το απογευματάκι. Οι εμπορικές αμαξοστοιχίες, όσες επέτρεπαν οι αρχές κατοχής, ανέβαιναν μέχρι τη Θήβα ή τη Λειβαδιά – πιο πάνω οι μεγάλες γέφυρες ήταν ανατιναγμένες – κι αποκεί φορτώνοντας στρατό, που μέχρι τότε πεζοπορούσε, τον έφερναν σιγά σιγά στην Αθήνα. Κάθε απομεσήμερο, με αρχηγό τη γιαγιά μου, ξεκινούσε ένα κοπάδι γυναίκες απ’ τη γειτονιά, με πανταλόνια και πουκάμισα ριγμένα στο μπράτσο, με μπαρδάκια γεμάτα νερό στο άλλο χέρι ή με δίχτυα που είχαν φαγητά και τρόφιμα. Πήγαιναν να υποδεχτούν τους γυμνούς και τους διψασμένους, να τους προλάβουν, μόλις πατήσουν το πόδι τους στο χώμα. Η κοπέλα έτρεχε κι αυτή μαζί τους, αν και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ελπίδα. Μας άφηνε το μωρό και πήγαινε. Εννοείται πως τα ρούχα και ιδίως τα φαγητά σπάνια γυρνούσαν πίσω. Όλο και ξεφύτρωνε κάποιος γνωστός ή λυπόντουσαν κανένα ταλαιπωρημένο παλικάρι και του τα ’διναν. Ήταν κι αυτό μια ανακούφιση, μια ελπίδα ανταμοιβής απ’ το Θεό που είχε χαμηλώσει και τα ’βλεπε εκείνες τις μέρες όλα. Όμως κανένας απ’ τη γειτονιά δεν έλεγε να φανεί κι οι γυναικούλες πήγαν στη Γοργοεπήκοο κι έψαλαν όλες μαζί μια παράκληση με κλάματα και λόγια σαστισμένα.
Το άλλο σούρουπο ακριβώς εμφανίστηκε ένας απ’ τη γειτονιά, που ήτανε γνωστός σαν τοιούτος. Γι’ αυτόν, βέβαια, καμιά γυναίκα δεν είχε παρακαλέσει την Παναγία, ζούσε άλλωστε παντέρημος αποφεύγοντας τους συγγενείς του. Όμως η Γοργοεπήκοος είχε βρει τρόπο να κάνει την υπόδειξη της. Είχε κλέψει ένα άλογο, μας εξήγησε απλά, γι’ αυτό έφτασε πρώτος. Ο πολύς στρατός είναι στο δρόμο κι έρχεται χωρίς να τον πειράζει κανένας. Οι γυναικούλες έκαναν το σταυρό τους και κάπως γαλήνεψαν. Μα, αργά το βράδυ, δυο στεναχωρεμένα παλικάρια έφεραν απέναντι, στο σπίτι του τυφλού, την είδηση πως ο γαμπρός του είχε σκοτωθεί στην οπισθοχώρηση. Χάλασε ο κόσμος απ’ τις τσιρίδες κι η γειτονιά πανικοβλήθηκε. Ο σκοτωμός είχε γίνει την τελευταία στιγμή, τότε που όλοι νόμιζαν πως οι σκοτωμοί τουλάχιστο είχαν πάψει. Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα.
Το άλλο πρωί πολλές γυναικούλες ξεκίνησαν με φούρια για το σταθμό του Ρέντη. Μαζί τους έφυγε και η κοπελιά. Σε λίγο όμως εμφανίστηκε ήσυχα ήσυχα ο μικρότερος γιος της Θοδωρούλας, όπως ακριβώς κι εκείνη το υπολόγιζε. Είχε ιδιωτικό εικονοστάσιο στην αυλή της, υπόλειμμα απ’ την παλιά εκκλησία της Κυράς, και από μέρες έλεγε πως η Παναγία τής είχε πει, πρώτα να περιμένει τον μικρότερο και μετά τον πιο μεγάλο. Στην πραγματικότητα ο μικρότερος ήταν πολύ πιο έξυπνος και σβέλτος απ’ τον πρωτότοκο, που δουλειά του ήταν να πουλά άμφια στους παπάδες. Η Θοδωρούλα, που τα μικρά παιδιά της πρόφτασαν το νέο, βγήκε στην εξώπορτα και γονάτισε μπροστά στο γιο της. Δόξα τω Θεώ, είχε εξασφαλίσει τον ένα. Σε λίγη ώρα, φωνές υψώθηκαν απ’ το σπίτι της Πολυξένης· ο άντρας της ανέβαινε βαριά τα σκαλιά. Μα, οι γειτόνισσες που τρέξανε να μπουν, βρήκαν κιόλας σφαλιχτή την πόρτα. Ο άντρας της Πολυξένης, ένας γεροδεμένος τύπος, δε χαμπάριαζε από ευγένειες. «Χαρά στην Πολυξένη», σχολίασαν οι πιο καλόκαρδες. «Καλύτερα κι από νύφη θα περάσει». Ως το βράδυ είχαν γυρίσει τουλάχιστο οι μισοί άντρες της γειτονιάς, κι αργά τη νύχτα έγινε κι ο πρώτος ξυλοδαρμός, που τον άκουσε όλη η γειτονιά με σιωπηλή απόλαυση. Ο άντρας της Δημητρούλας την έδερνε άγρια, γιατί απ’ τη σαστιμάρα της έτρεξε απ’ τις πρώτες και παράδωσε το πιστόλι του στους Γερμανούς, που μόλις είχαν έρθει έβγαλαν θανάσιμες διαταγές για τα όπλα.
Ο κυρ-Μάνθος, ο προστάτης των μοναχικών γυναικών σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, είχε συγκεντρώσει στο πεζούλι της αυλής αρκετούς απ’ τους νεοφερμένους και τους διηγιόταν για την τρομερή έλλειψη τροφίμων, που είχε κιόλας παρουσιαστεί στην αγορά. Απ’ τις καύτρες των τσιγάρων, που λαμπυρίζανε ζωηρά σε κάθε τράβηγμα, καταλάβαινες πως οι νεοφερμένοι κατέχονταν από μεγάλη αγωνία. Ο κυρ-Μάνθος έλεγε πως στο εστιατόριο όπου δούλευε, τα λαχανικά δεν τα καθάριζαν πια καθόλου, μα τα έριχναν στις κατσαρόλες έτσι με τα φλούδια και τα σάπια για να μην έχουνε καθόλου φύρα. Άλλωστε δεν υπήρχε φόβος να χάσουν τους πελάτες· κάθε μεσημέρι γίνονταν σκοτωμός για μια καρέκλα. Ο κυρ-Μάνθος βλέποντας όλον εκείνο τον κόσμο να καταβροχθίζει τα σκουπιδένια φαγιά, σερβίριζε και μαζί με τις παραγγελίες κραύγαζε κάθε τόσο: «Φάτε, γουρούνια, φάτε!» Κανένας δεν παρεξηγιόταν, ούτε και γελούσε όμως. Ο κυρ-Μάνθος έλεγε μια μεγάλη αλήθεια. Και συγχρόνως έκαμνε την καρδιά των νεοφερμένων περιβόλι. Κι όμως ο κυρ-Μάνθος αυτός, σαν έκλεισε το εστιατόριο, πέθανε από την πείνα, ενώ πολλοί απ’ τους νεοφερμένους πολεμιστές αποδείχτηκαν άφταστοι μαυραγορίτες. «Ο θάνατός σου – η ζωή μου», πέταξε κατάμουτρα στον πεινασμένο κυρ-Μάνθο ένας απ’ αυτούς μετά από λίγον καιρό.
Η κοπέλα, ακούγοντας μέσα στο σκοτεινό καμαράκι τις παραστατικές αφηγήσεις του κυρ-Μάνθου, έσφιγγε το μικρό στην αγκαλιά και σιγοσπάραζε απ’ το κλάμα. Δεν ήταν μόνο η ερημιά, αλλά και η πείνα που την απειλούσε. Την άλλη μέρα δεν πήγε στο σταθμό, ούτε και την παράλλη. Ήταν περιττό να ξεγελάει ακόμα τον εαυτό της.
Ως το τέλος της εβδομάδας είχαν γυρίσει όλα τα παλικάρια. Η μόνη απώλεια που είχε η γειτονιά ήταν ο γαμπρός του τυφλού. Του έκαναν ένα μνημόσυνο στη Γοργοεπήκοο, που κατά βάθος ήταν δοξολογία για τις μηδαμινές απώλειες. Το άλλο βράδυ οι τοιούτοι της γειτονιάς έδωσαν το πρώτο πάρτι τους, αφού όλη μέρα έβγαζαν ένα ένα τα γένια τους με τσιμπιδάκια. «Μα, δεν ξέρετε πώς πονάει, πώς πονάει!» έλεγαν, κουνώντας πάνω κάτω τα κουλά τους. Μόλις πήρε να σουρουπώνει, πολύς ένδοξος και αρειμάνιος κόσμος συνέρευσε. «Τας ηδονάς θήρευε τας μετά δόξης», έλεγαν οι αρχαίοι, που σίγουρα θα ευλογούσαν τη σύναξη εκ των κάτω, μια κι επάνω σ’ ένα νεκροταφείο τους, όπως έδειξαν τώρα οι ανασκαφές, γινόταν εκείνο το ξεφάντωμα. Ακούγοντας μες στο σκοτάδι τον εύθυμο θόρυβο, νομίσαμε για μια στιγμή πως είχε ξαναγυρίσει η προπολεμική εποχή και νιώσαμε ευγνωμοσύνη για τους κατατρεγμένους. Όμως ο σχεδόν ενοχλητικός καημός της ζαρωμένης σε μια γωνιά κοπέλας δε μας άφηνε να χαρούμε.
Κάποτε έφτασε ένα μήνυμα πως ο μηχανικός ήταν καλά και βρισκόταν στη Φλώρινα. Άρπαξε την άλλη μέρα το μωρό κι έφυγε μέσω Χαλκίδας μ’ ένα καΐκι για πάνω. Ήταν ανατιναγμένες οι γραμμές κι η θάλασσα έβραζε από αδέσποτες νάρκες. Όμως αυτή δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο· έπρεπε να στεφανωθεί, προτού τα πληροφορηθούν όλα οι δικοί της. Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να μάθουμε ότι το τόλμημά της επέτυχε. Αλλά, τι τα θέλεις, ο μακαρίτης βγήκε πολύ ζωηρός, ανακατεύτηκε γρήγορα σε οργανώσεις και οι εχθροί, ξεμοναχιασμένους καθώς τους βρήκαν στη μαύρη εκείνη επαρχία, τους τσάκισαν παραδειγματικά. Αντί να τη χαρούμε νυφούλα, την είχαμε τώρα μπροστά μας μες στα μαύρα κρέπια.
Ήμουν μικρός, όμως υπόφερνα από τότε για όλα σχεδόν τα πράγματα. Οι διηγήσεις της χήρας για την κρεμάλα μου είχαν σφίξει το λαιμό. Πήρα στην αγκαλιά το κοριτσάκι και βγήκα στην ταράτσα. Ήθελα να κάνω τις βαθιές εισπνοές μου, που, όπως δίδασκε ο Ηλίας Πέτρου, ισοδυναμούσε η καθεμιά τους με μια μπριζόλα χοιρινή. Σε άλλη περίπτωση, θα μας είχαν φέρει μπριζόλες αληθινές απ’ τη Φλώρινα, αλλά τώρα δε συζητούσε κανένας αυτή την παράλειψη. Ανάμεσα σε δυο εισπνοές, ρώτησα το νήπιο δείχνοντας το φεγγάρι: «Τι είναι αυτό, τζουτζουκάκι μου, τι είναι αυτό;» Άπλωσε γελαστό το χεράκι του και μου είπε τσεβδά: «Βουγγάρι». Από τότε, προς μεγάλη ανησυχία της μάνας του, το μικρό βαφτίστηκε «Βουγγάρι» κι έτσι το ξέραμε πια. Παραποιήσαμε μάλιστα κι ένα γνωστό δίστιχο και το τραγουδούσαμε σε ήχο δικό μας:
«Ήλιος και φεγγάρι
παντρεύουν το Βουγγάρι…»
Σε λίγες μέρες το πήρε και ξαναγύρισαν στη Φλώρινα. Εκεί υπήρχε βέβαια η φοβερή σκιά της κρεμάλας, αλλά υπήρχε και ψωμί. Θα έκαμνε, όπως παλιότερα, τη ράφτρα.
Πέρασε δυστυχίες βαριές. Καταφρονήθηκε πολύ, ράβοντας τραχιές Δυτικομακεδόνισσες, που δεν της έλεγαν καλό λόγο. Μόνο οι Λουκανίκες την παραστέκονταν, που μολονότι σλαβόφωνες αποδείχτηκαν αγνές Ελληνοπούλες όσο λίγες. Είχαν εκπαιδευθεί για καλά απ’ τους φαντάρους μας. Κάθε φορά που κατέβαιναν, το Βουγγάρι ήταν πιο όμορφο και πιο στρογγυλεμένο. Στο τέλος ξεπετάχτηκε ένας ξανθός κορίτσαρος να λωλαίνεται ο νους του ανθρώπου. Ως και οι θείοι είχαν πάρει να συγκινούνται κι έπαψαν να βλέπουν στο πρόσωπό του το όνειδος της σπουδαίας τους οικογένειας. Η ομορφιά επιβάλλεται στους πάντες, κακά τα ψέματα.
Πέρσι παντρέψαμε και το Βουγγάρι. Ο γάμος έγινε στον Άγιο Δημήτρη, την πολύπαθη εκκλησιά μας. Ήρθε κόσμος πολύς, με ασυνήθιστη προθυμία για γάμο. Είχες την εντύπωση πως γιορτάζεται κάποιο γεγονός νικηφόρο. Ο γαμπρός, ένα θαρρετό παλικάρι από χωριό, έμοιαζε συγκλονιστικά του πατέρα της. Οι μεγαλόσχημοι και αναλλοίωτοι θείοι ήταν όλοι παρόντες, όπως στον αρραβώνα της μάνας της. Κοίταζαν κορδωμένοι το δροσερό και απλό σόι του γαμπρού, σιγοψιθυρίζοντας κάθε τόσο. Η μάνα της μ’ ένα άσπρο μαντίλι στον ώμο για να σπάνει τη μαυρίλα της χηρείας της σκούπιζε τα μάτια της πίσω από μια κολόνα. Καθώς η στέψη προχωρούσε, συγκινηθήκαμε αναπολώντας τα παλιά. Το Βουγγάρι έλαμπε από ομορφιά και αθωότητα. Σκεφτόμουν, πως όταν την ωριμάσει ο άντρας της, θα πρέπει να της διηγηθώ σε τόνο ευτράπελο τα όσα έγιναν σε κείνη την εκδρομή για να ξέρει. Κοιτάζοντας τους ορειχάλκινους πολυελαίους, θυμήθηκα ξαφνικά τον πατέρα της μαζί με τους άλλους δέκα. Ο πιο μεγάλος μάλιστα πολυέλαιος, αυτός που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κουνιόταν ελαφρά ελαφρά σαν να ευλογούσε.
Και πράγματι, πάνω στους εννιά μήνες απ’ το γάμο, και διόλου λιγότερο, το Βουγγάρι όχι απλώς γέννησε, μα έκανε δίδυμα, αγόρι και κορίτσι. Δυο ξανθά ζωηρά παιδιά, όλο υγεία.
Οι ευλογίες του πατέρα της πιάσανε για καλά τόπο.
Από τη συλλογή Η μόνη κληρονομιά (1974)
"Τζέλντεν" του Γιώργου Ιωάννου
(από τη συλλογή διηγημάτων "Η μόνη κληρονομιά", Κέδρος, 1982)
Στον Χρήστο Ζιώγα, σύντροφο της ερήμου
Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι τους. Γυρνώντας όλη μέρα στους δρόμους, τα παζάρια, το ζωολογικό κήπο, καθόλου δεν κατάφερα να βρω το κέφι μου. 'Αλλωστε έξω ούτε να φας ούτε να πιεις είναι εύκολο. 'Ετσι και μασουλάς ή καπνίζεις, οι αλαλιασμένοι απ' τη νηστεία μουσουλμάνοι σε κοιτούνε με μάτι σκοτεινό, όλο αποσταγμένο φανατισμό και απώθηση. Αν αποτελούν κοπάδι, καταλαβαίνεις ότι κάτι λένε μεταξύ τους για σένα. Σε βρίζουνε, χωρίς αμφιβολία. Το να γιορτάζεις και τις δικές σου και τις αράπικες γιορτές και να 'σαι μόνος εδώ πέρα, πάει πραγματικά πάρα πολύ. Κοίταζα στο δωμάτιο τα αραδιασμένα μπουκάλια με το ουίσκι -δώρα που βρήκα έξω απ' την κατάκλειστη πόρτα μου τη μέρα της γιορτής μου- και ήξερα πολύ καλά τι θα γίνει και πάλι. Τελικά, ψιθύρισα την απόφασή μου: "Ας πάω στο Τζέλντεν, στης ESSO τις πηγές".
Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν λύκοι, έτρεχα στο δρόμο το δυτικό όσο σήκωνε το δανεικό λαντρόβερ μου. 'Ετρεχα και σε λίγο έπιανα τον εαυτό μου να τραγουδάει ξέφρενα κάτι δικά μου επαναστατικά κι ύστερα μόρτικα τραγούδια. Η ανοστιά με ταχύτητα διαλύονταν. Ψυχή δεν ήταν στο δρόμο -τόσο το καλύτερο. 'Ολα τα τροχοφόρα σπεύδουν να εξαφανιστούν από τις αρτηρίες της ερημιάς πολύ προτού πλακώσει το σκοτάδι. Μοναχά τρελοί ταξιδεύουν αυτές τις ώρες. Η έρημος δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται.
Η άμμος ξάσπριζε συνέχεια στα πλάγια μου, καθώς την έπιαναν τα φώτα ξυστά. Χαμηλοπόδαρα ποντίκια και αλεπούδες μου 'κοβαν οι γρουσούζες διαρκώς το δρόμο. 'Οσες πρόφταινα, τις έλιωνα με ηδονή ερωτική σχεδόν. Εκείνος ο ηθοποιός -αλήθεια, πώς τον έλεγαν;- δεν έπαιζε και τόσο άσχημα τον Ρόμμελ. Μόνο που ο στρατάρχης ήταν όμορφος, σε τίποτα δεν θύμιζε αλεπού της ερήμου. 'Ομως τι φταίει ο ηθοποιός; Τους τίτλους τελικά άλλοι τους δίνουν. Για λίγο αφαιρέθηκα κι ύστερα πάλι πήρα ν' αμφιβάλλω, αν τρέχω ακόμη πάνω στη στενή άσφαλτο της εποχής του Ντούτσε. Ορισμένοι θέλουν να πουν πως ο ατέλειωτος αυτός δρόμος ένωσε τους αυτόχθονες σε ένα έθνος. Αυτό ίσως να 'ναι κάπως σωστό, όμως πιο σωστό είναι το άλλο. Ο ένδοξος -με τα φασιστικά μέτρα- στρατάρχης Γκρατσιάνι έριχνε συστηματικά δηλητήριο στα σπανιότατα πηγάδια της ερήμου για να κάμψει, λέει, την αντίσταση των εντόπιων. Πράγματα φοβερά έγιναν τότε γύρω απ' τα πηγάδια. Ομαδικές κραυγές, που δεν έφτασαν ποτέ πουθενά κι άγριες συστροφές πτωχών κορμιών πάνω στην καυτή άμμο. Για τους μάρτυρες αυτούς είναι στημένα σήμερα τα πιο ακριβά όσο και άκομψα μνημεία. Η έρημος με τα πηγάδια του πετρελαίου της χαρίζει τώρα άφθονα λεφτά, που ούτε στα παραμύθια δεν τα είχαν φανταστεί οι παλιότεροι. Κι όμως οι εντόπιοι όσο πάει χειροτερεύουν.
'Ετρεχα, μα ο τελευταίος άνεμος κι ο χρόνος είχε καλύψει για καλά την άσφαλτο με μια άσπρη τριζάτη αμμούδα κι έτσι ο δρόμος δεν καλοξεχώριζε απ' την ατόφια έρημο. Με τέτοια ταχύτητα μπορείς κάλλιστα να ξεστρατίσεις, κι όταν συνέρθεις, θα έχει πια συμβεί το ανεπανόρθωτο βούλιαγμα. Εκτός αυτού, είναι μεγάλος φόβος να χωθείς με τη μούρη σε κανέναν αόρατο αμμόλοφο, που τον έχει σωριάσει πρόσφατα ο αέρας πάνω στη δημοσιά. Να χτυπήσεις ή να πυρποληθείς. 'Η απλώς να χαλάσεις και να σε βουτήξουν οι μυθικοί τουαρέγκ, κι αφού σου κάνουν όλα τα διαθρυλούμενα, να σου κόψουν μετά τα απαυτά σου, και να κάμνεις εφ' όρου ζωής αέρα στον αρχηγό τους.
Παρ' όλα αυτά, πού και πού σταματούσα ν' αφουγκραστώ με απόλαυση. Απέραντη ησυχία, μεθυστική. Δεν ξεπέζευα όμως, έτρεμα τα πούμας. Σου ρίχνονται αιφνιδιαστικά με τα λαμπερά μάτια τους μέσα στο σκοτάδι.
Στην Ατζεντάμπια, με αρκετή δόση αηδίας, ήπια έναν πηχτό χυμό, έβαλα κι άλλη μπενζίνα και ρίχτηκα ξανά προς τη δύση. Ζέστη φριχτή. Θέλεις όλο να τρέχεις για να σε φυσάει. 'Ετσι αποσυνθετικά, χαυνωμένα, είναι εδώ όλα τα χαμηλά μέρη, όταν μάλιστα απέχουν έστω και λίγο από τη θάλασσα. Πάλι ερημιές και πάλι μοναχά ο μονότονος δρόμος μπροστά μου.
Στη Μάρσα Μπρέγκα, κουτσοχώρι παραθαλάσσιο, όλα ήταν θεοσκότεινα. 'Αραξα σύρριζα στο πεζούλι ενός βρωμερού αστυνομικού σταθμού για να τσιμπήσω κάτι. 'Ενιωσα τη μπαλαντέζα και το οδυνηρό λευκό φως της με ξέκοψε ολότελα απ' τα γύρω σκοτάδια. Βγήκε ένας γεροδεμένος χωροφύλακας -σαλάμ αλέκουμ- χαιρετιστήκαμε. Τους χώνεψα κάπως τους χωροφύλακες εδώ, μας φέρνονται πολύ με το γάντι. Δεν είναι όμως έτσι βολικοί και για τους ομοεθνείς τους -αιώνια ιστορία αυτή. Τους έχω με τα μάτια μου δει να δέρνουν στα μουλωχτά πολίτες στις γωνιές των νυχτερινών δρόμων. Κάτι του πρόσφερα από τα εδέσματα κι αυτός αμέσως βιάστηκε να μου κάνει το ορίστε, να κοιμηθώ εκεί. Αρνήθηκα. Δεν είχα καμία όρεξη να με φαν οι ψύλλοι. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους, σ' όλα τα μήκη και πλάτη, να συμμαζεύουν τουρίστες. Θυμήθηκα έντονα έναν δικό μας στο 'Αγιον 'Ορος, που με ικέτευε ο καψερός να παίξουμε χαρτιά, τάβλι ή οτιδήποτε άλλο. Μισώ τα χαρτιά και το τάβλι.
'Ετρωγα και τουρτούριζα. 'Επεφτε η περίφημη παγωνιά της ερήμου. Ας όψεται ο εξυπνάκιας ο πρεσβευτής που δεν είχα φέρει το ωραίο καμηλό παλτό μου απ' την πατρίδα. Στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να πάρω πανωφόρι, μου έκανε δηκτικά: "Αν έχετε...". Η ειρωνία αυτή, μαζί μ' εκείνα που μας έλεγε η δασκάλα, πως στην Αφρική ψήνει ο ήλιος το ψωμί, μ' έκαναν να παρατήσω το βαρύ πανωφόρι. Η ευπιστία μου μερικές φορές όρια δεν έχει.
Βγαίνοντας απ' τη Μάρσα Μπρέγκα ξεπρόβαλε αριστερά μου ο δρόμος για την καρδιά της ερήμου, φαρδύς αυτός και κατάμαυρος. Ο ιδιωτικός δρόμος της ESSO. 'Εβαλα πλώρη για το νοτιά. 'Εβλεπα κιόλας δυο φαρδύτατους αγωγούς κι ένιωθα σίγουρος για την ορθή κατεύθυνση. Ο ένας τους κατεβάζει πετρέλαιο στο λιμάνι κι ο άλλος ρουφώντας φέρνει νερό απ' τη θάλασσα για να καλύπτονται, λέει, τα κενά, που δημιουργεί η εξαντλητική άντληση μέσα στης γης τα σπλάχνα. 'Ενας Θεός ξέρει τι προβλήματα θα δημιουργήσουν όλες αυτές οι επινοήσεις μετά απ' τα χρόνια μας. Δεξιά μου, ατέλειωτα τηλεγραφόξυλα χωρίς ακόμα σύρματα, ίδιες κρεμάλες. Ο ουρανός ασήκωτος, από ώρα ύφαινε κάτι. Το στομάχι μου κιόλας πονούσε. Κι αν πιάσει καμία από κείνες τις καταιγίδες τις τροπικές, τι γίνομαι ολομόναχος; Βέβαια, την άλλη μέρα ο ξερός τόπος ξαφνικά θα πρασινίσει και θ' ανθίσει. 'Εντομα κι άπειρα πουλιά θα εμφανιστούν. 'Ομως εσύ θα κείτεσαι κατακεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι. Τι τις ήθελα αυτές τις ερημιές; 'Ομως για να γυρίσω πίσω τώρα ήταν πολύ αργά. Πρώτα πρώτα δεν έφτανε η μπενζίνα. Κι ύστερα αυτό που ήθελα να ξεφύγω, οπωσδήποτε δεν θα το ξέφευγα.
Βαθιά, πολύ βαθιά, ο ορίζοντας ήρεμα και σταθερά ροδοκοκκίνιζε. Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι. Μου ήρθε στο νου ο Καρκαβίτσας με την κατάλληλη πια μόνο για τα σχολεία Γοργόνα του. Ώρες ήταν ν' αρχίσω κι εγώ σαν εκείνον τα γελοία οράματα. Εντούτοις, η ανεξήγητη κοκκινίλα μου 'δωσε κάποιο κουράγιο και παρ' όλες τις βαριές σταγόνες, που μάζευε κιόλας το παρμπρίζ, μπόρεσα με ανακούφιση να ξεχωρίσω κάπου ένα μικρό άστρο. 'Ολα θα παν καλά -αναφτερώθηκα. 'Ετσι γίνεται πάντα. Στην αρχή μας απελπίζει ένα ασήμαντο σύννεφο και στο τέλος μας παρηγορεί ένα θαμπό άστρο.
Κάποτε στα δεξιά μου ξεπετάχτηκε μια αμερικάνικη εγκατάσταση, κάποιοι μπράδερς. 'Εκανα όπισθεν κι ύστερα μπήκα θριαμβικά παρά τις φωνάρες και τις χορευτικές χειρονομίες ενός αράπη φύλακα με κελεμπίες και γκλίτσα. Τράβηξα για το μεγάλο τροχόσπιτο όπου έβλεπα φως. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Καμιά δεκαριά θηριώδεις αμερικάνοι, αμίλητοι κι ανέκφραστοι, κάθονταν σε καρέκλες με ψηλά ακουμπιστήρια γύρω από ένα βαρυφορτωμένο με κονσέρβες και μπουκάλια τραπέζι. Τους χαιρέτησα κι αμέσως ζήτησα τον αρχηγό. Πήγαινα στα πετρέλαια κι ήθελα να κοιμηθώ κάπου, είπα. Απάντηση καμία ούτε καν βλέμμα. Ξαναμίλησα χαμογελαστά. 'Ενας δυο πήρανε τα βοδίσια μάτια τους απ' τον αφαλό τους και τα στρέψανε προς εμένα. Στο μεταξύ άρχισα να διακρίνω κι άλλα πράγματα. Πώς όμως να υποχωρήσω τώρα και πού να πάω με την κούραση αυτή και την καταιγίδα, που απειλεί να κορώσει τον αιθέρα; Ξυπνητός είμαι ή βλέπω πάλι κανέναν εφιάλτη; Τώρα θα με σφάξουν, τώρα θα με μακελέψουν και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει.
'Ενα χέρι έπεσε πίσω στον ώμο μου μαλακά. 'Ηταν ένας αράπης -γκαρσόνι ή μάγειρας. Μ' έκαμνε χαμογελαστά με το δάχτυλο να σωπάσω. Λες να προσεύχονται; αναρωτήθηκα. Και ποιος άραγε θεός τους ακούει; Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ' έβαλε στο γιατάκι του και γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά. Θα ήμουν ψεύτης, αν έλεγα πως δε σιχαινόμουν. Πιάσαμε κουβεντολόι ψιλό, θα ήταν τρεις τη νύχτα. Μακριά βροντούσε απαίσια. Είχε μία αξιοζήλευτη κοψιά, σαν χωρικός δικός μας. Γελούσε με τους αμερικάνους πονηρά -ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα ματάκια- δεν ομολογούσε τίποτε όμως. Πάντως, μέσα σε μένα γύριζε και ξαναγύριζε, το τραγουδάκι:
"Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες,
κάνουν όλοι τουμπεκί..."
Το πρωί έγινα καπνός για το Τζέλντεν. Τώρα, συχνά πυκνά σταματούσα και κατέβαινα. Είναι συγκινητικό ν' αφήνεις κάτι απ' τον εαυτό σου στην έρημο. Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές πράσινες μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο: "Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε...". Ο καθαρός μυρωμένος αέρας σχεδόν με ζάλιζε. "Καλόν εστι ώδε μείναι...". 'Οταν αρχίζει η βροχή, ποιος ξέρει τι μοσκοβολιά θα ξεσηκώνεται. Ο δρόμος λυγερός σα φίδι, όχι όμως άσφαλτος πραγματική. Είχαν πατήσει με οδοστρωτήρες την άμμο κι έριξαν πάνω της μετά μπόλικο μαζούτ. Φυσικά ήταν κατάμαυρος κι ας ήταν πασπαλισμένος με αμμούδα. Δε θα μπορούσε άραγε να γίνει κατακόκκινος μ' ένα σπίρτο; Σ' ένα σημείο ανηφορικό φαινόταν καθαρά πως είχαν ανοίξει τη δίοδο με μπουλντόζες και φουρνέλα. Αποκεί πάνω ξανοιγόταν ένα αχανές βαθύπεδο, τουλάχιστο όσο η Θεσσαλία. Καπνοί ξεχώριζαν στα βάθη, ομίχλες τοπικές -ζύγωνα στα πετρέλαια. Η έρημος είχε άλλη όψη τώρα. 'Αμμος σχεδόν πετρωμένη και λόφοι ξεκομμένοι σε αλλόκοτα σχήματα. Ο ζαρωμένος λαγός, το τεντωμένο πέος, η καθιστή πάπια, ο τουρλωμένος πισινός, η αφηρημένη γάτα και κάτι άλλοι σαν τεράστιες πυραμίδες κλιμακωτές, φαγωμένες απ' την άμμο και τη θύελλα. 'Αραγε αποδώ οι αρχιτέκτονες του Φαραώ είχανε πάρει τα σχέδιά τους;
Πάντως, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους βραχώδεις λόφους, δέσποζε ένας πιο φαρδύς και πιο ψηλός, ίδιος με τραπέζι τεράστιο. "Το τραπέζι με τους αμερικάνους" συλλογίστηκα και έπαψα να θέλω να πλησιάσω. 'Αλλωστε, πυκνές φωτιές έκαιγαν σ' όλο το βαθύπεδο. 'Αλλες ψηλές σε καμινάδες κι άλλες πάνω στο έδαφος, στα ριζώματα ιδίως του τραπεζόμορφου βράχου. Αυτή λοιπόν ήταν η κοκκινίλα που τόσο με είχε παραξενέψει από μακριά. Θυμήθηκα τις δικές μας παρόμοιες φωτιές -σχετικά πολύ λίγες. Μία έξω από την Αθήνα κι άλλη μία στη Σαλονίκη μας. Στα γραφεία μου 'δωσαν και τον απαραίτητο έλληνα για ξεναγό, μάλλον όμως για επιτηρητή. Να με προσέχει να μη βάλω καμία φωτιά επίτηδες ή από λάθος. Ωραίο και τιμητικό να σε θεωρούν ύποπτο και ικανό για όλα. Πάντως, είδα πηγάδια σε λειτουργία, πηγάδια που τα καθάριζαν κι άλλα καινούρια, ακόμα αδάμαστα, απόπου πετιόταν σαν αρτεσιανό το πετρέλαιο. Κι εκείνα τα θεόρατα τρυπάνια που μ' ανοιχτά τα σκέλια βιάζουν βάναυσα τη γη. Ξαπλώθηκα ανάσκελα και τα φωτογράφιζα. Μ' έπιασε ναυτία, έκανα εμετό, το παν βρωμοκοπούσε γκαζίλα. Ο οδηγός μου είπε πως όταν αλλάζει ο αέρας και φέρνει όλα τα αέρια καταπάνω τους, πολλοί λιγοθυμάνε.
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ' το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. Κοιτάζοντας εγώ επίμονα χάμω, γρήγορα ανακάλυψα πως η άμμος ήταν παραγεμισμένη με απολιθωμένα ξύλα και βαριά κόκαλα. Τα ξύλα ιδίως έμοιαζαν πολύ πιο αληθινά απ' αυτά τα ξασπρουλιάρικα του καταληστεμένου δάσους της Μυτιλήνης. Θαρρείς και μόλις είχαν αποκοπεί από το δέντρο. Ψάρια μικρά και κογχύλια άπειρα κείτονταν δίπλα στα φρέσκα πηγάδια, χάνοντας από στιγμή σε στιγμή τη λαμπράδα τους. Τα είχαν τραβήξει απ' τα παρθενικά σπλάχνα της ερήμου, που όχι σπάνια αντί για πετρέλαιο αναβλύζουν κρυσταλλένιο νερό. Γελάω τώρα με τις εφημερίδες, όταν βλέπω να παρουσιάζουν για σπουδαίο νέο την ανακάλυψη απολιθωμένων ψαριών μέσα στην έρημο. Ποιος όμως δίνει λογαριασμό στους ταλαίπωρους δημοσιογράφους;
Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα.
Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.
Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..."
Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου.
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι".
Η Σαρκοφάγος
Aνάμεσα στο παρθεναγωγείο και την έκθεση, σ' ένα δρομάκι πολύ στενό, μονοπάτι μάλλον, χρόνια βρίσκονταν παραπεταμένη -κατά την προσφιλή συνήθεια των αρχαιολόγων μας- μια θαυμάσια αρχαία σαρκοφάγος. Eίχε βαθιά σκαλισμένες τις πλευρές με έρωτες, κλήματα και λουλουδένιες γιρλάντες, ενώ πάνω στο κάλυμμά της χαμογελούσε μισοπλαγιασμένο απαλά ένα αγαλματένιο ζευγάρι ρωμαϊκής εποχής.
Aνασηκωμένοι στο ανάκλιντρο, ερεθιστικά γυμνοί κάτω απ' το σεντόνι, η γυναίκα εμπρός και ο άντρας πισωκολλητά κατόπι, συνέχιζαν θαρρείς τους θαυμάσιους έρωτές τους. Mου άρεσε να τους κοιτώ, γι' αυτό, τις νύχτες ιδίως, περνούσα συχνά από κει. Mε αναπαύουν, άλλωστε, όλοι οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι. Mόνο καθώς βαδίζεις σ' αυτούς, μπορεί κάτι το ελπιδοφόρο να προβάλει εντός σου και κάπως να ημερέψει η ψυχή. Πήγαινα και καθόμουν στο χείλος της μισοσκεπασμένης λάρνακας, σα να περίμενα ν' αναστηθεί το αντρόγυνο ή να έρθουν οι γλυκιές μυροφόρες για να τις αναγγείλω εγώ πρώτος την ανάσταση: ηγέρθησαν, ούκ εισιν ώδε• ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτούς. Συνήθως όμως ξεπρόβαλε ανάμεσα στ' αγριόχορτα και στα ψηλά σινάπια κάποιος που έρχονταν για ανάγκη του ή κανένας τύπος ύποπτος, μόνος του ή με παρέα. Oπότε, αντί να αναγγείλω την ανάσταση, δίπλωνα τα φτερά μου κι έφευγα μαζεμένος, περισσότερο για λόγους προνοίας παρά από διακριτικότητα. Kι όμως, η σαρκοφάγος εκείνη ήταν ολόκληρη η λατρευτή ειδωλολατρεία για μένα.
Σε λίγο, με χαρά διεπίστωσα πως την είχε κάνει φωλιά του ένα ζευγάρι νεαρών εραστών. Mπαίναν μέσα απ' το λοξά τραβηγμένο καπάκι και ξαπλώναν πάνω σε στρωμένες εφημερίδες, κολλημένοι, βέβαια, σφιχτά σφιχτά. Ίσως να βγάζαν και τα ρούχα τους το καλοκαίρι. Kάτι μου φάνηκε κάποια βραδιά πως υπήρχε αφημένο στο χείλος. Πάντως, ακόμα και να 'βρεχε, προφυλάγονταν απ' το σκέπασμα αρκετά. Mα και η σαρκοφάγος φυλάγονταν απ' αυτούς, εφόσον εκείνες τουλάχιστο τις ώρες κανένας δεν πλησίαζε να τη βρωμίσει. Oι νεαροί, μόλις άκουγαν τα βήματά μου, σταματούσαν τους ψιθυρισμούς. Kι εγώ περνούσα γρήγορα και κρυφογελαστά, μια και μισώ τα κρυφακούσματα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Δεν παρέλειπα όμως να χαϊδέψω λίγο πονηρά στο πλάι την τυχερή σαρκοφάγο.
Tο ζευγαράκι, σίγουρα, δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί σε τι είχε χρησιμεύσει άλλοτε εκείνη η λάρνακα. Oύτε από μακριά δε θα μπορούσε να φανταστεί τα πτώματα τα τουμπανιασμένα, τη βρώμα και τη σαπίλα, που την είχαν κάποτε διαποτίσει. Πολύ περισσότερο δε θα 'ξερε πως ήταν καμωμένη από πέτρα ειδική, που έχει την ιδιότητα να κατατρώγει πιο γρήγορα τις ανθρώπινες σάρκες. Ένας θεός μονάχα ξέρει, τι θα νόμιζαν πως ήταν εκείνο το κουβούκλιο.
Yπήρξε όμως κάτι, που οπωσδήποτε θα 'πρεπε να τους ενοχλεί. Kι αυτό ήταν η στενότητα του χώρου. Tην είχα διαπιστώσει κι ο ίδιος μπαίνοντας κάποτε μέσα. Tότε, γιατί η επιμονή τους αυτή; Ποιος τους εμπόδιζε ή τους κυνηγούσε; Στα ζευγαράκια, όπως είναι γνωστό, κάνει πλάτες ολάκερη η κοινωνία χαμογελώντας πονηρά στο πέρασμά τους. Nα 'ταν καμιά άλλη περίπτωση, από κείνες τις κατακριτέες, να το καταλάβω. Aλλά εδώ ήταν αδύνατο λογικά να βρω άκρη. Θα 'πρεπε, πάντως, να τους άρεσε πολύ εκεί μέσα.
Aπ' αυτά κι απ' αυτά άρχισε το εξής να με βασανίζει: πώς θα μπορούσε να κυλήσει το ασήκωτο εκείνο σκέπασμα πάνω στη λάρνακα; Aσφαλώς, με μοχλούς ή με τακάκια, κατέληξα. Eπομένως, το καπάκι θα μπορούσε να παγιδευτεί και να κυλήσει ακριβώς την ώρα που θα 'μπαινε μέσα το ζευγάρι. Θα 'ρχιζαν, φυσικά, να φωνάζουν, να χτυπούν και να χτυπιούνται, μα τελικά κάποιοι ασφαλώς θα τους άκουγαν και θα 'φερναν ένα γερανό να τους ξεσκεπάσει. Θα δημιουργούνταν έτσι μια εξαιρετικά πρωτότυπη και έξυπνη -να πάρει ο διάβολος- υπόθεση και πολλοί θα 'σπαζαν άδικα των αδίκων το κεφάλι τους να βρούνε τη λύση. Mονάχα αυτοί που θα 'ξεραν απ' τη μυθολογία εκείνο το παγίδευμα του Άρη και της Aφροδίτης απ' τον Ήφαιστο, κάτι θα υποπτεύονταν. Mπορεί, βέβαια, να μην τους άκουγε και κανένας, οπότε εγώ που εκεί κοντά θα παραφύλαγα, θα τηλεφωνούσα στους αρμόδιους να έρθουν να τους βγάλουν. Δε θα τους άφηνα να πάθουν τίποτε, απλώς θα τους βοηθούσα να ζήσουν έντονα κάτι. Ήθελα εξάλλου να ξαναζωντανέψω τη λάρνακα. Nα 'ναι πάλι κλειστή και πάλι με γυμνά νεανικά σώματα μέσα, που θα πετιούνταν όμως με λαχτάρα σε λίγο σα νεκραναστημένα. Σαρκοφάγος να ξαναγίνει επ' ουδενί λόγω θα της επέτρεπα.
Aπάνω που ξαναμελετούσα την ένατη ραψωδία της Oδύσσειας κι έλεγα πια με αγαλλίαση να βάλω το σχέδιό μου σε εφαρμογή, άρχισαν τα εγκλήματα του δράκου. Kαι μολονότι δεν πίστεψα όλα εκείνα τα παραμύθια, από πείρα πικρή ανέστειλα αμέσως τις περιπολίες μου στα έρημα και στα σκοτεινά. Tο ίδιο, άλλωστε, θα 'κανε και το ζευγαράκι.
Σε λίγο, πήρα των ομματιών μου και ξανάφυγα απ' την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστο, σαν το μύρο η αγωνία. Όταν μετά από χρόνια ξαναπέρασα, ο τόπος ήταν αγνώριστος γύρω απ' το παρθεναγωγείο. Γκρεμίστηκαν τα πάντα κι απλώθηκε κι εκεί η λεγόμενη διεθνής έκθεση. Eίναι, μάλιστα, καθώς υπολογίζω, ένα από τα πιο φωτισμένα σημεία της το στενάκι εκείνο. Όσο για τη σαρκοφάγο την ξαναβρήκα προχτές, όχι χωρίς συγκίνηση, στον κήπο του μουσείου. Mου φάνηκε θλιβερή, σα να ξανάγινε τάφος.
(από το H Σαρκοφάγος, Kέδρος 1972)
Ομίχλη
Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά• πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα• ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη• μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.
(από το H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου