- Ο δρόμος προς την δόξα
- ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
-
Ο Κώστας Χατζηαργύρης γεννήθηκε στο Χαρτούμ
του Σουδάν, γιος του μηχανολόγου Δημοσθένη Χατζηαργύρη - ο οποίος εργαζόταν σε
εργοστάσιο ζάχαρης - και της Αικατερίνης Καμπουροπούλου. Σε ηλικία δύο χρόνων
εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τις αδελφές του, Αμαλία και Ηλέκτρα, στο Βόλο.
Αποφοίτησε από το Τσοτύλιο Γυμνάσιο της Κοζάνης (1930). Δύο χρόνια αργότερα
πέθανε ο πατέρας του και ο Κώστας μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένεια στην
Αθήνα. Το 1933 παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή
του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και ήρθε σε επαφή με τη Λαϊκή Σκηνή του
Καρόλου Κουν. Από το 1935 και ως το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου
ασχολήθηκε με το θέατρο (ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν)
και τη μουσική. Το 1940 επιστρατεύτηκε στην Αλβανία. Από το 1941 ως το θάνατό
του έζησε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως μηχανικός λινοτυπικών μηχανών. Πέθανε
στην Αθήνα από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Κώστας Χατζηαργύρης ανήκει στη
μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο
της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1947 με την έκδοση του μυθιστορήματος
Μειδιάματα και αγωνίες, η οποία εγκαινίασε τη συστηματική ενασχόλησή του με
την πεζογραφία, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή. (Δημοσιεύεται
και σε απλό κείμενο!) - Κώστας Χατζηαργύρης
-
Κ. Χατζηαργύρης: Ο δρόμος προς τη δόξα – Διαβάστε το - Ολόκληρο το βιβλίο εδώ
-
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=10259
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ήταν ένα σούρουπο μελαγχολικό, από κείνα που στέλνει ο Θεός στους συγγραφείς όταν έχουν 38 πελάτες και άδειο πορτοφόλι. Ξαπλωμένος στην ετοιμόρροπη ψάθινη πολυθρόνα μου, έγραφα στο μυαλό μου διηγήματα μ’ ένα ηθικό πιο ετοιμόρροπο κι από την πολυθρόνα. Πάλευα να τσακώσω μια σανίδα σωτηρίας, ένα θέμα δηλαδή που να ‘ναι για το κοινό ό,τι πάνω κάτω το μέλι για τις μύγες. Μόνον έτσι επιτέλους θ’ αποχτούσε πίσω του κανα δυο ωραία μηδενικά το καταραμένο εκείνο 38 που κόντευε να μ’ αρρωστήσει.
Κατά τις οκτώ μου χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο Χρίστος Καπής, φίλος από τα παιδικά χρόνια και μοναδικός ίσως θαυμαστής του ταλέντου μου από τη μέρα που μαζί το ανακαλύψαμε. Για να είμαι μάλιστα δίκαιος, η ανακάλυψη οφείλονταν μόνο σ’ αυτόν. Εγώ ο δυστυχής δεν είχα ιδέα του πράγματος ως τη στιγμή που η ανάγκη το ζήτησε να γράψω ερωτική επιστολή στη Μαρικούλα, που μ’ είχε ψήσει με τα καπρίτσια της, το τέρας. Του την είχα διαβάσει πριν την ταχυδρομήσω και τότε ακριβώς έκανε την ανακάλυψη. Φανατίστηκε κι αφού έστειλε στο διάβολο τη Μαρικούλα μ’ εξόρκισε να κάνω κι εγώ το ίδιο, ν’ αρχίσω δε από την άλλη μέρα να πελεκάω το ταλέντο μου. Ήταν η ωραία ηλικία των δεκαοχτώ χρόνων. Από τότε το πελεκάω συνεχώς.
Μπήκε μέσα σκεφτικός. Κάθισε και αναστέναξε.
- Δεν το περίμενα, είπε κάποια στιγμή. Λογάριαζα καμιά χιλιάδα το λιγότερο και ορίστε που μαθαίνω τώρα στο πρακτορείο πως δε φτάσαμε ούτε στα σαράντα.
- Τριάντα οχτώ.
- Ώστε το ξέρεις;
- Πέρασα το πρωί από κει.
Εδώ έγινε σιωπή. Δίχως άλλο λοιπόν, σκεφτότανε κι αυτός το ίδιο θλιβερό νούμερο, το άσπλαχνο εκείνο 38 που ξέσκισε στην εντέλεια τις όσες προσδοκίες είχα υφάνει γύρω από το πρώτο μου βιβλίο Ρυθμοί της Πολιτείας, το βιβλίο επιτέλους που είχε βγει κατευθείαν από την ψυχή μου. Ανάλγητοι καιροί!
Σε λίγο ο Χρίστος σηκώθηκε από την καρέκλα του, έκοψε μια βόλτα με κατεβασμένα φρύδια και στάθηκε θαρραλέα μπροστά μου. Με κοίταξε καλά και είπε.
- Άφησέ με ακόμα μια φορά να σου μιλήσω με ανοιχτή καρδιά. Σαν αδερφός σου, επιτέλους!
- Τρία χρόνια τώρα όλο τα ίδια μου λες.
- Λοιπόν, θα σου τα ξαναπώ και σήμερα, δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις. Είναι πια καιρός να καταλάβεις πως φταίνε τα θέματα που διαλέγεις. Δεν έχουνε δύστυχε καθολικότητα, δεν μπορούν να συγκινήσουν το πλήθος. Κάνε στροφή κι αν εσύ δυσκολεύεσαι, άσε με να σου διαλέγω τα θέματα εγώ. Παράτησε πια τα πείσματα και λογικέψου. Έλα για τ’ όνομα του Θεού!
Σε τέτοια ψυχική κατάσταση βρισκόμουνα, που δεν είχα δύναμη για τίποτα. Τρία χρόνια τώρα μου τριβέλιζε το μυαλό ν’ αλλάξω τα θέματα. Μήπως είχε δίκιο; Ο γυμνός από μηδενικά αριθμός 38 άστραψε απαίσια στο κεφάλι μου κι έχασα κάθε ψυχραιμία. Τα άλλοτε ακλόνητα επιχειρήματά μου περί τέχνης άρχισαν να πέφτουν σα κουρέλια.
- Κάνε ό,τι θέλεις, είπα.
Ήμουνα πολύ άσχημα και το πρόσεξε κι ο ίδιος. Προσπάθησε να με παρηγορήσει.
- Σε πληγώνει, είπε, το βλέπω. Αλλά σκέψου τ’ ανταλλάγματα. Πρώτο και κύριο, το πορτοφόλι σου θα φουσκώσει. Θα ντυθείς σαν άνθρωπος, θα φας σαν άνθρωπος, θα μπορέσεις να ταξιδέψεις. Βάζω μάλιστα στοίχημα πως θα ξαναγυρίσέι κι η μνηστή σου. Θα ξανακερδίσεις άμυαλε τη Λιλή!
- Μη μου τη θυμίζεις την άπιστη! Φώναξα και τινάχτηκα από την πολυθρόνα με μια απροσεξία, που θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες για το κάθισμα.
Ευτυχώς όμως δεν έπαθε τίποτα. Βαστούσε ακόμα. Πέρασαν λίγες στιγμές και ρώτησα με το βλέμμα αλλού.
- Λες λοιπόν εσύ ψεύτη ότι μπορεί να μου ξαναγυρίσει;
- Στοιχηματίζω! Φώναξε αυτός μ’ ενθουσιασμό. Μα δεν μπορείς να το καταλάβεις και μόνος σου; Τι γυρεύουν οι γυναίκες από τον άντρα; Δόξα και χρήμα! Χρήμα και δόξα! Όταν πουλήσεις τρεις τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, θα σου περισσέψουν και τα δυο. Γιατί λοιπόν να μην ξαναγυρίσει;
- Ναι, αλλά ξέρεις πώς θα φερθώ εγώ; Θα της γυρίσω την πλάτη μου έτσι και θα ρωτήσω ψυχρά: «Εις τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω, δεσποινίς;»
Και τα είπα αυτά με την πλάτη γυρισμένη. Τα ζούσα κι ένιωθα την ύπαρξή μου να ξεβιδώνεται. Όπου ο Χρίστος με πλησιάζει από πίσω και μου ψιθυρίζει στ’αυτί.
- Δε θα ήτανε καλύτερο να τη σηκώσεις στα μπράτσα σου και να την ξαπλώσεις στο κρεβάτι;
Στο σημείο αυτό ξεβιδώθηκα τελείως. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν.
- Τι σ’ έπιασε τώρα παλαβέ και μου λες τέτοια λόγια; Τραύλισα και πήγα στο παράθυρο.
Προσπάθησα να κυριαρχήσω, αλλά δεν κατόρθωσα παρά να δείξω με το δάχτυλο κάτω στο δρόμο και να πω.
- Έλα Χρίστο να δεις έναν περίεργο άνθρωπο που πουλάει παγωτά.
Ο Χρίστος όμως έκανε κάτι άλλο. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και μου το έδωσε λέγοντας.
- Πιες το, θα σου κάνει καλό.
Με είχε δηλαδή ψυχολογήσει πέρα για πέρα. Ήπια το νερό και πραγματικά μου ‘κανε λίγο καλό, με δρόσισε.
- Και τώρα κάθισε κι άκου, είπε κι έβγαλε από την τσέπη του κάτι γραμμένα χαρτιά. Εδώ είναι σημειωμένες θετικές πληροφορίες. Ένα μήνα τώρα τις μαζεύω, πίστευα πως θα την κάνεις τη στροφή και να που ήρθε τέλος πάντων η μεγάλη τούτη μέρα. Πρόσεξε λοιπόν!
Σιάχτηκε στην καρέκλα του, πήρε βαθύ σκοτεινό ύφος και συνέχισε:
Μελέτησα το πρόβλημα «Ο Δρόμος προς τη Δόξα» και τη λύση του την κρατώ. Χωρίς κοινό δεν υπάρχει δόξα. Πιάσε λοιπόν το κοινό, να ποιο είναι το άλφα και το ωμέγα. Πώς θα το πιάσεις; Θα το κυνηγήσεις εκεί που μαζεύεται. Και το πού μαζεύεται, το λένε τούτα τα χαρτιά με αριθμούς και κάθε λεπτομέρεια. Ο πιο σίγουρος δρόμος για ν’ ανέβεις ψηλά είναι ν’ αρχίσεις από κάτω, λοιπόν κι εμείς θα αρχίσουμε από τα πόδια. Θα αιχμαλωτίσουμε τα λαϊκά στρώματα με ποδοσφαιρικά διηγήματα. Λεφούσι ατέλειωτο ξεχύνεται κάθε Κυριακή στα γήπεδα, αν σου αρέσουν μάλιστα οι αριθμοί, μάθε πως το ματς Αούστρια – Πανατικός το παρακολούθησαν εβδομήντα χιλιάδες θεατές. Φαντάστηκες ποτέ τους μισούς έστω απ’ αυτούς να κρατούν ένα βιβλίο σου στο χέρι; Εγώ από τότε που το πρωτοσκέφτηκα κοντεύω να χάσω τον ύπνο μου.
Μιλούσε με πάθος. Δυο τρεις φορές έκανα φανερές κινήσεις δυσφορίας, αλλά όταν έφτασε στον αριθμό 70000 και τα επακόλουθά του, ομολογώ πως συγκεντρώθηκα κάπως. Παρ’ όλ’αυτά όμως δεν υπόκυψα και έστω τούτο προς τιμήν μου.
- Ποτέ! Φώναξα με γνήσια καλλιτεχνική αγανάκτηση. Να με προορίζεις για ποδοσφαιρικά διηγήματα εμένα το συνθέτη και ψυχολόγο, όχι μα το Θεό, τέτοια προσβολή δεν την περίμενα από σένα. Προτιμότερο το φτωχό, αλλά τίμιό μου 38, από μια τέτοια προδοσία. Αρκετά!
Ο τόνος μου του ‘κοψε τη φόρα, αλλά σίμωσε το κάθισμά του προς το μέρος μου και ψιθύρισε με κείνο το συνωμοτικό του ύφος.
- Θεωρώ υποχρέωσή μου να σε πληροφορήσω το εξής: Η Λιλή είναι φανατικό μέλος του Πανατικού.
Τίποτ’ άλλο. Άφηνε ο ύπουλος τη συνέχεια στην ταραγμένη φαντασία μου, με ήξερε καλά. Και τότε στο κεφάλι μου άρχισε να παίζεται το ματς Αούστρια – Πανατικός, με σφυρίγματα, αλαλαγμούς, κλοτσιές και γκολ. Όρθια στις κερκίδες η Λιλή αφήνει την ασυνήθιστη φλόγα της να ξεχυθεί. Εμψυχώνει ξαναμμένη τους παίκτες, χειρονομεί αυθόρμητα και δεν υποπτεύεται καθόλου η τρελή το τι γραμμές παρουσιάζει ένα υπέροχο σφριγηλό κορμί όταν τινάζεται και χειρονομεί αυθόρμητα. Αλλά το μαρτύριο δεν είναι μόνο τούτο, είναι κι ο ξανθός εκείνος αθλητικός τύπος που τη συνοδεύει τελευταία και βρίσκεται τώρα κοντά της, σε μισής ανάσας απόσταση από τη διονυσιακή της κατάσταση… Έβαλα φραγμό στη φαντασία μου, μην μπορώντας πια να συνεχίσω άλλο.
- Είσαι ψεύτης! Του φώναξα. Ένας παλιοψεύτης που κάθεται και λέει πως η Λιλή τριγυρίζει στα ματς με τον αθλητή της τον ξανθό… και… τι λέω!
Ευτυχώς που ξαναβρήκα το μυαλό μου και σταμάτησα. Ο Χρίστος δεν είχε κάνει λόγο για τον αθλητή, η πυρωμένη από πάθος φαντασία μου λοιπόν μπερδεύτηκε με την πραγματικότητα και τα ‘κανε θάλασσα. Μ’ έπνιξε η ντροπή. Πήγα και πάλι στο παράθυρο, αλλά τώρα πια κανένας άνθρωπος δεν πουλούσε παγωτά στο δρόμο. Το κεφάλι μου ήταν αδειανό σαν γήπεδο ύστερα από ματς. Κάτι καταχθόνια ψιθυρίσματα φτάνουνε σε λίγο στ’ αυτί μου, είναι ο Χρίστος που βρίσκεται και πάλι πίσω από την πλάτη μου. Πρέπει να είχε μελετήσει πολύ προσεχτικά τα κινέζικα βασανιστήρια ο άνθρωπος αυτός.
- Αύριο, λέει, ο Πανατικός θα συναντήσει τον Πανπειραϊκό. Δεν έχουμε παρά να πάμε. Θα δεις τότε και τη Λιλή με τον ξανθό της αθλητή. Μάλιστα, δεν έπεσες καθόλου έξω γι’ αυτόν, βρίσκεται πάντα κοντά της.
Το κεφάλι μου κουδούνισε σαν σίδερο που το χτυπούν. Τίποτα δεν έκανα, τίποτα δεν είπα. Στάθηκα μπροστά του κούφιος, μ’ ένα βλέμμα προβατίσιο, δίχως άλλο.
- Σ’ αφήνω τώρα, πάω για κάτι πληροφορίες, είπε και γέμισε ένα ποτήρι νερό.
Το ακούμπησε μπροστά μου πάνω στο τραπέζι κι έφυγε σιγά, σχεδόν αθόρυβα. Μ’ άφηνε έτσι ο διαφθορέας ολομόναχο, με τους σπόρους του κακού που φύτεψε στην ψυχή μου.
Το ματς Πανατικός - Πανπειραϊκός άρχιζε στις τρεις το μεσημέρι. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά, σαν να είχε από κάτω την Αφρική. Από τις δυο κιόλας άρχισαν να καταφθάνουν τα ιδρωμένα κύματα των Ελλήνων φιλάθλων, σταματούσαν στην είσοδο του γηπέδου, όπου και άρχιζε ένα μεγαλειώδες σε διαστάσεις στρίμωγμα, δίχως προηγούμενο. Άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, μέσα σε μια μαχητική ατμόσφαιρα γεμάτη σκόνη και φωνές, ορμούσανε ακάθεκτοι στο γήπεδο να πιάσουνε θέση καλή. Ένας γέρος με μπαστούνι, που τα κύματα τον πήγαιναν σαν βάρκα πότε δω και πότε κει, αλλά δεν τον έφερναν ποτέ μπροστά στην πόρτα, έκανε δραματική έκκληση στους στριμωξίες να σεβαστούν την ηλικία του και να τον αφήσουν να περάσει πρώτος. Δε λήφθηκε υπόψη. Σήκωσε τότε το μπαστούνι του κι άρχισε να υπερασπίζεται τα άγραφα δικαιώματά του κατεβάζοντας μπαστουνιές στα τυφλά. Ακούστηκαν βλαστήμιες και ξεφωνητά στην περιοχή που δρούσε το μπαστούνι, ώσπου σε λίγο το είδα να εξαφανίζεται. Του το ‘χαν αρπάξει. Τότε ο γέρος έβαλε τα κλάματα κι αφέθηκε μοιρολατρικά στα κύματα της ανθρωποθάλασσας και τις βουλές του Υψίστου.
Στεκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανήσυχος μάρτυρας όλων αυτών. Δυστυχώς λοιπόν για την τέχνη, εκείνοι οι σπόροι του κακού που μόλις χτες φυτεύθηκαν στην ψυχή μου, άρχισαν να φυτρώνουν. Κοντά μου ο Χρίστος, με μάτι σβέλτο σαν της αλεπούς, παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα.
- Βλέπεις; Λέει και μου σφίγγει το μπράτσο. Βλέπεις την ανθρωποθάλασσα; Μα κοίταξέ τηνε λοιπόν και πες μου στο Θεό σου: Αξίζει ή όχι να την καταχτήσει κανείς; Ο καθένας από τους αμέτρητους αυτούς είναι κι ένα πιθανό τάλιρο, δε μας απομένει λοιπόν τώρα παρά να ψαρέψουμε αυτά τα τάλιρα, αυτό το χρυσωρυχείο, αυτό το… Αχ! Πάμε! Είπε και μ’ έσυρε μαζί του.
Προχωρήσαμε κατά μήκος του μαντρότοιχου και φτάσαμε σε μια μικρή πόρτα με την επιγραφή «Είσοδος Αθλητών». Ο Χρίστος έδειξε μια ταυτότητα και μας άφησαν αμέσως να περάσουμε.
- Τι ήταν αυτό που τους έδειξες; Τον ρώτησα καθώς μπαίναμε στο γήπεδο.
- Ταυτότης μέλους διαιτητικής επιτροπής τρίτης τάξεως. Αγωνίστηκα πολύ να την πετύχω, αλλά ήταν απαραίτητη. Μου προσφέρει ελευθερία κινήσεων και γνωριμίες, προπαντός γνωριμίες που έχουμε απόλυτη ανάγκη για το σκοπό μας. Από δω έλα.
Τον ακολούθησα σκυφτός, ζαλισμένος από τη ζέστη και τη συναίσθηση της προδοσίας μου. Είχα υποκύψει στις βουλές του ύστερ’ από ασήμαντη αντίσταση, κι αυτό ήταν που με γέμιζε ντροπή. Έπρεπε να είχα αντιδράσει πιο πολύ, να μην υποκύψω πριν μου γκρεμίσει και το τελευταίο μου επιχείρημα. Πώς φέρθηκα όμως εγώ; Σαν γυναίκα που στον πρώτο ακροβολισμό δίνει την τιμή της για ένα ζευγάρι κάλτσες κι ύστερα κλαίει. Εξευτελισμός!
Βαδίζαμε προς κάτι καθίσματα τοποθετημένα στη ρίζα των κερκίδων. Ήτανε φαίνεται προορισμένα για διακεκριμένους θεατές.
- Ούτε βήμα πια δεν κάνω! Φώναξα τότε και καρφώθηκα στον τόπο.
Γύρισε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ κατάματα και ναι μεν ήμουνα η γυναίκα που είχε υποκύψει, αλλά η γυναίκα αυτή ξαναβρήκε την ύστατη στιγμή την ηθική της και σταμάτησε στο κατώφλι της γκαρσονιέρας, μη θέλοντας με κανέναν τρόπο να μπει.
- Ούτε βήμα πια! Ξαναφώναξα.
Με κοίταξε προσεχτικά.
- Έχεις δίκιο, είπε. Αν καθίσουμε εδώ θα είναι ίσως δύσκολο να παρακολουθήσουμε καλά. Ας ανέβουμε μια δυο κερκίδες. Από κει θα βλέπουμε καλύτερα το ματς και προπαντός τη Λιλή, που συνήθως κάθεται σ’ αυτά εδώ τα καθίσματα. Από ψηλά λοιπόν θα την παρακολουθείς πιο καλά. Και τον αθλητή της βέβαια.
Κάποιο γνωστό ρίγος άρχισε να κατρακυλάει στη ράχη μου. Κι όταν το ρίγος με τύλιξε ολόκληρο, γύρισα και είπα ότι εάν και εφόσον από ψηλά θα βλέπαμε καλύτερα το ματς, έστω Χρίστο. Έτσι, κουβάλησα το ρίγος μου στη θέση που μου διάλεξε. Τέτοιο κουρέλι χαρακτήρα σαν το δικό μου δεν είχα ξαναδεί…
Στις τρεις ακούστηκε σφυρίχτρα και το ματς άρχισε. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκαν κραυγές. Ήτανε το κοινό, που αλμυρό από τον ιδρώτα και στριμωγμένο σαν σαρδέλα, έπασχε παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα τις κλοτσιές. Κι όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο και δυνάμωναν οι κραυγές. Έρχονταν στιγμές που μια απόλυτη σιγή βασίλευε απότομα, κρατούσε λίγο κι ακολουθούσαν ξαφνικά παράφορες εκρήξεις αλαλαγμών. Φαίνεται πως στο διάστημα της σιωπής κάτι το φοβερό αναμένονταν. Ακούω γύρω μου να συζητούν τα καθέκαστα σε αμιγή ποδοσφαιρική γλώσσα κατά τα φαινόμενα, αφού δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τα «μέσα δεξιά» και «μέσα αριστερά» παίρνουν και δίνουν. Τι θα πει όμως «γκολκίπερ»; Κάνω την ερώτηση στον Χρίστο, αλλά έτσι που παρακολουθεί συνεπαρμένος το ματς, δεν μ’ακούει. «Καλύτερα», σκέφτομαι και κοιτάζω μπροστά με βλέμμα ηλίθιο, ζαλισμένος από τόση ακατανόητη βοή. Και ο καιρός περνάει…
Περνάει ο καιρός, περνάει, ώσπου κάποια στιγμή το ηλίθιο βλέμμα μου γίνεται μονομιάς έξυπνο, ενώ την ίδια στιγμή ένα καρφί μπήγεται στην ψυχή μου. Η Λιλή! Βλέπω τη Λιλή! Όπως ακριβώς το είπε ο Χρίστος, είναι στα καθίσματα που βρίσκονται στη ρίζα των κερκίδων. Και κοντά της εκείνος! Δέκα μέτρα μας χωρίζουν, μπορώ λοιπόν να παρακολουθώ την κάθε της κίνηση κι αυτό είναι το πιο γλυκό μαρτύριο που έζησα ποτέ. Είναι δοσμένη ολόψυχα στο παιχνίδι και δε διαμαρτύρεται καθόλου το τέρας, που εκείνος έχει περασμένο το χέρι του στην πλάτη της και την κρατάει έτσι αγκαλιασμένη. Καθόλου δεν πειράζεται. Τόσο φυσικό λοιπόν το βρίσκει; Κύριος οίδε μέχρι που έχουνε φτάσει οι σχέσεις τους.
- Τι συμβαίνει τέλος πάντων εδώ Χρίστο; Φωνάζω και τον τραβώ από το μανίκι.
- Είδες; Μου αποκρίνεται με ταραχή. Α δεν έχανε την πάσα ο σέντερφορ, τώρα θα είχαμε γκολ.
- Τι γκολ μου κοπανάς βρε κακούργε; Εκεί σου δείχνω εγώ. Τους είδες;
Και τον ανάγκασα να κοιτάξει εκεί.
- Α, γι’ αυτό λες; Έκανε χωρίς να δώσει σημασία και στράφηκε πάλι στο γήπεδο, μην τύχει και χάσει καμιά κλοτσιά.
Ώστε λοιπόν το έβρισκε κι αυτός φυσικό; Τότε πια η αδιόρθωτη φαντασία μου άρπαξε το γεγονός και το συνέχισε, το συνέχισε μέχρι… Αχ! Σε κλειστό χώρο το συνέχισε!
- Άτιμη! Ξεφώνισα ανάστατος από πάθος.
Αλλά η κραυγή μου είχε περίεργο αποτέλεσμα. Δυο στιγμές πιο πριν ένας παίκτης του Πανπειραϊκού είχε κλοτσήσει στα καλάμια κάποιον του Πανατικού. Η αντιαθλητική αυτή ενέργεια αναστάτωσε τους οπαδούς του Πανατικού, οπότε η κραυγή μου έπεσε σαν σύνθημα.
- Άτιμοι! Φώναξαν μερικοί γύρω μου.
Σε λίγο η ιαχή συνεπήρε τους πάντες, πλην από τους οπαδούς του Πανπειραϊκού. Αυτοί κατά σύμπτωση δεν είχανε δει τίποτα, όπως έγινε στο δεύτερο ημιχρόνιο και με τους οπαδούς του Πανατικού, όταν κάποιος δικός τους παίκτης έσπασε με μια κλοτσιά τα δόντια ενός του Πανπειραϊκού. Αλλά τώρα το λόγο είχαν οι Πανατικοί και μέσα σ’ αυτούς πρώτη η Λιλή.
- Άτιμοι! Φώναζε σφίγγοντας ψηλά τη γροθίτσα της.
Έστρεφε φανατισμένη το κεφάλι της προς τους θεατές των κερκίδων, κραύγαζε και κουνούσε τα χέρια, σαν να ‘θελε να τους παρασύρει μαζί της σε έφοδο. Κάποια στιγμή τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, αστροπελέκι με διέσχισε και…
- Άτιμοι! Φώναξα βυθισμένος σε μια έξαλλη κατάσταση, τελείως ανεξακρίβωτη.
Η γροθίτσα της Λιλής ξεσφίχτηκε, έπεσε και την είδα ν’ απομένει άφωνη. Ξέροντας τις ιδέες μου για όλα αυτά, δεν περίμενε να με δει εκεί, πολύ περισσότερο δε να σφεντονίζω την απειλητική μου ιαχή. Και τότε για κάποιον ασαφή ψυχολογικό λόγο η απορία της μου ‘δωσε δύναμη, κάτι σαν να πούμε: «Ώστε δεν το περίμενες, ε; Τώρα θα με δεις!».
- Είναι άτιμοι! Φώναξα με τη γροθιά μου σηκωμένη ψηλά και το βλέμμα κατευθείαν στο δικό της.
- Τέτοιοι είναι! Μου αντιφώναξε και στράφηκε στο γήπεδο, όπου κάτι σφυρίγματα σήμαιναν πως ο διαιτητής αποφάσισε να καταπιαστεί σοβαρά με το επεισόδιο.
Μια γλυκήτατη συγκίνηση απλώθηκε τότε στην ψυχή μου, ενώ τα πόδια μου άρχισαν να κόβονται και πάλι, όπως ήταν φυσικό τους σε τέτοιες περιπτώσεις. Έπεσα ευτυχισμένος στη θέση μου. Οι ιαχές μας είχαν κατά κάποιο τρόπο ενώσει. Ευλογημένος ας είναι ο παίκτης του Πανπειραϊκού που κλότσησε στα καλάμια εκείνον του Πανατικού.
Το υπόλοιπο διάστημα ως το τέλος του παιχνιδιού το πέρασα με το βλέμμα καρφωμένο στη Λιλή. Αλλά τώρα πια κάτι είχε αλλάξει στη στάση της, κάτι τη στενοχωρούσε. Κάθε τόσο γύριζε πίσω, δήθεν για άλλο λόγο, κι έριχνε λοξά βλέμματα προς το μέρος μου. Το κατακόρυφο όμως της ευτυχίας ήταν σε μια στιγμή που τραβήχτηκε από την αγκαλιά του ξανθού. Συναίσθημα ενοχής μήπως; Άρπαξα το μανίκι του Χρίστου, το τράβηξα μ’ όλη μου τη δύναμη και του φώναξα στ’ αυτί.
- Υπάρχου ακόμα ελπίδες. Το βλέπω!
- Δυστυχώς όχι, αποκρίθηκε αυτός.
- Όχι; Τι προσπαθείς να μου πεις λοιπόν;
- Την έχουμε άσχημα. Μας απομένουν ακόμα πέντε λεπτά και πρέπει να βάλουμε δυο γκολ τουλάχιστο για να ισοφαρίσουμε. Όσο για νίκη αποκλείεται, το πιθανότερο μάλιστα είναι να φάμε ακόμα ένα. Άστα είναι σε φόρμα οι κανάγηδες.
Δόξα τω Θεώ που ήθελε να πει αυτό. Τράβηξα το χέρι μου από το μπράτσο του και ησύχασα. Όσο για τους κανάγηδες, αποδείχτηκε στο τέλος πως ήτανε πραγματικά σε φόρμα. Το ματς έληξε με 3-1 υπέρ του Πανπειραϊκού, αλλά κατά τη γνώμη των οπαδών του Πανατικού, την άλλη Κυριακή που θα ‘παιζε μέσα δεξιά ο Δημητρίου θα μάθαιναν οι Πανπειραϊκοί πού έχει την ουρά της η αχλάδα.
Οι συζητήσεις έπαιρναν κι έδιναν καθώς βαδίζαμε στριμωγμένοι προς την έξοδο. Ήμουν γλυκύτατα ταραγμένος.
- Ώστε την άλλη Κυριακή θα έχουμε τέλος πάντων μέσα δεξιά το Δημητρίου; Ρώτησα έναν καλώς πληροφορημένο.
- Εγγυημένο! Με βεβαίωσε αυτός.
- Τότε αγαπητέ μου πρέπει να σου ομολογήσω πως ούτε ψύλλος στον κόρφο τους δε θα ‘θελα να ήμουν! Είπα και όλοι γύρω μου έσκασαν ευχάριστα σε γέλια.
Ήμασταν ένα γκρουπ Πανατικοί. Και καθώς συζητούσα έτσι αβίαστα και με χιούμορ, έριχνα λοξές ματιές προς τα δεξιά, όπου το μάτι μου είχε πάρει τη Λιλή σε απόσταση ακοής. Στην πόρτα του γηπέδου βρεθήκαμε κοντά κοντά. Μας είχε φέρει ο συνωστισμός, το θείο αυτό δώρο. Οι ώμοι μας άγγιξαν, δέχτηκα ηλεκτρική εκκένωση και τα σαγόνια μου παρέλυσαν. Μια τρικυμισμένη θάλασσα από συναισθήματα μ’ ανεβοκατέβαζε σαν καρυδότσουφλο στον αφρό της. Ήθελα να φωνάξω, να της μιλήσω. Κούνησα τα παραλυμένα σαγόνια μου και ψιθύρισα με τσακισμένη από έρωτα φωνή.
- Λιλή… την άλλη Κυριακή που θα έχουμε το Δημητρίου… καταλαβαίνεις πια…
Ένιωσα τσούξιμο στα μάτια και γύρισα αμέσως το κεφάλι μου αλλού. Πέρασαν μερικές στιγμές.
- Θα μας το πληρώσουν την Κυριακή, αποκρίθηκε.
Μου είχε μιλήσει! Και παρ’ όλη την ξεβιδωμένη κατάστασή μου, μπόρεσα να ξεχωρίσω μια ταραχή στη φωνή της. Καθόλου περίεργο λοιπόν, η ίδια τρικυμισμένη θάλασσα να την ανεβοκατέβαζε κι αυτήν στον αφρό της, αν όχι σαν καρυδότσουφλο όπως εμένα, τουλάχιστο σαν βαρκούλα, λευκή βαρκούλα με πανί… Λιλή!
Σε λίγο χαθήκαμε μέσα στο πλήθος. Αλλά το βράδυ την αντάμωσα στα όνειρά μου, και το πώς ανταμωθήκαμε τότε, δεν περιγράφεται, όχι!
Ήρθαν Κυριακές, πέρασαν Κυριακές. Δεν άφηνα ματς που να μην το παρακολουθήσω. Διαβάζοντας συνεχώς αθλητικές εφημερίδες, ενημερώθηκα σ’ όλα τα διεθνή ποδοσφαιρικά ζητήματα. Τέλος, έφτασα και στο σημείο να κάνω με ευχέρεια και κριτική. Κάτι τέτοιες στιγμές ο Χρίστος με κοίταζε προσεχτικά.
- Πού έχανες τον καιρό σου τόσα χρόνια! Ψιθύριζε σκεφτικός.
- Ποτέ δεν είναι αργά, αποκρινόμουν εγώ και συνέχιζα την κριτική μου, χωρίς καμιά έπαρση, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Αλλά η δίψα μου για κριτική μου ‘ρχότανε κατά σύμπτωση στα διαλείμματα του παιχνιδιού και όταν η Λιλή βρισκότανε κάπου εκεί κοντά. Ήτανε δε πάντα μέσα στην ακτίνα δράσεως της φωνής μου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, στα καθίσματα που ήταν τοποθετημένα στη βάση των κερκίδων για θεατές περιωπής… Φαίνεται πως ο ξανθός είχε τα μέσα για να προμηθεύεται τέτοιες θέσεις, όμως αυτό δε με τρόμαξε πολύ. Στην υπεροχή του πρόταξα μιαν άλλη υπεροχή και μάλιστα πνευματική, την κριτική. Έτσι, το οξύ κριτικό ταλέντο μου θρέφτηκε από την ανάγκη και ξεπήδησε ακατανίκητο. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μια συνηθισμένη κλοτσιά, εγώ ανακάλυπτα αρχικές αιτίες που είχαν σαν επακόλουθο ένα καταπληκτικό γκολ. Στον περίφημο για το μαχητικό του πνεύμα αγώνα «Μεικτή Αθηνών – Μεικτή Ρώμης» ήμουν ο μόνος που πρόσεξε μια φαινομενικά ασήμαντη πάσα του σέντερμπακ προς το μέσα αριστερά.
- Κάτι θα συμβεί! Φώναξα τότε.
Και πραγματικά, σε λίγο ο μέσα αριστερά έστειλε την μπάλα στο μέσα δεξιά για να τη στείλει κι αυτός με τη σειρά του στο σέντερ κυνηγό, που με θαυμάσιο σουτ έβαλε το ένα και μοναδικό μας τέρμα, σώζοντας την τιμή της Μεικτής Αθηνών.
- Είσαι φοβερός! Αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Χρίστος που καθότανε πλάι μου.
Όλοι ένα γύρω στράφηκαν και με κοίταξαν με τα ανάλογα στην περίπτωση αυτή συναισθήματα. Είμαι δε σίγουρος πως η Λιλή θα ξέχασε για μια στιγμή πως είχε κοντά της εκείνον τον ξανθό.
- Ήταν απλούστατο, αποκρίθηκα στο Χρίστο και άναψα τσιγάρο με μια νωχέλεια που προκάλεσε δεύτερο θαυμασμό.
Κοντολογίς, άρχισαν να ψιθυρίζονται πολλά για μένα.
Καθώς ανταμωνόμαστε σχεδόν οι ίδιοι κάθε Κυριακή στο γήπεδο, αποχτήσαμε οικειότητα μεταξύ μας. Συζητούσαμε για τα μεν και τα δε, πολλές φορές μάλιστα και για ζητήματα εξωποδοσφαιρικά. Σ’ αυτά πια τους έκανα σκόνη. Ανέκαθεν ήμουν άσος στη συζήτηση, πόσο μάλλον τώρα που μ’ άκουγε κι η Λιλή. Κόντευα να ξεπεράσω τον εαυτό μου.
Θέριζα έτσι τις δάφνες μου κάθε Κυριακή, αλλά έριχνα κι από κανένα λοξό βλέμμα στον ξανθό, προσπαθώντας να τον συγκρίνω με μένα. Λοιπόν ναι, ήταν ωραίος, όχι ανδρική καλλονή βέβαια ούτε αθλητικός, αλλά με υποφερτά χαρακτηριστικά και σεμνή σωματική διάπλαση και που ξεχώριζε απ’ όλους με το οξύ κριτικό πνεύμα του; Όχι, δεν έπρεπε να φτάνει. Η Λιλή είχε μυαλό και μάλιστα όσο χρειαζόταν ακριβώς για να θαυμάσει και προσηλωθεί σ’ έναν ειδικό στα πάσης φύσεως ποδοσφαιρικά ζητήματα, που με την αξιόλογη κριτική του τιμούσε αυτό τούτο το ποδόσφαιρο κι όχι μια ορισμένη ομάδα. Είχα δηλαδή ανυψωθεί με τον καιρό πάνω από φατρίες, άρχισα να βλέπω το ζήτημα από ύψος ολύμπιο και με βλέμμα φιλοσόφου. Υποψιάστηκα στην αρχή, πείστικα σε λίγο και τέλος φώναξα σε κάποιο διάλειμμα.
- Ηλίου φαεινότερον, κύριοι: «Πόλεμος, πατήρ πάντων!»
Η ακατάλυπτη αυτή αρχή του Ηράκλειτου, η βάση κάθε δυναμικής περί κόσμου και αντιλήψεως, είχε συλληφθεί από το κριτικό μου πνεύμα υπό την αθλητική της μορφή και συγκεκριμένα την ποδοσφαιρική. Υποστήριξα την άποψή μου με βροχή από παραδείγματα, εκλαΐκεψα το θέμα όσο έπαιρνε και τους ανάγκασα όλους εκεί γύρω να καταλάβουν. Προχώρησα μάλιστα και σε σκέψεις πρωτότυπες. Έριξα με αγγλικό χιούμορ την υποψία ότι, εφόσον σύμφωνα με την ακατάλυτη αρχή έπρεπε οι άνθρωποι να βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο μεταξύ τους, γιατί να μη διαλέξουν μιαν αναίμακτη μορφή πολέμου σαν το ποδόσφαιρο λόγου χάρη, χωρίς μπόμπες και κανόνια;
- Σωστά! Φώναξε τότε ο ξανθός.
Επιτέλους τον κρατούσα. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε κι ίσως η πιο θαρραλέα στιγμή της ζωής του. Η Λιλή γύρισε και τον κοίταξε. Τώρα θα σου τον συγυρίσω, σκέφτηκα.
- Τι είπατε; Ρώτησα κάνοντας πως δεν είχα ακούσει.
Μου αποκρίθηκε ανύποπτος.
- Γι’αυτό που είπατε, λέω. Αν όλοι οι λαοί της γης γίνουν ποδοσφαιρισταί, τότε αντίο πόλεμος.
Τον κοίταξα μερικές στιγμές, ώσπου να ταραχθεί κάπως από την αναμονή, χαμογέλασα με επιείκεια και είπα.
- Ώστε κατά τη γνώμη σας το πρόβλημα της ειρήνης βρίσκεται στα πόδια των λαών;
Χαμογέλασαν όλοι ένα γύρω με την εύθυμη παρατήρησή μου, ένας καλόκαρδος χοντρός μάλιστα έβαλε τα γέλια στα γερά. Η Λιλή κοκκίνησε. Ο ξανθός με κοίταζε με ταραχή, έχανε βαθμιαία την ψυχραιμία του. Διαισθανότανε λοιπόν πως είχε μπροστά του ένα συζητητή που δε χάριζε κάστανα;
- Μα… έκανε. Αυτό δε θέλατε να πείτε και σεις;
- Επιτρέψτε μου, διαμαρτυρήθηκα με ευγένεια. Δεν κακομεταχειρίζομαι ποτέ τη λογική. Πρωτοτυπώ, αλλά δεν αυθαιρετώ. Και όταν κάτι φαίνεται να είναι κατά κάποιο τρόπο έτσι, αυτό δε σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε έτσι. Ό,τι είπατε φαίνεται πως βγαίνει σαν συμπέρασμα από τις αντιλήψεις μου περί ποδοσφαίρου και γενικά περί ζωής, άλλο να φαίνεται όμως και άλλο να είναι. Συμφωνείτε;
- Αυτό, ναι. Άλλο να φαίνεται και άλλο να είναι.
- Λαμπρά. Επιτρέψτε μου λοιπόν να προχωρήσω αγαπητέ μου κύριε… Το όνομά σας, αν επιτρέπετε;
- Ρένος.
- Το επίθετό σας, εννοούσα.
- Καλμέτης.
- Ρένος Καλμέτης, λοιπόν… Φοιτητής;
- Όχι.
- Υπάλληλος;
- Όχι.
- Γιος του βιομηχάνου Καλμέτη, μήπως; Ρώτησα με κάποια ταραχή.
Κούνησε το κεφάλι του με κατάφαση, αλλά κι εγώ έπνιξα την ταραχή μου και του είπα χαριτωμένα.
- Ώστε λοιπόν, γιος πλούσιου πατέρα.
- Ναι, παραδέχτηκε κάπως σαστισμένα.
Μου ‘κανε καλό που σάστισε. Τον έπαιζα δηλαδή όπως η γάτα το ποντίκι κι ας ήταν ο γιος του βιομηχάνου Καλμέτη.
- Ας είναι, είπα με συγκατάβαση. Δεν έχετε ψηθεί στη ζωή, έτσι εξηγούνται όλα. Στην ηλικία που βρίσκεστε… πόσων χρόνων είπατε πως είστε;
- Τώρα είμαι είκοσι πέντε.
Χμ! Άσχημο λιγάκι αυτό. Η Λιλή ήταν 20, αυτός 25 κι εγώ 30. Ίσως μάλιστα και 31, αν λαβαίναμε υπόψη και κάτι μήνες που δεν ήθελα ούτε να τους ξέρω. Τέλος πάντων, άσχημο, αλλά όχι και φοβερό.
- Είκοσι πέντε, είπατε! Μα εσείς παιδί μου είστε ακόμα παιδί!
- Όχι, διαμαρτυρήθηκε. Έχω τελειώσει και το στρατιωτικό.
Εδώ άρχισα την κατά μέτωπο επίθεση. Τον κοίταξα αυστηρά και είπα.
- Ώστε νομίζετε λοιπόν εσείς ότι αρκεί το στρατιωτικό για να κατανοήσει κανείς τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου σ’ όλο της το βάθος και να μην πέφτει σε συγχύσεις; Ή μήπως δεν είναι σύγχισις το επάνω να το λέτε κάτω και το κάτω επάνω; Διότι αυτό συνάγεται. Όταν εγώ φιλοσοφούσα επί του ματς και διαπίστωνα αναντίρρητες από αιώνες φιλοσοφικές αρχές, δεν ήθελα να πω βέβαια ότι παγκόσμια προβλήματα, όπως η ειρήνη, που η λύση της βρίσκεται στα άδυτα ισχυρών εγκεφάλων, δεν ήθελα να πω λοιπόν αγαπητέ μου νεαρέ των είκοσι πέντε χρόνων πως θα τα λύσουν οι κλοτσιές των λαών, όπως τόσο ελαφρά αντιληφθήκατε. Τούτο μόνο σας λέγω: Δεν κατέβασα εγώ το κεφάλι στα πόδια. Τουναντίον μάλιστα! Τιμώντας το ποδόσφαιρο με φιλοσοφική παρατήρηση, ανέβασα το επίπεδό του από τα πόδια στο κεφάλι. Με καταλάβατε τώρα;
Κουνήθηκε ταραγμένος κι αναγκάστηκε να ομολογήσει πως ούτε και τώρα κατάλαβε τίποτα. Τότε πια του έριξα τη χαριστική βολή. Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, επικαλούμενος τον Ύψιστο, και είπα σαν να εξαντλούσα το έσχατο όριο ανοχής.
- Εν τοιαύτη περιπτώσει, με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαι υπεύθυνος εγώ που δεν καταλαβαίνετε.
Τον είδα να κοκκινίζει σαν αστακός και τον παράτησα στην τύχη του και την ντροπή του. Σε λίγο άκουσα τη Λιλή να του λέει με θυμό.
- Όταν δεν είσαι βέβαιος για κάτι, να μη μιλάς!
Όλοι ένα γύρω κοιτούσανε τώρα τον ξανθό με ίδια περίπου συναισθήματα. Μερικοί κουνούσανε με λύπη το κεφάλι τους για λογαριασμό του. Και ήταν όλοι αυτοί, εκείνοι που λίγο πιο πριν, με την εκλαΐκεψη του θέματος που έκανα, είχαν αναγκαστεί να καταλάβουν θέλοντας και μη. Ασφαλώς τώρα θα κατάλαβαν ότι τότε δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Δεν το είπανε φυσικά, γιατί βέβαια δεν είχανε καμία όρεξη να πάθουν τις ντροπές του ξανθού. Ο Έλληνας έχει φιλότιμο, προπαντός όταν δεν υπάρχει λόγος. Όλοι τους με κοίταζαν με διαφορετικό μάτι τώρα. Είχανε μπροστά τους ένα σοφό άνθρωπο που δεν τον καταλάβαινε κανένας, μια γενική αυθεντία, με λίγα λόγια.
Ο Χρίστος όμως με κοίταξε λοξά κι αυτό μου ‘δινε στα νεύρα. Αποφάσισα να του επιτεθώ κι αυτουνού.
- Μήπως εσύ έχεις καμιά αντίρρηση σ’ αυτά που λέω; Τον ρώτησα ορθά κοφτά.
- Καμιά! Αποκρίθηκε αμέσως. Κάτι άλλο είναι που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή.
- Να το ακούσουμε.
Δυνάμωσε τότε τη φωνή του για ν’ακουστεί καλά και είπε.
- Πότε τέλος πάντων θα γράψεις το νέο σου έργο; Ήτανε μου φαίνεται να του δώσεις αθλητικό περιεχόμενο. Έτσι;
Εδώ τέντωσαν όλοι τ’αυτιά τους.
- Ακριβώς! Αποκρίθηκα. Αλλά επειδή σέβομαι τη σοβαρότητα του θέματος, αποφάσισα να μη βιαστώ.
Σε λίγο ανοιγόταν εκεί μπροστά μια ευρεία συζήτηση για μένα. Ο Χρίστος εξηγούσε με παλμό. Εγώ δε λάβαινα μέρος, έριχνα το βλέμμα μου μακριά, όπως ακριβώς το ζητούσε η σεμνότητα της στιγμής. Ένιωθα βλέμματα θαυμασμού να μου χαϊδεύουν τα μάγουλα κι αυτό μου άρεσε, μου άρεσε πολύ. Δόξα λοιπόν κι ας έρχεται απ’ όπου να ‘ναι; Να τι δεν είχα καταλάβει μέχρι τότε. Πού ρεμπέλευε τόσα χρόνια η αντίληψή μου;
Έβγαλα μολύβι και χαρτί. Δεν είχα τίποτε να σημειώσω, αλλά η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί το ζητούσε με δίψα. «Ένας όμιλος θαυμαστών συζητεί για το συγγραφέα. Αυτός όμως, δοσμένος στις σκέψεις του και στις σημειώσεις του, μένει απαθής». Κάποια στιγμή έξυσα με το μολύβι τους κροτάφους μου. Ήτανε κι αυτό κάτι που το ζητούσε η ατμόσφαιρα. Και με την ευκαιρία έριξα μια ματιά στη Λιλή, μια υπολογισμένη τυχαία ματιά, απόλυτα φυσική. Είχε το γλυκό της βλέμμα ακουμπισμένο στο μέτωπό μου το πλατύ. Κάποτε συγκεντρώθηκε, είδε πως την κοιτάζω και γύρισε το κεφάλι της με ταραχή. Ένα ερύθημα ανέβηκε στα μάγουλά της. Ρίγησα. Το είχα ξαναδεί αυτό, το θυμήθηκα, ήταν τότε που… Αχ! Μ’ άρπαξε κάτι σαν ερωτική δίνη, άρχισα να χάνω κάθε έλεγχο. Το μολύβι μου ‘φυγε από τα χέρια και προς στιγμήν κινδύνεψα να ξαναβρώ όλη μου την αγνότητα. Να της ομολογήσω δηλαδή την προδοσία μου, να ξεσκεπάσω δημόσια τα σχέδιά μου, ορίστε τι κόντευα να πάθω! Μ’ έσωσε όμως η σφυρίχτρα του διαιτητή. Ο θαυμάσιος εκείνος άνθρωπος σήμαινε την έναρξη για το δεύτερο ημιχρόνιο.
Όταν το ματς τελείωσε, δεν ξέρω με ποιο σκορ, ήμουνα και πάλι κύριος του εαυτού μου. Σκεφτόμουνα ότι παρά λίγο να τα γκρεμίσω όλα και μ’ έπιανε φρίκη. Στην έξοδο φρόντισα να βρίσκομαι μακριά από το γλυκό μου τύραννο. Αν ο μη γένοιτο αγγίζανε πάλι οι ώμοι μας, Κύριος οίδε τι μπορούσε να συμβεί. Όχι μποσικάδες λοιπόν, εδώ παιζόταν η ευτυχία μου.
Κυριακές έρχονταν, Κυριακές έφευγαν κι ο καιρός περνούσε με ποδόσφαιρο. Στο μεταξύ ο Χρίστος είχε καταντήσει αφόρητος. Με πίεζε συνεχώς ν’αρχίσω το γράψιμο, δεν άφηνε στιγμή που να μη μου τριβελίσει το μυαλό. Όμως εγώ που ένιωθα την ευθύνη της πένας μου, έδειξα σύνεση και προσοχή. Δεν πήγαινε το χέρι μου να γράψω διήγημα υπέρ του Πανατικού, όπως μου ζητούσε, γιατί από μικρό παιδί είχα κλίση στην ανάταση και μολονότι ποτέ δε συμφώνησα κατά βάθος με το Χριστιανισμό, μολαταύτα στεκόμουνα πολλές φορές σκεφτικός στα παρακάτω λόγια του: «ουκ έστιν Έλλην ή βάρβαρος». Κατά συνέπεια ου έστιν Πανατικός ή Πανπειραϊκός, εκείνο που έστι είναι το ποδόσφαιρο Πάνω από φατρίες δηλαδή, από ύψος ολύμπιο και με βλέμμα αντικειμενικό.
- Προσπάθησε να με καταλάβεις, του εξηγούσα. Εκείνο που προσπαθώ να συλλάβω και να δώσω στην αθλητική ανθρωπότητα είναι κάτι το αιώνιο κι όχι το εφήμερο, κάτι το βαθύ κι όχι το μη βαθύ. Θέλω να δημιουργήσω τον ιδανικό παίκτη, άσχετα αν αυτός είναι σέντερφορ ή μπακ, του Πανπειραϊκού ή του Πανατικού. Θα έλεγα μάλιστα και τούτο: Άσχετα ακόμα κι αν είναι Έλληνας ή Τούρκος. Δεν το λέω όμως, γιατί καταλαβαίνω κι εγώ πως αυτό πάει πολύ. Θα ήταν ένα είδος πρόκλησης στα εθνικόφρονα αισθήματα της φυλής μας της ελληνικής. Κατά συνέπεια, ο ιδανικός μου παίκτης πρέπει να είναι Έλληνας. Ποιος θα είναι όμως αυτός;
- Εγώ ξέρω;
- Ούτε κι εγώ ξέρω. Λοιπόν, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε. Πάντως μην ανησυχείς, θα τον συνθέσω οπωσδήποτε.
Έτσι περνούσε ο καιρός ώσπου ήρθανε τα μέσα Αυγούστου. Ποιος δε θυμάται τον ιστορικό εκείνο Αύγουστο, που το ελληνικό ποδόσφαιρο πέρασε τις πιο κρίσιμες μέρες της ιστορίας του; Όλοι σήμερα ξέρουν το «Γήπεδον Αυγούστου», εκεί που γίνονται οι σοβαρότερες συναντήσεις, οι νεότεροι όμως αγνοούν πολλά. Ελάχιστοι απ’ αυτούς γνωρίζουν τα παρασκηνιακά αυτής της ιστορίας και για ποιο λόγο ο Αύγουστος εκείνος πέρασε στην ιστορία με το «Γήπεδον Αυγούστου». Γι’αυτούς λοιπόν και για χάρη της ιστορίας θα σημειώσω περιληπτικά τα δραματικά εκείνα γεγονότα.
Ήταν αρχές Αυγούστου και όλα βάδιζαν ομαλά. Ακόμα κι η ζέστη ήταν υποφερτή, ενώ είναι γνωστό τι λιοπύρι δέρνει την Αθήνα τέτοια εποχή. Οι φίλαθλοι δέχονταν με ευγνωμοσύνη το δώρο τούτο του Θεού, παρακολουθώντας με άνεση τα ματς της χρονιάς. Τα πειραχτήρια μάλιστα έλεγαν:
- Για να μας κάνει ο Θεός τέτοιον καιρό, πρέπει να ‘ναι το λιγότερο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής.
Ευτυχισμένα λοιπόν περνούσαν οι μέρες και κανένας δεν υποπτευόταν τίποτα, ώσπου στις 13 του μηνός έσκασε η μπόμπα. Ο Αθλητικός Τύπος, η πιο ακραιφνής αθλητική εφημερίδα που δε γνώρισε ποτέ συμβιβασμούς, χτυπούσε το κουδούνι του κινδύνου σε πεντάστηλο κύριο άρθρο, με το δυνατό τίτλο: «Οι Ιταλοί μας παίρνουν το Δημητρίου». Κι από κάτω με πεζοκεφαλαία η ειρωνική παρατήρηση περί του τι όνειρα έβλεπε αυτές τις μέρες ο κ. Γενικός Έφορος Ποδοσφαίρου. Ακολουθούσε με αδιάσειστα στοιχεία η εξιστόρηση των γεγονότων και τέλος ο συντάκτης, με το γνωστό σαρκαστικό του ύφος, ρωτούσε να μάθει τι πληροφορίες είχαν επί του ζητήματος η Αθλητική Κυριακή, ο Ποδοσφαιρικός Κόσμος και λοιπές αθλητικές δήθεν εφημερίδες που κρατούσαν ως απαράβατη αρχή να κοιμούνται όρθιες. Μετά άρπαξε το Γενικό Έφορο και τον έκανε κουρέλι. Τον ρώτησε μάλιστα με σκληρότητα, μήπως οι γιατροί του σύστησαν να ζήσει του λοιπού στην Ιταλία. Η τσουχτερή αυτή παρατήρηση είχε τη θέση της, γιατί ο Γενικός Έφορος έπασχε από τα νεφρά του και όλοι το ήξεραν αυτό. Τέλος, ήρθε και στο Δημητρίου. Με θαυμαστή αντικειμενικότητα του αναγνώρισε όλο το καταπληκτικό του ταλέντο. Αναφέρθηκε στα ωραιότερα γκολ που δώρισε στην Ελλάδα ως μέσα δεξιά της Εθνικής Ελλάδος και τελείωσε με την εξής αποστροφή: «Η Ελλάδα δε θα σε ξεχάσει ποτέ Δημητρίου. Ποτέ δε θα ξεχάσει το μάγο του γηπέδου, τη φοβερή βολίδα που στην ορμή της οι τερματοφύλακες έτρεμαν και τα εχθρικά γκολπόστ παραδίνονταν σαν αιφνιδιασμένα φρούρια. Δε θα σε ξεχάσει ποτέ, ναι! Αλλά δε θα ξεχάσει και την προδοσία σου ποτέ!»
Οι φίλαθλοι αναστατώθηκαν. Το χτύπημα ήταν φοβερό. Ο Δημητρίου, ο μεγαλύτερος μέσα δεξιά που έβγαλε η Ελλάδα, η βολίδα του Πανατικού, σε ιταλική ομάδα; Οι μετριοπαθείς δεν ήθελαν να το πιστέψουν.
- Αφήστε να δούμε, έλεγαν.
Οι φανατικοί όμως ξεσηκώθηκαν στα γερά. Ζητούσαν επί πίνακι την κεφαλή των υπευθύνων, αλλά πού να βρεθούνε υπεύθυνοι μέσα σε κείνο το χάος; Οι Πανπειραϊκοί βεβαίωναν με όρκο πως στο πρόσωπο του Δημητρίου αναγνώριζαν το χαρακτήρα όλων των Πανατικών.
- Τέτοιοι είναι όλοι τους! Έλεγαν.
Αγεφύρωτο χάσμα μίσους ανοίχτηκε ανάμεσα στις δυο ιστορικές παρατάξεις. «Προδότες!» φώναζαν οι Πανπειραϊκοί, «Εθνοκάπηλοι», απαντούσαν οι Πανατικοί. Τότε ακριβώς κινήθηκε ο Γενικός Έφορος. Αψηφώντας τις συμβουλές των οικείων του για τον κίνδυνο που παρουσίαζαν τα νεφρά του, ρίχτηκε σε μια δραστηριότητα που κι ο Αθλητικός Τύπος ακόμη αναγκάστηκε να την αναγνωρίσει. Διότι σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους ο Γενικός Έφορος, ο ακούραστος αυτός σκαπανέας του αθλητισμού, είπε με τη σεμνή του ευφυΐα πως αν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, δεν το κάνει για να διαλύσει την εντύπωση ότι του σύστησαν τάχα οι γιατροί να ζήσει του λοιπού στην Ιταλία. Αλλά διότι αυτές είναι οι αρχές του επί σαράντα χρόνια τώρα.
Ήταν ένας μπάτσος αυτό για τον Αθλητικό Τύπο, στην περίπτωση όμως αυτή ο Αθλητικός Τύπος στάθηκε στο ύψος των δημοσιογραφικών παραδόσεων και όχι μόνο δημοσίεψε τις δηλώσεις του Γενικού Εφόρου, αλλά παραδέχτηκε τελικά και το άδικο της κριτικής που είχε κάνει. «Παρεξηγήσαμε τον άνδρα αυτόν», δήλωνε ρητά και αναγνώριζε τη συμβολή του στο πρόβλημα που συγκλόνιζε την Ελλάδα, το πρόβλημα Δημητρίου που η λύση του δεν έλεγε ακόμη να φανεί στον ορίζοντα.
Πώς ξεκίνησαν όμως όλ’ αυτά; Πώς ένας θαυμάσιος παίκτης με λαμπρό ήθος σαν το Δημητρίου βάδισε στην προδοσία; Η ιστορία αρχίζει με το ματς Μεικτή Αθηνών – Μεικτή Ρώμης. Ενώ οι 50000 θεατές παρακολουθούν ανύποπτοι των αγώνα, ένας σατανικός άνθρωπος καρφώνει με ύπουλη απληστία τα μάτια του στο υπέροχο παιχνίδι του Δημητρίου. Τζοβάνι Παβάνι, το όνομά του. Είναι ο προπονητής της ιταλικής ομάδας Ακουαρέλα και συνοδεύει τη Μεικτή Ρώμης σαν ιδιώτης. Κατάπληκτος από την αποκάλυψη ενός τέτοιου ταλέντου, καταστρώνει αμέσως τα σχέδιά του. Η θέση της ορμητικής αυτής βολίδας που λέγεται Δημητρίου, πρέπει κατά τον ασυνείδητο Παβάνι να είναι στην Ακουαρέλα. Από δω και πέρα αρχίζουν γύρω από τον ανύποπτο παίκτη οι σατανικότεροι ελιγμοί, με τη γνωστή ιταλική πανουργία. Η Μεικτή Ρώμης έφυγε σε δύο μέρες. Ο Παβάνι έμεινε.
Δέκα μέρες αργότερα ο Δημητρίου παρουσιάζει τα πρώτα σημεία της αλλαγής. Βαδίζει σκεφτικός, αποφεύγει τις πολλές κουβέντες και συχνά τον βλέπουν σ’ ερημικούς περιπάτους μαζί με τον Παβάνι, που μιλάει θαυμάσια τα ελληνικά. Είχε γεννηθεί και ανατραφεί στην Πάτρα ως τα δεκαπέντε του χρόνια ο καταραμένος αυτός Ιταλός. Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν πλησίαζε ο καιρός που οι παίκτες έπρεπε να δηλώσουν αν θα παραμείνουν και την επόμενη τριετία στην ομάδα τους. Φυσικά, κανένας δε σκέφτηκε να ρωτήσει για το Δημητρίου, ήξεραν τη φανατική του προσήλωση στον Πανατικό. Άλλωστε στη γενική αθλητική συνείδηση χτυπούσαν άσχημα οι αλλαγές αυτές και μολονότι οι αθλητικοί κανονισμοί το επιτρέπανε, πολύ λίγοι ήταν αυτοί οι «αλλαξίες», όπως τους έλεγαν ειρωνικά. Για το Δημητρίου λοιπόν δεν έμπαινε ζήτημα. Φαντασθείτε όμως την έκπληξη των συναδέλφων του, όταν σε μια σχετική συζήτηση είδαν το Δημητρίου να παίρνει όπως πάντα ορμητικά το λόγο και να χαρακτηρίζει τους αλλαξίες προδότες. Στεκότανε αμίλητος και σκεπτικός. Δυστυχώς η έκπληξή τους δεν προχώρησε, έμεινε μια συνηθισμένη έκπληξη που την έσβησε η στροφή της συζητήσεως προς άλλα θέματα. Ευτυχώς όμως για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ήταν εκεί παρών και ο Νίκος Τουβλάς, το καλύτερο λαγωνικό του Αθλητικού Τύπου. Δεν είπε τίποτα. Αλλά και δεν ξεκόλλησε ούτε στιγμή τα μάτια του από την όψη του Δημητρίου. Σε λίγο χαιρετούσε ήσυχα τους παίκτες κι έφευγε.
Από την άλλη μέρα όμως ρίχτηκε σε μια παρακολούθηση που έμεινε ιστορική. «Τρελό κυνηγητό», ονομάστηκε αργότερα η παρακολούθηση αυτή. Καμιά κίνηση του Δημητρίου δεν ξέφυγε από το μάτι του Τουβλά, που τα παράτησε όλα σύξυλα για να δοθεί στην υπόθεση αυτή. Παραμέλησε τη δουλειά του με μια κυνικότητα που προκάλεσε οδυνηρή κατάπληξη στα γραφεία του Αθλητικού Τύπου. Δεχόταν ασυγκίνητος τις παρατηρήσεις του αρχισυντάκτη, ώσπου τέλος τα πράματα ήρθανε στο σημείο να τον καλέσει ο ίδιος ο διευθυντής και να του μιλήσει αυστηρά. Τον διέταξε να εξηγήσει τι συμβαίνει. Ο Τουβλάς όμως αποκρίθηκε ατάραχος.
- Θα το μάθετε σε λίγο. Τώρα δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω.
- Ξέρεις όμως ότι μ’αυτόν τον τρόπο διακινδυνεύεις τη θέση σου;
- Υπάρχουν ιδανικά ανώτερα από την θέση! ήταν η απάντηση του Τουβλά.
Ο διευθυντής έμεινε σκεφτικός. Είχε μπροστά του το καλύτερο λαγωνικό, το ήξερε. Τι να υποθέσει όμως; Κάλεσε τον αρχισυντάκτη και οι δυο μαζί τώρα προσπάθησαν να του πάρουν λόγια. Χαμένος κόπος. Οι σταράτες απαντήσεις του Τουβλά γκρέμιζαν όλα τους τα τεχνάσματα. Τότε πια ο διευθυντής αναστέναξε κι είπε.
- Βασίζομαι στις προηγούμενες επιτυχίες σου και σου δίνω ένα μήνα προθεσμία. Αν και ύστερα από το μήνα εξακολουθήσεις τα ίδια, θεώρησε τον εαυτό σου απολυμένο. Αρκετά!
Ο Τουβλάς χαιρέτησε σοβαρά και βγήκε. Ένας μήνας ήταν παραπάνω απ’ ό,τι του χρειαζόταν. Σε δέκα μέρες το πολύ λογάριαζε να έχει συγκεντρωμένα τα στοιχεία για να ετοιμάσει και σφεντονίσει την μπόμπα του. Έτσι κι έγινε.
Πρώτη φορά στην ιστορία της αθλητικής δημοσιογραφίας παρουσιάστηκε τόσο ολοκληρωμένη αποκάλυψη, τέτοιο τέλειο ξεσκέπασμα σκανδάλου. Περιγράφτηκαν όλα μ’ έναν αμείλικτα λεπτομερή τρόπο, ακόμα και οι συζητήσεις μεταξύ Παβάνι – Δημητρίου, που έγιναν σε ερημικά καφενεδάκια της Ακρόπολης. Αυτό πια καταντούσε ανεξήγητο. Πώς μπόρεσε ο Τουβλάς να τους πλησιάσει κατά τη συζήτηση, χωρίς να τον πάρουν είδηση; Το σκοτεινό αυτό σημείο θα διαφωτίσω εγώ, επειδή ο Τουβλάς για ορισμένους λόγους απόφυγε να το κάνει. Ήταν λοιπόν αυτό έργο των εθελοντών, έτσι στις φιλικές μας συζητήσεις ονόμασε ο ίδιος μια στρατιά από ανώνυμους συνεργάτες του. Γκαρσόνια, σοφέρ, μικροί γαβριάδες, ταξιθέτριες και πλήθος άλλοι φίλαθλοι από διάφορες κοινωνικές τάξεις, στάθηκαν σύμμαχοί του στο τρελό εκείνο κυνηγητό. Οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν με πραγματική αφιλοκερδία σαν πραγματικοί ιδεολόγοι. Ο σοφέρ Μπισμπίκος μάλιστα, παραχώρησε το αμάξι του μη θέλοντας να πληρωθεί ούτε για τη βενζίνη. Όλοι τους ήξεραν το Δημητρίου, μόλις τον έβλεπαν λοιπόν κάπου, αμέσως τηλεφωνούσαν στον Τουβλά που είχε την υπομονή να περιμένει πολλές φορές και τρεις ώρες μπροστά στο τηλέφωνο. Ο Τουβλάς κατέφθανε ολοταχώς. Διάλεγε μιαν απόμερη γωνιά κι έπαιρνε στα έμπειρα χέρια του την ηγεσία της παρακολούθησης. Τον έναν έστελνε δεξιά του Δημητρίου, τον άλλον αριστερά του Παβάνι και ούτω καθεξής, ώσπου σε λίγο σχηματιζόταν γύρω από το ζευγάρι ένας κύκλος πρακτόρων με διάταξη τέτοια, που αν η μια πλευρά δεν ήταν δυνατόν ν’ ακούσει κάτι, να το άκουγε οπωσδήποτε η άλλη. Και κάθε νύχτα σκυμμένος πάνω στις πρόσφατες πληροφορίες του προσπαθούσε σαν έμπειρος στρατηγός επιτελείου να συλλάβει την πορεία της πλεκτάνης. Όλα έδειχναν πως ο Ιταλός βάδιζε με σχέδιο γερό. Είχε αρχίσει με συναρπαστικές περιγραφές του ιταλικού ποδοσφαίρου, προχωρούσε στην περιγραφή της ιδιωτικής ζωής των παικτών κι όλ’ αυτά με τέτοιο σατανικό τρόπο, ώστε να βγαίνει σαν αβίαστο συμπέρασμα η καταπληχτική υπεροχή της Ιταλίας απέναντι στην Ελλάδα. Τα λόγια του Δημητρίου στο πρώτο αυτό στάδιο της ιταλικής ραδιουργίας έδειχναν πως ο αθώος παίκτης κλονιζόταν. Μετρίαζε τους δισταγμούς του και άρχιζε πια τώρα να ρωτάει, ήθελε να μάθει κι άλλα. «Μπαίναμε δηλαδή αισίως στο δεύτερο στάδιο», όπως έλεγε ο Τουβλάς με πικρή ειρωνεία. Εδώ η τύχη, αυτή η «χωρίς πατρίδα τυχοδιώκτρια» κατά τον Τουβλά, ήρθε σύμμαχος του Ιταλού. Ο Δημητρίου σε μια στιγμή ενθουσιασμού φανέρωσε το μεγάλο κρυφό πόθο της ζωής του: Ήθελε να γίνει πυροσβέστης. Το όνειρο αυτό ήταν απραγματοποίητο, γιατί δεν συγκέντρωνε τα απαιτούμενα από το νόμο γραμματικά προσόντα. Χρειαζόταν απολυτήριο δημοτικού, ενώ το απλό αυτό παιδί του λαού είχε βγάλει μόνο τη δευτέρα. Ήξερε βέβαια ανάγνωση και γραφή καλύτερα κι από τελειόφοιτο, αλλά ο νόμος ήτανε νόμος και στεκότανε με πείσμα την άποψή του. Από το σημείο αυτό αρπάχτηκε γερά ο Παβάνι. Τον άκουσε πρώτα με προσοχή κι άρχισε ύστερα να κοροϊδεύει την ελληνική νομοθεσία που ζητούσε απολυτήριο.
- Ώστε λοιπόν οι πυροσβέστες στην Ελλάδα σβήνουν τις πυρκαγιές κάνοντας αέρα με το απολυτήριο; Είπε χλευάζοντας ο πανούργος.
Ο Δημητρίου γέλασε με την ψυχή του. Γέλια αβίαστα, ευτυχισμένα. Είχανε γίνει φίλοι. Με βάση το θέμα τούτο ανοίχτηκαν τις κατοπινές μέρες μακρότατες συζητήσεις που όλο και πιο κοντά τους έφερναν, όλο και πιο κοντά. Ο Ιταλός άφηνε να νομιστεί πως τέτοιο πράγμα δε θα γινότανε ποτέ στην Ιταλία. Και στην ψυχή του Δημητρίου άρχισαν να φυτρώνουν καινούριες ελπίδες τώρα, ελπίδες για μια ειδυλλιακή καριέρα πυροσβέστη στην Ιταλία, παράλληλα με μια δυνατή ποδοσφαιρική δόξα.
Με αυξανόμενη ανησυχία παρακολουθούσε ο Τουβλάς όλ’ αυτά, ώσπου ένα βράδυ η Μαρία η ταξιθέτρια του τηλεφωνεί πως αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο σινεμά και παρακολουθούν ιταλικό έργο. Έτρεξε αμέσως. «Όταν τους είδα έτσι μαζί, η ψυχή μου πόνεσε», μας έλεγε αργότερα. Κάθισε ακριβώς πίσω τους. Όπου σε μια στιγμή ακούει το Δημητρίου ν’ αναστενάζει και να λέει.
- Όλα είναι σπουδαία στην Ιταλία. Μπέλα Ιτάλια!
Δεν μπόρεσε να μείνει άλλο εκεί πέρα ο Τουβλάς, του ήρθε σαν χτύπημα. Πετάχτηκε στο μπαρ κι άναψε τσιγάρο. Έδωσε εντολή στη Μαρία να τους παρακολουθεί κι έφυγε για να κλειστεί στο σπίτι του, όπου και ξενύχτησε μελετώντας το ζήτημα.
Την άλλη μέρα ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Πιο δυνατό αυτό. Κατά τις δέκα το πρωί παρουσιάστηκε ανήσυχη μπροστά του η ιερόδουλος Κική και του ορκίστηκε πως ο Παβάνι με το Δημητρίου πέρασαν τη χθεσινή νύχτα στο σπίτι που δούλευε.
- Ο Παβάνι πήρε τη Ρόζα τη χοντρή κι ο Δημητρίου εμένα, δήλωσε η Κική.
Ο Τουβλάς έμεινε άναυδος. Η φιλία τους λοιπόν είχε προχωρήσει τόσο, ώστε να πηγαίνουν μαζί και σε γυναίκες; Αν ήτανε μάλιστα η πρώτη επαφή του Δημητρίου με γυναίκα, όπως υποπτευόταν ο Τουβλάς, τότε το ζήτημα αποκτούσε περισσότερη σοβαρότητα. Είχε διαβάσει πολλά ο Τουβλάς και ήξερε τι σημασία έχει για τον έφηβο το πρώτο βάπτισμα στην ερωτική ηδονή. Όλα όσα συνδέονται μ’ αυτή μένουν βαθιά τυπωμένα στη μνήμη, για όλη τη ζωή πολλές φορές. Κι ο Παβάνι ήταν ο άμεσος συνδετικός κρίκος!
Ταράχτηκε, αλλά δεν τα ‘χασε ο Τουβλάς. Έβαλε την Κική να καθίσει και άρχισε να τη ρωτά. Αδύνατο όμως να εξακριβωθεί αν ήταν η πρώτη φορά. Κατά την Κική, μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά, αλλά δεν μπορούσε να το βεβαιώσει, γιατί ο Δημητρίου ήταν λιγάκι πιωμένος κι έτσι μερικές αδεξιότητες οφείλονταν ίσως στο μεθύσι του.
- Κατάφερε να τελειώσει; Τη ρώτησε ανυπόμονα.
- Και πολύ καλά μάλιστα.
Αυτό ανακούφισε κάπως τον Τουβλά. Ίσως να μην ήτανε η πρώτη φορά, αφού τα κατάφερε καλά. Σιάχτηκε στην καρέκλα του και ζήτησε από την Κική να του τα πει όλα από την αρχή. Η Κική άρχισε πρόθυμα. Όπου περί το τέλος της ιστορίας ο Τουβλάς τινάχτηκε από τη θέση του και ρώτησε:
- Πώς το είπες αυτό;
Η Κική το ξανάπε και ήτανε τούτο:Τη γνωστή σε όλους μας στιγμή ο Δημητρίου την έσφιξε δυνατά και φώναξε με πάθος «κάρα μία!». Ο Τουβλάς χτύπησε το μέτωπό του. Ακόμα και στον έρωτα λοιπόν ο Δημητρίου φερόταν ιταλικά; Του ‘χε καταγεμίσει την ύπαρξη με Ιταλία ο εκμαυλιστής Παβάνι.
- Πάμε! Είπε απότομα κι έσυρε μαζί του την Κική. Πρέπει να βρούμε τη Ρόζα, κάτι θα έχει να μας πει κι αυτή.
Πήρανε ταξί κι έτρεξαν στο σπίτι, όπου βρήκανε τη Ρόζα να πίνει τον καφέ της. Ο Τουβλάς της έθεσε μερικές έξυπνες ερωτήσεις, αλλά κι η Ρόζα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν’ ανοίξει το στόμα της.
- Δεν θα μιλήσω χωρίς να μου το πει ο δικηγόρος μου! Δήλωνε ορθά κοφτά. Την έχω πάθει πολλές φορές, δεν την ξαναπαθαίνω λοιπόν και τώρα.
Μάταια της εξήγησε πως εδώ είναι περίπτωση διαφορετική, πως δεν έχει καμιά σχέση η αστυνομία και φυσικά δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Η Ρόζα δεν έπαιρνε από λόγια.
- Να μου το πει ο δικηγόρος μου! Δήλωνε και σταματούσε εκεί.
Τότε ο Τουβλάς σκέφτηκε κάτι άλλο. Κάλεσε στο σαλόνι όλες τις γυναίκες και μ’ ένα δυνατό παλμό εξήγησε περί τίνος πρόκειται. Όλες παρακολουθούσαν ματς, όλες ήτανε λοιπόν σε θέση να καταλάβουν τι μαύρες μέρες περίμεναν το ελληνικό ποδόσφαιρο αν οι Ιταλοί μας έπαιρναν το Δημητρίου. Μίλησε στη συναρπαστική εκείνη δημοσιογραφική γλώσσα που μεταχειρίζονται οι εφημερίδες όταν περιγράφουν εγκλήματα και φέρνουν τον Έλληνα αναγνώστη στο σημείο να του σηκώνονται οι τρίχες. Οι γυναίκες φανατίστηκαν. Και πιο πολύ απ’ όλες η μαμά. Σίμωσε τη Ρόζα και της είπε ορθά κοφτά πως αν δε μιλήσει και τώρα, αυτή η ίδια θα την αρπάξει από τα μαλλιά και θα τη ρημάξει στο ξύλο. Το πείσμα της Ρόζας γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος.
- Θα μιλήσω, είπε και χαμήλωσε το κεφάλι.
Ο Τουβλάς σκούπισε το μέτωπό του και της έθεσε ερωτήσεις. Αλλά οι απαντήσεις της Ρόζας κανένα φως δεν έριξαν στην υπόθεση. Ο Παβάνι είχε περιοριστεί αμίλητος στα συνηθισμένα.
- Εντελώς αμίλητος;
- Όχι και εντελώς, αποκρίθηκε με κάποια στενοχώρια η Ρόζα, δείγμα φανερό πως κάτι έκρυβε.
- Κάτι μου κρύβεις! επιμένει ο Τουβλάς.
- Δεν μπορώ να το πω! προσπαθεί να ξεφύγει η Ρόζα.
- Πες το! της φωνάζει απειλητικά η μαμά.
- Πες το! της φωνάζουν και οι άλλες κοπέλες το ίδιο απειλητικά.
Η Ρόζα τα χάνει.
- Να, λέει, μου γύρευε πράγματα δύσκολα.
- Δηλαδή; ρωτάει ο Τουβλάς.
- Δηλαδή… να… γύρευε να μου κάνει παρά φύση ασέλγεια, ομολόγησε και κοκκίνησε από ντροπή.
Η μαμά αναστατώθηκε.
- Και σύ το δέχτηκες μωρή; ρώτησε με φρίκη.
Η Ρόζα κατέβασε το κεφάλι με συντριβή κι έβαλε τα κλάματα. Το είχε λοιπόν δεχτεί. Όλοι ξέρουμε τι ολίσθημα είναι αυτό για μια Ελληνίδα ιερόδουλο που σέβεται τον εαυτό της. Χάνει για πάντα την τιμή της και θερίζει την περιφρόνηση, ακόμα και της θυρωρού του οίκου. Αφήνουμε τώρα τη Ρόζα με τη ντροπή της κι ερχόμαστε στον Τουβλά.
Μια φοβερή υποψία άρχισε να κυκλοφορεί στο καταπονημένο μυαλό του. Αν ο Παβάνι ήταν και τέτοιος… Δεν τόλμησε να προχωρήσει τη φοβερή του σκέψη. Ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής της περιωπής Δημητρίου να συναναστρέφεται έναν… Τι τέλος θα είχαν όλ’ αυτά; Δεν έχασε καιρό. Κατάλαβε πως δεν του μένει πια καιρός. Την ίδια εκείνη μέρα, 12 του μηνός και περί ώραν 2.30 μ.μ. κλείστηκε στο γραφείο του κι ετοίμασε την ιστορική δημοσιογραφική του μπόμπα, σε πεντάστηλο κύριο άρθρο. Την άλλη μέρα, 13 του μηνός, την πετούσε θαρραλέα στο πανελλήνιο με τον τίτλο: «Οι Ιταλοί μας παίρνουν το Δημητρίου».
Η μπόμπα του Τουβλά άνοιξε βέβαια τα μάτια των φιλάθλων, αλλά καμιά αλλαγή δεν έφερε στη στάση του Δημητρίου. Έφθασε η 20η Αυγούστου και η αβεβαιότητα εξακολουθούσε. Τι θα γινόταν με το Δημητρίου; Κανένας δεν το ήξερε. Λιγομίλητος με τους άλλοτε φίλους του και πάντα μαζί με τον Παβάνι, τροφοδοτούσε την εντύπωση πως η Ελλάδα τον έχανε, όλο και πιο πολύ τον έχανε η δύστυχη Ελλάδα, που πρώτη φορά στην ποδοσφαιρική της ιστορία έβγαλε κι αυτή ένα διεθνή άσο για να της τον αρπάξει η Ιταλία, το έθνος αυτό των υβριστών, διότι όλοι μας ξέρουμε τι περίλαμπρη θέση κατέχουν οι Ιταλοί στην παλιά και σύγχρονη ιστορία της βλαστήμιας. Και αν οι Κεφαλλονίτες τους συναγωνίζονται, η εξήγηση ας αναζητηθεί στην ιταλική κατοχή που πέρασε το δυστυχισμένο νησί μας. Κάθε αμερόληπτος κριτικός πρέπει να το προσέξει αυτό και να το σημειώσει.
Τίποτα το θετικό λοιπόν σχετικά με το Δημητρίου. Κάθε μέρα που περνούσε μεγάλωνε και την αγωνία των φιλάθλων, εφόσον δεν ήτανε πια μακριά η 30η Σεπτεμβρίου, η μέρα που οι παίκτες θα δήλωναν την παραμονή ή όχι στην ομάδα τους. Κανένα φως λοιπόν στον ορίζοντα, σημάδι παρήγορο κανένα. Τα άρθρα του Τουβλά στην περίοδο αυτή έμοιαζαν με κραυγές απελπισίας. Αναφέρω χαρακτηριστικά μια παράγραφο από το περίφημο άρθρο του «Οι μελλοθάνατοι», που δεν έμεινε φίλαθλος να μην το διαβάσει και του οποίου περικοπές αναδημοσίεψαν κατά καιρούς οι λοιπές αθλητικές εφημερίδες, αναγνωρίζοντας έτσι το προβάδισμα του Τουβλά στην αθλητική δημοσιογραφία. Έγραφε ο Τουβλάς: «Σαν μολυβένιο σύννεφο που εγκυμονεί κεραυνούς και καταιγίδες, έρχεται με καλπασμό να σκεπάσει τον αθλητικό ουρανό της Ελλάδας η 30η Σεπτεμβρίου, η αποφράς αυτή ημέρα της εκτελέσεως των μελλοθάνατων πόθων μας. Ο δήμιος Παβάνι, εν ονόματι της ιταλικής αθλητικής δικαιοσύνης, θα περάσει την αγχόνη στον τίμιο λαιμό των αθλητικών ελπίδων ενός λαού που δημιούργησε τον Παρθενώνα και το έπος της Ολυμπίας. Ενός λαού που έβγαλε το Διαγόρα και τους υιούς αυτού. Ενός λαού…» Και προχωρούσε αριθμώντας τα πιο περίλαμπρα κατορθώματα των προγόνων μας, αλλά και τα πολεμικά τοιαύτα εις τους κατά των Περσών αγώνας, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι Πέρσαι ήταν ένα είδος Ιταλοί του καιρού εκείνου. Διάβασε άραγε ο Δημητρίου το άρθρο αυτό; Δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο πάντως είναι ότι εκείνες τις μέρες άρχισε μαθήματα ιταλικής με τον Παβάνι. Όταν ο Τουβλάς έμαθε κι αυτό, έχασε το χρώμα του. Μην αντέχοντας άλλο στα συνεχή τούτα χτυπήματα, μπήκε το ίδιο εκείνο βράδυ στο καπηλειό Ο Πράσινος Κόκορας. Ήπιε ώσπου μέθυσε μέχρι αναισθησίας. Την άλλη μέρα το πρωί κινήθηκα επιτέλους εγώ.
Από καιρό μάζευα πληροφορίες, συγκέντρωνα στοιχεία. Ήμουνα πια σε θέση να ξέρω πολλά περί Δημητρίου, συγκεκριμένα δε πως ο δυναμικός αυτός έφηβος τρελαινόταν για μυθιστορήματα με υποθέσεις συγκλονιστικές. Με βάση το δεδομένο τούτο άπλωσα τα πλάνα μου και στρώθηκα στη δουλειά. Ήταν 25 Αυγούστου. Ως τα τέλη Σεπτεμβρίου λοιπόν έπρεπε το έργο μου να έχει γραφεί, εκδοθεί και διαβαστεί από το Δημητρίου. Ο χρόνος βέβαια ήτανε λίγος, αλλά η ανάγκη που το ζητούσε επιτακτική και η απόφασή μου ανέκκλητη. Αν πετύχαινα εκεί που τόσοι και τόσοι απέτυχαν, τα προβλήματά μου θα λύνονταν μια για πάντα. Δόξα και χρήμα το έπαθλο, και το έπαθλο των επάθλων η Λιλή. Άνοιξα πανιά κι ανοίχτηκα στο πέλαγος της συγγραφής. Μέσα σε έξι μέρες είχα γράψει 80 σελίδες και την εβδόμη άρχιζα το χτένισμα. Στις 5 Σεπτεμβρίου έβαζα τη λέξη τέλος και καλούσα το Χρίστο σε ακρόαση. Του το διάβασα. Όταν τελείωσα, ακολούθησε μια συγκινητική σιγή, αλλά έτσι που τραβούσε πολύ η σιγή γινόταν ύποπτη και φυσικά ανησύχησα.
- Λοιπόν; Ρώτησα ανάβοντας τσιγάρο με μια πετυχημένη αδιαφορία.
Με κοίταξε προσεχτικά λίγες στιγμές και ψιθύρισε με συγκίνηση ότι τόσο υπέροχο ήτανε που δεν το περίμενε από μένα. Τότε κι εγώ παραμέρισα με κουρασμένες χειρονομίες τα χειρόγραφα από μπροστά μου και φύσηξα τον καπνό του τσιγάρου μου ψηλά. Έμεινα έτσι ελαφρά σκεφτικός. Ο Χρίστος θύμωσε.
- Μα δεν το καταλαβαίνεις και μόνος σου πως είναι υπέροχο; Μου φώναξε.
Δεν του αποκρίθηκα αμέσως. Κοίταξα μελαγχολικά το τσιγάρο κι άφησα να γλιστρήσει από τα χείλη μου η παρατήρηση, ότι ποιος μου έλεγε εμένα πως δεν ήταν υπερβολικός ο Χρίστος; Θύμωσε πιο πολύ. Απαίτησε να σβήσω αμέσως το τσιγάρο και να τον ακούσω με προσοχή. Το έκανα με κούραση και μάλιστα δεν το ‘σβησα ολότελα, το άφησα να ψιλοκαπνίζει. Τότε ήρθε και το πάτησε ο ίδιος με το δάχτυλο στο τασάκι κι όταν ησύχασε απ’ αυτό στράφηκε σε μένα. Άρχισε να μου περιγράφει με πάθος το δυνατό μου ταλέντο, αλλά εγώ του έφερνα δυσκολίες, τις οποίες όμως πηδούσε εύκολα και θριάμβευε. Με νικούσε συνεχώς επιβάλλοντας την άποψή του, τέτοια ευχάριστη ήττα δεν είχα ξαναζήσει.
- Λοιπόν; Φώναξε στο τέλος. Έχεις κανένα άλλο επιχείρημα; Πες το γρήγορα να σου το κουρελιάσω κι αυτό.
Τότε πια εγώ υπόκυψα εντελώς και αναγνώρισα το δυνατό μου ταλέντο.
- Φαίνεται πως έχεις δίκιο, είπα σεμνά.
- Και βέβαια έχω! Πρέπει να είσαι υπερήφανος, προπαντός για κείνο το μέρος, όπου αναφέρεις το καρπούζι και το πεπόνι. Είναι αριστούργημα το μέρος αυτό. Το παραδέχεσαι;
Του ομολόγησα πως δεν υπήρχε κουράγιο για δεύτερη συζήτηση. Είχα αποχτήσει πικρή πείρα από την πρώτη και λοιπόν δεν απόμενε άλλο παρά να συμφωνήσω κι εδώ.
- Σε ξέρω καλά, είπα στο τέλος. Εσύ Χρίστο είσαι από τους ανθρώπους εκείνους που δεν ξανοίγονται εύκολα σε συζήτηση, αν δεν έχουν απόλυτο δίκιο. Το παραδέχεσαι;
Το παραδέχτηκε. Με λίγα λόγια, ήταν η πιο ευχάριστη συζήτηση που είχαμε κάνει ποτέ οι δυο μας. Και τα κατοπινά γεγονότα έδειξαν πως δεν είχε πέσει έξω στην κρίση του, τη σχετική με το καρπούζι και το πεπόνι. Το μέρος αυτό του έργου μου άφησε μια δυνατή εντύπωση στους αναγνώστες και συγκεκριμένα ήτανε τούτο:
Βρισκόμαστε σ’ ένα συνηθισμένο απόγευμα της παιδικής ηλικίας του ήρωα, που τον ονόμασα Νιμητρίου, για να φαίνεται ποιον ακριβώς υπονοούσα κατά βάθος. Δεν είχε κανείς παρά ν’ αλλάξει το Ν με το Δ. Βαδίζει λοιπόν ο μικρός Νιμητρίου, όταν βλέπει καταγής μπροστά του ένα καρπούζι κι ένα πεπόνι, που θα πέσανε ίσως από το καροτσάκι κάποιου περαστικού μανάβη. Ως τη στιγμή εκείνη ο Νιμητρίου, το παιδί που θα συγκλονίσει αργότερα την Ελλάδα, δεν έχει ιδέα τι θα πει ποδόσφαιρο. Ακούει βέβαια να γίνεται λόγος γι’ αυτό, αλλά δε δίνει καμιά προσοχή. Τα μέχρι τότε παιχνίδια του είναι αυτοκίνητα και βαποράκια, καθώς και μικρές πυροσβεστικές αντλίες. Μπροστά στο καρπούζι και το πεπόνι όμως, στέκεται τώρα το παιδί βυθισμένο σε μια πρωτόγνωρη ψυχική κατάσταση. Κάτι γεννιέται μέσα του, κυκλοφορεί στο είναι του και κάνει το δεξί του πόδι να σαλεύει ανυπόμονα. Σαν το πρώτο ξύπνημα της αγάπης που ένιωσαν οι μεγάλοι εραστές της ιστορίας, έτσι ήρθε και στο Νιμητρίου ο πόθος της κλοτσιάς. Και όχι μόνο αυτό. Όχι κλοτσιά για οτιδήποτε, μα για κάτι το συγκεκριμένο. Μπροστά του έχει το καρπούζι και το πεπόνι, ποιο από τα δυο θα διαλέξει; Στιγμή φαινομενικά ασήμαντη, θα σκεφθούνε πολλοί, αλλά πόσο κατά βάθος ιστορική. Αν κλοτσήσει το πεπόνι το παιδί, δείχνει προτίμηση στο ράγκμπι. Θα το κλοτσήσει όμως; Το πόδι του ταλαντεύεται, τώρα βρίσκεται στον αέρα, το δε πεπόνι βρίσκεται ακριβώς μπροστά του, ενώ το ωραίο στρογγυλό καρπούζι περιμένει ήρεμο παρέκει. Είναι η στιγμή που η μοίρα αποφασίζει αν τη μελλοντική αυτή βολίδα θα την κερδίσει το κλασικό ποδόσφαιρο ή το ράγκμπι, που δεν είναι άλλο τίποτα από μια αμερικάνικη αίρεση. Αν ήτανε μάλιστα δυνατό να υπάρξει ποδοσφαιρική ιερή εξέταση, θα πρεπε όλοι αυτοί οι ραγκμπίστες να καούνε ζωντανοί. Την ύστατη λοιπόν εκείνη στιγμή που το πεπόνι συγκεντρώνει τις πιθανότητες, το πόδι κάνει στροφή στον αέρα και πέφτει ορμητικά στο καρπούζι. Η ορθοδοξία θριάμβεψε. Και το φαινομενικά ασήμαντο αυτό περιστατικό μένει βαθιά τυπωμένο στην ψυχή του παιδιού.
Από την άλλη μέρα δεν υπάρχει στον κόσμο πράμα στρογγυλό που να το δει το παιδί και να μην του ‘ρχεται να το κλοτσήσει. Κάθε μήνα χαλάει δυο ζευγάρια παπούτσια, οι γονείς του το τιμωρούν, αλλά τίποτα πια δεν μπορεί να το σταματήσει. Τα χρόνια περνούν και τον βρίσκουμε στα δεκαπέντε του μέσα δεξιά στην τρίτη του Πανατικού. Από κει και πέρα ανεβαίνει με άλματα. Πάντα στον Πανατικό, πριν κλείσει τα δεκαεφτά του κατέρχεται στον αγώνα των ομάδων πρώτης κατηγορίας για το κύπελλο Ελλάδος. Ένα σκαλί απομένει ακόμα για την κατάκτηση της ανώτατης βαθμίδας, το οποίο ανεβαίνει στα δεκαοχτώ του χρόνια. Τώρα πια είναι ο μέσα δεξιά της Εθνικής Ελλάδος, η φοβερή βολίδα που στην ορμή της οι τερματοφύλακες τρέμουν και τα εχθρικά γκολπόστ παραδίνονται σαν αιφνιδιασμένα φρούρια. «Νιμητρίου! Το όνομα σύμβολο της ακατάβλητης ελληνικής ορμής, η δόξα του Πανατικού και της Ελλάδας. Νιμητρίου! Ο θυελλώδης έφηβος που στο δεξί του πόδι κρατάει την ανάσα πενήντα χιλιάδων θεατών, τη μετατρέπει σε βροντερή ζητωκραυγή και μένει σεμνός. Νιμητρίου! Ναι, αλλά…»
Στο σημείο αυτό ρίχνω επί σκηνής τον Ιταλό Βαπάνι, που δεν είναι άλλος από τον Παβάνι. Δόλιος, σατανικός, απερίγραπτος. Πετάει το αγκίστρι του και περιμένει σίγουρος για το αποτέλεσμα, το οποίο και δεν αργεί να φανεί. Τώρα ο Νιμητρίου είναι αγκιστρωμένος σαν ξιφίας. Δεν ήτανε τυχαίο που διάλεξα για την παρομοίωση το ηρωικό αυτό ψάρι, ο Δημητρίου είχε πραγματικά κάποια ομοιότητα με ξιφία. Είναι λοιπόν αγκιστρωμένος ο ξιφίας μου και μάταια προσπαθεί να ξεφύγει. Το έμπειρο στην ατιμία χέρι του Βαπάνι, διευθύνει με σιγουριά την επιχείρηση. Παλεύει, σπαρταράει ο ξιφίας και τα σπαρταρίσματα αυτά σημαίνουν αλληγορικά την πάλη με τη συνείδηση. Όλα όμως είναι μάταια, ο θρίαμβος του Βαπάνι δεν αργεί να ανατείλει. Και μετά τη βδελυρή αυτή ανατολή, φεύγουνε κι οι δυο για την Ιταλία. Προδότης της ομάδας του και της γλυκιάς μας πατρίδος ο Νιμητρίου, ταξιδεύει τώρα για το έθνος των υβριστών και μάλιστα με πλοίο ιταλικό, συνέχεια της προδοσίας και αυτό.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος. Το δεύτερο ξετυλίγεται στην Ιταλία. Στο δεύτερο τούτο μέρος εκμεταλλεύτηκα την πατροπαράδοτη ελληνική νοσταλγία, που όπως γράφουν οι εφημερίδες και οι νεοέλληνες ποιητές, δεν της ξεφεύγει κανένας. Όλοι διαβάσαμε πως οι ξενιτεμένοι Έλληνες έχουν μεν το κουράγιο να πλένουν όλη τη ζωή τους πιάτα στα ξένα, αλλά προκειμένου για να πεθάνουν έρχονται να ταφούν στην πατρική γη, η οποία και τους δέχεται με ανοιχτή αγκαλιά, σαν μάνα στοργική που είναι άλλωστε η Ελλάδα για όλα τα παιδιά της. «Χώμα ελληνικό», να ποια δύναμη πρόταξα στην Μπέλα Ιτάλια. Μέσα δεξιά της Ακουαρέλας, σύμφωνοι. Θρίαμβος και χειροκροτήματα εκεί, και πάλι σύμφωνοι. Η γη όμως ιταλική και οι άνθρωποι ξένοι. Υπάρχει βέβαια η ωραία Γιολάνδα, ένα είδος Ιταλίδας Λιλής, πιστής έστω, αλλά μπορεί ποτέ η Γιολάνδα να σβήσει την ανάμνηση μιας γριούλας μάνας με άσπρα μαλλιά, που βρίσκεται μακριά στην Ελλάδα και για τίποτα στον κόσμο δεν αφήνει τα χώματα της πατρίδας της; Ο Νιμητρίου της γράφει, την εξορκίζει να πάει κι αυτή εκεί, αλλά η Ελληνίδα μάνα είναι πρώτα Ελληνίδα και ύστερα μάνα.
Κάτι ήξερα που έφερνα το ζήτημα έτσι. Θετικά γεγονότα με βεβαίωναν πως η καλή αυτή γριούλα ήταν εθνικόφρονη και παλαιοημερολογίτισσα, του τα ‘ψαλλε δε για τα καλά του γιού της όταν μυρίστηκε τα σχέδιά του. Τον καταράστηκε μάλιστα προκαταβολικά για την περίπτωση που θα γινόταν καθολικός. Όπως το βλέπει λοιπόν κανείς, κρατούσα γερά την υπόθεση στην άκρη της πένας μου. Τη δούλεψα με πονηρή μαστοριά, βασισμένος σε κάτι ψυχολογικούς κανόνες, που οι καφετζούδες και οι χαρτορίχτρες τουλάχιστο τους κατέχουν στην εντέλεια. Το κόλπο βέβαια είναι παλιό, αλλά πιάνει πάντα σαν καινούριο. Είναι τούτο: σου διαβάζει τον καφέ η καφετζού με τέτοιον τρόπο, μιλάει για πράγματα τόσα και τέτοια που είναι αδύνατο να μην έχει συμβεί κάτι απ’ όλ’ αυτά. Θαυμάζεις. Σε λίγο πείθεσαι. Από κει και πέρα είσαι έτοιμος να δεχθείς και προβλέψεις για το μέλλον. Αφού μίλησε σωστά για το παρελθόν η καφετζού, γιατί θα πέσει έξω στο μέλλον; Πολύ λογικό.
Κάτι παρόμοιο έκανα κι εγώ. Σ’ όλο το πρώτο μέρος θα ‘βλεπε ο Δημητρίου γεγονότα που του είχαν συμβεί, για μερικά μάλιστα απ’ αυτά θα έτριβε τα μάτια του, αφού μόνο αυτός κι η μητέρα του θα έπρεπε να τα ξέρουν. Δεν μπορούσε να φανταστεί, αλλά ούτε και ν’ ανακαλύψει πως εγώ είχα στενή συνεργασία με την καλή γριούλα, γιατί μ’ εξόρκισε και την εξόρκισα να κρατηθεί το ζήτημα μυστικό μεταξύ μας. Θα έτριβε λοιπόν τα μάτια του, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτισθεί από το έργο σε βαθμό που να παίρνει το καθετί του σαν αναντίρρητο. Κι έτσι, αιχμάλωτο και ανίσχυρο, τον σέρνω στο δεύτερο μέρος στην Ιταλία, όπου μέλλεται να του συμβούν όσα και όποια θέλω εγώ.
Να ‘μαστε λοιπόν τώρα στην θρυλική αυτή μπέλα Ιτάλια. Είναι όμως μπέλα; Εδώ μπάζω από την πίσω πόρτα στην ψυχή του αναγνώστη το σκουλήκι της αμφιβολίας. Και αρχίζει πια το σκουλήκι να δουλεύει. Περιγράφω περιστατικά της ιταλικής ζωής μ’ έναν τρόπο που θα τον ζήλευε τόσο η Φωνή της Αμερικής όσο και η Φωνή της Ρωσίας, όταν η καθεμιά απ’ αυτές περιγράφει στο ράδιο τη ζωή της άλλης. Κλονίζω έτσι και προχωρώ, προχωρώ και κλονίζω, ώσπου φτάνω και στους πυροσβέστες. Λοιπόν, για τη δουλειά αυτή στη δήθεν μπέλα Ιτάλια δε φτάνει ούτε απολυτήριο δημοτικού. Το δείχνω καθαρά δημιουργώντας ένα περιστατικό κι ένα διάλογο ανάμεσα σε δυο Ιταλούς πυροσβέστες ύστερ’ από την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς, που ένας Θεός το ξέρει αν μπορούσε να λεχθεί κατάσβεση μια τέτοια κωμωδία, τη στιγμή που αν ήταν Έλληνες πυροσβέστες στη θέση των Ιταλών θα είχανε ξεμπερδέψει δυο ώρες νωρίτερα. Πάει λοιπόν κι αυτό. Και τώρα φτάνουμε στην Ακουαρέλα. Μίση, αντιζηλίες και γενική καραντίνα στον Έλληνα παίκτη. Τα πράγματα προχωρούν ως το σημείο ν’ αποφεύγουν με κάθε τρόπο να του δίνουν πάσα στα ματς, προτιμούν το μέσα αριστερά που είναι Ιταλός και μόνον όταν δεν μπορούνε πια να κάνουν αλλιώς ρίχνουν και στον ξένο κάτι ψυχία πάσας. Ο Νιμητρίου όμως, ο εκπρόσωπος της ακατάβλητης ελληνικής ορμής, δεν τα χάνει. Παίζει το παιχνίδι του και κατορθώνει να μετατρέπει σε γκολ και το ένα εκείνο ψυχίο πάσας που του πετούν. Θερίζει ζητωκραυγές, θριαμβεύει, αλλά φευ! Είναι μόνος! Και τα χρόνια κυλούν. Κυλούν τα χρόνια στη μοναξιά κι έρχεται κάποτε αυτό που δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Η Ακουαρέλα έχει κλείσει συνάντηση στο γήπεδο Ρώμης με τον Πανατικό. Την παραμονή του ματς οι Ιταλοί συνάδελφοί του, για πρώτη φορά από τη μέρα που πάτησε το πόδι του στην ιταλική γη, τον πλησιάζουν και του μιλούν φιλικά. Δηλώνουν μετάνοια για το φέρσιμό τους και του ορκίζονται πως αύριο θα διορθώσουν την αδικία, ρίχνοντάς του όσες πάσες μπορούν για να βάλει αυτός τα γκολ.
- Αύριο θα στηριχθούμε όλοι σε σένα, του λένε και φεύγουν.
Τα τέρατα! Γνήσιοι απόγονοι των βασανιστών του Μεσαίωνα, δεν μπορούσαν να φερθούν αλλιώς. Ο λαός που έσυρε αλυσοδεμένο τον Γαλιλαίο και με την απειλή της πυράς τον ανάγκασε να αρνηθεί την θεωρία του, αναγκάζει τώρα το Νιμητρίου να γίνει ο δήμιος της αθλητικής δόξας της πατρίδας του. Θα το δεχθεί λοιπόν κι αυτό; Η αυριανή μέρα θα το δείξει.
Και ήρθε η αυριανή μέρα. Ήρθε το μεσημέρι, ήρθε και το απόγευμα. Ήρθε η ώρα τρεις, ήρθε λοιπόν και η στιγμή που οι παίκτες μπήκανε στο γήπεδο. Ήρθε κι από τη μακρινή γλυκιά Ελλάδα η Ελληνίδα μάνα, ήρθε μαζί με τους Πανατικούς. Νάτοι οι Πανατικοί, κάθονται σεμνοί στις κερκίδες που τους όρισαν. Ο Νιμητρίου τους βλέπει, κάνει δυο αυθόρμητα βήματα προς το μέρος του, μα η συναίσθηση της προδοσίας του τον καρφώνει στον τόπο. Κάποια στιγμή όμως ορμάει προς τα κει. Είδε τη μάνα και τρέχει κοντά της.
- Μητέρα! φωνάζει.
Η γριούλα σκιρτά. Θέλει ν’ ανοίξει τα χέρια της, να του δείξει την αγκαλιά της, αλλά όπως είπαμε και παραπάνω, η Ελληνίδα μάνα είναι πρώτα Ελληνίδα κι ύστερα μάνα. Ρίχνει το βλέμμα της στα ιταλικά χρώματα της φανέλας του, δαγκώνει τα πικρά της χείλη και στρέφεται στο διπλανό της.
- Ποιος είναι αυτός ο Ιταλός; ρωτάει ψυχρά.
- Μητέρα! της λέει με αγωνία ο Νιμητρίου. Δε γνωρίζεις λοιπόν το παιδί σου;
- Το παιδί μου; ρωτάει και πάλι το διπλανό της, που κατά σύμπτωση είναι κουφός. Πώς μπορώ να έχω παιδί Ιταλό; Είμαι Ελληνίδα εγώ και στην οικογένειά μας ψηφίζουμε πάντα Παπάγο.
Γυρίζει ύστερα κατά πάνω του το βλέμμα της, ένα βλέμμα Μπουμπουλίνας και του λέει με φωνή επίσης Μπουμπουλίνας.
- Είχα κι εγώ ένα παιδί.
Μα μου το πήραν Ιταλοί.
Τι με θωρείς ακίνητος;
Φύγε από μπροστά μου!
Ο Νιμητρίου παγώνει. Τη θωρεί ακίνητος ακόμα μερικές στιγμές και της μετράει τα παρακάτω λόγια με ρίγος και απόφαση.
- Δε σου το πήραν Ιταλοί μητέρα το παιδί σου.
Τώρα σε λίγο θα το δεις.
Κι όσο για το άλλο που πες πριν
γρήγορα θα το δεις κι αυτό Παπάγο να ψηφίζει!
Γυρίζει και φεύγει. Παίρνει θέση στο γήπεδο, ο διαιτητής σφυρίζει και το ματς αρχίζει. Τι είναι όμως αυτό; Ποιος Άρης Μακεδών διασχίζει σήμερα το γήπεδο Ρώμης κυρίαρχος του αγώνος; Ποιος είναι ο ημίθεος που παίρνει στα πόδια του την μπάλα από την περιοχή των ιταλικών χάφ, την οδηγεί διασχίζοντας σαν βολίδα τις σαστισμένες ελληνικές γραμμές αμύνης και φτάνει ασυγκράτητος στο ελληνικό τέρμα; Νιμητρίου τονε λένε και ζητωκραυγές συνοδεύουν τη θυελλώδη ορμή του. Εξήντα χιλιάδες ιταλοί στέκουνε τώρα όρθιοι, περιμένουν με ανατριχίλα το πρώτο γκολ της Ακουαρέλας. Εξήντα χιλιάδες ζευγάρια ιταλικά μάτια καρφώνονται με αγωνία στο δεξί πόδι του ήρωα, καρφώνονται όμως εκεί και κάτι άλλα ζευγάρια μάτια, λίγα αλλά ελληνικά και μέσα σε τούτα ένα μητρικό. Σε δυο στιγμές το πολύ, μια τραγωδία παίζεται στην παρ’ όλ’ αυτά ελληνική ψυχή του Νιμητρίου. Τώρα το πόδι του είναι στον αέρα, πέφτει με ορμή στην μπάλα και η μπάλα… απελπισία για τους Ιταλούς. Η μπάλα χτυπάει στο δεξί γάμα του γκολπόστ και γυρίζει πίσω. Στις επάλξεις του γηπέδου η γαλανόλευκη ελληνική σημαία μπορεί ακόμα να κυματίζει περήφανα δίπλα στην ιταλική. Ο Νιμητρίου της ρίχνει ένα βλέμμα και δακρύζει.
Το ματς συνεχίζεται με μερικές ασήμαντες φάσεις, όπου ξαφνικά ακολουθεί δεύτερη κάθοδος του ημίθεου. Όρθιοι και πάλι οι εξήντα χιλιάδες ιταλοί κρατούν την ανάσα τους και περιμένουν, αλλά γίνεται και πάλι αυτό που δεν περίμεναν. Η μπάλα χτυπάει με μαθηματική ακρίβεια στο ίδιο γάμα του γκολπόστ και γυρίζει πίσω. Ανησυχία διατρέχει τις τάξεις των Ιταλών, κυκλοφορούν υποψίες και τέλος οι Ιταλοί παίκτες αποφασίζουν έξω φρενών να μην του ξαναρίξουν πάσα. Την ταραχή τους αυτή εκμεταλλεύεται με τέχνη ο μέσα αριστερά του Πανατικού Μπαντούκας, παίρνει στα πόδια του την μπάλα και κατορθώνει με ατομική προσπάθεια να διασπάσει την ιταλική άμυνα. Ορμά προς το εχθρικό τέρμα, σουτάρει και πετυχαίνει το πρώτο γκολ του Πανατικού. Ζητωκραυγάζουν οι λίγοι Πανατικοί, βουβαίνονται οι εξήντα χιλιάδες ιταλοί, ενώ στις επάλξεις του γηπέδου η γαλανόλευκη ελληνική σημαία κυματίζει τώρα πιο περήφανα από την ιταλική. Ο Νιμητρίου της ρίχνει ένα δακρυσμένο βλέμμα, αλλά το ίδιο δακρυσμένο βλέμμα ρίχνει και στην ιταλική. Η ψυχή του δεν ανέχεται να βλέπει ταπεινωμένη τη σημαία της δεύτερης πατρίδας του. Θέλει να κυματίζουν και οι δυο ισότιμα, αδελφωμένες αν είναι δυνατό, οραματιζόμενος ίσως μιαν άρρηκτη ελληνοϊταλική ποδοσφαιρική συμμαχία.
Το ματς τώρα συνεχίζεται με μέτριες φάσεις. Η μπάλα αλλάζει πόδια, περνάει διαδοχικά από την ιταλική στην ελληνική κυριαρχία κι αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί στην ιταλική περιοχή αμύνης. Ο Ιταλός σέντερφορ πασάρει προς τον έξω δεξιά της Ακουαρέλας, αλλά ποτέ αυτή η πάσα δεν έφτασε στον προορισμό της. Ο περιφρονημένος από τους συμπαίκτες του Νιμητρίου της έκοψε με κεφαλιά την κατεύθυνση, την άρπαξε στα πόδια του και ρίχνεται σαν βολίδα μπροστά. Όρθιοι στις κερκίδες οι εξήντα χιλιάδες ιταλοί φωνάζουν τώρα έξαλλοι από αγανάκτηση, προτρέπουν τους κυνηγούς της Ακουαρέλας ν’ αρπάξουν την μπάλα από τα πόδια του προδότη Έλληνα, πριν την ξαναστείλει και πάλι στο δεξί γάμα του ελληνικού γκολπόστ. «Περ λα πάτρια ε Ακουαρέλα!» φωνάζουν και κουνάνε με λύσσα σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Αφρισμένος ο Ιταλός έξω δεξιά, τρέχει να προφτάσει το Νιμητρίου, να του βάλει στην ανάγκη και τρικλοποδιά, αλλά μοιάζει ο καημένος με τσοπανόσκυλο που κυνηγάει αίλουρο. Έλληνες και Ιταλοί παίχτες προσπαθούν τώρα να κόψουν την ορμητική κάθοδο του αιλούρου. Έλληνες και Ιταλοί θεατές τον σημαδεύουν απειλητικά με τις γροθιές τους, κουφός όμως στις κραυγές ο Νιμητρίου και τυφλός στις γροθιές, προχωρεί ασυγκράτητος. Ξεγλιστράει από το καρτέρι που του έχει στήσει η πρώτη ελληνική γραμμή αμύνης, διασχίζει σαν σίφουνας τα μπακ και φτάνει πέντε μέτρα μπροστά στον Έλληνα τερματοφύλακα, που με τα χέρια απλωμένα χοροπηδάει σαν πελαργός στη μέση του τέρματος και προσπαθεί ο δύστυχος να καταλάβει από πού θα του έρθει. Για μια στιγμή οι κραυγές που συγκλονίζουν το γήπεδο σταματούν απότομα, ακόμα και οι παίκτες που τον κυνηγούν καρφώνονται στον τόπο. Άφατη αγωνία κυριεύει τους πάντες, έλληνες και Ιταλούς, παίκτες και μη παίκτες. Περνάει μισή στιγμή, πλησιάζει μία, όταν το θρυλικό σουτ του Νιμητρίου στέλνει με σφύριγμα θανάτου την μπάλα στο ελληνικό τέρμα. Ούτε να τη δει την μπάλα δεν πρόλαβε ο τερματοφύλακας, χοροπηδάει ακόμα σαν πελαργός και μόνον οι ζητωκραυγές των Ιταλών τον φέρνουν επιτέλους στην πραγματικότητα.
Αδελφωμένες ψηλά στις επάλξεις οι δυο σημαίες, μπορούν και πάλι να κυματίζουν ισότιμα. Ο Νιμητρίου τις χαϊδεύει με το δακρυσμένο βλέμμα του και γυρίζει στη θέση του. Τον συνοδεύουν ιταλικές ζητωκραυγές, αλλά και παγερή ελληνική σιγή, αδιάφορος όμως αυτός προχωρεί. Τώρα πια ξέρει τι θέλει. Αίνιγμα για τους ιταλούς, όσο και για τους Έλληνες, διασχίζει κυρίαρχος το γήπεδο, δημιουργεί φάσεις χωρίς προηγούμενο στα διεθνή ποδοσφαιρικά χρονικά, προκαλεί διαδοχικά κατάρες και ζητωκραυγές και ο ιστορικός αυτός αγώνας παίρνει τέλος με σκορ 3-3. Ο Νιμητρίου νίκησε. Το ιδανικό του είναι πια πραγματικότητα. Και σαν να συμφωνούσαν και οι ουρανοί με όλ’ αυτά, φύσηξε ένα περίεργο αγέρι που έφερε τις δυο σημαίες να χαϊδευτούν φιλικά.
Η νίκη του όμως είναι και η καταστροφή του. Οι Ιταλοί δε θέλουνε να τον ξέρουν, ούτε και οι Έλληνες. Τρεις φορές προδότης, του Πανατικού, της Ελλάδας και της Ακουαρέλας θερίζει τώρα τον καρπό της προδοσίας του, ενώ τα χρόνια κυλούν. «Δεν έχει πλοίο γι’ αυτόν, δεν έχει οδό..» Περιφρονημένος απ’ όλους, ξεχασμένος κι από το Βαπάνι που τώρα κυνηγάει καινούριες βολίδες στα γήπεδα της Γιουγκοσλαβίας, φεύγει ένα μελαγχολικό πρωί για την Αλβανία, όπου με τα γραμματικά του προσόντα μπορεί να γίνει πυροσβέστης. Εκεί ζητούν απολυτήριο πρώτης δημοτικού. Αλλά στην ορεινή αυτή χώρα η ψυχή του βυθίζεται αδιάκοπα στο μαρασμό. Έγινε βέβαια πραγματικότητα το μεγάλο παιδικό του όνειρο, είναι πυροσβέστης πια, τι να το κάνει όμως; Στο φτωχό και καθυστερημένο αυτόν τόπο οι πυρκαγιές είναι σπάνιες κι αυτές πάλι δεν αξίζουν τίποτα. Όλο αχερώνες καίγονται. Η δε στολή που φορεί, κάθε άλλο παρά εκείνο που οραματίστηκε είναι. Ούτε πλεχτό κορδόνι στο στήθος, ούτε περικεφαλαία στο κεφάλι, και το πανταλόνι, όχι μόνο δεν έχει κόκκινη λουρίδα στο πλάι, μα δεν είναι καν πανταλόνι. Έρχεται κάπως σαν βράκα, σωστή απελπισία. Και ο καιρός περνάει… Βαρύθυμα κυλούν τα χρόνια, οι κρόταφοι ασπρίζουν. Η μάνα του έχει πεθάνει, είναι λοιπόν και ορφανός. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, μάταια περιμένοντας μια μεγάλη πυρκαγιά, παίρνει τέλος την απόφαση να γυρίσει στην πατρική ελληνική γη. Τώρα, στη δύση του βίου του, καταλαβαίνει το μεγάλο και ολέθριο σφάλμα της ζωής του. Ξέρει τώρα τον καταστροφέα του, δε γελιέται πια Βαπάνι τον λένε ή μάλλον τονε λέγανε, αφού πρέπει να ‘ναι κι αυτός πεθαμένος. Γιατί να τον ακούσει ποτέ; «Μπέλα Ιτάλια!... Ω!» χαμογελάει πικρά καθώς διαβαίνει τα σύνορα και μπαίνει στην Ελλάδα. Έχασε τα πάντα γι’ αυτή την μπέλα που δεν ήταν μπέλα. Δεν απομένει λοιπόν τώρα παρά ν’ αναπαυθεί κουρασμένος και ξεχασμένος πλάι στον πατέρα του και τη μητέρα του, που κοιμούνται τον αιώνιο σκεπασμένοι με χώμα ελληνικό. Αλλά πριν πεθάνει θα ψηφίσει Παπάγο, το υποσχέθηκε στο γήπεδο Ρώμης την αποφράδα εκείνη μέρα της καταστροφής του. Να ‘τος τώρα στην Ελλάδα, ξένος όμως ανάμεσα σε ξένους, όπως και στην Αλβανία. Τα χρόνια κύλησαν αμείλιχτα γι’ αυτόν, λίγοι τον θυμούνται κι αυτοί πάλι του γυρίζουν με περιφρόνηση την πλάτη. Είναι προδότης και το ξέρει, δεν ήρθε όμως για να θερίσει δάφνες εδώ, Παπάγο να ψηφίσει ήρθε, αλλά πώς δεν το ‘χε σκεφτεί; Δεν υπάρχει πια Παπάγος, πέθανε κι αυτός. Στη θέση του είναι τώρα ένας κοντός άνθρωπος, που όπως θυμάται, του άρεσε πολύ στα νιάτα του να συγχωνεύει τράπεζες και να διχοτομεί δραχμές. Ούτε κι αυτό λοιπόν δεν μπορεί ν’ απολαύσει πια, να ψηφίσει δηλαδή Παπάγο. Δέχεται αμίλητος το χτύπημα και σέρνει την τσακισμένη ζωή του στο μονοπάτι της απελπισίας. Μαύρα στερνά. Τα λεφτά του σώνονται, αλητεύει, ώσπου κάποιο πρωί μαζεύουν οι αστυφύλακες στο Λυκαβηττό έναν ξυλιασμένο γέρο. «Ανευρέθη πτώμα αγνώστου», γράφουν την άλλη μέρα οι εφημερίδες με ψιλά γράμματα, σε μια περιφρονημένη γωνίτσα της τέταρτης σελίδας. Και το έργο μου τελειώνει με τα παρακάτω λόγια:
«Αυτό είναι το τέλος μιας αθλητικής δόξας που κάποτε συγκλόνισε την Ελλάδα, αλλά πρόδωσε την ομάδα του και την πατρίδα του. Θα μπορούσε να ήταν ο ιδανικός παίκτης, λατρεία των συγχρόνων του και ακατάλυτο παράδειγμα για τις ερχόμενες γενιές. Δεν το θέλησε όμως. Μαγεμένος από τις απατηλές υποσχέσεις ενός πανούργου καταστροφέα ιταλικής καταγωγής, βάδισε στην προδοσία ο τρελός, κουφός στις απελπισμένες κραυγές της πατρίδας του, που δια στόματος πενήντα χιλιάδων φιλάθλων τον εξόρκιζε να κλείσει τα μάτια στο απατηλό δέλεαρ και να της μείνει πιστός. Δεν την άκουσε. Θέλησε ίσως να επανορθώσει στο γήπεδο Ρώμης, αλλά ήτανε πια αργά. Η μοίρα είχε αποφασίσει.
»Και σεις, νέοι αθλητικοί βλαστοί της αιώνιας Ελλάδας, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και αυριανοί ήρωες των γηπέδων, διαβάστε με προσοχή τα παρακάτω λόγια ενός πτωχού και άγνωστου προς το παρόν συγγραφέα, που με δάκρυα στα μάτια στρέφεται τώρα σε σας. Παιδιά, ο Βαπάνι δεν πέθανε. Ζει από καταβολής κόσμου και θα ζει μέχρι συντέλειας των αιώνων. Είναι ο εχθρός των υψηλών ιδανικών, ο Μεφιστοφελής που σε κάθε εποχή δανείζεται το κοστούμι της για τον καταχθόνιο σκοπό του. Θα τον συναντήσετε παντού. Φυλαχθείτε!»
Τρεις λινοτυπικές μηχανές, δυο επίπεδα πιεστήρια κι ένα καλό συνεργείο από βιβλιοδέτες, μπόρεσαν σε δέκα μέρες να έχουν έτοιμα 15.000 αντίτυπα του έργου μου. Απαιτήθηκαν βέβαια χρήματα και τρεξίματα πολλά, αυτό όμως δεν αφορούσε εμένα, ήτανε δουλειά άλλων. Το χρηματικό μέρος ανέλαβε ο Γενικός Έφορος και τα τρεξίματα ο Χρίστος, που είχε άλλωστε και την έμπνευση να του πάει τα χειρόγραφα μέσον τετάρτου και τρίτου προσώπου. Μόλις τα διάβασε λοιπόν αυτός ξέχασε κάθε τύπο και φώναξε μ’ ενθουσιασμό.
- Να μου τον φέρετε γρήγορα εδώ. Θέλω να τον γνωρίσω!
Έτσι, γνωρίστηκα με μια ιθύνουσα προσωπικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, γνωριμία που άξιζε πολλά. Συζητήσαμε σε τόνο εγκάρδιο για πολυσύνθετα και ακανθώδη ποδοσφαιρικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να του αφήσω τις καλύτερες εντυπώσεις. Κάποια στιγμή μάλιστα ψιθύρισε ανυπόκριτα.
- Περίεργο!... Πώς συμβαίνει να μην έχουμε γνωριστεί νωρίτερα;
Αποκρίθηκα μ’ ένα σεμνό κι ελαφρά λυπημένο ύφος, ρίχνοντας την ευθύνη στις περιστάσεις. Γίναμε αμέσως αμοιβαία συμπαθείς και σε λίγες μέρες καταλήξαμε γνώριμοι στενοί. Είχαμε μάλιστα τη δεύτερη κιόλας μέρα της γνωριμίας μας μια ζωηρή φιλική συζήτηση, σχετικά με τον τίτλο του βιβλίου. Κατά το Γενικό Έφορο, ο τίτλος που έδωσα εγώ, Τα Λύτρα της Προδοσίας, ήταν μεν θαυμάσιος, αλλά όχι όσο έπρεπε. Άκουσα με κατανόηση την άποψή του, νικήθηκα και δέχτηκα να επικρατήσει ο δικός του, που ήτανε τούτος: Το Λυκόφως της Προδοσίας. Μας είχε φέρει πολύ κοντά η συζήτηση αυτή κι ήτανε ίσως η αιτία που σε λίγες μέρες καταλήξαμε γνώριμοι στενοί. Στο εξής συζητούσαμε αβίαστα «Να σου πω παιδί μου…», έλεγε συχνά, εκδηλώνοντας έτσι και πατρικά αισθήματα για μένα. Ο δε Χρίστος, παρών συνήθως στις συζητήσεις αυτές, με κοίταζε μ’ ένα θαυμασμό που άγγιζε θετικά τα όρια της πιο συμπαθητικής κουταμάρας.
Αυτός ο Χρίστος είχε τόσο λίγο μυαλό, ώστε κάθε φορά που το σκεφτόμουν ανησυχούσα και για το δικό μου. Δίχως να το θέλω η σκέψη μου πήγαινε στο «όμοιος ομοιώ αεί πελάζει» και μ’ έπιανε ταραχή. Τέλος του απαγόρεψα να μ’ επισκέφτεται συχνά, λέγοντας πως ήθελα να συγκεντρωθώ για να εργασθώ σε κάτι βαρασιόνες μιας παλιά μου έμπνευσης. Βρήκε αμέσως τα λόγια μου σωστά και δέχτηκε να με στερηθεί, σαν μια επιβαλλόμενη θυσία από μέρους του. Αλλά το αποτέλεσμα ήτανε ν’ αυξηθεί ο θαυμασμός του κι έτσι η κατάσταση χειροτέρεψε. Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου. Μια μέρα τέλος, δε βάστηξα και του φώναξα.
- Δε μου λες σε παρακαλώ, τι θα γίνει μ’αυτό το ζήτημα; Θα πάψεις να με θαυμάζεις ή όχι; Να μου το δηλώσεις αμέσως.
- Το νομίζεις εύκολο; Αποκρίθηκε αυτός με ταραχή. Πώς να μη θαυμάζω αυτή την καταπληκτική άνοδο που επιτέλεσες σε τόσο λίγο καιρό; Μέσα σε δεκαπέντε μέρες γράφεις ένα αριστούργημα, που αυτή τη στιγμή το διαβάζουν δέκα χιλιάδες φίλαθλοι. Το ξέρεις πως έχουν πουληθεί δέκα χιλιάδες κομμάτια; Σύντομα θα ξοδευτούν όλα και θα χρειαστεί να κάνουμε δεύτερη έκδοση. Να μου το θυμάσαι!
- Έστω, είχα μια εκδοτική επιτυχία.
- Ένας λόγος είναι κι αυτός, ας έρθουν όμως άλλοι να την πετύχουν αυτή την εκδοτική επιτυχία. Έπειτα πώς θέλεις ν’ αγνοήσω τα αισθήματα που τρέφει για σένα ο Γενικός Έφορος; Το σπουδαιότερο όμως είναι τούτο: Ο Δημητρίου διάβασε το έργο και δείχνει σημεία αλλαγής. Δε λέει πια «μποντζόρνο» αντί για «καλημέρα» και χθες πήγε στη Βουλή ν’ ακούσει τον Παπάγο.
- Λοιπόν;
- Λοιπόν φαίνεται πως είχε και πάλι κρίση ποδάγρας ο Παπάγος και δεν πήγε στη Βουλή. Έτσι, δεν τον άκουσε. Αργά ή γρήγορα όμως θα τον ακούσει.
Άρχισα να μαλακώνω. Σε λίγο μάλιστα απόρησα που δεν ήθελα να με θαυμάζει ο Χρίστος. Τον καιρό που δε με θαύμαζε κανένας, δεχόμουνα με συγκίνηση το θαυμασμό του, αν μου τον στερούσε θα του ‘κοβα την καλημέρα. Φαίνεται λοιπόν πως η αφθονία φέρνει στο τέλος την εκλεκτικότητα. Στο εξής δεν μπορώ να δέχομαι θαυμασμούς παρά μόνο από ανθρώπους αξίας, αλλά τέτοιος βέβαια δεν είναι ο καημένος ο Χρίστος. Δεν είναι όμως σκληρό ν’ απαγορεύω σ’ έναν άνθρωπο να με θαυμάζει; Κι έπειτα γιατί να με θίγει ένας τέτοιος θαυμασμός; Υπάρχουν άνθρωποι απλοί που δεν ξέρουν να γράψουν μία νότα κι όμως ακούν με ευχαρίστηση Μπετόβεν. Θίγεται μήπως η αξία του Μπετόβεν απ’ αυτό; Όχι βέβαια, κατά συνέπεια λοιπόν το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με ‘μένα.
Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά. Ήταν ανάγκη να ξεκαθαρίσω μια για πάντα το ζήτημα τούτο, γιατί όπως έδειχναν τα πράματα, στο μέλλον οι θαυμασταί μου θα ήταν παραπλήσιοι με το Χρίστο. Το πρόβλημα βέβαια δεν ήτανε καινούριο, έπρεπε όμως να βρεθεί μια καινούρια λύση γιατί η παλιά, εκτός από σκληρή, ήταν επιτέλους και παλιά. Μ’ έπιασε δηλαδή ξαφνικά η αγάπη για το «νέο» κι έτσι βρέθηκα σε μια ψυχική κατάσταση που ασφαλώς θα την πέρασαν πολλοί σουρεαλιστές, πριν πέσουν με ορμή στο σουρεαλισμό. Μια καινούρια λύση στο παλιό πρόβλημα, να τι ζητούσα και το βρήκα φυσικά, εφόσον η λογική είναι κατά κανόνα υπηρέτρια στο αίσθημα. Και μόλις τη βρήκα φωτίστηκα βαθιά. Είδα πια υπό καινούριο φως πρώην σκοτεινά σημεία του πίνακα των αξιών, με αποτέλεσμα να τσακώσω γερά το νόημα της εποχής. Ο καλλιτέχνης εκφράζει την εποχή του, τι εκφράζει όμως η εποχή μας; Αυτό είδα. Και το είδα με χαρά, αφού εκφράζει ό,τι εκφράζω κι εγώ στο τελευταίο μου έργο, το έργο που δείχνει τη σωστή στροφή που έκανα. Υπάρχουν βέβαια κάτι υπολείμματα από τύψεις, αυτά όμως είναι ανθρώπινες αδυναμίες και με τον καιρό θα δαμαστούν. «Να είσαι μέσα στην εποχή σου και να εκφράζεις θετικά τους πόθους της», να ‘το το νέο μου «πιστεύω». Τίποτα λιγότερο δεν έκανα κι εγώ. Συγκλόνισα με το έργο μου χιλιάδες ελληνικές καρδιές, από τις πιο δυναμικές. Αν μάλιστα ερχότανε και το ποθητό αποτέλεσμα της μετάνοιας του Δημητρίου, όπως έδειχναν οι οιωνοί, τότε το έργο αποδείχνονταν και άψογο από την άποψη εκείνη που αγνοούσα πριν με περιφρόνηση, γιατί δεν είχα φωτιστεί ακόμα από το εσωτερικό μου φως. Ζούμε στον αιώνα της δημοκρατίας, δεν μπορούμε λοιπόν ν’ αγνοήσουμε τα αισθήματα της πλειοψηφίας. Όλα τα δύσκολα ζητήματα στην εποχή μας λύνονται με ψηφοφορία, το λόγο έχει ο λαός και προκειμένου για την Αμερική, η κατάσταση εκεί παίρνει διαστάσεις θριαμβευτικές. Αφθονία λαϊκών ιδανικών πλημμυρίζουν τη μεγάλη υπερατλαντική χώρα, κυριαρχούν τα αθλητικά και χαράζουν την κατεύθυνση της πορείας της στο χρόνο. Όλοι διαβάσαμε και ξέρουμε σε τι μαύρο πένθος βυθίστηκε ο αθλητικός αυτός λαός όταν πέθανε ο πρωταθλητής του μπέηζμπολ του. Λίγοι όμως ξέρουν πως ο Γενικός Έφορος έκλαψε μόλις το έμαθε. Και δεν τον είχε δει ποτέ του, τι θα γινόταν αν τον ήξερε; Η περίπτωση του Γενικού Εφόρου μας λέει πολλά.
Συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι παρά τις τύψεις μου βρισκόμουνα στο σωστό δρόμο. Μια επανάσταση είχε συντελεστεί μέσα μου, ο χρόνος θα έφερνε τους καρπούς της. Κοίταξα με κατανόηση το Χρίστο και του έδωσα το ελεύθερο να με θαυμάζει όσο θέλει. Ύστερα του ζήτησα πληροφορίες για το πρακτικό ζήτημα των ποσοστών του βιβλίου. Μου αποκρίθηκε με τα εξής θαυμάσια λόγια:
- Αρχίζεις να γίνεσαι πλούσιος.
Μαγευτικές μέρες ακολούθησαν. Ο διψασμένος οδοιπόρος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε γάργαρο νερό. Εγώ ήμουν ο οδοιπόρος και το γάργαρο νερό, το χρήμα. Ντύθηκα εκ θεμελίων, νοίκιασα επιπλωμένο διαμέρισμα σε πολυκατοικία κι άρχισα να καπνίζω αγγλική πίπα. Έγινα προσεχτικός στις συναναστροφές μου και προπαντός φρόντισα ν’ αποφύγω το Νικήτα. Αυτός ο Νικήτας ήταν ένας μονοκόμματος τύπος, συγγραφέας μεν, αλλά δεν είχε ιδέα τι θα πει ελιγμός στη ζωή. Ποτέ δεν ανησύχησε για την αδειανή του τσέπη και τα μπαλωμένα του παπούτσια. Τρεφότανε με σούπες και ήταν ευτυχής. Πρώτα είχα την αφέλεια να τον θαυμάζω, τώρα όμως έβλεπα πως όλ’ αυτά είχανε τη ρίζα τους στην ταπεινή καταγωγή του. Ο παππούς του ήτανε γεωργός, ο δε πατέρας του άσημος μαγαζάτορας σε κωμόπολη, οπότε γιατί ο απόγονος τέτοιων ανθρώπων δε θα ‘βρισκε φυσικό τα μπαλωμένα του παπούτσια; Είχε βέβαια ένα θείο λοχαγό, αλλά ήτανε της επιμελητείας και φυσικά δεν παρουσίαζε κανένα εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στη δική μας οικογένεια όμως τα πράματα ήταν διαφορετικά. Ο παππούς μου, γνωστός έμπορος δημητριακών στην επαρχία μας, είχε πιει καφέ με τον Αναστασίου, το θρυλικό συνταγματάρχη που έδρασε στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 97. Επανειλημμένα είχε φιλικές συζητήσεις μαζί του, ένα βράδυ μάλιστα πήρε το θάρρος και τον προσκάλεσε στο σπίτι, να του κάνει το τραπέζι και να τον φιλοξενήσει. Όχι μόνο δέχτηκε αυτός, αλλά έμεινε και πολύ ευχαριστημένος. Το είπε ο ίδιος το άλλο πρωί στη γιαγιά μου, όταν του πρόσφερνε καφέ και γλυκό του κουταλιού.
- Κοιμήθηκα θαυμάσια! Της είπε. Εστέ υπερήφανη, κυρία. Το σπίτι σας είναι το μόνο εδώ, που μπορεί κανείς να είναι βέβαιος πως θα κοιμηθεί χωρίς να τον ενοχλήσουν σχεδόν καθόλου οι κοριοί.
Το περιστατικό αυτό μας λέει πολλά. Σε μια εποχή δηλαδή που το ντιντιντί ήταν άγνωστο, οι πρόγονοί μου είχαν τους λιγότερους κοριούς. Και όταν ήρθανε στα μέρη μας οι λάμπες πετρελαίου, η γιαγιά μου ήτανε που αγόρασε την πρώτη λάμπα, δίνοντας έτσι το παράδειγμα και στις άλλες νοικοκυρές, που ως τότε φωτίζονταν με λυχνάρια. Γυναίκα της προόδου λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να γεννήσει και ανάλογα παιδιά. Ο πατέρας μου, πάντα καλοντυμένος, αγαπούσε τις καλές συναναστροφές κι ο θείος μου ο Μήτσος, ο μικρότερος αδελφός του, είχε μπει στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, γράφοντας μια τραγωδία σε πέντε πράξεις. Φορούσε γραβάτα φλοτάντ κι άφηνε μια δυνατή εντύπωση στις συζητήσεις με τα έξυπνα αστεία του και το άψογο ντύσιμό του. Ήτανε φίλος του λυρικού ποιητή Γαριφάλου, ο οποίος μάλιστα επανειλημμένα παραδέχτηκε μπροστά σε τρίτους πως δεν είχε ξαναδεί τέτοιοι θαυμάσιο δέσιμο γραβάτας φλοτάντ, σαν κι αυτό που πετύχαινε ο θείος μου ο Μήτσος.
Ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά λοιπόν, καθόλου περίεργο που έχω διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα των μπαλωμένων παπουτσιών. Είμαι αυτός που είμαι και όχι Νικήτας. Και στα ζητήματα της τέχνης, μπορεί μεν αυτός να κρατάει τις πεποιθήσεις του, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνει μιαν αλυγισία, μια ξεροκεφαλιά. Επιτέλους γιατί επιμένει να περιφρονεί την πλειοψηφία, τη στιγμή που ζούμε στον αιώνα της δημοκρατίας; Ανέκαθεν ήταν εγωιστής και πολύ φοβάμαι πως θα πεθάνει πριν από τον εγωισμό του. Δεν είναι πολλές μέρες που τον πήρε το μάτι μου κάπου στο δρόμο. Με κοίταζε ειρωνικά. Σκέφτηκα για μια στιγμή να πλησιάσω και να του εξηγήσω, καλύτερα όμως που άνοιξα το βήμα μου κι έφυγα. Ό,τι και να του εξηγούσα, δε θα καταλάβαινε τίποτα, είχε το πείσμα στο αίμα του. «Μ’ ενδιαφέρουν οι λίγοι και εκλεκτοί αναγνώστες», έλεγε πάντα. Αυτοί οι λίγοι και εκλεκτοί του όμως, δεν είναι παραπάνω από τρεις και μπαίνει τώρα το ζήτημα αν θα βρεθεί άλλος ηλίθιος εκδότης σαν το Γρηγορίου να του τυπώσει τα έργα του, που θα περιμένουν έτσι τη δεύτερη παρουσία. Όσο για τον καημένο το γερο-Γρηγορίου, ο ίδιος μου είπε μια μέρα.
- Την έπαθα μ’ αυτόν τον αλιτήριο. Με μπέρδεψε ο μασκαράς, μου τα παρουσίασε ρόδινα και πίστεψα ο δύστυχος πως θα θησαυρίσω με το έργο του. Να μην τον ξαναδώ μπροστά μου!
Η αλήθεια είναι βέβαια πως ήθελε και τα ‘παθε ο γέρος. Μοναχός του ενθουσιάστηκε μόλις διάβασε τα χειρόγραφα. Ο Νικήτας μπήκε στη μέση αργότερα, όταν ο γέρος άρχισε να κρύβει τον ενθουσιασμό του. Ήξερε κι από άλλες φορές ο γέρος πως όσα του φαίνονταν σπουδαία δεν τ’ αγόραζε κανένας. Φαίνεται πως η ρίζα του κακού βρισκότανε στον Ντοστογιέφσκι και το Σταντάλ. Τους διάβαζε πάντα με ευχαρίστηση αυτούς τους δυο και λοιπόν έκλινε υποσυνείδητα σε έργα παραπλήσιας κατηγορίας, δίχως να το καταλαβαίνει. Έτσι, όταν κάποτε ύστερα από πιέσεις της πρακτικής γυναίκας του αποφάσισε να εκδώσει το μοντέρνο έργο «Γκαρσόν μία μέντα, πληζ», μετάνιωσε προτού ακόμα τυπωθεί κι ήθελε να το σταματήσει πάνω στο πιεστήριο. Με μεγάλο κόπο τον έπεισαν να καθίσει ήσυχα. Δεν πέρασε όμως ένας μήνας κι είχαν πουληθεί 3500 κομμάτια. Ο γέρος τα ‘χασε, άρχισε να αμφιβάλει για το μυαλό του. Κλείστηκε μια βραδιά στο σπίτι του από νωρίς και ξενύχτησε διαβάζοντας προσεκτικά Ντοστογιέφσκι. Αποφάσισε να λύσει επιτέλους το καταραμένο τούτο πρόβλημα που κρεμότανε σαν σπαθί πάνω στην αντίληψή του. Το αποτέλεσμα ήτανε να υποκύψει σαν κουρέλι στη μοίρα του.
- Δεν πρέπει να μ’ αρέσει κι όμως να, μ’ αρέσει! Παραδέχτηκε το πρωί με απελπισία.
Έγινε όμως από τότε προσεχτικός. Άρχισε να εξετάζει με υποψία τους ενθουσιασμούς του. Όταν λοιπόν διάβασε τα χειρόγραφα του Νικήτα, ναι μεν ενθουσιάστηκε, αλλά τον έπιασε και φόβος. Μια έκδοση κόστιζε λεφτά, έπρεπε να πουληθούν καμιά οχτακοσαριά κομμάτια για να καλυφθούν τα έξοδα και είχε λοιπόν τώρα μπροστά του το ανήσυχο δεδομένο πως είχε ενθουσιαστεί. Ταράχθηκε κι άρχισε να μιλάει για πράματα άσχετα. Εδώ ήτανε που μπήκε στη μέση ο Νικήτας και τον μπέρδεψε. Είχε ευφράδεια ο μασκαράς κι έτσι δεν κουράστηκε πολύ για να ρίξει το θύμα του. Το έργο εκδόθηκε κι ο γέρος καταριέται ακόμα την τύχη του.
Με λίγα λόγια λοιπόν, βαρυνότανε και με απάτη αυτός ο κύριος Νικήτας, αλλά και με αναισθησία ακόμα, γιατί ποτέ δεν ένιωσε τύψεις που έμπλεξε τόσο άσχημα και επιζήμια έναν οικογενειάρχη άνθρωπο με γκρίζα μαλλιά. Ξοφλούσε με την εξής κυνική απάντηση: «Κέρδισε πολλά ο γέρος με το γκαρσόνι και τη μέντα, λοιπόν ας καταθέσει τώρα και την εισφορά του στην τέχνη». Αλλά ποιος μας βεβαιώνει τέλος πάντων εμάς πως τα έργα του αντιπροσωπεύουν την τέχνη; Η επίσημη ελληνική κριτική δεν τα πρόσεξε ποτέ, πού στηρίζεται λοιπόν ο κύριος αυτός και πιστεύει στην αξία τους; Κάθε λογικός άνθρωπος στέκεται με προσοχή στον παραπάνω συλλογισμό, αυτός όμως έβρισκε καλό να τον πηδάει. Χωρίς καμιά επίσημη βεβαίωση (κριτική εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών, λογοτεχνικοί κύκλοι κ.λπ.) πίστευε στο έργο του μ’ ένα πείσμα αρανίτικο. Επομένως ήτανε και ξεροκέφαλος. Αλλά και επικίνδυνος δημαγωγός ήτανε ακόμα. Προικισμένος από τη φύση με σατανική πειστικότητα, δε δυσκολεύτηκε να παρασύρει και τους φίλους του στον κατήφορο των ιδεών του. Σήμερα πια μπορούμε να δούμε τα θλιβερά αποτελέσματα που είχε η προπαγάνδα του σε δυο τουλάχιστον από τα θύματά του, τον ζωγράφο Καλαμάτη και τον συνθέτη Καλφή. Ο πρώτος, μολονότι αδέκαρος πάντα, δε δέχεται με κανέναν τρόπο να δουλέψει σε διαφημιστικές εταιρίες, να κερδίσει χρήματα και να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Όσο για το δεύτερο, αυτός πια πρέπει να έχει τρελαθεί. Αντί να κολακευθεί που του ζήτησαν να γράψει τη μουσική στο λιμπρέτο μιας σπιρτόζικης οπερέτας, προσβλήθηκε ο βλάκας κι έγινε έξω φρενών. Θα κέρδιζε του κόσμου τα λεφτά κι όμως βρήκε πιο έξυπνο να προτιμήσει το φανατισμό του και την κολεκτίβα του Νικήτα, γιατί πραγματικά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Αυτοί οι τρεις δηλαδή, τα δυο θύματα κι ο δάσκαλος, ζουν σε μια παράγκα έξω από την Αθήνα, έχουνε κοινό συσσίτιο και το θράσος να λένε πως είναι ευτυχείς. Κάποτε ήμουνα κι εγώ στον κύκλο τους, τώρα όμως ευτυχώς έχω ανανήψει, όπως κι ο Παντελής Καλαμπόκης, που ξέφυγε πρώτος από τα νύχια της προπαγάνδας του Νικήτα. Συγχρονίστηκε, πήρε το ψευδώνυμο Άλκης Αλκής και χωρίς περιττές απελπισίες που απότυχε σαν ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας, φρόντισε να κινηθεί δραστήρια κι έγινε σήμερα ένας έγκυρος κριτικός θεάτρου. Μια συζήτηση που είχα τελευταία μαζί του σ’ ένα κοσμικό μπαρ, μου έδωσε την ευκαιρία να τακτοποιήσω κι ένα άλλο ζήτημα. Πρόκειται για τις τύψεις. Λοιπόν, τις ένιωσε κι αυτός στα πρώτα βήματα της στροφής του, αλλά όπως με βεβαίωσε, τώρα πια δεν τις νιώθει καθόλου. «Σύντομα θ’ απαλλαγείς και συ απ’ αυτές τις ανοησίες», μου τόνισε και τον πίστεψα με μεγάλη ευχαρίστηση. Από τότε τις περιφρονώ όταν με πιάνουν πότε πότε. Για να συντομέψω μάλιστα τον αφανισμό τους, σκέφτομαι να κάνω κι ένα είδος αυτοψυχανάλυση. Θα πιάσω έτσι τη ρίζα του κακού και δεν έχω τότε παρά να την ξεριζώσω και να ησυχάσω οριστικά.
- «…Και όχι μόνο παραμένω στον Πανατικό για όσες τριετίες θα ζήσω, αλλά έχω κι ένα παράπονο: Γιατί δεν πήραν οι αρμόδιοι ένα ξύλο να μου σπάσουν το κεφάλι;»
Είναι κατά λέξη οι δηλώσεις του Δημητρίου προς τους δημοσιογράφους την τριακοστή Σεπτεμβρίου και ο τίτλος σ’ ένα πύρινο άρθρο του Τουβλά που δημοσιεύτηκε την άλλη μέρα στον Αθλητικό Τύπο. Στο ιστορικό εκείνο άρθρο έριχνε για πρώτη φορά ο Τουβλάς την ιδέα να μετονομαστεί το μέχρι τότε «Γήπεδον Αθηνών» σε «Γήπεδον Αυγούστου», για να θυμίζει στους απογόνους τα δραματικά γεγονότα που δόνησαν την ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα της Ελλάδας και τα οποία, ναι μεν λυθήκανε κατά τρόπο εθνικό το Σεπτέμβρη, αλλά ο Αύγουστος ήταν ο πραγματικά δραματικός μήνας του διμήνου Αύγουστος – Σεπτέμβριος. Η άποψή του έγινε τελικά δεκτή κι έτσι κατά κάποιο τρόπο πέρασε κι ο Τουβλάς στην αθανασία, συνδέοντας το όνομά του με την ιστορική αυτή μετονομασία.
Στο θαυμάσιο εκείνο άρθρο τονίστηκε μεταξύ των άλλων η ελληνοπρεπής αυτοκριτική του Δημητρίου, καθώς και η συμβολή ενός νέου συγγραφέα στην εθνική λύση που πήρε το εφιαλτικό εκείνο πρόβλημα. Στη στήλη της κριτικής του ίδιου φύλλου, το Λυκόφως της Προδοσίας κρίθηκε ως το καλύτερο έργο της χρονιάς και διατυπώθηκε ανοιχτά η άποψη πως δεν έπρεπε να μείνει φίλαθλος που να μην το διαβάσει. Υμνήθηκε η ψυχολογική δεινότητα του συγγραφέα και η ελληνική ποιότητα της ψυχής του, σε σημείο που κι ο ίδιος ο συγγραφέας διαβάζοντας όλ’ αυτά δεν μπόρεσε να μη δακρύσει.
Μάλιστα, δάκρυσα και το ομολογώ. Ήταν η πρώτη κριτική που γράφτηκε για μένα, μέχρι τότε δεν λάβαιναν τον κόπο οι κριτικοί ούτε να με βρίσουν. Να όμως που τώρα… ένας ύμνος… πώς να μη δακρύσει κανείς; Ανέκαθεν πίστευα στην ψυχολογική μου δεινότητα, εκείνο που δεν ήξερα ήταν η ελληνική ποιότητα της ψυχής μου. Έπρεπε να μου τη δείξουν για να την ιδώ κι εγώ, να λοιπόν η συμβολή της κριτικής στην τέχνη. Έγραψα ένα σεμνό γράμμα στον κριτικό, όπου τον ευχαριστούσα και τον παρακαλούσα να με κρίνει πιο αυστηρά, δείχνοντας κατά το δυνατό τις ατέλειές μου. Έλαβα την απάντησή του σ’ ένα δίστηλο άρθρο, το οποίο μάλιστα περιείχε και το γράμμα μου, σαν ένα σπάνιο δείγμα μετριοφροσύνης. Λοιπόν, δεν έβρισκε τίποτε να παρατηρήσει, μου απόδειξε πως είχα το χριστιανικό χάρισμα της ταπεινοφροσύνης και με συμβούλεψε να προχωρήσω θαρραλέα στο ανηφορικό μονοπάτι της τέχνης μου, για να φτάσω μια μέρα εκεί που με προόριζε η μοίρα. Ακολουθούσαν μερικοί έπαινοι ακόμα και το θαυμάσιο εκείνο άρθρο τελείωνε έτσι: «Πέφτει λοιπόν σε ασυγχώρητη αμέλεια ο κάθε φίλαθλος που δε θα διαβάσει το Λυκόφως της Προδοσίας».
Δεν πέρασαν δέκα μέρες και η πρώτη έκδοση είχε εξαντληθεί. Ακολούθησε αμέσως δεύτερη με άλλα 15000 κομμάτια. Σ’ ένα μήνα είχαν απομείνει μόνο 5000, οπότε και ρίχτηκε από το Χρίστο η γνώμη να βαδίσουμε αμέσως για τρίτη έκδοση, να προλάβουμε τις απαιτήσεις του κοινού μας. Κατά το Χρίστο, οι βέβαιοι φίλαθλοι ανέρχονταν σε 40000 περίπου, επομένως θα μας έλειπαν συνολικά καμιά δεκαριά χιλιάδες κομμάτια. Εξετάσαμε προσεχτικά το ζήτημα, συσκεφθήκαμε μάλιστα και με τον εκδότη μας, αλλά δεν προχωρήσαμε την υπόθεση γιατί πληροφορηθήκαμε την τελευταία στιγμή πως ένα είκοσι πέντε τοις εκατό από το κοινό μας ήταν αναλφάβητο. Μείναμε λοιπόν στη δεύτερη έκδοση. Άλλωστε τα όσα είχαν πουληθεί αποτελούσαν αξεπέραστο όριο για ελληνικό βιβλίο, είχα σπάσει το ρεκόρ με διαφορά 10000 κομμάτια. Το προηγούμενο το κατείχε ο κοσμικός συγγραφέας Ντίνος Νταλής με το έργο του Τα Μεσάνυχτα θα βγει το Φεγγάρι, ψυχολογικό μυθιστόρημα με βάση πλατωνικοσεξουαλική και φόντο κοινωνιολογικό. Αλλά εκτός από το ρεκόρ απόσπασα και το φθόνο του, με αποτέλεσμα να κινήσει εναντίον του κάτι φίλους του κριτικούς. Το δυστύχημα είναι πως αυτοί οι κριτικοί έγραφαν σε πολιτικές εφημερίδες, ενώ εγώ είχα τη συμπαράστασή μόνο των αθλητικών. Δεν αδράνησα όμως. Επισκέφτηκα τον Άλκη Αλκή και του εξήγησα πως είναι έγκλημα για το ταλέντο του να καταπιάνεται μόνο με κριτική θεάτρου και να περιφρονεί το βιβλίο. Ήτανε πια καιρός να κάνει την εμφάνισή του και προς αυτή την κατεύθυνση και μάλιστα παρουσιαζότανε μια καλή ευκαιρία να βάλει τα γυαλιά στους μεγαλόσχημους αυτούς κυρίους. Θα μπορούσε περίφημα να στηριχθεί στην ψυχολογική σύνθεση που κυριαρχούσε στο Λυκόφως της Προδοσίας, να την τονίσει και να δείξει έτσι καθαρά τη μυωπική τους κριτική.
- Η ψυχολογία του ποδοσφαιριστή, Άλκη, μπορεί μια χαρά να είναι αντικείμενο τέχνης. Να, που θα στηριχθείς.
Το παραδέχτηκε. Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά, ή μάλλον στρωθήκαμε, και σε δυο μέρες ήταν έτοιμη μια απάντηση σεμνή αλλά και τολμηρή, δηλαδή σεμνά τολμηρή. Δημοσιεύτηκε την αμέσως ερχόμενη Κυριακή στην καλλιτεχνική σελίδα του Ελληνικού Παλμού, που κατά γενική ομολογία ήτανε και είναι μέχρι σήμερα μια από τις σοβαρότερες πρωινές εφημερίδες. Έτσι, το όνομά μου άρχισε να γίνεται γνωστό και στο λεγόμενο σοβαρό κοινό, με αποτέλεσμα να λάβουνε χώρα δυνατές συζητήσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους, για το αν ένα έργο με ποδοσφαιρικό περιεχόμενο άξιζε την προσοχή των οπαδών της σοβαρής τέχνης. Σοβαρή ελληνική τέχνη λέγοντας, εννοούμε βέβαια κατ’ αρχήν εκείνην που προσφέρει στον αναγνώστη πλούσια περιγραφή τοπίων, θαλάσσης και ενδυμασίας ηρώων.
Τα παραπάνω είναι απαραίτητα για να καταλάβει κανείς την επίθεση που έκανε η σοβαρή κριτική στο Λυκόφως της Προδοσίας. Το χτύπησαν φανερά και μήτε ο Άλκης γλίτωσε από τα βέλη. Διατυπώθηκε οδυνηρή απορία για το πώς ένας σοβαρός κριτικός της περιωπής του Άλκη Αλκή δεν πρόσεξε ότι το έργο χωλαίνει στην περιγραφή. «Μήπως δεν ήθελε να το προσέξει;» ρωτούσε κάποιος κακεντρεχής. Γενική αποδοκιμασία όμως εκφράστηκε για την εκλογή του θέματος. «Δεν απομένει λοιπόν τώρα, παρά να συμβουλέψουμε τους νέους να προτιμούν τα γήπεδα από τα ελληνικά βιβλία», έγραφε με πίκρα ο σεβάσμιος στην ηλικία πρύτανης των Ελλήνων κριτικών Μαξιμιλιανός Χουρμάς, εκφράζοντας έτσι το κοινό παράπονο των Ελλήνων συγγραφέων, που έβλεπαν στον αθλητισμό και ειδικά στο ποδόσφαιρο έναν επικίνδυνο ξελογιαστή της πελατείας τους. Και δεν είχαν άδικο. Αν δεν υπήρχε η διανοούμενη μερίδα του γυναικείου φύλου, είναι ζήτημα αν κι αυτός ακόμα ο Ντίνος Νταλής θα πουλούσε 200 κομμάτια. Όσο για τους αριστείς της ελληνικής πεζογραφίας, αυτοί με μεγάλο ζόρι έφταναν στον αριθμό 300, παρ’ όλες τις επαινετικές κριτικές των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών. Καθόλου περίεργο λοιπόν που ξεσηκώθηκαν όλοι κατά πάνω στον Άλκη Αλκή. Η επαινετική του κριτική θεωρήθηκε ένα είδος προδοσίας για την τέχνη, προκάλεσε δε και κάτι φοβερούς υπαινιγμούς περί τα ελατήρια που έσπρωξαν το «μέχρι χθες σοβαρό κριτικό κ. Άλκη Αλκή σ’ ένα τέτοιο κατρακύλισμα. Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία στον κίτρινο δαίμονα της υλιστικής μας εποχής;» Και εννοούσαν βέβαια το χρήμα. Τα άσπλαχνα τούτα λόγια έπεφταν σαν χαστούκια στην κλονισμένη άλλωστε ψυχραιμία του καημένου του Άλκη. Είδε τον κίνδυνο να κρέμεται σαν σφυρί πάνω από την εύθραυστη καριέρα του, τον έπιασε φόβος και άρχισε να σκέφτεται τρόπους για επανόρθωση. Με την ταραχή που είχε, θα ‘φτανε ίσως στην ταπεινωτική λύση να ζητήσει συγνώμη. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή του παρουσιάστηκα σαν από μηχανής θεός. Είχε τέτοια ψυχικά χάλια, που δε δυσκολεύτηκα να του επιβληθώ.
- Δε θα υποχωρήσεις! Τον πρόσταξα. Θα τραβήξεις το δρόμο που χάραξες και το αποτέλεσμα θα είναι να τους συντρίψεις όλους. Θα σου πω εγώ πως.
Με κοίταξε με κάποιο φόβο και ψιθύρισε.
- Πού με οδηγείς πάλι;
- Στη δόξα! Του αποκρίθηκα.
Κούνησε με πίκρα το κεφάλι και σηκώθηκε να γεμίσει το ποτήρι του. Προσπαθούσε από μέρες να σβήσει τη δυστυχία του στο πιοτό. Άρπαξα το ουίσκι από τα χέρια του και τον ξανακάθισα στη θέση του μ’ έναν τρόπο ελάχιστα μαλακό.
- Θα κάνεις τούτο! του τόνισα. Θα γράψεις ένα γερό άρθρο, αρχίζοντας από την ανάλυση της κριτικής. Ποιο είναι το έργο της; Η διάγνωση ενός ταλέντου στα πρώτα του βήματα, διάγνωση που δεν μπορεί να την κάνει ο πρώτος τυχόντας, αλλά μόνον ένας γεννημένος κριτικός, που σε κάτι ασήμαντα φαινομενικά στοιχεία, αόρατα με γυμνό οφθαλμό – θα τονίσεις οπωσδήποτε την αλληγορία του γυμνού οφθαλμού – σε κάτι τέτοια λοιπόν αμφίβολα για τους πολλούς στοιχεία διακρίνει τον πυρήνα ενός μελλοντικού ολοκληρωμένου ταλέντου. Πρώτος εσύ είδες αυτά τα στοιχεία στο Λυκόφως της Προδοσίας, στοιχεία που αργά ή γρήγορα θα συγκροτήσουν ένα δυνατό ταλέντο. Βέβαια, το έργο είναι ποδοσφαιρικό, όμως αυτό είναι ζήτημα εκλογής θέματος και όχι τεχνικής. Επειδή δε σε τέτοιες περιπτώσεις η εξέλιξη έχει ανοδική τροχιά, περιμένεις τώρα το πλήρωμα του χρόνου, όπου το συγκροτημένο πια ταλέντο θα εκδηλωθεί και σε θέμα μη ποδοσφαιρικό. Και θα κλείσεις το άρθρο κάπως έτσι: «Πιστεύω και περιμένω. Και καμιά απάντηση δε θα δώσω στις επικρίσεις που θα προκαλέσει το άρθρο τούτο. Τοποθετώ την κριτική μου τιμή στα χέρια του χρόνου. Ελεύσεται ήμαρ! Πιστεύω και περιμένω!» Με κατάλαβες;
Αντί να μου αποκριθεί αν κατάλαβε, ζήτησε μ’ επιμονή να πιει. Τον άφησα. Κατέβασε μισό ποτήρι, τόνωσε το ηθικό του και με βεβαίωσε πως έπρεπε να είχα τρελαθεί, έτσι που τον συμβούλευα να οξύνει την κατάσταση. Μου το ξέκοψε αμέσως.
- Δεν τρελάθηκα να ρίξω λάδι στη φωτιά! Είπε ορθά κοφτά.
Αλλά κι εγώ του αποκρίθηκα επίσης ορθά κοφτά.
- Ακριβώς αυτό θα κάνεις. Θα ρίξεις λάδι στη φωτιά και θα τρέξουν να τη σβήσουν αυτοί που την άναψαν. Ποιο είναι το καλύτερο νεοελληνικό βιβλίο, σύμφωνα με την κριτική φυσικά;
- Από τη γενιά του ’30;
- Απ’ όλες τις γενιές.
- Κατά το Χουρμά, η Πικροθάλασσα.
- Είναι γενική άποψη αυτή;
- Φυσικά. Εφόσον το λέει ο Χουρμάς… Αλλά που θέλεις να καταλήξεις;
- Περίμενε. Σε τρεις μήνες ο Αητός της Αετοράχης θα είναι ο νικητής της Πικροθάλασσας. Από αύριο κιόλας θα γράψεις το άρθρο προφητεύοντας το ταλέντο μου, ένα ταλέντο όπως ακριβώς το θέλουν αυτοί, κι εγώ θα σε δικαιώσω. Με τον Αητό της Αετοράχης θα τους μηδενίσεις όλους, μηδέ του Χουρμά εξαιρουμένου.
Με κοίταξε κατάπληχτος. Κι αυτό σήμαινε ότι σαν πολύ το ‘χα πάρει πάνω μου, θέλοντας να συναγωνιστώ νικηφόρα την Πικροθάλασσα. Αποφάσισα να μιλήσω ανοιχτά.
- Άκουσε, του είπα. Δε μας βλέπει κανένας τρίτος κι έτσι μπορούμε να μιλήσουμε καθαρά. Έσφιξα πολύ την ψυχή μου για να γράψω το Λυκόφως της Προδοσίας, λοιπόν θα τη σφίξω πιο πολύ για να κατασκευάσω ό,τι χρειάζεται στον αγώνα μας. Αν μάλιστα κατορθώσω να τη σφίξω μέχρι ασφυξίας, να ‘σαι σίγουρος πως θα ξεπεταχτεί ένας λογοτεχνικός λουκουμάς, που μπροστά του η Πικροθάλασσα θα φαίνεται στραγάλι. Πρώτος ο Χουρμάς θα το διακηρύξει και άπαξ αιχμαλωτίσουμε το θαυμασμό του Χουρμά, ποιος θα τολμήσει να υψώσει κεφαλή;
- Αυτό ναι, αν ενθουσιαστεί ο Χουρμάς… Αλλά για στάσου. Πώς μιλάς έτσι περιφρονητικά για την Πικροθάλασσα; Διάβασες με τι ζωντανό τρόπο περιγράφεται μέσα κει το μαγείρεμα της κακαβιάς;
- Εγώ όμως θα περιγράψω πώς πήζουν το τυρί οι τσοπαναραίοι και μάλιστα θα τοποθετήσω γύρω γύρω ροδομάγουλες βοσκοπούλες να παίζουν φλογέρα. Αυτός πήρε θέμα θαλασσινό, εγώ θα πάρω βουνίσιο, γιατί εδώ που τα λέμε ήτανε πια καιρός. Το βουνό έχει περιφρονηθεί από την ελληνική πεζογραφία που δείχνει μια σκανδαλώδη προτίμηση στα θαλασσινά θέματα. Γιατί τόση αδικία, Άλκη; Να, τι θα σκεφθεί ένας σοβαρός Έλληνας κριτικός. Και θα τον αναγκάσω ακόμα, με τον τρόπο που θα ξετυλίξω την υπόθεση, να σκεφθεί και τούτο: πώς οι ορεινές περιοχές έχουν δώσει στην ελληνική κοινωνία κορυφαίους επιστήμονας και στρατιωτικούς, όσο δε για τους επιλοχίες που αποτελούν τη βάση του στρατού μας, αυτοί κατά κανόνα δεν είναι θαλασσινοί. Θα βγαίνουν όλ’ αυτά σαν αβίαστο συμπέρασμα και να δεις που στο τέλος θα συγκινηθούν ακόμα και οι θαλασσινοί, γιατί ο αλτρουισμός Άλκη δεν είναι αρετή άγνωστη στη φυλή μας. Θα περιγράψω τη ζωή του βουνού μ’ έναν τρόπο ζηλευτό. Ο Ζολά στα έργα του παραθέτει αυτούσια δρομολόγια τρένων και πλήρεις καταλόγους εστιατορίων, λοιπόν κι εγώ δε θα υστερήσω. Θα περιγράψω έτσι που θα σαστίσεις και συ. Θα σπάσω κάθε προηγούμενο ρεκόρ περιγραφής, στα πενήντα τοις εκατό θα φτάσω. Όσο για το άλλο πενήντα, αυτό θα δίνει παραστατικά την τσοπανική ζωή με τους μόχθους και τις χαρές της, τους θρύλους και τα όνειρα των ορεσιβίων, των ακραιφνών αυτών Ελλήνων που δε διαβρώθηκαν ακόμη από τα μικρόβια ξενικών επιδράσεων, αλλά έμειναν Έλληνες όπως ήταν οι πρόγονοι των προγόνων τους, προπαντός στα ζητήματα της σεξουαλικής τιμής. Και που ισχυρίζονται πολλοί ότι έχουν ψείρες και δεν κάνουν μπάνιο, εγώ αυτό θα το καταρρίψω.
- Αυτό ναι, πρέπει να το κάνεις οπωσδήποτε. Αλλά ποιος θα είναι τέλος πάντων ο Αετός; Ως τώρα μίλησες μόνο για την Αετοράχη, που αν κατάλαβα καλά, είναι χωριό.
- Κεφαλοχώρι που δεν το πάτησε ποτέ ο Τούρκος.
- Κι αυτό, που δεν το πάτησε ο Τούρκος, είναι καλό επίσης. Οι άνθρωποι εκεί πρέπει να διατηρούν αμόλευτες τις εθνικές παραδόσεις. Φυσικά, θα είναι όλοι εθνικόφρονες. Έτσι;
- Πολύ εθνικόφρονες. Θα το τονίσω με γεγονότα, αλλά θ’αποφύγω τις υπερβολές. Δε θα βάλω τα παλικάρια του χωριού να τρέχουν ανυπόμονα για κατάταξη στο στρατό δυο μήνες πριν από την ορισμένη μέρα, λόγου χάρη. Θα καταφθάνουν την παραμονή ακριβώς με τραγούδια πατριωτικά και στεφάνια στο κεφάλι, άνθινα στεφάνια που έπλεξαν οι βοσκοπούλες με άνθη του βουνού.
- Ρωμαλέα θριαμβική εμφάνιση, το καταλαβαίνω. Δε θα ήταν όμως άσχημο να δημιουργήσεις κι έναν πιο ενθουσιώδη τύπο ακόμα. Ας πούμε έναν απόγονο αρματολών, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και φτάνει για κατάταξη δυο μήνες πριν. Δεν τον δέχονται φυσικά, αλλά κι αυτός δε γυρίζει πίσω. Τώρα που είδε το στρατώνα και μύρισε τον αέρα του, καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να φύγει και απορεί μάλιστα πώς έζησε τόσα χρόνια μακριά απ’ όλ’ αυτά. Τριγυρίζει στο φράχτη του στρατώνα πουλώντας κουλούρια για να βγάλει το ψωμί του και περιμένει, περιμένει το Ελληνόπουλο τη μεγάλη μέρα που επιτέλους θα το δεχθούν. Πώς το βρίσκεις;
- Πολύ ωραίο. Εφόσον υπάρχουν κι άλλα παρόμοια προηγούμενα στην πεζογραφία μας, γιατί να υστερήσουμ’ εμείς; Μπορούμε περίφημα να γράψουμε ότι τη μέρα που επιτέλους τον δέχονται για κατάταξη, ξέρει απ’ έξω τους μισούς κανονισμούς του πεζικού. Τους έμαθε τους δυο αυτούς μήνες που τριγύριζες στο στρατώνα και πουλούσε στους φαντάρους τα κουλούρια, έχοντας την κάθε στιγμή τα μάτια του ανοιχτά. Θα υμνηθεί έτσι η αντίληψή του που κατά κάποιο τρόπο θα είναι και αντίληψη της φυλής. Μετά το τέλος της θητείας του λοιπόν, παραμένει μόνιμος στο στρατό. Γίνεται γρήγορα ανθυπασπιστής και πέφτει για την πατρίδα στον πόλεμο, κερδίζοντας την αθανασία. Στο χωριό του στήνουν μνημείο.
- Και τα βράδια, γύρω στη γεμάτη θαλπωρή τσοπάνικη φωτιά, ιστορούν οι χωριανοί τα κατορθώματά του. Συμφωνείς;
- Βεβαίως. Τα ιστορούν με σιγανή φωνή, ενώ τα ξύλα τρίζουν στη φωτιά, μέσα στη γαλήνη της βουνίσιας νύχτας. Μια βοσκοπούλα καθισμένη παράμερα ακούει και σκουπίζει περήφανα ένα δάκρυ. Είναι η αρρεβωνιαστικιά που έμεινε πιστή. Είναι όμως εκεί κι ένα δεκατετράχρονο αγόρι, απόγονος αρματολών κι αυτό, ακούει και στην ψυχή του φτερουγίζουν πόθοι εθνικοί. Είναι ο μελλοντικός συνεχιστής της παράδοσης, ο τυχερός που θα πέσει για την πατρίδα στον άλλο πόλεμο, κερδίζοντας κι αυτός μνημείο και αθανασία.
- Εύρημα! Αυτό για τη συνέχεια της παράδοσης είναι κατά κάποιο τρόπο εύρημα και θα το τονίσω στην κριτική μου. Αλλά δε μου καθόρισες ακόμα τον αετό. Θα είναι ο ανθυπασπιστής;
- Όχι ο ανθυπασπιστής. Ένας εκατόχρονος γεροτσέλιγκας, αυτός θα είναι ο αετός. Ένας από παράδοση αρχηγός, αγράμματος αλλά γεμάτος λαϊκή σοφία. Δεν του χρειάζονται μολύβια και χαρτιά για να ξέρει το σωστό, του το δίνει πάντα η αιωνόβια πείρα του, η πλουτισμένη και με τις διδαχές των προγόνων. Άρχισε από Μακεδονομάχος το χρέος του προς την πατρίδα, στους Βαλκανικούς πολέμους είναι σημαιοφόρος στο θρυλικό δέκατο σύνταγμα ευζώνων και πολεμάει σαν βασιλικός αετός. Τραυματίζεται ελαφρά, αλλά με κανέναν τρόπο δε δέχεται να μπει σε νοσοκομείο, χαμογελάει μάλιστα ειρωνικά σ’ αυτούς που τον συμβουλεύουν να γυρίσει στα μετόπισθεν. Βάζει στο τραύμα του βότανα που έχει φέρει μαζί του από το βουνό και το επιδένει μόνος του. Σε δέκα μέρες είναι καλά. Οι γιατροί σαστίζουν. «Βουνίσιο σκαρί», ψιθυρίζουν με θαυμασμό και ζητούν πληροφορίες για τη ζωή του, πώς διαβιούσε, τι έτρωγε, κλπ., προσπαθώντας να εξηγήσουν επιστημονικά το φαινόμενο. Δίνει τις πληροφορίες με βουνίσια απλότητα και ξαναγυρίζει βιαστικά στην πρώτη γραμμή. Όταν δε, η τρίτη διμοιρία τουφεκίζει και ρίχνει σε μια χαράδρα 50 Βουλγάρους αιχμαλώτους, αυτός καταλαβαίνει αμέσως το άτοπο και λυπάται.
- Για στάσου!... Αυτό για τους Βουλγάρους αιχμαλώτους είναι κάτι που… Έλληνες στρατιώτες των νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων να κάνουν τέτοια πράξη;
- Μου το είπε ο θείος μου ο Λεωνίδας. Ήταν εκεί μπροστά και μάλιστα έριξε κι αυτός.
- Περίεργο!... Πάντως, εμείς τουλάχιστο δεν πρέπει να πιστεύουμε τέτοια πράματα.
- Ίσως έχεις δίκιο. Το βρίσκω κι εγώ επικίνδυνο. Συμφωνώ. Άλλωστε μπορώ να δείξω την ορθή κρίση του Αετού μου με άλλα περιστατικά. Τέλος, αφού θα περιγράφεται κατά στάδια η γεμάτη σοφό νόημα ζωή του, το έργο θα τελειώνει με το θάνατό του.
- Θάνατο ηρωικό, βέβαια.
- Όχι Άλκη. Κι αυτό θα είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη, γιατί όλοι θα περιμένουν έναν ηρωικό θάνατο του Αετού, όπως τον περίμενες και συ. Λοιπόν εγώ θα του δώσω ένα θάνατο σοφό, σαν κι αυτόν που γεύτηκε ο Δημόκριτος.
- Δηλαδή, αν δεν κάνω λάθος, θα προαισθανθεί το θάνατό του. Θα ορίσει όμως και την ημερομηνία που θα συμβεί και θα την αναβάλει για μια μέρα, όπως και ο Δημόκριτος;
- Κι αυτό μπορεί να γίνει.
- Πρόσεξε τότε να μη φανεί σαν μίμηση, γιατί θα είμαι υποχρεωμένος να σε χτυπήσω στην κριτική μου.
- Έννοια σου. Θα του κάνω τόσες παραλλαγές που δε θα γνωρίζεται. Έπειτα θα του δώσω ένα σύγχρονο παλμό. Ο αετός μου θα πεθαίνει τριγυρισμένους από τους απογόνους του, εγγόνια και δισέγγονα που έχουνε διαπρέψει σε όλους τους αξιόλογους τομείς της ελληνικής δραστηριότητας. Έμποροι, κτηνοτρόφοι, γεωργοί, άνθρωποι του πνεύματος, νομικοί, μηχανικοί, βιοτέχνες και εργοστασιάρχες και προπαντός αξιωματικοί των διαφόρων όπλων, θα είναι οι απόγονοι του Αετού. Και όλ’ αυτά μαζί, πρόγονος και απόγονοι με τους παλμούς και τις αρχές τους, θα δίνουν μ’ ένα θαρραλέο συμβολισμό την εικόνα της Ελλάδας. Ίσως όμως δεν είναι άσχημο να παρουσιάσω και κανέναν πλοίαρχο.
- Να τον παρουσιάσεις.
- Θα τον παρουσιάσω.
- Και να είναι του πολεμικού ναυτικού. Συμφωνείς;
- Απολύτως. Το εμπορικό ναυτικό δεν το συζητώ καν, το βρίσκω κάπως σαν εξέλιξη της βαρκάρικης δουλειάς.
- Περίεργο!... την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Ίσως γιατί σαν άνθρωποι της τέχνης αντιπαθούμε τα εμπόρια.
- Χμ!... να λοιπόν που συμφωνούμε σε όλα. Διαφωνήσαμε πουθενά;
- Πουθενά. Πότε υπολογίζεις ν’ αρχίσεις;
- Χωρίς αναβολή από αύριο. Εσύ στο μεταξύ στρώσου να γράψεις το άρθρο.
- Σήμερα κιόλας θα το βάλω μπροστά.
- Φεύγω και σ’ αφήνω για ν’αρχίσεις αμέσως.
Χαιρετηθήκαμε σφίγγοντας θερμά τα χέρια, ενώ το βλέμμα μου έπεφτε τυχαία στο σαγόνι του. Είχε ένα ρυθμό άβουλης βλακείας.
Τρεις μήνες λογάριαζα να ξοδέψω για τον Αητό της Αετοράχης, μου χρειάστηκαν όμως έξι, γιατί μεσολάβησαν συχνά διαλείμματα, απαραίτητα από άποψη υγιεινής. Είναι γιατί πήρα το ζήτημα πολύ επιπόλαια στην αρχή. Είχα δηλαδή υποτιμήσει το σφίξιμο της ψυχής που απαιτούσε μια τέτοια κατασκευή, αλλά η πράξη απόδειξε πως το σφίξιμο έπρεπε να ‘ναι ολοκληρωτικό, σχεδόν μέχρι ασφυξίας, οπότε και παρουσιάστηκε σαν επιτακτική ανάγκη η μέθοδος των διαλειμμάτων. Βαστούσανε δε τα διαλείμματα πέντε και δέκα μέρες, ανάλογα με την ασφυξία που τα προκαλούσε, αλλά ανάλογα επίσης και μ’ αυτήν που θ’ακολουθούσε. Στα διαλείμματα αυτά δεν καθόμουνα με σταυρωμένα χέρια, σύχναζα στους λογοτεχνικούς κύκλους και καλλιεργούσα το έδαφος για την εμφάνιση του Αετού. Σ’ αυτούς τους κύκλους της σοβαρής νεοελληνικής τέχνης είχα μπει με τη βοήθεια του Άλκη. Στην αρχή με δέχτηκαν με αρκετή επιφύλαξη. Σαν συγγραφέας βιβλίου με αθλητικό περιεχόμενο, ήμουνα γι’ αυτούς ένας προερχόμενος από κατώτερα πνευματικά στρώματα, αλλά κι εγώ φέρθηκα φρόνιμα. Έδειξα με τη στάση μου πως αναγνώριζα την απόσταση που μας χώριζε και τους άφησα να καταλάβουν πως επιζητούσα μιαν ανώτερη πνευματική τροφή σαν τη δική τους. Κολακεύθηκαν. Μου έδειξαν στοργή και δέχτηκαν να με περάσουν και μένα στους δικούς τους ψυχικούς κόσμους.
Έτσι, ανοίχτηκαν μπροστά μου μακρότατες συζητήσεις γύρω από την τέχνη, και συγκεκριμένα, την τέχνη που θα παρουσιάσει η εποχή μας, «αν δεν την έχει παρουσιάσει πια», όπως υποστήριζαν μερικοί, υπονοώντας πιθανόν την Πικροθάλασσα. Μου εξηγούσαν τα μεν και τα δε και καθώς μ’ έβλεπαν να τους ακούω αχόρταγα, συνέχιζαν με θέρμη την κατήχησή τους.
Δυο χιλιάδες χρόνια ο Χριστιανισμός κάνει ενέσεις αλτρουισμού στη ματαιόδοξη φύση του ανθρώπου, καθόλου περίεργο λοιπόν αν τον έχει καταντήσει ματαιόδοξο αλτρουιστή. Το διαπίστωσα με τα μάτια μου όταν σε λίγο άρχισαν να ξεπηδούν αντιζηλίες ανάμεσα στους κατηχητές μου. Στην αρχή κοίταξα να συμβιβάσω τα πράματα, μοιράζοντας την προσοχή μου στον καθένα αμερόληπτα. Φαίνεται όμως πως ο άνθρωπος δεν είναι από φυσικού του σοσιαλιστής, τα θέλει όλα για τον εαυτό του και λοιπόν κινδύνεψα να πληγώσω τους πιο δυναμικούς, αυτούς δηλαδή που χρειαζόμουνα. Τότε κι εγώ άφησα κατά μέρος τις σοσιαλιστικές ουτοπίες και φρόντισα να προσγειωθώ. Στράφηκα οριστικά στους δυναμικούς και το θαυμάσιο στην υπόθεση είναι πως στο τέλος βρήκανε τη στάση μου σωστή και οι μη δυναμικοί, ίσως γιατί ο άνθρωπος έχει μέσα του και πολύ ψυχικό στοιχείο σκύλου. Γαβγίζει μεν στην αρχή, αλλά όταν σφίξουν τα πράματα ξέρει και να κουνάει την ουρά του με γαλιφιά.
Μπήκα λοιπόν κατά κάποιο τρόπο στην κηδεμονία των ισχυρών αυτών παραγόντων της σοβαρής τέχνης. Περιβλήθηκα με την προστασία τους, οπότε σύμφωνα με την ορθόδοξη ψυχολογία, θα ‘πρεπε να πιστεύουν πως κάθε μελλοντική επιτυχία μου θα προερχότανε κατά μέγα μέρος απ’ αυτούς. Τροφοδότησα με κάθε μέσο την άποψη αυτή, μια μέρα μάλιστα δήλωσα καθαρά και το εξής: Αν κάποτε γράψω κι εγώ κάτι καλό, φίλοι μου, θα το χρωστώ σε μερικούς ανθρώπους, που δυστυχώς τους γνώρισα πολύ αργά. Δεν έκανα το σφάλμα να τους ονομάσω, έδωσα στον καθένα το ελεύθερο να θεωρήσει τον εαυτό του σωτήρα μου κατά όποιο ποσοστό ήθελε αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν να με πλησιάσουν και μερικοί νεαροί που κυκλοφορούσαν στους λογοτεχνικούς κύκλους χωρίς να κατορθώνουν ν’ αποσπάσουν λίγη προσοχή, παρ’ όλες τις ιμπρεσιονιστικές γραβάτες και τα εξπρεσιονιστικά πανταλόνια που φορούσαν. Αυτοί κατά γενική ομολογία ήταν οι εκκολαπτόμενοι της τέχνης, αλλά έναν τέτοιο συγκαταβατικό χαρακτηρισμό δεν τον σήκωναν καθόλου τα παιδιά που φυσικά έκαναν το παν για να τον αποτινάξουν. Άφηναν μακριά μουστάκια, άλλοι ξύριζαν τα γένια τους ιταλικά και μερικοί εξτρεμιστές, αφού χωρίς επιτυχία πρόσθεσαν στα παραπάνω και την καμπουρωτή αγγλική πίπα, έφτασαν τέλος στα τατάρικα τσιμπούκια των πενήντα πόντων, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Η αφάνεια δεν έλεγε να υποχωρήσει, τους τύλιγε σαν εγγλέζικη ομίχλη, οπότε και παρουσιάστηκαν τα πρώτα κρούσματα της ανταρσίας. Οι πιο θερμόαιμοι απείλησαν προσχώρηση στο σουρεαλισμό, που προσφέρει ανεξαρτησία και αποκλείει από τη φύση του κάθε δικαίωμα αμφισβήτησης. Οι μετριοπαθείς σώπαιναν, αλλά γινότανε φανερό πως αργά ή γρήγορα θ’ακολουθούσαν κι αυτοί. Άλλη λύση δεν μπορούσε να βρεθεί κατά τα φαινόμενα.
Το βλέμμα μου στάθηκε με συλλογή πάνω σε τούτη την ομάδα. Αυτοί οι ασήμαντοι προς το παρόν νεαροί ήτανε μια μελλοντική δύναμη, δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Τους έδωσα όλες τις προϋποθέσεις για να με συμπαθήσουν και προπαντός χάρισα την ακοή μου αφειδώς στον αρχηγό τους Μπέμπη Χαλκά. Έμαθα τότε από τον ίδιο πως το υπέροχο στην Πικροθάλασσα δεν είναι το μαγείρεμα της κακαβιάς ούτε οι πλούσιες περιγραφές των θαλασσοδαρμένων και αλατοπασαλειμένων θαλασσινών βράχων όπως νομίζουν μερικοί, αλλά το παράλογο του θρύλου της γοργόνας, το πέραν της λογικής. Τον κοίταξα μ’ έκπληξη και θαυμασμό, γεγονός που συγκίνησε και τον ίδιο και τους οπαδούς του. Πιστεύω ότι από κείνη τη στιγμή άρχισαν να μ’ αγαπούν.
Δεν προχώρησα όμως σε στενότερες σχέσεις μαζί τους, θα ήταν επικίνδυνο προς το παρόν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αργότερα, όταν συγκροτημένοι πια σε κόμμα καλλιτεχνικό, θα είχανε κι αυτοί να παρουσιάσουν κάποια δύναμη. Τότε ναι, θα τους πλησίαζα περισσότερο, χωρίς όμως να απαρνηθώ και τους άλλους, θα κρατούσα μια μέση απόσταση ανάμεσα σε όλους, αγαπητός απ’ όλους. Τώρα πάντως μου χρειάζονταν οι ορθόδοξοι δυναμικοί, αλλά φαίνεται πως με χρειάζονταν κι αυτοί. Θα μπορούσαν να με προτάξουν σαν ένα δυνατό επιχείρημα στις απόψεις τους. Ήμουν ο συγγραφέας που έσπασε ρεκόρ κυκλοφορίας με έργο ποδοσφαιρικό, δηλαδή ελαφρό. Όταν λοιπόν ένας τέτοιος υπολογίσιμος εχθρός της σοβαρής τέχνης παραδέχεται ως σοβαρή τη σοβαρότητα της σοβαρής νεοελληνικής τέχνης της γενιάς του ’30 προπαντός, δηλαδή της γενιάς που κατά την έγκυρη γνώμη των εκπροσώπων της έχει προσφέρει με απλοχεριά στον τόπο μας κορυφαίους συγγραφείς, κριτικούς και αναγνώστες, όταν λοιπόν συμβαίνουν αυτά κι αυτά, τότε έχουμε μπροστά μας μια νίκη όχι συνηθισμένη. Έπειτα θα μπορούσα να παρασύρω κι ένα μέρος από την πελατεία μου προς την περιοχή τους. Δεν ήμουνα λοιπόν ο πρώτος τυχόντας, το καταλάβαιναν. Και πολλοί απ’ αυτούς που είχανε διαβάσει το Λυκόφως της Προδοσίας, μπορεί μεν να διαφωνούσανε προς το θέμα, αλλά στο ζήτημα της τεχνικής έβλεπα πως δεν ήμουνα και τόσο πίσω. Με λίγη προσπάθεια και καθοδήγηση θα μπορούσα, κατά τη γνώμη τους, να παρουσιάσω πλούσιες περιγραφές, αλλά και δυνατές σκέψεις για τη ζωή, εξαιτίας από τις πολλές γνώσεις που κατείχα και τις οποίες γνώσεις φρόντιζα πάντα να παρουσιάζω με σεμνή αφέλεια, ώστε να μην τους μπαίνω και στη μύτη. Για το ζήτημα των γνώσεων ακολούθησα ένα παλιό σχέδιο που είχα χρησιμοποιήσει ευρύτατα στην εφηβική μου ηλικία, όταν ήτανε να κόψω κανένα κορίτσι ή να κατατροπώσω κανέναν αντεραστή. Ήτανε τούτο: Ξεφύλλιζα αποβραδίς την εγκυκλοπαίδεια, μάθαινα απ’ έξω ένα δύσκολο θέμα και την άλλη μέρα στην παρέα έφερνα με τρόπο την συζήτηση πάνω σ’ αυτό, όπου και τους έτρεπα όλους σε φυγή. Με τον καιρό το κεφάλι μου φούσκωνε από γνώσεις, έγινα ο εφιάλτης του κάθε συζητητή. Κανένας δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση στα λόγια μου, ήξερε πως κάπου θα τον τσάκωνα και θα τον έκανα δυο παράδες μπροστά στα μάτια όλης της παρέας.
Το παλιό εκείνο σχέδιο παραμερίστηκε αργότερα, γιατί με τα χρόνια άρχισα βέβαια κι εγώ να ωριμάζω. Όταν μάλιστα έγραφα το πρώτο μου έργο Ρυθμοί της Πολιτείας, που μου ‘φερε το γνωστό μας εφιαλτικό 38, ο χρόνος μου είχε αρπάξει χωρίς δυσκολίες όλες εκείνες τις γνώσεις. Έφυγαν ευχάριστα από το κεφάλι μου, όπως ακριβώς είχανε μπει, εντελώς αβασάνιστα. Έμειναν βέβαια κάτι υπολείμματα, αλλά δεν ήταν για συζήτηση. Να όμως που ήρθε τώρα η ώρα να γυρίσω στα παλιά. Και γύρισα πλουσιότερος σε βάθος και πλάτος σκηνοθεσίας. Τώρα έπιανα θέματα διαλεχτά απ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμα και θέματα χημείας. Και τα συζητούσα όχι όπως τότε, με ορμή και προπέτεια, αλλά με απλότητα και πετυχημένο χιούμορ, που κατά κάποιο τρόπο αιχμαλώτιζε. Κάτι τέτοιες στιγμές κυκλοφορούσε μέσα μου ο θείος μου ο Μήτσος, τόσο χαριτωμένα μιλούσα. Με άκουγαν ευχάριστα, σταματούσα με τρόπο δίνοντας το λόγο σ’ αυτούς κι έτσι απόφευγα να προκαλέσω την αντίδραση του εγωισμού τους. Δεν ήταν ακόμα καιρός για να κάνω την τελική έφοδο, με αντικειμενικό σκοπό την οριστική αιχμαλωσία και υποταγή του εγώ τους στο δικό μου.
Στο μεταξύ έγινε αναψηλάφηση υπό νέο φως στο άρθρο του Άλκη που προφήτεψε το ταλέντο μου και που δεν είχε προκαλέσει στην αρχή καμιά κολακευτική εντύπωση, ούτε για μένα ούτε και γι’ αυτόν. Μάλλον ειρωνικά σχόλια είχε προκαλέσει και κάτι συμπληρώματα στο γνωστό μας σαρκασμό περί του κίτρινου δαίμονα της εποχής. Τώρα όμως που οι σαρκαστές και οι περί αυτούς είχανε μπροστά τους το αντικείμενο του άρθρου, ατένιζαν το βλέμμα του κι ακούγανε τη φωνή του, τώρα καταλάβαιναν με κάποια τύψη πως το ζήτημα σήκωνε αναθεώρηση, οπότε και στρώθηκε πάλι επί τάπητος το άρθρο του Άλκη. «Πιστεύω και περιμένω», ήτανε το συμπέρασμα του άρθρου. Λοιπόν, οι ελαστικοί το δέχτηκαν, αλλά και οι δύσκολοι δεν το αρνήθηκαν σε όλη τη γραμμή. Έσβησαν μονάχα το «πιστεύω» και κράτησαν το «περιμένω». Εξηγούσανε δε πως αυτό δε σήμαινε ότι είχανε την πρόθεση να μην πιστέψουν οπωσδήποτε, απλώς έμεναν προς το παρόν ουδέτεροι, με τη προοπτική να πιστέψουνε κι αυτοί όταν έρθει ο καιρός.
Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο να έρθει ο καιρός αυτός, είχα χρέος να τόνε φέρω. Πήρα το ζήτημα σοβαρά, γιατί εδώ παιζόταν η τιμή μου, η καινούρια δηλαδή τιμή μου. Η παλιά είχε αναγκαστικά θαφτεί σε αναγκαστική λήθη από τα ίδια μου τα χέρια μαζί με τους Ρυθμούς της Πολιτείας, την πρώτη αγάπη της πένας μου, που έθρεψε και λίκνισε τα συγγραφικά μου όνειρα ως τη στιγμή που ξεπετάχτηκε ο εφιάλτης υπό μορφήν 38 και ξύπνησα τρομαγμένος. Άκαρδη Λιλή! Εγώ ήμουν πάντα ένα καλό κι απλό παιδί με κλίση στην ανάταση και ποτέ δε θα πρόδινα την τέχνη μου για το χρήμα, αν εσύ στεκόσουνα με κατανόηση κοντά μου. Με σένα πιστή στο πλευρό μου θα είχα τη δύναμη να περιφρονήσω κάθε 38, αλλά χωρίς εσένα τρόμαξα ο δύστυχος, μπερδεύτηκα και τα ‘χασα. Με παράτησες γιατί δεν είχα χρήματα και δόξα, λοιπόν αλλαξοπίστησα κι εγώ και τώρα κοντεύω ν’ αποχτήσω και το δεύτερο στην πιο σοβαρή μορφή που φυτρώνει στον τόπο μας. Θα σε φέρω στα νερά μου, είναι τόσο σίγουρο, όσο και η θλίψη μου για την ταφή των Ρυθμών της Πολιτείας. Σκότωσες μέσα μου το αγνό παιδί, πρέπει να σου πω ευχαριστώ γι’ αυτό; Όταν καπνίζω την αγγλική μου πίπα και πίνω ακριβά λικέρ στα κοσμικά κέντρα, τότε ναι, λέω ευχαριστώ. Μπορώ όμως όλο το εικοσιτετράωρο να πίνω ακριβά λικέρ καπνίζοντας την πίπα; Αδύνατο, αφού πρέπει να σφίγγω κάθε τόσο την ψυχή μου κατασκευάζοντας Λυκόφωτα και Αετούς για να μπορώ να πίνω ακριβά λικέρ καπνίζοντας την πίπα. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να σε ξανακερδίσω, το βλέπω καθαρά κι έτσι ησυχάζω λίγο τη συνείδησή μου. Ας όψεται ο έρωτας! Θα μπορώ να λέω όταν οι τύψεις μου γίνουν αφόρητες. Δεν ήτανε κύριοι για τα λικέρ, το ακριβό το ντύσιμο και γενικά την αβασάνιστη ζωή που αλλαξοπίστησα, αλλά για την άκαρδη Λιλή. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!
Παρ’ όλες όμως τις παρήγορες αυτές σκέψεις, μια υποψία κυκλοφορούσε πάντα στα υπόγεια της ψυχής μου: μήπως Λιλή και πλούσια ζωή είναι δυο όψεις του ίδιου πόθου; Ποτέ δε θα μπορούσα να φαντασθώ τη Λιλή έξω από τον κύκλο της ζωής που έκανε, ώστε λοιπόν είχα κι εγώ ίσως υποσυνείδητη ροπή σε όλ’ αυτά, όπως και ο πάντα καλοντυμένος πατέρας μου. Εγώ μάλιστα μπορεί και να τον είχα ξεπεράσει. Αυτός φαινόταν αυτός που ήταν και ποτέ δεν του πέρασε από το κεφάλι να καταφύγει σε μηχανορραφίες για να επιβληθεί. Ίσως μάλιστα να μη νοιαζότανε και για τη δόξα. Ήταν αβαθής και δεν τον πείραζε, ίσως γιατί δεν το ‘ξερε. Τι να ‘ξερα τάχα εγώ, έτσι που παρουσίαζα θεληματικά σε κάθε ζήτημα ένα βάθος αβαθές, σχεδόν Παλαμικό; Ήμουν απλούστατα ένας μηχανορράφος για τον ίδιο λόγο που ο Νικήτας δεν ήτανε. Διψούσαμε κι οι δυο για τη χαρά της ζωής, με τη διαφορά πως αυτός ο Νικήτας την έβρισκε αλλού, σε δρόμους που κι εγώ θα μπορούσα να τη βρω, όχι όμως με μπαλωμένα παπούτσια και χωρίς Λιλή. Τώρα μάλιστα που γνώρισα και τ’ ακριβά λικέρ, τη φήμη και την ηδονή του παρά, τώρα πια κάθε απόπειρα επιστροφής στην αυγή θα έχει τον άνεμο αντίθετο.
Δεν είναι όμως ο πατέρας μου μονάχα κι ο θείος μου ο Μήτσος που κυκλοφορούσανε κάθε τόσο μέσα μου, είναι και ο πονηρός έμπορος παππούς μου, γι’ αυτό ίσως τσάκωσα μια μέρα τη σκέψη τούτη: θ’ αποχτήσω πρώτα το χρήμα και τη δόξα κι ύστερα θα ανηφορίσω στο δρόμο του Νικήτα με ολοκαίνουργα αλπινιστικά άρβυλα. Και θα τον ξεπεράσω! Πλημμυρισμένος από τις ωραίες αυτές προοπτικές έκανα και κάποιο πείραμα. Στρώθηκα να γράψω κάτι όπως τον παλιό καιρό, κάτι που ν’ αρέσει σε μένα, από μένα και για μένα. Βασανίστηκα πέντε ώρες, σταμάτησα κουρασμένος, ξαναδοκίμασα και δε βγήκε τίποτα. Άναψα με ταραχή το τελευταίο μου τσιγάρο και κοίταξα τα μουτζουρωμένα χαρτιά που κείτονταν σαν πτώματα πάνω στο καρυδένιο γραφείο μου. Βρισκόμουνα μήπως μπροστά σε μια φοβερή προειδοποίηση; Άνοιξα ένα μπουκάλι τζιν, ήπια μέχρι αναισθησίας και κοιμήθηκα στο χαλί.
Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Βρισκόμουνα στον τρίτο μήνα της κατασκευής του Αιτού της Αετοράχης και συγκεκριμένα στο έβδομο κεφάλαιο, όπου κάνει την πρώτη του εμφάνιση ο ποιητής Καταράς, εγγονός του Αετού. Είχα βάλει στο στόμα του τους απαραίτητους σε νεοέλληνα ποιητή ύμνους για το έργο του Παλαμά και φυσικά δεν άργησε να μου ‘ρθει και η απαραίτητη αηδία. Ήρθε δε πιο πηχτή απ’ ότι την περίμενα και έτσι ρίχτηκα αμέσως σε διάλειμμα, μολονότι λογάριαζα να το απολαύσω αργότερα. Ίσως όμως να έφταιγε κι η μελαγχολία που ήτανε διάχυτη στην ατμόσφαιρα τη φθινοπωρινή εκείνη μέρα. Δυστυχώς για τα νέα μου σχέδια, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο μ’ έπιανε κρίση αγνότητας, ικανή να τινάξει στον αέρα όλους μου τους μόχθους. Και πιο επικίνδυνη από τις δυο ήταν η φθινοπωρινή. Φόρεσα λοιπόν το γκρι σκοτσέζικο κουστούμι μου και άψογος όπως πάντα πήγα να πιω κάτι στο μπαρ ο Κίτρινος Γάτος.
Έπιασα μιαν απόμερη γωνιά και σε λίγο είχα μπροστά μου ένα θαυμάσιο ουίσκι, χωρίς να χρειαστεί να το παραγγείλω. Ήμουν αρκετά γνωστός μέσα κει, καθώς και οι προτιμήσεις μου. Άλλωστε, παρόμοια περιστατικά σήμαιναν κατά κάποιο τρόπο τον ανώτατο βαθμό περιποίησης που μπορούσε να προσφέρει ο Μήτσος το γκαρσόνι σ’ έναν καλό πελάτη. Κι εγώ ήμουνα πάντα καλός πελάτης, τόσο στην κονσομασιόν όσο και στα πουρμπουάρ. Άναψα την πίπα μου κι έπιασα ψιλή κουβέντα μαζί του. Ήτανε του συρμού κάτι τέτοιες οικειότητες, που σήμαιναν βέβαια ανώτερη θεώρηση ζωής, απλότητα και γενικά συμπεριφορά καλλιτεχνική.
Εμένα κατά βάθος, άσχετα με τους παραπάνω λόγους, μου άρεσε πάντα να πιάνω ψιλή κουβέντα με τα γκαρσόνια, όμως εδώ το πράμα έγινε με μιαν αφέλεια ειδική, που και ο πιο βραδυκίνητος στην αντίληψη θα μπορούσε να την προσέξει και να την εκτιμήσει. Όχι ότι προσπάθησα εκείνη την ώρα να κερδίσω την εκτίμηση κανενός, ήμουνα σχεδόν μόνος στο μπαρ και φυσικά μπορούσα να φερθώ και διαφορετικά. Αν δεν εφέρθηκα όμως, είναι γιατί μίλησε μέσα μου το περιβάλλον και η ατμόσφαιρά του. Θα ήτανε λοιπόν υπερβολή μήπως να χαρακτηρίσω την συμπεριφορά μου σαν αποτέλεσμα καλλιτεχνικής αισθαντικότητας; Το σκέφτηκα σοβαρά κι ήταν η πιο ευχάριστη σκέψη που είχα κάνει από το πρωί. Δεν πρόφτασα όμως να καταλήξω σε συμπεράσματα, γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μπαρ ο Μπέμπης Χαλκάς. Ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου, απροσκάλεστος φυσικά και χωρίς αστικές καλησπέρες, αφού σαν ποιητής είχε κι αυτός το θείο δώρο της απλότητας. Άναψε το μακρύ τατάρικο τσιμπούκι του και είπε.
- Στις δώδεκα και σαράντα πέντε σήμερα τελείωσα ένα αριστούργημα σε ελεύθερο στίχο με ρυθμό εσωτερικό. Το άρχισα στις δώδεκα και τριάντα πέντε.
- Μέσα σε δέκα λεπτά, λοιπόν.
- Δυστυχώς. Άργησα και δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί. Ανησυχώ.
- Αν πρόκειται για αριστούργημα, τότε δεν είναι πολλά τα δέκα λεπτά.
- Πρόκειται, και γι’ αυτό ακριβώς είναι πολλά. Έχω αποδείξει και διαλεχτικά πως η έμπνευση έρχεται σαν σφαίρα, πρέπει λοιπόν και τ’ αποτελέσματα να είναι ακαριαία. Έτσι γίνεται πάντα με μένα και την έμπνευση. Μου ‘ρχεται σαν φωνή από το υπερπέραν, με την ταχύτητα του φωτός και ποτέ του ήχου. Με συγκλονίζει, αδειάζω την ψυχή μου στο χαρτί κι εκμηδενίζομαι. Όλα γίνονται σε τρία λεπτά. Γιατί σήμερα σε δέκα;
- Μήπως δεν ήταν αριστούργημα;
- Κρίνε και μόνος σου: Μέσα σε δέκα στίχους έδωσα όλο το δράμα μιας λάμπας πετρελαίου που την παραμερίζει το ηλεκτρικό. Πεταμένη στο τενεκέ των σκουπιδιών, δεν της απομένει πια παρά να ζήσει για ύστατη φορά στη φαντασία της περασμένα βραδινά μεγαλεία, ως τη στιγμή που το βάναυσο χέρι του σκουπιδιάρη θα την αδειάσει στο κάρο του δήμου, βάζοντας έτσι τέρμα στη θλιβερή ονειροπόληση. Είναι πρωτότυπο ή όχι;
- Μοναδικό.
- Συμφωνώ. Αλλά γιατί σε δέκα λεπτά;
- Στάσου να το βρούμε. Οι άλλες σου δημιουργίες που έβλεπαν το φως σε τρία λεπτά, πόσους στίχους είχαν;
- Τρεις, τέσσερις, εκεί γύρω. Λακώνιζα.
- Τότε υπάρχει εξήγηση. Αφού για τους τρεις χρειαζόσουνα τρία λεπτά, είναι λογικό για τους σημερινούς δέκα να χρειαστείς το τριπλάσιο.
Με κοίταξε προσεχτικά.
- Περίμενε να σκεφτώ διαλεχτικά, είπε και δάγκωσε με τους κυνόδοντες το τσιμπούκι του.
Έτσι έκανε πάντα όταν σκεπτότανε διαλεχτικά. Τραγάνιζε το μαρκούτσι και αλληθώριζε κοιτάζοντας με επιμονή τη ρίζα της μύτης του.
- Ναι, είπε στο τέλος. Η ποσότητα στην ποίηση είναι συνάρτηση του χρόνου. Συμφωνείς;
- Βεβαίως.
- Με περιμένουν λοιπόν από δω και πέρα δημιουργίες διαρκείας. Συμφωνείς και πάλι;
- Βεβαίως.
- Μήτσο, δυο σκοτσέζικα!
Ήταν ευτυχής. Πρώτον έγινε γνωστό πως τον περίμεναν από δω και πέρα πρωτότυπες δημιουργίες διαρκείας κι έπειτα φάνηκε για μιαν ακόμη φορά η ατζαμοσύνη του σε πρακτικούς συλλογισμούς, σαν κι αυτόν που είχα κάνει εγώ για το τριπλάσιο του χρόνου. Του άρεσε πολύ να μην τα καταφέρνει σε ζητήματα που είχανε σχέση με νούμερα. «Ούτε μια οκά τυρί δεν μπορώ να ψωνίσω», έλεγε συχνά, «θα με γελάσουν οπωσδήποτε». Μια μέρα που μπήκε σ’ ένα εμπορικό κατάστημα ν’ αγοράσει μια γραβάτα, βγήκε κρατώντας τρεις γραβάτες. «Με πείσανε», είπε στους φίλους του που τον περίμεναν απ’ έξω, «δεν μπόρεσα ν’ αντιδράσω». Τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες το περιστατικό κι αυτοί φυσικά τον θαύμασαν και πάλι, γιατί όλ’ αυτά υποδηλούσαν ποιητική ιδιοσυγκρασία. Σε λίγες μέρες ο καθένας από τους οπαδούς του είχε να διηγηθεί στον αρχηγό και μια δική του πρωτότυπη αφηρημάδα, απροσεξία ή ατζαμοσύνη. Ένας όμως το παράκανε. Έτρωγε, λέει, στην ταβέρνα και αφηρημένος όπως ήταν, αντί για κρασί παράγγειλε ένα πενηντάρι ξύδι, το οποίο μάλιστα και ήπιε ο αθεόφοβος, κατά τα λεγόμενά του πάντοτε.
Τα σκοτσέζικα ήρθαν. Τους ρίξαμε ένα κουρασμένο βλέμμα και τα πήραμε ράθυμα στα χέρια μας. Ήμαστε κι οι δυο βυθισμένοι σε αυτοσυγκέντρωση, κατάσταση που συχνά τη συναντούσε κανείς στους καλλιτεχνικούς κύκλους ύστερ’ από συζήτηση πάνω σε πλατύ θέμα τέχνης. Κάτι τέτοιες στιγμές η σκέψη χλεύαζε τις αποστάσεις κόβοντας βόλτες στο διαπλανητικό χώρο, γεγονός που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα είδος για του καλλιτεχνικής ταυτότητας, την οποία καλό ήτανε να την επιδείχνει κανείς κάθε τόσο. Για τους νέους μάλιστα ήταν απαραίτητο. Οι παλιοί ναι, μπορούσαν να φερθούν και διαφορετικά. Δε χτυπούσε άσχημα σ’ αυτούς κάποια μετριοπάθεια και συγκατάβαση, αποτέλεσμα φιλοσοφημένης διανοητικότητας, όπως θα μπορούσε να πει κανείς και να συμφωνήσουν οι ενδιαφερόμενοι συμπληρώνοντας: «Τα πάντα ρει! Ζήσαμε κι εμείς τα χρόνια της ορμής, αλλά με τον καιρό πειθαρχήσαμε στο νόμο της φόρμας». Δηλαδή σημεία ωριμότητας. Για τους πολύ παλιούς όμως, της γενιάς του ’30 και πριν, η κατάσταση έπαιρνε μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Οι άνθρωποι αυτοί, χορτάτοι πια από έργο πολυσέλιδο και ικανοποίηση, είχανε ξεθαρρέψει και παρασυρθεί ως το επικίνδυνο για τη φήμη τους σημείο να παρουσιάζονται όπως ακριβώς είναι κατά βάθος, χωρίς καμιά προφύλαξη και λογοκρισία. Έδειχναν έτσι μια φυσικότητα προβάτου κι ένα βλέμμα επίσης προβάτου που μέσα του αργοσάλευε μια αντίληψη ασορτί, δηλαδή προβατίσια. Με λίγα λόγια επομένως, η φύση επιτέλους πρόβαινε στην αποκατάσταση της αλήθειας που δεινοπάθησε μιαν ολόκληρη ζωή. Οι αναγνωρισμένες αυτές διασημότητες είχανε διατρέξει την τροχιά τους ξεκινώντας από αρνίσια πνευματικότητα και τώρα βρισκόντανε πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, αφού αρχή και τέλος στον κύκλο ταυτίζονται κατά το θέλημα της μοίρας και της γεωμετρίας. Στα χρόνια της ορμής τους βέβαια είχανε ξεπεράσει την αρνίσια τους υπόσταση και ζούσανε με φόρα τις πλούσιες ψυχικές καταστάσεις του σκύλου, που παρουσιάζει μιαν ασυναγώνιστη ποικιλία ρυθμών και μεταπτώσεων. Υπήρξανε κι αυτοί κυρίαρχοι σαν μαντρόσκυλα και γαλίφηδες σαν σκυλάκια λουλού, έγλειψαν και γάβγισαν σ’ όλους τους τόνους και τα ημιτόνια, ανάλογα με την περίσταση και προπαντός με σύνεση και προσοχή, μακριά από κακοτοπιές κι επικίνδυνες αλήθειες. Ο κύκλος όμως έχει τέρμα κι αυτό βρίσκεται στην ίδια κατακόρυφο με την αρχή. «Επιστροφή στην αυγή», το λένε οι ποιητές, εδώ μπορούμε όμως να το πούμε κι έτσι: «Επιστροφή στο αρνί».
Μου ‘ρθε μια ξαφνική απελπισία καθώς σκεφτόμουνα όλα τούτα. Ήπια ένα τζιν και ναι μεν γλίτωσα κάπως από τα νύχια της, αλλά μ’ έπιασε απότομα η όρεξη ν’ αρπάξω από το στόμα του Μπέμπη Χαλκά το τατάρικο τσιμπούκι και να του το σπάσω στο κεφάλι. Τον τελευταίο καιρό είχα τακτικά παραπλήσιες επιθυμίες, μια φορά μάλιστα παρά λίγο να ξεριζώσω τα προκλητικά ξανθά μουστάκια του θεατρικού συγγραφέα Κατρά, που είχε γράψει το έργο Έρωτας και Φόνος. Ήτανε μια φοβερή περίπτωση εκείνη με τα μουστάκια. Θυμάμαι πως αγωνίστηκα πραγματικά να κυβερνήσω το επαναστατημένο χέρι μου, να του επιβάλω κάποια λογική. Διότι αυτό είχε αρχίσει να σαλεύει μόνο του κι ένας Θεός ξέρει πια τι όλεθρος θα ξεσπούσε πάνω στ’ ανύποπτα μουστάκια του Κατρά, αν δε μ’ έσωζαν την τελευταία στιγμή τ’ αυτιά του κριτικού Νίκου Νική που καθότανε βιζαβί μου. Καθώς το βλέμμα μου περνούσε από δίπλα τους τυχαία, σταμάτησε κι αιχμαλωτίστηκε και με κανέναν τρόπο δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κει. Πρώτη φορά τα είχα προσέξει εκείνα τ’ αυτιά, ήτανε σα να βρέθηκα μπροστά σε αποκάλυψη. Μεγάλα σαν πέταλα και σφηνωμένα προκλητικά στις μπάντες του αυγουλάτου κρανίου του, προκαλούσανε κάτι επιθυμίες διπλάσιες από κείνες που αφορούσανε τα μουστάκια του Κατρά. Και τα κουνούσε ο σαδιστής. Κάθε φορά που γελούσε και τσίτωνε τα μηνίγγια του, τα πέταλα σαλεύανε στέλνοντας κρυφά μηνύματα που κουρέλιαζαν την ψυχραιμία μου. Παρ’ όλ’ αυτά σώθηκα και πάλι, ήταν η Λιλή που μ’ έσωσε. Έμπαινε κείνη τη στιγμή στο μπαρ, αλλά προηγήθηκε το άρωμά της, το γνωστό μου θαυμάσιο άρωμά της που μπήκε χαϊδευτικά στη μύτη μου κι έκανε τα ρουθούνια μου ν’ ανοιγοκλείσουν ηδονικά. Και με πιλότο τη μύτη μου γύρισα το κεφάλι και την είδα να κάθεται στο διπλανό τραπέζι. Ούτε τρία μέτρα δε μας χώριζαν, τόσο κοντά μου την είχε φέρει η καλή μου τύχη, που δεν ήταν όμως και τόσο καλή, αφού τη συνόδευε και πάλι ο ξανθός. Καταραμένε ξανθέ, ως πότε πια!
Πέταλα και μουστάκια τότε σφεντονίστηκαν πέρα στη στιγμή, ξανθά χρώματα με πλημμύρισαν και τα πόδια μου κόπηκαν. Καταμεσής στο στήθος μου παράξενες οδύνες λούζονταν σ’ έναν καταρράχτη από μέλι. Με είδε, την είδα, χαιρετηθήκαμε διακριτικά. Με τον ξανθό διακριτικότερα. Ο σφυγμός μου δυνάμωσε, άρχισα να χαμογελώ στη συντροφιά μου σαν ηλίθιος και συνέχιζα την συζήτησή μας επίσης σαν ηλίθιος. Αλλά κατά τα φαινόμενα κανένας τους δεν ήτανε σε θέση να με βαθμολογήσει σωστά και μάλιστα σε μια στιγμή ο πολύς σκηνοθέτης του κινηματογράφου, Ιωάννου, είπε συμπερασματικά: «Σήμερα αγαπητέ μου είσαι πρωτότυπος κατά κάποιο θαυμάσιο τρόπο». Μου ‘ρθε να τον φιλήσω. Είχε μια τόσο δυνατή φωνή ο θαυμάσιος αυτός φίλος, ώστε μπορούσε ν’ ακουστεί όχι τρία μα δέκα μέτρα μακριά. Επομένως ο άνθρωπος που εγκαταλείφθηκε από μια σκληρή καρδιά είχε μαζί με τ’ άλλα του προσόντα και θαυμάσια πρωτοτυπία; Τώρα μόλις του το δήλωσαν. Ας τ’ άκουγε λοιπόν μια ύπαρξη ξανθή, που έπρεπε ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά να νιώθει τύψεις για την απιστία της. Όχι δεν παρατούνε στα καλά καθούμενα έναν προικισμένο νέο, μόνο και μόνο γιατί καθυστέρησε ν’ ανέβει στη ζωή. Αυτά είναι τρέλες. Στη θέση της εγώ τουλάχιστο δε θα βιαζόμουνα ποτέ ν’ απαρνηθώ έναν άνθρωπο σαν και μένα. Γιατί να μη δείξει κανένας λίγη υπομονή τη στιγμή που τόσα και τόσα σοφά ρητά την υμνούν, όπως λόγου χάρη το θαυμάσιο εκείνο «σπεύδε βραδέως» και πλήθος άλλα επίσης θαυμάσια; Αχ, αιώνια γυναικεία ψυχή, ανυπόμονη και βιαστική! Τράβα τα τώρα!...
Αλλά εγώ, σαν ανώτερος άνθρωπος που είμαι πάντα, ήμουνα και πάλι πρόθυμος εκείνη τη στιγμή να συγχωρήσω και μάλιστα δεχόμουνα να κάνω και το πρώτο βήμα στην ανάγκη, μάλιστα, ο αλτρουισμός μου εμένα δεν ήξερε όρια. Θεέ μου, ας μου ζητούσε λοιπόν συγνώμη. Κι αν δεν μπορούσε να ζητήσει, ας δεχότανε τουλάχιστο να τη συγχωρήσω.
Την ένιωθα τρία μέτρα κοντά μου και το μυαλό μου θόλωνε. Κινδύνευα πια να βαθμολογηθώ σωστά, καθώς συζητούσα θέματα τέχνης, βυθισμένος στον ερωτικό μου πυρετό. Ήτανε φόβος να τιναχτούνε όλα στον αέρα, τα σχέδια, οι μόχθοι. Άλλη λύση δε χωρούσε, βρήκα μια δικαιολογία, χαιρέτησα κι έφυγα. Καθώς έκλεινα πίσω μου την τζαμωτή πόρτα είδα το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου.
Αυτά είχανε γίνει την περασμένη βδομάδα. Τώρα μου ‘ρχονται στο νου και πάλι ο σφυγμός μου δυναμώνει. Αλλά τι γύρευε η Λιλή και σύχναζε τελευταία στον Κίτρινο Γάτο; Αυτή ήτανε φίλαθλη και όσο ήξερα τουλάχιστο κανένας φίλαθλος δεν περνούσε από δω, προτιμούσανε το Καφέ Μπακ και τα λοιπά αθλητικά κέντρα. Εδώ σύχναζαν καλλιτέχνες κι εγώ, λοιπόν γιατί τάχα δεν ερχότανε για μένα; Βέβαια, τη συνόδευε πάντα ο ξανθός, αλλά τέλος πάντων κάποιος θα ‘πρεπε να τη συνοδεύει, κι αφού δεν είχε αδερφό γιατί να μη στραφεί σ’ έναν ξανθό; Άλλωστε τον είχα πια του χεριού μου εγώ αυτόν. Όταν με χαιρετούσε την περασμένη φορά, το βλέμμα του είχε κάποια συστολή, σαν να τα ‘χασε λιγάκι και φυσικά δεν τα χάνει κανένας έτσι στα καλά καθούμενα. Κάτι πρέπει το λοιπόν να τρέχει εδώ, κι αν ακόμα δεν έχει αρχίσει να τρέχει, αργά ή γρήγορα θα τρέξει. Γιατί αν ο μη γένοιτο δεν τρέξει… όχι, τέτοιες σκέψεις πρέπει να τις αποφεύγει κανένας.
- Μήτσο, δυο τζιν! Κερνάω εγώ, Μπέμπη. Το τζιν διώχνει την πικράδα της ψυχής, δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
- Συλλογίζομαι τη λάμπα, αποκρίθηκε σκεφτικός ο Μπέμπης. Φαντάσου να ήμουνα λάμπα! Δε θα το ‘θελα ποτέ.
- Οφείλεις όμως να παραδεχθείς πως έκανες μια πρωτότυπη σκέψη.
- Και δεν έχω κλείσει ακόμα τα είκοσι πέντε! Τι τα θέλεις φίλε μου, η πρωτοτυπία μου περισσεύει. Πού είναι όμως η αναγνώριση;
- Υπομονή.
- Ως πότε λοιπόν; Προχτές η Ακαδημία βράβεψε τον Κουτλή για την Πίνδο του, ήμουνα κει μπροστά κι η ψυχή μου έχασε δυο κιλά. Την ξέρεις την Πίνδο. Ένα ποίημα με καμιά σαρανταριά στίχους που μιλάει για την Πίνδο. Τώρα που βραβεύτηκε σκέφτεται να το μεγαλώσει, θα το αυξήσει, λέει, κατά πενήντα στίχους και παραπάνω. Σήκωσε μύτη κι αυτός!
Βρήκα καλό να σωπάσω. Ό,τι και να ‘λεγα, του ‘φτανε για ν’ αρπαχτεί από δαύτο και να μιλήσει καμιά ώρα, καθώς περίμενε σαν πολεμικό άλογο τη σάλπιγγα για να ριχτεί ακράτητος στη μάχη κατά του Κουτλή. Του ‘κοβε τον ύπνο αυτός ο άνθρωπος με τις επιτυχίες του. Κάθε ανέβασμα του Κουτλή, ανέβαζε και τη στάθμη της απελπισίας στην ψυχή του καημένου του Μπέμπη, ώσπου μια μέρα τέλος δε βάστηξε, κάλεσε τους οπαδούς του σε γενική συνέλευση και τον ανακήρυξε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του. «Μισήστε τον όσο μπορείτε!» τους φώναξε κλείνοντας τη συνεδρίαση.
Αυτός ο Κουτλής πάλι, ένας μεσόκοπος δημοσιογράφος αθηναϊκής καταγωγής, είχε ξεκινήσει πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια με περιγραφές βραδινών περιπάτων στο Σαρωνικό, πέρασε από το τρυφερό διήγημα και τώρα βρισκότανε στην ποίηση. Διάσημος θαυμαστής του Παλαμά, τον είχε για πρότυπο και μάλιστα δημοσίεψε κι έναν τόμο σχόλια κι εξηγήσεις, που με τη βοήθειά τους μπορούσε πια κανένας να καταλάβει τα πολλά δυσνόητα μέρη του Παλαμικού έργου. Δυσνόητα εξαιτίας από το ύψος της σύλληψης και της μορφής κατά τον Κουτλή, ενώ κατά το Νικήτα από το ύψος της βλακείας της σφυρηλατημένης στο αμόνι της στιχοκατασκευής με το σφυρί της εθνικής φιλοσοφίας, τόσο που να μην παίρνει άλλο. Όπως πάντα δηλαδή, παρουσιαζότανε κι εδώ υπερβολικός αυτός ο Νικήτας, γιατί ναι μεν έγραψε βλακείες ο Παλαμάς, αλλά όχι και τόσο μεγάλες που να μην παίρνουν άλλο. Γραφήκανε μεγαλύτερες και θα γραφούνε ασφαλώς κι άλλες, γιατί δε θα λείψουν ποτέ οι Έλληνες κριτικοί και αναγνώστες, που μπορεί να είναι άλλωστε και οι μόνοι υπεύθυνοι στο κάτω της γραφής. Αν οι μασκαράδες αυτοί δεν ξεσήκωναν τα μυαλά του καλού αυτού ανθρώπου, ποιος ξέρει, μπορεί να σταματούσε στα λίγα μικρά του ποιήματα που είναι πραγματικά καλά, οπότε είναι πιθανόν να ‘γραφε και καλύτερα. Από τη στιγμή όμως που τον είπανε μεγαλοφυΐα και τους πίστεψε ο άτυχος, σαμαρώθηκε το ρόλο του τροβαδούρου της φυλής και ρίχτηκε σ’ εκατοντασέλιδες δημιουργίες με την ορμή του φασουλή που πήγε να σκοτώσει το δράκο. Όσο για τον Κουτλή τέλος, το ποίημά του «Πίνδος» μιλούσε πραγματικά για την Πίνδο. Περίγραφε με παρομοιώσεις πως είναι στημένο το βουνό κάτω από τον ελληνικό ουρανό και τους κατοίκους του επί του βουνού, από τους οποίους οι μεν άντρες πολεμούσανε τους εχθρούς της πατρίδος, οι δε γυναίκες κουβαλούσανε πυρομαχικά και θρεφτικό ψωμοτύρι. Βρέχει συχνά στην Πίνδο, αλλά κάθε σταγόνα τότε ήτανε δάκρυ του Θεού, γιατί ο Θεός μονάχα την ελληνική φυλή αναγνώριζε ανέκαθεν για θεματοφύλακα της σοφίας του. Είναι δε η ελληνική φυλή πρώτη σε όλα, περίτρανη αλήθεια που κάθε απόδειξή της περισσεύει. «Πίνδος» είναι η πρώτη λέξη στο ποίημα, «Ελλάδα» η τελευταία και ομοιοκαταληκτεί με τη «λαμπάδα».
- Μια δεσποινίς ρωτούσε χθες για σας, μου λέει ο Μήτσος καθώς ακουμπάει στο τραπέζι τα τζιν.
Κάτι χλόμιασε μπροστά μου. Τα κρυστάλλινα ποτήρια σα να χοροπήδησαν.
- Μια δεσποινίς; Όχι δα! Λέω και ασφαλώς έχω χάσει το χρώμα μου. Λοιπόν;
- Ρώτησε ποιες ώρες σας βρίσκει κανένας εδώ.
- Πώς ακριβώς ρώτησε;
- Έτσι… ήσυχα, χωρίς σημασία.
- Χωρίς σημασία; Άλλο πάλι και τούτο! Μα τι θέλεις να πεις επιτέλους, άνθρωπε του Θεού;
Πρέπει να μίλησα πολύ δυνατά, γιατί με κοίταξε με κάποια απορία. Ακόμα κι ο Μπέμπης στράφηκε να με δει. Διάβολε! Αυτός ο ανοικονόμητος χαραχτήρας μου χρειαζότανε δέσιμο, δεν ήτανε ν’ ακούσω κάτι συγκινητικό και να μην τα κάνω θάλασσα. Κοίταξα να διορθώσω την κατάσταση. Ήπια μια γουλιά και είπα με συλλογή.
- Φοβάμαι Μπέμπη μήπως είναι μια παλιά γνωριμία, μια ξανθή που τον τελευταίο καιρό με κυνηγάει παντού. Δε βρίσκω πια ησυχία μ’ αυτή την κοπέλα.
- Αυτή ήταν μελαχρινή, λέει ο Μήτσος.
Ώστε δεν ήταν η Λιλή; Σφάχτηκα! Ωστόσο είπα.
- Σπάζω το κεφάλι μου να βρω ποια είναι πάλι αυτή…
- Δε μου ‘πε τ’ όνομά της, λέει ο Μήτσος. Μπορεί όμως να ‘ρθει και σήμερα. Να την απομακρύνω με κανένα ψέμα όταν έρθει;
- Όχι, αυτό δεν πρέπει να το κάνεις. Καλύτερα εδώ, παρά να με σταματήσει στο δρόμο. Γιατί εδώ που τα λέμε φίλοι μου, όταν μπει κάτι στο μυαλό της γυναίκας δεν της το βγάζεις ούτε με τανάλια.
- Σύμφωνοι, λέει ο Μήτσος και φεύγει.
Περνούνε λίγες στιγμές κι ο Μπέμπης ψιθυρίζει.
- Με τανάλια βέβαια της το βγάζεις, ξεκολλάει όμως και το μυαλό της μαζί. Θυμάμαι που έδειρα κάποτε ένα γύφτο. Θα μου πεις, τι σχέση έχουν αυτά τα δυο; Καμιά κατά κοινή λογική κι αυτό είναι που με συγκινεί εμένα.
Πήρε το ποτήρι στα χέρια του και βυθίστηκε σε συλλογή. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Ώστε μια μελαχρινή κοπέλα!... Ποια να ήτανε λοιπόν; Μια άγνωστη φυσικά, που της ήμουνα όμως γνωστός κι ίσως ίσως… γιατί όχι; Ίσως και αγαπητός. Μια φίλαθλη κοπέλα πιθανότατα, με κορμί σφριγηλό και γυμνασμένο, που διαβάζοντας το Λυκόφως της Προδοσίας, δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί και θέλησε να γνωρίσει το συγγραφέα, στον ορίζοντα του οποίου ανατέλλει έτσι μια περιπέτεια. Όπως ακριβώς στα φιλμ που βιογραφούνε διάσημους άνδρες, θ’ ακολουθήσουνε κι εδώ έξυπνες συζητήσεις, περίπατοι, σφίξιμο χεριών και τέλος αγκάλιασμα με φιλί. Και πιο τέλος, τ’ άνθη της λεμονιάς με ακρότατο τέλος την ήρεμη ζωή του γάμου, ενός γάμου θεμελιωμένου πάνω στην απόλυτη εκείνη κατανόηση κι αγάπη που μπορεί να δείξει μια μελαχρινή κοπέλα κι ένας συγγραφέας. Και τα χρόνια θα κυλήσουν. Μέσα στη γαλήνη θα κυλήσουνε τα χρόνια, θα ‘ρθει το φθινόπωρο, θα καταφθάσει ο χειμώνας. Χιόνια θα πέσουν στα μαλλιά, ρυτίδες θ’ αυλακώσουν την ψυχή. Σκυφτός από τα χρόνια τώρα, γιορτάζει εκείνος το χρυσό ιωβηλαίο της καριέρας του. Η Ακαδημία θα του κρεμάσει επιτέλους σήμερα στο στήθος το αριστείο των γραμμάτων, αυτό που με τόση πανουργία του το στέρησαν οι ραδιουργίες των πεθαμένων πια εχθρών του. Μέσα στη λαμπρή αίθουσα των τελετών είναι τώρα συναγμένοι παλιοί και νέοι φίλοι, αυθόρμητοι συνδαιτημόνες, στην επίσημη αναγνώρισή του, που όμως άργησε τόσο πολύ! Ήτανε μια ολοφάνερη αδικία η καθυστέρηση τούτη, όλοι το κατάλαβαν πια και το συζητούν με πίκρα. Μερικοί μάλιστα δακρύζουν, όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά με ανώτερο δάκρυ αυτός, όχι κοινό. Μπροστά στα μάτια του περνάει η γεμάτη αγώνα ζωή του, από τα νιάτα ως τα γεράματα και κλαίει λοιπόν τώρα, γιατί έτσι πρέπει σε τέτοιες στιγμές, αλλά και γιατί πάντα του ‘λειπε κάτι στη ζωή. Αυτό που του ‘λειπε όμως, είναι τώρα κει μπροστά του, είναι η Λιλή, τη βλέπει, ήρθε κι αυτή στο θρίαμβό του. Την κοιτάζει, τον κοιτάζει. Και στα κουρασμένα του μάτια διαβάζει αυτή με θλίψη μια μελαγχολία, ασήκωτη μελαγχολία, συμπιεσμένη από το βάρος των χρόνων που διαβήκαν και χαθήκαν… Ήτανε μήπως η ζωή του ένα λάθος; Ένα μελαχρινό λάθος ήτανε, ναι. Λάθος!
- Λάθος! Μου ξεφεύγει και λέω με μάτια υγρά.
- Λάθος! Συμφωνεί με χαρά κι ο Μπέμπης, χτυπώντας το τσιμπούκι του πάνω στο τραπέζι. Τώρα μόλις το βρήκα! «Ήταν οι σταγόνες της βροχής δάκρυα τ’ ουρανού», γράφει ο βλάκας. Μπορούσε όμως μια χαρά να ήτανε και τίποτα αλλιώτικα υγρά, δε χρειάζεται καθόλου περισσότερο ποιητική αδεία γι’ αυτό. Φεύγω αμέσως. Τρέχω να πέσω στα χαρτιά μου και δε θα σηκωθώ προτού συγυρίσω αυτήν την Πίνδο, που στο κάτω κάτω την κατοικούνε κουτσόβλαχοι και κατσικοκλέφτες. Γειά σου!
Πέταξε λεφτά πάνω στο τραπέζι, για τα ουίσκι που κέρασε κι έφυγε ολοταχώς. Το ξαφνικό του φέρσιμο σκόρπισε τη θλιβερή μου ονειροπόληση, με προσγείωσε. Είχα πιει μέχρι τότε τέσσερα ποτά, έπρεπε λοιπόν κανονικά να βρίσκομαι στο κατώφλι της ψυχική ευφορίας. Ακόμα δυο και θα τα ‘βλεπα όλα ρόδινα. Παράγγειλα επομένως το πέμπτο, δάγκωσα την εγγλέζικη πίπα μου κι έριξα το βλέμμα τριγύρω. Είχα έναν ασυναγώνιστο τρόπο για να ρίχνω το βλέμμα μου τριγύρω, έναν εντελώς δικό μου τρόπο, αναμφισβήτητα προσωπικό σαν υπογραφή. Ένα και μόνο τέτοιο βλέμμα έφτανε για να με ξεχωρίσει κανένας αμέσως και να πει: «Πράγματι, είναι ο Θωμάς Ταρακός, ο συγγραφέας. Να το βλέμμα του!»
Έριξα λοιπόν το βλέμμα μου τριγύρω. Το μπαρ είχε γεμίσει από ώρα. Εδώ άνθρωποι της πρόζας, εκεί του στίχου, παραπέρα διανοούμενοι από διάφορες κατηγορίες. Στο βάθος μερικοί ώριμοι της πένας από τη γενιά του ’30 κι ανάμεσά τους ο διάσημος στοχαστής Μανόλης Κανάς. Ο πολύς συγγραφέας του φιλοσοφικού μονόλογου Η Σκέψη μου. Της γενιάς του ’20 πιθανόν αυτός, ξεχώριζε με τα λευκά του μαλλιά και τα ζουμερά του λόγια, που το καθένα τους έκλεινε μέσα του δυο τουλάχιστο σημασίες. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που δημοσιεύτηκε η Σκέψη του. Τότε τη διάβαζαν λίγοι, τώρα τη διαβάζουν πολλοί, γιατί στα τελευταία τριάντα χρόνια οι Έλληνες απόχτησαν και φιλοσοφικές γνώσεις. Ήτανε δε η Σκέψη του μια θαρραλέα φιλοσοφική κατασκευή, με υλικά εκλεχτά, διαλεγμένα με προσοχή από την αρχαία ελληνική και την κλασική γερμανική φιλοσοφία, καθώς κι από κάθε άλλη φιλοσοφία. Μερικοί την είπανε «φιλοσοφική σαλάτα», έτσι όμως αφανείς και άσημοι που ήταν, η φωνή τους δεν πήγε παραπέρα από την παρέα τους. Ένας μόνος, κάπως γνωστός, που είχε κι αυτός αντιρρήσεις, κατάφερε να δεχτούν σε μια εφημερίδα τρίτης κατηγορίας ένα άρθρο του, αλλά τον χτύπησαν απ’ όλες τις μεριές. Ακόμα κι η εφημερίδα των συνταξιούχων έγραφε την άλλη μέρα για την αναίδεια μερικών νεαρών, που νομίζουν ότι μπορούν κατά το κέφι τους να υψώνουν βέβηλο χέρι πάνω σε αναγνωρισμένες αξίες. Γενεές δεκατέσσερις τον πέρασαν με λίγα λόγια τον φουκαρά κι έτσι ξανακάθισε στ’ αυγά του αφήνοντας το ζήτημα στο χρόνο και στην ιστορία που αργά ή γρήγορα βάζουν τα πράματα στη θέση τους. Τρεις δεκαετηρίδες είχανε περάσει, το αριστούργημα είχε καλύψει στο μεταξύ κάμποσες εκδόσεις και δεν έλεγε ακόμα να ξεμασκαρευτεί. «Αλλιώς δουλεύει φαίνεται ο χρόνος στην Ελλάδα», σκεφτότανε πικρά ο καθισμένος στ’ αβγά του. Λάθος όμως. Ο χρόνος δουλεύει παντού το ίδιο. Χρειάστηκαν τέταρτα αιώνος για να καταλάβουν επιτέλους οι Γάλλοι, και μάλιστα όχι όλοι, πόσο ζύγιζε ο μεγάλος Ουγκό. Ο χρόνος θριάμβεψε στο τέλος, αλλά πολύ αργά γι’ αυτούς, τον είχανε στο μεταξύ ανακηρύξει «καλλιτεχνική αξία» και πάτησαν την πίτα. Και η χτυπητή αυτή μουντζούρα παραμένει μέχρι σήμερα στην πνευματική σημαία τους, μαζί με τόσες άλλες παραπλήσιες και συγγενικές. Με μια καλή μπουγάδα βέβαια η κατάσταση διορθώνεται, αλλά οι σημαίες δεν είναι συνηθισμένα σεντόνια που τα πλένουνε κάθε τόσο. Ανήκουνε στην κατηγορία για την οποία ισχύει από καταβολής κόσμου το ρητό: «Μην πειράζετε τα κακώς ευ κείμενα».
Μια μελαχρινή κοπέλα μπήκε πριν από λίγο στο μπαρ. Κοιτάζει γύρω και τέλος καρφώνει το βλέμμα της πάνω μου. Είναι μήπως αυτή που με γυρεύει; Πρόκειται για νόστιμη κοπέλα, όχι καλλονή βέβαια, αλλά η γραμμή της έχει κάτι που μόνο ένα καλλιεργημένο αισθητικά μάτι μπορεί να το πιάσει. Σαν το δικό μου μάτι, να πούμε. Τραβώ από πάνω της το βλέμμα μου και καταπιάνομαι να γεμίσω την πίπα μου ήσυχα, με μια ωραία αφέλεια, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έχω πια την πίπα στο στόμα και το βλέμμα αλλού, καθώς τη νιώθω να με πλησιάζει. Ανάβω ένα σπίρτο, αλλά πριν το σιμώσω στην πίπα ακούω μια ωραία βαθιά φωνή.
- Ο κύριος Ταρακός, αν δεν κάνω λάθος;
Γυρίζω και την κοιτάζω κι έχω στο πρόσωπό μου τη σωστή έκφραση που ζητάει η στιγμή, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μια ελαφρή ευχάριστη έκπληξη για την άγνωστη συμπαθητική κοπέλα που ξέρει τ’ όνομά μου. Κρατώ μάλιστα και το σπίρτο αναμμένο στο χέρι μου και δεν αποφασίζω ακόμα να το φέρω στην πίπα, έχω δηλαδή ξεχαστεί με την εμφάνισή της, πρέπει να το καταλάβει. Σε λίγο η φλόγα θα μου κάψει τα δάχτυλα, τότε όμως εγώ θα κάνω ξαφνιασμένος «αχ!» κι αυτή θα χαμογελάσει με την αφηρημάδα μου, που θα της φανεί όμως συμπαθητική, γιατί θα είναι η αφηρημάδα ενός συγγραφέα κι όχι μια οποιαδήποτε αφηρημάδα. Δε θα της είναι άγνωστα φυσικά τα όσα λέγονται και γράφονται γι’ ανθρώπους που έχουν πνευματικές ασχολίες και προβλήματα. Θα δει λοιπόν από ψηλά το ζήτημα και θα χαμογελάσει με κατανόηση. Εγώ θα χαμογελάσω συγκαταβατικά, αναγνωρίζοντας το ελάττωμά μου, κι έτσι η κοζερί μας θ’ αρχίσει ζεστά.
- Ο κύριος Ταρακός; ρωτάει πάλι καθώς με βλέπει να την κοιτάζω αμίλητος.
- Εάν υπάρχει κι άλλος Ταρακός, αποκρίνομαι, δεν το γνωρίζω δυστυχώς. Αν όμως ζητάτε το συγγραφέα, αυτός τέλος πάντων είμ’ εγώ.
- Τότε λοιπόν εσάς ζητώ.
- Αχ!
- Καήκατε;
- Αφηρημάδα.
Τρίβω το δάχτυλό μου και προσθέτω χαμογελώντας σεμνά.
- Μου συμβαίνει ξέρετε συχνά. Αρρώστια του επαγγέλματος, κατά τα φαινόμενα. Τι να πει κανείς…
Εξακολουθώ να χαμογελώ σεμνά περιμένοντας να χαμογελάσει κι αυτή, αλλά δεν της ερχότανε καθόλου στο νου κάτι τέτοιο. Μ’ είχε η ευλογημένη και περίμενα, ώσπου τέλος εδέησε ν’ ανοίξει κάπως τα χείλη της δείχνοντας δυο σειρές θαυμάσια δόντια. Το ‘κανε όμως με το ζόρι και πολύ πειράχτηκα γι’ αυτό. Αλλά περίμενα και ορίστε τώρα που δεν ήξερα τι να κάνω.
- Απορείτε; λέω προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο για να σκεφθώ κάτι έξυπνο που να ξαναβάζει τα πράματα στη θέση τους.
- Ν’ απορώ; Αλλά με τι;
Πράγματι, με τι; Δεν υπήρχε λόγος ν’ απορήσει με τίποτα. Πέρασαν κάτι φοβερά δευτερόλεπτα σιωπής και τ’ αυτιά μου άρχισαν να ζεσταίνονται. Σε λίγο θα ήτανε κόκκινα σαν τομάτες, τα ήξερα καλά τα καταραμένα μου τ’ αυτιά που βιάζονταν πάντα να δίνουν το σύνθημα του πανικού.
- Μου επιτρέπετε να καθίσω; με ρωτάει ευγενικά.
- Πώς, παρακαλώ. Τι λέτε… ορίστε…
Χαμογέλασα και πάλι, αλλά δίχως άλλο θα ‘ταν έν’ αξιοθρήνητο χαμόγελο. Ένιωθα πως τα ‘χα κάνει θάλασσα καθώς την είχα όρθια μπροστά μου τόσην ώρα, ενώ εγώ καθισμένος προσπαθούσα λέει να φερθώ έξυπνα. Ζήτησα συγνώμη μασώντας κάτι λόγια σχετικά με την αφηρημάδα μου, είπε «παρακαλώ, δεν είναι τίποτα» και κάθισε. Χαμογελούσε μάλιστα καθώς πήγαινε να καθίσει και τώρα πια το χαμόγελό της ήταν ελεύθερο, χωρίς κανένα ζόρι, αλλά καλύτερα να μην το βλέπανε τα μάτια μου εκείνο το χαμόγελο. Ήτανε κάτι που το πνεύμα μου δεν άντεχε να το αναλύσει και να φτάσει σε συμπεράσματα. Βυθίστηκα στη σιωπή, περιμένοντας να μιλήσει πρώτη.
- Ήρθα και χθες για να σας συναντήσώ, αλλά λείπατε, λέει σοβαρά έχοντας τα μάτια της όχι στα δικά μου. Θα πρέπει βέβαια ν’ απορείτε που επιδίωξα να σας συναντήσω.
- Παρακαλώ, καθόλου. Κατά βάθος αυτό μου φέρνει ευχαρίστηση και μάλιστα μπορώ να πω ότι για πρώτη φορά παρόμοιο γεγονός μου προκαλεί τόσο ενδιαφέρον.
- Σας ενοχλούν λοιπόν συχνά με παρόμοιες επισκέψεις;
Αντί γι’ απάντηση εγώ άφησα ένα ειδικό χαμόγελο, κάνοντας έτσι φανερό πως δεν μπορούσα πια να κρυφτώ, έπρεπε να το παραδεχτώ πως αρκετά συχνά και τα λοιπά. Τέλος τίναξα το κεφάλι μου για ν’ αλλάξω ρυθμό κι είπα με φωνή ευχάριστη.
- Θέλω όμως να το ξεχάσετε. Το παρόν βλέπετε δεν κρίνετε πάντα από το παρελθόν, άλλωστε αυτή τη στιγμή εδώ παρουσιάζεται κάτι καινούριο.
- Δηλαδή;
Το είπε τόσο ήσυχα αυτό το «δηλαδή», που και ποιος δε θα μπερδευόταν; - Συγκεντρώθηκα.
- Δηλαδή, αποκρίθηκα αργά για να δώσω καιρό στη σκέψη μου να βρει την πόρτα, δηλαδή… Δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις δεσποινίς… Το όνομά σας, αν επιτρέπετε;
- Μαίρη.
- Δεσποινίς Μαίρη, λοιπόν. Θα είχατε μήπως αντίρρηση να μου εμπιστευθείτε και το επώνυμό σας;
- Καθόλου. Ταγιάννου.
- Μαίρη Ταγιάνου, επομένως. Λέγαμε λοιπόν δεσποινίς Ταγιάνου, λέγαμε ότι… ότι;
- Ότι υπάρχουν περιπτώσεις.
- Σωστά. Υπάρχουν ασφαλώς πολλές περιπτώσεις… μάλιστα…
Και τώρα τι συνέχεια να ‘δινα; Αυτό το δυστύχημα «υπάρχουν περιπτώσεις» το πέταξα μέσα στην αμηχανία που μου προκαλούσε εκείνο το ψυχρό της «δηλαδή», όταν άφηνα υπαινιγμούς για κάτι το καινούριο που αυτή έπρεπε να το καταλάβει και να συγκινηθεί κι όχι να μου λέει «δηλαδή». Σε μια τέτοια στιγμή αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα.
- Ναι, είπα. Υπάρχουν περιπτώσεις δεσποινίς Ταγιάνου, που ένα όνομα ακουγόμενο για πρώτη φορά ηχεί μέσα μας σαν τον πρωινό λάλημα των πουλιών στο ερημικό δάσος, λάλημα που προφητεύει ίσως μια θαυμάσια ανατολή δυνατών συγκινήσεων. Τίποτα δεν ξέρουμε προς το παρόν, χωρίς αυτό να μας εμποδίζει να υποπτευόμαστε τα πάντα ή μάλλον να ονειρευόμαστε τα πάντα, ως τη στιγμή που ο ερωτικός ήλιος θα προβάλει από το φρύδι του αντικρινού βουνού για να τυλίξει με τη θαλπωρή του ανυπόμονα κορμιά. Τότε το δάσος θα ξυπνήσει, τα πουλιά θα τινάξουν από τις φτερούγες τους τη νυχτερινή υγρασία και η ερωτική συμφωνία θ’ αρχίσει στον τόνο της νίκης ντο μείζον. Μαίρη Ταγιάνου! Ένα τέτοιο όνομα δε θα μπορούσα ποτέ να το φαντασθώ σε κλίμακα ελάσσονα. Ή μήπως δε μου το επιτρέπετε;
- Παρακαλώ, είπε, δε σκοπεύω καθόλου να επέμβω στην περιοχή της φαντασίας σας. Άλλωστε κι εγώ δε θα μπορούσα να φαντασθώ το όνομά μου στην ελάσσονα κλίμακα. Ούτε όμως και στη μείζονα. Δε βρίσκω να έχει καμιά σχέση με τη μουσική, πολύ περισσότερο δε με δάση και ανατολές. Και τώρα επιτρέψτε μου να σας εκθέσω τους λόγους που μ’ έφεραν εδώ. Πρόκειται για τη Λιλή.
Κάτι κατρακύλησε μέσα μου. Η αναπνοή μου τεμαχίστηκε κι ο σφυγμός μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, όπως μονάχα ο δικός μου σφυγμός ήξερε να χτυπάει δυνατά, φέρνοντας στ’ αυτιά μου έναν αντίλαλο από μακρινά κουδουνίσματα. Φυσικά, τα πόδια μου κόπηκαν και πάλι γλυκά, ενώ στα χείλη μου θα πλανιότανε δίχως άλλο έν’ ανεύθυνο χαμόγελο, ηλίθιο κατά πενήντα τα εκατό.
- Τι σας συμβαίνει; με ρωτάει.
Προσπάθησα να εξηγήσω κάπως, αλλά το ανεξάρτητο από τη θέλησή μου χαμόγελο στεκότανε στη θέση του ασάλευτο, μ’ εμπόδιζε να κυβερνήσω τα χείλη. Έτσι, εκφράστηκα με τα μάτια και τα φρύδια, κουνώντας συμπληρωματικά και το κεφάλι, μ’ έναν τρόπο σαφή και ασαφή μαζί, που ή έλεγε πολλά ή δεν έλεγε τίποτα. Τέλος αναστέναξα κι αυτό οπωσδήποτε κάτι έλεγε. Έδειξε την ευγένεια να μην προσέξει τον αυθόρμητο αναστεναγμό μου και συνέχισε.
- Έχουν περάσει δυο χρόνια από τότε που χωρίσατε με τη Λιλή, αλλά είμαι βέβαια πως δεν μπόρεσε καθόλου σ’ αυτό το διάστημα ν’ απαλλαγεί από τις αναμνήσεις. Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται έρωτας, αν συμβαίνει όμως και σε σας το ίδιο, ποιος ο λόγος να μη συνδεθείτε πάλι; Σημειώστε πως ό,τι σας λέγω καθώς και η συνάντησή μας αυτή, προέρχονται από δική μου και μόνο πρωτοβουλία. Η Λιλή είναι παιδική μου φίλη, αυτό δε θα το ξέρατε γιατί τον καιρό της μνηστείας σας έλειπα στην επαρχία κι έτσι δε δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε. Πάντως γνώριζα το σύνδεσμό σας από γράμματά της, γιατί υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια μεταξύ μας, αν και σε πολλά σημεία διαφωνούμε. Αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα. Και για να ξαναγυρίσω στο κύριο θέμα μας, μπορώ να βεβαιώσω ότι ξέρω πώς ακριβώς αισθανόταν κι αισθάνεται ακόμα η Λιλή. Πιστεύει δε ότι και σεις δεν αισθάνεστε διαφορετικά. Τι λέτε για όλ’ αυτά;
Πρόταση! Μου γινότανε πρόταση! Θεέ και Κύριε! Δεν είχε απαλλαγεί από τις αναμνήσεις, τώρα μόλις ειπώθηκε κατηγορηματικά κι επίσημα.
Πρέπει να βρισκόμουνα σε πολύ ιδιόρρυθμη κατάσταση καθώς ναυαγούσα στο πέλαγος της ευτυχίας. Δίχως άλλο τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου θα είχανε σταθεί ακίνητα, μαρμαρωμένα σε φόρμα ευτυχίας, έτσι ένιωθα και ασφαλώς θα το καταλάβαινε κι αυτή καθώς με κοίταζε προσεχτικά. Αν ήταν επομένως γλύπτρια θα μπορούσε να συλλάβει και να δώσει στην ανθρωπότητα τον ανώτερο τύπο του ερωτευμένου μ’ ένα έργο αριστούργημα, το οποίο μάλιστα θα κατόρθωνε και χωρίς να ξοδέψει πολύ ταλέντο, τόσο δυνατή θα ήταν η συμβολή του μοντέλου στη δημιουργία της. Σκαλισμένος λοιπόν πάνω σε πεντελικό μάρμαρο ο συγγραφέας Ταρακός, θα στηνότανε στο εθνικό μουσείο αποθανατισμένος στην πιο συγκινητική του ψυχική κατάσταση, ενώ γύρω από το αριστούργημα άνθρωποι με αριστεία γραμμάτων και τεχνών θα συζητούσαν ευλαβικά, τόσο για τη δημιουργία που θα είχανε μπροστά τους όσο και για το μοντέλο. Ήτανε μια φευγαλέα εικόνα όλ’ αυτά, λίγα δευτερόλεπτα θα κράτησε, ήταν όμως κι ένα καινούριο χάδι των τρυφερών κυμάτων που μ’ έζωναν καθώς ναυαγούσα τόσο γλυκά στης ευτυχίας το πέλαγος, όπου βυθιζόμουνα κι ανέβαινα στον αφρό χωρίς φόβο να πνιγώ. Και κάποια στιγμή που βρισκόμουνα στον αφρό, ρώτησα τρυφερά.
- Είσθε μήπως γλύπτρια;
- Γλύπτρια; Όχι. Πώς αυτό;
Και συμπλήρωσε πως ήτανε λογίστρια σε μια επιχείρηση, αλλά διάβολε, πώς ήτανε δυνατό λογίστρια, μια τέτοια ύπαρξη; Αυτό καταντούσε παραφωνία. Ποτέ δε χώνεψα το επάγγελμα του λογιστή, αυτό το ξερό και μπαγιάτικο επάγγελμα, που όπως υποστήριξα κάποτε, εμένα τουλάχιστο μου μύριζε ναφθαλίνη. Από κείνη τη στιγμή όμως άρχισα να το βλέπω λιγότερο ξερό, με την καλή θέληση να το βρω μια μέρα ίσως και συμπαθητικό. Θα ήτανε το ελάχιστο που μπορούσα να προσφέρω από ψυχής στη μελαχρινή κοπέλα που ήρθε μοναχή της να ποτίσει το ισχνό δεντράκι της ευτυχίας μου, αυτό το δύστυχο δεντράκι που κινδύνευε να ξεραθεί. Αχ ναι Λιλή, ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να έχεις διαφορετικές παιδικές φίλες, έστω και λογίστριες. Πώς να μη δακρύσει κανένας εδώ; Σαν σύννεφο καταιγίδας απλωνότανε μέσα μου η συγκίνηση.
- Μιλήστε μου γι’ αυτήν, είπα με μάτια υγρά. Πέστε μου, ορκιστείτε μου πως είναι αλήθεια. Σε κάθε άλλη περίπτωση δε θ’ άφηνα τον εαυτό μου να προδοθεί, μπροστά σε σας όμως ανοίγω διάπλατα την καρδιά μου, δέχομαι να προδοθώ. Ρίχνω στα πόδια σας την εμπιστοσύνη μου και το λέω: Την αγαπώ! Ούτε στιγμή δεν την ξέχασα. Βλέπετε; Ομολογώ τα πάντα. Και πριν που κάηκα με το σπίρτο, επίτηδες το ‘χα κάνει. Ήτανε μια σκηνοθεσία, γιατί νόμιζα πως εσείς… ναι… είμαι λίγο έτσι, αλλά όχι πάντα.
- Ησυχάστε…
- Όχι, είμαι, αλλά το καταλαβαίνω αμέσως. Και μου συμβαίνει ξέρετε συχνά. Λέω και κάνω κουταμάρες, αλλά τις καταλαβαίνω γρήγορα. Πέστε μου ειλικρινά, το βρίσκετε σοβαρό αυτό; Κάτι σαν απουσία ευφυΐας, δηλαδή; Μιλήστε καθαρά, δε θα πληγωθώ.
- Όχι… Δεν το νομίζω…
- Ναι; Και δεν το λέτε από ευγένεια, έτσι δεν είναι;
- Καθόλου. Όχι από ευγένεια.
- Να ξέρατε τι ανακούφιση μου δίνετε! Βλέπετε πόση εμπιστοσύνη σας έχω; Δε διστάζω να ξετυλίξω μπροστά σας και τις πιο κρυφές μου ανησυχίες. Ελάτε πάλι, μιλήστε μου για τη Λιλή. Πείτε μου τα όλα! Διάβασε το έργο μου;
- Το ρούφηξε κυριολεκτικά. Σημείωσε μάλιστα στο καρνέ της και μερικές σκέψεις σας για τη ζωή. Είναι υπερήφανη για σας.
- Το τέρας! Ψιθύρισα με χείλι αλμυρό από το δάκρυ. Γιατί λοιπόν με βασάνισε τόσον καιρό;
- Μα κι αυτή βασανίστηκε. Δεν το ομολογεί φυσικά, αλλά δεν μπορεί και να το κρύψει.
- Κι ο ξανθός τότε; Τι γυρεύει αυτός μαζί της; Δε θα μου μιλήσετε βέβαια για πλατωνική φιλία!
- Κι όμως, δεν μπορώ να σας μιλήσω διαφορετικά γι’ αυτό το ζήτημα. Ένας απλός συνοδός της είναι και τίποτε άλλο.
- Αχ, σε τι θέση με φέρνετε! Με τι καρδιά τώρα να μη σας πιστέψω; Πέστε μου σ’ ό,τι έχετε ιερό, είναι βέβαιο ή μήπως δε θέλετε να με πληγώσετε; Εγώ τώρα πια, όλα τα περιμένω από την καλοσύνη σας.
- Είμαι περισσότερο ειλικρινής παρά καλή.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Της έπιασα μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι και το ‘σφιξα δυνατά, καρφώνοντας τα υγρά μου μάτια στα δικά της. Και γλυκά τσακισμένος από συγκίνηση, κίνησα τα χείλη μου αργά.
- Ευχαριστώ. Δε βρίσκω τίποτ’ άλλο για να πω, πιο απλό, πιο βαθύ, πιο μεγάλο! Ψιθύρισα μουσικά, τραγούδησα σχεδόν, κάνοντας αυθόρμητη παραλλαγή στο θρυλικό στίχο που συγκίνησε στρατιές δακτυλογράφων και που του άλλαξα μόνο το ρήμα «σ’ αγαπώ», βάζοντας στη θέση του το «ευχαριστώ».
Χαμογέλασε με κατανόηση, αλλά τι ακριβώς ήταν εκείνο που κατανοούσε; Τη συγκίνησή μου ή την παραλλαγή; Ή μήπως τη σχέση ανάμεσα σ’αυτά τα δύο, ότι δηλαδή συγχωρείται κανένας μέσα στη συγκίνησή του να κάνει άνοστες παραλλαγές πάνω σε νόστιμες ανοησίες; Αυτά φυσικά τα σκέφτομαι τώρα, τότε δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί αν ήμουνα σε θέση, δε θα ‘κανα βέβαια την παραλλαγή.
Λοιπόν, χαμογέλασε με κατανόηση. Έκανα κι εγώ το ίδιο, νιώθοντας αμυδρά πως αρκετή συγκίνηση άφησα να μου ξεφύγει. Ήμουν επιτέλους άντρας κι όχι δεσποινίδα, αρκετά είχα ομολογήσει και δακρύσει, όλα είχανε γίνει αρκετά. Τίναξα την πίπα μου και είπα.
- Βλέπω με λύπη μου πως η συγκίνηση με πήγε πιο πέρα από τα όρια της ανοχής. Ζητώ συγγνώμη. Και τώρα επιτρέψτε μου να καταθέσω φόρο ευγνωμοσύνης στην καλοσύνη σας, δεσποινίς Ταγιάνου, καθώς και στην ωραία πρωτοβουλία που πήρατε για να ενώσετε δυο ανθρώπους που προορίστηκαν ο ένας για τον άλλον. Πώς θα γίνει όμως αυτό;
- Ακούστε τι έχω σκεφθεί, μου λέει σιγά και κινδυνεύω πάλι να λιώσω. Μεθαύριο μια φίλη μου έχει στο σπίτι της πάρτι. Θα είναι και η Λιλή. Θα περάσω να σας πάρω από δω στις έξι το απόγευμα, στο μεταξύ εγώ θα έχω προετοιμάσει το έδαφος. Τώρα επιτρέψτε μου να πηγαίνω. Χαίρεται και χάρηκα πολύ που σας γνώρισα.
Βουβός τη χαιρέτησα, βουβός και ριγηλός. Καθώς της έσφιγγα θερμά το χέρι, στο κέντρο της ψυχής μου μια χορωδία σε σχήμα 6 ύψωνε στους θεούς ύμνο ευλαβικό. Και παρ’ όλη την πρόσφατη απόφασή μου γι’ αυτοκυριαρχία, δυο στερνά δάκρυα κυλήσανε από τα μάτια μου σαν ούλτιμο φινάλε, ενώ μέσα μου η χορωδία ανέπεμπε σε ντο μείζον το χορικό: «Μεθαύριο στις έξι!»
Τώρα είναι μεθαύριο. Ήρθε με χαρούμενη ανατολή μέσα στο φθινόπωρο το προχθεσινό αυτό μεθαύριο και τωρινό σήμερα, κύλησε λεπτό προς λεπτό μπροστά στη γλυκήτατη αγωνία μιας ερωτευμένης ψυχής κι αυτή τη στιγμή καλπάζει για το σημείο που θα κριθούν οι υποσχέσεις του. Ώρα έξι και τέταρτο!
Δυο άνθρωποι βαδίζουνε στο δρόμο ανάμεσα σε πλήθος άλλους, ένας άντρας και μια κοπέλα, αλλά του άντρα η ψυχή βαδίζει πιο γρήγορα από τα πόδια του. Ποιος είν’ αυτός; Ποια είν’ εκείνη; Εγώ είμ’ αυτός, η Μαίρη είν’ εκείνη και μ’ οδηγεί λοιπόν η Μαίρη, μ’ οδηγεί προς ΕΚΕΙΝΗΝ!
- Γιατί περπατάτε τόσο γρήγορα; Ρωτάει λαχανιασμένη σχεδόν.
- Πολύ αργά, θέλετε να πείτε, αποκρίνομαι και το πιστεύω.
Χαμογελάει, φορτώνεται την αποστολή της και βαδίζει. Φτάνουμε κάποτε μπροστά σε μια πόρτα και τότε αυτή σηκώνει το χέρι της και χωρίς περιστροφές χτυπάει το κουδούνι. Θεέ μου! Ακούστηκε κουδούνισμα, ποιος μπορεί να το αρνηθεί; Δεν απομένει λοιπόν τώρα παρά να μας ανοίξουνε την πόρτα και ορίστε που αυτή η Μαίρη στέκει εδώ μπροστά μου σαν να μη συμβαίνει τίποτε, σαν να μην πρόκειται να μπούμε μέσα, σαν να μην είναι τέλος πάντων η Λιλή που θα συναντήσουμε μέσα! Και να, η πόρτα ανοίγει, μια κοπέλα μας υποδέχεται, περνούμε μέσα…
Πέντε ώρες αργότερα η πόρτα ξανανοίγει. Μέσα το πάρτι βρίσκεται στο φόρτε του, έξω βρέχει δυνατά κι όμως ένα θαυμάσιο ζευγάρι βγαίνει θαρραλέα στο δρόμο περιφρονώντας τη βροχή. Ποιοι να ‘ναι τάχα οι δυο αυτοί εξωτικοί που παρατούν ένα πάρτι στο φόρτε του και περπατούν αγκαζέ κάτω από τους τσίγκους, σφιγμένοι μεταξύ τους και ταραγμένοι, αμίλητοι και ριγηλοί, ζωσμένοι από το ρυθμικό κροτάλισμα που συνθέτει πάνω στα πλακόστρωτα η βροχή; Ξαφνικές αστραπές σπαθίζουνε το σκοτάδι, μοιάζουν με φωτεινή μπαγκέτα υπερφυσικού μαέστρου και τη μελωδία του νερού συνοδεύουν αντίλαλοι μακρινών κεραυνών, σαν να χτυπούν τιτάνες πελώρια ταμπούρλα. Τι τρέχει λοιπόν εδώ; Μήπως η φύση τους υποδέχεται απόψε με τη μεγάλη ορχήστρα της; Εκτελεί μήπως προς τιμήν τους τη συμφωνία σε μείζονα βροχή; Είναι βέβαιο πως η μια από τις δυο αυτές εξαίσιες ψυχές, η ανδρική, ριγάει κάθε φορά μπροστά στο μεγαλείο μιας καταιγίδας, αναστατώνεται καλλιτεχνικά κι οραματίζεται αθάνατες δημιουργίες σε φόντο ακατάλυτης δόξας. Τι να του προφητεύει επομένως η βραδινή τούτη επανάσταση των στοιχείων, καθώς τον βρίσκει μπροστά στη δεύτερη ανατολή της πρώτης δυνατής αγάπης του; Ουρανοί! Αν υπάρχει πραγματικά προφητεία εδώ, δε θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερη στιγμή, ναι, είναι η στιγμή που η ψυχή του φιλάει την ψυχή της, έχει δίπλα του το κορμί της, το αγγίζει, το αγγίζει και αχ! Ο Διόνυσος χοροπηδάει μέσα του σαν παλαβός, τύφλα στο μεθύσι και σαν παλαβός, ενώ η καταιγίδα μαίνεται κι η γιγάντια μουσική της τρέχει να προφτάσει το ρυθμό του ασυγκράτητου θεού της Ελευσίνας που δεν πρόκειται να πεθάνει πριν από το ανθρώπινο γένος, και ίσως ίσως, όχι πριν από τις καταιγίδες.
Αλλά ποιοι τέλος πάντων είναι οι δυο αυτοί εξωτικοί που για χάρη τους απόψε κινητοποιήθηκε η φύση; Είναι ο συγγραφέας Θωμάς Ταρακός και η ξανθή μνηστή του δεσποινίς Λιλή Καλαφάτη.
Ήταν ένας γάμος καλλιτεχνικός. Απλός, όπως ταιριάζει σ’ ένα συγγραφέα στα πρώτα του βήματα, έτσι που όταν ύστερ’ από χρόνια οι θαυμαστές του θα συζητούν για τη ζωή του, να έρχονται στο σημείο να ψιθυρίζουν με θαυμασμό: «Ώστε ο διάσημος αυτός άνδρας που βλέπουμε σήμερα, παντρεύτηκε λοιπόν απλά και ήσυχα σ’ ένα ερημικό εκκλησάκι, αφανής και πλαισιωμένος μόνο από μερικούς άγνωστους τότε ανθρώπους, που για να τους πλησιάσει κανένας σήμερα θα πρέπει βέβαια να έχει τα μέσα; Τι είναι στ’ αλήθεια η ζωή!...»
Δεν ξέρω αν ειπώθηκαν ποτέ τα λόγια τούτα, τα σχετικά προπαντός με κείνους που παραβρέθηκαν τότε στη σημαντική εκείνη μέρα της ζωής μου. Θα μπορούσαν όμως να ειπωθούν, γιατί ανάμεσά τους ήταν, ακούστε ποιοι: Ο Φωκίων Καβάς, που μια ωραία πρωία ύστερ’ από χρόνια παραμέρισε απότομα τον Άλκη Αλκή και διαδέχτηκε αυτός τον πεθαμένο Χουρμά στην πρυτανεία της ελληνικής κριτικής. Ο συνθέτης Ψευδός, που το αριστούργημά του Αγωνία Ιπποδρομίου, το είχε συλλάβει από τότε το γόνιμο μυαλό του και συγκεκριμένα όταν έχασε στο μεγάλο σουήπστεηκ ό,τι είχε και δεν είχε. Το αντιπροσωπευτικό αυτό έργο της ελληνικής περιγραφικής μουσικής παίχτηκε τελευταία στην Αγγλία με διευθυντή ορχήστρας το διάσημο Χάρη Μπεκ, τον πολύ συνθέτη της σουίτας Γαλοπούλα για τα Χριστούγεννα, έργου επίσης περιγραφικού, που τόσο συγκλόνισε τους φιλόμουσους στην πρώτη του εκτέλεση από της Συμφωνική Αθηνών, και για το οποίο έγραφε την άλλη μέρα μ’ ενθουσιασμό ο μουσικοκριτικός Καλμουχής: «Ακούμε τόσο ζωντανά το γλου γλου, ώστε δεν κρατούμαστε πια, κοιτάζουμε φιλύποπτα να δούμε μήπως υπάρχουν πραγματικά γαλοπούλες στην ορχήστρα». Αλλά κι ο μουσικοκριτικός του Ελληνικού Παλμού, έγραφε κι αυτός επίσης: «Δεν είναι ήχοι αυτοί που αναδίνονται από την ορχήστρα, είναι λόγια καθαρά που ιστορούν ένα γεγονός, πλην όμως, για να μεταχειρισθούμε και την καθαρεύουσα που όπως άλλοτε υποστήριξα έχει τη θέση της σε μερικές περιπτώσεις, πλην όμως λοιπόν είναι λόγια που ανήκουν στη γλώσσα της μουσικής και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τα συλλάβει αμύητο αυτί. Αλλά εμείς ακούμε τη σουίτα του Χάρη Μπεκ σαν να διαβάζουμε βιβλίο με γράμματα του ενός εκατοστού, μάλιστα, με τόση διαύγεια ο νέος αυτός Γκέρσουιν μας παρουσιάζει την ιστορία μιας ανύποπτης γαλοπούλας, η οποία αρπάχτηκε βάναυσα από το αγρόκτημα όπου ζούσε χωρίς να βλάψει κανέναν, οδηγήθηκε στη σφαγή κι από κει στο τραπέζι ανθρώπων χριστιανών!» Σαν χορτοφάγος ο μουσικοκριτικός του Ελληνικού Παλμού, ήτανε βέβαια φανατικός εχθρός της κρεατοφαγίας, όμως αυτό δε σημαίνει τίποτα και μόνο ταπεινοί συκοφάντες θα μπορούσανε να βρούνε καμιά σχέση εδώ. Ο κριτικός κινήθηκε από αισθήματα μουσικής κατανόησης και μόνο, γιατί πραγματικά το τέλος της σουίτας του Χάρη Μπεκ ήτανε βαθιά θλιβερό, θύμιζε θάνατο, κι ο θάνατος για ορισμένους εκλεκτούς της ευαισθησίας είναι ένας και ο αυτός, τόσο για τις γαλοπούλες όσο και για τους ανθρώπους.
Το έργο του Ψευδού λοιπόν, κατά τους ίδιους κριτικούς, αν δεν ήταν ανώτερο από τη σουίτα του Χάρη Μπεκ, δεν ήταν όμως και κατώτερο. Τέλος, ήτανε τότε παρόντες στην απλή εκείνη τελετή του γάμου μου ο σκηνοθέτης Ιωάννου, γνωστός από τότε αυτός καθώς και μερικοί άλλοι επίσης γνωστοί από τότε, όχι όμως και διάσημοι. Δεν ήταν όμως η Μαίρη Ταγιάνου. Το θαυμάσιο αυτό κορίτσι έκανε την εμφάνισή του στη ζωή μου σαν κομήτης. Ήρθε, μου ‘φερε τη Λιλή και χάθηκε. Παντρεύτηκε κάποιο μηχανικό και ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία. Ποτέ πια δεν την ξανάδα. Ήταν ακόμα κι ο Νικήτας, αλλά γι’ αυτόν δε θα μπορούσε να ειπωθεί τίποτα. Άγνωστος είναι και σήμερα που γράφω αυτά όπως ήτανε και τότε, χωρίς αυτό να του κόβει καθόλου την όρεξη και μάλιστα εκείνον τον καιρό νομίζω πως είχε παχύνει λιγάκι.
Αλλά στο σημείο αυτό τουλάχιστον, εμένα όχι, δε με ξεγελάει ο Νικήτας. Το που δε γνώρισε τη δόξα, δεν τον αφήνει και πέρα για πέρα αδιάφορο, θα την ήθελε κι αυτός όσο κι ο καθένας κι ας μην του κόβει την όρεξη η αφάνεια που τον περιζώνει. Είναι μεγάλος πειρασμός η φήμη, μόνο που άλλοι τα καταθέτουν όλα στα πόδια της κι άλλοι όχι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε θα την καλωσόριζαν άμα τους ερχόταν. Με λίγα λόγια, οι πρώτοι την κυνηγούν κι οι δεύτεροι την περιμένουν και βέβαια οι πρώτοι είναι που έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες πάνω στην αγάπη της, γιατί το θηλυκό αυτό χρειάζεται κυνηγητό και πολιορκία, όπως άλλωστε όλα τα θηλυκά. Και δεν κάνω καθόλου λάθος. Τέλος πάντων…
Βγαίνοντας από το εκκλησάκι το φθινοπωρινό εκείνο απόγευμα, ένιωθα γαλήνη. Ο νικητής έρωτάς μου αναπαυότανε μέσα μου σαν πολεμιστής ύστερ’ από μάχη, και μάχη σκληρή που βάστηξε τρία χρόνια. Είχα δεχτεί νηφάλιος τα συγχαρητήρια των φίλων και μάλιστα κάποια στιγμή έδωσα με ψυχραιμία το μαντίλι μου στη Λιλή για να σκουπίσει τα μάτια της. Αυτή η ψυχραιμία μου ‘φερε απορίες. Αναρωτήθηκα μάλιστα αν δε θα’ πρεπε κανονικά να νιώσω τύψεις για την παρουσία της, αλλά μολονότι έστησα προσεχτικό αυτί προς την ψυχή μου δεν τις άκουσα καθόλου. Ούτε και σκέφτηκα να ερευνήσω το ζήτημα, το προσπέρασα κι ασχολήθηκα με τις μύτες των φίλων που μας εύχονταν ευτυχία. Αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ.
Όταν βρεθήκαμε μόνοι με τη Λιλή ξαναβρήκα τον ερωτικό μου πυρετό, αλλά ήτανε πλέον ένας πυρετός που δεχότανε χαλινάρι, ένας λογικός πυρετός να πούμε. Και οι μήνες άρχισαν να κυλούν κανονικά. Ο Αητός της Αετοράχης προχωρούσε κι αυτός κανονικά, ενώ στο μεταξύ κέρδιζα επίσης κανονικά την εκτίμηση των φίλων της τέχνης. Σ’ αυτό το τελευταίο με βοήθησε κι η Λιλή με την καλή της ανατροφή και τις ξένες γλώσσες που κατείχε. Μιλούσε θαυμάσια τα γαλλικά και ποτέ δεν άφηνε την ευκαιρία ν’ ανοίξει μια δυνατή συζήτηση στ’ αγγλικά, που κατά γενική ομολογία τα μιλούσε με λονδρέζικη προφορά. Είχε μείνει άλλωστε στο Λονδίνο ένα διάστημα ειδικώς γι’ αυτή τη δουλειά, επειδή από πολύ μικρή παρουσίασε μια δυνατή αδυναμία στις ξένες γλώσσες. Ακόμα και τώρα που είμαστε παντρεμένοι έδειχνε πως αργά ή γρήγορα θα καταπιανότανε και με την εκμάθηση της ισπανικής.
- Καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να το αποφύγω, μου εμπιστεύθηκε κάποια μέρα. Θα σε πειράξει;
Της αποκρίθηκα μ’ ένα φιλί κι από την άλλη μέρα ρίχτηκε στα ισπανικά.
Η γλωσσομάθειά της αυτή αποσπούσε αρκετή εκτίμηση στους καλλιτεχνικούς κύκλους, προπαντός γιατί είχε διαβάσει στο πρωτότυπο πολλά ξένα έργα που εμείς οι άλλοι τα ξέραμε από μεταφράσεις και μάλιστα όχι καλές. Πολλές φορές ζητούσαμε τη γνώμη της για ορισμένα σημεία, που κατά τις υποψίες μας θα έπρεπε ο μεταφραστής να είχε υστερήσει. Η Λιλή μας βοηθούσε πρόθυμα. Έβαζε κάτω το πρωτότυπο κι αφού διάβαζε την περικοπή με κείνη την άπταιστη προφορά της, μας εξηγούσε μετά κι έτσι καταλήγαμε σε συμπεράσματα θετικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις είχα προσέξει πως η προσοχή ολωνών ήταν αιχμαλωτισμένη από την προφορά της Λιλής, προπαντός όταν το κείμενο ήταν εγγλέζικο. Ένα βράδυ μάλιστα ο Ιωάννου είπε ύστερ’ από σκέψη.
- Λοιπόν, εδώ πρόκειται για εντελώς γνήσια αγγλική προφορά.
Και με κοίταξε με κάποια ζήλια. Βέβαια, ο Ιωάννου δεν ήξερε αγγλικά, είχε όμως ακούσει πολλά, γιατί παρακολουθούσε με πάθος αγγλικά φιλμ. Εκείνες τις μέρες μάλιστα σχεδίαζε ένα εκπαιδευτικό ταξιδάκι στα στούντιο της Βρετάνια Φιλμς, το οποίο και πραγματοποίησε μετά δυο χρόνια, κερδίζοντας έτσι μιαν αναμφισβήτητη θέση στη σκηνοθεσία του ελληνικού κινηματογράφου. Χωρίς αυτή τη μετεκπαίδευση δε θα του εμπιστεύονταν ίσως το γύρισμα του φιλμ Η κατάρα του παππού, έργο που ναι μεν δεν έσπασε ρεκόρ εισπράξεων, ανάγκασε όμως την επίσημη ελληνική κριτική ν’ ασχοληθεί πια στα σοβαρά με τον ελληνικό κινηματογράφο. Από τότε άλλωστε χρονολογείται και η εμφάνιση του διάσημου σήμερα Μαρίου Φαρδή ως κινηματογραφικού κριτικού.
Εκείνο τον καιρό ήτανε πολύ της μόδας οι φιλολογικές συγκεντρώσεις. Δεν ήτανε βέβαια αυστηρά φιλολογικές, γιατί λάβαιναν μέρος σ’ αυτές ζωγράφοι και μουσικοί, διανοούμενοι και στοχαστές και γενικά κάθε είδους άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης. Οι συγκεντρώσεις γίνονταν σε σπίτια φίλων και γνωστών, όπου στρώνονταν επί τάπητος όλα τα προβλήματα της εποχής, από τα καλλιτεχνικά ως τα επιστημονικά και τα πολιτικά πολλές φορές.
Ένα μήνα μετά το γάμο μας ανοίξαμε κι εμείς το δικό μας φιλολογικό σαλόνι. Δεχόμαστε κάθε Παρασκευή και μπορώ να βεβαιώσω πως η Λιλή στάθηκε ασυναγώνιστη στο ρόλο της οικοδέσποινας. Σκλάβωνε με τους ευγενικούς της τρόπους, αλλά και με την ομορφιά της που συναγωνιζότανε το λεπτό της γούστο σε ό,τι αφορούσε το γυναικείο ντύσιμο. Τα χρήματα δε μας έλειπαν. Η προίκα της Λιλής έδινε καλό εισόδημα, άλλωστε και οι δικές μου δουλειές δεν πήγαιναν άσχημα, μολονότι ο πεθερός μου γκρίνιαζε κι έλεγε πως στο σημείο αυτό τουλάχιστο τον γέλασα. Φυσικά, δεν τον είχα γελάσει καθόλου, απλούστατα είχε παρανοήσει και να πως:
Ήτανε τότε που πήγα να του ζητήσω το χέρι της Λιλής. Με δέχτηκε μεν καλά, αλλά σαν έμπορος εισαγωγών είχε δικά του κριτήρια και λοιπόν μ’ έστρωσε κάτω απαιτώντας από μένα πλήρη έκθεση σχετικά με τα οικονομικά μου, στηριγμένη μάλιστα και σε αποδείξεις απτές. Του αποκρίθηκα με έργα. Του ‘φερα τον ίδιο τον εκδότη να τον πληροφορήσει για τις εισπράξεις που πραγματοποίησε το Λυκόφως της Προδοσίας κι έμεινε κατάπληκτος. Τέλος με ρώτησε γλυκά πόσο καιρό χρειάστηκα να το γράψω. Είπα πως έκανα δεκαπέντε μέρες πάνω κάτω κι από δω ξεκίνησε η παρανόηση. Λογάριασε φαίνεται πως κάθε μήνα θα ‘πρεπε να γράφω δυο τέτοια έργα, άρα το χρόνο 24. ευτύχησε αμέσως και με φίλησε πατρικά. Και δυο μήνες μετά το γάμο μου ‘κανε την πρώτη σκηνή. Είχα όμως ευτυχώς σύμμαχο τη Λιλή και την πεθερά μου, προπαντός την πεθερά μου, που ο γέρος την έτρεμε. Άλλωστε είχε κι αυτή αρκετές σχέσεις με την τέχνη, γιατί στα νιάτα της είχε διαβάσει πολύ Λαμαρτινό και Μυσέ και μάλιστα θυμότανε απ’ έξω αρκετούς ωραίους στίχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου