Τα ωραιότερα Λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία διαλεγμένα από τον Παν. Βήχο
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
Η λογοτεχνία των ταραγμένων καιρών
Η λογοτεχνία των ταραγμένων καιρών
Πόση αντίσταση και πόση φυγή, πόσο μίσος και πόσος πόνος, ποια τέχνη και ποια δράση. Πώς αντιδρά η λογοτεχνία στους φουρτουνιασμένους καιρούς; Ο κόσμος της Αριστεράς, το αντίπαλο στρατόπεδο, όλα μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή της φοβερής δεκαετίας του '40 όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
Tη σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας με τα καταιγιστικά γεγονότα στην καρδιά του εικοστού αιώνα πραγματεύεται η Αγγέλα Καστρινάκη στο βιβλίο της Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950 που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Πόλις. Η συγγραφέας έψαξε στα περιοδικά της Κατοχής και της Απελευθέρωσης με σκοπό να δώσει απάντηση σε μια σειρά ερωτήματα: Πώς συμπεριφέρεται ο καλλιτέχνης σε ακραίες κοινωνικές συνθήκες; Ποια η σχέση της λογοτεχνίας με την καθημερινότητα σε μια σκληρή περίοδο; Πώς επηρεάζει η πιεστική πραγματικότητα το δημιουργικό κόσμο του λογοτέχνη;
Η δουλειά της επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι θεμελιωμένη στο έργο του Αλέξανδρου Αργυρίου, στον οποίο και αφιερώνεται το βιβλίο. Εξετάζοντας τη λογοτεχνική παραγωγή στα χρόνια της φοβερής αυτής περιόδου, μέσα από τα κείμενα, την κριτική, την αρθρογραφία αλλά και δημόσιες παρεμβάσεις, η συγγραφέας μας κατατοπίζει επαρκώς για τα ρεύματα και τις μεμονωμένες περιπτώσεις δημιουργών που ακολούθησαν τον ένα ή τον άλλο τρόπο έκφρασης, τη μια ή την άλλη θεματολογία.
Η Καστρινάκη φωτίζει, με τα στοιχεία που παραθέτει, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές πτυχές. Ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί τη μεγάλη άνοιξη της ανάγνωσης στη διάρκεια της κατοχής, τα παράταιρα θέματα που διαλέγουν οι λογοτέχνες την εποχή της μεγάλης πείνας, τις συγκρούσεις και τις διαμάχες μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά στη δεύτερη φάση πριν την Απελευθέρωση. Μαθαίνουμε για την αίγλη της Αριστεράς και του ΕΑΜ όπως αποτυπώνεται στα βιβλία της περιόδου• για τη νέα γενιά και πώς εισβάλλει η ιστορική της αναβάθμιση και στη λογοτεχνία (σελ. 197-200). Διακρίνουμε τις αντιπαραθέσεις και τις προσεγγίσεις των αντιπάλων ρευμάτων πάνω στα αισθητικά και τα ιδεολογικά ζητήματα.
Αναφέροντας σειρά έργων, για τα οποία μας δίνει την υπόθεση, η συγγραφέας σχολιάζει τις διαφοροποιήσεις στη μορφή και στο περιεχόμενό τους. Έτσι καταφέρνει να απομυθοποιήσει και να φέρει στις πραγματικές του διαστάσεις το αντιστασιακό περίβλημα της λογοτεχνίας στα χρόνια της Κατοχής. Όπως αναφέρει η ίδια στον πρόλογό της, «η Κατοχή ήταν ένα φαινόμενο πολύ πιο πολύπλοκο από μια σειρά ηρωικές πράξεις [καθώς] ... οι εξεγέρσεις προετοιμάζονται μέσα από τους πιο αντιφατικούς δρόμους» (σελ. 16).
Με τα όρια που θέτει η συγκεκριμένη καταγραφή διασώζονται ακόμα τα πιο «καθαρά» εξεγερτικά και στρατευμένα μοτίβα, που όντως ακολούθησαν οι εκφραστές της αντιστασιακής ποίησης. Πλάι όμως στις αποχρώσεις μιας αναπόδραστης καθημερινότητας που καμιά φορά λες πως δεν θυμίζει σε τίποτε τις κλαγγές των αντιμαχόμενων στρατών. Να λοιπόν, απλουστεύοντας, πώς μπορεί να συνυπάρχει ο Ρίτσος της Ρωμιοσύνης ή της Δοκιμασίας με τον ίδιο ποιητή του Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (σελ. 57, 69). Η έρευνα θίγει το μεγάλο ζήτημα της αντιστασιακής και της αντιπολεμικής τέχνης• το πώς μετατοπίζεται ο άξονας από την πρώτη στη δεύτερη με την πάροδο του χρόνου μέσα στη φωτιά και την αντάρα του εμφυλίου πολέμου• αλλά και πώς τοποθετούνται φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά οι αριστεροί που ηττήθηκαν και οι δεξιοί που επικράτησαν.
Πέρα από την αναφορά στις γυναίκες συγγραφείς της δεκαετίας, στο επίμετρο της έκδοσης (σελ. 469-538), σημαντική είναι και η εξέταση της εν θερμώ αποτίμησης και της αυτοκριτικής των αριστερών διανοουμένων ως προς την ποιότητα της αντιστασιακής τέχνης. Όπως γράφει και ο Μάρκος Αυγέρης το Φλεβάρη του 1946 για την τέχνη, «δεν καταφέρνει ώς την ώρα μήτε κι απόμακρα να πλησιάσει τη γιγάντια πραγματικότητα», ενώ ανάλογα είναι τα συμπεράσματα και άλλων κριτικών (σελ. 273-279).
Στα πολύ καλά σημεία της μελέτης συγκαταλέγεται η συγκριτική μελέτη των κειμένων του μεσοπολέμου και του '45 σχετικά με το φαινόμενο του πολέμου, και στη συνέχεια η εστίαση στο πώς απεικονίζεται ο αντίπαλος στα μάτια αριστερών και δεξιών μυθιστοριογράφων (σελ. 325-343). Οι αισθητικές απόψεις που παρουσιάζονται στα έντυπα της περιόδου είναι δοσμένες με συγκεκριμένες παραπομπές και παραδείγματα. Εδώ, ο Βάρναλης, ήδη το 1942, όπως μαθαίνουμε, έγραφε στην εφημερίδα Πρωία ότι η αξία της τέχνης δεν κρίνεται «από το ύψος ή το βάθος του διδακτικού σκοπού» τηρώντας αποστάσεις από τον διδακτισμό (σελ. 52). Αργότερα, στα χρόνια του Εμφυλίου, έχουμε την ολοκλήρωση της στροφής των αριστερών διανοουμένων προς έργα «χωρίς υποψία προπαγάνδας» (σελ. 276) και επίσης σημαίνει η ώρα της θετικής υποδοχής του υπερρεαλισμού από την κριτική της Αριστεράς, που αγκαλιάζει τη νεότερη γενιά σουρεαλιστών ποιητών (σελ. 281). Μικρή σε έκταση, τέλος, είναι η αναφορά στην τέχνη της φυλακής και της εξορίας - ένα από τα σημεία που ήθελαν ίσως μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Ulrich Von Wilamowitz-Moellendorff, Iστορία της κλασικής φιλολογίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκης, 2005, σελ.: 325, τιμή: 20,90€
Εργο της Φιλολογίας είναι να ξαναφέρει το νεκρό εκείνο κόσμο της Αρχαιότητας στη ζωή με τη δύναμη της επιστήμης. Να αναδημιουργήσει το τραγούδι του ποιητή, τη σκέψη του φιλοσόφου και του νομοθέτη, την ιερότητα του ναού και τα αισθήματα πιστών και μη, τη σφύζουσα ζωή της αγοράς και του λιμανιού, το φυσικό περιβάλλον της ξηράς και της θάλασσας, και τους ανθρώπους στη δουλειά και τη διασκέδαση. [.. ] Η αριστοτελική εντελέχεια, τα ιερά άντρα του Απόλλωνα, το είδωλο του Βησά, οι στίχοι της Σαπφούς και το κήρυγμα της Αγίας Θέκλας, η μετρική του Πινδάρου και το αβάκιο απ' την Πομπηία, τα σχέδια στ' αγγεία του Διπύλου και οι θέρμες του Καρακάλλα, τα κατορθώματα του Αυγούστου, οι κωνικές τομές του Απολλώνιου του Περγαίου και η Αστρολογία του Πετόσιρι -όλ' αυτά ανήκουν στη Φιλολογία, γιατί ανήκουν στο αντικείμενο που παλεύει να κατανοήσει.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Τα κανόνια και οι γραφές
Συγγραφείς, κριτικοί και κείμ ενα με φόντο το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ
Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940 - 1950
«ΠΟΛΙΣ», ΣΕΛ. 566, ΕΥΡΩ 25
Η λογοτεχνική δεκαετία του '40 αποτελεί τον τελευταίο καιρό μια καινούρια ερευνητική περιοχή για τη φιλολογία και την κριτική, που έχουν αρχίσει να φέρνουν στην επιφάνεια πλήθος από ανέγγιχτα μέχρι σήμερα τεκμήρια και ζητήματα. Το ενδιαφέρον είναι, βεβαίως, εύλογο. Γέφυρα για το πέρασμα από το Μεσοπόλεμο στη μεταπολεμική εποχή, η δεκαετία του '40 αλλάζει τα πάντα στην ελληνική λογοτεχνία: από την καλλιτεχνική πρωτοπορία της ποίησης ή από τον αισθητισμό και την ιδεολογική εσωστρέφεια της πεζογραφίας της γενιάς του '30 τα πράγματα μετακινούνται απροσδοκήτως (απροσδοκήτως;) στον απογυμνωμένο ρεαλισμό ή στην υψηλή πολιτική φόρτιση των ποιητών και των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, για να σχηματίσουν βαθμιαία ένα πολύ διαφορετικό και ασφαλώς εντελώς καινούριο τοπίο. Και σε περιόδους τόσο ισχυρών μεταβολών, η μελέτη των μεταβατικών (επιλογικών ή προκαταταρκτικών) σταδίων δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει τις αδιόρατες ραφές και τα κρυφά στριφώματα τόσο των παλαιών όσο και των νεοφερμένων ρούχων -δεν μπορεί, με άλλα λόγια, παρά να υποδεικνύει τις εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν τη λογοτεχνία στην αλλαγή και τη μεταμόρφωση. Ως προς τη δεκαετία του '40, το θέμα άνοιξε πρώτος ο Αλέξ. Αργυρίου με τους δύο τόμους του «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς 1941 - 1944» (2003) και «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του ετεροκαθορισμένου εμφυλίου πολέμου 1945 - 1949» (2004).
Αναζητήσεις σε αναπεπταμένο πεδίο
Με τα βιβλία τού Αργυρίου ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να δει σε αναπεπταμένο πεδίο τις αναζητήσεις της ελληνικής λογοτεχνίας: μήνα το μήνα και χρόνο το χρόνο, από βιβλίο σε βιβλίο και από περιοδικό σε περιοδικό, ως μια ζωντανή και αδιάκοπη διαδικασία, στα πλοκάμια της οποίας εμπλέκεται αναπόφευκτα, με το δικό της δευτερογενή και σχολιαστικό λόγο, η κριτική. Με το έργο της Αγγέλας Καστρινάκη «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940 - 1950» το πεδίο παραμένει αναπεπταμένο, αλλά αποκτά ορισμένα ειδικότερα χαρακτηριστικά: φωτίζεται από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία, που δεν είναι άλλη από εκείνη της αναρώτησης για το πώς και για το με ποιον ακριβώς τρόπο μπορεί να επηρεάζεται η λογοτεχνία από τα μείζονα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα -από γεγονότα τα οποία είναι σε θέση να μετασχηματίσουν τόσο τις κοινωνίες όσο και τις ατομικές συνειδήσεις.
Το εγχείρημα παρουσιάζει σε μια πρώτη προσέγγιση κάποια παραξενιά. Ολοι ξέρουμε πως η λογοτεχνία δεν είναι χρονικό και πως ζητούμενο του συγγραφέα δεν είναι να τρέχει να μεταφέρει στο χαρτί ό,τι είδε και ό,τι άκουσε λίγο νωρίτερα από το παράθυρο του γραφείου του. Η λογοτεχνία, αντιθέτως, αποτελεί, όπως επίσης όλοι πολύ καλά ξέρουμε, προϊόν μιας αργής όσο και δραστικά διαμεσολαβημένης επεξεργασίας, που μιλάει για την ιστορική και την πολιτική πραγματικότητα αποκλειστικά με τους δικούς της όρους. Η έρευνα, παρ' όλα αυτά, της Καστρινάκη αποφεύγει εξαρχής να πέσει σε μια τέτοια παγίδα και το υλικό το οποίο φιλοξενείται στις σελίδες της δεν ερμηνεύεται ποτέ επί τη βάσει της οιασδήποτε μηχανικής ή αντανακλαστικής αντίληψης. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η ερευνήτρια προσάγει στην κρίση μας μόνο τα κείμενα για τα οποία διαθέτει επαρκείς και πειστικές (εσωτερικές και εξωτερικές) αποδείξεις, χωρίς να βιάζεται να εξυπηρετήσει το σχολιασμό τους με κανένα σωρευτικό ή αναγωγικό συμπέρασμα. Και δεύτερον, διότι στο παιχνίδι της μπαίνουν όχι μόνον η πεζογραφία και η ποίηση, που κατά κανόνα παρακολουθούν από μεγάλη απόσταση τα γεγονότα, αλλά και η κριτική ή η δοκιμιογραφία, που εκ φύσεως βρίσκονται πιο κοντά στην επικαιρότητα και καταφέρνουν να προλαβαίνουν νομιμότερα τις ανάγκες της.
Η γραμμή την οποία ακολουθεί η Καστρινάκη στη δουλειά της ξεκινάει από τον πόλεμο και την Κατοχή, προχωρεί στην Αντίσταση και στην Απελευθέρωση και καταλήγει στον Εμφύλιο. Πώς συμπεριφέρονται η λογοτεχνία και η κριτική σε αυτή την πορεία; Στον πόλεμο υπάρχουν επικός ενθουσιασμός και συλλογική ανάταση για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Επί Κατοχής η βελόνα πηγαίνει στην άλλη μεριά: η απουσία της ελευθερίας αντιμετωπίζεται με τη φυγή και το κυριολεκτικό ή που γρήγορα θα παραχωρήσει τη θέση του στην αγριότητα των εμφυλιακών συγκρούσεων. Με όλα αυτά, όμως, η λογοτεχνική ατζέντα έχει κιόλας αλλάξει τα μάλα, ενώ οι κατευθύνσεις που επικρατούν προς το τέλος της δεκαετίας προδίδουν μίαν εν τάχει πλέον απομάκρυνση από το ποικιλοτρόπως ταραγμένο παρελθόν.
Το βάρος της καλλιτεχνικής μετάπλασης
Επανέρχομαι σε ό,τι έλεγα προεισαγωγικά. Η λογοτεχνία σε αυτή την κάθε άλλο μακρά διαδρομή δεν εμφανίζεται να αποτελεί, παρά το μένος και τη φούρια του καιρού της, έναν μοχλό αναπαραγωγής τής πραγματικότητας, αλλά, εξ αντιθέτου, προκύπτει ως μια διαρκής και ακατάπαυστα ανήσυχη ζύμωση, η οποία ενσωματώνει την πραγματικότητα στο λόγο της μόνο κατά το μέτρο που προφταίνει να τη μεταπλάσει καλλιτεχνικά, προσδίδοντάς της μιαν εμφανώς αναδιαταγμένη ενέργεια και λειτουργία. Η γωνία λήψης, λοιπόν, την οποία διαλέγει η Καστρινάκη για την ύλη της είναι πολύ καθαρή και εύγλωττη -και από αυτή την άποψη δεν μπορώ να πω πως συμμερίζομαι την υπερσυσσώρευση των αποδεικτικών στοιχείων με τα οποία συνοδεύει το βιβλίο της. Η επιστράτευση ενός ογκωδέστατου αριθμού σχολιασμένων παραδειγμάτων φορτώνει κατά τόπους την ανάλυσή της με μία ασκόπως παραθεματική λογική, επιβαρύνοντάς της και με μία αδίκως πλεοναστική διάθεση. Το έργο, παρ' όλα αυτά, ουδόλως χάνει εξ αυτού του λόγου το βάρος και τη σημασία του ως προς τη συμβολή του στη διερεύνηση μιας απολύτως κρίσιμης τομής στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας: ιστορία την οποία η Κατρινάκη συμπληρώνει ωραία με το πρωτότυπο όσο και εξαντλητικά ψαγμένο παράρτημά της (ένα ξεχωριστό, θα έλεγα, βιβλίο), που καταπιάνεται με την είσοδο των γυναικών στη λογοτεχνική σκηνή μιας πολύ δύσκολης όσο και δύστροπης εποχής. Δεν υπάρχει, πιστεύω, αμφιβολία πως η πολύμοχθη και πολυετής έρευνα της Καστρινάκη επιβραβεύεται στο ανά χείρας βιβλίο με ένα σε κάθε περίπτωση δυναμικό και γόνιμο αποτέλεσμα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Δυσκολοχώνευτες αλήθειες
Χρώμα κροκί, φούστα κοντή, φαρδιά, με πολλά «πλι». Είναι οι οδηγίες για την ένδυση της σεζόν που δίνει η εφημερίδα του K.K. («Ο Ρίζος της Δευτέρας»), τον Οκτώβριο του 1946, μέσα στον Εμφύλιο! Κι όμως δίπλα ακριβώς, υπάρχει άρθρο για την «κραυγή των ηρωίδων μας από τα φασιστικά μπουντρούμια»... Τον ίδιο καιρό, στα ίδια ταραγμένα χρόνια, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη γράφει κι αυτή για τη μόδα στο μυθιστόρημα «Ψάθινα καπέλα». Διότι η καθημερινότητα κατορθώνει να επιβιώνει ακόμα και στις πιο αντίξοες καταστάσεις. Διότι η λογοτεχνία αντιδρά με αναπάντεχους τρόπους στις ακραίες συνθήκες... Από αυτήν την παρατήρηση ξεκινώντας, η Αγγέλα Καστρινάκη εξέτασε τη λογοτεχνία της περιόδου από τον Αλβανικό Πόλεμο ώς το Δόγμα Τρούμαν, και συνέθεσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη που κυκλοφορεί τούτες τις μέρες, για τη «Λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950» (Πόλις, 550 σελ.). Μια μελέτη που πατάει πάνω στους τόμους Γ' και Δ' της Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου (Καστανιώτης), και εμβαθύνει σε μια συγκριτική επισκόπηση των έργων που γεννήθηκαν τότε, για να καταλήξει σε ορισμένα καίρια, αλλά δυσκολοχώνευτα, συμπεράσματα. H Καστρινάκη φωτίζει την αντιστασιακή απραξία του 1941-42, την έλλειψη στράτευσης της πρώτης κατοχικής περιόδου που την κουκουλώνουν εκ των υστέρων οι λογοτέχνες, όπως θα κουκουλώσουν αργότερα την υπερβάλλουσα στράτευση των χρόνων 1945-50. Τα μυθεύματα της εποχής, οι παραπλανητικές κατασκευές, οι ιστορικές ανακρίβειες με τις οποίες τρεφόμαστε, βγαίνουν στην επιφάνεια. Ωστόσο η συγγραφέας προχωρά πέρα από αυτό που ο Μάριο Βίτι αποκάλεσε «φυγή» ή «παθητική αντίσταση», και προσπαθεί να κατανοήσει τις ανθρώπινες αντιφάσεις απο-ενοχοποιώντας τελικά την πλειονότητα των λογοτεχνών. Διότι όπως έχει γράψει και ο σοφός Αργυρίου, «τα κοινωνικά ή εθνικά προβλήματα δεν αποτελούν παρά τμήματα του ανθρώπινου προβλήματος, οι διαστάσεις του οποίου είναι πραγματικά τερατώδεις».
H Κατοχή κρύβει ένα λίγο-πολύ ένοχο μυστικό και στη θέση του παρουσιάζει έναν λαμπερό μύθο, επισημαίνει η Καστρινάκη. Είχαμε ώς τώρα την αίσθηση ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή, όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι διακήρυξαν μέσω της τέχνης τους το εθνικό αγωνιστικό μήνυμά τους. Μια προσεκτικότερη παρατήρηση της βιβλιοπαραγωγής - που ανθεί εντυπωσιακά μέχρι και το 1944 - αλλά και της συχνά αντιφατικής συμπεριφοράς των λογοτεχνών, αποκαλύπτει ότι τα θέματα της πατρίδας, των αγώνων, των δεινών της Κατοχής, απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη λογοτεχνία όλων των παρατάξεων στα πρώτα χρόνια, ενώ αντίθετα κυριαρχεί το θέμα του... νησιού. Επίσης ότι τα κατοχικά πάθη εξιδανικεύτηκαν εκ των υστέρων, ενώ στην πραγματικότητα τα εξισορροπούσε μια έκρηξη κεφιού- έστω ως αντίδοτο στις δύσκολες βιοτικές συνθήκες, ως έκφραση της υπερέντασης ή ως απόσταση από την ιστορία. H Καστρινάκη αναδεικνύει με γλαφυρότητα κι άλλα φαινόμενα, όπως την έκδοση πολλών μεταφράσεων Γερμανών κλασικών, ή τα στοιχεία συνεργασίας που υποφώσκουν πίσω από την «δίκη των τόνων» η οποία κατέληξε στη δίμηνη απόλυση (το 1942!) του δημοτικιστή I. Θ. Κακριδή από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτή όμως η εικόνα αλλάζει ριζικά μόλις αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα της νίκης. Παρατηρείται πολυφωνία στα έργα και οξύτατες αντιπαραθέσεις μεταξύ αριστερών και φιλελεύθερων λογοτεχνών, για την αυτονομία ή όχι της τέχνης σε σχέση με την εποχή και την κοινωνία («τέχνη για τον λαό» ή «τέχνη για την τέχνη»;). Μετά την Απελευθέρωση η θεματική των έργων μετατοπίζεται προς το λογοτεχνικό ταξίδι και το άτομο παραμερίζεται για να δώσει τη θέση του, ως πηγή έμπνευσης, στις μάζες. Όμως για τους διωγμούς των Εβραίων επικρατεί γενική σιωπή... Σε λίγο ο Εμφύλιος θα εκδηλωθεί και στον πνευματικό χώρο (η Καστρινάκη αναλύει αντιστικτικά τα έργα με παρόμοιο θέμα των Τσίρκα-Ελύτη και Σεφέρη-Ρίτσου) και το 1948 η πόλωση θα κορυφωθεί. H Αριστερά έχει ηττηθεί αλλά ιδεολογικά βρίσκεται σε θέση ισχύος. Είναι η περίοδος των εσταυρωμένων στην αριστερή λογοτεχνία, αλλά και του εντοπισμού μιας διάστασης μεταξύ οράματος και πολιτικής. Είναι όμως και η εποχή της εφόδου των γυναικών συγγραφέων στο προσκήνιο. Ώσπου η κανονικότητα θα επιστρέψει. Και μαζί της θα αναζωπυρωθεί το γλωσικό, και θα επανέλθει η συζήτηση για την ελληνικότητα... Φοβερό «μάθημα» για μια λογοτεχνική περιπέτεια που θα αποβεί καθοριστική για τα χρόνια (και τα βιβλία) που θα ακολουθήσουν.
Ίσως επειδή είναι και η ίδια πεζογράφος, ίσως επειδή αγαπάει τον ρόλο της «δασκάλας» (είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης), ίσως επειδή μαθήτευσε δίπλα σε κορυφαίους (και έντιμους) ερευνητές όπως ο A. Πολίτης και ο A. Αργυρίου, η 44χρονη Καστρινάκη καταφέρνει να αποτιμήσει με ψυχραιμία αυτή την δεκαετία. Για να καταλήξει στην άποψη ότι: H αντίσταση στον εφησυχασμό, που διακηρύσσει ο Μιχάλης Κατσαρός το 1950, η αντίσταση σε κάθε αυθεντία, ακόμα και σ' εκείνην των μαρτύρων της Ιστορίας, είναι μάλλον «η πιο ενδιαφέρουσα κληρονομιά της εποχής».
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
H Aγγέλα Kαστρινάκη ερευνά την ελληνική λογοτεχνία τη δεκαετία του '40
Όταν οι συγγραφείς δεν μιλούσαν
Aν, όπως έχει λεχθεί, η δεκαετία του 1940 ήταν εκείνη που σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλη τη σύγχρονη ιστορία μας, τότε το βιβλίο της Aγγέλας Kαστρινάκη είναι χρήσιμος οδηγός εργασίας για να κατανοήσουμε καλύτερα, μέσω λογοτεχνίας, τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης αυτής περιόδου.
Είτε πρόκειται για θορυβώδη είσοδο των γυναικών στο λογοτεχνικό προσκήνιο, είτε για τις «φυγές», τις αποσιωπήσεις και τις πολιτικές και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις συγγραφέων που αναθεώρησαν και συχνά ξαναέγραψαν παλαιότερα έργα τους - οι τρεις διαφορετικές εκδοχές της Πριγκιπέσσας Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη είναι ένα χαρακτηριστικό όχι όμως και το μοναδικό σχετικό παράδειγμα - το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη σού ανοίγει την όρεξη να διαβάσεις έργα τής επίμαχης εποχής που σου είναι άγνωστα, ή να ξαναδιαβάσεις από διαφορετικό πρίσμα έργα που σου είναι λιγότερο ή περισσότερο οικεία. Ταυτόχρονα σου θυμίζει και τις λογοτεχνικές έριδες της εποχής, οι οποίες (όσο παράξενο και αν αυτό φαίνεται) εντάσσονταν λιγότερο απ' ό,τι στην αμέσως προηγούμενη δεκαετία στο συγκρουσιακό πρότυπο Δεξιάς-Αριστεράς. Και τούτο η συγγραφέας το πετυχαίνει με χάρη και, προπάντων, με τη ζωντάνια ενός αφηγήματος που δεν ενδίδει ούτε στον σχολαστικισμό των συνήθων φιλολογικών αναλύσεων, ούτε στις υπεραπλουστεύσεις της δημοσιογραφίας, ακόμη και της καλής.
Όμως, ποια πολιτικά συμπεράσματα συνάγονται από το βιβλίο;
1. Απουσία «λογοτεχνίας της συνεργασίας»
Ως πρώτο θα αναφέρω την πλήρη απουσία στην Ελλάδα «λογοτεχνίας της συνεργασίας», δηλαδή έργων που, με στοιχειώδη έμπνευση, θα υποστήριζαν όχι βέβαια τις κυβερνήσεις Κατοχής καθεαυτές, ούτε τον δωσιλογισμό, όσο τις αρχές και αξίες για τις οποίες υποτίθεται ότι μαχόταν ο Άξονας. Ασφαλώς, Έλληνες Brasillach ή Drieu La Rochelle δεν υπήρξαν, και ορθώς το επισημαίνει η Αγγέλα Καστρινάκη. Δεν υπήρξε όμως ούτε το αντίστοιχο του Louis-Ferdinand Celine, κάτι μάλλον αξιοπερίεργο σε μια χώρα με έντονες αυταρχικές ροπές, παράδοση φιλογερμανισμού και με μια πνευματική ζωή όπου η επιρροή των ιδεών του Νίτσε κάθε άλλο παρά ήταν αμελητέα. Γιατί τα γνωστά φιλογερμανικά άρθρα του Σπύρου Μελά, το 1941-42, στερούνταν βεβαίως κάθε καλλιτεχνικής αξίας, και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τίποτα πέρα από μεμονωμένο δείγμα καιροσκοπισμού ή, έστω, προσωπικής ανασφάλειας μπροστά στο άγνωστο ενός ηλικιωμένου.
H απουσία μιας τέτοιας λογοτεχνίας δεν φαίνεται να απασχολεί την συγγραφέα. Λες και ήταν αναμενόμενη στην Ελλάδα, αν όχι και αυτονόητη. Ο κανόνας, όμως, στις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, είτε πρόκειται για την Νορβηγία του Knut Hamsun, ή για το Βέλγιο του Paul de Man, ήταν ο αντίθετος και θα άξιζε κανείς να ψάξει γιατί δεν επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα. Ως μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας, θα τολμούσα να υποδείξω ένα γεγονός που διέλαθε εντελώς της προσοχής της Αγγέλας Καστρινάκη, αν και νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία: αναφέρομαι στην καταδίκη από τις κυβερνήσεις Κατοχής της δικτατορίας Μεταξά ως υπεύθυνης για τον πόλεμο του 1940-41 και, κατ' επέκταση, για τα «δεινά» του έθνους. Μήπως την απουσία «λογοτεχνίας της συνεργασίας» θα πρέπει να την αναζητήσει κανείς και στην παρανοϊκή αυτή ιδιομορφία;
2. H ισχνή παρουσία της Αριστεράς
Ως δεύτερο πολιτικό συμπέρασμα του σχολιαζόμενου βιβλίου θα ανέφερα την ισχνή - τελικά - τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά παρουσία της Αριστεράς στην λογοτεχνική παραγωγή της δεκαετίας. Στην πεζογραφία, αν εξαιρέσει κανείς τον Σωτ. Πατατζή (και ιδίως της Μεθυσμένης Πολιτείας του, που εκδόθηκε το 1948) θα πρέπει κανείς να περιμένει το τέλος της δεκαετίας του '50 - αν όχι την δεκαετία του '60 - για να δει δημοσιευμένα σπουδαία έργα, όπως η τριλογία του Στρατή Τσίρκα, τα μυθιστορήματα του Ανδρέα Φραγκιά και τα καλά διηγήματα του Δημ. Χατζή, ενώ και στην ποίηση, αν εξαιρέσει κανείς τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου και τις πρώτες απόπειρες των εντελώς νέων (M. Αναγνωστάκη, Μιχ. Κατσαρού, Τίτου Πατρίκιου και Τάκη Σινόπουλου), οι συλλογές αριστερών δημιουργών που είδαν το φως ήταν μάλλον δευτερεύουσες. Κοντολογίς, η λογοτεχνική παραγωγή της Αριστεράς κατά την διάρκεια της μόνης δεκαετίας της νεώτερης ιστορίας μας που δικαιωματικά της ανήκει, ήταν κατώτερη από τις περιστάσεις. Ασφαλώς οι διώξεις που, μαζί με τους άλλους αριστερούς, και οι πνευματικοί της εκπρόσωποι υπέστησαν εξηγούν σε μεγάλο βαθμό αυτό το παράδοξο. Δεν το εξηγούν εν τούτοις πλήρως, αν λάβει κανείς υπόψη πρώτον ότι υπήρξαν περίοδοι σχετικής έστω ανοχής και ότι εν πάση περιπτώσει, δεν έλειψαν τα τυπογραφεία στο βουνό. Με άλλα λόγια, για την αριστερή λογοτεχνία - και όχι μόνον - κρίσιμη και δημιουργική δεν φαίνεται να ήταν η δεκαετία του '40, ούτε η δεκαετία του '50, αλλά η δεκαετία του 1960.
3. H γενιά του '30 διατήρησε την ηγεμονία της
Συμπέρασμα τρίτο που, ως μη ειδικός, το διατυπώνω με κάθε επιφύλαξη: παρά τις επιθέσεις που δέχθηκε τόσο από την Δεξιά, όσο και από την Αριστερά, στη δεκαετία του 1940 - αν όχι και του 1950 - η γενιά του '30 όχι μόνον επιβίωσε, αλλά διατήρησε την ηγεμονία της στα πνευματικά πράγματα του τόπου. Και τούτο, είτε ανακαλύπτοντας νέους τρόπους έκφρασης, όπως για παράδειγμα το ιστορικό μυθιστόρημα, με τους Μαυρόλυκους του Θ. Πετσάλη-Διομήδη, ή τον Κρητικό του Παντελή Πρεβελάκη, είτε επεξεργαζόμενη τους παλαιότερους, όπως με την ποίηση των Σεφέρη και Ελύτη. Προχωρώντας μάλιστα λίγο παραπέρα, θα έλεγα ότι στην δυναμική παρουσία της γενιάς αυτής - κατ' εξοχήν βενιζελογενούς, ως γνωστόν, και ιδεολογικά κεντρώας - ίσως να οφείλεται η σχετικά ταχεία επούλωση των πληγών του Εμφυλίου αν όχι και η πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του 1960, κατά τη σύντομη διάρκεια της οποίας έχει κανείς την αίσθηση ότι η Αριστερά πήρε την revanche της, στο πεδίο τουλάχιστον των ιδεών και της πνευματικής δημιουργίας.
Τα γεγονότα μιας εποχής, τις συγκρούσεις της και τις μεγάλες ροπές της, μπορείς ασφαλώς να τα μάθεις μέσα από τα βιβλία ιστορίας. Ωστόσο, χωρίς να ξέρεις την λογοτεχνία της, δεν μπορείς να καταλάβεις τα πάθη της. Σ' αυτή τη γνώση, της πιο παθιασμένης ίσως περιόδου της νεώτερης ιστορίας μας, το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα.
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ από το "βιβλιοδρόμιο" των Νέων (18/02/2006)
Το ένοχο μυστικό των λογοτεχνών του ’40
Οι πεζογράφοι και λιγότερο οι ποιητές, με διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, άργησαν να ασχοληθούν με το εθνικό ζήτημα
Της Τιτίκας Δημητρούλια από την "Καθημερινή" (19/3/2006)
Αγγέλα Καστρινάκη
Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940 - 1950
εκδ. Πόλις
Ηνεοελληνίστρια Αγγέλα Καστρινάκη προσεγγίζει στο νέο της βιβλίο ένα καίριο θέμα, τη λειτουργία της λογοτεχνίας σε ακραίες συνθήκες, όπως αυτές της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Εξετάζει τη θέση της παντοδύναμης καθημερινότητας σε οριακές καταστάσεις, η οποία λειτουργεί προστατευτικά για τον ψυχισμό των ανθρώπων μπροστά στη βαρβαρότητα και τη θηριωδία - και τη στάση των λογοτεχνών μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν τα εξαιρετικά γεγονότα, καθώς αφομοιώνονται από την ευεργετική ρουτίνα. Μελετώντας ένα φαινόμενο που προφανώς δεν παρατηρείται μόνο στον ελληνικό χώρο, και εστιάζοντας στη νεοελληνική παραγωγή και τη νεοελληνική ιδιαιτερότητα, η Καστρινάκη βασίζεται σε προγενέστερες μελέτες και αποτιμήσεις, του Αλέξανδρου Αργυρίου και του Μάριο Βίττι μεταξύ άλλων, για να προσφέρει, με τη θεματική της προσέγγιση, ένα τεράστιο και πολύτιμο υλικό σχετικά με τις αντιφάσεις της λογοτεχνικής κοινότητας στη συγκεκριμένη ιστορική περίδο και τον αντίκτυπό τους στη μελέτη νεοελληνικής λογοτεχνίας ώς τις μέρες μας.
Δύο απορίες
Η συλλογιστική της εκκινεί από μια διπλή απορία. Πρώτον, πώς είναι δυνατόν μέσα σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση οι εφημερίδες, απηχώντας τη διάθεση του κόσμου, να ασχολούνται και με τη μόδα και την αστρολογία, για παράδειγμα, και δεύτερον, γιατί ορισμένοι λογοτέχνες αναθεωρούν ή μεταχρονολογούν τα έργα που έγραψαν στα πρώτα, πιο δύσκολα χρόνια της Κατοχής.
Παρότι φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, στην πράξη οι δύο απορίες συνδέονται οργανικά. Διότι ο πόλεμος, εθνικός ή εμφύλιος, έχει αποδειχτεί ότι δεν καταργεί την προσωπική ζωή ούτε την καθημερινότητα, η οποία αφ’ εαυτής αποτελεί μια αντίδραση στην απειλή του θανάτου. Και οι λογοτέχνες αντιδρούν ανθρώπινα σε καταστάσεις που υπονομεύουν την ανθρώπινη κατάσταση. Διαπιστώνοντας λοιπόν η Καστρινάκη ότι, μετά την πανλογοτεχνική και υπερπολιτική στράτευση του 1940, επικράτησε η νεοηθογραφική, λυρική πεζογραφία και όχι η αγωνιστική λογοτεχνία, την οποία ευαγγελιζόταν επί σειρά ετών η κυρίαρχη στον πολιτισμό Αριστερά, ερμηνεύει τα γεγονότα: οι λογοτέχνες δεν στάθηκαν στο ύψος τους και έπρεπε να διορθώσουν την εικόνα τους, μέσα στο βολικό σχήμα της πάνδημης αντίστασης.
Αυτό είναι το «λίγο πολύ ένοχο μυστικό» της Κατοχής, ότι οι λογοτέχνες άργησαν να ασχοληθούν με το εθνικό ζήτημα, κυρίως οι πεζογράφοι και λιγότερο οι ποιητές, που διαπνέονται από μεγαλύτερη αγωνιστικότητα, όπως αποδεικνύεται από τα ποιήματα του Σικελιανού ή του Ρίτσου. Αυτή η διάθεση φυγής από την πραγματικότητα και επιστροφής στον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και σε παραμυθένιους τόπους, αλλάζει μαζί με το φρόνημα των Ελλήνων από το 1943 και εξής. Στο σημείο αυτό εντοπίζονται και οι απαρχές των αντιθέσεων που θα σημαδέψουν την πνευματική ζωή επί σειρά δεκαετιών, εκ παραλλήλου με τις πολιτικές, και συνοψίζονται στο δίπολο στρατευμένη και καθαρή ή «άδολη» τέχνη. Θα πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, εδώ ότι ο μεθοδολογικός περιορισμός στη χρονική περίοδο της δεκαετίας δεν επιτρέπει, ενδεχομένως, γόνιμους συσχετισμούς με προηγούμενες εξελίξεις – από τη θεματική του νησιού, της φυγής και της σταύρωσης, που προφανώς διαμορφώνονται νωρίτερα, ώς τη συνέχεια σε σχέση με τις αντίξοες συνθήκες της μεταξικής δικτατορίας, παραδείγματος χάριν.
Νέες θεωρήσεις
Τα δύο βασικά συμπεράσματα της Καστρινάκη, ότι η Κατοχή επιδιώκει να συγκαλύψει την απουσία στράτευσης και ο Εμφύλιος Πόλεμος την υπερβολική στράτευση, και ότι ο ρόλος της Αριστεράς στην κατασκευή και τη διαιώνιση των μυθευμάτων σχετικά με τη λογοτεχνία της Αντίστασης, όπως την κατέγραψε το 1962 η «Επιθεώρηση Τέχνης», είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, τεκμηριώνονται άριστα και ανοίγουν τον δρόμο για νέες θεωρήσεις.
Θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι η ενδεικτική συσχέτιση με το γαλλικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι πιο εκτεταμένη, μιας και τα κοινά σημεία είναι παρά πολλά και υπογραμμίζουν την καθολικότητα των συμπεριφορών: ο κόσμος που πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα (όπως σημειώνουν οι Ζιλ και Ζαν-Ρομπέρ Ραγκάς στο βιβλίο τους «Συγγραφείς και καλλιτέχνες στην κατοχή», «πολλοί Γάλλοι είναι διψασμένοι για κουλτούρα, για ψυχαγωγία, για να ξεχάσουν όσο μπορούν τον πόλεμο και τους καταναγκασμούς του. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσουν να τον ξεχάσουν…»), η ράθυμη λογοκρισία («είχα αντιληφθεί εξ αρχής τις παράνομες δραστηριότητες του Πωλάν και κάποιων άλλων, όπως ο Μωριάκ ή ο Μαλρώ, αλλά θεώρησα πιο ασφαλές και γι’ αυτούς και για μένα να μη μάθω περισσότερα», λέει ο Ερνστ Γιούνγκερ), και άλλα πολλά. Προφανώς, ένα πολυσέλιδο πόνημα, όπως αυτό που έχουμε στα χέρια μας, δεν θα άντεχε περαιτέρω διεύρυνση.
Η γλαφυρότητα της αφήγησης, πάντως, και ο καταιγισμός των πληροφοριών συχνά καθηλώνει τον αναγνώστη, ως εάν διάβαζε ένα θρίλερ, όπου τα πάντα συγχέονται σε μια αλλόκοτη εποχή. Ετσι, εξαιτίας του αφιερώματος του περιοδικού «Νέα Εστία», το βιβλιοπωλείο του Κολλάρου πολιορκείται «σαν να ήταν φούρνος», ο Βασίλης Ρώτας υμνεί την Αγγλία: «Ομορφος είν’ ο Αγγλος τι ξολόθρεψε τα τέρατα», ο Θεοτοκάς προσδίδει λίγο περισσότερο αντιγερμανικό μένος στα κατοχικά του κείμενα και η Ελλη Αλεξίου και ο Μενέλαος Λουντέμης τα μεταχρονολογούν, για να τα εξαγνίσουν, ενώ ο Μάρκος Αυγέρης επιτιμά τους κομμουνιστές διανοούμενους για ολιγωρία στο απόγειο της στράτευσής τους, θλίβοντας τη Μέλπω Αξιώτη. Η Καστρινάκη διεξερχόμενη, με κύκλους ομόκεντρους, τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις εθνικές και πολιτικές σκοπιμότητες, μας προσφέρει μια μελέτη – έργο αναφοράς ως προς τη συγκεκριμένη περίοδο, και όχι μόνο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου