Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Γεράσιμος Γρηγόρης: Εστία αντιστάσεως


Εστία αντιστάσεωςFREE photo hosting by Fih.gr

Ο Γεράσιμος Γρηγόρης ήταν Λευκαδίτης
συγγραφέας και σκιτσογράφος. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1907 σε αγροτικό
περιβάλλον. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην πόλη της Λευκάδας και συνέχισε τις
σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Φιλοσοφική Σχολή. Τότε
πρωτοεμφανίστηκε στα φιλολογικά περιοδικά της εποχής, δημοσιεύοντας ποιήματα.
Συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής σε ελεύθερα σπουδαστήρια.
Τελειώνοντας τις σπουδές του ακολούθησε το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Το πρώτο
του βιβλίο με διηγήματα «Πορεία μέσα στη νύχτα» εξέδωσε το 1939 (εκδ. Γκοβόστη).
Επιστρατεύτηκε στην Αλβανία στη γραμμή «πρόσω» το 1940 και κατά την
γερμανοϊταλική κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ως χαράκτης
ασχολήθηκε με την επιμέλεια και την εικονογράφηση λογοτεχνικών εκδόσεων και
εργάστηκε επί σειρά ετών στο συγκρότημα των περιοδικών
Ρομάντζο-Πάνθεον-Βεντέτα του Αθηναϊκού Τύπου. Πήρε μέρος σε τρεις πανελλήνιες
καλλιτεχνικές εκθέσεις ενώ πολλά βιβλία ελλήνων συγγραφέων φέρνουν τη σφραγίδα
της καλλιτεχνικής του φροντίδας και έχουν φιλοτεχνηθεί από τον ίδιο με
πρωτότυπα σε ρεαλιστική έκφραση σχέδια. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος του Δ.Σ. της «Εταιρείας
Λευκαδικών Μελετών», μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου. Παντρεύτηκε
την Αικατερίνη Πολίτου και απόκτησε μαζί της δύο γιούς. Πέθανε τον Ιούνιο του
1985.

Γεράσιμος Γρηγόρης


Στο λερωμένο τοίχο ένας σταυρός, γραμμένος με το αίμα του, σημάδευε τη θέση του κεφαλιού του. Απροσανατόλιστα, έτσι στην τύχη, ήταν χαραγμένος. Κατά τη δύση θαρρώ πως βλέπει – ή κατά το νοτιά. Δε μπορέσαμε να του προσανατολίσουμε το κεφάλι. «Ήτανε πάντα του πολύ ζόρικος, απροσανατόλιστος πάντα του... », χωράτευε κιόλας ο Λευτέρης. Ετούτος είχε την έμπνευση να του γράψει το σταυρό, από το αίμα πούχε ανακατευτεί στις πλάκες με κάτι βρωμόνερα. Κι όπως τον χάραζε, έλεγε:

– Άντε, πασχαλιάτικο αρνί μου, πριν της ώρας σου σε φάγανε... Μεγαλοβδομαδιάτικα... Άντε... Ας σταυρώσουμε το σπιτικό σου, ωστόσο, για το καλό... Άντε, αρνάκι του Θεού. Καλή Ανάσταση! ... Καλή αντάμωση, θέλω να πω...

Και βάνονταν ο Λευτέρης κάτι σα χωρατό να σκαρώσει, γιατί τόθελε να φαίνεται σαρκαστής κι αστείος, κι ανακάτευε κάτι μπερδεμένα λόγια μα ήτανε κίτρινος σαν το θειάφι, και τρομαγμένος μέσα του πολύ πιο πολύ κι από μας, που δε θέλαμε ούτε να τη δείξουμε ούτε να την κρύψουμε με λόγια και σαχλαμάρες την ταραχή και την πίκρα μας για το χαμό του συντρόφου μας.

Κι αφού πολλές φορές το κακό δευτερώνει καταπώς λένε, να που σε δυο μέρες ετούτος πάλι ο Λευτέρης πήγε να βρει το Βασίλη, με γαζωμένα τα νεφρά.

Έπεσε μπροστά στα μάτια μας, την ώρα που γύριζε από το νερό, φορτωμένος τα παγούρια.

Τον παρακολουθούσαμε πίσω απ΄ τη θυρίδα του πολυβολείου νάρχεται, σαν τη γουστέρα μες στο σούρουπο. Τάχε καταφέρει όμορφα ως εκείνη τη στιγμή, Λίγα μέτρα ακόμα και θάμπαινε. Είχε φτάσει στο χαντάκι. Τον είδαμε που τοιμαζότανε να πηδήσει, μα δεν προφτάσαμε να τον κόψουμε. Πάνω στο πήδημα τούρθε η ριπή. Τινάχτηκε ψηλά ο Λευτέρης, ανακλαρώθηκε, άνοιξε τα χέρια του και τη στοματάρα του, σα χωρατατζής, χρεμέτισε κάτι σα χασκόγελο, λες κι ανακάλυπτε κιούπι με λίρες, ρίχτηκε με τα μούτρα στο χαντάκι. Εκεί έμεινε.

Τότε πια κ΄ εμείς μουδιάσαμε.

Ως κι ο Βαγγέλης ο ομαδάρχης μας, ωμός και παχύδερμος από φυσικού του, τάχασε. Με το «Αχ! …» πούριξε, του ΄μεινε το στόμα ανοιχτό, στρογγυλά τα μάτια. Κολλημένος στο πολυβόλο του πίσω απ΄ τη θυρίδα, μαρμάρωσε. Πολλή ώρα δε μιλούσε. Ύστερα ξέσπασε:

– Αφού του τόπα, του κερατά! Να μην πηδήσει το χαντάκι! Δεν του τόπα, μωρέ; Ο βλάκας! …

Έβλεπε κατά μένα, κ΄ έβριζε με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα αρμυρά, της λύσσας αφρούς στο στόμα του, στα τρεμουλιασμένα χείλη του.

– Ο βλάκας! Να φάει το κεφάλι του σαν πρωτάρα, μωρέ! … Μίλα, μωρέ Λουκά! Δεν του τόπα, μωρέ; ...

Με κοίταζε και μ΄ έλεγε «Λουκά». Φανερό πια πως τα μπέρδευε. Δεν ήταν δα και τόσο πολύ σκοτεινά κει που καθόμουν, για να μη με ξεχωρίζει. Κι εξ άλλου τόξερε, πως ο τρίτος της παρέας που απόμενε, ο Λουκάς, δυο μέρες τώρα καιγόταν στον πυρετό και ψιλοβογκούσε σε μιαν άκρη. Ρωτούσε κιόλας μέσα στην παραζάλη του, με κομμένη φωνή, κλαψούριζε:

– Τι έγινε, μωρέ; Τι έγινε, μωρέ; … Ήρθαν; Ήρθαν; …

Μα κανείς δεν του απαντούσε. Ούτε τον βάζαμε σε κουβέντα. Δεν ήταν ώρα για κουβέντες, και μάλιστα μ΄ έναν άρρωστο σε τέτια χάλια.

Έτσι χαράμικα τους χάσαμε τους δυο. Χαράμικα και τζάμπα να πεις, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές. Στον πόλεμο και στην τρικυμία το ίδιο γίνεται: ο πνιγμένος από λίγες γουλιές νερό πάει στράφι. Δε χρειάζεται να πιει όλη τη θάλασσα που του ρίχνεται...

Κι από τους τρεις που απομείνανε, εγώ ήμουν ο πιο παρακατιανός για την περίσταση. Και πράγμα παράξενο: τούτη την ώρα ένιωθα νάμαι σ΄ όλα μου πάνω από τους άλλους, Γιατί απ΄ το πολύ μου το ζόρισμα να φαίνομαι ατάραχος, για να καλμάρω το σαστισμένο αρχηγό μας, είχα στυλώσει μέσα μου στ΄ αλήθεια, είχα σφίξει την καρδιά μου. Δε είμαστε δα κι ολότελα στου λύκου τα δόντια, έλεγα με το νου μου. Κι ολοένα βανόμουν να βρω κάτι να πω του Βαγγέλη, μια σοβαρή κουβέντα, θετική, για να τον πείσω – μαζί και τον εαυτό μου να πείσω. Είναι κρύο πράμα να βλέπεις τον αρχηγό σου ταρακουνημένον. Χρέος είχα να στηρίξω την ψυχή του. Να του θυμίσω και τα καλά: η θέση μας ήταν όσο χρειάζονταν γερή. Εξ άλλου περιμέναμε και την ενίσχυση απόψε. Τρεις φορές μας βεβαίωσαν από το αρχηγείο. Να κρατήσουμε με κάθε θυσία κ΄ έφτασαν. Οι ώρες κόντευαν. Κι όσο για τις απώλειες, αυτές ήταν που μας σάστισαν – μα τι να γίνει; ... Απροσεξία ήταν; Κουταμάρα ήταν; Επιπολαιότητα; … Ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται. Το ότι ζούμε ακόμα εμείς και κρατάμε όπλο στο χέρι, δεν είναι μια νίκη; Λίγο ακόμα κι όλα τελειώνουν. Θ΄ ανοίξει – δε μπορεί να γίνει αλλιώς – θ΄ ανοίξει μια ποριά και θα γλιστρήσουμε απ΄ τη μέγγενη του χάρου, θα σμίξουμε τους δικούς μας…

Κι απάνω σε τούτους τους διαλογισμούς μου με πλημμύρισε άξαφνα μια τέτοια σιγουριά για την προσωπική μου σωτηρία, που μου ΄φερε μια στιγμιαία φρενίτιδα χαράς. Όλα τούτα που συμβαίνουν γύρω μου, μου φάνηκαν σαν πλάσματα του νου, σκηνοθετημένες ψευτιές όλα τούτα, που θα σβήσουν σαν κακός βραχνάς, που θα γενούν ξένα και μακρινά της μνήμης παιγνιδίσματα…

– Μα που στο διάολο ξεφύτρωσε εκεί λοξά;

Ο Βαγγέλης ξανά μιλούσε. Μ΄ έκοφτε από τους ταραγμένους λογισμούς μου.

Δεν καταλάβαινα.

Ξανάπε ζωηρά:

– … Λέω: που στο διάολο ξεφύτρωσε τούτο το πολυβόλο που μας έφαγε το Λευτέρη;

Φοβήθηκα πως θ΄ άρχιζε πάλι τα ίδια. Μα, στ΄ αλήθεια, η απορία του σωστή ήτανε, κ΄ οι φόβοι του είχαν κάποια βάση, Δεν τόχα σκεφτεί.

Ανακατεύτηκα. Μπόρεσα κ΄ είπα:

– Τι σε νοιάζει; Πολυβόλα έχουμε κ΄ εμείς, Βαγγέλη. Ψυχή έχουν κι αυτοί, Βαγγέλη.

Μωρ΄ εγώ σου λέω μας ζυγώνουν! Συμπέρανε κείνος κοφτά, με την τροχισμένη του πείρα. Το πολυβόλο τους άλλαξε θέση, μωρέ Λουκά, δεν το κατάλαβες; Μας κόψανε το νερό... Μωρέ Λουκά, δεν το κατάλαβες;

Μιλούσε τώρα παστρικά και σταράτα.

Με μπέρδευε. Νευριάστηκα.

– Δεν είμαι ο Λουκάς! Λέω.

Με κοίταξε στυλά. Έγλειψε τις άκρες των χειλιών του – ανάλυωσε μια ψιλή άφρη πούχε ξεραθεί στη ραφή των χειλιών του. Χαμογέλασε. Μ΄ αναμέτρησε αφαιρεμένος:

– Ναι, Κοσμά. Ναι, «πάτερ-Κοσμά»… Με συμπαθάς. Δεν πρόσεξα…

Του άρεσε, όταν ήταν στις καλές του, να με πειράζει «πάτερ Κοσμά»· επειδή, έλεγε, πολύ είχε πάντα η κουβέντα του αυτή κάτι σαν περιφρόνηση, ένα είδος προστατευτική στοργή κάποτε, για τη φυσική μου αδυναμία. Δεν πειραζόμουν ωστόσο εγώ μ΄ αυτά. Και μα την αλήθεια, τούτη τη φορά χάρηκα με την πειραχτική του τη διάθεση, γιατί μάντευα πως πίσω απ΄ αυτή καθάριζε η ανταριασμένη ψυχή του, άρχιζε ολάκερη να τραβάει προς το καλύτερο. Έτσι και το τσούρμο του καραβιού, σα θαλασσοδέρνεται, κοιτάει τον καπετάνιο στα μάτια, να ψυχωθεί απ΄ τη δύναμή του, Μα και τι τσούρμο να λογαριάσω πια μέσα σε τούτο το σαπιοκάραβο που βούλιαζε; Είχα απομείνει μόνος μια κι ο Λουκάς παράδερνε στον πυρετό του, έκλαιγε και παραμιλούσε κάτι ονόματα, και τραγουδούσε, κι ούτε να τον βοηθήσουμε μπορούσαμε ούτε να τον νιώσουμε – ξένοι κι αδιάφοροι εμείς, μόνοι, ο καθένας μόνος, κατάμονος, μ΄ όλο που, χνώτο με χνώτο, σπαρταρούσαμε κάτω απ΄ το ίδιο κλειδοκεφάλωμα της μοίρας.

Το κατρακύλισμα της απελπισιάς με ξαναπήρε. Η πλάστιγγα ανέβαινε προς το μέρος του Βαγγέλη, που τον έβλεπα να ξαναβρίσκει την δύναμή του, την ισιάδα του ματιού του, καθώς εφούχτωνε με τη χερούκλα του τη λαβή του πολυβόλου πίσω απ΄ τη θυρίδα. Κ΄ εγώ έπεφτα, ρουφιόμουν ως το βαθύτερο πάτο της γης, μαζευόμουνα και μίκραινα, για να χωθώ σε μια οποιαδήποτε τρύπα, όπου μόνο τρισευτυχισμένοι ποντικοί θα μπορούσαν να χωθούν και να ζήσουν.

Δεν έβλεπα πια κανένα σημείο φυγής, ένα δρόμο και για μένα μέσα στον απέραντο κόσμο, που όλα τα ζούδια κορδοκυλάνε λεύτερα. Και τούτος ο Βαγγέλης, νάναι έτσι ήσυχος και βέβαιος – ένα κτήνος! Ο ίδιος δεν απόρησε κ΄ έφτυσε προτήτερα: «Που στ΄ ανάθεμα φύτρωσε κειπέρα πολυβόλο;» Πως το ξήγησε το πράμα; Πως το βόλεψε μέσα του;

Το δίχως άλλο είμαστε από παντού ζωσμένοι. Κι όχι μονάχα σήμερα. Από πέντε μέρες τώρα, που μας στείλαν το ραπόρτο: «Παραδοθείτε, αν θέλετε τη ζωή σας. Δέσετε τον αρχηγό σας και παραδοθείτε. Θάστε ελεύθεροι.» Και μεις γελάσαμε τότε με το αστείο τους. Άκου θρασύτητα: «Δέσετε τον αρχηγό σας!» Τη στιγμή που τους έχουμε κάτω απ΄ τη μπούκα μας – να μας φοβερίζουν! ... Σιχτίρ! …

Μα ο ομαδάρχης μας δεν ξαναμίλησε γι΄ αυτό. Θάχει το λόγο του. Αυτός έβαλε το κεφάλι του στον τρουβά. Τ΄ αφτί του πια δεν ιδρώνει. Μια και τι σχέση έχω εγώ μ΄ αυτόν; Ο καθένας έχει χώρια τη ζωή του…

Ησυχία έγινε μέσα κ΄ έξω. Ούτε ο Λευτέρης στο χαντάκι του ροχάλιζε, ούτε ο Λουκάς βογκούσε στη γωνιά του.

Μουχλιασμένος ήταν ο ουρανός. Αχ, ας έβρεχε! Η δίψα μας έπνιγε. Τι θα γίνει; Προσμένουμε ολάκερη νύχτα…

Δεν καταλάβαινες κατά που θα σέρνονταν ο ήλιος μα δειλινό θάτανε, και γι΄ αυτό κάτι σπουργίτια ξεθαρρεμένα γοργοπετούσαν να βρουν νύχτιο κατάλυμα,

Στους μαύρους κλώνους της συκιάς αντίκρι, κάτι πράσινες φούντες, τρυφερούτσικα φύλλα, ξεθηκαρωθήκανε – κ΄ ένας σπουργίτης γοητευμένος κάθησε κει…

– Κράτησέ μου τη θέση, Κοσμά…, λέει ο Βαγγέλης και σηκώνεται.. Θα πάω να φέρω τα παγούρια. Δε γίνεται. Μην αλλάξεις σκόπευση. Έχω στόχο στη διάβαση. Ό,τι κι αν συμβεί, μη ρίξεις.

– Πρόσεχε, του λέω.

– Καλά, καλά! … Εσύ να προσέχεις.

Ήξερε αυτός.

Μ΄ ένα μακρύ ξύλο, με πρόκα γυριστή στην άκρη, τράβηξε τα παγούρια μάτσο. Την ίδια στιγμή, μια ριπή από λοξά τα χτύπησε.

Δαγκώθηκα.

Τάφερε ωστόσο μέσα και τα πέντε. Τα δυο τρύπια, μισόγεμα.

– Είδες το βερνικωμένο; … Κάπου κοντά είναι! Δεν χωράει συζήτηση.

Μιλούσε πίσω μου, χωρίς να τον βλέπω. Ξέταζε τις τρύπες των παγουριών.

– Χότσκις είναι…, Χότσκις μικρό. Δεν μπορεί – πάνω σε δέντρο θα το στήσανε. Δεν πειράζει. Τη νύχτα θα το επισημάνουμε από τη σκεπή. Θα το προκαλέσουμε και θα το επισημάνουμε.

Προσπαθούσε να φαίνεται ήσυχος. Σήκωσε τα μισοαδειανά παγούρια και τ΄ άδειασε. Άκουγα πίσω μου το κλάκ-κλακ του λαρυγγιού του.

– Ήπια το μερδικό των σκοτωμένων, είπε. Χε! … Θεός σχωρέσοι τους! Οι πεθαμένοι δε διψούν.

Μου πάσαρε το γεμάτο. Κατάβρεξε το κεφάλι του Λουκά με το δικό του. Του ΄δωσε να πιει, να συνεφέρει. Ύστερα καταπιάστηκε να μετράει τα εφόδια, τις ταινίες, τα μπαγάζια, αμίλητος, σαν καλός νοικοκύρης… Όσο ήταν μέρα ακόμα. Όσο έβλεπε.

Με το μάτι στο στόχο, καθόμουν ακόμα στο πολυβολείο. Ησυχία κι άπνοια κρατούσε. Κι ο Λουκάς θάχε πέσει σε ύπνο. Ας κοιμόταν τουλάχιστον αυτός, να στυλωθεί λίγο, να μπορέσει να φυλάξει βάρδια… Πως θα τη βγάζαμε αλλιώς τούτη τη νύχτα; … Υπομονή. Λίγες ώρες μας μένουν ακόμα.

Μα αν δεν ερχόνταν οι δικοί μας; Ω…, αυτό δε γίνεται! Το σχέδιο ήταν τέτιο. Μα… αν…, αν δεν έρχόνταν; ... Όλα γίνονται σε κάτι τέτιες φέστες. Και σχέδια αλλάζουν, και άνθρωποι χαλιούνται...

Ένα σιδερένιο ζουνάρι έσφιξε πάλι τα μελίγγια μου. Πάλι μου πέρασε η άτιμη ιδέα. Άσκεφτα το άθλιο μυαλό – το σαρκίο θα πω – τη γύρισε μέσα στη σκέψη: «Δέσετε τον αρχηγό σας – είστε ελεύθεροι…»

Ποιος να δέσει τον αρχηγό; Εγώ; Και γιατί; … Δε γίνεται! Πέθανε, χάσου! Δε γίνεται… Ας πέθαινα. Δε γινόταν… «Είστε ελεύθεροι… είστε ελεύθεροι.. αν αγαπάτε τη ζωή σας – πεθαίνετε. Αν αγαπάτε τη ζωή σας – είστε ελεύθεροι…»

Η αδύνατη ακρούλα της καρδιάς μου πιπίλιζε την ύπουλη γλύκα, εντρυφούσε μ΄ αυτό το ντρόπιασμα, λύγιζε κ΄ έσπαζε.

«Είστε ελεύθεροι…»

Ελεύθεροι σαν τι; Μήπως σαν αυτό το σπουργίτι που πετάει φοβισμένο; … Δεν είναι φοβισμένο από τον πόλεμο. Αυτόν ούτε που τον σκέφτεται. Τα σπουργίτια από φυσικού τους έχουν ένα μικρό φόβο. Κάθε ώρα κερδίζουν τη ζωή τους, την κάνουν πιο γλυκά με το μικρό τους φόβο. Γιατί είν΄ ελεύθερα και πετούν. Αυτό είναι το παιγνίδι της ζωής τους. Και τα σπουργίτια παίζουν. Είναι σαν τα μικρά παιδιά. Έτσι κι αυτά στα πρώτα τους βήματα· κάποτε τρέχουν μισοφοβισμένα μην πέσουν· ύστερα γελούν ευτυχισμένα, σαν κατιτίς σπουδαίο να κατόρθωσαν. Σαν εκείνο το παιδάκι τότε – το παιδί μου θέλω να πω... Πάλι ήρθε μπροστά μου. Όπως τότε. Τρέχει σα ρόδινο κύμα, μ΄ ανοιχτή την αγκαλίτσα του προς εμένα, να το σηκώσω ψηλά – με γέλια, ψηλά… Μα δε μπορώ να σαλέψω. Είμαι δεμένος. Και το τριανταφυλλένιο κύμα θα πέσει στο μαύρο χώμα, θα σκορπίσει, Θεέ μου…

Κάτι καφτερό τινάχτηκε μέσα μου, απ΄ τις ρίζες των σπλάχνων μου προς το λαιμό μου. Ανατρίχιασμα πασπάτεψε τη ράχη μου. Πάνω στα βρώμικα μάγουλά μου αμολύθηκαν τα δάκρυα. Το στόμα μου πικράθηκε, άσχημο…, άσχημο. Κι όλα ελεεινά ήταν γύρω μου, και μ΄ έπνιγαν – χωρίς να μπορώ να μπήξω φωνή. Όλα… Μόνο το κρύο σίδερο ένιωθα ν΄ ακουμπάει στο ζεστό μου μάγουλο. Το ευθύγραμμο, το κρύο ατσάλι, διαλυμένο μέσα στους ιριδισμούς των δακρύων μου, μάχονταν να ξαναβρεί το άτεγκτο σχήμα του το σκληρό. Κ΄ η μυρουδιά της μπαρούτης ήταν που μ΄ έλεγχε «άναντρο» – χωρίς να μπορώ να μπήξω φωνή.

Ξερόβηξε πίσω μου ο Βαγγέλης, σα να με ονείδιζε. Απάντησα με τον ίδιον ήχο. Συμφωνούσα μαζί του.

Κατάπια την υγρή κολλώδη θλίψη μου· τη μπόρα των δακρύων μου μέσα μου έκλεισα…

Όλα καθάρισαν τώρα, σκληρά κι αμείλιχτα μες στη νέφωση. Οι καψαλιασμένες πέτρες, τα σίδερα, η μουγκαμάρα της ενέδρας. Όλα ψυχρά κι αδιάφορα προς τις γελοίες λιποψυχίες μου, αληθινά κι αδέκαστα όλα. Και μόνο εκείνος ο σπουργίτης κάθονταν ακόμα αντίκρι μου ζεστός και παιγνιδιάρης, τσιμπολογούσε το ποδαράκι του, σαν τα ψεύτικα πουλάκια όταν τραβάνε το χαρτάκι της μοίρας. Μονάχα αυτό μου απόμεινε να γνοιάζεται για μένα, Αυτό θα καθόριζε τώρα την τύχη μου: αν πετούσε αριστερά, χανόμουν· αν πετούσε δεξιά, θα γλύτωνα… – ας μην τον πείραζε κανείς…

– Άστα κάτω! Μην τα ΄γγίζεις, ορέ! …

Ένα ούρλιασμα πίσω μου με ξάφνισε. Γύρισα αυτόματα. Ο Λουκάς είχε πεταχτεί απ΄ τη στρώμνη του. Την ίδια στιγμή ο σπουργίτης φτερούγισε. Δεν πρόφτασα να δω κατά που πήγε. Καλύτερα.

Άκουγα μονάχα πίσω μου το Λουκά να ξεφωνίζει υστερικά, καθώς τραβολογούσε τις ταινίες απ΄ τα χέρια του Βαγγέλη.

– Άστα κάτω! Είναι δικά μου… Θα φύγω, θα πηδήσω! Δε θα ψοφήσω γω δωπέρα!

Ο άλλος τον αγκάλιασε και τον έσπρωχνε κουτρουβαλώντας στη γωνιά του. Πήρε το παγούρι του και του ΄βρεχε το κεφάλι.

– Θα σε δέσω!

– Εγώ θα σε δέσω! Άσε με! … Το πουκάμισο… Που είναι το πουκάμισο; Άσε μου τ΄ όπλο μου να φύγω! Να πηδήσω! Αν δε φύγω μ΄ όπλο, θα φύγω μ΄ άσπρο πανί! Θα φύγω! Κι αν θέλεις ρίξε μου! .. Αχ! ... Αχ! ...

Κάθησε σταυροπόδι εξαντλημένος, λαχομανώντας, μονολογώντας κάτι πνιχτά.

Ο άλλος τον κοίταζε συννεφιασμένος, με τα χέρια στη μέση.

– ΄Σύχασε, του ΄λεγε σιγά, μονότονα… ΄Σύχασε! Έχεις πυρετό.

– Θα φύγω!

– Δε σ΄ ήξερα για δειλό. Ήσουν πάντα καλός άντρας. Μην παραλογίζεσαι.

– Θα φύγω!

– Όποιος δε μ΄ άκουσε εμένα, χάθηκε. Από κεφαλιού του χάθηκε.

– Θα φύγω!

– Έτσι έφυγε κι ο δάσκαλος τότε… Θυμήσου πως τον ξαναβρήκαμε…

… Η εικόνα του δασκάλου μούρθε στο νου – νάτος: Μορφάζει με τη γλώσσα έξω. Περιγελάει τον κόσμο κρεμασμένος απ΄ τα κάγκελα του δεύτερου παράθυρου, με σύρμα. Λιάζεται κολλημένος στον τοίχο ψηλά. Οι μύγες βόσκουν στα μάτια του… Με σύρμα… Με το σύρμα που τεκιάζουν τα σανά… Ανατρίχιασα.

Κι όμως ο Λουκάς επιμένει:

– Θα φύγω!

– Είσαι πεισματάρης σαν αράπικο μουλάρι.

– Άσε με να φύγω με το καλό.

– Όλοι θα φύγουμε. Μαζί θα φύγουμε απόψε. Έρθει δεν έρθει η ενίσχυση.

– Ψέματα! Εσύ ΄τοιμάζεις ταινίες με το χιλιόμετρο. Εσύ ΄τοιμάζεις βάρδια.

– Λέω θα φύγουμε.

– Είμαι άρρωστος.

– Ο πυρετός σου πέφτει τώρα. Ησύχασε.

– Δε βαστώ.

– Στην πλάτη μου θα σε πάρω.

– Δε χρειάζεται. Άσε με…

– Έχεις το λόγο της τιμής μου· όλοι θα φύγουμε, τα μεσάνυχτα.

Η τελευταία κουβέντα του ομαδάρχη τον ηρέμισε.

Το σούρουπο έπεφτε. Η νύχτα πλάκωνε…

– Δε θα βάλουμε φραγμό απόψε, λέει ο Βαγγέλης. Δε χρειάζεται πια.

Οδήγησε το Λουκά να πιάσει την πίσω τρύπα, για κάθε ενδεχόμενο. Τον χάιδεψε σαν νάταν παιδί.

– Τις χειροβομβίδες να ταχτοποιήσετε, μας συμβούλεψε… Στις δώδεκα η ώρα θα βγούμε από την πίσω πόρτα.

Οι ώρες προχωρούσαν δύσκολα. Με σημειωτό πάνω στους χτύπους της καρδιάς μας πατούσαν. Σα σιδερένια τακούνια σε άδεια κάμαρα – «ντουκ-ντουκ» προχωρούσαν άρρυθμα. Τόσο βαριά, λοιπόν, χτυπούσαν οι καρδιές μας; Υπόκωφα κάπου, μέσα μας ή έξω μας, σαν ήχος βαθύς ή σαν παραίσθηση ακουγόνταν.

Κανένας δεν τολμούσε να ψιθυρίσει τις σκέψεις του. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τεντώνουμε μάτια κι ακοή – τόσο που μας πονούν οι ρίζες των αφτιών μας…

Κι άξαφνα βρόντοι μακρινοί ήρθαν ν΄ αλλάξουν το ρυθμό της ανάσας μας. Γδούποι όλμων, βαριές ριπές, πυκνές κι ανάκατες, μια χλαπαταγή χαρούμενης μάχης, όπως στα τρελά πυροτεχνήματα της Ανάστασης.

– Φτάσανε! Αέρα! … Χα… χα… χα…

Μια μεθυσμένη κραυγή παράταιρη ξέφυγε του Λουκά. Ένα χάχανο σκληρό, οδυνηρό, πιο απαίσιο κι από θρήνο, τον σύγκλυσε.

– Σουτ! … τον έκοψε ο Βαγγέλης. Τρελάθηκες, μωρέ;

Γιατί όχι; Μέσα στον παροξυσμό της ελπίδας του, τα τεζαρισμένα νεύρα του μπορούσαν νάχαν σπάσει.

Μήπως κ΄ εμείς πηγαίναμε πιο πίσω;

Ποτέ κανένα βροντολόγημα πολέμου δεν ξεσήκωσε τέτοιον παράφορον αέρα ελπίδας σ΄ ανθρώπους οπλισμένους· και βέβαια σε τέτοια ακαριαία διάψευση δεν έπεσε ελπίδα καμιά ποτέ.

Γιατί, πριν ακόμα προλάβουμε να χαρούμε στη σκέψη πως έφτασε η ώρα, τέλος, να ξεφύγουμε από κείνη την μουγκαμάρα που μας έπνιγε, ήρθε ο σεισμός να μας σκορπίσει στον αέρα…

Στην αρχή γροικήσαμε κάτι σαν ξήλωμα βράχων από κάτω μας. Ένα αγκομαχητό, ένα φτάρνισμα ηφαιστείου, κι η έκρηξη μας ανατίναζε και μας έθαβε στα ερείπια...

Δεν ξέρω πόσην ώρα έμεινα παραζαλισμένος μέσα στον υπόγειο τάφο μου. Μα σα συνήλθα, σάλεψα λίγο τα χέρια μου, πασπάτεψα τα μέλη μου. Περίεργο. Ήσαν όλα γερά. Μονάχα κάτι γλιστερό κανάλιζε απ΄ το κεφάλι μου στο μάγουλό μου, στα χείλη μου, γλυκερό στη γεύση. Έψαυσα το σκίσιμο του μετώπου μου. Του κόλλησα ένα χαρτί, τόδεσα με το μαντίλι μου.

Σύρθηκα λίγο. Είχε χώρο. Έπιασα από πάνω δοκάρια, σανίδια γερτά, δεξιά μου τοίχο μουχλιασμένο, κάτω πλάκες. Ο τάφος μου ήταν ένα μακρουλό τρίγωνο λούκι καλά στερεωμένο. Φανερό πως βρισκόμουνα στο υπόγειο του οχυρού μας, με το πάτωμα βουλιαγμένο, φορτωμένο τα ρέπια των τοίχων και της στέγης από πάνω μου. Είχα εξασφαλίσει πια ένα κενοτάφιο απρόσβλητο από κάθε κίνδυνο. Σίγουρα πως στο πυκνό σκοτάδι εκεί θα στράγγιζα. Σκέφτηκα, ολότελα χαζά, εκείνο που λένε «τον έφαγε το σκοτάδι». Ποτέ δεν είχα υπολογίσει τη σημασία ετούτης της μακάβριας αστειολογίας. Το κεφάλι μου πονούσε, τ΄ αφτιά μου σφύριζαν – σα νάβραζαν χιλιάδες καζάνια με την πίσσα του σκοταδιού γύρω μου· μέσα μου χιλιάδες σωληνάκια κυκλοφορούσαν το σκοτεινό ρευστό τους με μονότονο βουητό. Μια μυρουδιά καψαλισμένης μούχλας με φλόμωνε. Θάχα πυρετό. Βέβαια θα λιποθυμούσα πριν πεθάνω, κι αυτό ήταν μια χαρακτηριστική εύνοια της μοίρας μου, πριν να νιώσω καλά-καλά τι γίνεται. Ζαλάδα κιόλας μου ΄ρχονταν – βούλιαζα. Θάταν απ΄ το αίμα πούχασα. Η πληγή μου έτρεχε, στράγγιζε στο στόμα μου. Έπινα το ίδιο μου το αίμα. Είπα να κάνω μια προσπάθεια να σφίξω τον επίδεσμό μου. Μα δεν το αποφάσιζα. Δεν ήξερα αν ήταν καλύτερα να προσπαθήσω ή ν΄ αφεθώ.

Ο νους, σαν του καντηλιού τη φλόγα, κατέβαινε, κατέβαινε, κ΄ ενώ κατέβαινε ως την κάφτρα, νάτος πάλι που λαμπάδιζε ψηλά, όπως κάνουν όλα τα καντήλια πριν σβήσουν. Συγκεντρωνόταν και κρατούσε. Όλη η ζωή συγκεντρωνόταν πάλι στα μέλη μου· δεν έλεγε να υποχωρήσει.

Και σαν κάποιος άλλος νάταν μέσα μου και με κυβερνούσε – ένας άλλος νους –, με διάταζε κ΄ έπρεπε εγώ να τον ακούσω, γιατί αυτός βρισκόταν πάλι επικεφαλής, αποφασιστικός, για πρώτη φορά παράξενα αυστηρός. «Προσοχή! Ανάπαυση! … Προσοχή - Ανάπαυση! … Βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση, μα δε θα πει ότι πρέπει να παραδοθούμε ολότελα. Ποιος άντρας παραιτείται θεληματικά από τη ζωή του; Κι ο καιρός μπορεί να εργάζεται για μας. Θα περιμένουμε, θα προσπαθήσουμε...». (Ω, συνηθισμένα λόγια. Αφήστε με.)

Καταλάβαινα ωστόσο πως ήταν έγκλημα να χασομερώ. Γύρισα πίσω αρκουδίζοντας σύρριζα στον τοίχο – γρήγορα, νευρικά, σ΄ όλες τις μεριές, σαν τον ποντικό στη φάκα του. Πασπάτευα παντού στου κιβουριού μου τις γωνιές, καταλεπτώς. Χώθηκα, στριμώγνοντας το σώμα μου σε κάτι δοκάρια – βγήκα σε μιαν άλλη χούνη, πιο χαμηλή μα πιο πλατιά. Κάτι σα δροσάτο αεράκι, μια υγρή κρυάδα σπηλαίου με χτύπησε κει – είπα πως μπορούσε να γίνει κάποιο θαύμα.

Σταμάτησα να συνεφέρω την πυρετωμένη μου ύπαρξη. Ο ιδρώτας στέγνωσε πάνω μου.

Μικροί ήχοι έρχονταν από δω κι από κει, τριξίματα ξύλων, άμμος που χύνονταν στα διάκενα.

Ένα γλυκό μούδιασμα τύλιγε τα μέλη μου, μια υπνηλία σαν από νανούρισμα. Ας μ΄ έπαιρνε πια ο ύπνος κι ας μην ξυπνούσα… Όμως πάνω σ΄ αυτό οι δυνάμεις μου ξεσηκώθηκαν. Αυτόματα όλος αντέδρασα. Τινάχτηκα. Άρχισα να σέρνομαι πιο πέρα, ουρλιάζοντας προς το άγνωστο: «Βαγγέλη! … Λουκά! … Βαγγέλη! …»

Όμως η ερημιά μου αποκρινόταν με τα τριξίματα των σαρακοφαγωμένων ερειπίων που σφίγγονταν γύρω μου, μ΄ αγκάλιαζαν στο βαθύ μου τάφο.

Τράβηξα με δύναμη κάτι σανίδια, ανασήκωσα λίγους πόντους ένα ζούφιο δοκάρι - χύθηκαν τούβλα και πέτρες, μυρουδιά σκόνης κι απάσβεστων με μπούκωνε. Προχώρησα σε μια νέα σπηλιά που άνοιξα. Σταμάτησα κοντανασαίνοντας…

Ένα ψιλό βογκητό άκουσα τότε, κάτι σα ρόγχο, πολύ κοντά μου.

Η καρδιά μου πετάρισε. Μαρμάρωσα, κι άνοιξα τα μάτια μου χωρίς λόγο… Ναι, δε γελιόμουνα. Κάποιος απ΄ τους δύστυχους συντρόφους μου θάταν. Έμπηξα φωνή:

– Βαγγέλη! … Λουκά! …

Το βογκητό δυνάμωσε – μια προσπάθεια ν΄ αρθρώσει κάτι…

– Κοσμά… ζεις;

Άκουσα ανθρώπινο ψέλλισμα. Καθαρά τ΄ όνομά μου.

– Βαγγέλη, εσύ είσαι;

– Ναι…, ναι… Εγώ είμαι… Ζεις;

– Αδερφέ μου, ναι, ζω. Εσύ πως είσαι;

Μια βραχνάδα αγκούσας του ΄φυγε. Δεν απάντησε.

Προσπάθησα να χώσω το χέρι μου προς τα εκεί, στην τρύπα. Έπιασα κάτι σα ρούχο. Μόλις που τ΄ άγγιξα. Θάταν το ρούχο του…

Με συνεπήρε άγρια ελπίδα. Στυλώθηκα όλος ν΄ ανασηκώσω κάποιο μαδέρι. Έψαξα σ΄ όλες τις μεριές γύρω, να βρω κάτι μπόσικο. Έβγαλα πέτρες, χώμα με τα νύχια μου, σκάλισα. Απόκαμα…

Βαγγέλη, μίλα πάλι, να καταλάβω που είσαι...

– Εδώ… Εδώ…

Μπόρεσα και φούχτωσα το ρούχο του.

Μα είχε μαγκώσει. Τίποτα δε γινόταν.

Κ΄ η φωνή τώρα με παρακαλούσε.

– Κοσμά, ρίξε μου! … Κατά δω…, ρίξε μου! … Δεν έχεις πιστόλι; Ρίξε εδώ…, αδελφέ μου! Λύτρωσέ με!

– Όχι, Βαγγέλη. Κάνε κουράγιο. Μπορεί νάρθουν να μας ξεθάψουν.

– Τα πόδια μου είναι κομματιασμένα, αδελφέ μου… Δεν έχω χέρια... Πονώ… Λύτρωσέ με.

– Δεν έχω πιστόλι, Βαγγέλη. Μα δεν κάνει. Βάστα. Σα ν΄ ακούω κάτι από πάνω μας. Σα να σκάβουν.

– Ψάξε, Λουκά…, κάπου…, εδώ…, το πολυβόλο μου. Ρίξε μου!

– Όχι, Βαγγέλη. Θα βαστήξουμε, θα μας βγάλουν!

– Δε θέλεις! … Ρίξε…, ν΄ ακούσουν έξω! …

Φώναξα «βοήθεια». Μ΄ όλη τη ζόρη μου φώναξα – χωρίς να πιστεύω σ΄ αυτήν την τριμμένη επίκληση: «– Βοήθεια»

Κι άρχισα πάλι να σγαρλώ τον άμμο κάτω. Κατάφερα να ξεσκαλίσω άλλη μια πέτρα, να μετακινήσω ένα σανίδι. Έσκισα το χέρι μου σε μια πρόκα. Τι πειράζει λίγο σκισμένο δέρμα, όταν όλο τούτο το σώμα θάναι για πέταμα; Έσκαβα. Και με τα δόντια θάσκαβα, αν χωρούσα… Έπιασα την κρυάδα ενός ατσαλιού. Θάταν το πολυβόλο. Το τράβηξα ταρακουνώντας το δεξά-ζερβά, σα νάταν καρφωμένο. Κέρδιζα πόντους. Να κιόλας, τόχα μισοβγάλει. Σταμάτησα λίγο να πάρω ανάσα. Ο ιδρώτας μ΄ έπνιγε…

Τράβηξα πάλι με δύναμη. Μια ριπή ακούστηκε. Χοροπήδησε στο χέρι μου το άψυχο εργαλείο σαν αγρίμι που το ερέθισαν και γκρίνιαξε.

– Βαγγέλη, μόνο του πήρε φωτιά! Κοντεύω να το βγάλω! Βρήκα και τις ταινίες, Βαγγέλη.

Μα εκείνος δεν απαντούσε.

Μήπως τον είχε θερίσει; …

– Βαγγέλη! Δεν έριξα εγώ! Μόνο του πυροδότησε…

Βέβαια θα τον είχα θερίσει. Θα τον είχε πάρει η ριπή.

Παράλυσαν τα χέρια μου και τρεμούλιασα.

Τώρα; …

Είχα απομείνει πια μόνος. Ολότελα μόνος, φονιάς αθέλητος του τελευταίου συντρόφου μου, μέσα σ΄ εκείνο το άτιμο σκοτάδι του τάφου μου. Κι άκουγα με φρίκη τα ψηλά τριξίματα των ερειπίων που κλειδώνονταν γύρω μου ανήλεα, ενώ οι δικοί μου οι αρμοί διαλύονταν.

Έκαμα να μπήξω φωνή, μα δεν έβγαινε – σα νάταν η γλώσσα μου, χαυνωμένη, σα νάμουν όλος παγωμένος. Μου φάνηκε κιόλας πως το κεφάλι μου μαδούσε και τα μέλη όλα λάσπωναν.

Κι όμως ζούσα. Ζούσα – γιατί μπόρεσα να τιναχτώ από τη θέση μου σα νάβγαινα από κανένα βούρκο. Χύθηκα σέρνοντας κατά το πρώτο λούκι.

Διψούσα. Είχα στεγνώσει όλος. Ψηλάφισα να ξαναβρώ τις κρύες πλάκες, τον μουχλιασμένον τοίχο. Ακούμπησα εκεί το μάγουλό μου, το μέτωπό μου να δροσιστεί. Κάτι σαν κρύα γλίνα έτρεχε εκεί· την άγλειψα με τη γλώσσα μου.

Σύρθηκα πιο πέρα. Έφθασα ως την άλλη άκρη. ΄Ξανά πασπάτεψα παντού τρελά, απεγνωσμένα… Σταμάτησα… Άπλωσα το χέρι μου στους φίλους μου. Τους καλούσα νεκρούς και ζωντανούς. Σήκωσα το χέρι μου στο Θεό, όσο έφτανε απάνω, προς το σάπιο δοκάρι. Τους ανθρώπους καλούσα, τους εχθρούς, οποιουσδήποτε, ένα πλάσμα ζωντανό να με λυπηθεί. Ας ήταν νάβγαινα στο φως του απάνου κόσμου κι ας με κολλούσανε στον τοίχο. Ας πέθαινα σαν άνθρωπος, όχι σα σκουλήκι. Σαν άνθρωπος, μπροστά σ΄ ανθρώπους. Κάτι θάμενε τότε από μένα μέσα σ΄ αυτούς, μέσα στα μάτια των εκτελεστών μου, έλεγα. Έναν προορισμό θα ξεπλήρωνα…

«Ήμουν ακουμπισμένος στον μούχλιον τοίχο, συντριμμένος, με τα χέρια ριγμένα στις πλάκες. Μερμήγκιασμα ναρκωτικό περίχυνε το δόλιο σώμα μου όλο, το νου μου. Δε σάλευα πια, δε σκεφτόμουν. Σχεδόν ούτε λυπόμουνα. Με απασχολούσε μόνο εκείνο το μεγάλωμα, το φούσκωμα των ποδιών μου, των χεριών μου, κι όλα τάβλεπα σαν ξένα – κ΄ έλεγα: πως γίνεται να υπάρχω ακόμα; Τα δάχτυλά μου μεγάλωναν σαν ασκιά κι ανάδευα όλος – χιλιάδες μερμήγκια έβραζαν απάνω μου. Κ΄ ένα μικρό πραματάκι να σέρνεται μπρος-πίσω, πάνω σε κάτι λείο, υποκίτρινο, σα μακρύ σανίδι. Και μάχονταν και πλάνιζε τούτο το μικρό πραματάκι πάνω στο λείο κι απέραντο σανίδι…

Ύστερα όλος εγώ πάλι τραμπαλιζόμουνα μπρος-πίσω, αργά-αργά, μέσα σ΄ έναν ωκεανό σκοταδιού, όπου δεν ύπαρχε μια στέρεη ακρούνα ν΄ ακουμπήσω μια φωνή, μια θετική αίσθηση από τη ζωή...

Μα να, που πίσω απ΄ το μαύρο τεράστιο κύμα, καθώς σιωπηλά ανέβαινε-κατέβαινε, μια μικρή σπίθα τρεμούλιαζε, σαν ένας φάρος μακρινής ελπίδας αναβόσβηνε…

Στύλωσα το φθαρτό μου μάτι να αληθέψω αυτή τη μικρούτσικη ελπίδα. Κι όσο ανοιγόκλεινα τα πονεμένα τσίνορά μου και περιμάζευα τη διάχυτη ύπαρξή μου, όλο και πίστευα πως δε με γελούσε αυτός ο φάρος. Ήταν ένα αληθινό φως, που κάποτε θάφτανα κοντά του σκαμπανεβάζοντας ή θάρχονταν αυτό προς εμένα. Κι απ΄ τον πολύ τον πόθο μου να το φτάσω χωρίς να σαλεύω καν, είδα που το φως ερχόταν κοντά μου, χωρίς να μεγαλώνει.

Ήταν ένα μικρό θρύψαλο άστρου. Σέρνονταν και με ζύγωνε, Τραβούσε προς το απλωμένο μου χέρι.

Ένιωσα αληθινά ένα ψιλό γαργάλισμα στην απαλάμη μου και, καθώς τη ζύγωσα, είδα καθαρά την πονετική πυγολαμπίδα, πούρθε σαν μια θεϊκή συγκατάβαση να σπάσει τη βαθιά μου νύχτα.

Την έκλεισα μέσα στο κούφωμα της φούχτας μου τρυφερά, πολύ κοντά στο μάτι μου τη ζύγωσα. Από τη σχισμάδα των δαχτύλων μου την καμάρωνα. Μέσα στο μικροσκοπικό γλομπάκι της, καθώς αναβόσβηνε, έβλεπα να σπαργάει το θείο φως της ζωής, ένας χαρούμενος σφυγμός. Κ΄ είπα τότε πως δεν είμαι μόνος. Και ξεχάστηκα λίγο. Ναι, ήταν ένα μικρό πλάσμα του Θεού, που το κρατούσα προστατευτικά, όπως ποτέ τίποτα δε με κράτησε εμένα. Ήθελα να της δώσω όλη μου τη ζωή, την ψυχή μου να της δώσω, για να την πάρει και να την πάει σ΄ άλλες άγνωστες τύχες. Μηχανικά άνοιξα τον κόρφο μου και την έχωσα μέσα, σα νάθελα να ενωθώ μαζί της.

Τεντώθηκα – μην ξέροντας πια τι άλλο να περιμένω.

Την ένιωθα να σγαρλεύει το δέρμα μου, να προχωρεί προς τη μασχάλη μου.

Ανατρίχιασα. Σκέφτηκα πως και τούτη η πυγολαμπίδα είναι ένα ζωύφιο, όπως τόσα άλλα που θάρθουν κάποτε σύντομα, θάρθουν χιλιάδες σκουλήκια να πέσουν απάνω στο ξένο τούτο σώμα, στο δύστυχο κουφάρι μου, να το ανασκάψουν.

Παραδόθηκα ξαπλωμένος για πολλήν ώρα, με διαλυμένη την ψυχή, ανίκανος να παλέψω.

Δεν ξεχώριζα πια τα σύνορα της ζωής και του θανάτου. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν δα και τόσο σπουδαίο πράγμα αυτό για το οποίο γινόταν άλλοτε τόσος λόγος. Ούτε η ψυχή μου πονούσε πια, ούτε το σώμα μου. Μόνον ένα τσούξιμο μικρό ένιωθα εκεί στην πληγή του κεφαλιού μου, ένα σφυγμό σα να αναβόσβηνε μια πυγολαμπίδα – η τελευταία σπίθα της ζωής απάνω μου, Και η ακοή μου ακόμα, σα μέσα σε μισοΰπνι, έπιανε κάτι ήχους ανάκατους, που βέβαια δε θάταν απ΄ της καρδιάς μου τους χτύπους. Ήταν κάτι ήχοι μακρινοί, σα νάσπαζαν μπουκάλια πολλά πάνω σε κεραμίδια, κάτι σαν κουβέντες και γέλια μεθυσμένων συμποσιαστών. Ύστερα κρότοι καθαροί, που μ΄ έκαναν να σαλέψω με κόπο τα βαριά μου βλέφαρα. Μου φάνηκε πως είδα κάτι σαν φως της μέρας, ένα γλαύκωμα αντίκρι μου. Μα δεν το καταλάβαινα. Ήταν άνθρωποι αληθινοί; Με ξέθαψαν; Δεν καταλάβαινα τίποτε. Τι μ΄ έγνοιαζε πια; Έσβηνα σιγά-σιγά...

Κάποτε μέσα σε χρόνια και καιρούς συνήρθα λίγο.

Ένιωσα ένα μούσκεμα στο κορμί μου, νερά να με περιχύνουν. Αισθάνθηκα έναν άλλον αέρα να περιτρέχει το πρόσωπό μου, Η μυρωδιά του αιθέρα και της καμφοράς χαρχάλευε τα ρουθούνια μου, Στ΄ αφτιά μου κουβέντες ανθρώπινες, μπερδεμένες, φτάνανε… Βέβαια θα μ΄ είχαν ξεθάψει… Ποιοι; Δεν μ΄ ενδιέφερε… Τύλιγαν το κεφάλι τώρα μ΄ επίδεσμο.

Ένα χέρι ψαχούλευε το στήθος, προς το μέρος της καρδιάς. Το είδα καθαρά, μισανοίγοντας με κόπο τα μάτια. Ήταν ανθρώπινο, χέρι αληθινό. Μπόρεσα κ΄ έφερα το δικό μου εκεί. Κράτησα το ξένο ζεστό χέρι. Τόσφιξα, μα κείνο τραβήχτηκε αλαφρά.

Δεν ξανάνοιξα τα μάτια μου. Τεντωμένος σε κάποιο κρεβάτι εκστρατείας, τα κρατούσα κλεισμένα για να ονειρευτώ πιο καλά την αλήθεια. Γύρω μου βήματα και ψιλές κουβέντες. Ταξίδευα έτσι στο γαλανό αέρα της ζωής πάλι και στους ανθρώπους, «Άνθρωποι, έρχομαι πάλι προς εσάς. Με περιμένατε – το ξέρω. Αφήστε να πάμε πάλι μαζί, άνθρωποι…»

Δημοσιεύτηκε στην ανθολογία διηγήματος της εφημ. ΕΜΠΡΟΣ, το Σάββατο, 7 Ιουνίου 1969

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου