Τα ωραιότερα Λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία διαλεγμένα από τον Παν. Βήχο
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
Το πάθος του απόλυτου
Το πάθος του απόλυτου
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ σ.ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΧΥ 2000
Aπό την τραγωδία της Γαλλικής Επανάστασης στην Παλινόρθωση. Ο Μπαλζάκ καταγράφει το αδιέξοδο μιας κοινωνίας σε σύγχυση, που έχει αναγάγει σε ύπατο ρυθμιστή το ιδιωτικό συμφέρον, πάντοτε μετρημένο σε χρήμα.
ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ
Illusions perdues, Χαμένα Ονειρα: η σύνθεση, κατά κάποιον τρόπο, και η «κορωνίδα» όλης της 90τομης Commedie Humaine, της Ανθρώπινης Κωμωδίας, της γιγάντιας αυτής τοιχογραφίας και συνάμα βυθοσκόπησης της αστικής κοινωνίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα.
Μπροστά μας απλώνεται όλη η μετάβαση από την τραγωδία της Επανάστασης στη φάρσα. Η κατολίσθηση στην πεζότητα των αστικών σχέσεων. Η Παλινόρθωση. Ο τραγέλαφος μιας κοινωνίας όπου, όπως γράφει ο Μπαλζάκ στα Χαμένα Ονειρα, συνυπάρχουν: «Επάνω αριστοκρατία και εξουσία, κάτω εμπόριο και χρήμα, δύο κοινωνικές ζώνες μονίμως εχθρικές σε όλα τα επίπεδα». Τα πάντα διαβρώνονται από το χρήμα, τη συναλλαγή. «Η Ιστορία γερνούσε γοργά», γράφει ο Μπαλζάκ, «ωριμάζοντας σταθερά από νέα και πυρακτωμένα συμφέροντα». Κάτω από την επιφάνεια όμως, υποχθόνια, ετοιμάζονται οι δυνάμεις της εξέγερσης. Οι προσδοκίες που είχε γεννήσει η Επανάσταση του 1789, μέσα από τη διάψευσή τους, απαιτούν εκπλήρωση. Το παλαιό σύνθημα των Γιακομπίνων «La Revolution en permanence» («Διαρκής Επανάσταση») ξανάρχεται στα χείλη προτού γίνει κόκκινη σημαία στην επανάσταση του 1848. Ο Μπαλζάκ μιλάει για τον «Κομμουνισμό, αυτή τη ζωντανή λογική της Δημοκρατίας» και τον «λαϊκό Σαμψών, που έχοντας βάλει μυαλό υπονομεύει τις κολόνες στο υπόγειο, αντί να τις κλονίζει μέσα στην αίθουσα της γιορτής».
Η Ανθρώπινη Κωμωδία, όπως λέει ο συγγραφέας της, castigat ridendo mores (καυτηριάζει γελώντας τα ήθη) των αριστοκρατών και των αστών. Οσμίζεται «την πτωματική οσμή μιας κοινωνίας που σβήνει». Η οσμή αναδίδεται όχι μόνο από τα φρόκαλα της αριστοκρατίας, αλλά και από την ίδια την μπουρζουαζία. Το παράδοξο, το ακατανόητο σε κάθε μηχανιστική σκέψη που ανάγει την τέχνη στην ιδεολογία του καλλιτέχνη, κορυφώνεται στον Μπαλζάκ: ένας συντηρητικός υποστηρικτής της μοναρχίας που συνάμα θαυμάζει τον Φουριέ και αγαπάει τους ουτοπικούς σοσιαλιστές προφητεύει την επερχόμενη κοινωνική επανάσταση, αυτή που θα συγκλονίσει τη Γαλλία και όλη την Ευρώπη το 1848, την «Ανοιξη των λαών».
Ο Baudelaire δεν είχε άδικο όταν τον ονόμαζε visionnaire (οραματιστή).
Στο τέλος του Προλόγου της Ανθρώπινης Κωμωδίας, ο Μπαλζάκ μιλάει για την «τεράστια έκταση ενός σχεδίου που αγκαλιάζει ταυτόχρονα την ιστορία και την κριτική της κοινωνίας, την ανάλυση των δεινών της και τη διερεύνηση των αρχών της».
Την κινητήρια ιδέα τη δίνει η «σύγκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και στα ζώα», όπως τη μελετά η επιστήμη της Φυσικής Ιστορίας της εποχής του, ο Λάιμπνιτς, ο Μπυφόν, ο Μπονέ, ο Κυβιέ, ο Ζωφρουά Σεντ-Ιλέρ. Αυτό δεν κάνει τον Μπαλζάκ θετικιστή. Ο ίδιος εμπνέεται, όπως λέει, από τα «καταπληκτικά έργα» των συγγραφέων που μελετούν «τη σχέση των επιστημών με το άπειρο», όπως είναι ο σουηδός μυστικός οραματιστής Σβέντεμποργκ για τον οποίον τόσους ύμνους και μύδρους επιφυλάσσει ένας Γουίλιαμ Μπλέικ.
Η «σχέση των επιστημών με το άπειρο» και το τιτάνιο σχέδιο μιας μυθιστορίας «που αγκαλιάζει ταυτόχρονα την Ιστορία και την κριτική της κοινωνίας», εκδηλώνουν ακριβώς το πάθος για το απόλυτο αυτού του μοναδικού φυσιοδίφη των ανθρώπινων παθών.
Στόχος της τέχνης και της μυθιστορίας δεν είναι η αντιγραφή της φύσης αλλά η έκφρασή της, όπως το κάνει σαφές ο ζωγράφος Frenhofer στο Αγνωστο Αριστούργημα, η δημιουργία, όχι το δημιούργημα. Η Ανθρώπινη Κωμωδία αναζητεί να εκφράσει τη σύγχρονη κοινωνία ως «διαδικασία Φυσικής Ιστορίας», χωρίς να μένει στην περιγραφή αλλά προχωρώντας στις «φυσικές αρχές», στην «αιτία της κίνησης», όπως λέει ο Μπαλζάκ, τον «βασικό νόμο της κίνησης», όπως θα έλεγε ο Μαρξ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δεύτερος, ο μεγαλοφυής αυτός θαυμαστής του Μπαλζάκ, τους ίδιους στόχους θέτει στο δικό του Κεφάλαιο. Οπως επίσης δεν πρέπει να αγνοείται ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Paul Lafargue, του γαμπρού του Μαρξ, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου λάτρευε το Αγνωστο Αριστούργημα του Μπαλζάκ και ταύτιζε τον εαυτό του και τη συγγραφή του magnum opus του με τον Frenhofer και την παθιασμένη αναζήτηση του απόλυτου από τον τραγικό μπαλζακικό ήρωα.
Οποιος δεν δει την ταύτιση του Marx με τον Frenhofer, δεν μπορεί ποτέ να νιώσει τι πάθος και πόση οδύνη, ποια τραγωδία κινεί τη γραφίδα του για να γράψει το Das Kapital. Και όποιος δεν διάβασε το Κεφάλαιο έχασε την ουσία της Ανθρώπινης Κωμωδίας.
Ο Μαρξ σχεδίαζε μετά το Κεφάλαιο να γράψει δύο μελέτες, μία για τη διαλεκτική του Χέγκελ και μία άλλη για το έργο του Μπαλζάκ. Το Κεφάλαιο, ως γνωστόν, έμεινε ατελείωτο και τα δύο σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ισως δεν ξέρουμε ακόμη τι τίμημα πληρώσαμε για τα δύο αυτά χαμένα όνειρα.
Αν στο τέλος του Προλόγου του 1842 η δημιουργία του μπαλζακικού σύμπαντος παρουσιάζεται στις οιονεί θεϊκές διαστάσεις της, στην αρχή του ίδιου κειμένου εμφανίζεται σαν χίμαιρα. «...κάτι σαν όνειρο, κάτι σαν αυτά τα απραγματοποίητα όνειρα που τα χαϊδεύεις και ύστερα τα αφήνεις να πετάξουν μακριά. Μια χίμαιρα που χαμογελά, δείχνει το γυναικείο της πρόσωπο και αμέσως μετά ανοίγει τις φτερούγες της και υψώνεται στον ουρανό της φαντασίας. Να όμως που και αυτή η χίμαιρα, όπως τόσες άλλες, μετατρέπεται σε πραγματικότητα, γίνεται επιτακτική, τυραννική και σε υποχρεώνει να παραδοθείς».
Η μπαλζακική περιγραφή της χίμαιρας γίνεται συνείδηση της χίμαιρας της γραφής, της γραφής ως χίμαιρας! Η γραφή γίνεται καθρέπτης του εαυτού της, καθώς βαδίζει μαζί με τον Lucien μέσα σε «απατηλούς αντικατοπτρισμούς». Ανακαλύπτει τη χιμαιρική φύση της και έτσι την υπερβαίνει. Το ποιητικό πλεόνασμα που ξεπερνά τη χίμαιρά της, με έναν ιδιαίτερο και ανεπανάληπτο τρόπο, δημιουργεί τον μπαλζακικό ρεαλισμό. Τον ρεαλισμό της χίμαιρας.
Οπως απαιτεί και ο Frenhofer από τη ζωγραφική και την τέχνη συνολικά, η μυθιστορηματική γραφή δεν αντιγράφει την πραγματικότητα, την εκφράζει. Εκφράζει την πραγματικότητα που αναγκαστικά γεννά χίμαιρες, οι οποίες με τη σειρά τους μετατρέπονται σε πραγματικότητα «επιτακτική, τυραννική», αυτοδιαψευδόμενη. Πραγματικότητα των Χαμένων Ονείρων.
Illusions Perdues. Εδώ η Illusion δεν είναι απλώς φρεναπάτη, ψευδαίσθηση υποκειμενική, αλλά αντικειμενική υλική διαδικασία, όπου η ίδια η πραγματικότητα των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων έχει αναποδογυριστεί, σχηματίζοντας έναν λαβύρινθο φετιχιστικών φαντασιώσεων, όπου η συνείδηση χάνεται.
Ο Μπαλζάκ περιγράφει τη διαδικασία των Χαμένων Ονείρων ως διαρκή διάψευση, ως πορεία «απομάγευσης» του κόσμου. Σβήνει κάθε μαγικός χαρακτήρας των πραγμάτων, χάνεται η ίδια η μαγγανεία της ζωής. Τα πάντα απογυμνώνονται, για να μείνει κριτήριο και κριτής τους μόνο το ιδιωτικό συμφέρον, μετρημένο σε χρήμα.
Ολα βουλιάζουν «στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού... Καθετί το στέρεο και το σταθερό διαλύεται στον αέρα, καθετί το ιερό βεβηλώνεται...», σύμφωνα με τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Κάθε όνειρο αποδεικνύεται χαμένο. Αλλά δεν είναι η πραγματικότητα που το εκμηδενίζει ως ψεύδος: η ίδια η πραγματικότητα είναι το ψεύδος. Ο κόσμος της καθολικής εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο είναι φενακισμένη πραγματικότητα. Η απάτη είναι ο τρόπος ύπαρξής της.
Εδώ στέκονται πλάι πλάι ο συγγραφέας των Illusion Perdues και ο συγγραφέας του Das Kapital. Και οι δύο βλέπουν τον καπιταλισμό να γεννά μαζί με την «απομάγευση» και έναν νέο φρικαλέο φετιχισμό. Δεν υπάρχει μόνον η βεμπεριανή Entzeuberung, η επιβολή ενός εργαλειακού ορθολογισμού παντού, αλλά ταυτόχρονα και η γένεση ενός νέου ανορθολογισμού, η επιστροφή του Μυθικού και ο φετιχισμός του εμπορεύματος.
Αυτή τη ρυπαρή μάζα φενακισμένης ύλης την επεξεργάζεται η κερδοφόρα βιομηχανία ψευδαισθήσεων, ο Τύπος και το θέαμα, που αναδεικνύονται σε καίριους αρμούς στους μηχανισμούς των καπιταλιστικών συμφερόντων και σε ιδεολογικούς στυλοβάτες του συστήματος. Τα Χαμένα Ονειρα του Μπαλζάκ είναι η πιο καταλυτική, αποκαλυπτική, βίαιη, ανατρεπτική κριτική του ρόλου του Τύπου των ΜΜΕ θα λέγαμε σήμερα στην αστική κοινωνία. Ξεγυμνώνεται και μαστιγώνεται αλύπητα όλο το κολασμένο κύκλωμα που συνδέει χαρτοβιομήχανους, τυπογράφους, εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφους, κριτικούς, show business, κεφαλαιοκράτες, πολιτικά κόμματα, κρατική εξουσία. Ολο το Inferno που με περισσή υποκρισία καλύπτεται σήμερα με την αόριστη ταμπέλα «Διαπλεκόμενα». Ο Μπαλζάκ αναδεικνύει τον βασικό ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων, που παίζουν στη σύγχρονη κοινωνία ο Τύπος και τα ΜΜΕ, χωρίς όμως να συσκοτίζει το γεγονός ότι η πραγματική αιτία των δεινών δεν βρίσκεται στον διαμεσολαβητή και στα ΜΜΕ, αλλά στο διαμεσολαβούμενο, στη σφαίρα των ιδιωτικών συμφερόντων, στις σχέσεις εκμετάλλευσης, στη φενακισμένη υλική βάση της κοινωνίας. Στην πηγή του φετιχισμού του εμπορεύματος.
Εδώ βρίσκεται η δύναμη του μπαλζακικού ρεαλισμού και η σύνδεσή του με τη μαρξιστική διαλεκτική στο Κεφάλαιο. Αυτή η σύνδεση εξηγεί και το γεγονός γιατί μια ρεαλιστική μυθιστορία, όπως αυτή των Illusions Perdues, έγινε το αγαπημένο κείμενο ενός μεγάλου καλλιτέχνη, που βρίσκεται στους αντίποδες του κοινώς εννοουμένου ρεαλισμού και με τη μετάφραση του οποίου ασχολείται από 25ετίας. Ενός ποιητή του μη αναπαραστατικού κινηματογράφου, του Κώστα Σφήκα. Ο σκηνοθέτης του Μοντέλου, ενός μοναδικού κινηματογραφικού στοχασμού πάνω στο Κεφάλαιο, είναι ο ιδανικός ενορχηστρωτής του μπαλζακικού έργου, κάνοντάς το να ηχεί «μιλώντας ελληνικά προς όλες τις κατευθύνσεις» κατά τον στίχο του Νίκου Καρούζου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου