- Πρώτη αγάπη
- Νουβέλα
- Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε στην Άνω
Βιάννο της Κρήτης, γόνος γνωστής οικογένειας οπλαρχηγών του 1821.
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια ήταν ο μόνιμος χρονογράφος της εφημερίδας Εμπρός με
το ψευδώνυμο «Διαβάτης» (προηγουμένως είχε χρησιμοποιήσει και άλλα ψευδώνυμα
χαρακτηριστικά για το χιούμορ και την αυτοειρωνεία του: Κονδυλοφόρος, Δον
Κανάγιας, Ιωάννης Ακτήμων, Jean sans terre). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος
πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με πολλές
εφημερίδες (Άστυ, Εφημερίς, Σκριπ, Εστία) στις οποίες έγραφε κυρίως ως
χρονογράφος. Ξεχώρισε στο είδος αυτό της δημοσιογραφίας γράφοντας πάνω από
6000 χρονογραφήματα κι όχι άδικα θεωρείται ο πατέρας του χρονογραφήματος στη
χώρα μας (ο Π. Νιρβάνας του έδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό). Τα τελευταία χρόνια
της ζωής του εγκατέλειψε τη καθαρεύουσα κι έγραψε το ύστατο βιβλίο του Πρώτη
αγάπη στη δημοτική. Το 1914 έφυγε ξανά για την Κρήτη αφού πρώτα επισκέφτηκε
την Αλεξάνδρεια. Επέστρεψε στα Χανιά το 1919 σε πολύ άσχημη ψυχολογική
κατάσταση και ένα χρόνο αργότερα (1920) προσβλήθηκε από ημιπληγία και πέθανε
στο Πανάνειο νοσοκομείο του Ηρακλείου. - Υποσημείωση του συγγραφέα στην πρώτη
έκδοση της Πρώτης αγάπης: «Σ’
αυτό το διήγημα προσπάθησα να εφαρμόσω τις ιδέες μου περί νεοελληνικής
πεζογραφίας. Μεταχειρίζομαι τα κυριότερα και θεμελιωδέστερα στοιχεία από την
νέαν γλώσσαν, αλλά και στοιχεία της αρχαίας, τα οποία με την καθαρεύουσαν
εισήλθαν και ανέζησαν εις τον προφορικόν λόγον και μάλιστα αντικαθιστούν ξένες
λέξεις, αλλά και δεν είναι αταίριαστα με το τυπικόν της νέας Ελληνικής. Ο
διάλογος είναι εις το ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, όπου αναφέρεται η
διήγηση». - Ιωάννης Κονδυλάκης (1862 - 1920)
-
Ι. Κονδυλάκης: Πρώτη αγάπη – Διαβάστε το -
Λογοτεχνία στο Πολιτικό Καφενείο (1)
–
(2)
Α
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ’ ότου ορισμένοι τύποι γυναικών μου άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ’ αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα, όταν με επλησίαζαν, μου μιλούσαν και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερο να νιώθω πως η αγάπη μου γι’ αυτές ήτο κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικότερο από κοινή και απλή αγάπη. Στην αρχή αυτή η αγάπη ήτο στην αίσθηση, προ πάντων στην αφή· γιατί μ’ άρεσαν κατά προτίμηση οι άσπρες και παχουλές. Το αίσθημα του αρμονικού συνόλου και της έκφρασης φαίνεται ότι δεν το είχα στην αρχή ή το είχα πολύ αδύνατο, ίσως και διαφορετικό.
Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μ’ άρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτε στα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δεκαπέντε και δεκάξι ετών, που ’σαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τ’ άνηβα, όχι μόνο δε μ’ άρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μου ’σαν και λίγο αντιπαθητικά.
Την επανάσταση του 1866 καταφύγαμε σ’ ένα χωριό, ορεινότερο από το δικό μας, για να γλιτώσομε από τους Τούρκους. Εκεί μας φιλοξένησε για κάμποσο καιρόν ένας παπάς Σύγγελος· κι ήμουν ευτυχής, γιατί μου ’διδαν μέλι και καρύδια, αλλά περισσότερο γιατί μ’ άρεσαν οι θυγατέρες του Συγγέλου, δυο κορίτσια λευκά κι αφράτα.
Η αγάπη μου δεν ήτο προσωπική και δεν γνώριζε αποκλειστικότητες. Πήγαινε γενικώς προς τα κορίτσια που ’σαν του τύπου της αρέσκειάς μου. Όταν γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σ’ ένα και μόνο πρόσωπο, άλλαξε και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικότερη.
Ήρθε μέρα που ’νιωσα πως απ’ όλες που μ’ άρεσαν μια αγαπούσα ξεχωριστά και τόσο περισσότερο που κατάλαβα ότι μόνον αυτή αγαπούσα. Τη λέγανε Βαγγελιό· ήταν μάλιστα κι ακροσυγγένισσά μας. Και το Βαγγελιό δεν είχε τον τύπο τής έως τότε αρέσκειάς μου. Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχρινή· ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από τα είκοσι.
Σ’ αυτή έβλεπα περισσότερο την έκφραση της ψυχής παρά της σάρκας την άψυχη λευκότητα κι αβρότητα. Στο εξωτερικό σύνολο του Βαγγελιού, στη στάση και στην κίνηση, στη φωνή, στο βλέμμα και το γέλιο, παρουσιαζότανε μια γλυκιά και πονετική ψυχή. Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλοσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκιά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική που ’φτανε στα βάθη της ψυχής μου κι εγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μου ’διδε τη χαρά και την ευτυχία κι η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη. Όταν μ’ άγγιζαν, όταν μ’ εθώπευαν τα χέρια της ή με φιλούσαν τα χείλη της, χυνότανε στις φλέβες μου ένα πραϋντικό φίλτρο, που ’λιωνε κι έδιωχνε κάθε πόνο. Και πολλάκις θα ’θελα να κοιμηθώ κάτω από τα χάδια της, σ’ εκείνη τη γλυκιά κι άλυπη κατάσταση, και να μη ξυπνήσω ποτέ. Πολλές φορές πραγματικώς κοιμήθηκα με τέτοια ευτυχία πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυ ερχότανε σπίτι μας γι’ αποσπερίδα.
Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν την εξαιρετική αγάπη μου στο Βαγγελιό· κι άρχισαν να τη μεταχειρίζονται ως σωφρονιστικό μέσο, για να με ησυχάζουν, να καταπαύουν τις δυστροπίες μου. Κοντά δε στους δικούς μου, έμαθαν κι οι ξένοι την αδυναμία μου κι έπαιζαν με τον πρώιμο έρωτά μου. «Ποια θα πάρεις, Γιωργιό;» με ρωτούσαν. Κι εγώ πάντα έδιδα την ίδια απάντηση: «Το Βαγγελιό». Κι επειδή ήσαν κι άλλες μ’ αυτό το όνομα στο χωριό, προσδιόριζα: «Το Βαγγελιό της θειας του Δεσποινιού».
Εις το σπίτι μου ’λεγαν την απειλή: «Καλά, να το πω του Βαγγελιού, να μη σ’ αγαπά μπλιο!» Και παρευθύς επαύανε και κλάματα και αταξίες.
Μια μέρα, που ’παιζα με άλλα παιδιά, έπεσα κι έκαμα μεγάλη πληγή στο μέτωπο. Αίματα έτρεχαν κι έβαλα φωνές μεγάλες. Γυναίκες έτρεξαν κι επροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μ’ άγγιξε το χέρι της κι άκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μου ’βαλε κι αράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μου ’δωκε κείνη η πληγή!
Κι ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μου ’λεγε:
- Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· ε;… Μα μπορείς να πονείς μπλιο ’κεια που σε φίλησα ’γω; Πόσο μ’ αγαπάς εδά;
- Πολλά, πολλά, της έλεγα κι έκλεια τα μάτια μου από ευτυχία.
- Να χαρώ εγώ!…
Και μου ’δινε νέα φιλιά.
Όσες φορές αρρώσταινα, ο καλύτερός μου γιατρός ήτο το Βαγγελιό. Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαριά κι αν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κι η παρουσία της είχε τη μεγαλύτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστιες μου. Αλλά και τα πιο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τα ’παιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της.
Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατεί στην αγκαλιά της. Και σα μ’ έπαιρνε από κάτω και μ’ εσήκωνε στο ύψος του αναστημάτου της, ήμουν στα ουράνια.
Για να γελούν τ’ άλλα κορίτσια, άρχισαν τάχα να κάνουν αντίπραξη του Βαγγελιού και προσπαθούσαν με χάδια και δώρα να μ’ αποσπάσουν από την αγάπη της. Αλλ’ εγώ ήμουν ακλόνητος. Κι όταν το Βαγγελιό μ’ άκουε να λέω πως μόνον αυτήν αγαπούσα και μ’ έβλεπε να τραβιούμαι από τ’ άλλα κορίτσια, που ’θελαν να με φιλήσουν, κι έτρεχα σ’ αυτήν, ενθουσιαζόταν αληθινά, μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και με καταφιλούσε. Μου ’μαθε και μια πεισματική μαντινάδα να τη λέω στις αντίζηλές της.
Μιαν η γιαγάπη π’ αγαπώ, μια ’ναι μα το Θεό μου,
Και τσ’ άλλες παίζω και γελώ για να περνά ο καιρός μου.
Αλλ’ εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κι ένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα το ’νιωσα μια μέρα π’ άκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα όμορφο και γερό παλικάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε.
Έπαιζα εκεί κοντά κι όταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα.
- Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;
- Μπρε το ζηλιαρόγατο! είπεν η μάνα μου, που ’τον με τις άλλες γυναίκες.
- Όι, τη μούρη σ’ αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιος και θέλει κι
αγαπητική!
Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στην ξαδέρφη μου:
- Ναι, ναι, εμέν’ αγαπά. Α δε σ’ αρέσω σένα, του Βαγγελιού τ’ αρέσω. Μου το
λέει αυτή κι ίντα λες εσύ δεν τ’ ακούω.
- Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου.
- Καλύτερά ’ναι τα δικά σου;
- Μωρέ ό,τι κι α λες, δε σ’ αγαπά.
- Όι, εσέν’ αγαπά!
Η ξαδέρφη γέλασε:
- Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση.
Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μου ’λεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατί ήμουν μικρός, κι ότι γλήγορα θα ’τρωγα τη χυλόπιτα από το Γιάννη. Κι εγώ πότε έκλαιγα, πότε θύμωνα και πετούσα πέτρες, κι ό,τι πρόχειρο εύρισκα.
Το χειρότερο είναι πως κι αυτό το Βαγγελιό, χωρίς να προσέχει στο κακό που μου ’κανε, έλαβε μέρος σ’ αυτό το παιγνίδι κι εύρισκε αφορμές να μου λέει:
- Τότε δε σ’ αγαπώ. Θα πάρω το Γιαννάκο.
Αν μπορούσα να ψυχολογήσω, θα μ’ ανησυχούσε τ’ όνομα τ’ αντίζηλού μου, όπως το ’λεγε. Από το χάδι, που ’διδε σ’ αυτό τ’ όνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήταν αδιάφορος κι ότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι.
Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζει κι αυτός ο Γιάννης· κι όταν με συναντούσε μου ’λεγε:
- Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα!
- Ντα δε θα μεγαλώσω κι εγώ; του ’πα μια μέρα απειλητικά.
- Ώστε να μεγαλώσεις εσύ, θα το πάρω ’γω το Βαγγελιό.
Να σκάσω εγώ από το θυμό κι από τη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Αν μπορούσα, θα τον σκότωνα· αλλά δε μπορούσα κι έπρεπε να σκύψω στην τυραννική του υπεροχή, γιατ’ ήτον μεγαλύτερος κι ισχυρότερος. Μια μέρα λέω στη μητέρα μου:
- Γιάιντα, μά, δε μ’ έκανες πλια μεγάλο;
Η μάνα μου γέλασε.
- Όλοι, Γιώργη μου, γεννούνται μικροί κι ύστερα μεγαλώνουνε. Και συ, σα γενείς του καιρού του Γιάννη, θα γενείς μεγάλος σαν αυτό.
- Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ’ ο Γιάννης το Βαγγελιό.
Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήσει.
- Ντα δε σου ’πε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά;
- Ναι, μα ο Γιάννης μου ’πε πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τηνε πάρει.
- Κι εχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις σα μεγαλώσεις, άλλη και
καλύτερη.
- Όι, εγώ το Βαγγελιό θέλω. Δε θέλω άλλη.
- Ε καλά, κανακάρη μου, το Βαγγελιό θα πάρεις· και μην ακούς ίντα σου λέει ο
Γιάννης.
Τι θα ’διδα να ’μουν μεγάλος, να δει τότε ο Γιάννης!
Σε κάμποσον καιρό γίνηκε ο γάμος μιας ξαδέρφης μου. Καλεσμένο το Βαγγελιό, καλεσμένος κι ο Γιάννης· εκεί κι εγώ, που να μην είχα πάει. Στο χορό βλέπω το Γιάννη να κρατεί το Βαγγελιό κι ανάβει η ζήλια μου. Κι επειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κοίταζαν με πονηρή περιέργεια. Κι ένας απ’ όξω από το χορό μου ’πε μια πειραχτική μαντινάδα:
Ξανοίξετε το μπόι του, δείτε και τη θωριά του,
Και θέλει κι αγαπητική, διάλε την ανθρωπιά του.
- Απολοήσου του, μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου.
Και σιγά μου υπαγόρευσε την απάντηση:
Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο,
Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω.
Το πείσμα μου ’δωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκιά της φωνή τραγούδησε για μένα:
Θαρρείς πως είμ’ εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου;
Σαν του μεγάλου καίονται μέσα τα σωθικά μου.
Κι όταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε. Ο Γιάννης με κοίταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κι εγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθισε κοντά μου κι αφού με πήρε στα γόνατά της μου ’πε:
- Γιάιντα κλαις Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν’ αγαπώ;
- Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μ’ αναφιλητό.
Αν δεν ήμουν τόσο μικρός, θα διάκρινα ίσως ένα μικρό δισταγμό στη φωνή της όταν μου ’πε:
- Δεν τον αγαπώ… καθόλου.
Το Βαγγελιό είπε ψέμα, γιατί το Γιάννη τον αγαπούσε. Ο Γιάννης όμως δεν την αγαπούσε αληθινά ή άλλαξε γνώμη και μετά κάμποσον καιρόν αρραβώνιασε άλλη. Τότε είδα κι εγώ το Βαγγελιό να κλαίει· αλλ’ αν κι η λύπη της πρόδιδε αγάπη για το Γιάννη, μ’ έκαμε να τη συμπαθήσω περισσότερο κι ακόμη να μου γίνει πιο μισητός ο Γιάννης.
Β
Τα χρόνια περνούσαν, το Βαγγελιό δεν παντρευότανε κι εγώ εξακολουθούσα να την αγαπώ. Έτσι έγινα οχτώ ετών, έφτασα στα δέκα. Αλλά τότε έγινε ανάγκη να πάω σ’ ανώτερο σχολείο στην πόλη, που απείχε μιας μέρας και περισσότερο δρόμο από το χωριό μας. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Ούτε φιλοδοξία να μάθω περισσότερα είχα, ούτε να γνωρίσω άλλους τόπους πεθυμούσα. Το χωριό, όπου ’τον το Βαγγελιό, οι δικοί μου κι οι φίλοι μου, ήτον αρκετά για την ευτυχία μου. Αλλά τι να κάμω; Το μόνο που μπορούσα ήτο να κλαίω κι έκλαψα πολύ. Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου.
Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κι η αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γι’ αυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας. Μα καημένο παιδί;, έλεγε η μάνα μου, μέλι ’χει αυτή η κοπελιά;
Εγώ το ’ξερα τι μέλι είχεν ή μάλλον τώρα άρχιζα να το νιώθω, διότι έως τότε η αγάπη μου ήτο αίσθημα κατά πολλά αυτοαγνοούμενο και μιμητικό. Τώρα όμως άρχιζε να καίει και να διαφωτά μέσα μου μια φωτιά που δε μ’ άφηνε να την αγνοώ.
Αλλά σ’ αυτή την αυτοανακάλυψη με βοήθησε και το Βαγγελιό. Ήμουν μεταξύ δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών, όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κι η σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μ’ έκαμε να πετάξω. Αλλ’ όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σ’ αυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κι έτρεμα.
- Κα’ αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα.
Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μ’ έφεραν κι άνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κι εγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ’ όταν σ’ ένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ’ αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά. Τα φιλιά της ήσαν λιγότερα, αλλά και διαρκέστερα κι όλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι έκαιγαν κι αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν.
Το Βαγγελιό γύρισε κι είπε στη μητέρα μου γελαστή:
- Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλιο να τονε φιλιώ.
Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε. Κι εγώ δεν τόλμησα να ζητήσω εξήγηση, αν κι αυτό που ’πε το Βαγγελιό δε μου ’ταν ολότελα ευκολονόητο. Η αποσβόλωσή μου αύξαινε από τις πολλές απορίες, που ’πεσαν διά μιας στο λογισμό μου. Γιατί τώρα δεν τολμούσα να κοιτάξω το Βαγγελιό στα μάτια; Γιατί την ντρεπόμουνα, σα να την έβλεπα πρώτη φορά; Γιατί έλεγε πως τώρα που μεγάλωσα δεν έπρεπε να με φιλούν; Κι εγώ που ’μουν τόσον ανυπόμονος να μεγαλώσω! Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από την ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κι από το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν ταίριαζαν πια φιλιά και χάδια. Σήμερα σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δει την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ’ επειδή κι η μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε. Κι η σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κι απόφευγε συνάμα να πει πράματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πει.
Τ’ απόγεμα ήρθε μια θεία μου κι άκουσα τη μητέρα μου να της λέει:
- Ήρθε κι η Βαγγελιά του Δεσποινιού κι ήρχιξε το Γιωργή τα φιλιά. Ήθελα να
’σουνε να δεις πώς ήκανε. Σα να ’θελε να ρουφήξει το αίμα του κοπελιού!
Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κι έπειτα είπε:
- Δε θα παντρευτεί μπλιο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτεί και πρέπει πως
απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ’ έρχεται σαν κουζουλάδα.
- Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνει η κουζουλάδα τση;
- Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της.
Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατί η μάνα μου μ’ έδιωξε. Αλλά τη στιγμή που ξεπόρτιζα έφτασε στ’ αυτιά μου μια λέξη της μάνας μου, πρωτάκουστη για μένα, που ’μοιαζε με τη μυστηριώδη λέξη της θειας μου. Αλλ’ από τον τρόπο που ’πε η μάνα μου τη λέξη κείνη, «η πυρωμένη», κατάλαβα πως ήταν υβριστική και κακή. Εμάντευσα δε πως από δω και πέρα η αγάπη μου κιντύνευε και προκαταβολικώς άρχισα ν’ ανησυχώ και να λυπούμαι.
Το Βαγγελιό δε μετάρθε στο σπίτι μας κάμποσες μέρες. Αλλ’ ήταν και μεγάλη βδομάδα και την έβλεπα στην εκκλησιά ή έξω.
Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια του χωριού σκόρπισαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάει μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κι είχανε συνορισιό ποια να συνθέσει την ωραιότερη. Εκεί π’ ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα. Στο ξεστόλισμα του επιταφίου, της κάθε μιας την ανθοδέσμη θα την άρπαζε κείνος που τη ρεγότανε· κι αν ήσαν δυο ή τρεις οι εραστές, μπορούσε να γίνει και μάχη. Ώστε, κοντά στο θρησκευτικό αίσθημα, ήτο και κάποιο άλλο αίσθημα, που κινούσε τους διαλογισμούς των κοριτσιών.
Μια π’ αυτές τις κοριτσίστικες συντροφιές πήρε και μένα στο γύρο των. Σ’ αυτές, εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα.
- Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μου ’πε μια.
Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου το ’δαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε:
- Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ’ ήριξε;
Γέλασαν κι αυτή που ’καμε τ’ αναφώνημα είπε στην αδερφή μου.
- Άκου τα συ. Καλύτερα ’πο σένα κι απού τη μάνα του ’χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις;
- Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ ’μ’ αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ’ όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό.
- Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνεία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μασε μπεγιεντίζει[1], να σκάσομε μαθές; Μόνο μικιός που μασε πέφτει μια ολιά.
Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.
Σ’ αυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τ’ άκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κι ενώ ψήλωνε, για να φτάξει το άνθος που ’θελε να κόψει, έλεγε:
- Τούτονε θα βάλω στη μέση τση ραδαράς[2] μου και γύρου γύρου τ’ άλλα σειρές.
Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψει την κοκκινάδα που ’χε χυθεί στο πρόσωπό της και να στρέψει αλλού την ομιλία.
Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού:
- Δεν είδες πώς ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού;
- Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή ’χε
παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κι έκανε πως δεν καταλάβαινε.
- Εχόντρηνε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε
πρωτοκράζουνε.
- Αντροπατεί, εξήγησε η αδερφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγει.
Εμεγάλωσε, δεν τονε θωρείς;
Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ’ αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μου ’δωκαν αφορμή κι άλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κι ενώ τ’ άλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε. Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρίστηκαν. Με κοίταζε μελαγχολική, γιατί ’νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, που ’τον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλύτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έριξε η μοίρα της, κι άρχιζε να προβλέπει τα βάσανα που την περίμεναν. Σα να ’το μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή που ’χαμε μακρυνθεί λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα:
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,
Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερώνει.
Έπειτα με κοίταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καημένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβεις;»
Κι η σοβαρότη που ’χε το πρόσωπό της τελείωσε σ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
Τα κορίτσια μιλούσαν για το ξεστόλισμα του Εχτάφιου, ως τον έλεγαν· κι αναμεταξύ των πειραζόντανε για τους αγαπητικούς των. Πείραζαν περισσότερο και σκληρά μια άσκημη και παράωρη. Και της απέδιδαν ως εραστήν ένα τραυλό, βραδύγλωσσο κι ηλίθιο, λεγόμενο Δημήτρη κι επιλεγόμενο περιπαιχτικά Φορδακό[3].
- Βγενιό, της είπε μία, να βάλεις στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες.
- Γιάιντα καρδαμουλίδες; ρώτησε η άλλη.
- Γιατί θ’ αρέσουνε του Δημητρού.
- Οι καρδαμουλίδες τ’ αρέσουνε;
- Δεν αρέσουνε των αφορδακώ;
Το Βγενιό θύμωσε.
- Εκείνος που μ’ αγαπά, μωρή, δεν είν’ αφορδακός. Είναι καλύτερος από κείνο που θα πάρεις εσύ.
Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζί.
- Μη ξεχάσεις να βάλεις χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξει το Γιωργιό και θα τηνε πάρει κιανείς άλλος.
Το Βαγγελιό έκαμε να γελάσει, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης που ’θελε να με πειράξει γιατ’ ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού. Αλλ’ αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερο ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κανείς νέος να πάρει την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σ’ ένα παιδί δεκατεσσάρω χρονώ.
Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ’ έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κι έκαμε το Χριστός Ανέστη με την μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.
Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ’ όλες αυτές τις μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μου ’φερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά· κι αφού δεν έκαμε την αρχή, κι εγώ δεν είχα το θάρρος. Ενώ όμως μιλούσε με τη μάνα μου, πλησίασα στην καθέκλα της και πήρα στάση παραπονετική. Διψούσα τα φιλιά της. Το κατάλαβε και τ’ αγαπημένο της χέρι απλώθηκε πάλι στο κεφάλι μου. Επήρα θάρρος και κινήθηκα προς την αγκαλιά της· αλλά το ίδιο χέρι μ’ έσπρωξε απαλά.
- Όι, Γιωργή μου, δεν κάνει. Δεν το ’παμε πως εδά ’σαι μεγάλος και δεν είσαι
μπλιο για φιλιά;
- Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να
βρεις τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα να ’σαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά!
Ώρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κι όταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μ’ είδε να κλαίω πίσ’ από ένα δέντρο. Αλλ’ ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, που ’χε προβάλει στην πόρτα, μου ’ριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πει λέξη.
Η μητέρα μου ήρθε ’κει που ’κλαιγα και μου ’πε, με χλευαστική φωνή τώρα:
- Γιάε, κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας! Και δε μου λες γιάιντα κλαις; Γιατί δε σ’ αφήκα να κάνεις το μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τονε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ ’σαι, μωρέ, μπλιο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ’ οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σ’ αγαπούνε και πως θα τσι πάρεις; Κρίμας και τα γράμματα που ’χεις μαθωμένα! Δεν πας να παίξεις τσι κουτσούνες με τα κοπελιδάκια; Μα η Βαγγελιά δεν είναι δα και κοπελιδάκι. Κοσιεφτά κοσιοχτώ χρονώ ’ναι. Αν ήτανε παντρεμένη του καιρού τση, θα ’χε παιδιά σαν εσένα. Μάνα σου πέφτει, μωρέ, και συ κάθεσαι και λες πως την αγαπάς και πως θα τηνε πάρεις. Μα ώστε να φτιάξεις εσύ τον καιρό τση παντριγιάς, αυτή θα ’ναι γρα, ζαρωμένη και φαφούτα. Και δε θωρείς, μωρέ μπουντάλακα, πως από ’δα δεν τηνε θέλει κιανείς και θ’ απομείνει στο ράφι; Θα γεράσει απάντρευτη. Μα είδες εσύ, μωρέ, άντρα κιανένα να πάρει γυναίκα μεγαλύτερή του; Κι εσύ λες πως αγαπάς μια γεροντοκόρη, απού σε περνά δεκαπέντε χρόνους κοντά.
Αυτά τα λόγια, αντί να φέρουν το αποτέλεσμα που ’θελε η μητέρα μου, έφεραν μάλλον το ανάποδο. Κι αν δε μίσησα τη μητέρα μου, για την κακία που φανέρωναν τα λόγια της, πάντα θύμωσα πολύ γι’ αυτήν.
Ωστόσο δε μπορώ να πω, ότι από τη λάσπη που ’ριξε έμεινε αλέρωτη κι απαραμόρφωτη η ζωγραφιά που ’χα στην καρδιά μου. Αλλά κείνο που πρώτα πρώτα ένιωθα την ώρα κείνη ήτον ένας βαθύς πόνος για κείνο που μάθαινα, ότι την αγαπημένη μου περίμενε μια μεγάλη δυστυχία, να γεράσει ανύπαντρη.
Ήμουν πρόθυμος να κάμω κάθε θυσία για να της εμποδίσω κάθε δυστυχία. Και πόσον θα ήθελα να πάω να την παρηγορήσω. Να της πω πως ήτο πικραμένη και δύστυχη, γιατί περνά ο καιρός και δεν παντρεύεται· μα μένα γιατί δε με λογάριαζε; Αν ήμουν ακόμη μικρός (αν και δε μπορούσα να βεβαιωθώ αν ήμουν μικρός ή μεγάλος), θα μεγάλωνα· και τότε θα την έπαιρνα εγώ. Ας ήτο μεγάλη· η αγάπη μου θα ’ταν πάντα η ίδια.
Αλλά πώς να της πω τέτοια πράματα, που, και μόνο να το σκέπτομαι, ντρεπόμουνα και μου φαινόντανε τεράστιο;
Η μέρα που θα ’φευγα για την πόλη πλησίαζε κι ήμουν περίλυπος. Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στην ψυχή. Κι η μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κι αδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κι αυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού. Αυτή με τις πρόωρες ιδέες που μου ’βαλε στο κεφάλι, τάραξε τη γαλήνη της παιδικής μου ψυχής και μ’ έβαλε σε λογισμούς αταίριαστους στην ηλικία μου.
Την εντύπωση ότι χλώμιανα κι ότι έπασχα έκαμα και στο Βαγγελιό, όταν μια ’πο τις τελευταίες μέρες συναντηθήκαμε κάτω στα λιόφυτα. Βρεθήκαμε σ’ ένα δρόμο ασύχναστο, που τον σκέπαζαν μεγάλες ελιές.
- Γιάιντα, Γιωργιό μου, είπε, εχλώμιανες, απού ’σουν σαν τ’ απριλιάτικο ρόδο, όντεν ήρθες απού τη χώρα;
- Γιατί δεν έρχεσαι μπλιο στο σπίτι μας… και φοβούμαι πως δε…
- Πως δε σ’ αγαπώ; Αυτό θες να πεις;
- Ναι.
- Όι, θέλω να μου το πεις ο ίδιος. Θέλω να τ’ ακούσω απού το χρυσό σου στόμα.
- Φοβούμαι πως δε μ’ αγαπάς μπλιο.
Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κι άρχισε να με φιλεί αχόρταγα κι ατέλειωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μ’ άφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μου ’λεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μου ’δωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.
- Εγώ δε σ’ αγαπώ, εγώ, καρδιά τση καρδιάς μου, εγώ φως των αμματιώ μου; Εγώ που χάνομαι, που θα χανόμουν για σένα; Αχ! να μπόρουνα να σ’ ανοίξω την καρδιά μου. Μα θα με καταλάβεις;… Εγώ, Γιωργή μου, δε σ’ αγαπώ, εγώ, εγώ;
Το κεφάλι της έπεσ’ έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κι η καρδιά της κτυπούσε δυνατά.
Έπειτα άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κι είπε με φωνή περίλυπη:
- Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σ’ αγαπώ.
- Ποιοι;
Αντί να μου δώσει απάντηση, με ρώτησε:
- Εσύ θα μ’ αγαπάς;
- Ναι.
- Παντοτινά;
- Παντοτινά.
- Θέλουνε και δε θέλουνε;
- Θέλουνε και δε θέλουνε.
Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μ’ αγαπά το Βαγγελιό. Μήπως αλλιώτικα δεν το ’ξερα; Η μητρική μου αγάπη κι η αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ’ αυτό ακούστηκαν βήματα κι ομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μου ’πε σιγά και βιαστικά:
- Δεν κάνει να μασε δούνε μαζί, μόνο φύγε
Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κι αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος. Στο φανέρωμα της φλογερής γυναικείας αγάπης ωρίμασα διά μιας. Και καθώς η πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της και πετά, βρέθηκα σε νέο κόσμο και σε νέο φως έβλεπα τον εαυτό μου και την αγάπη μου. Νόμιζα ότι σε μια στιγμή από παιδί έγινα άντρας και στα μάτια της ψυχής μου ανοίχτηκαν μυστήρια. Κι έξω από την ερωτική παραφορά, δε βοήθησε σ’ αυτή τη μεταβολή λίγο κι η ταραχή που ’δειξε και μου ’πε το Βαγγελιό, όταν ακούστηκαν βήματα, ότι δεν έπρεπε να μας δουν μαζί. Ο φόβος κείνος μου ’λεγε πως ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να σκανδαλισθούν όσοι θα μ’ έβλεπαν σε μέρος ερημικό μ’ ένα κορίτσι. Κι όπως οι νέοι, που ’χουν μουστάκια, ήτο φόβος κι εγώ να εκθέσω μ’ αφορμή τέτοια ένα κορίτσι. Το χέρι μου πήγε πάνω στο χείλος μου κι εχάδεψε ανύπαρκτο μουστάκι. Χωρίς άλλο όμως δεν ήμουν όπως προ μισής ώρας. Στην ήσυχή μου παιδική σάρκα τώρα άρχιζαν να συνταράσσουνται και να κοχλάζουν ηφαίστεια. Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π’ άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπόπτευα κι ακόμη μου ’μεναν σκοτεινά και μυστηριώδη.
Τη Δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη. Κι αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλύτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου. Διότι το Βαγγελιό δεν ήρθε να μ’ αποχαιρετήσει τώρα που το πεθυμούσα περισσότερο. Αλλ’ όταν μάκρυνα λίγο από το χωριό, φάνηκε το σπίτι της θειας του Δεσποινιού στο πάνω μέρος του χωριού, ένα κάτασπρο δίπατο σπίτι με γλάστρες στα ψηλά του παράθυρα και μια μεγάλη πορτοκαλιά στην αυλή. Μου φάνηκε πως σ’ ένα παράθυρο πρόβαλε το Βαγγελιό. Ήταν εκεί και περίμενε να με δει όταν θα παρουσιαζόμουν στ’ ανοιχτό μέρος του δρόμου. Πολλές φορές στράφηκα κι αποχαιρετούσα το σπίτι της αγαπημένης μου, που τη φανταζόμουν να κλαίει ανάμεσα στ’ άνθη· κι η καρδιά μου μέσα έλεγε τα τρυφερότερά της λόγια. Αλλ’ όταν ο δρόμος απογύρισε κι ένα ύψωμα έκρυψε το χωριό, μου φάνηκε ότι το βουνό κείνο καταπλάκωσε την ψυχή μου.
Έκλαψα πολύ στο δρόμο κι όταν έφτασα στην πόλη, μου φάνηκε μαύρη. Πώς θα ’χα την υπομονή να περάσω τους μήνες που ’μεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θα ’χα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγει: «Θέλουνε δε θέλουνε, θα μ’ αγαπάς;»
Έτσι περνούσα τις σελίδες αφηρημένος, σαν να ’σαν χαρτί άγραφο. Οι καθηγητές μου μ’ αγαπούσαν έως τότε και με θεωρούσαν από τους καλύτερους στην τάξη μου. Και τώρ’ απορούσαν και μου ’λεγαν:
- Τι έπαθες παιδί μου; Στο χωριό τον αφήκες το νου σου;
Ο αγωγιάτης, που μ’ επήγε στην πόλη με το μουλάρι του, ήτο χωριανός μας με τ’ όνομα Δρακογιώργης. Όταν μ’ αφήκε να γυρίσει στο χωριό, μου ’πε:
- Και δε θα μου κάμεις εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγελιά για το χωριό; Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα;
- Σ’ όλους να πεις, του ’πα ανόρεξα.
- Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο.
Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τ’ άγια των αγίων. Εγώ που άλλοτε, έλεγα σ’ όποιο με ρωτούσε ποιαν αγαπώ και ποια θα πάρω, τώρα ήθελα να κρύβω την αγάπη στα κατάβαθα της καρδιάς μου.
- Σε κιαμιά, είπα απότομα.
- Καλά· θα μαρτυρήσω κι εγώ του Βαγγελιού (κατές το δα πως είμεστα
γειτόνοι) πως είπα του Γιωργιού αν έχει να πέψει στο χωριό ξεχωριστά χαιρετίσματα κι αυτός μου ’πε με μάνητα πως δεν έχει. Θες να τση το πω;
Μιλιά εγώ. Αλλ’ όταν ο αγωγιάτης δευτέρωσε την ερώτησή του, δεν κρατήθηκα κι είπα όχι μ’ ένα ζωηρό ανασήκωμα του κεφαλιού.
Ο Δρακογιώργης γέλασε.
- Πονηρέ! κρουφό το ’χεις, ε; Πότ’ έγιν’ η κολοκύθα, πότ’ εμάκρυν’ ο λαιμός τση!
Μ’ έπιασε μια ανησυχία, γιατί φοβόμουνα τι θα πήγαινε να πει στο Βαγγελιό ο Δρακογιώργης. Επειδή τον γνώριζα, ότ’ ήθελε να κάνει αστεία, ίσως θα πήγαινε να πει στο Βαγγελιό πως δεν την αγαπούσα, για να κλέψει κι απ’ αυτήν, το μυστικό. Και σκέφθηκα να της γράψω γράμμα· αλλ’ αμέσως μετανόησα. Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πώς θα το διάβαζε και σ’ άλλον πώς να εμπιστευθεί να της το διαβάσει;
Ωστόσο κάθισα κι έγραψα ένα γράμμα. Σ’ αυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δεν την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γι’ αυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πει ψέματα πως έπαψα να την αγαπώ. Της εξηγούσα τι συνέβηκε με τον Δρακογιώργη· και την έκανα προσεκτική να μη της πει ψέματα ο αγωγιάτης και γελαστεί κι αυτή.
Τον «Ερωτόκριτο» γνώριζα έως τότε από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες, όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία. Τον γνώριζα κι από τα μέρη που τραγουδούσαν στο χορό. Αλλά μόνον τότε μου ’τυχε το βιβλίο και το διάβασα ολόκληρο. Και τόσο βρήκα τον πόνο μου στους στίχους του αποχαιρετισμού, ώστε έκλαιγε ενώ τους διάβαζα. Μου ’ρθε μάλιστα και ιδέα να κάμω κι εγώ ένα παρόμοιο ποίημα και να περιγράψω τα ερωτικά μου βάσανα. Αλλ’ η στιχουργική μου επιχείρηση δεν πήγε πολύ μακριά. Την αφήκα γρήγορα.
Δεν αφήκα όμως και τα γράμματα. Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά την ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω του Βαγγελιού όλα μαζί, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό.
Μετά καιρό, είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ’ αυτή τη φορά δεν μ’ αστειεύτηκε για το Βαγγελιό. Μου ’φερε δυσάρεστα νέα.
- Η Βαγγελιά, η καημένη, δε μπορεί.
- Ίντα ’χει; ρώτησα μ’ ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.
- Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κι αρρωσταρά ’ναι. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώσει το σταμνί να πάει στη βρύση. Και με τη μάνα σου ’ναι στα μαχαίρια, μα ίντα ’χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δει στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καημένη την κοπελιά. Μ’ αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την άκουσα να πει κακό για τη μάνα σου. Μα σάμπως λέει αυτή ποτέ για κιανένα και στραβά πατεί; Δεν ήθελε και να μάθεις πως η μάνα σου τηνε κατατρέχει· και μου διπλοπαράγγερνε να μη σου πω πράμα. Μα γιάιντα να μη σου πω να τα κατές; Εγώ τση χωράτευγα και τσ’ ήλεα πως ετσά τα τσιγκρίζουνε πάντα οι πεθερές κι οι νυφάδες, μα το καημέχαρο το Βαγγελιό δεν έχει όρεξη για γέλια. Εσένα μου παράγγερνε να σε χαιρετώ και μου ’δωκε κι ένα χαιρετισμό να σου βαστώ· καμπόσα κουλουράκια να τρως την ταχυνή όντε πας στο σκολειό να τση θυμάσαι. Ύστερα μου ’πε πως αν τύχει κι έμαθες από άλλο πως η μάνα σου τη μάχεται να μη θαρρέψεις, λέει, πως κι αυτή ’χει όχθρητα τση μάνας σου, γιατί ό,τι κι αν τση λέει, αυτή δε θέλει το κακόν τση.
Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε την ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήταν άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου ’πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν τη μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο. Μου ’τον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μ’ εγέννησε κι αισθανόμουν ντροπή μαζί και θλίψη ν’ ανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλοσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό.
Η λύπη κι η αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνει, σ’ ένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν. Σ’ αυτά τα γράμματα χρωστώ μεγάλη χάρη, γιατί με την παρηγοριά και την ανακούφιση που μου ’δωκαν στις τρικυμίες κείνες της εφηβικής μου καρδιάς, με στήριξαν και με βοήθησαν να περάσω τον καιρό που μου ’μενε μέχρι των εξετάσεων και των θερινών διακοπών. Δε μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν και στα μαθήματα και τη χρονιά κείνη με δυσκολία κατάφερα να προβιβαστώ.
Γ
Με τι ανακατωμένα αισθήματα γύρισα τότε στο χωριό. Με τι πόθο να δω το Βαγγελιό, αλλά προ πάντων με τι ονειροπολήματα, που είχε κτίσει η περιέργειά μου από την τελευταία μας συνάντηση. Και πάλι όμως φοβόμουν ότι η νέα ευτυχία, που άρχιζα να νιώθω στην αγάπη της γυναίκας, θα ναυαγούσε στην έχθρητα της μητέρας μου. Και σ’ αυτά, πόθους και φόβους, μπλεκόταν ένας δισταγμός. Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κι ήθελα να μην τα πιστεύω, δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κι η πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, που ’χα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ’ αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κι εγώ ερωμένη, αλλ’ εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου. Για να δω όμως την εντύπωσή των, διηγήθηκα για ένα παιδί στο χωριό μας π’ αγαπούσε μια κοπελιά, μεγαλύτερη απ’ αυτό πολλά χρόνια.
- Πόσα;
- Περισσότερα από δώδεκα, ίσως και δεκατέσσερα.
- Κι αυτός πόσω χρονώ ’ναι;
- Δεκατεσσάρω.
Γενικό αναφωνητό μου απάντησε:
- Μ’ αυτή ’ναι μάνα του, μωρέ! Ώστε να μεγαλώσει αυτός, κείνη θα ’ναι γρα! Θα ’ναι κι άσκημη, για ν’ απομείνει τόσο χρονώ απάντρευτη.
- Δεν είν’ άσκημη, βιάστηκα να πω.
Κι αισθανόμουν τόση ντροπή, ως να ’χα μολογήσει πως εγώ ήμουν που την αγαπούσα.
Αλλά κατά τον τελευταίο μήνα της διαμονής μου στην πόλη έτυχε και κάτι άλλο που τάραξε τους λογισμούς μου. Στο απέναντί μου σπίτι ήτον ένα ξανθό παχουλό κορίτσι, δεκαπέντε ή δεκάξι ετών, που μου ’κανε προκλητικές εμφάνισες, όπως νόμισα τουλάχιστον. Το κορίτσι κείνο μου ’δωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ’ η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό.
Στο χωριό έφτασα δειλινό κι επειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μου ’πε με θυμωμένο παράπονο:
- Χόρτο να μην κόψεις εδά[1], μόνο να σφίξεις[2] στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει[3], μασε βαριέσαι.
- Ποιος σου ’πε πως θα πάω ’κεια;
- Δεν το θωρώ πως ο νους σου ’ν’ εκειά;
Στα χείλη μου ήρθε μια αυθάδεια. «Όπου θέλω θα πάω», αλλά δεν την ξεστόμισα.
- Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, μια ολιά; είπε η μητέρα μου. Μος έφταξες και δίχως καλά καλά να δεις και να χαιρετήσεις τη μάνα σου και την αδερφή σου, θες να σφίξεις στη γειτονιά. Ίντα θα πουν οι γιανθρώποι; Κοντζά μου άντρας εγίνηκες μωρέ, και δε μπορείς να ξεχάσεις τα παιδίστικα. Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, ετσά που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό.
Αν και στενοχωρημένος, γέλασα.
- Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κι ο κόσμος να σε θωρεί να ξετρέχεις μια γεροντοκοπελιά. Μα κι αυτή να μη ντρέπεται τσ’ αθρώπους! Ίντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γή καύκο[4]; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καημό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κι η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω ’γω να ξεμυαλίσει το παιδί μου και να το κάμει ανεμπαίγνιδο του χωριού. Τση τα ’πα ’γω, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κι από τότες δεν εμιλήσαμε· κι α δε σύρει χέρι απού το παιδί μου, θα τηνε κάμω να φύγει απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι ετσά που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου.
Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου. Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μου ’πε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κι όλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει. Από κείνο που μου ’πε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κι απ’ όσα μου ’πε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερότατη κατάσταση. Κίτρινη, αδυνατισμένη και ζαρωμένη, αληθινή γριά, όπως την έλεγαν, απόρριμμα του κόσμου, σα ρόδο μαραμένο και πεταμένο στο δρόμο, που κανείς δε στρέφεται να το κοιτάξει. Κι έτσι όπως τη φανταζόμουν, τη λυπόμουν περισσότερο, αλλά και δεν την αγάπησα περισσότερο. Ενώ με τόσο πόθο ερχόμουν να τη βρω, τώρα φοβόμουν να τη δω. Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ’ η αρρώστια κι η μεταβολή της γινόνταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό.
Αν κι είχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον αγκώνα. Θαρρώ και πως μ’ είδε κι ίσως για να μ’ αποφύγει μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κι επειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιο δρόμο θα ’παιρνε, προσπέρασα, μπήκα σ’ ένα παράστρατο κι εκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κι όταν ξαφνικά μ’ είδε σ’ απόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζί μου.
Η ιδέα που μου ’χαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλύτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ’ αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π’ αγαπούσα κι όταν τ’ αντίκρισα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κι άρχισαν παλμοί στο στήθος μου.
Κι όταν ήρθε κοντά μου κι άκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πια την παραμόρφωση της αρρώστιας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κι όλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κι αυτή με φίλησε, με φίλησε τρελά. Και μου ’πε, χωρίς να μ’ αφήσει από την αγκαλιά της:
- Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θα ’ρχόσουνα και σ’ ανήμενα. Μα ’γω η μαυρομοίρα σ’ ανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με ’δες;
- Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, που ’τουνε τα μάτια μου θολωμένα ’που τα δάκρυα;
Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε.
- Όμορφα ’που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου;
- Έκλαια σ’ όλη τη στράτα.
- Έκλαιες για το χωρισμό μας;
- Ναι. Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα.
- Πώς ήθελα να μου τονε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλίμονό μου!
Της είπα δύο ή τρεις στίχους του «Ερωτόκριτου», που θυμόμουνα, κι αυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε:
- Χαρώ σε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου!
Τότε κι εγώ, αποκότησα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ’ ότου μεγάλωσα.
Και το Βαγγελιό:
- Ναι, είπε, εδά ’σαι άντρας! Κι ίντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου!
Με κοίταξε καλά καλά, για να δει, φαίνεται, τη μεταβολή που ’χα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα που ’λειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε:
- Όλο και μεγαλώνει.
Έπειτα ευθύς μου ’πε:
- Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανείς, αν και κάτεχα πως δε θα
’ρχόσου… γιατί δε θα σ’ αφήνανε να ’ρθεις. Δε σου ’πανε να μη μου μιλείς;
Αντί ν’ απαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κι εγώ:
- Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου;
- Ποιος σου το ’πε;
- Ο κιρατζής[5] ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας.
- Εγώ, γιε μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με
μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου.
Κι αφού σώπασε λίγο:
- Μα μπορεί, είπε, να ’χουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνει κακό.
Κατέω κι εγώ; Γι’ αυτό είπα με το νου μου…
Δεν τελείωσε τη φράση.
- Δε μου λες, Γιώργο μου, ανεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε;
- Μερονυχτού.
- Εκάτεχά το, γιατί τσι περισσότερες βολές που σε ’δα στ’ όνειρό μου, σε θώρου
δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά;
- Πολλές βολές.
Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση:
- Και με ’δες στον ύπνο σου ποθαμένη;
- Μια βολά.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κι έκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές.
- Και σου ’φερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σ’ έπεψα;
- Τα κουλουράκια; Ναι.
- Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κι αυτά την αγάπη που σου ’χω, Γιωργή μου.
- Κι εγώ σου ’γραφα γράμματα.
- Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρισε σ’ ανησυχία. Κι
ίντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κι η μάνα σου…
- Ήγραφά τα, μα δεν τα ’πεμπα.
- Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω;
- Εφοβόμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τ’ ανοίξουνε.
Το Βαγγελιό σκέφτηκε.
- Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψεις! Θα μου κάνανε, μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα.
- Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά
- Είμαι, παιδί μ’, ακόμη. Δεν το θωρείς;
- Μα ίντα ’χεις;
- Κατέω κι εγώ; Έτσα λιώνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται.
Κρυφοθέρμες λένε πως έχω. Μα δε μου ’πες, ίντα τα ’καμες τα γράμματα που μου ’γραφες. Ήσκιζές τα;
- Όι, εστέρευγά τα κι έχω τα όλα.
- Κρίμα να μη μου τα πέμπεις! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα ίντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μου λέγανε μοναχά τως ίντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε. Μ’ άφτανε και μόνο τη μυρωδιά σου να μου φέρνανε. Κρίμας, κρίμας! θα ’σανε το καλύτερο γιατρικό για μένα.
- Τα ’φερα να σου τα διαβάσω. Και το ίδιο θα σε γιατρέψουνε.
- Να μου τα διαβάσεις; είπε συλλογισμένη. Μα πού; Δε σου ’πα πως δε θέλουνε
να σου μιλιώ; Κι επαέ που στέκομε να μασε δούνε και να το μάθει η μάνα σου, δε θα ’ν’ ο στεμός μου στο χωριό… Να ’ρθεις στο σπίτι μας, είπε σε λίγο.
Αλλ’ ευθύς μετάνιωσε.
- Όι, όι, δε θέλω λόγια· φτάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κι η μάνα μου θα στενοχωρηθεί.
Άρχισε να κλαίει και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μου ’πε:
- Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μασε δούνε. Και θα σου πω ’γω πού θα τα διαβάσομε τα γράμματα.
Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κι είπε:
- Ας κάτεχα γράμματα!…
Όση ώρα ήμουν με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ’ έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μου ’τασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαινόνταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ’ ακούσει γι’ αυτήν από τη μάνα μου κι άλλους. Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξι χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πια νέα ή τουλάχιστο γρήγορα θα γερνούσε κι ήταν μαραμένη κι αδύνατη, μόνο κόκαλα.
Περίεργο, όσο ήμουν στη χώρα μακριά της, η αγάπη της είχε τόση δύναμη, που με κυρίευε αποκλειστικά. Στο χωριό γίνηκε το αντίθετο. Όταν πρωτύτερα ήμουν κοντά της, την αγαπούσα, περισσότερο ίσως κι από πριν. Αλλά μόλις έφυγα από κοντά της, εξασθένησε η αγάπη της κι αφήκε να εισβάλουν στο νου μου εχθρικοί λογισμοί. Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κι άφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήσει στη σύγκριση.
Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικότερη της παλαιάς· κι ήσαν γι’ αυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη. Πεθυμούσα καμπυλότητες και αβρότητες, σαν κείνες που ’βλεπα κι εφανταζόμουν στα πλούσια νιάτα του ξανθού κοριτσιού. Τώρα σκεπτόμουν ότι η αγκαλιά του Βαγγελιού ήταν κάπως ξερή κι ότι στους αγκαλιασμούς της αισθανόμουν πολύ τα κόκαλα. Και θυμούμενος τη γειτονοπούλα της χώρας, φανταζόμουνα τι θησαυρούς θα ’βρισκαν οι εφηβικοί μου πόθοι στην αγκαλιά της κόρης κείνης με το γεμάτο κόρφο.
Αλλά μόλις πέρασαν από το νου μου αυτοί οι άπιστοι λογισμοί, μ’ έπιασε τέτοια μεταμέλεια, ώστε μου ’ρθε ορμή να σπάσω το κεφάλι μου σ’ ένα τοίχο. Σα να ’βλεπε όλος ο κόσμος κι αυτό το Βαγγελιό τους στοχασμούς μου, μ’ έπιανε πικρότατη ντροπή και μου φαινόταν πως ήμουν ένας ουτιδανός, που ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο Θεός θα συγχωρούσαν.
Αλλά πάλιν είναι βέβαιον πως η αγάπη μου δε στεκότανε καλά στα πόδια της. Κι ήρθε στιγμή που ζήτησα και μια συμβιβαστική λύση στην αμηχανία μου. Δε μπορούσα ν’ αγαπώ και τις δυο; Η χωρητικότητα της καρδιάς μου αύξαινε τώρα τόσον, που φαινόταν ότι θα χωρούσε και περισσότερες από δυο.
Μια βραδιά που ’χε νυκτώσει, ύστερα από κάμποσες μέρες, συναντηθήκαμε με το Βαγγελιό μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μου ’πε:
- Έλα την Τρίτη τ’ απομεσήμερο στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα
γράμματα. Στην κερατιά[6] να μ’ ανημένεις.
Κι ευθύς έφυγε κι απόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας.
Την Τρίτη τ’ απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σ’ αρκετή απόσταση από το χωριό. Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σ’ ένα μέρος γκρεμιζότανε μ’ αφρούς και βοή κι εσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κι ήτον εύκολο ν’ ανέβει κανείς και να προχωρήσει έως την κορυφή.
Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθισα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες.
Η ιδέα ότι θα ’ρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήσει, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνει τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ. Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν’ ανασάνει· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή πως πήγαινε σ’ ένα λαχανόκηπο δικό των, που ’ταν παραπάνω.
Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δει. Κι η καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα να ’θελε να τρέξει σε προϋπάντησή της. Όταν έφτασε στο κάτω μέρος του βράχου, κάθισε ξεψυχισμένη κι έβλεπα το στήθος της ν’ ανατινάσσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μου ’γνεψε με το χέρι να μείνω εκεί που ’μουν.
Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κι έπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχου, για να φτάσει έως στο δέντρο.
- Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει,
δεν είμαι μπλιο για ζωή. Πολλές φορές είπα πως θα ’βγαιν’ η ψυχή μου, ώστε να φτάξω. Και πιάσε να δεις πώς καίομαι.
Άπλωσε τ’ αδυνατισμένο χέρι της και το ’πιασα.
- Πώς καις, αλήθεια!
Πέρασαν κάμποσα λεπτά για να βρει τη δύναμη να μου μιλήσει πάλι.
- Για πε μου, Γιώργο, αν αποθάνω, θα με κλάψεις;
- Αν αποθάνεις; Μα γιάιντα θ’ αποθάνεις; Εγώ δε θέλω ν’ αποθάνεις… είπα με παιδιάτικη θλίψη, σα να ’μουν έτοιμος να κλάψω. Δε θέλω, γιατί…
- Γιατί; ρώτησε το Βαγγελιό, για να πω κείνο π’ αποσιώπησα.
Συνάμα έσκυψε λίγο και με κοίταζε κατάματα με τα μεγάλα της μάτια που ’λαμπαν από πυρετό.
Της είπα:
- Γιατί σ’ αγαπώ κι ύστερα ίντα θα γενώ;
- Αγάπη μου!
Μ’ έσυρε στην ποδιά της, με κάθισε στα γόνατά της, σαν όταν ήμουν μικρό παιδί, και με καταφίλησε. Κι όπως αντίκριζα το πρόσωπό της, έβλεπα ν’ αντιφέγγει στα μάγουλά της η φωτιά που την έκαιε.
Νέα διακοπή κι έπειτα μου ’πε:
- Έλα δα να μου διαβάσεις τα γράμματα.
Σηκώθηκα κι έβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κι όλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου καμιά λέξη ή φράση από τα βιβλία που διάβαζα. Άρχισα με το πρώτο που ’χα γράψει.
«Αγαπημένο μου Βαγγελιό
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι’ εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ’ ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήσει εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κι όλο τ’ όνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου.
Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σ’ έχω και στ’ όνειρό μου σε θωρώ κι αγκαλιασμένη σ’ έχω.
Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κι όλο σε σένα τρέχει…»
Το Βαγγελιό μου ’κοψε το διάβασμα κι είπε:
- Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει!
«Πως θα τονε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Οι μέρες μου φαίνουνται χρόνοι. Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θα ’ρθω στο χωριό. Ω πώς τ’ ανεζητώ!…».
- Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σου ’γραφα κι εγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχει και φύγεις απού το σκολειό και θα ’τονε πολύ κακό για σένα.
Τ’ άλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα. Το Βαγγελιό όμως τ’ άκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάσει λέξη. Σ’ ένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνήθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζί μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κι έτσι έβρισκα όρεξη να διαβάζω.
- Πού ’ναι γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό.
Της έδειξα το μέρος κι αυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.
Σ’ ένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κι η μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μ’ αποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα:
Ο πόνος μου ’ν’ αγιάτρευτος, μα ’ναι στο πόδι πάνω· μια μέρα που θα πορπατώ θα πέσω ν’ αποθάνω.
Κατόπιν άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.
- Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, ίντα δε θα ’χω να σου γράψω πουλάκι μου!
Πόσα πράματα δεν τα λέει κιανείς καλύτερα με την πένα!
Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθόμεστα. Και το Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε:
- Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα;
Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου. Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου:
- Μάνα μου! να πέσει κιανείς από ’παέ, η φανιά του δε θα βρεθεί!
Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό άπλωσε το χέρι της και μου ’πε:
- Για πιάσε πάλι να δεις πώς καίω.
Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά.
Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κι ότι τα κλάματα δεν την ομόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμο δε μ’ άρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των. Μια γυναίκα που ’κλαιε, κι όταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο.
Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθιά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρινή θάλασσα.
- Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό.
- Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.
- Εγώ ’πήα. Κατές βάθος απού το ’χει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό που ’δαμε.
Και κάτω στον πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξεις από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πώς θα σε καταπιεί.
- Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο.
- Έτσα λένε… Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξεις σ’ εγκρεμό;
- Όχι, είπα.
- Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.
Γιατί μ’ αρέσει να θωρώ στσ’ εγκρεμούς.
Άξαφνα μου λέει:
- Να σου πω, Γιώργο· θαρρώ πως η μάνα σου ’χει δίκιο, απού σου λέει να μη
μου σιμώνεις. Και να κάμεις ό,τι σου λέει η μάνα σου. Δεν κάνει και να παρακούς σ’ εκείνη που σ’ εγέννησε, παιδί μου. Είναι μεγάλο κρίμα.
Είχε σταθεί στη σκιά μιας ελιάς και στήριζε το χέρι της σ’ ένα χαμηλό κλάδο. Μια ήλιου αχτίνα σχημάτιζε σαν άστρο πάνω από το μέτωπό της. Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κι είχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δει έτσι.
- Δεν κάνει… εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μ’ αγαπάς… σα μεγάλος, γιατί
’σαι πολύ μικιός για μένα. Εγώ ’μαι μεγάλη… Κοντεύγω να … γεράσω. Κι ώστε να γενείς εσύ άντρας σωστός, εγώ θα ’μαι…
Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν. Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπορούσε πια να περιορίσει την τρικυμία της ψυχής της. Κι άρχισε να κλαίει.
Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κι άρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μ’ άρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι.
Πάνω στο κλάμα την έπιασε κι ένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη σα καλάμι. Αφού ησύχασε μου λέγει:
- Ήκουσες, Γιώργο μου, ίντα σου ’πα; Να κάμεις κατά πώς σ’ αρμηνεύγει η
μάνα σου. Αυτή κατέει καλύτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο.
- Κι από του λόγου σου;
- Κι από μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σου ’πα πως η δική μου
αγάπη δε μπορεί να ’ναι για καλό σου;
- Και μου λες να μη σ’ αγαπώ μπλιο;
Με κοίταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα.
- Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μ’ αγαπάς;… Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;… Ω η κακομοίρα, φωτιά που ’ριξα πάνω μου!
Τ’ αναφιλητό τής έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πει τ’ ακόλουθα:
- Όι· να μ’ αγαπάς, παιδί μου, ως μ’ αγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου,
σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην τ’ αποδείχνεις. Να μ’ αγαπάς μες στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμα. Έλα, δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μασε χωρίσουνε παντοτινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα.
Κι ως να είχε σβηστεί το πάθος που ’χαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μου ’δωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο. Έπειτα άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά μου κι η χειρονομία κείνη ήτο μάλλον ευλογία παρά θωπεία.
Σήκωσε τα μάτια μου και είδα. Μου φάνηκε ψηλότερη και τώρα το φως του ήλιου κύκλωνε το πρόσωπό της με φωτοστέφανο αγίας.
- Άιντε να πηαίνεις, Γιώργο, μου ’πε, κι ο Θεός να ’ναι μαζί σου. Και μια ψυχή
που σ’ αγαπά θα σου παραστέκεται όπου κι αν πας, όπου κι α βρίσκεσαι.
Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέσει κι η ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε:
- Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρεις κάτω.
Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κοίταξα. Ήτον ακόμη στην ίδια θέση, σα να μην είχε τη δύναμη να ξεκινήσει. Σε λίγο άρχισε κι ανέβαινε σιγά σιγά κι έβηχε ένα μικρό ξερό βήχα. Έπειτα την έκρυψαν τα δέντρα και δεν την έβλεπα πια· άκουα όμως το βήχα της, ως όπου κι αυτός έπαψε ν’ ακούεται.
Τις τελευταίες στιγμές που στεκότανε στη σκιά του δέντρου μου ’δωκε μια βαθύτατη συγκίνηση, ένα αίσθημα σα θρησκευτικό. Τώρα τη λυπόμουνα και ψιθύρισα: «Κακορίζικο Βαγγελιό!» Αλλά σε τέτοια στιγμή τ’ ήθελε ν’ ανακατευθεί το κορίτσι με την ανοιξιάτικη άνθηση και την ξανθή πλεξούδα; Πολεμούσα να το διώξω από τη φαντασία μου, αλλά τίποτε· από ’δω το ’διωχνα, από κει παρουσιαζότανε, με παιγνιδιάρικο γέλιο, σα να μου ’παιζε το κρυφτούλι. Όπως πήγαινε πάνω το Βαγγελιό, είχα δει τις δυο πλεξούδες της κάτω από το τσεμπέρι, κι ήσαν ισχνές σαν αυτή. Τι αξιολύπητα πράγματα ήσαν κείνα τα μαλλιά, συγκρινόμενα με το πλεγμένο χρυσάφι, που ’παιζε μ’ ελιγμούς φιδιού στην πλάτη της άλλης! Δεν ήθελα να κάνω τέτοιες σύγκρισες, αλλά και δε μπορούσα να τις αποφύγω. Το σπίτι σου μπορείς να το κλείσεις στους ενοχλητικούς επισκέπτες, αλλά όχι και το νου σου. Κι ο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή του διαόλου.
Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για να βρει τρόπο να μ’ αποσπάσει από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινότανε αρκετά
Μια μέρα μου λέει:
- Τα ωζά μας είναι στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσεις μάκιες μέρες να δεις πώς διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσεις και γαλατερά που τ’ αγαπάς. Σε μια δυο μέρες θα πάει ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήσει. Του ’πα να πάτε μαζί και τα ’κουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρει, λέει, κι έναν τσιφτέ[7] να σε μάθει να κυνηγάς. Κι ο Βασίλης, ως θα ’κουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό.
Η ιδέα της μητέρας μου μ’ ενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους.
- Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.
- Μα θα μου δώσει το τουφέκι να το ’χω ’γω;
- Κιαμέ; Όσες μέρες θα ’στε στον Αμαλό, το τουφέκι θα ’ναι δικό σου.
Να ’χεις μόνο το νου σου να μη σε σβολώσει[8]. Ο Βασίλης θα σ’ αρμηνεύγει κι ότι να ’ρθει να μου πει πως ήμαθες να παίζεις, θα σ’ αγοράσω, κανακάρη μου, ένα τουφέκι να ’ναι μοναχικό σου και να πηαίνεις να κυνηγάς, όντε θες.
Ο Βασίλης που τον είδα τ’ απόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου. Είχ’ ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου το ’δινε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό.
- Και πότε θα πάμε;
- Ύστερ’ από δυο μέρες, το Σάββατο που ’ρχεται.
Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ’ ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγορα.
Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας κα στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο. Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κι έκανα όνειρα για τα κυνήγια που θα ’κανα.
Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλύτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος. Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κι εφοβήθηκα πως με γελούσαν.
- Και το δικό μου τουφέκι πού ’ναι; Δε μου ’πες πως θα μου δώσεις ένα τουφέκι να το ’χω μοναχικό;
- Το δικό σου θα το βρεις στη μάντρα. Το ’χω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες.
- Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κοιτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου.
- Γιάιντα να σε γελάσομε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη ’ρθεις. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου.
- Εγώ να το βαστώ;
- Είναι βαρύ και θα σε κουράσει, μα σα θες, βάστα το, σ’ όλη τη στράτα.
- Δε με κουράζει μένα.
Ένα πράμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράσει;
- Στ’ ανέβασμα, μου ’πε ο Βασίλης, θα παίξεις και την πρώτη σου τουφεκιά.
Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κι οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανηφορικός, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου. Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονεί ο νώμος μου, αλλ’ υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έριξα και σ’ ένα πουλί στο δρόμο, αλλ’ απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κι ότι είδε φτερά που ’φυγαν στον αέρα. Κι έτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία.
Ο Αμαλός είναι οροπέδιο σε μεγάλο ύψος. Από το ένα μέρος, το νότιο, το κλειουν υψώματα με πρίνους, μεγάλα και δυνατά δέντρα· από το βόρειο μέρος ήτον ο Αφέντης, μαδάρα γυμνή και κατάξερη. Ανάμεσα στους πρίνους ήσαν πολλά μιτάτα, κι απ’ όλες τις μεριές αντηχούσαν κουδουνίσματα και σφυριές.
Κάτω στην άκρη του κάμπου ήτον ένα εκκλησιδάκι τ’ Αγιού Πνεμάτου. Από το ιερό του πήγαζε νερό κατάκρυο. Τον κάμπο σκέπαζε χόρτο παχύ, αλλά, ως ήκουσα να λέγουν οι βοσκοί, δεν άφηναν τα πρόβατα να βόσκουν στο υγρό μέρος, γιατί το χόρτο είχε βδέλες.
Όταν φθάναμε, άκουσα παράξενες κραυγές πουλιών κι ο Βασίλης μου ’πε πως ήσαν κολιακούδες. Τις είδα και να περνούν στον αέρα κοπάδια κι ο Βασίλης μου ’πε:
- Θες να τωσε παίξεις;
- Μα τσι τρώνε;
- Δεν τσι τρώνε, γιατ’ είναι, λέει, όξινο το κριας τως. Μα συ θα παίξεις για να μάθεις.
Μου είπε πώς να σκοπεύσω κι όταν περνούσαν σε καλή απόσταση, έσυρα τη σκαντάλη. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση κι η χαρά μου όταν είδα μια κολιακούδα να στριφογυρίζεται στον αέρα και να πέφτει.
- Μωρέ, ζωή να ’χεις, Γιωργιό! Εσύ θα γενείς μεγάλος κυνηγός. Όλοι αρχίζουν
απού τα καθιστά και συ την πρώτη σου πετυχιά την έκαμες στα πεταχτά!
Έτρεξα κι επήρα το πουλί και το περιεργαζόμουν· κι ιδιαίτερη χαρά μου ’καμε ότι τα πόδια της ήσαν κόκκινα. Ο θρίαμβός μου έτσι γινότανε μεγαλύτερος με τη σκέψη ότι το πουλί που σκότωσα ήτον έχταχτο πουλί.
Έφτασα στο μιτάτο μας, κρατώντας θριαμβευτικά το θήραμά μου· κι όταν ο γέρο τυροκόμος που βρήκαμε ’κει άκουσε πως σκότωσα την κολιακούδα στο φτερό κι ήτον η πρώτη μου τουφεκιά, έδειξε μεγάλο θαυμασμό. Εγώ πετούσα από περηφάνια και περισσότερο παρά σ’ άλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον.
Γι’ αυτό κι όταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μου ’χε πει ότι θα ’βρισκα στη μάντρα δεν ήτον εκεί. Μου ’πε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός που ’λειπε, αλλά ’γω κατάλαβα πως μου ’χε πει ψέματα κι ότι το δίκαννο που μου ’ταξε ήτον ανύπαρχτο. Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήσει.
- Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνομε στον
Αμαλό, το τουφέκι μου θα ’ναι δικό σου. Θα πηγαίνομε μαζί στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σ’ αρέσ’ έτσα;
Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα. Έτσι μάλιστα θα ’χα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδει οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα.
Η επόμενη μέρα μου ’φερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θα ’ριξα δεκαπέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες. Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβεί και στον καλύτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δυο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μ’ ετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μ’ ένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξαδέρφου.
- Θες να του παίξεις; μου ’πε ο Βασίλης και μου ’διδε το τουφέκι. Α δεν τονε
πιάσει ο σκύλος, θα μας τονε σιμώσει και τότε του παίζεις.
Ετοιμάστηκα, αλλ’ όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κι αν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα το ’βαζα στα πόδια. Αλλ’ ο σκύλος κατάφερε να τον πιάσει.
Και πάλιν ο Βασίλης βρήκε τρόπο να με παρηγορήσει:
- Καλά ’καμες και δεν του ’παιξες, γιατ’ ήτονε φόβος να σκοτώσεις το σκύλο.
Επηαίνανε πολύ κοντά.
Οι αποτυχίες, αντί να εξασθενούν, δυνάμωναν το πάθος μου στο κυνήγι. Κάθε βράδυ κοιμόμουνα με την ελπίδα ότι την επόμενη θα γύριζα φορτωμένος κυνήγια.
Αλλά κι αν δεν χτυπούσα τίποτε, οι περιπέτειες του κυνηγιού μ’ ευχαριστούσαν τόσον, ώστε να μη μ’ απογοητεύουν οι άκαρποί μου κόποι.
Δεκαπέντε μέρες περάσαμε στον Αμαλό και τις θεωρώ από τις πιο ευχάριστες της ζωής μου. Η όρεξή μου είχε αποθηριωθεί κι έτρωγα σα λύκος. Το βράδυ ανάβαμε φωτιά, γιατί έκανε κρύο στην καρδιά του καλοκαιριού. Κι αν τη μέρα δε σκότωνα τίποτε, τη νύκτα στα όνειρά μου έκανα θραύση. Καμιά φορά μάλιστα ονειρευόμουν πως τουφέκιζα θηρία που γνώριζα μόνο από τη φυσική ιστορία ή από τα παραμύθια.
Οι βοσκοί έκαναν ευχάριστη συντροφιά αν κι ήσαν απλοϊκοί κι άπειροι του κόσμου. Είναι ζήτημα αν τρεις φορές το χρόνο πηγαίναν στο χωριό και κανείς των ίσως δεν είχε πάει στην πόλη. Οι περισσότεροι ήσαν ολιγόλογοι, συνηθισμένοι όπως ήσαν να ζουν με τα ζώα στις ερημιές. Αλλ’ ο γέρο τυροκόμος ήξερε πολλά πράματα. Τραγουδούσε παλαιϊκά τραγούδια κι έλεγε διάφορα παρατσάφαρα, δηλαδή αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Από τα τελευταία θυμούμαι ένα:
- Για πε, Γιωργιό, μα γλήγορα γλήγορα «ο καβρός αυγά ’γλυφε»
Εγώ το ’λεγα και γελούσαν, γιατί έμπλεκε η γλώσσα μου.
Θυμότανε και διάφορα επεισόδια των επαναστάσεων και τα διηγότανε ωραία.
Στις κυνηγετικές μου εκδρομές δε μ’ έτερπαν μόνον του κυνηγιού οι περιπέτειες, αλλά και τ’ άγνωστα κι ωραία μέρη που ’βλεπα. Και γνώρισα όλα τα μέρη στην περιοχή του Αμαλού. Ο Βασίλης που ’χε πολλές φορές κυνηγήσει εκεί πάνω, μου ήτον οδηγός μου. Διότι δε μ’ άφηνε ποτέ να πηγαίνω μόνος, από φόβο μην πάθω τίποτε. Αυτός ήξερε πού ήτον πηγή ή αρόλιθος. Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται το χιόνι το καλοκαίρι.
Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψους. Όταν από κει πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κι η θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σα να ’μουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου. Αργότερα, όταν θυμόμουν αυτά τα αισθήματα, εξηγούσα την ψυχολογία των ορεινών, που ’ναι πιο περήφανοι από τους πεδινούς. Και χαρακτηριστικό είναι κείνο που λέγεται στη δυτική Κρήτη. Μια μέρα που καθόντανε κάμποσοι Ριζίτες σε μια κορυφή και παρατηρούσαν κάτω τα πεδινά μέρη, ένας απ’ αυτούς είπε: «Άραγες, μωρέ, κι αυτοί οι κατωμερίτες έχουνε ψυχή;»
Μια μέρα φθάσαμε ανατολικότερα σ’ άλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολότερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είναι η ψηλότερη και πιο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κι επειδή ξεπερνά στο ύψος όλα τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο. Η Κρήτη φαινότανε στη μεγαλύτερή της επιμήκη έκταση, ανάμεσα σε δυο θάλασσες, το Κρητικό και Λιβυκό πέλαγος. Στη μέση στεκόταν ο κωνικός όγκος του Ψηλορείτη κι α δε μας εμπόδιζαν νέφη, θα βλέπαμε ίσως και τα Λευκά Όρη δυτικότερα. Ο κάμπος της Μεσαράς απλώνεται στο μεταξύ της Ίδης και Δίκτης διάστημα· και στη βορινή παραλία διακρινότανε, σαν ασπριδερή κηλίδα, το Ηράκλειο, κι απέναντί του το νησί Δία. Ανατολικά μια διαδοχή βουνών και κοιλάδων· κι έπειτα τελείωνε η Κρήτη στη Σητεία· κι άλλη θάλασσα παρουσιαζόταν από ’κει με δυο νησιά, την Κάσο και την Κάρπαθο.
Απ’ όλα όμως τα θεάματα τη ζωηρότερη εντύπωση μου ’καμε το μεγάλο οροπέδιο του Λασιθιού, όπου κατέβαιναν οι βορινές πλευρές του Αφέντη. Τ’ οροπέδιο του Λασιθιού, που ’χει μεγάλη δόξα στην ιστορία της Κρήτης, είναι χαμηλότερα του Αμαλού, αλλ’ είναι πολύ μεγαλύτερο και κατοικημένο. Ένας κάμπος, αυγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ’ όλα τα μέρη βουνά, είναι ομαλός σα χαρτί, που το ριγώνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.
Είχα ακούσει για αγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλύτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ’ έως σήμερα λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είχα δει κανένα κι είχα απελπιστεί αν θα ’βλεπα. Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω σ’ έναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κι είδα να περνά στ’ αντικρινό πλάι και σε μικρή απόσταση ένας τράγος.
- Αγρίμι, Γιώργη! μου ’πε σιγανά ο ξάδερφος. Θωρείς το;
Σαν ν’ άκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κι είδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω. Έπειτα έφυγε τρέχοντας κι έγινε άφαντος μες στους πρίνους και τους βράχους.
- Αν του παίζαμε ’δα, είπα του Βασίλη, δε θα το φτάνανε τα σκάγια;
- Δε θα το φτάνανε, μα κι άνε το φτάνανε, δε θα του κάνανε πράμα. Τ’ αγρίμι θέλει μπάλα για να πέσει.
Οι κυνηγετικές μου επιτυχίες, μετά την πρώτη, ήσανε λιγοστές και μικρές· κι όμως γύρισα στο χωριό με την όρεξη και την επιμονή να εξακολουθήσω το κυνήγι. Μ’ άναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές που ’λεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μου ’χε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μ’ αγοράσει ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κι επειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ωστόσο θα ’τον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη. Μου ’πε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι μου κι αυτός θα ’ παιρνε δανεικό. Κι έτσι θα ’χα δικό μου τουφέκι.
Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κι η μητέρα μου το ’χε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κι απόφυγε να μου πει τίποτε.
Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα. Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα που ’χε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κι εγώ; Κι έτσι μου ’δωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θα ’βρισκα, για να φαίνομαι θυμωμένος κι αδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω ’γω σα δε θέλει να τηνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.
Αλλά κι από κάτι λόγια π’ άκουα στο διάβα μου καταλάβαινα πως η μοχθηρία κι η κακογλωσσιά του χωριού είχε πάρει δρόμο κατά πάνω μας. Μια γυναίκα, που φημιζόταν ως η χειρότερη γλώσσα του χωριού, ψιθύρισε σ’ άλλες γυναίκες, μια βραδιά που περνούσα: «Ο γαμπρός! ο γαμπρός!» Άλλη φορά άκουσα να λεν περιπαιχτικά πως το Βαγγελιό αρρώστησε από τον καημό της, γιατί δεν την ήθελε η πεθερά. «Και τι κρίμα ν’ αποτύχει ένα τόσο ταιριαστό αντρόγυνο!» Σ’ άλλη συντροφιά γυναικών μου φάνηκε πως μ’ είπαν «καύκο», με μια λέξη που ’χ’ ακούσει κι από τη μάνα μου· κι αν δεν την καταλάβαινα, μάντευα πως ήταν κακή. Έτσι άρχιζα να νιώθω κείνο, που μου ’χε πει η μητέρα μου, πως θα γινόμουν τ’ ανεμπαίγνιδο του χωριού. Αλλ’ η κακογλωσσιά καταδίωκε περισσότερο το Βαγγελιό κι εμένα με θεωρούσαν θύμα της, για να την κατακρίνουν περισσότερο. Τώρα έβλεπα και γιατί αυτή η δύστυχη τόσο φοβότανε τη γλώσσα του κόσμου. Αλλ’ αντί γι’ αυτό να τη συμπαθώ, έβρισκα νέα πρόφαση για το αποτράβηγμά μου.
Αλλά και το κυνήγι μ’ άφησε νου για τίποτε άλλο, έξω από τις φροντίδες του; Όλη μέρα βρισκόμουν έξω από το χωριό και το βράδυ έφτανα κατάκοπος και κοιμόμουνα ύπνο χωρίς όνειρα. Πήγα με το Βασίλη και στο γιαλό και περάσαμε μέρες. Κυνηγήσαμε πολύ· κι όταν γύρισα στο χωριό, ήμουν μαύρος σαν αράπης από τον ήλιο.
Για το Βαγγελιό άκουα πως ήταν πάντα άρρωστη. Η μάνα μου δε μου ’λεγε τίποτε· αλλ’ η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μου ’πε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κι ο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κι έφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.
Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ’ η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστιες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θα ’ναι; Τι να της κάνω ’γω το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστια της, που ’γινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζει τα νεύρα.
Σ’ αυτή την ψυχική μου κατάσταση, κείνη π’ αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη που ’μενε με τ’ όνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κι αξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μ’ αυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικών μου ονείρων;
Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξει από το Βαγγελιό κι ότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάσει το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφτηκε και να μ’ απομακρύνει ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κι ο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη. Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να πάμε μαζί στον Άγιο Θωμά, ένα μακρινό χωριό, όπου ήτον παντρεμένη η μεγαλύτερή της αδερφή.
Η πρόταση μ’ άρεσε, γιατί είχ’ ακούσει πως ο Άγιος Θωμάς ήτον από τα ωραιότερα χωριά. Ακόμη θα ’βρισκα εκεί και δυο φίλους μου από το γυμνάσιο. Έτσι θα ικανοποιούσα και τη ζωηρή περιέργεια της ηλικίας μου να ίδω νέα μέρη. Δεν παράλειψαν να μου πουν ότι θα ’βρισκα στον Άγιο Θωμά και δυο ξαδέρφια, κυνηγούς, και μ’ αυτούς θα εξακολουθούσα τα κυνήγια μου. Αλλ’ η μεγαλύτερη παρακίνηση για το ταξίδι τ’ Αγίου Θωμά ήτο κάτι που μου ’πε η μάνα μου. Ήτο ταμένη στην Παναγία την Καλυβιανή και θα μ’ έπαιρνε να πάμε μαζί. Η Καλυβιανή φημιζότανε τότε πως έκανε θαύματα. Εκτός άλλων, είχε κάμει καλά και μια δαιμονισμένη από το χωριό μας.
Η παιδική μου φαντασία ήτο θαμβωμένη από τα όσα ήκουα για τα θαύματα της Καλυβιανής· κι είχα μεγάλη περιέργεια, αλλά και ζήλο θρησκευτικό να τα δω και να προσκυνήσω την εικόνα τη θαυματουργή.
Το ταξίδι δεν άργησε να γίνει. Για να πάμε στον Άι Θωμά, περάσαμε πολύ μέρος του κάμπου της Μεσαράς σε φοβερή κάψα. Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κι ωραίο χωριό, με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα τ’ αγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάνανε μεγάλες χαρές και δεν ξέρανε πώς να μ’ ευχαριστήσουν. Πραγματικώς δε, οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μ’ άρεσε το κυνήγι, μου ’παν πως είχαν καλούς σκύλους κι ένα τουφέκι ελαφρό, κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζί των.
Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κι έπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές και άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κι ήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα. Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κι όταν έβγαζαν τ’ άγια, ο παπάς τον πατούσε. Ο τρελός φώναζε κι ο παπάς έλεγε στο δαίμονα, που ’τον, ως υπόθεταν μέσα στον άρρωστο: «Έβγα, θεοκατάρατε, από τον άνθρωπο, να πας στα τάρταρα του Άδου, το κατοικητήριό σου!» Ο άρρωστος αποκρινόταν, αντί του δαίμονα: «Από πού να βγω;» «Από τ’ ανύχι του μικιού του δακτυλιού, να μην του κάμεις κακό.»
Τότε ο άρρωστος γελούσε αληθινό σατανικό γέλιο κι έλεγε:
- Κιαμέ δε θα βγω; Α δε βαριέσαι, ανήμενε.
Κι εγώ που πίστευα πως ο ίδιος δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα ανατριχίλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθεί κι ο δαίμονας αντί να βγει κορόιδευε. Ήτο από τα πιο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κι αφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελό, κι επίστευαν πως έδερναν το διάβολο.
Εγώ πίστευα όσα ήκουα· αλλά συνάμα μού ερχότανε η απορία, τι ευχαρίστηση είχεν ο δαίμονας και με τόση επιμονή ήθελε να κατοικά στην κοιλιά ενός ανθρώπου, σ’ ένα μέρος τόσο στενόχωρο κι επί τέλους όχι καθαρό. Αν τουλάχιστον ο άρρωστος ήτο κανένα όμορφο κορίτσι, θα το ’νιωθα. Δεν έφτανα όμως σε κανένα συμπέρασμα απιστίας. Μόνον ανόητη μου φαινόταν του διαβόλου η διαγωγή· αλλ’ αν δεν ήτον ανόητος, πώς διαρκώς θ’ ανακατευότανε σε ξένες δουλειές;
Στον Άγιο Θωμά βρισκόμουν διαρκώς σ’ ένα κύκλο αγάπης. Η θεία μου έβρισκε του πουλιού το γάλα να μ’ ευχαριστεί· κι οι ξαδέρφες μου ’δειχναν την τρυφερότερη αγάπη και αφοσίωση. Όλοι για μένα φρόντιζαν, για μένα μιλούσαν. Να μη μου λείψει τίποτε, να μη στενοχωρηθώ από τίποτε. Κι η μεγαλύτερή μου ξαδέρφη έλεγε.
- Κρίμα που το Γιωργιό ’ναι πρώτος ξάδερφός μου. Ποιον άλλο θα ’παιρνα καλύτερο;
Αμφιβάλλω όμως πως, κι αν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κι εγώ στην προτίμησή της, γιατ’ η ξαδέρφη δεν ήταν όμορφη. Αλλά κι η μητέρα της έκαμε μιαν άλλη επιφύλαξη.
- Έπρεπε να ’ναι και μεγαλύτερος στοι χρόνους γή σκιας σόγκαιρος.
Όταν δεν πήγαινα κυνήγι με τους ξαδέρφους μου, έκανα διάφορα παιγνίδια αθλητικά με τους πολλούς φίλους που απόκτησα στον Άγιο Θωμά. Εκεί γνώρισα και το καρτέρι του λαγού· κι έτσι έκαμα τη μεγαλύτερή μου κυνηγετική επιτυχία· μια νύχτα σκότωσα λαγό.
Στη Μεσαρά χόρτασα να βλέπω κι άλογα, που ’σαν πολύ σπάνια στ’ ορεινό μας χωριό. Ίση δε και μάλιστα μεγαλύτερη από το κυνήγι ηδονή μου ’διδε η ιππασία. Κι ο θείος μου, που ’τον καλός καβαλάρης και με τους εφίππους του Κόρακα είχε πολεμήσει κατά τα τρία χρόνια της περασμένης επανάστασης, είχε καλά άλογα. Οι ξαδέρφοι μ’ έμαθαν να ιππεύω και μαζί γυρίσαμε τη Μεσαρά. Πήγαμε στους Άγιους Δέκα και φτάσαμε έως το Τυμπάκι. Αλλά και με το στρωτό βάδισμα των κρητικών ίππων, η ιππασία δεν είναι δύσκολη.
Η θεία και οι άλλοι ήθελαν να με κρατήσουν έως το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε και στο πανηγύρι της Καλυβιανής. Αλλ’ η μητέρα δεν ήθελε να μείνομε περισσότερο. Έπειτα δεν είχαμε μείνει και λίγο καιρό· αρκετό βάρος, έλεγε η μητέρα μου, εδώκαμε στους συγγενείς μας. Ας έρθουν κι αυτοί να περάσουν καμπόσον καιρό στο χωριό μας. Η θεια και λοιποί ήθελαν να κρατήσουν τουλάχιστον εμένα. Αλλ’ η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμα, επέμενε να με πάρει μαζί της. Φοβότανε μήπως μου συμβεί τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.
Θα μας συντρόφευε ο μεγάλος ξάδερφος· κι ο θείος είπε γελαστός της μητέρας μου:
- Θα περάσεις από τούρκικα χωριά· μα με τα δυο παλικάρια, που θα σε
συντροφεύγουνε, δεν έχεις να φοβηθείς. Εγώ κιόλας για καλύτερη σιγουριά θ’ αρματώσω το Γιωργή. Θα του χαρίσω το τουφέκι που ’παιρνε στο κυνήγι, γιατ’ είδα πως τ’ αρέσει.
Έτσι έκαμα την οδοιπορία της επιστροφής οπλισμένος, μ’ ένα ελαφρό μονόκαννο τουφέκι, δικό μου, κι η χαρά μου ήτο μεγάλη.
Δ
Στο δρόμο δε μας έτυχε τίποτε· αλλ’ όταν φθάσαμε στο χωριό, μάθαμε πολύ δυσάρεστα πράματα για το Βαγγελιό.
Στην απουσία μας είχεν έρθει από την πόλη ένας γιατρός. Τον κάλεσαν να δει την κόρη του Δεσποινιού, κι αφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστια της ήτον απελπιστική κι ότι λίγον καιρό είχε να ζήσει. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ’ η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε «για την άμοιρη κοπελιά», μου ’πε πιο ορισμένα πράματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστια που δε γλιτώνει άνθρωπος. Ο πυρετός την έλιωνε νύχτα μέρα, ο βήχας την έπνιγε κι έβγαζε κι αίμα από το στήθος.
- Εγώ, είπε η μητέρα μου, θα σου ’λεα να πας να τη δεις, μα η γιαρρώστια τση, παιδί μου, είναι κολλητική και φοβούμαι. Θα πάω ’γω και φτάνει. Δεν μπορώ να μην πάω. Στο ύστερο δικολογιά[1] μας είναι.
- Και θ’ αποθάνει; είπα συλλογισμένος γι’ αυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκριζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κι αδυσώπητή του δύναμη.
Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι. Κι όταν τη ρωτήσαμε για την άρρωστη, ο θυμός της ξέσπασε.
- Γραφές μαζώνει. Μα ο Θεός δεν είν’ Αρβανίτης και καθενούς του δίνει κατά
τα έργατά του και κατά την ψυχή του. Εγώ, ο Θεός το κατέει, την ελυπήθηκα κι επήα να τηνε παρηγορήσω. Αθρώποί ’μεστα. Μα η μάνα τση εθάρρεψε, πρέπει, πως επήα να τωσε πέσω. Δεν φταίν αυτοί, μα εγώ που ’σφαλα κι εθάρρεψα πως είν’ ανθρώποι και πως αξίζουνε να τσοι ψυχοπονέσει άνθρωπος.
Έπειτα, σαν να ήταν όνειδος η αρρώστια, μας έδωκε τη φρικτότερη εικόνα για την κατάσταση της άρρωστης. Δεν είχε πια πνοή, παρά για να βήχει. Και τόσο την έπνιγε καμιά φορά ο βήχας, που μελάνιαζε και φοβόσουν πως θα τελείωνε. Η εξάντληση κι η χλωμάδα της ήτο τόση, που, αν δεν έβηχε, θα την έπαιρνες για πεθαμένη. Μόνο το κερί τής έλειπε από το στόμα. Από την αρρώστια είχε καμπουριάσει, τα μάτια και τα μάγουλά της είχανε βουλιάξει και τη θαρρούσες για γριά εξήντα χρονών. Ούτε του σκύλου να μη καταραστεί κανείς τέτοιο κατάντημα! Και το χειρότερο ήτο πως κιντύνευαν κι άλλοι από την αρρώστια της, όσοι πήγαιναν και την πλησίαζαν, γιατ’ η αρρώστια της, Θε μου φύλαξε, ήτο κολλητική, σα φωτιά. Ο γιατρός είπε να μην τη σιμώνουνε παιδιά και, σα θ’ αποθάνει, να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που κοιμάται. Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τι είπε ο γιατρός, θα ’παυαν και θα ’μενε ν’ αποθάνει έρημη, σαν πανουκλιασμένη.
- Θ’ αποθάνει; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος.
- Ίντά ’πες; ρώτησε η μάνα μου.
- Πράμα.
Τη νύχτα κείνη είδα στ’ όνειρό μου το Βαγγελιό. Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της κι αισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κι ήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, που ’σαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγγανα. Μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλά της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κι οι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ν’ αναβλύζει αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κι έβαψε κόκκινα τα χείλη της. Και σ’ αυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φριχτό χαμόγελο.
Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ’ η άρρωστη μ’ έσφιξε δυνατότερα, τόσον που λύγισε το σώμα μου προς τα πίσω. Κι ενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μου ’πε με το φριχτό της χαμόγελο:
- Σιχαίνεσαί με, ε; Σιχαίνεσαί με;
Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν’ αντισταθώ, αφέθηκα και βυθίστηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθεί έως τότε. και τ’ όνειρό μου σβήστηκε στην παράδοξη ηδονή κείνη.
Μετά το όνειρο κείνο, έπεσα σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Σαν κάτι ν’ άλλαξε στην ψυχή μου, σα να ’γινα άλλος άνθρωπος σχεδόν διά μιας. Το πάθος του κυνηγιού σβήστηκε και διάφορα άλλα αντικείμενα π’ άρχιζαν να μ’ ενδιαφέρουν έγιναν αδιάφορα. Το Βαγγελιό ξαναγύριζε στην καρδιά μου· κι όπως ήτο άρρωστη κι ασχημισμένη, φρικτή μάλιστα, κατά την εικόνα που μου ’δωκαν κι είδα, την αγαπούσα πάλιν. Αλλά και πάλιν ήτο διαφορετική η αγάπη μου. Αγάπη από πόνο. Την αγαπούσα τώρα διότι έπασχε, διότι είχαν μαραθεί η νιότη κι η ομορφιά της και σε λίγον καιρό θα πέθαινε. Κι αυτά εξ αιτίας της μάνας μου, εξ αιτίας εμένα του ίδιου. Η μάνα μου την επρόσβαλε, την εσυκοφάντησε, την εμίσησε αγριότατα, όταν εκείνη δεν άνοιξε ποτέ το στόμα της να πει κακό γι’ αυτήν. Αλλά κι εγώ δεν την έφερα ολιγότερο στο θάνατο με την αδιαφορία μου. Για το κυνήγι απαρνήθηκα κείνην που τόσο μ’ αγάπησε και τόσο μ’ αγαπούσε. Για πρώτη φορά παρουσιαζόταν στην ψυχή μου ξεκαθαρισμένο το αίσθημα της ανδρικής τιμής και ντρεπόμουν ως άνανδρος και τιποτένιος για μια γυναίκα. Τι εγωιστής, τι δειλός και σκληρός φάνηκα σε κείνην που θυσιάστηκε για μένα και χανότανε εξ αιτίας μου!
Κι όσο φανταζόμουν ότι η αρρώστια του Βαγγελιού θα τελείωνε μετά ένα ή δύο μήνες στο θάνατο, μου ’σφιγγε απελπισία την καρδιά. Ν’ αποθάνει και να νομίζει πως δεν την αγαπώ, πως τη σιχάθηκα και τη μίσησα ίσως; Δε θα τονε προτιμότερο ν’ αποθάνω κι εγώ μαζί της;
Ν’ αποθάνει και να μη την ξαναϊδώ σ’ αυτόν τον κόσμο!… Μα ήτο τόσο βέβαιον, ήτο άφευκτο ν’ αποθάνει; Η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο που μαζευόταν στην καρδιά μου κι αναδημιουργούσε την αγάπη μου, μια νέα αγάπη προς την ψυχή από την ψυχή. Το μυστήριο του θανάτου, π’ απασχολούσε το νου μου τώρα, απομάκρυνε τους υλικούς λογισμούς κι ελέπτυνε το αίσθημά μου. Κι έπεφτα σ’ ένα ρομαντισμό, όπου το αντικείμενο της αγάπης μου γινόταν χωρίς σάρκα, σχεδόν άυλο.
Σε τούτο το μεταξύ μ’ έπιασε μεγάλη κι επίμονη μελαγχολία. Έγινα λιγομίλητος και στο σπίτι μόνο δυστροπίες και θυμούς γνώριζαν τώρα από μένα. Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πόλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές που ’τρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ’ απ’ όλο ταίριαζε στην ψυχική μου διάθεση η «Φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κι όταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.
Μια βραδιά που ’χα πάει στου Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά στ’ αυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριασα τους φόβους που μου ’χε πει η μάνα μου. Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μ’ αποπάρει η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου.
Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κι η άρρωστη είχε βγει και καθίσει έξω. Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τ’ όνομά της:
- Βαγγελιό! Βαγγελιό!
Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά:
- Γιωργιό!… Εσύ ’σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της.
Έτρεξα μέσα κι έπεσα στην αγκάλη της. Αλλ’ αυτή με τ’ αδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σ’ απόσταση και μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα σκαμνί δίπλα της. Κι έπειτα μου ’πε:
- Γιάιντα, παιδί μου, ήρθες; Για να σε βρούνε κι άλλα βάσανα; Δε φτάνουν τα όσα ’χω συρμένα κι όσα σύρνω;
- Ήμαθα πως είσ’ αρρωσταρά. Ήθελες να μην έρθω;
Δίστασε ν’ αποκριθεί· έπειτα έβαλε προσπάθεια για να πει:
- Δεν ήθελα… δεν έκανε να ’ρθεις.
Της έκοψε τη φωνή ο βήχας. Έπειτα είπε:
- Ντα μπορώ ’γω να θέλω ό,τι πεθυμώ;… Μα καλά ήκαμες, Γιωργή μου, κι ήρθες. Καλά ’καμες κιόλας κι ήρθες νύχτα, να μη δεις πώς έχω καταντήσει.
Σώπασε και κατάλαβα πως σιγόκλαιγε.
- Κι αν ο λοϊσμός μου, είπε σε λίγο, ήλεγε να μην ερθείς, η καρδιά μου ελαχτάριζε να σε δω. Πάντ’ ανήμενα κι όρπιζα πως θα σε δω, πριχού ν’ αποθάνω, και καλά ’καμες κι ήρθες, γιατί ποιος κατέει…
- Όι δε θ’ αποθάνεις. Εγώ δε θέλω, δε θ’ αφήσω ν’ αποθάνεις, είπα και πετάχτηκα πάλι να την αγκαλιάσω, αλλά πάλι μ’ απομάκρυνε.
- Κι εγώ, είπε με βαθύ αναστεναγμό, δε θέλω ν’ αποθάνω, μα η μοίρα μου τ’ αποφάσισε, χωρίς να χαρώ τον κόσμο. Ο γιατρός δε μου ’δωκε ζωή. Δε μου το φανερώσανε, μα δεν το καταλαβαίνω και μοναχή μου; Η ζωή μου φεύγει και τρεμοσβήνει, σαν το λύχνο, που τ’ αποσώθηκε το λάδι. Και κατές πότε θ’ αποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν’ απ’ αυτά τα μαραμένα φύλλα, κι εγώ θα πέσω και τ’ ανέμου το φύσημα θα με πάρει.
- Μα δε σου ’πα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή που πήα την επαρακάλεσα και θα σε γιάνει. Και καθ’ αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ. Μα γιατί να μην πας κι η ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;
- Δε μπορώ, παιδί μου… Με την αδυναμιά που ’χω, θ’ αποθάνω στη στράτα.
- Αλήθεια είναι πολύ αλάργο και στον κάμπο κάνει μεγάλη κάψα.
- Είπανε να με πάνε και στο μοναστήρι τση Φανερωμένης, μα κι εκεί ’ν’ αλάργο. Ας με κάνει ο Θεός ό,τι θέλει. Μα για πε μου πότε θα πας στη χώρα;
- Τσι πρώτες του Σετέμπρη.
- Το Σετέμπρη; μουρμούρισε. Τότε αρχινούνε τα φύλλα να πέφτουνε… Άκου, πριχού να φύγεις, θέλω να σε δω.
- Εγώ, όσον καιρό θα ’μια στο χωριό, θα ’ρχομαι να σε θωρώ.
- Και δε φοβάσαι τη μάνα σου;
- Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ ’μαι ’δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω.
- Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό.
- Πάω, μα δε μ’ αρέσει μπλιο.
- Γιάιντα;
- Δε μ’ αρέσει. Κατέω κι εγώ;
- Άκουσε, Γιώργο· είπες πως θα ’ρχεσαι να με θωρείς. Να μην έρχεσαι. Θέλω να μην έρχεσαι και θέλω για το καλό σου να μην έρχεσαι. Δεν σου το λέω, γιατί φοβούμαι τση μάνας σου και του κόσμου τα λόγια. Εδά μπλιο δε φοβούμαι πράμα.
Και τόσο χαμήλωσε τη φωνή της, που μόλις άκουσα την επόμενη φράση:
- Εγώ δεν είμαι μπλιο σ’ αυτό τον κόσμο.
- Μα φοβούμαι, εξακολούθησε, την αμαρτία. Είν’ αμαρτία να σε βγάνω απού τη βουλή κεινής που σε γέννησε κι έχω να δώσω λόγο εκειά που θα πάω. Φοβούμαι περισσότερο για σένα· γιατί καταλαβαίνω πως η γιαρρώστια μου ’ναι κολλητική. Κι α σ’ αφήνω να ’ρχεσαι κοντά μου, είναι σα να θέλω το κακό σου. Και μπορώ ’γω να θέλω το κακό σου; Ίντα μεγάλες αμαρτίες έχω, που δεν τσι κατέχω, και μου ’δωκε η μοίρα μου (άρχισε να κλαίει) ένα κακό, απού ’ναι θάνατος και για μένα και για κείνους π’ αγαπώ και μ’ αγαπούνε! Πρέπει να μ’ αποφεύγουνε και να με φοβούνται όλοι, ακόμη κι η μάνα που μ’ εγέννησε, και ν’ αποθάνω έρημη.
- Εγώ δε φοβούμαι, Βαγγελιό, της είπα.
Και ήμουν ειλικρινής.
- Σε πιστεύω, μ’ α δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν’ αρρωστήσεις και τέτοια αρρώστια; Θεός φυλάξοι, καλύτερα ν’ αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κι εκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτέ ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσεις και να καλοπεράσεις τη ζωή σου. Μόνο τότε θα ’μαι κι εγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι. Να θυμάσαι μια άχαρη κοπελιά, που σ’ αγάπα και θα πάρει την αγάπη της και στον άλλον κόσμο. Γι’ αυτή μου την αγάπη δε θέλω και να ’ρχεσαι κοντά μου. Να περνάς πότε πότε να σε θωρώ απ’ αλάργο, ναι· και μόνο τσι μέρες που θα πας στη χώρα να ’ρθεις να μ’ αποχαιρετήξεις. Ποιος κατέει α θα ξαναϊδωθούμε;
Μαζί με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κι όπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερότερο παρ’ όταν την έβλεπα να κάθεται.
- Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την
αφήνω η κακορίζικη να κοιμηθεί νύχτα και μέρα κι όπου βρεθεί την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήσει να δει πως είμ’ όξω και στενοχωρηθεί. Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κι α μ’ αγαπάς να κάμεις έτσα που σου ’πα.
Το χέρι της αδύνατο μ’ άγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να τ’ αποσύρει πρόφταξα, τ’ άρπαξα και το κατεφίλησα. Κι όταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.
Παραδόξως ό,τι διάκρινα από το πρόσωπο του Βαγγελιού, όταν συνήθισα στο σκότος της αυλής, μου φάνηκε θλιβερό, αλλ’ όχι κι αποκρουστικό. Μάλιστα η κέρινη μορφή της μου ’δινε θέλγητρο ομορφιάς άλλης. Και με το νοσηρό αυτό θέλγητρο δε φαίνεται να ήταν άσχετο τ’ όνειρο το προημερνό.
Τη νύχτα εκείνη δε μπόρεσα να κοιμηθώ. Δε μ’ αφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στριφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας.
Κι από τις σκέψεις που δε μ’ άφηναν να κοιμηθώ η πιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν’ αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ν’ αποθάνομε μαζί. Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία που ’χα δείξει γι’ αυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή ’τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν’ αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.
Μα γιατί ν’ αποθάνει; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κι αυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς ν’ ανασταίνει; Με τις θρησκευτικές ιδέες, που ’χα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά. Και θ’ άφηνε η δικαιοσύνη του Θεού κι η άπειρη καλοσύνη της Παναγίας να γίνει ένα τόσο μεγάλο άδικο; Τόσοι κακοί άνθρωποι ζούσαν και θα πέθαινε τόσο σκληρά μια κοπελιά που δεν έκαμε κακό ανθρώπου;
Πόσες φορές αργότερα μου δόθηκε η αφορμή να κάμω αυτό το συλλογισμό, έως ότου έφτασα στην ανυπαρξία ανώτερης δικαιοσύνης, αλλά και χωρίς να πάψω να πιστεύω στην ανώτερη αξία της καλοσύνης!
Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη που ’χα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κι οι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γι’ αυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη. Γιατί λοιπόν να μη γίνει καλά και το Βαγγελιό με την πίστη; Αυτή τη δύναμη επίστευα ότι είχα.
Στην απόφαση που πήρα να θυσιαστώ για να σώσω την άρρωστη, θ’ αποφάσιζα χωρίς δισταγμό να γίνω μοναχός ή και ασκητής και να προσεύχομαι νύχτα μέρα για τη ζωή του Βαγγελιού. Αλλά μοναστήρι δεν ήτο στην επαρχία μας. Εγνώριζα όμως ένα ερημοκλήσι της Παναγίας σε τόπο απόμερο και σε απόσταση όχι μεγάλη από το χωριό. Σπανίως το λειτουργούσαν, αλλά γνώριζα ότι το κλειδί ήτο στο υπέρθυρο και μπορούσε καθένας να μπαίνει και να προσκυνά. Το ’κρινα κατάλληλο για το σκοπό μου. Κάθε μέρα λοιπόν με την πρόφαση του κυνηγιού τραβούσα προς το εκκλησιδάκι κι εκεί μέσα περνούσα μια ώρα περίπου. Κι ενώ έκανα σταυρούς και γονυκλισίες, τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερές μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης. Στην Παναγία μιλούσα ως μητέρα σπλαχνική και πανάγαθη που ’ξερε από ανθρώπινο πόνο. Και τόσον αληθινή, τόσον ειλικρινής ήτον η παρακάλεσή μου, τόσον έφτανα να αισθάνομαι την παρουσία της Παναγίας, ώστε τα δάκρυά μου έτρεχαν.
Το κυνήγι το ’χα ως πρόφαση να πηγαίνω για την προσευχή μου στο ρημοκλήσι. Μου φαινόταν κι άτοπο να διασκεδάζω σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε.
Σε τέτοια εκστατική κατάσταση έφτανα καμιά φορά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που νόμιζα μια στιγμή ότι κινούσε τα χείλη της κι ότι χαμόγελο αγαθών υποσχέσεων χυνόταν στο άγιο της πρόσωπο.
Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση που ’χα δώσει, από το δρόμο του Βαγγελιού. Κι αν μ’ έβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιό της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κι αυτή δεν παράλειψε να μου πει ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχει νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.
Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν ν’ ανησυχεί. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και την ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κι όχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κι αδυνάτιζα κι έχανα το χρώμα μου.
Μια μέρα μου λέει:
- Γιώργη παιδί μου, δε μ’ αφουκράσαι και θα με σκάσεις. Δε σου ’πα να μην
πηαίνεις στση Βαγγελιάς;
- Ε, σου ’πε κιανείς πως πάω; είπα με αυθάδεια.
- Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κι ίσως μπαίνεις και στο σπίτι.
- Κι άνεν περνώ; Κι άνε μπαίνω; είπα προκλητικά.
Η μητέρα μου μ’ ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό.
- Πού την έμαθες να τη βγάνεις αυτή τη γλώσσα; Θες να πεις πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς; Εγώ, παιδί μου, είπε με ημερότερο τρόπο, δε σου το ’πα για το κακό σου. Ποιος άλλος σ’ αγαπά καλύτερα ’πο μένα που σ’ εγέννησα και σ’ ενέθρεψα; Σου ’πα να μη πηαίνεις στσ’ αρρωσταράς, γιατί ’χει κακό και κολλητικό πάθος· κι άνεν πάθεις – ο Θεός να σε βλέπει – ποιος θα καεί παρά η μάνα σου; Μα συ, πρέπει, θαρρείς πως θέλω το κακό σου κι ότι σου λέω να μην το κάνεις στο πεισματικό μου.
Θυμήθηκα τα λόγια του Βαγγελιού, πως ήτο αμαρτία να παρακούω της μητέρας μου. Αλλά και για το χατίρι της άρρωστης, ενώ άρχισα με απόφαση ανταρσίας, κρατήθηκα. Και της μάνας μου όμως ο γλυκός τρόπος μ’ αφόπλισε ολότελα.
- Μια φορά πήα και την είδα, είπα, κι αυτή μ’ εμπόδισε να τση σιμώσω, για να μην πάρω, λέει, την αρρωστιά τση. Μου ’πε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα.
- Και θα πας;
- Θα πάω, είπ’ αποφασιστικά.
- Κι άνε σου πω να μην πας;
- Μη μου το πεις, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω.
Ο θυμός κοκκίνισε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μου ’πε με φωνή μάλλον ήρεμη:
- Κι άνε σου κολλήσει την αρρωστιά τση, άνε χτικιάσεις;
- Θ’ αποθάνω. Πώς θ’ αποθάνει το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κι εγώ.
- Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σ’ έχει μονάκριβο ασερνικό κι άνε σε χάσει θα κουζουλαθεί; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κι α δε λυπάσαι τσ’ άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσεις;
- Γιάιντα να γνοιάζομαι, σα δε θα πάθω πράμα; Το Βαγγελιό δε θ’ αποθάνει· δε θέλω ’γω ν’ αποθάνει.
- Μ’ αν είναι γραφτό ν’ αποθάνει, ίντα μπορείς εσύ να κάμεις;
- Και πώς το κατές του λόγου σου πως τσ’ είναι γραφτό ν’ αποθάνει;
- Ο γιατρός το ’πε. Μα κι ολοφάνερο ’ναι πως έχει χτικιό κι απ’ αυτό το πάθος δε γλιτώνει άνθρωπος.
- Μα σα θέλει ο Θεός;
- Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος…
- Ε, σου λέω κι εγώ πως ο Θεός δε θέλει ν’ αποθάνει το Βαγγελιό. Εμένα μου το ’πε…
- Ποιος σου το ’πε;
- Εγώ κατέω ποιος μου το ’πε.
- Δε μου το λες κι εμένα να το μάθω;
Εδίστασα λίγο, έπειτα είπα:
- Ε, σα θες να μάθεις, η Παναγία μου το ’πε. Στον ύπνο μου προθές εφανερώθηκε και μου ’πε πως αν έχω πίστη, το Βαγγελιό θα γιάνει. Κι εγώ ’χω μεγάλη πίστη πως ο Θεός θα τηνε γιατρέψει.
Τέτοιο όνειρο δεν είχα δει, αλλά και δεν έλεγα ολότελα ψέμα, αφού αυτή την υπόσχεση μου ’διδε το χαμόγελο της Παναγίας.
Η απάντησή μου έφερε σ’ αμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα.
- Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο;
- Το ’δα, σου λέω.
- Μα σου ’πε κι η Παναγία πως άνε πηαίνεις στση Βαγγελιάς δεν είναι φόβος να πάρεις το χτικιό; Είπε σού το αυτό;
- Δε μου το ’πε.
- Μα σου το λέω ’γω κι αυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνει η κακομοίρα η
Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω. Μα έτσα που δεν τση φταίω ’γω, δε θέλω να μου φταίξει κι αυτή, να κάψει το παιδί μου. Για σένα ’γω φοβούμαι, Γιώργη μου.
- Εγώ δε φοβούμαι.
- Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές. Θες να γενείς έτσα που ’ν’ η Βαγγελιά, να κιτρινίσεις και να λιώσεις σαν το κερί, να βήχεις και να ξερνάς αίμα, να μη μπορείς να σύρεις τα πόδια σου από την αδυναμιά, να φοβούνται οι ανθρώποι να σου σιμώνουν και στο ύστερο ν’ αποθάνεις, χωρίς να χαρείς τον κόσμο;
Το θάρρος μου βρέθηκε απροετοίμαστο ν’ αντιμετωπίσει τον κίντυνο, όπως τον παρουσίασε σε μια φοβερή εικόνα η μητέρα μου. Έως τότε ο νους μου δεν πήγαινε πολύ μακρότερα των λέξεων, όταν έλεγα πως δε φοβόμουν να κολλήσω το νόσημα του Βαγγελιού και να πεθάνω τον ίδιο θάνατο. Αλλά τώρα έβλεπα τη φοβερή πραγματικότητα κι αισθάνθηκα να περνά από πάνω μου ως κρυερό φύσημα θανάτου. Τόσον δε ζωηρή ήτον η εντύπωση, ώστε άρχισα να βήχω, πράμα που ’δωκε μεγάλη ανησυχία στη μητέρα μου:
- Γιάιντα βήχεις, παιδί μου; με ρώτησε. Πονείς ποθές;
- Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές.
Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κι είπα στη μητέρα μου:
- Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είναι καλό κι άνε μου το ξαναπείς, θ’ αρχίσω να πηαίνω κάθε μέρα να τση κάνω συντροφιά.
- Συντροφιά!… Παναγία Παρθένα! Θες να με κουζουλάνεις, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου;
- Δεν είναι ξένη. Με τόση αγάπη που μου ’χει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα
που μ’ αγαπά την αγαπώ κι εγώ, ετόλμησα και είπα. Κι ο ενθουσιασμός για το θάρρος μου μου ’δωκε την έμπνευση μιας σκέψης ανώτερης της ηλικίας μου:
- Κι εγώ την αγαπώ όχι μόνο γιατί μ’ αγαπά, αλλά και γιατί με την αγγελική της ψυχή μ’ έμαθε κι εμένα να γενώ καλύτερος.
Αυτή τη φορά ο θυμός της μητέρας μου ξέσπασε:
- Είναι ντροπή σου κι είναι κι αμαρτία να με βάνεις εμένα την μάνα σου στην ίδια σειρά μ’ αυτή την… αξετσίπωτη. Αυτή, που για να μη βρίσκει άντρα, εβρήκε ’να μωρό, ένα παιδί αθώο να ξεθυμαίνει τον πυρωμό τση; Γι’ αυτό κι ο Θεός την παιδεύγει. Εσύ δεν καταλαβαίνεις ίντα κουμάσι ’ν’ αυτή· μα σα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις και θα θυμηθείς τση μάνας σου τα λόγια.
- Όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς, τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη
λυπούμαι, γιατί κατέω πως δεν έχει κανένα ψεγάδι απ’ όσα τση λες.
- Ίντα κατές, εσύ, κακορίζικο παιδί; Και πώς μπορείς να καταλάβεις τσι διαολιές μιας διαστρεμμένης γυναίκας;
- Εγώ κατέω πως αυτή δε λέει κακό για μας και του λόγου σου την γλωσσοτρώς
- Αυτή σου τ’ αρμήνεψε, μωρέ, αυτά τα λόγια, για να με σκάσεις;
- Ναι· εκατό φορές μου ’χει πωμένο να μη πηαίνω ενάντια στη βουλή σου και μον’ ό,τι μου λες να κάνω.
- Ψώματα το λες! Αυτή η χτικιάρα σου λέει να μ’ ακούς; Ψώματα! Αυτή σου
βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλεις απού την αγάπη και την απακοή μου. Κι άνε σου ’πε τέτοιο πράμα, ψώμα το ’πε, για να σε φέρει ευκολότερα στα νερά τση. Έτσα σ’ έκαμε και να πιστεύγεις πως έχει αγγελική ψυχή κι αυτή ’χει δέκα δαιμόνους μέσα τση. Κι εδά σαν είδε πως το χτικιό τση χάλασε τσι διαολιές τση και πως θ’ αποθάνει, εβάρθηκε να σου κολλήσει την αρρωστιά τση, για να σε πάρει μαζί τση στον Άδη. Τέτοια ψυχή έχει αυτός ο άγγελος και τόση αγάπη σου ’χει. Έτσα θέλει να κάμει και μένα το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μου κάμει άθρωπος, γιατί κατέει πως ζω με τη ζωή σου ( Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει). Ίντα παιδί ’σαι συ, μωρέ, και γίνεσ’ ένα με τσ’ οχτρούς τση μάνας σου; Μα ‘γω δε θα την αφήσω τη χτικιασμένη να βάλει φωτιά στο σπίτι μου. Καλή ’μαι να πάω να τση βγάλω τα μάτια τση. Φτάνουνε τα όσα μου ’χει αξωμένα. Να μάθω ’γω άλλη φορά πως επέρασες το κατώφιλο του σπιτιού τση και θα δει ίντα θα τση κάμω! Μουδέ το χάλι τση θα λογαριάσω, μουδ’ ίντα θα πει ο κόσμος. Για πε μου θα πας;
- Μια βολά, δε σου ’πα; Όντε θα πάω στη χώρα. Κι ως τόσο θα γιάνει.
- Κιαμέ δε θα γιάνει; Οι ποθαμένοι γιάνουνε; Αυτή ’ν’ από δα ποθαμένη. Δεν την είδες;
- Ο Θεός, απ’ ανασταίνει νεκρούς, σα θέλει, θα τη γιάνει. Και θα τη γιάνει, γιατ’ είναι άκακη και καλόγνωμη.
Η μητέρα μου με κοίταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κι ο θυμός έτρεμε στη φωνή της:
- Θωρώ τα όσα σου ’πα τα ’βαλες απού το ’ν’ αυτί και τα ’βγαλες απού τ’ άλλο.
Αυτή ’ναι μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού ’χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ’ ίντα σου λέω κι εγώ. Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κι άνε κάμεις δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου.
- Μια και τσ’ έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη.
Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίει και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μ’ ένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία που ’χα φτάσει. Έπρεπε να ’χω πατέρα, για να με φέρει στα λοϊκά μου. Μα ’τον άτυχη και τον επήρ’ ο Θεός το μακαρίτη γλήγορα. Δεν ήθελε να μαθαίνει ο κόσμος τσι ντροπές μας· μ’ αν εκρατούσα τον ίδιο δρόμο, θα ’λεγε στους θείους μου να με φέρουνε σε θεογνωσία. Θα πήγαινε και στο Δεσπότη και στο Μουντίρη[2] ακόμη «να σκίσει τα ρούχα της».
- Ας είναι, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κι άμε να το πεις και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερο θα πηαίνω κάθε μέρα. Κι ας με πιάσει και το χτικιό, για να μην έχεις τότε αφορμή να μ’ εμποδίζεις.
Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα άλλαξε γλώσσα:
- Κάνε ό,τι θες. Μ’ α δε λυπάσαι, παιδί μου, τη μάνα και την αδερφή σου, δε λυπάσαι τη νιότη σου; Δε συλλογάσαι πως κατασταίνεσαι ένας απού τσ’ ομορφότερους νιους; Και με τα γράμματα που μαθαίνεις και την κατάσταση που ’χουμε θα ’σαι παντού παρακαλετός να πάρεις την καλύτερη κοπελιά. Σ’ ανημένει μια ζωή ευτυχισμένη και συ θες να πέσεις στη φωτιά να καείς. Δεν είν’ αυτή σωστή κουζουλάδα; Κι ίντα θα πει ο κόσμος, σα μάθει τα λόγια και τα φερσίματά σου; Όλοι σε παινούνε κι η κακομοίρα η μάνα σου το ’χει κρυφό καμάρι. Και να κατέχανε ποιες πίκρες με ποτίζεις και τρομάρες μου δίνεις με τα πεισματικά σου! Εγώ η μαυρομοίρα όρπιζα πως θα μου φέρεις μιαν καλή κι όμορφη νύφη και θα μου κάμεις γκονάκια, χαρά για τα γερατειά μου· μα συ θες ν’ αποθάνεις από χτικιό και να με σκάσεις και μένα. Αχ! Θε μου, αυτό μου μελλότανε στα γερατειά μου;
Είπε και άλλα τέτοια κι έθιξε όλες τις χορδές της ευαισθησίας μου. Εις τα λόγια πρόσθεσε και χάδια. Αφού είδεν όμως πως δε μπορούσε να πιτύχει το μεγάλο σκοπό, γίνηκε συμβιβαστική.
- Καλά, παιδί μου, να πας να την αποχαιρετήσεις, μα να ’χεις το νου σου. Να μη φας πράμα από τα χέρια τση και να μην αφήσεις να σε φιλήσει. Την άλλη βολά που πήες, μην πα και σου ’δωκε πράμα κι ήφαες; Μην πα και σ’ εφίλησε;
- Δε σου ’πα πως δε μ’ αφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι’ αποχαιρετισμό;
- Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θα
’χεις το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σ’ εμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσεις πολιώρα.
Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μου ’πε ξάφνου:
- Κατές ίντα συλλογούμαι απ’ οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άι Θωμά.
Εδά, που δε θα ’χουνε πολλές δουλειές, θα περάσεις καλύτερ’ απού την άλλη βολά. Κοντεύγει κι ο Δεκαπενταύγουστος και θα πας στη χάρη τση να παρακαλέσεις…
Επειδή όσο θα ’μενα στο χωριό, θα ’τον φόβος να ’ρθω σε συνάφεια με την άρρωστη, η μητέρα μου σκέφθηκε, για μεγαλύτερη ασφάλεια και για να ’χει το κεφάλι της ήσυχο, να με στείλει στη Μεσαρά. Έτσι θα ματαίωνε και τη συνάντηση του αποχαιρετισμού, διότι ο κρυφός σκοπός τση ήτο να πάω από τον Άι Θωμά στην πόλη, χωρίς επιστροφή στο χωριό μας.
Απ’ αυτή την πρόταση το πιο ελκυστικό ήτο ότι θα πήγαινα στο πανηγύρι της Καλυβιανής, ότι θα ’βλεπα θαύματα κι ότι πιθανώς ένα απ’ αυτά να ήτο και το γιάτρεμα του Βαγγελιού. Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισάκουε.
- Ε; ρώτησε η μητέρα μου· ίντα λες; Πας;
- Πάω, της είπα. Θα ’ρθεις και του λόγου σου;
- Όι, παιδί μου, δε μπορώ ’γω. Είναι μεγάλη κούραση για μένα. Μα ίντα με θες
εμένα; Εκειά θα ’χεις τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θα ’ρθει κι ο Βασίλης ίσα ’κεια να σου κάνει συντροφιά.
Υποπτευόμουν λίγο το κρυφό σχέδιο της μάνας μου γι’ αυτό είπα:
- Κι ύστερα πάλι θα γυρίσω στο χωριό τσι πρώτες του Σεπτέμπρη να πάω στη
χώρα. Ε;
- Ναι, γιε μου. Δε σου το ’πα;
Αποφασίστηκε να φύγω μετά τρεις μέρες. Και το βράδυ πώς να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γι’ αυτήν κι ότι πίστευα να γίνει το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστιας δε μπορούσε να με κυριεύσει. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κι ολότελα το λησμονούσα.
Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες.
Έκαμε ν’ ανασηκωθεί, άμα μ’ είδε, και μου ’πε μ’ ανησυχία:
- Ίντα! μισεύγεις από ’δα στη χώρα;
- Όι, θα πάω στον Άι Θωμά κι ήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.
- Κι ίντα θα κάμεις πάλι στον Άι Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου.
Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου.
- Αν ήτανε, της είπα να πάω μόνο στον Άι Θωμά, δε θα πήγαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ ’κεια τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου.
Εκινήθη να μ’ αγκαλιάσει, αλλ’ ευθύς τραβήχτηκε.
- Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε.
Έπειτα είπε:
- Από σένα, Γιώργο μου, που ’χεις ψυχή άδολη και καθαρή θ’ ακούσ’ η χάρη τση.
- Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει να ’χεις και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του σιναπιού πίστη αν έχομε, μπορούμε να μετακινήσομε βουνό. Κι εγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του σιναπιού, αλλά σα βουνό. Πίστευε και συ πως θα σε κάμει καλά η Παναγία και το θαύμα θα γενεί χωρίς άλλο.
- Ας με λυπηθεί, μπλιο η χάρη τση, είπε μ’ αναστεναγμό η άρρωστη. Πάλι και δε θέλει να με γιάνει, ας με πάρει σκιας γλήγορα, να πάψουνε τα βάσανά μου.
- Θα πάψουνε. Η Παναγία θα μου δώσει την υγειά σου να σου τη φέρω. Και με πόση χαρά θα ’ρθω! Θα πετάξω.
- Και πόσον καιρό θα κάμεις στη Μεσαρά;
- Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν οι μέρες να πάω στη χώρα· μα εγώ θα γιαγείρω μος περάσει τση Παναγίας. Μα μπορώ ν’ αργήσω, που θα σου φέρω την υγειά σου;
Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη:
- Ω Χριστέ μου!
Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο:
- Γιώργη!
- Ορίστε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάσει να μ’ εμποδίσει, κι όταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω στον χαμηλό αυλόγυρο.
- Επαδά ’σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πιο εξαγριωμένη.
- Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμα, είπα σιγά στην άρρωστη.
Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου. Κάτι άρχισε να λέει, αλλά την έπιασα δυνατά από το χέρι και της είπα έντονα:
- Σώπα! μην πεις κακό, γιατί μα το Θεό θ’ ανεβώ σε κειονέ το χαράκι και θα πέσω κάτω.
Κοντά στο σπίτι του Δεσποινιού ήτον ένας ψηλός βράχος με κισσό, που στο σκοτάδι φάνταζε σαν πελώριος αράπης. Κι έδειχνα ότι ήμουν έτοιμος να πάω να γκρεμιστώ από κει πάνω.
- Όι, παιδί μου, δε θα πω πράμα, μου ’πε η μητέρα μου με φωνή μερωμένη.
Μόνο έλα να πάμε στο σπίτι.
Την ακολούθησα, κι ενώ φεύγαμε μου φάνηκε πως άκουσα της άρρωστης το βήχα, σαν αναφιλητό και βήχα μαζί. Και ποτέ ο θανάσιμος εκείνος βήχας δε μου ’δωκε τόσο σπαρακτικό αντίκτυπο στην ψυχή.
Ήμουν σε μεγάλη νευρική ταραχή κι ένας κεφαλόπονος, που με κρατούσε από νωρίς, δυνάμωσε.
- Έχω δα δίκιο γή δεν έχω; μου ’πε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μου ’πες;…
- Ας σου ’πα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κι αυθάδεια. Ό,τι θέλω κάνω.
- Καλά, γιε μου, είπε η μητέρα μου μ’ εγκαρτέρηση.
Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ’ εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κι όλη τη νύχτα κοιμόμουν και παραμιλούσα σ’ ένα φριχτό εφιάλτη. Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζει βρεμένα πανιά στο μέτωπο και να μου κάνει διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίει.
Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μ’ αφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μου ’ρθε πάλι.
Στο χωριό μας, αν και ορεινό, δεν έλειπε το βλάβος, δηλαδή η ελονοσία· κι αν δεν ήτον η αρρώστια του Βαγγελιού, ο νους της μητέρας μου θα πήγαινε αμέσως στο ρίγο, δηλαδή τον κοινό πυρετό· και θα μεταχειριζότανε σε μένα τις συνηθισμένες θεραπείες του πυρετού. Θα καλούσε λόγου χάρη ένα γραμματισμένο «να μου γράψει το ρίγο», δηλαδή να γράψει ένα ξόρκι και το χαρτί θα το κρεμούσα στο λαιμό μου, ως φυλαχτάρι. Ίσως μάλιστα θα έλιωναν το χαρτί μ’ ένα τέτοιο ξορκισμό και τη διάλυση θα μου ’διδαν να πιω. Ως φάρμακο, θα μου ’διδαν αφέψημα αψιθιάς κι άλλων χόρτων, που θεωρούνται αντιπυρετικά, κι ως τελευταίο ίσως το κινίνο, που δεν ήτο ακόμη σε μεγάλη διάδοση και χρήση. Αν πάλιν επίμενε ο πυρετός, η μητέρα μου θα πήγαινε να μου δέσει το ρίγο στον Άγιο Γιάννη το Ριγολόγο. Πίστευαν ότι τη δύναμη να διώχνει τους πυρετούς είχεν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και πήγαιναν απού ήτο ναός κι έδεναν κλωστές στα μανουάλια του και στα τέμπλα.
Αλλά τόσον είχε κυριευμένο το πνεύμα της μητέρας μου ο φόβος της αρρώστιας του Βαγγελιού, ώστε δεν την αφήκε να σκεφτεί τίποτε άλλο κι από τα πιο πρόχειρα και τα πιθανότερα. Και φοβήθηκε από κάθε άλλη αυτή την αρρώστια, γιατί προ λίγης ώρας ήμουν κοντά στη χτικιασμένη.
Στις επαρχίες της Κρήτης σε κείνη την εποχή γιατροί δεν ήσαν, παρά μόνον πραχτικοί. Στις πόλεις ακόμη επιστήμονες γιατροί ήσαν λιγοστοί. Κι από τους πραχτικούς οι περισσότεροι ήσαν μοιράρηδες, δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζί. Αυτοί, αντί να ζητούν τη διάγνωση της αρρώστιας στα συμπτώματα και τη γενική κατάσταση του άρρωστου, τη ζητούσαν στα μοιροχάρτια των, που ’χαν ανακατεμένη τη θεραπευτική και τη μαγεία.
Ένα τέτοιο γιατρό κάλεσε η μητέρα μου να μ’ εξετάσει. Κι ήρθε μ’ ένα χοντρό χειρόγραφο βιβλίο, με τις γωνίες λερωμένες και φθαρμένες από το πολυχρόνιο φυλλομέτρημα. Μόλις με κοίταξε μένα τον άρρωστο. Ούτε το σφυγμό μου ’πιασε, ούτε τη γλώσσα μου κοίταξε. Η μάνα μου του ’πε πως είχα ζέστη μεγάλη, ιδρώτες τις βραδινές ώρες και παραμιλητά· αλλ’ αυτά τ’ άκουε ως περιττές για την τέχνη του πληροφορίες. Ρώτησε μόνο ποιο μήνα και ποια μέρα γεννήθηκα. Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του· κι ενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κι άλλα μαγικά σχήματα. Σ’ ένα κατεβατό σταμάτησε και μου ’πε να θέσω το δάχτυλό μου τυχαίως σ’ ένα σημείο. Μετ’ αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαριά «βιστιρά», δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ’ ίσως κι απ’ ανθρώπου αφορμή και συνέργια. Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά.
- Μάγια; είπε η μητέρα μου;
- Ίσως ναι, ίσως κι όχι. Δε σου ’πα πως δε ξεκαθαρίζεται; Μα θα του περάσει, άνε του κάμεις ό,τι θα σου πω.
Από τη βούργια[3], που φύλαγε το μοιροχάρτι του, έβγαλε μια λουρίδα χαρτί, γραμμένη έτοιμη, κι είπε της μητέρας μου.
- Αυτό το φυλαχτάρι να το τυλίξεις με κεροπάνι, να το ράψεις και να του το κρεμάσεις στο λαιμό. Να το κρατεί κατάσαρκα.
Παράγγειλε να μου κάμουν και κάμποσες κρυφές λειτουργιές· να μαζέψουν συνάμα διάφορα χόρτα, να πάρουν νερό από μια βρύση ανατολική, να τα βράσουν κι αφού αφήσουν μια νύχτα όξω το αφέψημα «ν’ αστρονομιστεί» να μου το δώσουν το πρωί να το πιω νηστικός.
Η μητέρα μου φαινότανε ότι και κάτι ακόμη είχε να πει στο μοιράρη, αλλά δεν ήθελε να τ’ ακούσω εγώ. Κι όταν έφευγε, τον ακολούθησε και του ’πε:
- Δε μου λες, δάσκαλε, κιαμιά γυναίκα δε φαίνεται στα χαρτιά σου κοντά στο παιδί μου;
- Δεν ήθελα, μπρε, να σου το πω· μα μια και με ρωτάς, θα σου πω την πάσαν
αλήθεια. Κοντά στη μοίρα του παιδιού σου είδα να στέκει μια γυναίκα, μακρά κι αδύναμη.
Ο μοιράρης, ως χωριανός, βέβαια κάτι θα ’ξερε για το μάλωμα της μάνας μου και της κόρης του Δεσποινιού. Κατάλαβε λοιπόν πού σημάδευε το ρώτημα κι άρπαξε την ευκαιρία μιας μαντικής επιτυχίας.
- Και δεν τηνε γνώρισες ποια είναι; ρώτησε ακόμη η μητέρα μου.
- Ήτανε σ’ ασκιανάδα και δεν εξεκαθάρισα τα πιθέματά τση.
- Μελαχρινή δεν ήτονε;
- Έτσα μου φάνηκε.
- Ε τη σκύλα! έκαμε με υπόκωφο μουγκητό η μάνα μου· ε τη σκύλα, κι ήφαε το παιδί μου!
Ε
Όταν η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι, ήτο σαν τρελή από ανησυχία κι αγανάχτηση. Σε μένα όμως δε φανέρωσε τίποτε, για να μη ταράξει και χειροτερέψει την κατάστασή μου. Τα μάγια και τα γιατρικά του δασκάλου γίνηκαν· αλλ’ ωφέλεια δε μου ’καμαν καμία. Ο πυρετός έγινε καθημερνός. σηκωνόμουν, πήγαινα μάλιστα και λίγο έξω, αλλ’ ήμουν φοβερά εξασθενημένος, όρεξη δεν είχα κι όλα μου φαινόταν άνοστα.
Έτσι το ταξίδι τ’ Αγίου Θωμά και της Καλυβιανής κιντύνευε να ματαιωθεί. Η εορτή της Παναγίας πλησίαζε και το κακόμοιρο το Βαγγελιό περίμενε να της φέρω την υγειά της. Αντί δε να της φέρω την υγειά της, έχασα και τη δική μου.
Όλες οι γυναίκες, ξένες και συγγένισσες, που ’ρχονται να με βλέπουν, είχαν κι ένα τουλάχιστο γιατρικό να συστήσουν της μάνας μου. Κι εγώ πειθήνια έπινα κι έτρωγα λογής λογιών αηδίες, για να γίνω το ταχύτερο καλά, να πάω στην Καλυβιανή.
Βρεθήκαν όμως και γυναίκες που όταν μ’ είδαν στον παροξυσμό του πυρετού, αναγνώρισαν με πεποίθηση πως ήτο συνηθισμένος ρίγος. Η μάνα μου έκλινε να το πιστέψει, αλλά και δε μπορούσε να το παραδεχθεί. Η φοβερή υποψία του κολλητικού κακού είχε καρφωθεί στο κεφάλι της. Αλλ’ ίσως σ’ αυτή την επιμονή της δεν έλειπε κι η έχθρα της για την άρρωστη. Σα να ’θελε, θαρρούσες, να την ενοχοποιήσει μ’ αυτό τον τρόπο και να δικαιολογήσει το μίσος της. Και συνάμα έτρεμε μήπως βεβαιωθεί αυτό που επίμενε να φοβάται.
Κοντά στ’ άλλα, η μητέρα μου έβαλε και μου διάβασαν τον Κυπριανό, ένα βιβλίο θρησκευτικό και μαγικό μαζί. Κάλεσε και γητεύτρες, Ρωμιές και Τούρκισσες, και μου ’παν διάφορα ξόρκια. Αλλ’ η κατάστασή μου όλο στο χειρότερο πήγαινε. Ο πυρετός μ’ έλιωνε· είχα μείνει ο μισός. Έτσι πέρασ’ ο Δεκαπενταύγουστος κι αυτό με πίκρανε περισσότερο κι εβάρυνε την αρρώστια μου.
Από το άλλο μέρος δεν έπασχε και δεν αδυνάτιζε λιγότερο η μητέρα μου. Απόφευγε να μου φανερώσει τη σκέψη που την έτρωγε. Αλλά και μόνη μου ’ρθε η φοβερή υποψία. Τόσα μου ’χαν πει για την κολλητικότητα του χτικιού, ώστ’ επόμενον ήτο, άμ’ αρρώστησα και μάλιστα με πυρετό, να μου γεννηθεί ο φόβος ότι κόλλησα την ασθένεια που λιώνει ζωντανούς τους ανθρώπους και τους κάνει πτώματα πριν ν’ αποθάνουν. Ο φόβος αυτός είχεν αρχίσει να φανερώνεται στα παραμιλητά μου· κι η μάνα μου, που μ’ άκουε στη σιωπή της νύχτας, έπαιρνε τα λόγια του πυρετού σαν αλήθειες ή της ψυχής αποκάλυψες. Και τρελαινόταν η δυστυχισμένη από την τρομάρα και την απελπισία της.
Η φθίση στο χωριό ήτο γνωστή μόνο με δυο ονόματα, χτικιό και βερέμι, κι όχι με περισσότερα παραδείγματα, παλαιότερα κι ίσως αμφίβολα. Μια συγγένισσά μας όμως, που ’χε ζήσει στην πόλη, είχε κάμει μ’ αυτό το νόσημα μεγαλύτερη γνωριμία. Και μαζί μ’ άλλα που ’λεγε σχετικά, ανάφερε κι ως χαρακτηριστικό του χτικιού, ότι οι φθισικοί έχουν τη μανία να μεταδίδουν στους άλλους την αρρώστια των. Δίδουν να πίνουν τ’ αποπίδι των ή να τρώγουν τ’ αποφάγια των.
Αυτό έγινε τρομερή αποκάλυψη για τη μητέρα μου. Η φθισική τραβούσε κοντά της το παιδί, για να ικανοποιήσει τη μοχθηρή μανία της αρρώστιας της και συνάμα να εκδικηθεί για τις προσβολές που τις είχε κάμει, η μάνα του. Και σχεδόν δεν έμεινε πια αμφιβολία στη μητέρα μου ότι η χτικιάρα μου ’δωκε το θανατηφόρο μόλυσμα. Μήπως ο μάγος δεν την είδε να στέκεται κοντά στη μοίρα του παιδιού; Και μήπως το βράδυ π’ αρρώστησε το παιδί της δεν είχε πάει εκεί;
Οι συλλογισμοί κείνοι φέραν σ’ απελπισία και φρένιασμα τη μητέρα μου. Κι ενώ ως τότε φοβότανε και στον εαυτό της να μολογήσει τη φρικτή της υποψία, τώρα άρχισε να λέγει στους σχετικούς πως η χτικιάρα είχε δώσει στο παιδί της την αρρώστια της επίτηδες για να την κάψει. Εφανέρωνε συνάμα τους άτιμους σκοπούς που ’χε για να με τραβά κοντά της η φθισική και την έχθρα τη μεγάλη εναντίο της, γιατί δεν την άφηνε να εξαχρειώσει το παιδί της.
Έπειτα από τους δικούς, άρχισε και σε ξένους να λέγει τα ίδια. Όσο δ’ έλεγε, τόσο περισσότερο ερεθιζόταν. Και μια μέρα πήγε και στην άρρωστη και την είπε κακούργα και μαύρη ψυχή, που, αφού πολέμησε να δώσει του παιδιού της την ψυχική αρρώστια, του ’δωκε την αρρώστια της τη σωματική, την αγιάτρευτη· και τώρα ο γιος της ο μονάκριβος ήτο του θανατά. Αν είχε γι’ αυτή έχθρητα, γιατί δεν έμπηγε στην καρδιά της ένα μαχαίρι, αλλά μαζί μ’ αυτή θανάτωνε κι ένα παιδί αθώο;
Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ακασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο.
- Μα όσα μου ’δωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κι άλλα να σύρω;
- Δεν είν’ η μοίρα σου, είπε η μητέρα μου, είν’ η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και τ’ αποδόματά σου. Α δεν ήσουν διαστρεμμένη, θα ξέτρεχες ένα παιδί ανήλικο κι ως το τέλος το ’φερες στο θάνατο; Ίντα θα πεις, μωρή, του Θεού που θα παρουσιαστείς γι’ αυτή τη μεγάλη αμαρτία; Πώς τόσονε βάρος θα το βαστάξει η ψυχή σου εκειά που θα πάει;
Η άρρωστη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι κι αντίκρισε τη μητέρα μου, με μια έκφραση στο πρόσωπο φόβου και πόνου. Τα μάτια της ρωτούσαν μ’ ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είναι άρρωστος βαριά ο Γιώργος;» Αλλ’ η φωνή της είπε άλλο.
- Στην ώρα κείνη και στην ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψεις, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυράς μ’ ο Θεός, απού θα με κρίνει, πως ήκαμα ό,τι μου ’τονε μπορετό και πάντα του ’λεγα να μη σιμώνει στη φωτιά που με κεντά.
- Κατά την αλήθεια που λες να βρεις και σωτηρία. Ντα δεν το θωρώ, μωρή, πως εσύ το ’φερες στο θάνατο το παιδί μου; Εσύ μου ’ριξες στο σπίτι μου φωτιά και το μεγάλο κακό που μου ’καμες ο Θεός να σου το δώσει. Σ’ αυτόν τον κόσμο το βρήκες· να το βρεις και στον άλλον κόσμο. Ο Θεός να σου δώσει όλο το μεγάλο κακό κι άδικο που μου ’καμες.
Τα μάτια της άρρωστης ήταν γεμάτα δάκρυα.
- Και του λόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ’ αυτά που μου λες;
Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της:
- Ο Θεός να σου δώσει στην ψυχή σου το μεγάλο κακό που μου ’καμες!
Κι ούτε γύρισε ν’ ακούσει το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής.
- Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;
Αλλά κι από την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα:
- Στην ψυχή σου να το βρεις το μεγάλο κακό που μου ’καμες!
Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλυτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγει και να καθίσει στην αυλή.
Η μητέρα της είχε πάει έξω κι όταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση.
- Καλά ’σαι σήμερο; Ε, κανακαρά μου;
- Μάκι καλύτερά ’μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή.
- Καλά μου το ’πε τ’ όνειρό μου!
- Κι ίντα όνειρό ’δες, μα;
- Προθές τη νύχτα σε ’δα στον ύπνο μου κι εφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά όμορφη, σαν τσοι καλύτερους καιρούς, που ’χες την υγειά σου. Σε θώρουνα σ’ ένα ψηλό χαράκι. Με ξάνοιγες και μου ’κανες νοήματα πως είσ’ ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη. Μα το χαράκι εψήλωνε, όλο κι εψήλωνε που σε μάκη ώρα δε σε διαντέριζα. Ήσουνε μική, μική σαν ένα πουλί. Κι αληθινά είχες φτερούγες· σε λίγη ώρα επέταξες κι απάνω σ’ αυτό εξύπνησα.
- Κι ίντα να λέει αυτό τ’ όνειρο, μα; είπε η άρρωστη.
- Το χαράκι ’ναι δύναμη· τα φτερά και το πέταμα δίδουν υγειά και κάλλη· και το κόκκινο ’ναι γλήγορο. Γι’ αυτό τ’ όνειρο πήα στου Ταχτικού και μου το ξεδιάλυνε. Θωρείς εδά πως γλήγορα θα δυναμώσεις και θα βρεις την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα;
Η άρρωστη ήκουε μ’ ένα αδύνατο κι αινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά.
- Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενεί. Αλλά θαρρώ πως καλύτερο θα ’τονε να γενεί κειονέ που φάνηκε στ’ όνειρο.
- Πώς;
- Να πετάξω και να μη γυρίσω. Ίντα να κάνω σ’ αυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είναι καλύτερος ο άλλος;
- Είναι καλύτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι να ’ρθει ο καιρός σου. Μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατώνεις.
- Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάσει. Μην ακούς. Ό,τι ’πε τ’ όνειρο θα γενεί.
- Κάθα πώς θα ξηγήσει τ’ όνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει.
- Μα δε σου ’πα πως άρχιξα και καλυτερεύω; Και θαρρώ πως γλήγορα θα μπορέσω να πάω κι ίσα στα Λιβάδια. Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας.
- Είναι πολλά πάνω και θα κουραστείς, παιδί μου.
- Μα δε λέω κι εγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο.
Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε:
- Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είναι καλύτερα ο Γιωργής;
- Ήκουσα πως είναι τα ίδια. Μα ίντα το θες, παιδί μου, και τ’ αναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά ’χεις συρμένα συναφορμάς του;
- Εγώ δε φοβούμαι, μπλιο πράμα και κιανένα. Απής μ’ εσίμωσ’ ο Χάρος, θαρρώ σα να μην είμαι μπλιο σε τούτο τον κόσμο και δε λογαριάζω ίντα λένε κι ίντα κάνουν οι γιαθρώποι, γή κακό, γή καλό λένε. Σήμερο μπορώ να βγω στο ψηλότερο δώμα και να φωνάξω στο χωριό την ντροπή μου και την κουζουλάδα μου, γιατ’ αφορμές δεν έχω να ντρέπομαι. Έχω μιαν αγάπη, που δε μου ταιριάζει. Είν’ η μεγάλη μου και μοναχή μου χαρά, μα κι ο μεγάλος μου κι αγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα· μα κι α με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσ’ αθρώπους, θα με κρίνει. Και θα βρει την καρδιά μου καθαρή.
Η Δεσποινιώ την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει πολύ απ’ όσα ήκουε, αλλά κι αρκετά καταλάβαινε και διαισθανότανε, ώστε ν’ ανησυχεί. Και είπε:
- Μα γιάιντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; Για να μου χαλάσεις τη χαρά που μου ’καμες με την καλυτεράδα σου;
- Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράματα. Κι από ’δα και πέρα όλο θα πολεμώ να σ’ ευχαριστώ.
Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κι η καλυτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.
Με προσοχή, που από τη χαρά δεν είχε η μάνα της, θα διάκρινε κανείς ότι η σωματική δύναμή της ήτο στην ίδια εξάντληση κι ότι μόνο με προσπάθεια ψυχική υπεράνθρωπη κρατούσε στα πόδια του το μισοπεθαμένο κορμί της και κάπου κάπου έφερνε στ’ αναιμικά της χείλη ένα χαμόγελο. Κι απ’ αυτά τα εξωτερικά φαινόμενα τόσος ήτον ο ενθουσιασμός του Δεσποινιού, ώστε πίστευε πως η κόρη της άρχισε να παχαίνει, να βήχει λιγότερο και σ’ όλα η ζωή της ν’ αναγεννάται.
Αλλά και της άρρωστης η ψυχική δύναμη έφτασε να γίνει σωματική. Μια μέρα βγήκε κι από το σπίτι και πήγε στην Αγιά Πελαγιά, ένα κλησιδάκι, που ’τον στο πάνω μέρος του χωριού κι όχι πολύ από το σπίτι των. Στο δρόμο συνάντησε γυναίκες κι άντρες κι όλοι τη χαιρέτησαν χαρούμενοι, αλλά και με κάποια επιφύλαξη στο πλησίασμά των από το φόβο της αρρώστιας. Ως τόσο της είπαν ότι καλά την έβλεπαν κι ότι πολύ γλήγορα θα γύριζε στα πρώτα της, με την βοήθεια του Θεού.
Στο Δεσποινιό δεν έμεινεν αμφιβολία πια ότι η κόρη της εγλίτωσε· κι επήρε το θάρρος να πηγαίνει κι έξω από το χωριό, να βλέπει τα χτήματά της, που τόσον καιρό με την αρρώστια της κόρης της είχε αμελήσει ολότελα. Αλλά κι η άρρωστη ξεπόρτιζε σχεδόν κάθε μέρα. Και κάθε φορά σταματούσε σ’ ένα μέρος, κι από ’κει φαινότανε το σπίτι μας. Είχε την ελπίδα να με δει από μακριά. Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά ’πό το σπίτι μας.
Μια μέρα στο μέρος εκείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα.
- Το ίδιο είναι, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τονε τινάσσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορίζικο απού την αδυναμιά.
- Κι ίντα λένε πως έχει;
- Χτικιό ’κουσα πως έχει.
- Χτικιό που του ’δωκα ’γω, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κι εγώ ζω ακόμη!
Εκοίταξε πάλι προς το σπίτι μας κι είπε:
- Ω, ας τονε θώρουνα!
Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σ’ ένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, όπου διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού. Κοντά στο βράχο είδε μια γυναίκα· κι επειδή δεν ήτο μεγάλη απόσταση, διάκρινε πως ήτο το Βαγγελιό. Κι τόσο παράδοξο το θεώρησε, ώστε δεν πίστευε στα μάτια του. Ήτο δυνατό αυτή η τόσο άρρωστη, που ’λεγαν κάθε τόσο πως πεθαίνει, να φτάσει ’κει πάνω; Κι όμως αυτή ήτο· την έβλεπε αρκετά καθαρά. Αλλά και τι ήθελε σε κείνο το μέρος;
Τη στιγμή κείνη είχε καθίσει κάτω από τη χαρουπιά κι ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια. Σ’ αυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θα ’χε κάμει για να φτάσει από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία του στήθους της, την ελυπότανε.
Ως τόσο εξακολούθησε την εργασία του, αλλά και δεν έπαψε να παρακολουθεί την άρρωστη και συνάμα να σκέπτεται τ’ ήθελε να πάει σ’ αυτό το μέρος. Έπειτα την είδε να σηκωθεί από την πέτρα που καθότανε κι εμάντευε από μια κίνηση του χεριού της ότι έκλαιε.
Η άρρωστη άρχισε ν’ ανεβαίνει στο βράχο κι ο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά του και μουρμούρισε:
- Ίντα πάει ’κειά πάνω να κάμει; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω ’γω να δω.
Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδισε με άλλη πιο δυνατή περιέργεια. Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ’ εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μ’ επερίμενε ν’ ανταμωθούμε κρυφά· κι ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να δει ανυπόμονη αν ερχόταν ο μικρός εραστής.
Πολλές φορές κάθισε, ως όπου να φτάσει πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθισε κι έσκυψε με στάση Νιόβης.
- Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα ίντα ’ν’ αυτά; Να πάω θέλω να δω.
Αλλά μόλις κίνησε για κάτω, είδε την άρρωστη να σηκωθεί. Κι όπως ήτο ψηλόλιγνη και μαυροφορεμένη πάνω στον άσπρο βράχο, παρουσίαζε το πένθιμο σχήμα κυπαρισσιού.
Ο Δρακογιώργης σταμάτησε πάλι· κι η άρρωστη φάνηκε σα να ’στρεφε το βλέμμα της στο γύρω θέαμα των αγαπημένω της μερώ. Έπειτα έκαμε μια χειρονομία μεγάλη προς το χωριό, σα ν’ αποχαιρετούσε. Και σε μια στιγμή ο χωρικός φώναξε με τρομάρα:
- Παναγία μου! Παναγία μου!
Η μαυροφόρα έγειρε στον γκρεμό κι έπεσε στο χάος. Το αίμα του χωρικού πάγωσε· και τόσον παράλυσε το σώμα του από την τρομάρα, που όταν έτρεξε προς τα κάτω, τα πόδια του δεν τον άκουαν. Στη σάστιση του νου του μια σκέψη συστρεφόταν: «Μα είναι το Βαγγελιό ή άλλη;»
Ήτο το Βαγγελιό, ως την είχε γνωρίσει από μακριά. Όταν έφθασε κάτω στο ποτάμι, είδε με φρίκη στις πέτρες της ακροποταμιάς ένα σώμα ξεκλειδωμένο και κομματιασμένο, σχεδόν λιωμένο· κι όλα τα γύρω ματωμένα.
- Ω Χριστέ μου! είπεν ο χωρικός κι έτρεμε μπροστά στο φρικτό θέαμα.
Και μ’ ένα βλέμμα, που μετρούσε το ύψος, είδε το τσεμπέρι της πεθαμένης ν’ ανεμίζεται κρεμασμένο στα μέσα του γκρεμού. Στο πέσιμο το ελαφρό κεφαλομάντηλο ξέφυγε κι έμπλεξε σε μι’ αγριοσυκιά. Κι εκεί σειότανε μ’ αργή και θλιβερή κίνηση, σα σημαία πένθιμη πάνω στο τραγικό λείψανο.
Αν κι ήτο παραμορφωμένο το σώμα, ο Δρακογιώργης αναγνώρισε το Βαγγελιό. Και σαν να εξάγνισε την ψυχή του ο φόβος και το μυστήριο του θανάτου από τα ποταπά αισθήματα, αισθάνθηκε μια πικρότατη μεταμέλεια, γιατί κι αυτός είχε κακολογήσει με τους άλλους τη δυστυχισμένη κοπελιά και λίγο πρωτύτερα είχε περάσει από το νου του ένας πονηρός διαλογισμός.
Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έριξε λίγα λόγια με συγκίνηση:
- Ο Θεός να σ’ αναπάψει, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες
εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ’ αναπάψει!
Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Τ’ απόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό.
Έπειτα το ’μαθα. Στην αρχή δεν το πίστεψα· κι όταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καημός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στην ψυχή μου, να μείνει εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμα ο θάνατος κείνος, που δεν του πήγαιναν τα δάκρυα μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κι ασήμαντα είχαν κλάψει.
Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου:
- Θωρείς τα ’δά;
Η μάνα μου δεν είπε λέξη.
Ύστερ’ από λίγες μέρες μ’ αφήκε κι ο πυρετός, όχι από θαύμα, αλλά με το κινίνο. Ένας χριστιανός, ούτε γιατρός, ούτε μάγος, βρέθηκε κι είπε να μου δίδουν κινίνο κάμποσες μέρες γραμμή.
Σαν έγινα καλά κι είδε η μητέρα μου ότι άδικα είχε φοβηθεί για την αρρώστια μου, μου φανέρωσε την υποψία που τη βασάνισε και την έκαμε να φανεί τόσο σκληρή στην άρρωστη. Έπειτα είπε με ειλικρίνεια:
- Μεγάλο βάρος έχω στην ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέσει, γιατ’ είμαι μάνα.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου