Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Μιλάει ο Θεός:
Όποιος με ζητάει, με βρίσκει'
όποιος με βρίσκει, με γνωρίζει'
όποιος με γνωρίζει, με αγαπάει'
όποιος με αγαπάει, τον αγαπώ'
όποιον αγαπώ, τον σκοτώνω.

Sidna Ali

(Μουσουλμάνος μυστικός του 9ου αιώνα)

Μικρή Αναφορά στο Νίκο Καζαντζάκη

1ο ΜΕΡΟΣ

1883-1957 είναι δύο χρονολογικές αγκύλες που κλείνουν μέσα τους τη ζωή ενός ακούραστου αργάτη της σκέψης, ενός ανθρώπου που πίστεψε στον άνθρωπο, ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι η καλοσύνη και η αγάπη δεν είναι θυγατέρες του θεού, μα του ανθρώπου. Ένας άνθρωπος φαινόμενο. Ίσως να μην έχει υπάρξει άλλος, στην ιστορία του πνεύματος, τόσο πολυγραφότατος, με τόση μανία να αναλύσει την ανθρώπινη ουσία και την ανθρώπινη ψυχή. Έχει γράψει θέατρο, δοκίμια, ταξιδιωτικά, μυθιστορήματα και ποίηση. Έχει προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό σοβαρές μεταφράσεις σημαντικών έργων μεγάλων συγγραφέων και φιλοσόφων. Το έργο του είναι τεράστιο, πολύπτυχο και βαθύτατο. Χρειάζεται μια ζωή να διαβαστεί να αναλυθεί και να παρουσιαστεί.

Το έργο του είναι πάντα επίκαιρο, γιατί προσπάθησε να ανιχνεύσει τις σταθερές της ανθρώπινης εσωτερικότητας και το πέτυχε. Έχει μεταφραστεί σχεδόν σ’ όλες τις γλώσσες και διαβάζεται απ’ όλο τον κόσμο. Θεατρικά του κείμενα έχουν πολλές φορές παρουσιαστεί, ενώ πολλά μυθιστορήματά του έχουν γίνει ταινίες. Με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του, έγιναν εκδηλώσεις προς τιμήν του και συνέδρια πάνω στο έργο του.

Με αφορμή αυτή την επέτειο, κάνουμε μιαν αναφορά στη ζωή και το έργο του, πολύ μικρή αναγκαστικά, γιατί πάρα πολλά μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτόν το γίγαντα, χρησιμοποιώντας κυρίως τα δικά του λόγια έτσι όπως μας τ’ άφησε στα βιβλία του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης, γιος της Μαρίας και του Μιχάλη Καζαντζάκη, γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Ο ίδιος μιλώντας για τους προγόνους του λέει: ΄΄Σκύβω μέσα μου και ανατριχιάζω, οι πρόγονοί μου από τη φύτρα του κηρού, αιμοβόροι, κουρσάροι στη θάλασσα πολέμαρχοι στη στεριά, χωρίς φόβο μήτε ανθρώπου μήτε θεού. Από το σόι της μάνας μου μουντοί, αγαθοί χωριάτες που έσκυβαν ολημερίς στη γης μ’ εμπιστοσύνη."

Ο μικρός Νίκος μεγαλώνει κάτω από τη σκιά και το φόβο του σκληροτράχηλου πατέρα του, "'που σπάνια μιλούσε δε γελούσε , δε μάλωνε, κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του κι αν τύχαινε να κρατούσε κανένα πικραμύγδαλο έστριβε τα δάκτυλά του και το έκανε σκόνη." Χαρακτηριστική είναι όμως η οξυδέρκεια και η διαίσθηση του κρητικού πατέρα, καθώς αφόπλισε, άοπλος αυτός, μα μόνο με την ψυχική και σωματική του δύναμη ένα τούρκο ψευτοπαλληκαρά, έδωσε στη γυναίκα το σπαθί του τούρκου λέγοντας "άμα μεγαλώσει ο γιος σου, δώστο του να ξύνει το μολύβι του" .

Ο Νίκος είχε τρία αδέρφια, την Αναστασία την Ελένη και τον Γιώργο. Η Κρήτη ήταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό και οι κρητικές επαναστάσεις συνεχείς. Ένα βράδυ που γινόντουσαν εχθροπραξίες μεταξύ κρητικών και τούρκων ο Μιχάλης Καζαντζάκης ή Καπετάν Μιχάλής θέλοντας να φυγαδεύσει την οικογένειά του, έδωσε υπνωτικές σταγόνες στο μικρό Γιώργο για να μην κλαίει, μα το παιδί κοιμήθηκε και δεν ξαναξύπνησε.

Στα 1887 ο Νίκος στέλνεται στο Γαλλικό Κολέγιο της Νάξου, σ’ ένα καθολικό μοναστήρι για να γλιτώσει από τους τούρκικους διωγμούς. Μένει τρία χρόνια και μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και έχει την πρώτη του επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Οι ικανότητές του εκτιμούνται και αποφασίζεται από τη μονή να τον στείλουν στο Βατικανό για σπουδές και καριέρα καρδινάλιου. Το μαθαίνει αυτό ο Καπετάν Μιχάλης και απειλεί να κάψει το μοναστήρι αν δεν του δώσουν το γιο του πίσω.

Στην παιδική ηλικία του Ν. Κ τέσσερα είναι τα στοιχεία μέσα στο ζωντανό κόσμο που αφέθηκε για να υπάρξει, που του’ ωσάν ένα αναγεννητικό ψυχικό ξύπνημα και όπως φάνηκε του σημάδεψαν όλη του τη ζωή. Ο έναστρος ουρανός, η θάλασσα, η γυναίκα και ο θάνατος. Μεγαλώνοντας τελειώνει το δημοτικό σχολείο και φυτά στο γυμνάσιο Ηρακλείου, ο ίδιος για τη νιότη γράφει, "Την παλιά εκείνη εποχή στο τόπο μας η ήβη ξυπνούσε πολύ αργά, κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη και μάχονταν να κρυφτεί πίσω από λογής-λογής μάσκες". Και αλλού. "Η νιότη ζητάει αθανασία , δεν τη βρίσκει, συμβιβασμό δεν καταδέχεται, κι από περηφάνια αρνιέται τα πάντα. Όχι κάθε νιότη, η νιότη η λαβωμένη από την αλήθεια."

Ακόμα , στην "Αναφορά στο Γκρέκο", ένα βιβλίο που βρίσκεται μισό στο μύθο μισό στη πραγματικότητα, ο Ν.Κ. περιγράφει μια ερωτική περιπέτειά του, μέσα σ’ ένα εκκλησάκι στη κορφή του Ψηλορείτη, με την Ιρλανδέζα δασκάλα του των αγγλικών. "Μείναμε μόνοι μέσα στο εκκλησάκι, χτισμένο ξερολιθιά, η Ιρλαντέζα κι εγώ, από το ταπεινό τέμπλεο μας κοίταζαν ο Χριστός και η Παρθένα, μα εμείς δεν τους κοιτάζαμε, αντίχριστοι, αντιπάρθενοι δαιμόνοι είχαν σηκωθεί μέσα μας, άπλωσα το χέρι άρπαξα από σβέρκο την Ιρλαντέζα κι αυτή έσκυψε υποταχτική, αυτό περίμενε, κυλιστήκαμε κάτω στις πλάκες, χάθηκα άνοιξε μια μαύρη καταπακτή και με κατάπιε, όταν άνοιξα τα μάτια ξέκρινα το Χριστό να με κοιτάζει από το τέμπλεο αγριεμένος και η πράσινη σφαίρα που κρατούσε στο δεξί του χέρι κουνιόταν, θαρρείς κ’ ετοιμαζόταν να μου τη ρίξει, τρόμαξα, μα με τύλιξε το γυναικείο μπράτσο και ξαναβούλιαξα στο χάος"' "Ένα θεριό τυφλό, ασυνάρτητο , που πεινάει και δεν τρώει, που ντρέπεται να φάει που δεν έχει παρά να γνέψει στην ευτυχία που περνάει το δρόμο, και πρόθυμη αυτή να σταθεί και δεν της γνέφει, ανοίγει τη βρύση και αφήνει τον καιρό να τρέχει ανωφέλευτα, ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη".

Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, ο Ν.Κ. σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παίρνει το δίπλωμά του με άριστα το 1906. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο του βιβλίο, "Όφις και Κρίνο", όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση του Danouzzio, ερεθισμένος ερωτισμός, αποθέωση του εκούσιου θανάτου, αισθητική καλλιέργεια και ρομαντική λατρεία του Εγώ. Στα 1908 παρακολουθεί τη διδασκαλία του Andrι Bregson στο Collage de France. Μένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα νομικής. Με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης γράφει τη διατριβή "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τω Βίω του Δικαίου και της Πολιτείας" και συνάμα αναδεικνύεται διδάκτωρ της Νομικής.

Μυείται σε όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος, γνωρίζει από κοντά όλες τις θρησκείες, γιατί αρχίζει να πιστεύει πως η ψυχή είναι η κυρίαρχη ουσία. Αποφασίζει να ταξιδέψει σε όλα τα μέρη του κόσμου, να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, να πάρει εμπειρίες και να αφήσει το χρόνο να του στρώσει το δρόμο. Μυαλό δημιουργικό, γόνιμο, μνήμη τρομερή, μόνο γι’ αυτά που τον ενδιέφεραν, έχει σπέρματα από τον Όμηρο, το Χριστό, το Βούδα, το Νίτσε και το Μπρεκσόν.

Οι σκέψεις του οι μεταφυσικές, η φιλοσοφική του διάθεση, πάντα οι μεγάλοι ποιητές έχουν έντονη φιλοσοφική διάθεση όπως και οι μεγάλοι φιλόσοφοι έχουν δυνατή ποιητική έμπνευση, η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, το γλαφυρό γράψιμο, οι εκρηκτικές του λέξεις, οι παραστατικές του παρομοιώσεις θυμίζουν λίγο απ’ όλους τους πιο πάνω. Όμως για όλους πάντα ήταν ένας καλός μελετητής, αναλυτής του έργου των και σοβαρός κριτής. Τα κείμενά του γεμάτα πρωτότυπες ιδέες, πλάθουν φαντασμαγορική εικόνα στον αναγνώστη, μαγευτική, υποβλητική γεμάτη αρμονία πειστικότητα και ομορφιά.

Στα 1911 παντρεύεται στο Ηράκλειο τη Γαλάτεια Αλεξίου, μετά από πολύχρονο δεσμό, μα αυτός ο γάμος θα διαλυθεί άδοξα μετά από 15 χρόνια. Αυτά τα χρόνια ο Καζαντζάκης είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στις μελέτες και τα ταξίδια του. Γράφει: " Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα"

Κοντά στα 1914 γνωρίζει τον ’άγγελο Σικελιανό, θα τους ενώσει μια βαθιά φιλία και μια κοινή πίστη σε ιδανικά που μόνο ο θάνατος του Σικελιανού μπόρεσε να τις απολιθώσει. Επισκέπτονται μαζί το ’γιο Όρος και σκέπτονται την ίδρυση μιας θρησκείας, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Στα 1919 γίνεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου περιθάλψεως και αναλαμβάνει την αποστολή του επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου. Στα 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, που θα γίνει αργότερα η δεύτερη γυναίκα του.

Ο Καζαντζάκης αφού διάβασε και ταξίδεψε σαν τον Οδυσσέα, έγραψε την Ασκητική. Η Ασκητική είναι το μέλι που εύφρανε την ψυχή του. Εκεί μεταξύ άλλων, γράφει: "Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή. ' Ήσυχα, καθαρά κοιτάζω τον κόσμο και λέω, όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύομαι, οσφραίνομαι και αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. ' Εγώ μονάχα υπάρχω φωνάζει ο νους, μέσα στα κατώγια μου οι πέντε μου ανυφάντρες, δουλεύουν υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και το τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Δεν δέχομαι τα σύνορα δεν με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμε! Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να σκίσει το δίχτυ της ανάγκης. ' Δε ζυγιάζω δε μετρώ δε βολεύομαι, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. ' '. Νίκησε τον στερνό τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν, μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζονται, αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταγμένος φωνάζει: είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης, να ξεπεράσω το νόμο να συντρίψω τα κορμιά να νικήσω το θάνατο! Είμαι ο σπόρος! Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: κάθομαι διπλοπόδι απάνου στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα, δέχομαι τον σπόρο ακίνητη και τον θρέφω, είμαι όλη γάλα και ανάγκη και λαχταρώ να γυρίσω πίσω να κατέβω στο ζώο να κατέβω πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω, κρατώ, σκλαβώνω την πνοή δεν την αφήνω να πετάξει, μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει Είμαι η μήτρα! '

'Δεν είμαι καλός , δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος. Αβάσταχτη είναι η ευτυχία και η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι. Δεν είμαι φως, είμαι η νύχτα, μα μια φλόγα λογχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει, είμαι η νύχτα που την τρώει το φως. Αγάπα τον κίνδυνο, τι είναι πιο δύσκολο; αυτό θέλω. Να ’σαι ανήσυχος αφχαρίστητος απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντάει βολική να τη συντρίβεις.'

'Εγώ δεν είμαι τίποτα, εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος, εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου. Μια δύναμη μέσα σου ανώτερή σου διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει. Παίξε το τωρινό και το σίγουρο παίξε το για το μελλούμενο και αβέβαιο, μην κρατάς τίποτα για υστερνή, μου αρέσει ο κίντυνος, μπορεί να χαθούμε μπορεί να σωθούμε, μη ρωτάς, απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου το κόσμο όλο, εγώ ο σπόρος του αγέννητου τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω.'

'Συμπυκνώνω σε μια αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού. Όλη η γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου, ότι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σαν μια μικρή βουβή αστραπή. Εγώ και ’συ μονάχα υπάρχουμε, εγώ και ’συ είμαστε ένα, και το ένα τούτο δεν υπάρχει!"

Η Ασκητική είναι μια προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, να κάνει πνεύμα την ύλη και να απαλλαχτεί από το σφιχτό αγκάλιασμα της ύλης, αυτής της ακατάλυτης δύναμης που είναι ζωή και θάνατος, κίνηση και ακινησία, ταυτόχρονα αγώνας ασταμάτητος, δυναμικός, αιματηρός, για την απαλλαγή από κάθε ελπίδα και φόβο και για λευτεριά από κάθε ανάγκη ακόμα και αυτής της λευτεριάς και ανύψωση της ζωής πάνω από το θάνατο σε μεταφυσικά στρώματα σε σφαίρες αδράνειας όχι όμως εξαφάνισης αλλά σιγής αιώνιας στην ποθητή νιρβάνα.

Κάπου στα 1917 ο Καζαντζάκης γνωρίζει τον Ζορμπά, τον Γιώργη Ζορμπά, αυτό είναι το αληθινό του όνομα και όχι Αλέξης όπως στο μυθιστόρημα. Ο Καζαντζάκης βάζει τα χρήματα και ο Ζορμπάς στρατολογεί εργάτες και σύνεργα και φτιάχνουν ένα μεταλλείο λιγνίτη στο Παστροβά της Μάνης. Και οι δυο τους γνωρίζουν πως δεν θα’ χε μέλλον, μα αυτό δεν τους ενδιαφέρει.

Το 1943 ο Καζαντζάκης μαθαίνει το θάνατο του φίλου του Γιώργη Ζορμπά. Συντριμμένος από τον πόνο και τη θλίψη, γράφει το πιο εύθυμο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ.. Προλογίζοντάς το γράφει: "Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τα χνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Βούδα, το Νίτσε, το Μπέρκσονα και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα. Ο Βούδας το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος, ο Μπέρκσονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα. Ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα την αβεβαιότητα σε περηφάνια. Και ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.

Ο Ζορμπάς είχε ότι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί. Την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψυλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία. Αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί. Τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να ’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από τη ψυχή και τέλος το άγιο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πληγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζονταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά. Ανατιναζόταν και μπορούσε να γκρεμίσει και γκρέμιζε όλους τους φράχτες, ηθική, θρησκεία, πατρίδα που άσκωσε γύρω του, ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα.

Όταν συλλογίζομαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία και οι δάσκαλοι για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή και τι λιονταρίσιο μυαλό με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση. Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του την κραυγή του, η ζωή μου θα’χε πάρει αξία θα ζούσα με αίμα και σάρκα και κόκαλα ότι τώρα χασισοπότικα στοχάζομαι και ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα τον Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ και ’γώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα τ’ αγύριστα ταξίδια μαζί του, και ’μενα ασάλευτος τουρτουρίζοντας. Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μη τολμάει να κάνει ότι η ανώτατη παραφροσύνη, η ουσία της ζωής μου φώναζε να κάνω. Μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου τόσο, όσο μπροστά στο Ζορμπά. '

'Κι αν είναι θάνατος ετούτος εμείς θα τον κάμουμε χορό, εμείς καρδιά μου ας του δώσουμε το αίμα μας να ζωντανέψει, ας κάνουμε ότι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Ο χορευτής, ο πολεμιστής, η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".

Στα 1946 προτάθηκε στο Ν.Κ. να υποβάλει υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ. Στην αρχή αρνήθηκε, ύστερα όμως από πιο ώριμη σκέψη είπε πως μόνο μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό θα ήταν σύμφωνος να τους απονεμηθεί το βραβείο. Γι’ αυτό το έτος όμως η αίτηση του Καζαντζάκη και του Σικελιανού προς τη Σουηδική Ακαδημία ήταν εκπρόθεσμη. Έτσι χάνουν αυτή την ευκαιρία.

Με μεσολάβηση της φίλης του Μαρίας Βοναπάρτη, η Γερμανίδα βασίλισσα της Ελλάδας, σύμφωνα με πληροφορίες, εμπόδισε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να μην πέσει στο σφάλμα να αναθεματίσει τον Ν.Κ. και το έργο του και έτσι να γίνει γελοία σ’ όλο τον θρησκευόμενο κόσμο.

Ο Ν.Κ. θεωρούσε σαν καλύτερο έργο του την Οδύσσεια, είχε εμψυχώσει και ταυτιστεί απόλυτα με τον ήρωά του, τον Οδυσσέα. Το ’γραψε επτά φορές ώσπου να του δώσει την οριστική του μορφή. Αποτελείται από 33333 στίχους, όλους δεκαεπτασύλλαβους. Πρέπει να είχε μεγάλο ταλέντο, μεγάλο πάθος και υπομονή για να μπορέσει να κάνει όλους αυτούς τους στίχους δεκαεπτασύλλαβους, αποδίδοντας πάντοτε υψηλά νοήματα που ξεκινούν όλα από τις βασικές φιλοσοφικές του θεωρίες που αναλύει στην Ασκητική του.

Ο Καζαντζάκης ταξιδεύει έχοντας μέσα στην καρδιά του την Οδύσσεια και στη καρδιά της καρδιάς του την Ασκητική. "Δεν κάνουμε άλλο ταξίδι παρά γύρω από την ψυχή μας ή το πολύ-πολύ μέσα στη ψυχή μας. Δεν βρίσκουμε στην άλλη άκρη του κόσμου, στις πιο παράξενες ξωτικές χώρες παρά την ίδια μας την εικόνα" θα πει στο Βραχόκηπο. Μέσα σε κάθε σελίδα του βραχόκηπου έχει σκορπίσει και μιαν εξομολόγηση, όπως συνήθιζε να κάνει σχεδόν σ’ όλα τα έργα του. "Τέλεψα, λέει σ’ ένα κινέζο φίλο του επαναστάτη, όλες μου τις θητείες, είμαι ένας λεύτερος άνθρωπος, δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση, δεν ελπίζω τίποτα, απέχω από τον αγώνα όχι από ραθυμία ή δειλία, παρά γιατί ξέρω" -ο συνομιλητής του τον ρωτά: "Τι ξέρεις;" - και ο Καζαντζάκης: "Το τέλος όλων των πραγμάτων", και όταν ο κινέζος φανατικός εγκωμιάζει τη δράση, ο Καζαντζάκης συμπληρώνει μέσα του: "Ναι ήξερα όλα αυτά τα συνθήματα, τ’ αυτιά μου τα ’χανε χορτάσει, μα είδα πίσω από τα λόγια αυτά την αγυρτεία και το κενό".

Αγωνία, αυτό είναι το κριτήριο που ιδίαζε μέσα στη σκέψη του Καζαντζάκη, αυτό είναι το πιο βαθύ του βίωμα που πάσκισε να εκφράσει σ’ όλα του τα βιβλία, όμως χωρίς να μπορέσει ποτέ να αναπάψει την καρδιά του. Γράφει κάπου: "Μυστήριο σκοτεινό και ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου, μια στάμνα τρυπημένη με το στόμα πάντα ανοιχτό και όλοι οι ποταμοί της γης να χυθούν μέσα της, απομένει αδειανή και διψασμένη". ' "Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά και δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά, τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται, αιματώνονται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο, μια απροσκύνητη ψυχή".

"Μαζεύω τα σύνεργά μου, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, αφή, μυαλό. Βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν το τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα μα ο ήλιος βασίλεψε." Έτσι αρχίζει ο Ν.Κ. το τελευταίο του έργο, Αναφορά στο Γκρέκο, και είναι η πρώτη φορά που κάνει σοβαρά μνεία στο θάνατο, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν του είναι μακριά. Στο Σουηδό φίλο του και φιλέλληνα Borje Knos να τι είχε γράψει σε γράμμα του ο Ν.Κ. στις 12.12.1947. "Δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να μου χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτη στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια όλη η προσπάθεια της ζωής μου, να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, μα ήσυχα γαλήνια διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σαν να ήμουν αθάνατος".

Το τέλος όμως αυτού του εβδομηντατετράχρονου έφηβου, τον περίμενε μέσα σε μια κλινική του Φριβούργου, λιωμένος από έναν τριήμερο πυρετό ασιατικής γρίπης, λέει τα τελευταία του λόγια "Διψώ, διψώ, διψώ". "Τον έχω κιόλας δει δυο φορές σ’ αυτή την κατάσταση, θα τον βοηθήσετε να ξεπεράσει και τούτη την αναποδιά; δεν είναι έτσι;" ρωτούσε η Ελένη, η σύντροφός του, τον καθηγητή Χάιλμάγερ. Ο γιατρός το υποσχέθηκε, αλλά ήταν Σάββατο και έφυγε, για να γυρίσει μετά τις δέκα το βράδυ, όταν πια όλα είχαν τελειώσει.

Αποσπάσματα στα αποσιωπητικά είναι από βιβλία του Ν.Κ.
Ακόμη ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία:
Νίκος Καζαντζάκης Ο Ασυμβίβαστος. Της Ελένης Καζαντζάκη.
Η Κόκκινη Γραμμή του Νίκου Καζαντζάκη . Του Γιάννη Μουτάφη
Νίκος Καζαντζάκης. Τέχνη και Μεταφυσική. Του Στάθη Μαρά Νίκος Καζαντζάκης Μάσκα και χάος. Του Τζαντ Χατεμ.

Η προέλευση του επιτάφιου επιγράμματος του Νίκου Καζαντζάκη
Του Θοδωρή Βλαχοδημήτρη
Νέα Εποχή, Τεύχος 3 (250) 1998, σσ. 55-56
Ο συγγραφέας είναι νεοελληνιστής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Ξαναγυρίζοντας στην Αθήνα άρρωστος από τα στρατόπεδα εξορίας Μούδρου-Λήμνου και το κολα-στήριο της Μακρονήσου το φθι νόπωρο του 1951 και προσπαθώντας να κλείσω τις πληγές του κορμιού και να ενταχτώ στη ζωή, να βρω κάποιον πόρο επι-βίωσης, να συνεχίσω τις σπουδές μου, ρίχτηκα στη μελέτη με πάθος. Διάβασα τους αρχαίους κλασικούς και μετακλασικούς και ταυτόχρονα τα αντιπροσωπευτικότερα κείμενα του παρελθόντος.

Μελετώντας τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη διαπίστωνα μια θεωρητική αντιφατικότητα και αντιφάσεις και αντιθέσεις και δάνεια στα λεγόμενα των ηρώων-συμβόλων του. Σταθερό σημείο με συνέπεια έβρισκα μόνο στην προσπάθειά του να διακριθεί, να κάμει όνομα, "για να γίνει μεγάλος". Και κάποτε του έγραψα ένα γράμμα λέγοντάς του, πως δεν θαύμαζα αυτά που έγραφε, αλλά την προσπάθειά του και το μόχθο του. Δεν ξέρω αν βρίσκεται το γράμμα αυτό στο αρχείο του, αν έφτασε στα χέρια του ή αν πετάχτηκε, αν χάθηκε.

'Όταν πέθανε και στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος», και γινότανε λόγος πολύς για το έργο του, τη ζωή του και τις αντιδράσεις εκκλησια-στικών εκπροσώπων, θυμήθηκα πως το νόημα και σχεδόν τα ίδια λόγια του επιγράμματος τα είχα διαβάσει στο έργο του Λουκιανού (120-180 μ.Χ.) "Δημώνακτος βίος" (παρ. 383.20) που μεταφέρω εδώ:

«ερωτήσαντος δε τινός, τις αυτώ όρος ευδαιμονίας είναι δοκεί, μόνον ευδαίμονα, έφη, τον ελεύθερον, εκείνου δε φήσαντος πολλούς ελευθέρους είναι, "αλλ' εκείνον" [είπε] "νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τι μήτε δεδιότα"».

Συγκρίνοντας συμπέρανα ότι ο Νίκος Καζαντζάκης πήρε κατά λέξη στη συμπυκνωμένη νεοελληνική γλωσσική μορφή τη φράση που παράγγειλε να χαραχτεί απάνω στον τάφο του, ως επιτάφιο επίγραμμα, από το έργο "Δημώνακτος βίος" του Λουκιανού.

Ρωτώντας γνωστούς του (Γιάννη Μαγκλή, 'Έλλη Αλεξίου) σχετικά με το επιτάφιο επίγραμμα δεν μπόρεσα να μάθω περισσότερα. Αντέγραψα από το έργο του Λουκιανού "Δημώνακτος βίος" (παρ. 383.20) το σχετικό χωρίο, έγραψα πιο κάτω το επίγραμμα κι εφύλαξα, μέσα στη βιογραφία που είχε γράψει η 'Έλλη Αλεξίου "Για να γίνει μεγάλος", το σημείωμα. Ώσπου τυπώθηκαν όλα τα βιβλία του κι ήρθαν και πολλά γράμματά του στο φως.

Διαπίστωσα τότε ότι ο Ν. Καζαντζάκης "σπουδαστής του Δικαίου" στην Αθήνα κατά τα έτη 1902-1903 εθαύμαζε τον Ιωάννη Κονδυλάκη (1861-1920), που εργαζότανε ως χρονογράφος στην αθηναϊκή εφημερίδα "Εμπρός". Ο Νίκος Καζαντζάκης προσπαθούσε να πλησιάσει τον πασίγνωστο κρητικό Ι. Κονδυλάκη, ζητώντας κάποια συστατική επιστολή από Κρητικούς (κοίτα επιστολές του Ν. Καζαντζάκη στον Αντ. Ανεμογιάννη, 20 Δεκ. 1902 και 27. 1. 1903, στο βιβλίο "Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη... Με δύο σχόλια του Μηνά Δημάκη", έκδ. Μουσείου Καζαντζάκη, κοινότητος Βαρβάρων Ηρακλείου, Αθήνα 1979). Ο Ιωάννης Κονδυλάκης έχει μεταφράσει τα έργα του Λουκιανού "σε απλή καθαρεύουσα". Το χωρίο από το οποίο προέρχεται το επιτάφιο επίγραμμα στη μετάφραση του Ιωάννη Κονδυλάκη έχει ως εξής:

«Ερωτηθείς υπό τινός πώς ορίζει την ευτυχίαν, απήντησε ότι μόνον τον ελεύθερον θεωρεί ευδαίμονα. Αλλ' ελεύθεροι είναι πολλοί, είπεν ο άλλος. Εκείνον, είπεν ο Δημώναξ, θεωρώ ελεύθερον, όστις ούτε ελπίζει τι, ούτε φοβείται».

Στα έργα του Ν. Καζαντζάκη υπάρχει πολλές φορές το νόημα του επιτάφιου επιγράμματος διατυπωμένο παρόμοια. Δεν γράφει όμως πουθενά ότι πήρε το νόημα του επιγράμματος από τη μετάφραση του Ι. Κονδυλάκη του έργου του Λουκιανού "Δημώνακτος βίος" ή από το πρωτότυπο. Αναμφισβήτητο είναι ότι ο Ν. Καζαντζάκης, σύμφωνα με τις βεβαιώσεις των κριτικών και βιογράφων του, έπαιρνε από άλλους νοήματα, εικόνες, χωρία είτε αναλλοίωτα είτε αλλοιωμένα και τα προσάρμοζε στο νόημα των λόγων των δικών του ηρώων.

Η εμμονή του Καζαντζάκη στη χρήση του νοήματος και της μορφής του επιγράμματος, που προέρχεται από το έργο Δημώνακτος βίος του λαμπρού συγγραφέα Λουκιανού, διαπιστώνεται σε γράμμα του, που έγραψε από το Παρίσι στον φίλο του ελληνιστή σκανδιναβό Β. Κnοs. Παραθέτω εδώ το γράμμα που βρίσκεται δημοσιευμένο στη βιογραφία: Ελένης Καζαντζάκη, "Νίκος Καζαντζάκης, Ο ασυμβίβαστος", Αθήνα 1983, σελ. 549:

«Παρίσι, 12. 12. 1947

...τον Prince de Broglie είδα προχτές κι είναι κι αυτός όλο ανησυχία (μα κι ελπίδα στη μοίρα του ανθρώπου) κι ελπίζει πως την ατομική μπόμπα δε θα τη χρησιμοποιήσει η ανθρωπότητα για ν' αυτοχτονήσει. Είπε μια φράση, που μου έκανε εντύπωση, γιατί τόσα χρόνια τώρα τη λέω και τη γράφω κι όλοι την παρεξηγούν: "Ni peur ni espoir". Je pense que ce Ροurrait etre une belle devise pour υn homme de science aujourd' hui. Et pour tout homme qui se veut a la fois utile et lucide. "Δε φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος", είναι η φράση, που έχω παραγγείλει να χαράξουν απάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα, χωρίς να με κυριέψει ο τρόμος, τούτο στάθηκε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής μου. Να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, μα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σαν να ήμουν αθάνατος. Πολύ χάρηκα, γνωρίζοντας το μεγάλο σοφό de Broglie, γιατί στερέωσε μέσα μου πολλούς στοχασμούς».

Αμβούργο, Αύγουστος 1998.

Νίκος Καζαντζάκης: Στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Της Έρης Σταροπούλου
Από τη Χαραυγή της 19ης Μαρτίου 2000
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο πρώτος νεοέλληνας συγγραφέας που κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση, ο πρώτος που απέκτησε ένα πλατύ και φανατικό αναγνωστικό κοινό, ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον του κοινού αυτού με τις ιδέες του, που η ζωή του προκάλεσε τόσες συζητήσεις όσες και τα βιβλία του. Μυθιστορήματά του γυρίστηκαν ταινίες, βιβλία γράφτηκαν γι' αυτόν όχι μόνον από Έλληνες αλλά και από ξένους νεοελληνιστές, και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, δημιουργήθηκε ένα Μουσείο αφιερωμένο αποκλειστικά σ' αυτόν.
Το εύρος της προσωπικότητας και της δημιουργίας του μπορεί ακριβώς να μετρηθεί και από τις ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες απόψεις, από διθυραμβικές έως απορριπτικές, που έχουν διατυπωθεί για το έργο του, κοιταγμένο από διαφορετικές καλλιτεχνικές, αισθητικές και ιδεολογικές οπτικές γωνίες.
Είναι για τον λόγο αυτό εξαιρετικά δύσκολο από τη μια να συμπυκνωθούν οι πληροφορίες για τη ζωή και την προσωπικότητά του και από την άλλη να δοθούν τα αναγκαία σχόλια για το εκτεταμένο και πολύπλευρο έργο του, έτσι ώστε να σχεδιάσουμε ικανοποιητικά το πνευματικό και καλλιτεχνικό πορτρέτο του, χωρίς να πλεονάζουν οι αναπόφευκτες παραλείψεις και απλουστεύσεις.
Πρώτα απ' όλα έχουμε μια μεγάλη σειρά βιβλίων που χρησιμεύουν ως μαρτυρίες ή που τον μυθοποιούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη απόκλιση από την πραγματικότητα. Από την εκτεταμένη αλληλογραφία του ξεχωρίζουν οι δύο τόμοι Επιστολές προς τη Γαλάτεια (εκδόθηκε το 1958), που απευθύνονταν στην πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια Καζαντζάκη, και τα Τετρακόσια γράμματα στον Πρεβελάκη (1965), με τον οποίο τον έδεναν άρρηκτοι δεσμοί φιλίας. Από τα βιβλία με αναμνήσεις και ανέκδοτα ή τις προσπάθειες σύνθεσης της βιογραφίας και ερμηνείας του έργου του, αν μείνουμε μόνο στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, αξίζουν να σημειωθούν, με χρονολογική σειρά, η σκληρά σκωπτική εικόνα του στο μυθιστόρημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη Άνθρωποι και υπεράνθρωποι (1957) και η αντίστοιχη απομυθοποίηση του ανθρώπου, μαζί, όμως, με τον θαυμασμό για τον συγγραφέα, στο βιβλίο της αδελφής της, Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος (1966). Αντίθετα, εξιδανικευμένος παρουσιάζεται ο χαρακτήρας του στην πληρέστερη, οπωσδήποτε, βιογραφία του Νίκος Καζαντζάκης - ο Ασυμβίβαστος (το 1977) από τη δεύτερη γυναίκα του, Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, ενώ ο πνευματικός του γιος, ο Πρεβελάκης, με αφετηρία τη μορφή τού δασκάλου του έπλασε τον ήρωα Λοΐζο Νταμολίνο στην τριλογία του Ο ήλιος του θανάτου (1959), Η κεφαλή της μέδουσας (1963) και Ο άρτος των αγγέλων (1966).
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης μυθοποίησε τη ζωή του στο τελευταίο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο (1961), κείμενο στο οποίο προβάλλει ιδιαίτερα την καταγωγή του, που τον προίκισε με μια ιδιόμορφη όραση για τον κόσμο, την «κρητική ματιά», όπως την ονόμαζε, για την οποία ήταν υπερήφανος. Στο βιβλίο αυτό αποκαλύπτει και τα τέσσερα «σκαλοπάτια» της δύσκολης ανοδικής δημιουργικής πορείας του: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας, που σηματοδοτούν τις βάσεις της κοσμοθεωρίας του φτιαγμένης από ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες κάποτε ιδεολογίες και φιλοσοφίες.
Ο κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραπάνω έργα, το χαρακτηριστικό που ούτε οι εχθροί του το αμφισβήτησαν ποτέ, είναι η μεγάλη εργατικότητα και το αγωνιστικό του πνεύμα, η ακλόνητη θέλησή του να συνθέσει το Έργο του, η αφοσίωσή του στο γράψιμο με τρόπο κάποτε τυραννικό για τον εαυτό του και απάνθρωπο για τους γύρω του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που προκύπτει, επίσης, από τα έργα αυτά είναι η χρησιμοποίηση αυτοβιογραφικών και ευρύτερα βιωματικών στοιχείων ως πηγή της έμπνευσής του.
Όπως γράφει ο Πρεβελάκης: «Ο βίος του [Καζαντζάκη] προσδιορίζεται κυρίως από μιαν ενδόμυχη αιτιότητα: από τον πυρετό και το μεγαλεπήβολο του πνεύματος, από την θεληματικότητα, από την ενδοστρεφή μανία [...] από την ειδική αισθαντικότητα των ποιητών [...] και τον οίστρο της φιλοδοξίας».
Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902-1906) και κατόπιν στο Παρίσι (1907-1909), όπου παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα του μεγάλου Γάλλου φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν, που τον επηρέασε αποφασιστικά. Πληθωρικός και πολυσυλλεκτικός αναγνώστης επηρεάστηκε παράλληλα από τον Νίτσε, τον William James, τον Βerkeley, τον Spengler κ.ά., προσπαθώντας να συνδυάσει τον μαρξισμό, τον φροϋδισμό, τον πρωτογονισμό σε μια σύνθεση, που ο Πρεβελάκης ονόμασε «ηρωικό μηδενισμό». Επισημαίνοντας τις αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του ο Κώστας Στεργιόπουλος έγραψε: «Ο μηδενισμός του, ο υλισμός του και ο βιταλισμός του σκοντάφτουν πάνω στον ιδεαλισμό του, τον ασκητισμό του και τον ιδιόμορφο θεϊσμό του, δίνοντας στον αγώνα του αποχρώσεις υπαρξιακές».
Ο Ρeter Βien, ο σημαντικότερος σύγχρονος ξένος μελετητής του έργου του, θεωρεί ότι η εξελικτική ιδεολογική πορεία του Καζαντζάκη χαρακτηρίζεται βασικά από συνέχεια και όχι από αλλαγή, επεξηγώντας: «Οι πολιτικές του ιδέες προέρχονται από την αναζήτηση του Θεού, η αναζήτηση του Θεού από τις πολιτικές του ιδέες. Δεν εγκαταλείπει ένα ενδιαφέρον για να προχωρήσει στο επόμενο, αλλά μεταφέρει τα παλιά του ενδιαφέροντα μαζί του, καθώς συγκεντρώνει καινούργια. Ο εθνικισμός του αποτελεί συνέχεια του αισθητισμού του, ο κομμουνισμός του τού εθνικισμού του, ο αντικομμουνισμός του συνέχεια των ίδιων συστατικών που παρήγαγαν τον κομμουνισμό του. Και όλες αυτές οι πολιτικές και μεταπολιτικές θέσεις είναι εκδηλώσεις ορισμένων συνεχών θέσεων απέναντι στον θάνατο, τον Θεό και την αστική τάξη, ορισμένων ψυχολογικών αναγκών και ενός μεταφυσικού συστήματος που προσέθετε κοσμολογική σημασία στις εγκόσμιες-υλικές του δραστηριότητες».

Φοιτητής ακόμη, άρχισε να γίνεται γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τα πρώτα έργα του, το δοκίμιο Η αρρώστια του αιώνος (1906), το βιβλίο Όφις και κρίνο (1906), το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές (1909-1910) και μερικά θεατρικά. Συνεργάστηκε με περιοδικά, εφημερίδες και εγκυκλοπαιδικά λεξικά, έγραψε σχολικά βιβλία, ενώ για πολλά χρόνια μετέφραζε, κυρίως για λόγους βιοποριστικούς, μελέτες, άρθρα και λογοτεχνικά έργα, σφραγίζοντάς τα με την ιδιότυπη γλώσσα του και την προσωπικότητά του: Νίτσε, W. James, Μπερξόν, Δαρβίνο, Μπίχνερ, Μέτερλινκ, Έκκερμαν, Πλάτωνα, ακόμη τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, τον πρώτο Φάουστ του Γκαίτε κ.ά. Τέλος, σε συνεργασία με τον καθηγητή Ι. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Το 1914-1915 περιηγήθηκε συστηματικά την Ελλάδα μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, που είχε γνωρίσει στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια του στο εξωτερικό (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, Ισπανία, Σοβιετική Ένωση, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Παλαιστίνη, Κύπρος), κυρίως ως ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων, του έδωσαν το υλικό για τα περίφημα ταξιδιωτικά του βιβλία: Ιταλία, Ισπανία, Αίγυπτος, Σινά (1927), Τι είδα στη Ρουσία (1928, τόμ. Α'-Γ'΄), Ισπανία (1937), Ιαπωνία - Κίνα (1938), Αγγλία (1941), Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος (1961). Του έδωσαν, επίσης, τη δυνατότητα να ζήσει από κοντά μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα μας (όπως ήταν η ρωσική επανάσταση) και να γνωριστεί με εξέχουσες προσωπικότητες. Σ' αυτόν τον αειπλάνητο βίο δεν σταματούσε να μελετά και, κυρίως, να γράφει αδιάκοπα, διορθώνοντας συχνά και μεταπλάθοντας τα έργα του. Παράλληλα, άρχισε να γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με μεταφράσεις έργων του και με δύο δικά του μυθιστορήματα, γραμμένα στα γαλλικά, το 1929 το Τoda-Raba και το 1936 το Le Jardin des Rochers.

Συχνά αποζητούσε τη δημιουργική απομόνωση, ενώ άλλοτε βρισκόταν στο προσκήνιο με δημόσιες δραστηριότητες (1919-20 διευθυντής στο υπουργείο Περιθάλψεως, 1945 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση και για δύο μήνες έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη). Η υποψηφιότητά του για την Ακαδημία Αθηνών και για το βραβείο Νόμπελ πολεμήθηκαν στη χώρα μας από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Αποφασισμένος να σταδιοδρομήσει ως συγγραφέας στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία από τα μέσα του 1946 (πρώτα στο Παρίσι, μετά στην Αντίμπ). Εκεί του δόθηκε η δυνατότητα να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο και να δημιουργήσει τις μεγάλες μυθιστορηματικές του συνθέσεις. Ύστερα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, αφού πρόφτασε να δει τα έργα του να μεταφράζονται και να γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία.

Ουσιαστική αφετηρία του ώριμου πρωτότυπου έργου του μπορούμε να θεωρήσουμε του βιβλίο Salvatores Dei - Ασκητική (1927) γραμμένο στο Βερολίνο. Καταθέτοντας σ' αυτό μια πλατιά εικόνα της κοσμοθεωρίας του, μπόρεσε στη συνέχεια να την ενσωματώσει στη λογοτεχνική δημιουργία του. Ο Καζαντζάκης θεωρούσε τη δική του Οδύσσεια (1938), ποίημα 33.333 στίχων, που αρχίζει εκεί που τελειώνει η ομηρική και τελειώνει ύστερα από πολλές περιπέτειες με τον αφανισμό του ήρωα στον Νότιο Πόλο, ως το κορυφαίο έργο του. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο σύγχρονο έπος, έργο υψηλής σύλληψης και φιλόδοξων ιδεολογικών και φιλοσοφικών στόχων, πληθωρικό και άνισο, με καταιγισμό εικόνων, μύθων και θεμάτων. Η δημιουργική μετάφραση του Κimon Friar στα αγγλικά έκανε γνωστό το έργο αυτό στο εξωτερικό, όπου γνώρισε αρκετή επιτυχία, μεταφρασμένο στη συνέχεια σε αρκετές γλώσσες.

Όπως η μορφή του Οδυσσέα, αντίστοιχα αρχετυπικοί είναι οι πρωταγωνιστές των θεατρικών του έργων, εμπνευσμένων από την αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη ιστορία, τη μυθολογία, τη χριστιανική και λαϊκή παράδοση: Ο πρωτομάστορας, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός, Οδυσσέας, Μέλισσα, Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Καποδίστριας, Σόδομα και Γόμορρα, Προμηθέας, Κούρος, Χριστόφορος Κολόμβος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Βούδας. Παρά τη δραματική τους μορφή, οι σκηνικές τους αρετές είναι περιορισμένες― πρόκειται για κείμενα προορισμένα από τον δημιουργό τους να αναπτύξουν διαλογικά τα κύρια θέματα που τον απασχολούν.

Σε όλο του το έργο δύο είναι οι βασικοί τύποι ηρώων που καθορίζουν τόσο τη θεματική του όσο και την ανάπτυξη των ιστοριών του: από τη μια ο ήρωας, ο υπεράνθρωπος, από την άλλη ο απλός, καθημερινός άνθρωπος, ο λαός. Ο πρώτος ηγείται, ανοίγει δρόμους, θυσιάζεται για τις ιδέες του, ο άλλος, συνήθως ως συλλογικό υποκείμενο, ως χορός στις τραγωδίες του, ακολουθεί, διστάζει, ματαιώνει τα μεγάλα σχέδια από φόβο και αντίδραση. Στον πρώτο, ενυπάρχουν δύο φαινομενικά αντίπαλες ροπές, που μάχονται απεγνωσμένα και ενσαρκώνονται με δύο διαφορετικούς ήρωες: τον άνθρωπο της δράσης και τον ασκητή ή άγιο, χαρακτήρα όχι παθητικό αλλά, αντίθετα, αγωνιστή της πίστης του, στην προσπάθειά του να υποτάξει τη χοϊκή του πλευρά. Συχνά οι δυο τους ενσαρκώνονται στο ίδιο πρόσωπο και η πάλη τους είναι οδυνηρή, ενώ το κυρίαρχο θέμα είναι η υπαρξιακή αγωνία και η αντιμετώπιση του θανάτου.

Το στοιχείο αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στα μυθιστορήματά του. Έργα μεγάλων συγκρούσεων, με έντονα ηθικά διλήμματα, ανθρώπινους χαρακτήρες έξω από το μέτριο, ακραίους, αρχετυπικούς, συχνά καταπιεσμένους από τη βιοθεωρία του δημιουργού τους. Το πεζογραφικό του έργο αντλεί την πνοή του από τα διδάγματα των μεγάλων ρεαλιστών συγγραφέων του 19ου αιώνα. Παρά τα κάποια ελαττώματά του (όπως είναι για τον σύγχρονο αναγνώστη η εξεζητημένη γλώσσα και η πολύ φανερή υποστήριξη των ιδεών του, αυτή η μεταφυσική διάσταση της σκέψης του που τον απομάκρυνε από τη βιωματική της αφετηρία), φανερώνει μεγάλη περιγραφική δύναμη, με συναρπαστικές εικόνες και ωραία κίνηση του πλήθους, μαζί με μερικούς ανεπανάληπτους ήρωες, όπως ο ομώνυμος διονυσιακός πρωταγωνιστής στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Την Κρήτη των παιδικών του χρόνων και τη μορφή του πατέρα του αποτύπωσε στο Ο καπετάν Μιχάλης (1953), με θέμα τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωση της πατρίδας τους― ο υπότιτλος, όμως, του βιβλίου «Ελευθερία ή θάνατος» αντιστρέφεται στον «μηδενιστικό ηρωισμό» της ελεύθερης επιλογής του ηρωικού θανάτου. Με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) άρχισε να αναπτύσσει στην αφηγηματική πεζογραφία του τον προβληματισμό του γύρω από βασικές έννοιες της χριστιανικής θρησκείας, προβληματισμό που τον οδήγησε στα άκρα στο Ο τελευταίος πειρασμός (1955), προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Καθολικής όσο και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από μια άλλη σκοπιά επιστρέφει στο ίδιο ευρύτατο θέμα με την αφήγηση της ζωής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στο Ο φτωχούλης του Θεού (1956). Τέλος, Οι αδερφοφάδες (1963), έργο εμπνευσμένο από τον εμφύλιο πόλεμο, μαζί με μερικά ακόμη ελάσσονα κείμενα συμπληρώνουν την απαρίθμηση του έργου του.

Η Ελένη Καζαντζάκη, πιστή σύντροφος και ακούραστη βοηθός του για περισσότερα από 30 χρόνια, έχει γράψει: «Θα 'πρεπε να κρίνουμε τον Καζαντζάκη, όχι από το τι έκαμε, κι αν αυτό που έκαμε έχει ή δεν έχει ανώτατη αξία. Παρά τι ήταν αυτό που ήθελε να κάμει, κι αν αυτό που ήθελε να κάμει είχε ανώτατη αξία για κείνον και για μας τους άλλους.» Όλοι, βέβαια, κρινόμαστε από το έργο και όχι μόνον από τις προθέσεις μας. Έτσι κι αλλιώς, το κατορθωμένο έργο του Καζαντζάκη τού δίνει μία από τις πρώτες θέσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας μας όχι μόνο για την έκταση, την ποικιλία και το εύρος των θεμάτων του, αλλά και για την αναζωογονητική πνοή στην πεζογραφία μας με τη δύναμη της αφηγηματικής του φωνής. Αν, τώρα, αναλογιστούμε και την αγωνιώδη πνευματική πορεία του με τα άλματα και τις παλινωδίες και συνυπολογίσουμε το ότι θέλησε να μπολιάσει τη λογοτεχνία μας με μία ιδεολογική και φιλοσοφική διάσταση πρωτοφανή για τον τότε στενό ηθογραφικό της ορίζοντα, σίγουρα αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρξε για την πνευματική μας ζωή μια από τις μεγάλες μορφές αυτού του αιώνα.

*Η Έρη Σταυροπούλου είναι Επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η Ασκητική ως καθοριστικό έργο της δημιουργικής πορείας του Νίκου Καζαντζάκη

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΦΥΛΑ

Νέα Εποχή, Τεύχος 5-6 (240-241) 1996, σσ. 6-11

«Το 1924, όταν μου έδωσε να διαβάσω την Ασκητική, δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα. Τη θεωρούσα πως ήταν το κλειδί για όλα του τα έργα. Ήταν το πρώτο δικό του έργο που μου έδωσε να διαβάσω. Δεν έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Γιατί ήμουν ανώριμη». Αυτά λέει η γυναίκα του Νίκου Καζαντζάκη, Ελένη, σε συνέντευξη της στο περιοδικό Γυναίκα (τεύχ. 879, 19 Οκτωβρίου 1983).

Κι αλήθεια, η Ασκητική είναι γραμμή που δίνει σ' όλα του σχεδόν τα έργα το "κλειδί", όπως το λέει η γυναίκα του, για να μπούμε στην ψυχή και στο νου του Καζαντζάκη, για να εξηγήσουμε την έκταση και το βάθος των απόψεων του και των προθέσεων του.

Παρουσιάζεται απόλυτος και δείχνει σαν να μην επιτρέπει αμφισβήτηση σ' αυτά που λέει. Αυτόν το δογματισμό μονάχα στα κείμενα που έμειναν στη συνείδηση ή στη φαντασία των ανθρώπων σαν θεόπνευστα τον συναντάμε. Περίπου ανακαλύπτουμε το ύφος των Δέκα Εντολών. Και πιστεύουμε πως θα έχει δομηθεί μέσα του αυτή η Ασκητική από τον καιρό που ετοιμαζόταν να ιδρύσει θρησκεία.

Ο Αντρέ Μιραμπέλ βρίσκει πως ο Καζαντζάκης στο επίπεδο ιδεών μας φέρνει τρία πράματα: τη γνώση του εξωτερικού κόσμου, τη γνώση του ανθρώπου και τη γνώση του υπέρτατου νόμου των όντων. Κι ο Γάλλος διανοούμενος και ελληνιστής υπογραμμίζει το γεγονός πως στον Καζαντζάκη δεν θα βρούμε καμιά κανονική, βαθμιαία εξέλιξη της σκέψης του (όπως και του έργου του) αλλά μια διαρκή έκφραση, μια διαρκή έρευνα, που εκδηλώνεται με έργα διάφορων χρονολογιών και που λίγο πολύ κατατάσσονται με τον τρόπο που είπαμε.

Πολλοί, κι η γυναίκα του η ίδια στη συνέντευξη που αναφέραμε πιο πάνω, προσδιορίζουν τον Καζαντζάκη σαν «βαθιά θρησκευόμενο που έψαχνε αλλά δεν βρήκε το θεό».

Αν θυμηθούμε κι όλας το σημείο της Ασκητικής που λέει πως όχι, ο θεός δεν θα μας σώσει, εμείς θα σώσουμε το θεό, δεν μπορεί κανένας να καταλάβει τι σόι θρησκευόμενος ήταν, αφού οπωσδήποτε θρησκεία χωρίς θεό δεν μπορεί να νοηθεί. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζεται πολύ συχνά με το δογματισμό και τη μεγαλοστομία ενός Θεού όπως μας τον έχουν διδάξει, π.χ. «Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει».

Αλλά την Ασκητική θα πρέπει να την αξιολογήσουμε και να τη δούμε μέσα στα χρόνια που δημιουργήθηκε. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο Καζαντζάκης οι όλοι οι σκεφτόμενοι αλλά κι οι απλοί άνθρωποι συνειδητοποίησαν το γεγονός πως η ανθρωπότητα οδηγείται στην αποκτήνωση, στην καταστροφή και στον αγριανθρωπισμό. Εκείνα τα κατ' εικόνα και ομοίωσιν άρχισαν να προβληματίζουν πολλούς.

Πώς επιτρέπει ο παντοδύναμος αυτήν τη θεότρελη αιματοχυσία;

Η λέξη αυτή, προσδιοριστική των γεγονότων, δημιουργήθηκε και πήρε διαστάσεις. Ερέθισε πολλούς για να βρουν μήπως όλα όσα πίστευαν ως τότε ήταν ένα ψέμα και μια ανίερη επιδίωξη των κρατούντων για να μας πείσουν πως πρέπει ν' ανεχόμαστε εδώ στη γη τη φτώχεια και τα βάσανα για να κερδίσουμε τον ουράνιο πλούτο και τη γαλήνη μετά θάνατο.

Ο πατέρας-θεός έχει αποστρέψει το πρόσωπο του από τα παιδιά του - αυτό είναι φανερό. Και τα παιδιά του έπρεπε τώρα ν' αναζητήσουν ένα θετό πατέρα πλέον, όχι σε προσωποποίηση τους, αλλά σε ιδέες μη εξουσιαστικές ή τουλάχιστον απλά σε ιδέες κι όχι με αφηρημένα πρόσωπα.

Αυτή την έννοια δίνει ο Καζαντζάκης στη συνεχή αναζήτηση του Θεού που δεν μπορεί να μας σώσει αλλά εμείς θα τον σώσουμε, εμείς θα τον δημιουργήσουμε.

Αυτό θα πει σωτηρία: Δημιουργία.

Αυτό το θεό πλάθει ο Καζαντζάκης.

Το θεό-Ιδέα. Ευέλικτο, προσαρμοσμένο κάθε φορά στις ανθρώπινες απαιτήσεις και προσδοκίες, με σάρκα που να πονάει και ψυχή που να αισθάνεται. Το λέει άλλωστε ο ίδιος στην Ασκητική:

"Ο θεός κρύβεται σε κάθε ιδέα. Σύντριψε την Ιδέα να λευτερώσεις το θεό. Δώσε του άλλη Ιδέα πιο απλόχωρη να κατοικήσει. Δηλαδή όξω από μένα δεν υπάρχει. Εγώ είμαι θεός και άνθρωπος. Μέσα μου κλείνω όλες τις δυνάμεις. Φτάνει να μην μένω στατικά καθηλωμένος σε μια ιδέα, σε μια επιδίωξη. Πρέπει να πλαταίνω τους χώρους, να ψηλώνω τις ιδέες για να υπηρετούν σωστά τον άνθρωπο."

Κι ο Καζαντζάκης πιστός στη δική του θρησκεία, σ' αυτήν που εμπνεύστηκε και που θέλησε να δημιουργήσει, αυτό κάνει σ' όλη του τη ζωή, ή τουλάχιστο ως τα δέκα πριν πεθάνει χρόνια του: Σύντριβε ολοένα ιδέες, λευτέρωνε το θεό (άρτιο εαυτό του, άρτιο άνθρωπο) κι ύστερα τον έβανε να κατοικήσει σ' άλλη ιδέα πιο απλόχωρη. Τι άλλο παρά η δημιουργός εξέλιξη σε δική του εκφραστική και ουσιαστική ανάπλαση;

Το παράδοξο στην περίπτωση της Ασκητικής είναι, κατά τη μαρτυρία του Αυγέρη (άρθρο του στην Επιθεώρηση Τέχνης), πως «στην αρχή προοριζόταν για τη θρησκευτική κατήχηση της Επανάστασης, τη χαρακτήριζε μάλιστα σαν το μετακομμουνιστικό πιστεύω».

Μ' αυτόν το χαρακτηρισμό άλλωστε πρωτοδημοσιεύτηκε στην αριστερή - τότε - Αναγέννηση και μάλιστα με τον πανώτιτλο: SALVADORES DEI, δηλαδή: Σωτήρες του Θεού.

Η Ασκητική είναι η συμπυκνωμένη έκφραση των ιδεών του Καζαντζάκη, όπως καταστάλαξαν από τους πολυποίκιλους και διαφορετικούς επηρεασμούς του (π.χ. ο Βούδας και ο Λένιν). Και είναι η ιδεολογική μαγιά όλου του έργου του που ζυμώνει δημιουργικά πάντοτε θέσεις και αντιθέσεις, φάσεις και αντιφάσεις. Στον ατομισμό του αφορισμού του «ο κόσμος δεν υπάρχει. Εγώ μόνο υπάρχω. Ο ήλιος ανατέλλει στο δεξί μου μηλίγγι και δύει στο αριστερό» αντιπαραθέτει άλλη συγκρουόμενη άποψη: «Δυο χέρια μεγάλα ως τον ουρανό σηκώνονται από κάθε ζωντανό και ζητούνε βοήθεια». Κι αλλού: «Η ουσία του Θεού μου είναι ο αγώνας». Αλλά λίγο παρακάτω υποστέλλει την αγωνιστική σημαία λέγοντας: «Ν' αρμονιστούμε και να δουλέψουμε μαζί του».

Δεν αναζητάμε τις αντιφάσεις για να υποτιμήσουμε την προσφορά του Καζαντζάκη.

Ίσια-ίσια αυτές οι αντιφάσεις είναι η ίδια η ζωή που δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ένα σύνολο αντιφάσεων, στις οποίες εθιστήκαμε τόσο ώστε να θεωρούμε σύγχυση το σωστό και το ομαλό. Ή τουλάχιστο να μας έχουν κάνει να θεωρούμε έτσι τη ζωή. Όταν μας καλούνε να πολεμήσουμε σ' έναν πόλεμο επιθετικό, ή όταν μας βάζουν στα εκτελεστικά αποσπάσματα να σκοτώνουμε αδέρφια μας, θεωρούμε αυτόν τον αγριανθρωπισμό ευταξία και "εθνικόν καθήκον" και σωστή πράξη, αφού όλ' αυτά τα συγκεχυμένα ξεκινάνε από την καπιταλιστική αντίληψη της ζωής και του ανθρώπου κι από τα νομιμοποιημένα συμφέροντα της άρχουσας τάξης που μπορεί να επικαλύπτει με διατάξεις νόμων κάθε απανθρωπιά ή εκμετάλλευση.

Όταν πρωτοδημοσίεψε την Ασκητική του στην Αναγέννηση, έβαλε ένα μικρό σημείωμα στην αρχή με τούτα τα λόγια:

"Η Ασκητική γράφτηκε στη Γερμανία στα 1923 για να διατυπώσει την ψυχική αγωνία και τις ελπίδες ενός κομμουνιστικού κύκλου από Γερμανούς, Πολωνούς, Ρούσους που δεν μπορούσαν ν' αναπνεύσουν άνετα μέσα στη στενή καθημερινή υλιστική αντίληψη της κομμουνιστικής Ιδέας. Η Ασκητική τούτη ας θεωρηθεί η πρώτη λυρική απόπειρα, η πρώτη κραυγή του μετακομμουνιστικού "Πιστεύω"."

Ο Παντελής Πρεβελάκης, για τον οποίο ο Καζαντζάκης έγραψε πως ξέρει περισσότερα απ' αυτόν τον ίδιο για το έργο του, σημειώνει για την Ασκητική στο ίδιο τεύχος της Αναγέννησης:

"Στην Ασκητική [ο Καζαντζάκης] δε μιλάει με ξένο στόμα. Μιλάει ο ίδιος με τη θρησκευτική απρόσκοφτη ειλικρίνεια της εξομολόγησης. Είναι ο Ζαρατούστρας που κατεβαίνει απ' το βουνό ύστερ' απ' τη μακρόχρονη γόνιμη άσκηση, γιομάτος σοφία, πλημμυρισμένος συμπόνεση κι αγάπη. Κατεβαίνει σα θεός να κηρύξει μ' έξαλλη πίστη το μεγάλο χρέος."

Ο Καζαντζάκης, καθώς συμπιέζεται ανάμεσα στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, νιώθει να πνίγεται, γι' αυτό και στην Ασκητική βγάζει φωνή μεγάλη, θέλει να βρει τη χρυσή τομή ή τη νέα σύνθεση αναζητώντας την παντού με αγωνία και με αγώνα, με θέρμη και ειλικρίνεια. «Η Ασκητική», λέει παρακάτω ο Πρεβελάκης, «είναι ένα έργο διαποτισμένο από ψυχή αντρίκεια. Με θάρρος, στο κήρυγμα τούτο, αναγνωρίζεται το σύνορο του ανθρώπινου νου, με απόφαση αρχίζει το ξεκίνημα, το ξεσήκωμα με το ανθρώπινο αδύναμο εφόδιο σαν ανταρσία στο γραφτό χαμό...».

Για όσους τοποθετούν τον Καζαντζάκη ανάμεσα στους θρησκευόμενους - και δεν είναι λίγοι - με την έννοια που ξέρουμε ως τώρα, θα παραθέσουμε το "Πιστεύω" του από την Ασκητική κι ας βγάλουν τα συμπεράσματα τους:

Πιστεύω σ' ένα θεό ακρίτα Διγενή,
στρατευόμενο, πάσχοντα,
μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο,
πολεμιστή στα σύνορα,
αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις,
τις ορατές και τις αόρατες.

Στην Ασκητική, που είναι μια άσκηση του νου και της ψυχής, επιστρατεύει τα πάντα για τα πάντα. Σημαίνει συναγερμό, στέκεται σ' ένα ψήλωμα και διαβάζει τις Εντολές του που αποβλέπουν στον προβληματισμό του ανθρώπου και στην επίγνωση του χρέους του, σαν μια μονάδα της ανθρωπότητας.

Όπως είναι φυσικό, η Ασκητική προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις. Ο Βάρναλης {Αισθητικά, τόμ. Β', σ. 247) γράφει πως στην ουσία της είναι άρνηση της πραγματικότητας... Αυτός ο μηδενισμός του τον εμποδίζει να πάρει θέση πουθενά.

Από μια άποψη ο Βάρναλης δικαιώνει τον Καζαντζάκη. Γιατί: πρώτα πρώτα με το ν' αρνούμαστε μια πραγματικότητα που στο βάθος διέπεται από απάνθρωπους κοινωνικούς νόμους και προκαταλήψεις, με το να παρακάμπτουμε τη σύγχυση του καιρού μας, έστω με μια άλλη λιγότερη σύγχυση, είναι ένα χρέος του σκεφτόμενου, στρατευμένου ανθρώπου που βλέπει την τέχνη σαν κοινωνικό φαινόμενο.

Τώρα, βέβαια, τι του αντιτάσσουμε σ' αυτή τη σύγχυση είναι άλλο θέμα.

Κι ακόμα: Ο Καζαντζάκης δεν πήρε θέση πουθενά, δεν ήθελε να πάρει θέση γιατί ήταν από το χαρακτήρα του ανυπόταχτος, φύσει άστεγος, γιατί έτσι εννοούσε την ελευθερία του.

Ακόμα και στην Κατοχή, που θαύμαζε τον αγώνα του λαού και χειροκροτούσε τις οργανώσεις του, δεν θέλησε να ενταχθεί πουθενά. Η Έλλη Αλεξίου γράφει στο βιβλίο της "Για να γίνει Μεγάλος" πως ο Καζαντζάκης σε πρόταση του Γιάννη Μαγκλή να ενταχθεί στο ΕΑΜ αρνήθηκε και έθεσε όρους. Ο Γιάννης Μαγκλής, όμως, σε προσωπική συζήτηση που είχαμε μαζί του, μας διαβεβαίωσε πως δεν θέλησε ποτέ να εντάξει τον Καζαντζάκη στο ΕΑΜ γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τον μεγαλύτερο συγγραφέα που διέθετε η πατρίδα μας εκείνον τον καιρό.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Ασκητική που σε τελευταία ανάλυση είναι η αναζήτηση της Αλήθειας που δεν μπορεί να φτάσει στον άνθρωπο γιατί την έχουν αλλοιώσει και καλύψει με ψέματα, με παραποιήσεις, με φόβους αλλά και ψυχολογικούς εκβιασμούς και στυγερή τρομοκράτηση.

Ο Οκτάβ Μερλιέ σημειώνει στο κείμενο του «Προλεγόμενα στην Ασκητική»:

"Ο σκοπός; να πολεμάς, να γκρεμίζεις τους ψεύτικους θεούς, όλους αυτούς που κοντά τους από την απαρχή του κόσμου ο άνθρωπος γυρεύει, μάταια, ένα καταφύγιο. Η ιστορία της φιλοσοφίας, όπως και η ιστορία των θρησκειών, ήταν μοιραίο να οδηγήσουν τον Καζαντζάκη από απογοήτευση σε απογοήτευση.

Λαθεύουν νομίζουμε όσοι χαρακτηρίζουν την Ασκητική σαν έργο φιλοσοφικό και σκιαμαχούν αντιμετωπίζοντας το σαν αντιμαχόμενο συνονθύλευμα φιλοσοφικών απόψεων με έντονη την παρουσία των αναθεωρήσεων και των δισταγμών του ίδιου του δημιουργού (περ. Σύγχρονη Σκέψη, Ιούλ. 1983)."

Ο Πρεβελάκης είναι απόλυτος στον προσδιορισμό της: Η Ασκητική, λέει, δεν αποζητάει τον τίτλο φιλοσοφία, που θα της έπρεπε, ούτε φιλολογία που είναι κατώτερο από την πρόθεση του δημιουργού.

Τι είναι, λοιπόν; θα ρωτούσε κανένας.

Μα απλούστατα είναι η κραυγή του ανθρώπου που πνίγεται στις αναθυμιάσεις των πολυποίκιλων φιλοσοφικών και θρησκευτικών θεωριών, ο οραματισμός του πολίτη για μια ζωή καλύτερη απ' αυτήν που την κατάντησαν οι εκμεταλλευτές της άγνοιας των ανθρώπων, οι εκμαυλιστές και οι εκμαιευτές τυραννικών συστημάτων στηριγμένων σε ηθικούς τάχα κανόνες που στο βάθος είναι ανήθικοι και ανίεροι.

Αυτός ο πόλεμος χωρίς ελπίδα, που μας προβάλλει ο Καζαντζάκης, πολύ συχνά είναι ο ανυστερόβουλος ηρωισμός. Κι είναι ο θάνατος των παλικαριών που πεθαίνουν αρνούμενοι να δηλώσουν υποταγή και ν' αποκηρύξουν τις ιδέες τους. Αυτά τα παλικάρια δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, δεν έχουν καμιά ελπίδα για τον εαυτό τους κι όμως αγωνίζονται, βασανίζονται και τελικά πέφτουν με τη ζητωκραυγή της ζωής.

Τι διαφορά, λοιπόν, υπάρχει ανάμεσα στις δυο τούτες περιπτώσεις;

Τέτοιοι αγώνες οδηγούν στην Ελευθερία.

Και όταν λέει ο Καζαντζάκης αγώνα για τον αγώνα ξέρει πού το πάει: αγώνα για τους αυριανούς ανθρώπους, αγώνα χωρίς ιδιοτέλεια.

Αυτές τις έννοιες. Αγώνα και Ελευθερία, τις συναντάμε σε μια ινδική παράδοση που συχνά ο Καζαντζάκης τη θυμάται:

Ένας Ινδός πάλεψε πολύ καιρό εναντίον του ρεύματος που παρέσερνε τη βάρκα του στον καταρράκτη. Όταν ο μεγάλος αγωνιστής κατάλαβε πως κάθε άλλη προσπάθεια ήταν περιττή, παράτησε τα κουπιά και άρχισε να τραγουδάει:

Α! Ας γίνει η ζωή μου αυτό το τραγούδι.
Δεν ελπίζω πια.
Δε φοβούμαι πια.
Είμαι ελεύθερος.

Αυτές οι φράσεις, που μπήκαν στην ταφόπετρα του Καζαντζάκη με προθανάτια εντολή του, μας δείχνουν όλη την πορεία του λογικού του και του λογισμού του, όλη την έκταση και το βάθος της σκέψης του που μετατρέπεται σε ζωή.

Έτσι, ελεύθερος φεύγει κι ο ανυποχώρητος εκτελεσμένος, ακόμα κι αυτός που αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του που σίγουρα θα τον αφανίσουν ή θα προσπαθήσουν να τον υποτάξουν με κάθε μέσο. Πεθαίνει με τη θέληση του κατανικώντας την ελπίδα και το φόβο. Έτσι όμως είναι πραγματικά ελεύθερος, αφού ξέρει να πεθαίνει όρθιος όπως ήξερε και ν' αγωνίζεται όρθιος.

Η Ασκητική, λοιπόν, αυτό το καζαντζακικό ευαγγέλιο, όσο κι αν από μερικούς χαρακτηρίστηκε σαν έκφραση ιδεαλισμού, δεν απορρίπτεται ούτε από την αριστερή διανόηση και κριτική - κι ούτε ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο σήμερα που πολλά νερά κύλησαν κάτω από τα γιοφύρια της σκέψης. Οι επιφυλάξεις δεν είναι πάντα αντίθεση και πολύ περισσότερο απόρριψη. Κι ύστερα το δημιουργό πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε κύρια αν με το έργο του υπερασπίζεται την ανθρωπιά, την ειρήνη και την αγάπη των λαών.

Ο Καζαντζάκης είχε ταχθεί με τη μεριά των καταπιεζομένων κι από μια δίκια του, ολότελα δικιά του σκοπιά. Υπερασπιζόταν με θάρρος και πάθος τις θέσεις του. Όσοι τον ήθελαν πιο συγκεκριμένο και πιο προωθημένο ας κρίνουν από το αποτέλεσμα κι από την επιρροή του στο λαό. Οι αναγνώστες του Καζαντζάκη διδάσκονται πως τα υπέρτατα αγαθά της ζωής είναι η Ειρήνη και η Ελευθερία.

Στο Ριζοσπάστη της 27 Μάρτη 1983, σε άρθρο της Ευτυχίας Καρύδη με τίτλο «Έγινε το αίμα του μελάνι», διαβάζουμε και τούτα τα προσδιοριστικά που μας οδηγούν στις απόψεις των μαρξιστών για τον Καζαντζάκη:

Μηδενισμός;
Το απόγειο του ιδεαλισμού;
Είναι αντιδραστικός, λοιπόν;
Ανήκει στην αντίδραση με τις διακρίσεις που αυτή τον τίμησε;
Αφορισμό και κατατρεγμούς; Είναι προοδευτικός;

Ούτε η πρόοδος δεν μπορεί να τον δεχτεί άκριτα και ολόκληρο, γιατί έχει την ιδιοτυπία ν' απλώνει τόσο πολύ τα κλαδιά του, που ο κόσμος του τελικά χάνεται.

Και πώς θα μπορούσε να κριθεί;
Σαν μια αντίφαση. Αντίφαση με κεφαλαία όλα τα γράμματα.

Εδώ δεν βρίσκεται μόνο μπρος σε μια διάσταση ανάμεσα στη ζωή και στη δημιουργία αλλά και η ίδια του η δημιουργία είναι αντιφατική.

Αυτό που ο ίδιος έλεγε: Χριστός, Βούδας, Λένιν είναι οι τρεις μεγάλοι κουρσάροι της ζωής μου, δεν ίσχυσε μόνο για τις ιδιωτικές μέρες και ώρες, μα και εκείνες που ανάλωσε για το έργο του... Και είναι "επικίνδυνος" ακριβώς γιατί τα κατάφερε με τη δύναμη του λόγου, προσεχτικά οργανωμένου μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, να πείθει μέχρι την εξάντληση.

Μειώνεται, αν δεν χάνεται εντελώς, η αντίσταση σου μπροστά στη μαγεία του ευαγγελίου του, την Ασκητική:

Περπατώ στ' αφρόχειλο της αβύσσου και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
Ο νους: Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; χρέος μας ν' αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
Όχι! Όχι! Ποτέ να μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου.
Να σπας τα σύνορα.
Ν' αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: θάνατος δεν υπάρχει...
Μην πεθαίνεις για να μην πεθάνουμε, φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί...
Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε, πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους.
Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις ιδέες μας, κάμε τις έργα εσύ.
Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας, στερέωσε το εσύ.
Τέλεψε το έργο μας!
Τέλεψε το έργο μας! όχι δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα. Μέσα από τα σωθικά σου ξακολουθούμε τον αγώνα.
Λύτρωσε μας..
Η ουσία του θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ... είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα...
Κι ο Βάρναλης θα πει μετά το θάνατο του Καζαντζάκη τούτα τα χαρακτηριστικά:

”Μόνο δάφνες του ταιριάζουνε τώρα. Πολλά πρόωρα κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός κι εκείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν αληθινή και μια φριχτή.

Ο Καζαντζάκης ήταν ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας, θα μείνει μοναδικό παράδειγμα προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Όλη του η αγωνία όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα ήτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την υπερβολική φράση. Την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι' αυτό το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθει... Άλλωστε στην ουσία της η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας."

Βλέπουμε, από την παράθεση δυο απόψεων μελετητών που ανήκουν στον ίδιον ιδεολογικό χώρο, να αναπηδάει μια αντίθεση: Η μία λέει πως ο Καζαντζάκης πείθει μέχρι την "εξάντληση" κι η άλλη πως δεν πείθει. Και το επισημαίνουμε ακριβώς για να 'χουμε υπόψη μας πως πάντα οι μελετητές μας δίνουν και υποκειμενικές ερμηνείες, αφού κανένα μέτρο κρίσης δεν μπορεί να 'ναι απόλυτο.

Οι εκτιμήσεις διαφέρουν ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε ένα κείμενο ή ένα συγγραφέα.

Άλλωστε, ο Καζαντζάκης της Ασκητικής, ο διχασμένος και κάποτε απελπισμένος (με τη δική του έννοιας της απελπισίας) έγραψε και τούτα που χαρακτηρίζουν όχι τόσο την αλλαγή θέσεων αλλά τη γενναιότητα της σκέψης του, την τόλμη και την αντικειμενικότητα του όταν πίστευε κάτι πως είναι καλό κι ας μην το εγκολπώνεται ως το βάθος του:

"Ο κόσμος τούτος ο μεταπολεμικός όπου ζούμε, είναι τόσο σάπιος, ανήθικος κι ανάξιος κι ενός μέτριου ακόμα ανθρώπου που κάθε προσπάθεια να γκρεμιστεί φαίνεται κι είναι ιερή. Γι' αυτό σήμερα όλοι οι τίμιοι άνθρωποι που έθεσαν σκοπό της κοινωνικής ζωής τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και το φως, τούτο το γκρέμισμα του σάπιου, ατιμασμένου και κρονόληρου κόσμου θεωρούν ως πρώτο χρέος τους.

Το δεύτερο χρέος το θετικό κάθε τίμιου σήμερα ανθρώπου είναι η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας κόσμος καλλίτερος όπου να κυριαρχήσει αυτό που λέμε φως ή θεός ή ανήφορος.

Την προσπάθεια τούτη τη μαρτυρική ανέλαβε και πραγματοποιεί - αυτή είναι η φοβερή της ιστορική αποστολή - η Σοβιετική Ρουσία...

Ποιο είναι το μυστικό της Ρουσίας; ρωτούν.

Ρωτούν γιατί δεν έζησαν ποτέ τους και δεν ξέρουν τι θαυματουργική γιγάντια δύναμη είναι η πίστη. Όταν η πίστη κυριεύει έναν άνθρωπο ή ένα λαό, η ζωή, που είχε αρχίσει να νυστάζει και να πέφτει, τινάζεται, νιώθει ξανά την παντοδυναμία της κι από τη στιγμή τούτη το θέμα είναι πια καθημερινή υποταγή της Ανάγκης στη σφοδρή ανυπόμονη επιθυμία της ψυχής...

Το φως! Το φως! Να ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο της Σοβιετικής Ρουσίας.

Είχε δίκιο ο πάστορας Καρλ Φαγκ που, όταν γύρισε από το σοβιετικό του ταξίδι, συνόψισε με τα απλά τούτα συγκινημένα λόγια τα συμπεράσματα του: "Ό,τι είδα κι έζησα στη Σοβιετική Ρουσία μ' έκαμε να ξαναβρώ πάλι την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους που την είχα χάσει...".

Κι ο Καζαντζάκης δεν ήταν κομμουνιστής (δεν έγινε ποτέ του) όταν έγραφε τα παραπάνω στην Αναγέννηση (τεύχη 3 και 4 του 1926). Ακόμα και στην Κατοχή, που πολλοί ως τότε αντικομμουνιστές πέρασαν στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος, ο Καζαντζάκης έμεινε αυτός που ήταν πάντα με την ίδια πίστη του στον άνθρωπο και στην οποίαν αλήθεια.

Ο Καζαντζάκης ανένταχτος ένιωθε ελεύθερος να λέει αυτά που ένιωθε χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, - έτσι όπως πυροδοτούσαν τη σκέψη του...

Ο Κ. Ι. Δεσποτόπουλος - για να δούμε και την αισθητική του έργου - μιλώντας σε φιλολογικό μνημόσυνο του Καζαντζάκη τόνισε πως η Ασκητική είναι κατάσπαρτη από εξαίσιες ποιητικές εκφράσεις κι από φιλοσοφικές συλλήψεις εξαίρετες και είναι δονημένη ή και πλασμένη από μια έξοχη πνευματική τόλμη (εφημ. Ελευθερία, Αθήνα 22 Φεβρ. 1959). Και συνεχίζει:

"Ίσως το αφοριστικό ύφος και ήθος της Ασκητικής άσχετα και με τη νοηματική σύνθεση της, δεν ήταν ο πνευματικός τρόπος, ο πιο κατάλληλος για να ενσαρκώσει το προφητικό όραμα και πρόσταγμα.."

Αυτό είναι μια άποψη του Δεσποτόπουλου που, σαν καθηγητής φιλοσοφίας που ήταν, ήθελε πιο συγκεκριμένο το φιλοσοφικό πιστεύω του Καζαντζάκη.

Αλλά ο Καζαντζάκης δεν είπε ποτέ πως η Ασκητική του είναι φιλοσοφικό έργο. Μόνο η υποδομή της είναι φιλοσοφική. Από κει και πέρα ο συγγραφέας της προχωράει λευτερωμένος απ' όλα ανοίγοντας δικούς του πρωτοπάτητους δρόμους.

Νίκος Καζαντζάκης - Συνοπτικές προτάσεις για τη μελέτη του έργου του και του δράματος της ζωής του *

Της ΕΛΕΝΗΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΥ-ΚΥΡΡΗ και του ΚΩΣΤΑ Π. ΚΥΡΡΗ

Νέα Εποχή, Τεύχος 1 (236) 1996, σσ. 5-16

* Οι συνοπτικές αυτές προτάσεις άρχισαν να γράφονται από την Ελένη Λεοντιάδου-Κύρρη το 1969. Το 1996 έτυχαν επεξεργασίας και συμπληρώθηκαν από τον Κώστα Π. Κύρρη.

Α' Μια εμπειρία του 1946

Στην αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής της οδού Πανεπιστημίου, ο αείμνηστος καθηγητής μας, μεγάλος Βυζαντινολόγος και Νεοελληνιστής Νίκος Βέης, προς τα τελευταία πια χρόνια της ζωής του, μα ως το τέλος πάντοτε νέος, ολοζώντανος, γεμάτος φλόγα, δίδασκε. Ήταν Νοέμβρης του 1946, τρεις το απόγευμα. Ξάφνου, μια μορφή, ευκίνητη, δυναμική, φωτιές πετούσαν τα μάτια του, πρόβαλε στην ανοιχτή πόρτα προς τα Προπύλαια. Αμέσως τον είδε ο καθηγητής, που πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έτρεξε κοντά του. θερμή χειραψία, αγκαλιάσματα κι ύστερα σύντομη, σιγανή κουβέντα λίγο πιο πέρα από την πόρτα, ώστε να μη φαίνονται. Και έπειτα ο καθηγητής να τραβά προς τα μέσα τον Νίκο, όσο κι αν εκείνος αντιστεκόταν σαν ντροπαλό αγόρι, και κρατώντας τον πάντα από το χέρι, μπας και του ξεφύγει, να φωνάζει με φωνή δυνατή και συγκινημένη: «Παιδιά μου, σας παρουσιάζω τον μεγαλύτερο άντρα της Νεότερης Ελλάδας. Τον Νίκο Καζαντζάκη». Ακολούθησαν χειροκροτήματα, ποδοκροτήματα, ζητωκραυγές κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Τρώγαμε τον άνθρωπο με τα μάτια, τον τρυπούσαμε να μπούμε στην ουσία του κι ούτε λίγο ούτε πολύ κοινωνούσαμε σαν σε μια μυστική ιεροτελεστία. Ήταν ο άνθρωπος που έτρεφε τα νιάτα μας, τόνωνε τους παλμούς μας, άνοιγε τα φτερά μας με το να κρατά ακέραια την ευθύνη του σαν άνθρωπος απέναντι στον άνθρωπο και στην φωνή της ψυχής του, αδάμαστος, ατόφιος, μαχητής, πρωτοπόρος. Κόσμους και κόσμους ανακάλυπτε, για να τους προσπεράσει, κρατώντας την όψη της αλήθειας τους και ενοποιώντας και συνθέτοντας με τον δικό του παλμό το δικό του οικοδόμημα. Κόσμους και κόσμους κρατούσε μέσα στο σκάφος του, για να τους φυσήξει με τη δική του πνοή στα πέρατα του κόσμου. Γιατί ήταν προ πάντων ο ίδιος ένας κόσμος ολάκερος, ένα σύμπαν με δικές του κεραίες κι εσωτερικές πηγές που τόξευε μια το στήθος του και μια τον κόσμο (πρβλ. Η'). Ένας σταυρός που ορθωνόταν κατακόρυφα, σαν τόξο Γοτθικό, που τόσο αγάπησε, κι ύστερα πλάταινε οριζόντια, πλάταινε και πλάταινε, κι αγκάλιαζε μύριες όψεις της αγωνιζόμενης ανθρωπότητας - πατώντας πάντα πάνω στο χώμα. Και γινόταν ένα με τον κόσμο, που τόσο απελπισμένα αγάπησε.



Β' Το νόημα της Κρητικής ματιάς

Παντού και πάντοτε τον συνοδεύει η Κρητική ματιά, αλλά και οι εμπειρίες του από τις τιτανικές προσωπικότητες που μελέτησε ως το μεδούλι: Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, Ελ Γκρέκο, Ζορμπάς, Μανολιός, Νίτσε, Λένιν, Χριστός, Βούδας, Μπερξόν, κ. ά. (πρβλ. ΙΑ'). Τον συνοδεύουν τα βιώματα από τα ταξίδια του, οι χώρες, οι άνθρωποι, τα δράματα τους. Η Οδύσσεια της ζωής του είναι στόχαση και περιήγηση και πράξη, διαρκής αγώνας, πάλι αγώνας, πάντοτε αγώνας, δράση, ενέργεια, ποτέ σταματημός, ούτε ανάπαυση, ουδέποτε τέλος. Κρητικό το χρώμα της σκέψης και της αίσθησης του. Κρητικό γι' αυτόν κάθε χώμα, όπου κι αν βρισκόταν: αντλούσε άγριαν, ασκητική, ηρωική κι επική δύναμη από τις σπηλιές, τα βουνά, τις χαράδρες και τα πελάγη της Κρήτης. «Πολλές φορές ήμουν έτοιμος να πέσω, μα η δύναμη αυτή δε με άφηνε - η Κρήτη», γράφει ο Καζαντζάκης (πρβλ. Ν. Βρεττάκου, Νίκος Καζαντζάκης, Η Αγωνία τον και το Έργο του, Επιμ. Κ. Μητροπούλου, εκδ. Στέντωρ, Αθήνα, χ. χρ., σσ. 643-644).



Και σηκώνοντας, σηκώνοντας με αδάμαστο, άγριο, ηρωικό μεγαλείο ό,τι του φόρτωσαν κι ό,τι φορτώθηκε στα εβδομήντα τέσσερα του χρόνια, πάντα πολεμώντας να κάνει ένα τα δύο, «να κάνει πνέμα την ύλη», που μέσα του βρίσκονται συχνά σε κατάσταση πολέμου (πρβλ. ΚΓ', Ζ'), οπότε «η ψυχή μου, άνω-κάτω, φτιάχνει, ξεφτιάχνει και ξαναφτιάχνει το κορμί μου, το [...] ρίχνει στο κρεβάτι, με πυρετό κι αποκαμωμένο» (Γράμμα στον Μ. Τ&υ, πρβλ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος, Βιογραφία βασισμένη σε Ανέκδοτα Γράμματα και Κείμενα τον, Αθήνα, 1977, σ. 595, πρβλ. Ε', Ι'). Τούτος ο δυϊσμός και η υπεράνθρωπη προσπάθεια της πάλης ανάμεσα στα αντίθετα, για ελευθερία και λυτρωμό, με μεγαλύτερες ολοένα προεκτάσεις, αναφαίνεται με πολλές μορφές στο έργο του.



«Με τον καιρό, σα μεγάλωσα και πλάτυνε ο νους, το πάλεμα πλάταινε κι αυτό, ξεχείλισε από την Κρήτη και την Ελλάδα, ξεσπούσε σ' όλο τον καιρό και τον τόπο, έπιανε τα ιστορικά του ανθρώπου• δεν ήταν πια η Κρήτη [...], η λευτεριά», λέει στην Αναφορά στο Γκρέκο.



Ο Καπετάν Μιχάλης στηρίζεται στα βιώματα του από τους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης, "τα πάθη της", γράφει στον Borge Knos την 1η Ιανουαρίου 1951 (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 577). Σε γράμμα του, στις 24 Οκτωβρίου 1943 προς τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, ο Καζαντζάκης γράφει: «Κρητική ματιά δε θα πει να διώξουμε το δυτικό, ανατολικό, ελληνικό πολιτισμό• θα πει να συνδέσουμε όλα αυτά και προπάντων αυτό το καινούριο που αναβλύζει μέσα μας και να ζήσουμε μια νέα, πιο πλατιά, πιο γενναία και πιο υπεύθυνη αντίληψη της ζωής» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 494)



Γ' Βιογραφικά και δείγματα ποιότητος

Λίγο πριν από την πιο πάνω εμπειρία μας σαν φοιτητών (βλ. Α'), ο Άγγελος και η Άννα Σικελιανού είχαν στεφανώσει τον Καζαντζάκη με την Ελένη Σαμίου, την πιστή του συντρόφισσα, στις 11 Νοεμβρίου του 1945. Το Βασιλικό θέατρο, στις 25 Μαρτίου του 1946, δίδασκε για πρώτη φορά τον Καποδίστρια (βλ. και ΙΣτ' πιο κάτω). Στις 2 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ο Καζαντζάκης φεύγει για την Αγγλία, όπου από το περιοδικό Life and Letters απευθύνει τον Σεπτέμβρη μιαν έκκληση στους διανοούμενους όλου του κόσμου να ιδρύσουν μια «Διεθνή του Πνεύματος», πράγμα που ήρθε σαν αποτέλεσμα πολλών συνομιλιών με Άγγλους διανοούμενους και του ολοκαυτώματος της Χιροσίμα (βλ. και πιο κάτω, ΙΣτ' και ΙΖ'). Η γυναίκα του τον βρίσκει στο Παρίσι κι αρχίζει ο ξενιτεμός τους. Εκεί διορίστηκε σύμβουλος για τη λογοτεχνία στην Ουνέσκο, όπου παρέμεινε για ένδεκα μόνο μήνες, ώσπου να εγκατασταθεί, στις 2 Ιουνίου του 1948, στην Antibes της Μεσημβρινής Γαλλίας, την αρχαία ελληνική Αντίπολη.

Το 1953, κι ενώ ο Καζαντζάκης είναι πολύ άρρωστος, η Εκκλησία της Ελλάδος εζήτησε τον διωγμό του για μερικές σελίδες του Καπετάν Μιχάλη και για την όλη σύλληψη του Τελευταίου Πειρασμού (δεν είχε βγει ακόμη στα Ελληνικά): δημιουργείται αναταραχή, που κράτησε και τον επόμενο χρόνο. Τον Απρίλιο του ίδιου αυτού χρόνου, 1954, ο Πάπας ανέγραψε στο Index Librorum Prohibitorum (=Κατάλογο Απηγορευμένων Βιβλίων) τον Τελευταίο Πειρασμό.

Αξίζει να σημειώσουμε το τηλεγράφημα του Καζαντζάκη στην Επιτροπή του Index στο Βατικανό, καθώς και το ιδιόγραφο σημείωμα του, στον τίτλο του οποίου παρατίθεται η φράση του Τερτυλλιανού: "Ad tuum, Domine, tribunal appello". Στο σημείωμα του προσθέτει: «Την ίδια φράση αποτείνω και στην Ορθόδοξη Εκκλησία: Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση! Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ. Ν. Κ.» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 613-614).

Δ' Ο θάνατος του
Ύστερα από το ταξίδι του στην Κίνα κατόπιν προσκλήσεως της Κινεζικής κυβερνήσεως και τον εμβολιασμό του στην Καντόν, λόγω επιστροφής μέσω Ιαπωνίας, ο Καζαντζάκης παθαίνει οίδημα στο δεξί μπράτσο, που κατέληξε σε γάγγραινα. Νικάει τη γάγγραινα, αλλά προσβάλλεται από Ασιατική γρίπη και μέσα σε τέσσερις μέρες καταρρέει. Έτσι, στις 26 Οκτωβρίου του 1957, Σάββατο, στις 10 και 20' τη νύχτα, παρέδωσε το πνεύμα σε ηλικία 74 χρόνων στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Freiburg-im-Breisgau, στη Γερμανία, όπου συχνά νοσηλευόταν. Αναπαύεται στο Ηράκλειο, πάνω στην Τάπια Μαρτινέγκο των Βενετσιάνικων τειχών. Τα εικοσάχρονα από τον θάνατο του γιορτάστηκαν στην πόλη τούτη μ' ένα τρόπο ιδιαίτερο, έτσι που ν' αγγίζει, εκτός από τον νου, και την καρδιά του ανθρώπου: «Δεν ελπίζω τίποτα / Δεν φοβάμαι τίποτα / Είμαι ελεύθερος», αναφέρει η επιγραφή στον τάφο του, η παρμένη από έναν Ινδικό μύθο, αλλά ίσως και από τον Στωικό Κύπριο φιλόσοφο του 2ου αιώνα μ. Χ. Δημώνακτα (βλ. C. P. Kyrris, History of Cyprus, Λευκωσία 1985, σσ. 148-149. Γεωργίου Κουμάκη, «Η έννοια της ελευθερίας στον Δημώνακτα και στον Ανώνυμο της "Ελληνικής Νομαρχίας"», Πρακτικά του Β' Κυπριολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 20-25 Απριλίου 1982), Α', Αρχαίον Τμήμα, Λευκωσία, 1985, σσ. 468-478, βλ. σσ. 472-473, 476 με τα σχετικά χωρία του Ν. Καζαντζάκη κ. ά. συγκρίσεις, και θ' και Ιθ').

Ε' Η ανώτατη Κορυφή της ψυχής
Λοιπόν, ούτε ελπίδα ούτε φόβος. Όσο πιο ελεύθερος γίνεται ένας, «τόσο περισσότερο γίνεται Γιος του Θεού» (Αναφορά στο Γκρέκο). Στον Προμηθέα Πυρφόρο, όμως, «ποτέ οι θεοί να φτάσουν δεν μπορούν τόσο αψηλή μορφή ελευτερίας, γιατί δεν πόνεσαν αυτοί ποτέ τους». Τελικά, πιστεύει σε μία ελευθερία που δεν σε τρέφει με παγίδες, μόνο σε προωθεί στο τρέξιμο, στην πάλη, στον αγώνα, για να δεις και να γνωρίσεις, για να ξανοιχτείς ατόφιος στο φως και στον αγέρα (πρβλ. ΙΒ'). Μακριά από τη φοβερή διελκυστίνδα της ανθρώπινης ζωής που σε κλείνει σε παγίδες, η δουλειά, η δίχως τέρμα προσπάθεια, το τρέξιμο, το πάλεμα, ο αγώνας, ώσπου να ξανοιχτείς ατόφιος στο φως και στον αγέρα: «Δουλεύω, όπως πάντα, σα να 'χω από πάνω μου ένα εργοδότη, ένα αφεντικό, με το μαστίγι στο χέρι. Πώς να τον πούμε, αφεντικό αυτό; όχι βέβαια• ας τον πούμε πως είναι η ανώτατη Κορυφή της ψυχής μας» (Γράμμα στον Κίμωνα Φράιερ στην Αθήνα από την Αντίπαλη, 5. 2. '56, πρβλ. Ι' , Β').

Στ' Λάσπη και φως ενός "αναχωρητή"
Στην Οδύσσεια, το «τερατώδες μνημείο απελπισίας», με τα δύο στρώματα, από φως το ένα και λάσπη το άλλο (Ν. Βρεττάκος, ό. π., σσ. 538-539,544-545), ο αχόρταγος οδοιπόρος Καζαντζάκης διερωτάται: «Ποιος είναι ο δρόμος μου; το πιο τραχύ κι ατέλειωτο ανηφόρι. / Να λες: ολάκερη τη γης εγώ μονάχος θα τη σώσω. / Πού πάμε; θα νικήσουμε ποτέ; [πρβλ. ΙΗ'] Να μη ρωτάς, πολέμα!» (Οδύσσεια, Ο, στίχ. 821-823). Εδώ πρέπει να μπει και ο νους «με κοντάρι πορφυρό [...], χωρίς θεούς κι ελπίδες, λεύτερος, μες στην ερμιάν, ολόρθος» (Οδύσσεια), καθώς και η αθεράπευτη μοναξιά του: «είμαι ολομόναχος, ξαναμπήκα, ανεμπόδιστα πια, στην άγρια μοναξιά» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 580: Γράμμα στον Borge Knos, 1. 6. 1951, πρβλ. σσ. 568-569: Γράμμα ημ. 29. 5. 1950 στον Μηνά Δημάκη, σσ. 435, 531). Κατά την εύστοχη διατύπωση του Νικηφόρου Βρεττάκου (ό. π., σ. 559), «ο Καζαντζάκης μεταθέτει τον εαυτό του από μοναξιά σε μοναξιά έξω από το σκοτεινό κύμα της εποχής του, έστω και αν αυτή τον διαποτίζει με τα προβλήματα της, δουλεύοντας για μια σωτηρία, αλλά ταυτόχρονα πάντοτε αντιφατικός και πέρα από κάθε σωτηρία! Στο βάθος είναι αναχωρητής».

Ζ' Τα τρία μαχαίρια
Για τη φλογερή λαχτάρα της «ανώτατης Κορυφής», της απελευθέρωσης, της τέλειας ισορρόπησης, τη λαχτάρα «να κάνει χωρίς αντάλλαγμα τη σάρκα πνέμα» [ή την ύλη πνεύμα] (βλ. Ν. Βρεττάκου, ό. π., σσ. 24, 535, 538 και Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 579, πρβλ. Β'), να κοιτάζει, χωρίς να ξέρει αν υπάρχει θεός, τον θάνατο κατάματα (μηδενισμός, χίμαιρα ή αλήθεια;), πέρασε μια Οδύσσεια, έγραψε μια Οδύσσεια, τράβηξε τον "Ανήφορο", πιστός στην "ανώτατη Κορυφή της ψυχής του". Όπως λέγει ο ίδιος, «δεν υπάρχει τύχη, υπάρχει Destiny». Σ' ένα άλλο του γράμμα προς τον Κίμωνα Φράιερ, τον γνωστό μας μεταφραστή της Οδύσσειας στ' Αγγλικά, περί τα τέλη πια της ζωής του, επεξηγεί: «Τα περίφημα τρία μαχαίρια: θέλω να πω πως τον ήρωα τον βαραίνουν (ή, αν θέλεις, τον λαβώνουν) τρία μαχαίρια καρφωμένα στην καρδιά του... σε φτερά...» (Γράμμα στον Κίμωνα Φράιερ στην Αθήνα από την Αντίπαλη, 10. 4. '56).

Η' Σύγκρουση ύλης και πνεύματος
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον Καζαντζάκη, αν θελήσουμε να τον κατατάξουμε κάπου. Ο Καζαντζάκης είναι ο Καζαντζάκης, κι αυτός περνάει μέσα στο πνεύμα του (εκεί είναι ο αγώνας του). Το πνεύμα του από τη φύση του είναι τέτοιο: διαλεκτικά και δραματικά συνδιαλλάσσει όλες τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις. Χαρακτηριστικό του στοιχείο παραμένει ο αγώνας και ο Ανήφορος μέσα από αντιθέσεις κι αντιφάσεις, που συνεχίζεται πέρα κι από το «τελευταίο σκαλί της απελπισίας». Μέσα σ' έναν περήφανο αγώνα για τη διάσωση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του ανθρώπου, αναλαμβάνει αποφασιστικά, διαθέτοντας ισχυρότατη βούληση, τη διεύρυνση του εγώ του σε σύμπαν (πρβλ. Α'). Το έργο του, που είναι ο εαυτός του, είναι γεμάτο δυϊσμό και σύγκρουση με κεντρικό μοτίβο άνθρωπος-θεός-άνθρωπος-ζώο. Εξάλλου αυτό προϋποθέτει ο αγώνας για σύνθεση και διαλεκτική εξέλιξη. Ο Κίμων Φράιερ, επισημαίνοντας αυτό το θέμα, λέει: «Ο αναγνώστης του Καζαντζάκη γίνεται μάρτυρας μιας σύγ-κρουσης, με κεντρικό μοτίβο το δίδυμο θεός και Άνθρωπος: Τον ρόλο του πρωταγωνιστή τον υποδύεται ο Άνθρωπος, τον ρόλο του ανταγωνιστή ο θεός». Πρόκειται για σύγκρουση «ανάμεσα στον κόσμο της ύλης και στον κόσμο του πνεύματος» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 161).

Θ' Ηρωισμός χωρίς αντίκρισμα
Το μοτίβο «δεν φοβάμαι τίποτα...» (πρβλ. Δ', Ιθ') βρίσκεται στην τραγωδία Βούδας : «Χορεύεις, καρδιά μου, χορεύεις στην ερημιά• κανένα δεν αγαπάς, κανένα δεν μισείς, τίποτα δεν ελπίζεις - είσαι λεύτερη», και στην τραγωδία Μέλισσα : «Ένα μονάχα· να νικήσω την ελπίδα!... Θα τη νικήσω την άγρια, αδιάντροπη ξελογιάστρα του ανθρώπου», λέγει ο Περίανδρος. Αυτή η πάλη με την ελπίδα συνδέεται με την βαθύτατα υπαρξιακή φύση του Καζαντζάκη: «αγωνία, τρόμος, πάλεμα με την αδυσώπητη μοίρα του τίποτα, ηρωισμός χωρίς αντίκρισμα, αγώνας για τον αγώνα. Οι διάφορες μορφές των ηρώων του κατοπτρίζουν την εσωτερική πολυεδρικότητα» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 174. Πρβλ., επίσης, το "ωραίο ταξίδι" στην Ιθάκη του Κ. Π. Καβάφη, πρβλ. Δ').

Ι' Δουλειά=δημιουργική θύελλα
«Τις μέρες της ζωής του μπορεί να τις χωρίσει στα δυο: τις μέρες που ταξιδεύει και τις μέρες που δουλεύει. Έβδομη μέρα δεν έκανε ο θεός γι' αυτόν». «Δουλεύω πολύ, δεν έχω καιρό μήτε να κοιμηθώ• σαν πέφτει απάνω μου η δημιουργική θύελλα, όλο και μεγαλώνει• πρέπει να 'χεις σιδερένιο κορμί» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 590-591: Γράμμα στον Β. Knos, ημ. 6. 11. 1952). «Μια στιγμή να μείνω χωρίς εντατική δουλειά, νοιώθω τόση πίκρα, τόση λαγαρή, χωρίς καμμιάν illusion απελπισία, που φοβούμαι πως θα πεθάνω» (Γράμμα στον Π. Πρεβελάκη). Δουλεύοντας πολεμάει τον θάνατο. Έξω από τον αγώνα του είναι ο θάνατος του (πρβλ. Ε, Β').

ΙΑ' Η ουσία της ζωής: η φλόγα που τρώει τον άνθρωπο
Μερικές από τις προσωπικότητες που τον γοήτευσαν: Βούδας - Νίτσε - Λένιν - Δον Κιχώτης - Μωυσής - Ελ Γκρέκο - Δάντης - Αγία Θηρεσία - Τσιγκίζ Χαν - Μπερξόν - Ψυχάρης - Χριστός - Μωάμεθ - Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Από αυτούς αντλεί όχι μόνο ιδέες αλλά κυρίως δημιουργικότητα, που για τον Καζαντζάκη είναι η ουσία της ζωής: «Ξέρω πως οι ιδέες είναι κατώτερες από μια δημιουργική ψυχή», λέει ο ίδιος. «Ό,τι μ' ενδιαφέρει δεν είναι ο άνθρωπος, παρά η φλόγα που κατατρώει τον άνθρωπο, γης και ουρανό» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 155, πρβλ. επίσης σσ. 200-201, πρβλ. Β').

ΙΒ' Δεν θέλει να παραδεχτεί τα μέτρα του ανθρώπου
«Εσύ, κύρη μου, δεν κρατάς το άγιο μέτρο, αλλά προσπαθείς να ξεπεράσεις τον άνθρωπο», λέγει ο Τηλέμαχος στον Οδυσσέα, θέλει να υψώσει το πρόσωπο του πέρα από τα πράγματα, φόβο κι ελπίδα. Όλα αποδεικνύονται όμως μάταια. Η κραυγή του «δεν φοβάμαι τίποτα...», είναι ακριβώς η κραυγή του έσχατου φόβου, πόνου και απελπισίας. Όλα μάταια, όλα τίποτα. Όμως και μετά απ' αυτόν τον φόβο και την έσχατη απόγνωση, ο Καζαντζάκης προχωρεί, - μένει ο αγώνας -, για να ξαναφωνάξει ότι η απόγνωση δεν είναι το τέλος. Αν και νιώθει, όπως ο Ουναμούνο (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 211), ότι είναι ένας desperado, κι ότι η ζωή του είναι σκέτη απελπισία χωρίς διέξοδο (πρβλ. Κ. Π. Καβάφη, «δεν έχει πλοίο για σε...»), εντούτοις εμμένει στον αγώνα. Κι εκεί που δεν υπάρχει Θεός, εκεί που ξεπερνιέται ο α' ή β' εξ αντικειμένου Θεός, μέσα στη ροή των πραγμάτων μένει το σταθερό σημείο αναφοράς, η «χωρίς φωτιά και φως κι αγέρα» ουσία της φλόγας, ο μέσα θεός, η ουσία του αγώνα προς την απελευθέρωση, το πήδημα στον ήλιο. «Θεός θα πει, να κυνηγάς το θεό στον αδειανόν αγέρα!» Ηρωισμός και περηφάνια που αντιτάσσεται στην σκοτεινή μοίρα και συνάμα πάλη για δύναμη παραδοχής των πάντων (πρβλ. ΚΒ', Ε').

ΙΓ' Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κείμενα του. Το άνθος της απελπισίας=η ευτυχία
«Υπάρχει ένα μικρό γέλιο σαρκαστικό προκλητικό [στην ψυχή του ανθρώπου], που νικάει κάθε δοκιμασία. Δεν βρήκα ποτές την ευτυχία πάρα στην κορφή της πιο μεγάλης απελπισίας. Γιατί; Γιατί επέμεινα (με σφιγμένα χείλια, με την περιφρόνηση του θανάτου στην καρδιά) ν' ανεβαίνω ίσαμε το τέλος... Οι φίλοι μου με νομίζουν ευτυχισμένο, γιατί δεν ξέρουν τους αγώνες, που προηγήθηκαν τη νίκη. Γιατί δεν ξέρουν πως η ευτυχία μου είναι το ανώτατο άνθος της απελπισίας και της περιφρόνησης για κάθε τι γήινο» (Γράμμα στην Εντβίγκε από τη Μαδρίτη, 6. 11. 1932). «Να φτιάξεις μια ιδεατή εικόνα του εαυτού σου, όπως θα ήθελες να είσαι, να την κρεμάσεις στον τοίχο, να την κοιτάς κάθε μέρα και να ορκιστείς ποτέ να μην την ντροπιάσεις...» (βλ. Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ; 356). «Για να υπερασπίζω κάθε φορά τα συμφέροντα μου, θα έπρεπε να χάνω πολύν καιρό και ψυχή, Λένοτσκα. Κι ο καιρός δεν είναι λεφτά, καθώς λένε οι μπίζνεσμεν, ο καιρός είναι ψυχή: Time is soul. Καλύτερα λοιπόν να χάνω όλα τ' άλλα και να κρατώ ακέραιη την ψυχή μου» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 463). Στα 1943,26 Ιουλίου, ο Γ. Σεφέρης γράφει στην Αλεξάνδρεια: «Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής ή δυστυχής: ασυνάρτητη ύπαρξη» (Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, Δ', 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Αθήνα, Ίκαρος, 1993, σ. 300), μοτίβο που επαναλαμβάνεται συχνά στις Μέρες (Α'-Ζ') και στο ποιητικό έργο του. Αξίζει τον κόπο να γραφτεί μια συγκριτική ανάλυση του θέματος.

IΔ' Ο μηδενισμός του
Τον λεγόμενο "μηδενισμό" του, ο ίδιος ο Καζαντζάκης τον αναλύει καλύτερα, θαρρώ, από τον καθένα σε μιαν επιστολή του προς τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, της 24ης Οχτώβρη 1943, μιλώντας για τον Οδυσσέα: «Καθώς ακόμα λες, ο Οδυσσέας πλάθει ένα μύθο... είναι αυτός ο ίδιος ο Μύθος. Σε ορισμένες όμως στιγμές, σε μεγάλη ένταση, σε κρίση που βαστάει μιαν αστραπή - μια "μαύρη αστραπή" - σπάζουν όλα τα καλούπια κι όλα αφανίζονται. Το ίδιο δεν έκαμε κι ο Πίνδαρος, ο μέγας λάτρης κι υμνητής του εφηβικού κορμιού, του χειροπιαστού άθλου, της βεβαιότητας για την αξία της ζωής; Κι όμως αυτός ο Πίνδαρος κάποτε θα πλάνταξε κι έσυρε κι αυτός την αποτρόπαιη μηδενιστική του κραυγή: "Σκιάς όναρ άνθρωπος!". Την ίδια τρομαχτική κραυγή δεν ρίχνουν κάποτε κι οι πιο Έλληνες από τους Έλληνες, ο Όμηρος κι ο Σοφοκλής; Όμοια κι ο Οδυσσέας. Κάθε ψυχή μεγάλη πλαντάει κάποτε, γιατί νιώθει πως κι ο ανώτερος άθλος κι η ανώτερη χαρά ή θλίψη και το πιο αποτολμά ιδανικό δεν τη χωράει. Τίποτα δεν τη χωράει, παρά μονάχα το Τίποτα. Και ρίχνει μια κραυγή. Κι ύστερα πάλι συνέρχεται, κάνει κουράγιο, φιμώνει τον μέσα του δαίμονα και εξακολουθεί τον ανήφορο. Το ίδιο κάνει κι ο Οδυσσέας. Δεν είναι η αποκορύφωση του αγώνα του η μηδενιστική αυτή Κραυγή: "Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!". Είναι μια δικλείδα, που την ανοίγει μια στιγμή, για να μην πλαντάξει, ανακουφίζεται, παίρνει κουράγιο από τη φρίκη κι εξακολουθεί το δρόμο που διάλεξε, τον Ανήφορο» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 494-495). Ο μηδενισμός του Καζαντζάκη ξεκινά από μέσα του, αλλά επηρεάστηκε βαθιά από τους Νίτσε και Μπερξόν, καθηγητή του στο Κολέγιο της Γαλλίας, που τον δίδαξε την αδυναμία του ανθρώπινου νου ν' αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα. Ο Νίτσε τον έμαθε να μετουσιώνει την δυστυχία και την αβεβαιότητα σε περηφάνια (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σσ. 24-25, 47-53, πρβλ. Κ',ΚΓ').

ΙΕ' Σοσιαλισμός
Από κάτι συγκεντρώσεις πολιτικής συμφιλίωσης στο σπίτι της Τέας Ανεμογιάννη, γεννήθηκε τον Μάη του 1945 η Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση με τον Ν. Καζαντζάκη πρόεδρο της για λίγον καιρό. Ο Καζαντζάκης και η Ελένη Σαμίου είχαν επιστρέψει στην Αθήνα από την Αίγινα ευθύς μετά την απελευθέρωση [Σημ. Κ. Π. Κ.: βλ. τώρα: Το Σοσιαλιστικό Μανιφέστο τον 1945, Προλεγόμενα Μεσεβρινού και τρία Κείμενα του Ν. Καζαντζάκη, Λευκωσία, 1974].

Ιστ' Ο Καποδίστριας στο Βασιλικό θέατρο
Γάμος: 11 Νοεμβρίου 1945 (πιο πάνω, Γ'). Στις 10. 1. '46 δίνει την παραίτηση του σαν υπουργός της κυβέρνησης Θ. Σοφούλη. Στις 25 Μαρτίου 1946 το Βασιλικό θέατρο ανεβάζει το μεγαλόπνοο θεατρικό του έργο Καποδίστριας. «Τόσο σαματά όμως ξεσήκωσαν οι περίφημοι εθνοσωτήρες, που το θέατρο αναγκάστηκε ν' αποσύρει το έργο από το πρόγραμμα μετά δυο-τρεις παραστάσεις». Οι φασιστικές δυνάμεις τότε κυριαρχούσαν στην Ελλάδα... (βλ. και Γ', πιο πάνω)

ΙΖ' Διεθνής του Πνεύματος
Για την «Διεθνή του Πνεύματος» ο Καζαντζάκης έγραψε: «Η στιγμή που περνάει τώρα η ανθρωπότητα είναι κρίσιμη κι ο κόσμος πια αποτελεί ένα τόσο ενιαίο οργανισμό, που δε μπορεί ένας λαός να σωθεί, αν δε σωθούν όλοι• κι αν ένας λαός χαθεί, μπορεί να παρασύρει στο χαμό κι όλους τους άλλους... Οι φοβερότεροι εχθροί των δυνάμεων του κακού είναι η γενναιότητα και το φως... Υπάρχει έλλειψη ισορροπίας, δυσαρμονία ανάμεσα στη διανοητική και στην ηθική εξέλιξη του ανθρώπου... Για να σταθεί όμως σ' ένα υψηλό επίπεδο ένας πολιτισμός, πρέπει να κατορθώσει να φτάσει στην αρμονία νου και ψυχής. Η σύνθεση αυτή πρέπει να τεθεί ως ανώτατος σκοπός του σημερινού μας πανανθρώπινου αγώνα... η αληθινή, η μόνη σίγουρη ανοικοδόμηση είναι η εσωτερική ανοικοδόμηση του ανθρώπου. Μονάχα σε ψυχικά θεμέλια μπορεί να στερεωθεί ένας πολιτισμός. Η οικονομική κι η πολιτική ζωή ρυθμίζονται πάντα από την ψυχική προκοπή του ανθρώπου. Πώς μπορεί να γίνει, μέσα σε τόση κούραση, ανησυχία κι αβεβαιότητα, η εσωτερική ανοικοδόμηση του ανθρώπου; Ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να επιστρατέψουμε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, που υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε λαό... Δεν αρκεί πια η ωραιότητα, δεν αρκεί η θεωρητική αλήθεια, μήτε η άνεργη καλοσύνη. Το χρέος σήμερα του πνευματικού ανθρώπου είναι πιο μεγάλο και πιο δύσκολο. Μέσα στο μεταπολεμικό χάος ν' ανοίξει δρόμο και να βάλει τάξη• να βρει και να διατυπώσει το νέο παγκόσμιο σύνθημα, που θα δώσει ενότητα, δηλαδή αρμονία στον νου και στην καρδιά του ανθρώπου. Να βρει τον λόγο τον απλό, που να αποκαλύπτει πάλι στους ανθρώπους τούτο το απλούστατο: πως όλοι είμαστε αδέρφια...» (Μήνυμα στους διανοούμενους όλου του κόσμου από το Β. Β. Ο. στις 18 Ιουλίου 1946. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Life and Letters, αριθμ. 109, Σεπτ. 1946, πρβλ. πιο πάνω, Γ'). Την ιδέα δεν την εγκαταλείπει, και λίγο αργότερα στο Παρίσι, όπως φαίνεται κι από την αλληλογραφία του με τον Σουηδό ελληνιστή Borge Knos, που μετέφρασε τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη στα Σουηδικά.

ΙΗ' Για τον μηδενισμό
«Μια χαρά - κι ένα χρέος - μένει σ' εμάς• να πεθυμούμε, να προετοιμαζόμαστε, να πιστεύουμε στο νέον Ανήφορο, στη νέα ανθρωπότητα, που θα ξεπροβάλει από τα ερείπια. Ξέρουμε πως το μέλλον δεν εξαρτάται από εμάς• όμως πρέπει να ενεργούμε ως αν το μέλλον εξαρτιόταν από εμάς (πρβλ. Στ'). Έτσι μονάχα έγιναν ως τώρα τα μεγάλα έργα• έτσι μονάχα το μέλλον μπορεί να επηρεαστεί κι από εμάς. Optimisme tragique λοιπόν κι όχι pessimisme. Η πίστη και πάλι, η αγάπη, ο σεβασμός στον όρθιο Σκούληκα, που τον λέμε Άνθρωπο, μπορούν να μας σώσουν» (Γράμμα στον Borge Knos από το Παρίσι, 21. 10. 1947. Βλ. Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 548-549). Ο Ν. Καζαντζάκης είναι πολύ πιστός σε υψηλές αξίες "μηδενιστής"! Είναι ιδιόρρυθμος μεγάλος ανθρωπιστής που υπερβαίνει τον μηδενισμό.

ΙΘ' Μερικά σπαρακτικά κείμενα του Ν. Καζαντζάκη για την Άβυσσο και τον πεσσιμισμό
«"Δε φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος", είναι η φράση, που έχω παραγγείλει να χαράξουν απάνω από τον τάφο μου (πρβλ. θ', Δ'). Να νικήσω την illusion και την ελπίδα, χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτο στάθηκε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής μου. Να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, μα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σα να ήμουν αθάνατος» (Γράμμα στον Borge Knos από το Παρίσι, 12. 12. 1947). «.... νιώθω πως βυθίζομαι στη μοναξιά• σε μια μοναξιά γενναία κι ανέλπιδη, όμως μου αρέσει. Λυπούμαι - θέλω να πω: Χαίρομαι - που δεν έχω καμιάν καραμέλα να πιπιλίζω, όπως όλοι οι άλλοι, και να γλυκαίνω τα χείλη μου με... τ' αποδέλοιπα νόστιμα είδη της ανθρώπινης ζαχαροπλαστικής. Σφίγγω τα δόντια μου κι αρνιέμαι και το πιο επιτρεπόμενο... τα δάχτυλα μου, όταν γράφω, δε μελανώνουνται - αιματώνουνται. θαρρώ, δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή, που δεν καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες». Ο Ν. Βρεττάκος σχολιάζει: «Η ψυχική ποιότητα δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας» (Ν. Βρετ-τάκου, ό. π., σ. 13).

Κ' Και πάλι για τον μηδενισμό
«Μπορούμε να παραδεχτούμε για τα πάντα πως δεν είναι τίποτα, δεχόμαστε όμως την πραγματικότητα του δικού μας Εγώ, και ξεκινάμε να αντιμετωπιστούμε με την άβυσσο, παραδεχόμενοι όχι απλώς την ατομική μας πραγματικότητα, αλλά και κάτι περισσότερο, κάτι βαθύτερο, που δεν υπάρχει αλλού, αλλά μόνο μέσα στη δική μας πραγματικότητα» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σσ. 14,527-536, όπου και για την αποκοπή του από την πραγματικότητα, πρβλ. σ. 210 κ. α.). «Το μεταφυσικό ένστικτο υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο και σε κείνον που πιστεύει και σε κείνον που δεν πιστεύει. Με τη διαφορά πως επιμένοντας στην αναζήτηση μιας απάντησης που αυτή τη στιγμή δε μπορεί να μας τη δώσει κανείς, χάνουμε την ευκαιρία της ζωής, την ευκαιρία της πραχτικής δράσης που τόσο την έχει ανάγκη η παραπέρα προώθηση της ζωής και της σκέψης...» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 40). «Όσο βιαιότερη είναι η αντίσταση του κακού, όσο αιματηρότερη η νίκη, τόσο η ορμή μας προς τ' απάνω είναι δυνατότερη κι η νίκη πιο σταθερή» (Ν. Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας, Ρουσία, Αθήνα, 1965, δ' έκδ., σ. 255, πρβλ. ΙΔ',ΚΓ).

ΚΑ' Υπέρβαση της ανθρώπινης μοίρας
Για την αγωνιώδη υπέρβαση κάθε σταθμού, για την κάθαρση της τραγωδίας και τον αγώνα του ο Καζαντζάκης γράφει: «Ο στρατηγός ορθός μπροστά του, τον εξετάζει: τον ξεψαχνίζει ώρες ολόκληρες. Με τη ματιά του περνά αντίπερα την καρδιά του Γερανού. Επί τέλους λέει: "Εσύ δεν μπορείς να πολεμήσεις αριστερά, γιατί βλέπεις και δεξιά. Δεν μπορείς να πολεμήσεις δεξιά, γιατί βλέπεις και αριστερά. Δεν ξέρω τι να σε κάμω... Μ' ενοχλείς"» (Ν. Καζαντζάκη, Τόντα Ράμπα, σ. 150). «Την κάθαρση [της τραγωδίας του Ν. Καζαντζάκη] θα την έδινε μια υπερανθρώπινη Πράξη ή ένας υπερανθρώπινος Λόγος. Έτσι, η υπεροπτική του τοποθέτηση κι η προσπάθεια του για υπέρβαση της ανθρώπινης μοίρας, τον κρατούν σε μιαν αδιάκοπη μάταιη πάλη» (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 161). «Μέσα στο έργο σου διαιωνίζεται το γενικό διάγραμμα όλων των εσωτερικών σου χαρακτηριστικών - η μορφή σου. Έτσι ανεβάζεις ένα πράγμα», του γράφει ένας κριτικός του.

ΚΒ' Ουσία του θεού: ο αγώνας
Σ' ολάκερη την Οδύσσεια κρατάει η δραματική αμάχη με τον θεό ή τους θεούς, για να σταθεί ψηλότερα το πρόσωπο του ανθρώπου (υπαρξιακός ανθρωποκεντρισμός;). Κι άλλοτε πάλιν ο Καζαντζάκης συμφιλιώνεται με έναν άλλον, θαρρείς, θεό. «Ο άλλος αυτός θεός είναι ο θεός ο Αόρατος», που μέσα του ένα κομμάτι του τείνει να ενωθεί μαζί του. Ο Καζαντζάκης συμφιλιώνεται με τον δικό του θεό. Αλλά «η ουσία του Θεού μου είναι ο αγώνας», λέει στην Ασκητική (πρβλ. ΙΒ'). Και επεξηγεί το ηθικό του πρόβλημα με οντολογικούς όρους: «Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα• να χυθώ, να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν' ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει. Είμαι μια πνοή απ' την πνοή του» (Ασκητική, Τρίτο Χρέος). Και ο "Αόρατος" αυτός είναι μαχόμενη ουσία. Είναι ο δικός του θεός. «Η ουσία του θεού μου είναι ο αγώνας». Αλλά δεν είναι θεός ό,τι έρχεται απ' έξω και πάει κόντρα στον αγώνα του. «Με λύσσα με πολέμησαν και γης και θάλασσα κι αγέρας. /... κι εγώ απομένω μόνος... / χωρίς θεούς κι ελπίδες, λεύτερος, μες στην ερμιάν, ολόρθος...», λέει στην Οδύσσεια. Και προσθέτει "αποφασιστικά": «Κάτσε στ' αυγά σου, σκιάχτρο αθάνατο, στ' αρθούνια μη μου μπαίνεις!». Τελικά, αυτός υπερέχει πάντα (πρβλ. ΚΖ').

ΚΓ' Ο μηδενισμός=υπαρξιακό ξέσπασμα μπροστά στο Τίποτα
θέλει να είναι ο υπεράνθρωπος που παίζει τη γη, που τον τραβάει τόσο, σαν μπάλα, και που ποθεί «να κάνει την ύλη πνέμα» (βλ. πιο πάνω, Β', Κ', ΙΔ', Ζ', ΙΒ'), μέσα από συγκρούσεις δυνατές, που παίρνουν διαστάσεις τραγικές και επικές. Τελικά, όσο κι αν νικά πότε το ένα και πότε το άλλο, πράγμα σύμφυτο με τη φύση του, ξεκόβει κι από τα δύο και μένει μόνος, μακριά από θεούς κι ελπίδες, ένας ηρωικός, έστω κι απελπισμένος, αγωνιστής, με μόνο του όπλο τον νου του ανθρώπου (πρβλ. Στ'). Κι αν όλα καταλήγουν στο τίποτα, στο μηδέν, και μόνη η πλήρωση της ζωής με τον αγώνα, η πίστη στον νου και στην ανώτατη κορυφή της ψυχής του, η αδιάκοπη εργασία (πρβλ. Ι'), η τάση του για απελευθέρωση, αναιρούν τον όρο του ολοκληρωτικού "μηδενιστή". Ο μηδενισμός είναι απλώς ένα μέρος του Καζαντζακικού σύμπαντος. Είναι μια κραυγή πόνου κι απελπισίας, ένα υπαρξιακό ξέσπασμα μπροστά στο Τίποτα, για τη συνέχιση του Ανήφορου. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, τον βρίσκουμε να μιλά σε μιαν επιστολή του για τα τρία θεολογικά του στάδια (πρβλ. Ν. Βρεττάκου, ό. π., σσ. 691-736 σποράδην, κ. α.).

ΚΔ' Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των έργων του
Σε τελευταία ανάλυση, όλη η αμάχη του κι η σύγκρουση δεν είναι παρά ανάμεσα στον εαυτό του σαν πρόσωπο και σαν θεϊκή δύναμη. Τα έργα του ακριβώς παίρνουν έναν έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και πιο φανερά Ο φτωχούλης τον Θεού, η Ασκητική, η Οδύσσεια και η Αναφορά στον Γκρέκο (Ν. Βρεττάκου, ό. π., σσ. 167-214. Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σποράδην, πρβλ. ΚΗ').

ΚΕ' Αγώνας και πάλη
«Πάλευα τότε, παλεύω ακόμα, θα παλεύω ίσαμε το θάνατο• αυτό είναι το χρέος μου• όλη μου η ζωή γίνηκε στάχτη για το χατίρι του Ανθρώπου• για τη λευτεριά του Ανθρώπου. Μονάχα όποιος παρακολούθησε, όπως Εσύ, από κοντά τη ζωή μου, αυτός μονάχα ξέρει τον αγώνα μου. Και σίγουρα, αν έλειπε η Ελένη, δε θα μπορούσα να βαστάξω τόσο πολυχρόνια Σταύρωση• μα ας είναι καλά, αυτή πολλές φορές μ' έσωσε από το θάνατο και την απελπισία» (Γράμμα στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, 18. 8. '56). Στο ίδιο γράμμα: «"Μη σταματάς, μην κοιτάζεις πίσω σου, ανέβαινε." Αυτή η φωνή η απάνθρωπη - και συνάμα τόσο ανθρώπινη - δε με αφήνει να χαρώ. Η χαρά, μου λέει, είναι ανάπαψη κι η ανάπαψη αμαρτία» (Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 633-634).

ΚΣτ' Αντιφατική φύση και Απροσπάθεια
« ...Οι παλιές αντινομίες αρχίζουν κι οργανώνονται σε οργανική σύνθεση, μου φαίνεται φτάνω, καθώς έλεγαν οι Βυζαντινοί μυστικοί, στην κορφή της προσπάθειας, που λέγεται Απροσπάθεια. ["transform effort into an even and sovereign everflowing of the soul strength. This is thy goal"]. Στο βιβλίο που γράφω ίσως να διατυπώσω την οργανική αυτή υποταγή των αντιφάσεων. Αρχίζει να μη μ' ενοχλεί πια κανένα "πρόβλημα", καμιά "αγωνία": βρήκα τη λύση έξω από τη διανόηση και την ανάλυση - έξω δηλαδή από την περιοχή του "Σατανά"...», γράφει αλλού ο ίδιος.

ΚΖ' Εαυτός και εαυτός. Δυϊσμός: υπεράνθρωπος και άνθρωπος. Από την ένωση τους προκύπτει ένας καινούργιος άνθρωπος

«Τον πιο μεγάλο ατός μου Προμηθέα
περήφανο τον έπλασα, όπως θέλω,
κι ορμάει μπροστά, κι εγώ ακλουθώ μοχτώντας
όσο μπορώ να του ακλουθώ τ' αχνάρια'
θα 'ρθει καιρός να γίνουμε ένα οι δυο μας!»
(Καποδίστριας, τραγωδία, πρβλ. ΚΒ')

ΚΗ' Τα δύο κύτταρα
«Σκληρό είναι το κύτταρο που μου παράδωκε ο Bernardone [=ο πατέρας του Φραγκίσκου της Ασίζης: βλ. Ν. Βρεττάκου, ό. π., σ. 717], ο πατέρας μου, τρυφερό, παθητικό είναι το κύτταρο της Pica, της μάνας μου. - Να δώσει ο θεός λίγο πριν να πεθάνω να κατορθώσω την ανώτατη σύνθεση» (Γράμμα στην Ελένη Σαμίου από το Ηράκλειο, 15. 7. 1924: βλ. Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σσ. 30-31). Πρόκειται πάλι εδώ για την αδιάκοπη αυτοβιογραφικότητα ως βάση των εμπνεύσεων του μεγάλου Κρητός, ήδη σε μία πρώιμη επιστολή του (πρβλ. ΚΔ').

ΚΘ' Το θέατρο του
«Οι σκηνικές δυνατότητες που πρωτοεφάρμοσε ο Καζαντζάκης [το 1903 στον Πρωτομάστορα, τραγωδία που ο Καζαντζάκης ονομάζει "κωμωδία"] εμφανίζονται μόλις το 1944 με το Κεκλεισμένων των θυρών του Σαρτρ και το 1952 με το Περιμένοντας τον Γκοντό του Σ. Μπέκετ στο μεγάλο κοινό σαν παγκόσμια επιτυχία... "Αυτή η κωμωδία παίζεται μέσα στον εγκέφαλο του ανθρώπου την ώρα του ψυχομαχητού", λέει ο ποιητής στον πρόλογο του. Το ψυχομαχητό είναι πάντα ατομικό, πάντα "ιδικό μου". Αλλά η μεγαλοφυής ιδέα ήταν ότι μέσω του ψυχομαχητού το άτομο περιέρχεται σε μια κατάσταση υπαρξιακή, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους και είναι πάντα επίκαιρη• και ότι... αυτή... μπορεί να μεταφερθεί στη σκηνή σ' αυτή τη νοητή μορφή της... Ο Καζαντζάκης... βρήκε πρώτος τη δραματική έκφραση [της υπαρξιακής αυτής κατάστασης]» (Καρλ Κερένυι, στο Ελ. Ν. Καζαντζάκη, ό. π., σ. 58). Ο μεγάλος Κρητικός υπήρξε πρωτοπόρος και στη δομή του θεα-τρικού έργου, προπομπός του μοντέρνου θεάτρου. Αλίμονο αν υπάκουε στις φορμαλιστικές θεωρίες του θεατρικού κατεστημένου και αυτός και ο Σαρτρ και ο Σάμουελ Μπέκετ, καθώς και άλλοι μεγάλοι δημιουργοί (Μπρεχτ, Ι. Καμπανέλλης, κλπ.)!

ΕΠΙΜΕΤΡΟ του Κ. Π. Κύρρη

ΚΘ' Η αξία του ποιητικού και του πεζογραφικού έργον του Νίκου Καζαντζάκη
Η στιχουργία του Καζαντζάκη είναι άψογη και χυμώδης. Χασμωδία ποτέ δεν συναντάται σ' αυτήν, και την διέπει ασύλληπτη μουσικότητα, πλούτος βιωμάτων και κραδασμός συναισθήματος και στοχασμού, υψηλόφρων εικονοπλασία που ανασυνθέτει στοιχεία από άπειρης ποικιλίας διαβάσματα και εμπειρίες, τολμηρή σύλληψη και καταγραφή ενός ασυμβίβαστου πολυεδρικού πνεύματος που δεν τρομάζει μπροστά σε καμιά καινοτομία και απορρίπτει από εσωτερική ανάγκη τον φορμαλισμό και την κοινοτοπία. Ανανεώνει τα καθιερωμένα στιχουργικά σχήματα με την εκρηκτική δύναμη της έμπνευσης του, που έχει τις ρίζες σε αχόρταγη αναζήτηση, πολυδαίδαλη παιδεία, ατέρμονη καλλιέργεια και σε παθιασμένη αγάπη για τις ευγενέστερες αξίες και τις πιο περιφρονημένες "απαξίες" αυτού του κόσμου - ισοδύναμες και δραματικά αντιπαρατιθέμενες σ' ολόκληρο το έργο και σ' όλη του την τραγικά ωραία και σκληρή ζωή. Οι μεταφράσεις του (π.χ. του Δάντη) έχουν την τελειότητα της υπεύθυνης αναδημιουργίας από ένα μεγάλο καλλιτέχνη που γνωρίζει σε βάθος τη γλώσσα και τις εσωτερικές και μορφικές αξίες του πρωτοτύπου, καθώς και τις δυνατότητες της Νεοελληνικής γλώσσας και ποιητικής δημιουργίας, στην οποία είναι αμείλικτα ασκημένος και "πεπαιδευμένος". Για όλους αυτούς τους λόγους αποδίδει με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια την ξένη ποίηση: και την μουσικότητα και την ψυχή και τον πνευματικό κραδασμό της. Ο ξένος ποιητής "μετενσαρκώνεται" στον Καζαντζάκη, που μεταφράζει ως να γράφει δική του ποίηση, ταυτιζόμενος με την ιδιοσυγκρασία και την παιδεία του μεταφραζόμενου. Η περίπτωση του είναι σπανιότατη στη Νεοελληνική φιλολογία, στην οποία αφθονούν οι μετριότατες, κακόγουστες, ολέθριες μεταφράσεις, που τις ονομάζω κάποτε Μικρασιατική Καταστροφή. Στην πεζογραφία του Καζαντζάκη κυριαρχούν οι ίδιες αρετές της ποίησης του, σε άλλο επίπεδο. Όταν στα 1948 στην Αθήνα διάβαζα τον Αλέξη Ζορμπά και την Οδύσσεια, ξεσπούσα άλλοτε σε γελοία και άλλοτε σε δάκρυα ευφροσύνης ή / και απογνώσεως μπρος στην αποκαλυπτική δύναμη του σπαρακτικού μεγαλείου του πολυσύνθετου λόγου και στοχασμού του - κάτι που μόνο η ποίηση του Καβάφη μου προκαλούσε, παράξενα αντιφορμαλιστική και τραγική μέσ' στη σοφή της λιτότητα. Μερικές φορές όταν μ' επισκεπτόταν για "μουσικό σεμινάριο" στο φοιτητικό δωμάτιο μου ο βιολονίστας Τάτσης Αποστολίδης και μ' εύρισκε να διαβάζω Καζαντζάκη ή Καβάφη, συμμετείχε στην πνευματική πανδαισία, όντας τότε και αυτός υπό την επίδραση της μαγείας και των δύο.

Λ' Σοσιαλισμός και ΕΑΜ


Αρχές Απριλίου του 1946 στο γραφείο του Αιμιλίου Χουρμουζίου στην Καθημερινή παρακολούθησα άθελα μου μία δωδεκάλεπτη περίπου τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, αδελφικό του φίλο (πρβλ. ΙΑ'). Ο Νίκος υπεστήριζε τα δίκαια του ΕΑΜ στον ήδη διεξαγόμενο ακήρυκτο κατ' αυτού διωγμό από τις παρακρατικές ένοπλες ομάδες της δεξιάς και από το επίσημο κράτος (πρβλ. ΙΣτ'). Ήταν τότε που εργαζόταν για την ίδρυση και οργάνωση της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης (πρβλ. ΙΕ'), και βρισκόταν σ' επαφή με διάφορες ομάδες της αριστεράς και με το ΕΑΜ. Άκουσα τον Καζαντζάκη να ομιλεί για documents (χρησιμοποίησε τη Γαλλική λέξη), που απεδείκνυαν ότι υφίστατο το ΕΑΜ συστηματικό διωγμό παντού στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις επαρχίες, και για την εθνική ανάγκη σωτηρίας του μεγάλου αυτού κινήματος και συμφιλιώσεως δεξιάς και αριστεράς, γι' αποφυγή εθνικών συμφορών. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, παλαιός Μαρξιστής, που είχε όμως "από καιρό χωρίσει τα τσανάκια του από το ΚΚΕ", όπως μου ετόνιζε επανειλημμένα (στον Ριζοσπάστη ο Γιώργος Λαμπρινός έγραψε γι' αυτόν το άρθρο «Αχ, αυτοί οι εξωμότες του κομμουνισμού» το 1946), απαντούσε στον Νίκο ότι: και οι δεξιές ομάδες είχαν documents που έδειχναν τη χρήση βίας από το ΕΑΜ εις βάρος τους, ότι οι ευθύνες της αντιπαράθεσης εβάρυναν και τις δύο παρατάξεις, και πιο πολύ τους αριστερούς, των οποίων εγνώριζε, όπως και ο Νίκος, την χαμηλή νοημοσύνη και επιπολαιότητα• και ότι εν πάση περιπτώσει δεν ημπορούσε ούτε ήταν διατεθειμένος να αναμειχθεί προσωπικά στην διαμάχη εκείνη, στην οποία η εφημερίδα του είχε λάβει εξ αρχής θέση υπέρ της δεξιάς. Ο Αιμίλιος τέλειωσε τη συζήτηση λέγοντας ότι αρκετά είχε υποφέρει από τις παλαιές πολιτικές του δραστηριότητες (μεταξύ άλλων βλ. Γιάννη Λέφκη, Οι Ρίζες, ιστορική μελέτη, Λεμεσός-Κύπρος, 1984): τώρα πια ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένος στην πνευματική εργασία. Αν κατάλαβα σωστά, ο Καζαντζάκης κατέληξε με τη διαβεβαίωση ότι δεν ημπορούσε να επιμένει να τον πείσει, ότι είχε και ο ίδιος επιφυλάξεις για τις μεθόδους του ΕΑΜ, που όμως τώρα εδιωκόταν με απαράδεκτους για πολιτισμένη χώρα τρόπους, και ότι θα έφευγε από την Ελλάδα για να μη βλέπει το ήδη διογκούμενο μακελειό και να συνεχίσει το έργο του στο εξωτερικό.

ΛΑ' Πνευματική Μονομαχία Καζαντζάκη-Χουρμουζίου και άλλες σχέσεις του πρώτου με την Κύπρο: Ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος
Κατά το 1946 με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου επεσκέφθησαν την Αγγλία και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος (πρβλ. Γ'), ο Άγγελος Προκοπίου και άλλοι λόγιοι. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος μου έλεγε, όταν επέστρεψε, ότι έδωσε στην Οξφόρδη διαλέξεις για τον ρόλο των πνευματικών ανθρώπων στην μεταπολεμική εποχή που εκτιμήθηκαν πολύ: βρήκε στο εκεί Πανεπιστήμιο ανθρώπους που καταλάβαιναν την αναθεωρητική του Μαρξισμού κοσμοθεωρία του, κάτι που δεν συνέβαινε στην Ελλάδα. (Αργότερα οι ιδέες του διατυπώθηκαν σε σειρά άρθρων στη Νέα Εστία, που βγήκαν και σε βιβλίο, τη Δοκιμασία τον Πνεύματος). Στο γραφείο του γνώρισα και τον Λεωνίδα Παυλίδη, που μόλις είχε επιστρέψει από το Νταχάου, και στο σπίτι του τελευταίου τον Νικηφόρο Βρεττάκο, φιλοξενούμενο του για χρόνια. Οι αφιερώσεις του Καζαντζάκη, όπως και του Αγγέλου Σικελιανού, του Αγγέλου Τερζάκη, του Κ. Παλαμά και άλλων λογοτεχνών στα βιβλία που εχάριζαν στον Λ. Παυλίδη ήταν θερμότατα εγκωμιαστικές για το ποιητικό του έργο. Ένα βράδυ, λίγες εβδομάδες μετά την τηλεφωνική συνδιάλεξη που ανέφερα (βλ. Λ'), στο σπίτι του Αιμίλιου (στην οδό Ομήρου) παρακολούθησα τη συνέχεια της μπροστά σε εκλεκτό ακροατήριο:
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, Άγγελος Προκοπίου, κ. ά.. Κράτησε πέραν των τριών ωρών και ήταν μεστή νοημάτων, επιχειρημάτων και κριτικής σκέψεως και πάθους αναμέτρηση δύο συγκροτημένων, καλλιεργημένων κορυφών του Ελληνικού πνεύματος. Κατά διαστήματα παρενέβαιναν και οι άλλοι, ιδίως οι Τερζάκης και Προκοπίου. Τους άκουγα με ακόρεστο, φλογερό ενδιαφέρον, και μάθαινα πολλά και ουσιώδη για τις ιδεολογικές περιπέτειες κυρίως των δύο συζητητών αλλά και αρκετών άλλων λογίων του πρώτου μισού του 20ού αιώνος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος διατηρούσε ακόμη δεσμούς με μετριοπαθείς Μαρξιστές στην Ευρώπη, όπως ο Γάλλος Julien Benda, και ο Νίκος με πολλούς άλλους, Μαρξιστές, μετά-Μαρξιστές, φιλελεύθερους και ποικίλων κατηγοριών, όπως και ο Αιμίλιος. Στο πρώτο τεύχος των Ελευθέρων Γραμμάτων, του περιοδικού της λογοτεχνικής αριστεράς (διευθυντής Δημήτρης Φωτιάδης), αναγγελλόταν ως συνεργάτης και ο Αιμίλιος, που όμως ποτέ δεν έγραψε σ' αυτό. Δεν ελησμόνησε, όμως, ν' αναφέρει στη συζήτηση το κάψιμο τι βιβλίου του συμβόλου της Μαρξιστικής ιντελλιγκέντσιας Henri Barbusse, Ιησούς που εξέδωσε σε μετάφράση του στα 1936, από τον Ιωάννη Μεταξά (με τον Barbusse είχε σχέσεις από το 1924-1925, όταν εξέδιδε στη Λεμεσό την Αβγή, βλ. σσ. 105-108, 207-210, 24 252, και τον συνάντησε αργότερα στο Παρίσι). Κ ποια στιγμή τόλμησα να παρέμβω, όταν ο Καζαντζάκης μιλούσε για την ενασχόληση του με τον Άγ Φραγκίσκο της Ασίζης: "Δεν γράφετε", είπα, "έ" βιβλίο για τον Νεόφυτο τον Έγκλειστο; είναι μεγάλη μορφή των γραμμάτων και της ιστορίας μας, αν κρίνω από το Περί των κατά την νήσον Κύπρον Σκαιών [το μόνο έργο του που τότε εγνώριζα]". Ο Νίκος, που είχε επισκεφθεί τη Μονή του Αγίου Νεοφύτου στα 1926, οπότε και έδωσε Μαρξιστικές διαλέξεις στη Λεμεσό, απάντησε: "Θα το σκεφτώ. Πρέπει πρώτα να μελετήσω όλο το έργο του και τη ζωή του". Τελικά τον κέρδισε ο Φραγκίσκος, όχι ο Νεόφυτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου