Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Φώντας Κονδύλης: ΔΙ’ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΣΑΣ…


ΔΙ’ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΣΑΣ…





FREE photo hosting by Fih.gr
Ο Φώντας Κονδύλης γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1939. Μετά το γυμνάσιο μαθητεύει κοντά στον σκηνοθέτη Δημήτρη
Ροντήρη, με τον οποίο συνεργάστηκε πολλά χρόνια, συμμετέχοντας και στη μεγάλη
ευρωπαϊκή περιοδεία του «Πειραϊκού Θεάτρου». Η πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα
θα γίνει το 1964, στο περιοδικό «Νέα Εστία», με το ποίημα «Εμπειρία». Τον ίδιο
χρόνο κυκλοφορεί η πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Έξοδος απ' τη Σιωπή» και την
επόμενη χρονιά η συλλογή διηγημάτων «Ο γείτονας Ηρόστρατος». Την ίδια περίοδο
δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την Ινδία και
γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα «Έξωση». Μέχρι την 21η Απρίλη 1967 κρατά τη
λογοτεχνική κριτική στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Στη διάρκεια της
χούντας ιδρύει τη φοιτητική - καλλιτεχνική ομάδα «Αρίωνας», η οποία
υπερασπίστηκε κατηγορούμενους σε στρατοδικεία, συνέταξε υπομνήματα και
συνέλεξε υπογραφές για την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων κ.ά. Ο ίδιος
συμμετείχε στο «Μανιφέστο» των 18 συγγραφέων εναντίον της χούντας. Μεγάλο
μερίδιο της δημιουργίας του ανήκει στη μετάφραση. Το 1990 απέσπασε το Βραβείο
Καλύτερης Μετάφρασης για το έργο του Άρθουρ Μίλερ «Στη δίνη του χρόνου».
Έγραψε, επίσης, σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, συνεργάστηκε
με το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ ήταν ο παραγωγός της εκπομπής «Ιδέες και Λέξεις»
στον τηλεοπτικό «902». Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, μεταξύ
άλλων και στο «Ριζοσπάστη». Φώντας Κονδύλης, «Δι’ υπόθεσίν σας…» (Το ελληνικό
φανταστικό διήγημα, τόμος Β΄, Μάκης Πανώριος 1993, Αθήνα, εκδόσεις «ΑΙΟΛΟΣ»,
σσ.77-85). Το διήγημα αρχικά είχε δημοσιευτεί στο βιβλίο «Χαίρε, ω χαίρε…»,
1972.

Φώντας Κονδύλης


Η πρόσκληση τόνε καλούσε να παρουσιαστεί «το ταχύτερον από της λήψεως εις το οικείον αστυνομικόν τμήμα δι’ υπόθεσίν του». Τυχόν καθυστέρηση ή μη παρουσίασή του, θα είχε γι’ αυτόν σοβαρές και πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Την πρόσκληση την έφερε κάποιος αστυφύλακας την ώρα που έλειπε. Κάποιος έπρεπε να υπογράψει. Η μάνα του δεν ήξερε. Η μάνα του, μόλις τον είδε στην πόρτα, έκανε πρώτα να κρυφτεί, να μη δώσει απάντηση, κι ο αστυφύλακας να νομίσει πως δεν είναι κανένας στο σπίτι. Αλλά προδόθηκε απ’ το κουρτινάκι. Εκείνος είδε το κουρτινάκι που κουνήθηκε, ξαναχτύπησε, και τότε αυτή σκουπίζοντας τα χέρια της βγήκε και στάθηκε μπροστά του: «Τι θέλετε; του είπα. Δεν είν’ εδώ δουλεύει…Δεν έχει ορισμένη ώρα…Το βράδυ έρχεται…Κάνει και υπερωρίες βλέπετε…Ας κάνει κι αλλιώς αν μπορεί…Δεν ξέρω! Όχι…Το μεσημέρι δεν έρχεται ποτέ…Εγώ; Να υπογράψω εγώ; Και τι ξέρω εγώ από υπογραφές; Και τον θέλετε; Ο γιος μου είναι ήσυχος άνθρωπος…Ούτε σε καφενεία πατάει, ούτε σε ταβέρνες…Γραφείο σπίτι, σπίτι γραφείο. Πώς; Βέβαια, βέβαια! Θα του το πω, θα του το δώσω, να μείνετε ήσυχος».

- Λοιπόν;

Η μάνα του καθόταν στο ντιβάνι, και μαντάριζε τις κάλτσες του μ’ ένα ξύλινο αυγό.

- Τι άλλο σου ‘πε;

Αυτός καθόταν στο τραπέζι κι αποτέλειωνε τον καφέ του. Η πρόσκληση μπροστά του, ανοιχτή πρόκληση κι απειλή.

- Τίποτ’ άλλο παιδί μου. Αυτά μου είπε κι έφυγε. Α! Έφερε πρώτα ένα γύρο μες στην κάμαρα, μπήκε μάλιστα και στην κουζίνα, «διψάτε» τονε ρώτησα, δε μου απάντησε, πήρε ένα βιβλίο απ’ αυτά που ‘χεις απάνω στον μπουφέ, «να φκιάσω καφεδάκι;» ξεφύλλιζε το βιβλίο αυτός, ύστερα τράβηξε το κουρτινάκι, κοίταξε έξω στο δρόμο κι έφυγε. Ούτε χαίρετε δεν είπε…

- Τι ώρα ήτανε;

- Πρωί παιδί μου. Ό,τι είχα συμμαζέψει.

Άνοιξε το πακέτο του, πήρε τσιγάρο, το τελευταίο, ξανακοίταξε την πρόσκληση, έψαξε τον αναπτήρα του. Βελόνες μακριές τα μάτια της μάνας του, τονε κάρφωναν απ’ το πλάι. Σώπαιναν κι οι δυο.

- Λοιπόν; η φωνή της που σκάλωνε όλο και περισσότερο στο λαρύγγι: Τι σε θέλουνε;

Βρήκε αυτός τον αναπτήρα, τον άναψε, γέμισε το τσιγάρο με καπνιά.

- Τι σε θέλουνε;

Τότε στράφηκε. Την είδε να κλαίει. Το ίδιο κλάμα, σαν τότε που ‘ρθε ο γιατρός κι είπε πως πρέπει να μπει στο νοσοκομείο. «Τι έχω; Τι θα μου κάνουν;» είχε πει κι είχε αρχίσει να κλαίει, απροστάτευτη, σα μωρό. Την είχε πάρει στην αγκαλιά του τότε, την είχε σφίξει… «Δεν είναι τίποτα! Ησύχασε…Θα δεις…» κι αυτή είχε ηρεμήσει μες στα χέρια του. Απροστάτευτη και τώρα, σα μωρό. «Τι σε θέλουνε; Τι θα σου κάνουνε;» και τα μάτια της να τρέχουν βρύσες. Μα δε σηκώθηκε, δεν την έσφιξε στην αγκαλιά του, δεν της είπε, «Δεν είναι τίποτα! Ησύχασε…Θα δεις…»

- Βγάλε μου καθαρό πουκάμισο…είπε μονάχα μες απ’ τα δόντια. Τσακίστηκε κι αυτή. Σκούπισε τα μάτια με την αναστροφή του χεριού, άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε άσπρο πουκάμισο, κολλαρισμένο, κάλτσες καθαρές. Εκείνος κάπνιζε μ’ απανωτές ρουφηξιές, στα χέρια του η πρόσκληση, ένα τετράγωνο τσακισμένο χαρτί, ένα παραλληλόγραμμο, που μάκραινε, άλλαζε σχήμα, γινόταν στρογγυλό, τετράγωνο και πάλι. Τα μάτια του σκάλωσαν σε κείνο το «οικείον αστυνομικόν τμήμα»…Του φάνηκε παράξενο εκείνο το «οικείον». Και παράλογο. Οικείον, τους είχε πει κάποια φορά ο φιλόλογος είναι ό,τι μας δημιουργεί άνεση, θέρμη, εγκαρδιότητα. Και βεβαίως ασφάλεια. Ασφάλεια…

- Ασφάλεια!…είπε δυνατά.

Στα χέρια του το χαρτί απλωνότανε, γινότανε τεράστιο, τυλιγότανε γύρω του, σάμπως να τύλιγε κάποιο νιόσφαχτο κομάτι κρέας. Έβαλε τα γέλια. Η γυναίκα μαρμάρωσε μπρος στο συρτάρι. Στράφηκε. Γελούσε εκείνος, γελούσε δυνατά. Έπειτα σώπασε απότομα. Σήκωσε το κεφάλι απ’ το χαρτί που κράταγε. Κοίταξε αλλού. Στον απέναντι τοίχο. Κι ο τοίχος γέμισε μικρά τετράγωνα χαρτάκια που τον καλούσαν στο οικείον αστυνομικόν τμήμα το ταχύτερον. Κάρφωσε το βλέμμα του στο κουρτινάκι του παραθύρου, κι απέξω κάποιος κόλλησε ένα τεράστιο χαρτί. Ο πατέρας του, νέος, χαμογελούσε από το κάντρο του τοίχου. Τον είδε αυτός…Είδε τα μάτια του…το μόνο που θυμάται. Και τότε τα μάτια του πατέρα του σκεπάστηκαν με κάτι λευκό, σα χαρτί, σαν πανί, λες και κάποιος του ‘κλεινε τα μάτια προτού τον στήσει στον τοίχο. «Ο πατέρας του υπήρξε κομμουνιστής», του σφύριζε κάθε φορά ο καθηγητής των θρησκευτικών στο σχολείο : «Η πατρίς έκαμε το χρέος της απέναντι του…Χρέος δικό σου να μη του μοιάσεις…» Πήρε τα μάτια του από τα μάτια του πατέρα του, τα ‘στρεψε αλλού. Μα όπου και να κοίταζε, σ’ όποια επιφάνεια, γέμιζε η επιφάνεια μικρά τετράγωνα χαρτιά, σ’ όποιο αντικείμενο, τυλιγόταν το αντικείμενο σ’ ένα τετράγωνο χαρτί. Ως και το ταβάνι γέμισε χαρτιά, ως και το πάτωμα, ως και…μα ναι, ως και τη μάνα του την είδε σκεπασμένη μ’ ένα τεράστιο λευκό χαρτί, σαν το σεντόνι που τηνε σκέπαζε όταν την έβγαζαν απ’ το χειρουργείο κι ο γιατρός δεν τον άφησε να τη δει, και του είπε πως τώρα πια «απ’ το Θεό εξαρτάται…» «Μα ο Θεός γιατρέ…» κι ο γιατρός απομακρύνθηκε κι αποποιήθηκε το Θεό. Όλη τώρα η κάμαρα έχασε προοπτική, φυσιογνωμία. Μια εικόνα τώρα βάραινε στο νου του, ανεξήγητη από χρόνια. «Γιατί, μαμά, σκεπάσαμε τις φωτογραφίες στον τοίχο;» Είτανε τρεις μεγάλες φωτογραφίες. Μια της μάνας, μια του πατέρα, και μια οικογενειακή, μ’ αυτόν πολύ μικρό ανάμεσά τους. Χρόνια στους τοίχους κρεμασμένες και οι τρεις, ποτέ δεν έμαθε γιατί τις είχανε σκεπάσει κάποια μέρα μ’ άσπρα πανιά. Έστρεψε και τώρα το κεφάλι του…Ίδια η εικόνα, αμετάλλαχτη. Οι τρεις φωτογραφίες σκεπασμένες ακόμα μια φορά, το τραπέζι σκεπασμένο, ο μπουφές, το κρεβάτι του, η ντουλάπα, όλα σκεπασμένα μ’ άσπρες τετράγωνες επιφάνειες. Ένα λευκό τοπίο ξαφνικά, ολόλευκο, σα νεκροτομείο…

Ηλεκτρική η καρέκλα που καθότανε, τον τίναξε. Βέλος το κορμί του την πόρτα τρύπησε και χύθηκε στο δρόμο. Νοτισμένος ο αέρας του γέμισε πάχνη τα πλεμόνια. Άρχισε να τρέχει. Κάτι φωνές πίσω τον κυνηγούσαν. Μα κείνος έτρεχε…Μια πάχνη τονε τύλιγε. Δεν τονε πρόφτασαν. Έτρεχε…ώσπου σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα. Τότε είτανε που ανακάλυψε ότι του έλειπε το ‘να του χέρι. Το δεξί.

2

Είχε ανάγκη από τσιγάρο. Η φιγούρα του ξεκόλλησε απ’ τη βιτρίνα και προχώρησε προς τα κάτω. Πήρε να βρέχει. Προφυλάχτηκε κάτω απ’ την τέντα του περιπτέρου στ’ απέναντι πεζοδρόμιο. Στο χέρι του τ’ αριστερό κρατούσε το γράμμα. Κάποιος πλάι του τηλεφωνούσε. «Θα κρατάω μια εφημερίδα στο δεξί μου χέρι…» Ζήτησε τσιγάρα απ’ τον περιπτερά. Τσιγάρα και σπίρτα. Σπίρτα και γραμματόσημο για το γράμμα. Δεν υπήρχε γραμματόσημο. Στην αρχή τονε δυσκόλεψε πολύ. Αγωνίστηκε ώσπου να καταφέρει ν’ ανοίξει το πακέτο. Δεν είχε φανταστεί ποτέ πως θα μείνει μ’ ένα χέρι. Δεν είχε προβλέψει ποτέ πως κάποτε θ’ αναγκαζόταν να φορτωθεί με το ‘να χέρι ό,τι ως τότε μοιραζότανε με τα δύο. Κοίταξε το ρολόι του. Εφτάμισυ ώρα. Εφτάμισυ ώρα κάποιου φθινοπωριάτικου δειλινού. «Σκέψου! Σκέψου!» μονολόγησε. «Σκέψου να φόραγα το ρολόι στο δεξί…» Του ‘λειπε φωτιά ν’ ανάψει το τσιγάρο. Στράφηκε σ’ αυτόν που τηλεφωνούσε κι έλεγε σε κάποιον άλλος μες απ’ το σύρμα ότι θα κράταγε μια εφημερίδα στο δεξί του χέρι. Αλλ’ αυτός που τηλεφωνούσε είχε τώρα αλλάξει, είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα. Μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά. Κοίταξε γύρω του. Κάποιος ήρθε βιαστικά να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή κάτω απ’ την ίδια τέντα μαζί του. Είτανε νέος, παιδί σχεδόν. «Μήπως έχετε φωτιά;» Δεν είχε. Δεν κάπνιζε. Ούτε και το χέρι του πρόσεξε που ‘χε κοπεί πριν από λίγο από τον ώμο. «Ευτυχώς που δεν έκανα αίματα…» συλλογίστηκε. «Γιατί σκέψου τι θα γινόταν αν άρχιζε η αιμορραγία και δεν θα σταματούσε. Ενώ τώρα…» Οι άλλοι πίστευαν τουλάχιστον πως ήταν ένα χέρι κομένο από παλιά. «Θα σου το κόψω άμα το ξαναπλώσεις στο τραπέζι…» του ‘λεγε μια θειά του σαν είτανε μικρός, τότε που πήγαινε στο σπίτι της και της έκανε θελήματα, και πεινούσε, κι είχε αρπάξει μια φέτα ψωμί μια φορά… «Εφτάμισυ…» είπε μέσα του. «Έχω καιρό ως τις εννιά…Ως τις εννιά το βράδυ γράφει η πρόσκληση. Έχω καιρό…» Πέντε τετράγωνα όλα κι όλα τονε χώριζαν…Πρόφταινε στο μεταξύ να χαζέψει τις βιτρίνες, να διαβάσεις τους τίτλους απ’ τις εφημερίδες, να πιει καφέ σε κανένα καφενείο, να τηλεφωνήσει της Βαρβάρας…Η Βαρβάρα…Πώς τη θυμήθηκε! Σε κάτι τέτοιες στιγμές η Βαρβάρα γινόταν κάτι άλλο, οικείο μαζί και μακρινό, αστραφτερό μαζί και μουντόχρωμο. Στη σκέψη, στράφηκε κιόλας. Η γυναίκα που πριν τηλεφωνούσε, είχε γεράσει. Είχαν ασπρίσει τα ξανθά μαλλιά της, κι ένα χοντροκομένο δαχτυλίδι έζωνε τώρα το μεσαίο της δάχτυλο απ’ το ζαρωμένο της χέρι που κρατούσε το ακουστικό: «Τη Βαρβάρα παρακαλώ…» είπε η φωνή της. Τινάχτηκε αυτός κι άρχισε να τρέχει. «Φάρσα μου παίζουνε…» κάποιος βόγγηξε μέσα του.

Ένιωθε τώρα πως πέρασε ώρα πολλή. Κοίταξε το ρολόι του. Εφτάμισυ ακριβώς έδειχνε. Αν ρωτούσε κάποιον τι ώρα είναι…Για σκέψου να μη πρόφταινε ως τις εννιά…Ρώτησε κάποιον που κράταγε μια τσάντα. Σίγουρα θα γύριζε απ’ την αγορά. Αυτός τότε τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, τέντωσε ένα χέρι, τ’ αριστερό, και του ‘δειξε ψηλά το ρολόι του ταχυδρομείου. Εφτά και δέκα…Πριν προφτάσει πάλι, «Φάρσα μου παίζουνε» να πει, ο άλλος με την τσάντα έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο του. «Είναι μουγγός λοιπόν!» Ευτυχώς που δεν πήρε είδηση κι αυτός το κομμένο του χέρι. Εφτάμισυ έδειχνε το δικό του ρολόι πριν από…πριν από πόσες ώρες; Εφτά και δέκα έδειχνε το ρολόι του ταχυδρομείου. «Πρέπει να βεβαιωθώ» μουρμούρισε. Στάθηκε σε μιαν άκρη και περίμενε. Περίμενε ώσπου να βρει αυτόν που θα του ‘λεγε την πραγματική ώρα. Αν ρωτούσε τον αστυφύλακα…Όχι, όχι τον αστυφύλακα. Έψαξε γύρω του. Μπροστά του οι άνθρωποι περνούσαν αμίλητοι, οι περισσότεροι με σκυμμένο το κεφάλι. Ούτε ένας δεν κοίταζε ψηλά. «Θα ρωτήσω αυτή την κυρία με το παιδάκι!» Η κυρία με το παιδάκι παραξενεύτηκε που τηνε σταματούσε έτσι μες στο δρόμο, και χωρίς λέξη να πει, τέντωσε τεράστιο ένα χέρι, και του ‘δειξε το μεγάλο ρολόι του ταχυδρομείου: εφτά ακριβώς έλεγε τώρα το ρολόι. Έφυγε τρέχοντας. Στ’ αριστερό του χέρι κρατούσε ακόμα το γράμμα. «Να προφτάσω τουλάχιστον…Να προφτάσω να το στείλω…» Χώθηκε μες στον κόσμο του ταχυδρομείου. Ζήτησε γραμματόσημο. Έδωσε με τ’ αριστερό τα χρήματα, πήρε το γραμματόσημο με τ’ αριστερό, το κόλλησε στο φάκελο, έριξε έπειτα το φάκελο με τ’ αριστερό χέρι μες στο κουτί. «Αρχίζω σιγά σιγά να συνηθίζω…» είπε. Βγήκε απ’ το ταχυδρομείο. Κοίταξε ψηλά. Εφτά παρά δέκα, έλεγε τώρα το ρολόι. Η βροχή τονε χτύπησε κατακέφαλα. Σα να ζαλίστηκε. Παραπάτησε. Τ’ αυτοκίνητα τονε κυκλώσανε. «Ώρες είναι να πάθω και κάνα ατύχημα. Κι όχι τίποτ’ άλλο, άντε μετά να τους πείσω ότι με πάτησε αυτοκίνητο…» Πέρασε απέναντι κι άνοιξε το βήμα του. Σχεδόν έτρεχε…Έτρεχε για ν’ αποφύγει εκείνες τις φωνές και τα κορναρίσματα που τονε πήραν το κατόπι και τον κυνηγούσαν. Έστριψε σε μια πάροδο αριστερά, χώθηκε σ’ ένα στενό πάλι αριστερά, προχώρησε…κι ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο. Λίγο μετά, ζήτησε να δει τι ώρα είναι κι ανακάλυψε ότι του ‘λειπε τ’ άλλο χέρι. Τ’ αριστερό.

3

«Τι θα πω τώρα στην Αστυνομία; Κι αν μου ζητήσουν να τους εξηγήσω τι γίνηκαν τα χέρια μου;» Το ζήτημα δεν ήταν πως θα τονε δυσκόλευε να μείνει δίχως χέρια – θα συνήθιζε κι αυτό. Κείνο που είχε σημασία ήταν το μυαλό του, κι αυτό την ενδιέφερε πριν απ’ όλα την Αστυνομία! «Τι κουτοί που είμαστε οι άνθρωποι!» έκανε μέσα του : «Μας πιάνει πανικός με το παραμικρό. Απ’ τη στιγμή που το κεφάλι μου στέκεται στη θέση του και κάνει λογικές σκέψεις, τι κι αν χάσω ένα χέρι παραπάνω;» Κείνο τ’ απόγευμα, η θεία του τον είχε χτυπήσει με το χοντρό δαχτυλίδι του μεσαίου δαχτύλου της, κι αρχίσανε να τρέχουνε στο πρόσωπο τα αίματα, κι είχε παρακαλέσει μέσα του αυτός, γιατί να μη του ‘κοβε καλύτερα το χέρι;

Βγήκε παραπατώντας μες απ’ το σκοτεινό στενό. Τώρα δυσκολευόταν φανερά να περπατήσει. «Δίχως χέρια…» έκανε μέσα του, «ακόμα και το βάδισμα καταντάει προβληματικό…» Και φαντάστηκε ξαφνικά πως οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘χουνε γεννηθεί προορισμένοι να περπατάνε με τα χέρια.

Η βροχή κόπασε τώρα. Βρεγμένα τα μαλλιά, κολλούσαν ασφυχτικά στο κεφάλι του, ένα κεφάλι κάτασπρο και στρογγυλό, σα φεγγάρι. Βρεγμένοι οι δρόμοι, τύφλωναν τα μάτια του με χιλιάδες φεγγάρια που ξεκινούσαν απ’ την άσφαλτο και γίνονταν φανάρια αυτοκινήτων. «Πρέπει να προσέχω…» συλλογίστηκε. Ένιωσε το λαρύγγι του στεγνό. Όχι, δε θα σήκωνε ψηλά το κεφάλι, δε θα ξεδίψαγε με τη βροχή. «Είναι τέλειο!» του ‘χε πει η Βαρβάρα, μια φορά που κατέβηκαν στη θάλασσα, φθινόπωρο ήταν, και τους βρήκε η βροχή. Δίψαγαν τότε κι οι δυο. Κι οι δυο τότε είχαν σηκώσει το κεφάλι κι είπιαν απ’ τη βροχή. Έπειτα έκαναν έρωτα, εκεί, πάνω στη βρεγμένη άμμο. Ήτανε κάτι παράξενο. Από τότε, κάθε φορά που σκεφτόταν τον έρωτα, έφερνε άξαφνα στο νου του τη βροχή. «Είναι η πρώτη φορά…» μουρμούριζε η Βαρβάρα μες στο αυτί του και γελούσε. Και κείνος δεν ήξερε αν ήταν η βροχή που ’χε υγράνει το κορμί της σα χέλι, ή αν την ώρα του έρωτα υγραίνει μονάχο του το κορμί. Ούτε και ζήτησε να μάθει. Από τότε, όποτε πέφτει βροχή, τεντώνονται οι αισθήσεις του, τα άκρα του μουδιάζουν σαν έτοιμα να λιώσουν λες, να κοπούν. «Να κοπούν!» του τρύπησε η σκέψη το μυαλό, και τον έκανε ν’ ανοίξει το βήμα. «Βροχή ίσον φόβος», είχε γράψει σ’ ένα άλλο τεστ, τότε που τονε πήραν στρατιώτη. Στο διάστημα αυτό, ο έρωτας είχε αλλάξει πρόσωπο. Γίνηκε φόβος. Έρωτας ίσον βροχή. Φόβος ίσον βροχή. Άρα έρωτας ίσον φόβος.

«Διψάω!» είπε.

Και στις δύο περιπτώσεις, η ίδια ένταση στα μέλη, η ίδια δύναμη να τανυστούν ως τις εσχατιές της κίνησης και να λυώσουνε σ’ ένα γλυκό χωνευτήρι… «Πώς μου ‘ρθε και τη θυμήθηκα τη Βαρβάρα;» Χώθηκε σ’ ένα καφενείο. Την ώρα κείνη έκλειναν τα μαγαζιά, ή πρέπει να ‘κλειναν. Κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, κοντά στο τζάμι, κι έβλεπε στο δρόμο.

- Πορτοκαλάδα, είπε στο γκαρσόνι που πλησίασε κι απομακρύνθηκε σχεδόν αμέσως. «Πώς θα την πιω;» έκανε έντρομος. Το γκαρσόνι δε φάνηκε να πρόσεξε πως του λείπαν τα χέρια. «Το ένα άμα σου λείπει, καμουφλάρεται. Και τα δυο όμως;»

Κάρφωσε το βλέμμα του σε μια νεκρή φύση που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο. Δεν μπόρεσε να διώξει την εικόνα: κάποτε μπήκε στο γραφείο του μια ηλικιωμένη δεσποινίς και του ‘δειξε κάτι καρτ-ποστάλ, φωτογραφίες από πίνακες που ‘χανε ζωγραφίσει με τα πόδια τους ανάπηροι, δίχως χέρια. Είχε γελάσει τότε. Πώς είναι δυνατό να ζωγραφίζει κανείς με τα πόδια; Και τότε φαντάστηκε ένα πελώριο εχθρικό παντοκράτορα, ζωγραφισμένον στον τρούλο της εκκλησίας, και κάπου δεξιά να γράφει τ’ όνομα του ζωγράφου: «Δια ποδός…»

Την ώρα κείνη ήρθε η πορτοκολάδα. Την άφησε μπροστά του το γκαρσόνι, μαζί μ’ ένα καλαμάκι για να τη ρουφήξει. «Πώς θα την πιω;» «Δια ποδός Αργύρη Αργυρίου – Τι όνομα είναι αυτό; Αργύρης Αργυρίου. Το απολυτήριό σου γράφει Ευάγγελος Ευαγγέλου… - Τι σας ενδιαφέρει εσάς; Εμένα δε ζητάτε; Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά δε με ζητάτε; Είμαι μετρίου αναστήματος, μετρίου βάρους, μετρίου φανατισμού, μετρίου εθνικοφροσύνης, μετρίου πνευματικότητας. Είμ’ ένας άνθρωπος καθημερινός. – Αυτόν ζητάμε κι εμείς…» κι ο ανακριτής είχε χτυπήσει πλάι του ένα κουδούνι. Ό,τι έγινε μετά…

Αυτός που στεκόταν έξω απ’ το τζάμι έκανε ένα βήμα μπροστά. Την ίδια στιγμή τονε φιλούσε στο μάγουλο μια κοπέλα και περνούσε το χέρι της στο μπράτσο του. «Ραντεβού!» έκανε μέσα του, και πάσχισε να μαντέψει τι ώρα είναι. «Θα προφτάσω; Θα προφτάσω άραγε ως τις εννιά;» Όχι, βέβαια, δεν είχε καμία πρόθεση να μη πάει, καμία…γιατί την ώρα που ο ανακριτής χτυπούσε το κουδούνι, κι αμέσως σχεδόν άνοιγε η πόρτα…Πάσχιζε λοιπόν να μαντέψει τι ώρα είναι. «Οι άνθρωποι συνήθως δίνουν ραντεβού στα τέταρτα της ώρας. Λένε: Θα σε περιμένω στις οχτώ, θα με περιμένεις στις οχτώ και τέταρτο, θα σε περιμένουμε στις οχτώ και μισή. Θα σας περιμένουμε στις εννιά παρά τέταρτο, θα μας περιμένετε στις εννιά, θα σας περιμένουμε στις εννιά και τέταρτο». Είναι πολύ σπάνιο να πεις : θ’ ανταμώσουμε στις οχτώ και πεντέμισυ, θα μας πάρουν μ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο, και στις οχτώ και εικοσιεξήμισυ θα μας φορτώνουν σ’ ένα κλειστό στρατιωτικό καμιόνι. Θα ξεκινήσει αμέσως ο οδηγός, θα ‘ναι κι αυτός μιλημένος, και στις εννιά παρά εικοσιπεντέμισυ θα χτυπάμε την πόρτα του διοικητηρίου…

«Μα αυτό γίνεται μόνο στα πραξικοπήματα!» πήδηξε άξαφνα απ’ αυτή την ανακάλυψη. «Μόνο εκεί παίζουνε ρόλο ως και τα δευτερόλεπτα…»

«Μην κάνεις κουτές σκέψεις! Προ παντός μην κάνεις κουτές σκέψεις!»

«Κι αν δεν πάω; Τι θα γίνει αν δεν πάω;»

Την ώρα εκείνη, το ρολόι του καφενείου άρχισε να χτυπάει:

Νταν, Νταν, Νταν, Νταν, Νταν, Νταν, Νταν, Νταν.

«Έχω ακόμα καιρό», συλλογιζόταν καθώς βάδιζε τώρα σ’ ένα άγνωστο δρόμο. «Έχω καιρό…» κι είδε να μπαίνει σε μια πλατεία. Τη διέσχισε κάθετα και βγήκε στην άλλη μεριά. Κάποιο λεωφορείο ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Κάποιοι έτρεχαν να προφτάσουν να μπουν πριν κλείσει η πόρτα. Κάτι τον έσπρωχνε κι αυτόν να μπει σε κείνο το λεωφορείο και να φύγει, να φύγει όσο μπορεί πιο μακριά. Δεν καθυστέρησε.

Ορμάει κατά κει, μα η πόρτα κλείνει, κι ένας βόγγος απ’ το μαρσάρισμα της μηχανής τον αφήνει μετέωρο. Το λεωφορείο έφυγε, και στη θέση του ανοίχτηκε ένα τεράστιο κενό, τετράγωνο, παραλληλόγραμμο. Έκανε να βαδίσει προς το πεζούλι. Τότε ήταν που σωριάστηκε. Κάποιος ερχόταν απ’ απέναντι, κάποιος πλησίαζε. «Κύριε! Κυρία μου!» Εκείνος ήρθε καταπάνω του, του ‘ριξε μια ματιά. «Μεθυσμένος είναι!» μπορεί και να ‘πε, και προσπέρασε. Δεν είδε βέβαια, δεν είδε πως του ‘λειπε ένα πόδι. Ένα πόδι. Τ’ αριστερό.

«Πρέπει να προφτάσω! Θεέ μου, πρέπει να προφτάσω!»

Ως τις εννιά έγραφε η πρόσκληση. Και μάλιστα το συντομώτερον από της λήψεως. «Ως τις εννιά! Και πώς θα φτάσω;» Ένα παιδί τονε βοήθησε να περάσει απέναντι. Τόσο μόνο. Ύστερα το παιδί γύρισε κι έφυγε. «Ε! Στάσου!» φώναξε, μα το παιδί δε γύρισε να δει, δεν είδε τίποτα…ακόμα και τη στιγμή που τον περνούσε απέναντι.

4

Με τα χέρια πίσω βαδίζει αργά μες στο δωμάτιο με τη σιδερένια ντουλάπα που κρύβει αρχεία και φακέλους, με το σιδερένιο γραφείο και το τηλέφωνο. Το δρομολόγιό του εδώ και ώρα πάντα το ίδιο. Απ’ την πόρτα ίσαμε το παράθυρο, βήματα οχτώ. Απ’ το παράθυρο ίσαμε το γραφείο του βήματα δώδεκα. Κι απ’ το γραφείο του ίσαμε το τηλέφωνο κίνηση μια.

«Ένα κονιά!»

Η πόρτα που ανοίγει, το κονιάκ που σερβίρεται, συνήθως διπλό, το τσιγάρο που ανάβει, και πάλι το ίδιο δρομολόγιο από την πόρτα ίσαμε το παράθυρο, κι από κει ίσαμε τη ντουλάπα. «Έχω τρόπο να σε κάνω να μιλήσεις…» Ο άλλος…είναι συνήθως αξύριστος, συνήθως νέος. Κατά κανόνα, έχει γόνατα πληγιασμένα, πρησμένα μάτια, χείλη σκισμένα. Το συνηθέστερο είναι να τελειώνει η παράσταση με μια κλωτσιά στ’ αχαμνά κι ένα ουρλιαχτό. Ύστερα, τη θέση του άλλου την παίρνει άλλος…ώρα πολλή, ώρες πολλές, ίσαμε τα μεσάνυχτα κι ως το ξημέρωμα. Με τα χέρια πίσω βαδίζει αργά μες στο δωμάτιο εδώ και ώρα. Με τους «άλλους» σήμερα ξεμπέρδεψε νωρίς. Χωρίς κλωτσές στ’ αχαμνά ή στα καλάμια. Η ώρα έγινε κάτι πηχτό, δυσκίνητο, δε λέει να κυλήσει…

«Απραξία!» μουρμουρίζει πότε-πότε. «Απραξία!»

Εδώ και ώρα…κάτι συμβαίνει με το κεφάλι του, με τ’ αυτιά του. Συνηθισμένα τ’ αυτιά του σε φωνές κι ουρλιαχτά, μεγάλωσαν λες, γίναν χωνιά που στρέφονται πότε από δω, πότε από κει για να τραφούν με κείνο τον πολύτιμο ήχο…

«Είναι ανυπόφορη τόση ησυχία…» κάνει μέσα του. Πότε-πότε μονάχα, κάτι φωνές από πολύ μακριά, μπερδεμένες, δεν ξέρεις – κλάματα είναι; Βλαστήμιες; Καμία σχέση, βέβαια, μ’ εκείνες τις ιαχές που ακούγονταν απ’ το ραδιόφωνο πριν από λίγο…Φωνές από κάποιο τεράστιο στάδιο, και την ίδια στιγμή προβολείς που όργωναν ολάκαιρο τον ουρανό. Κάποιος μιλούσε, χιλιάδες ζητωκραύγαζαν, ορχήστρες που παίζανε, μπάντες…

«Δύσκολο να ’σαι ανακριτής» μονολογεί κι ακουμπάει το κεφάλι του στο τζάμι. «Γιατί αν υποθέσουμε» γυρίζει προς το γραφείο του και παίρνει τσιγάρο «ότι δουλειά του ανακριτή είναι η συνεχής ανάκριση, τότε» ανάβει το τσιγάρο με το χρυσό του αναπτήρα, «πρέπει να του εξασφαλίζεται καθημερινώς ένας μίνιμουμ αριθμός ανακρινομένων, πράγμα που σημαίνει», και κάθεται στην καρέκλα πλάι στο τραπέζι, «ότι όσο περισσότεροι οι ανακρινόμενοι, τόσο ασφαλέστερη η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος». Ρουφάει με ηδονή τον καπνό, κι αρχίζει με το στόμα του να σχηματίζει μικρά δαχτυλίδια στον αέρα, μικρά μηδενικά… «Μπορεί, βέβαια, ο αριθμός αυτών που ανακρίνονται καθημερινώς να είναι επαρκής, τηρουμένων όμως των αναλογιών, είναι ασήμαντος…» Θα πρότεινα να ψηφισθεί νόμος που να υποχρεώνει τους πολίτες, όχι όλους βεβαίως, κυρίως των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, να υφίστανται περιοδικώς μιαν ανακριτική δοκιμασία…Αυτό θ’ αποτελούσε ευεργετικό μέτρο, γιατί αφ’ ενός θα εξασφάλιζε τη συνεχή απασχόληση των ανακριτών – δεν είμαστε δα και λίγοι και αφ’ ετέρου θα συνέβαλλε στην εποικοδομητική αίσθηση ότι οι πολίται μας τελούν υπό κράτους συνεχούς παρακολουθήσεως» Σηκώνεται απ’ την καρέκλα πλάι στο γραφείο, κι αρχίζει πάλι να περπατάει. «Αυτό τον νόημα πρέπει να δίνεται ακόμη κι όταν πρόκειται για την πλέον ασήμαντη ανακρισούλα…» συνέχισε φτάνοντας στη σιδερένια ντουλάπα, «ακόμη κι όταν πρόκειται για αλλαγή φύλλου πορείας…»

Από τα πλεμόνια του βγήκανε τώρα τρία τεράστια μηδενικά. Το ένα κύκλωσε τη λάμπα που κρεμόταν απ’ το ταβάνι, κι ένας μικρός Κρόνος ετοιμάστηκε να φάει τα παιδιά του. Το άλλο σκάλωσε στην άκρη της ντουλάπας. Το τρίτο ήρθε και στάθηκε πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του μετέωρο σα φωτοστέφανο σε άγιο. Πλησίασε πάλι την καρέκλα του που ‘ναι πλάι στο γραφείο του, στάθηκε όρθιος μπροστά της, τα σκέλη ανοιχτά, τα χέρια πίσω. «Λοιπόν;…» έκανε χαμηλόφωνα, κι απ’ τα πλεμόνια του ξεμπουκάρισαν άλλα τρία φωτοστέφανα.. «Δε συμφωνείς;» στην άδεια καρέκλα. «Με τέτοιους πολίτες, ποιος θ’ αμφέβαλλε για την υγεία του κοινωνικού συστήματος;»

Σε κάθε σκέψη κι από τρία μηδενικά, σε κάθε μηδενικό κι από ‘νας θρίαμβος της λογικής: «Της τεχνοκρατικής…» συμπλήρωσε ο νους του, και φούχτιασε με τ’ αριστερό χέρι του κάτι μακρόστενο από το γραφείο, κάτι σα χάρακα, σαν κοντό μαστίγιο. Τώρα πλήθυναν’ τα μηδενικά, ο χώρος στόμωσε. Σε κάθε κύκλο του μες στο δωμάτιο, δένονταν μεταξύ τους τα μηδενικά, αλυσίδα σχημάτιζαν, αλυσίδα τεράστια, χωρίς βάρος, που τυλιγόταν γύρω στη ντουλάπα, έφτανε στο γραφείο, το τύλιγε κι αυτό, υψωνότανε στο ταβάνι, σ’ ένα διάστημα χωρίς νόμο βαρύτητας, σ’ ένα κενό όπου τ’ αντικείμενα κολυμπούν, τ’ αντικείμενα έρπουν, αλυσόδενε το κενό, τονε παράσερνε κι αυτόν.

«Θαυμάσιο να είσαι αστροναύτης» πρόφτασε να σκεφτεί, κι ένας τεράστιος καταιγισμός από πλανήτες έστειλε καταπάνω του την έλξη τους. Παραπατάει. Φτάνει ως το γραφείο, σηκώνει τ’ ακουστικό «ένα κονιά!» η φωνή του αλλόκοτη, σα μακρυνή. «Θα βάλω την Ελένη να με τρίψει. Θαρρώ την άρπαξα», και στηλώνει τα μάτια του στην πόρτα. Η πόρτα ανοίγει σιγά-σιγά, μια ρωγμή στο διάστημα – κανείς δεν μπαίνει. Ο Κρόνος πάνω απ’ το κεφάλι του, μικροσκοπικός, μοιάζει ν’ απέχει εκατομμύρια έτη φωτός. «Κι όμως, έτσι να κάνω θα τον φτάσω…» Πέρα απ’ αυτόν, ο Δίας, κι ο Κένταυρος, κι ο Ερμής, κι η Ελένη ξαπλωμένη ανάσκελα σε μια συστοιχία υδρατμών. Το φεγγάρι αναζήτησε. Το φεγγάρι που ‘ναι χλωμό και στρογγυλό σαν κεφάλι ανθρώπου. Σηκώνεται, και το βήμα του δρασκελάει τα ουράνια σώματα. Αφήνεται στο κενό, κι η πτώση του παρασέρνει μετεωρίτες. Φτάνει στις εσχατιές τ’ ουρανού, και κει το βλέπει…Είναι κάτασπρο σαν κιμωλία και χλωμό. Χλωμό και λυπημένο. «Ένα κεφάλι ανθρώπου!» του ξεφεύγει από τα δόντια, κι ο νους του τρέχει στο παράθυρο, να πάρει αέρα. «Πάψε να πίνεις!» θα του έλεγε η Ελένη αν ήταν εδώ. Ορμάει στο παράθυρο, τ’ ανοίγει, κι ο δροσερός αέρας διαλύει τους Κρόνους, διαλύει τους Δίες. Το διάστημα ξαναπαίρνει τις γνωστές του διαστάσεις. Το κενό γεωμετρείται και πάλι, αρχίζουν και πάλι τ’ αντικείμενα να το κατοικούν. Η λογική θριαμβεύει και πάλι. Η φύση δαμάζεται.

«Μα…» του ξεφεύγει καθώς γυρίζει να καθίσει στο γραφείο. Σταματάει. Στηλώνει τα μάτια πάνω του, το καρφώνει.

Εκεί είν’ ακόμα. Ένα κεφάλι ανθρώπινο που μετατοπίστηκε, κι ανέβηκε τώρα πάνω στο γραφείο του. Ένα κεφάλι μόνο του, κομένο, αποχωρισμένο από το υπόλοιπο κορμί. Και τα μάτια του ν’ ανοιγοκλείνουν, και τα μάτια του να τον κοιτάν, και τα χείλη του να σαλεύουν…

«Καθίστε κύριε ανακριτά…Ήρθα καθώς βλέπετε. Κι ήρθα στην ώρα μου».

Ο ανακριτής καρφωμένος πάντα πλάι στο παράθυρο, πασχίζει να θυμηθεί πώς έγινε κι έχασε τη φωνή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου