Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ: Της τέχνης τα φαρμάκια


Της τέχνης τα φαρμάκια





FREE photo hosting by Fih.gr
Όταν την Κυριακή τ’ απόγεμα ο «διάσημος
καραγκιοζοπαίχτης» Φούλιας έφτασε στον παράμερο τον καφενέ με το ξύλινο
θεατράκι, γνωστά και τα δυο με τ’ όνομα «Η Ωραία Συνάντηση», σκοτείνιαζε πια
στην αυλή· όμως ακόμα δεν είχαν ανάψει τα μεγάλα φανάρια του πετρέλαιου, που
αστράφταν απ’ την πάστρα, όπως γυάλιζε κι όλος ο καφενές, όξω και μέσα. Και το
θέατρο το σανιδοφραγμένο, εκεί κολλητά, ήταν έτοιμο κι αυτό, καθάριο και
καταβρεμένο, να δεχτεί τον κόσμο στην παράσταση του «Κατσαντώνη». Η σκηνή του
μοναχά, η παλιοπαράγκα μ’ άλλους λόγους, έμενε σκοτεινή, κατάκλειστη απ’ το
περασμένο βράδυ, μόλο που μέσα ο χάρτινος θίασος του Φούλια ήταν έτοιμος κάθε
στιγμή ν’ αρχίσει του «Κατσαντώνη» τη συνέχεια, καθώς ήταν αραδιασμένος στα
τεντωμένα σκοινιά από το Βρακάκια, του Φούλια τον αχώριστο βοηθό, σαν
κατάδικοι κρεμασμένοι στην κρεμάλα τους.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ


Στην «Ωραία Συνάντηση», όπως και σε κάθε θέατρο καραγκιοζαίικο, παίζονταν κάθε Σάββατο και Κυριακή για τον πολύ λαό έργα ηρωικά που πιάναν τα δύο βράδια, ως τα μεσάνυχτα και πέρα. Ένα απ’ αυτά τα «ηρωικά» έργα ήτανε κι ο «λήσταρχος Γκρης», όνομα παράξενο στις ιστορίες των ληστών, μα ήτανε κι ο «Κατσαντώνης» ο περήφανος.

Έτσι λοιπόν ο Φούλιας, αφού κάθισε στη συνηθισμένη θέση του, έρριζα στον τοίχο του καφενέ, έπιασε βαρύς το ναργιλέ που του ’φερε το παιδί, και τον απίθωσε με προσοχή κοντά του· κι αφού ρούφηξε βαθιά πολλές φορές μονοπνοής, έφτασε ύστερα κι ο καφές, «πολλά ολίγη ζάχαρη, μισό καϊμάκι». Κι ήτανε πάντα σκουντουφλός ο Φούλιας τέτοιαν ώρα, γιατί αργούσε να ξυπνήσει, κι ερχόταν ίσα από το σπίτι χωρίς ν’ αγγίξει ούτε φαΐ, για το βράδυ, και, το χειρότερο, ούτε μια σταλαματιά κρασί. Γιατί όσο από φαγοπότι, μοναχά το μεσημέρι ο Φούλιας «του ’δινε και καταλάβαινε», κι ύστερα έπεφτε ξερός στον ύπνο – αφού δε χόρταινε τον ύπνο το νυχτερινό – και ξυπνούσε με χαλασμένο κέφι, και σκουντούφλιαζε, και μάλωνε μ’ όποιον του τύχαινε μπροστά του, και τέλος χρειαζότανε δυο ναργιλέδες και καφέδες τρεις, παρακαλώ, με λίγη ζάχαρη, ψιλό καϊμάκι, ως που να ξενερώσει, ως που να ξεθολώσει ο νους του, κι ως που να διώξει το μαχμουρλίκι τ’ ανατολικό από πάνου του. Τέλος η ώρα της παράστασης, όσο ήτανε κοντά, τον έβρισκε το Φούλια έτοιμο, στα συγκαλά του, ν’ αρχίσει τη δουλειά.

Και τώρα αυτή η στιγμή η επίσημη δεν αργούσε πια. Ο Φούλιας είχε αποκαπνίσει, και ξεβράχνιαζε φτύνοντας δυνατά, κι άρχισε κάπως να μιλάει και να μιλιέται με τα παιδιά του καφενέ ή με το Βρακάκια, που στεκότανε με σεβασμό μπροστά του.

Ο ιδιοχτήτης της «Ωραίας Συνάντησης», ο Κονταργύρης ο στριμμένος, ο κυρ Ανδρέας δα με τ’ όνομα, μεγάλος και τρανός της συνοικίας διασκεδαστής, έλειπε σπίτι για φαΐ. Και γύριζε πιωμένος πάντα, τούτος πάλι, ο κυρ Ανδρέας· κι ήταν όλο φωνές και μάλωμα με τα παιδιά του καφενέ, και με τους μάγκες που δουλεύανε χάρισμα, φτάνει μοναχά να βλέπαν την παράσταση, ή το πολύ τα πιο φτωχά, όσα δε θέλανε να ’χουνε σπίτι και γονιούς, παίρνανε δυο τρεις δεκάρες απ’ τον κυρ Ανδρέα για ψωμί, κι όσο για το τσιγάρο –γόπες!

Κυριακή είπαμε, κι ο κόσμος άρχισε να πλακώνει. Τραβούσε πολύ η παράσταση, μάλιστα τα παιδιά, του λαού εργατικά παιδιά, που ψοφάγανε για του Κατσαντώνη την παλικαριά και του Μπαρμπαγιώργου τα τερτίπια τα πολεμικά. Έβλεπες λοιπόν εκεί και φτάναν από κάθε μαχαλά τα χασαπάκια και τα μαναβάκια, τα λογής κοπής μαστοράκια, κι οι μαστόροι, κι οι κάθε εργατικοί με τις γυναίκες τους και τα μικρά τους, και φτάναν εκειπέρα με φωνές και ταραχή, ανυπόμονοι μη χάσουν την παράσταση, ενώ αυτή μισή ώρα ακόμα ήθελε ν’ αρχίσει. Και μόλις φτάναν, όλοι πέφτανε σε μια βαθιά σιωπή, σε σεβασμό βαθύτερο. Γιατί το θέατρο το καραγκιοζαίικο, νιώθει κανείς, χωρίς άλλος να του το ξηγήσει, πως θέλει μεγάλη προσοχή, άμα είναι σπουδαία παράσταση, όχι δηλαδή τ’ αστεία μοναχά του Καραγκιόζη, και το ξύλο του Ντερβέναγα, και τα παθήματα του σιόρ Διονύσιου, και τ’ άλλα κωμικά, που ο κάθε μάγκας, πα’ να πει το κάθε αλάνι – όπως τώρα τα φωνάζουνε αυτά του δρόμου τα στολίδια –, τα ξέρει απόξω κι ανακατωτά και μπορεί να σου τα ξαναπεί νεράκι.

Σ’ αυτή του «σεβαστού» κοινού την προθυμία βάνανε Φούλιας και Κονταργύρης όλα τους τα δυνατά για να φανούνε άξιοι. Τι τα θέλετε όμως· τουτηδώ η βραδιά άρχιζε άσκημα· κακά ήταν τα σημάδια της. Ο Κονταργύρης ήτανε πολύ «βρεμένος», κι ήταν έτοιμος ν’ αρπαχτεί με το παραμικρό, και μια ώρα να μαλώνει. Ο Φούλιας πάλι ήτανε «στεγνός», κι έλεγε πολλά η ανορεξιά κι η αμιλησιά του. Τέλος δεν τα πηγαίνανε πολύ καλά οι δυο τους, εδώ και κάμποσες μέρες. Κι είχανε το λόγο τους.

- Ακόμα, ρε Θανάση, είπε ο κυρ Αντρέας, δεν πήγες στην παλιοπαράγκα; Ούτε τα φώτα έχεις ανάψει… Εσείς, ρε (στα παιδιά), τι καθέστε και κοιτάζετε; Γιατί δε σηκώνετε τα φώτα της πλατέας; Πού ’ν’ οι μουζικάντηδες; Γιατί δεν τους λέτε, ρε, ν’ αρχίζουν; Αυτοί δεν το ξέρουν το καθήκο τους;

- Λείπει ο Μπεντιβόλιας! είπε ένα παιδί. Οι άλλοι δε μπορούνε ν’ αρχίσουνε χωρίς την κλαμπαδόρα…

- Ν’ αρχίσουν όπως μπορούνε, ρε, σύρε πες τους… Ρε Θανάση, δεν ακούς; Δεν πας να κοιτάξεις την παράγκα σου;

- Εσύ έρχεσαι φαγωμένος, κι εγώ είμαι αφάγωτος… και θα ’μαι ως τις δυο από τα

μεσάνυχτα. Το λοιπόν, πώς μπορεί να συνεννοηθεί ένας νηστικός μ’ ένα χορτάτο; είπε βαρύς ο Φούλιας. Άσε με εμένα, ξέρω γω τη δουλειά μου… Βρε, δεν έχω το κλειδί μαζί μου!

Είπε ο Φούλιας, και σηκώθηκε, και ψαχνόταν αμίλητος.

- Δε σου τα λέω γω; είπε ο κυρ Αντρέας. Τι καθέστε σεις, ρε, και κοιτάζετε; Στο διάολο, τι κοιτάζετε; Τώρα τι κάνουμε, ρε Θανάση; Το σπίτι σου είναι μακριά· όσο να τρέξει το παιδί –πού είσαι, ρε Δημοσθένη; Να σπάσουμε την πόρτα, λέω, καλύτερα.

- Ας τρέξει ένα παιδί! είπε ο Φούλιας. Πώς να σπάσουμε την πόρτα; Ύστερα ν’ αφήσω τα πράγματα στην παλιοπαράγκα μ’ ανοιχτή την πόρτα; Ας πάει ένα παιδί!

- Μπαίνουμε από την ποδιά, είπε μια φωνή παιδιού που στεκόταν πίσω από τ’ άλλα τα παιδιά.

Ο Φούλιας γύρισε απότομα και κοίταξε. Ήταν ο Τσιμπλής ο μάγκας, που ’κανε θελήματα στο θέατρο, βοηθός του βοηθού, μ’ άλλα λόγια του Βρακάκια.

- Ποιος σε ρώτησε σένα, ρε κερατόσπορε; είπε ο Φούλιας· κοίταξε το μπαγάσα, μου πήρετην κουβέντα από το στόμα… Ναι, μπορούμε ν’ ανοίξουμε την ποδιά… όμως ας πάει κι ο Δημοσθένης! Δε μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε από την ποδιά μπροστά στον κόσμο!

- Τρέχα, Δημοσθένη! φώναξε ο κυρ Αντρέας κατά το Δημοσθένη που ’τρεχε.

Ο κυρ Αντρέας, πειραγμένος, είχε τραβηχτεί μέσα στον καφενέ, κι ο Φούλιας είχε διώξει πια από πάνω του το μαχμουρλίκι, και μιλούσε στα παιδιά του καφενέ, όμως η ματιά του γύριζε με τρόπο κατά τα δικά του τα παιδιά, τους καραγκιοζοβοηθούς να πούμε, που στεκόταν πιο μακριά και περιμένανε τις προσταγές του.

Ήταν ο μικρός Τσιμπλής εκεί, κι ο πιο μεγάλος ο Βρακάκιας. Ζύγωνε όμως κι η ώρα της δουλειάς, κι ο Φούλιας είχε σηκωθεί κι ορθός αγόρευε.

- Ρε παιδί μου, έλεγε, άμα σ’ έριξε η μοίρα σ’ αυτή τη δουλειά την άτιμη, κι έχεις λίγο συνείδηση, και θέλεις να κάνεις τον καραγκιοζοπαίχτη, στα σοβαρά δηλαδή, όχι να κοροϊδεύεσαι με το κοινό, τότε… με βλέπεις εμένα που κάθουμαι κειπέρα και φουμέρνω; Νομίζεις πως φουμέρνω, δηλαδή; Το κεφάλι μου το ξέρει. Όσο και να θυμάσαι απόξω τα λόγια που θα πεις, όσο και να πιτηδεύεσαι και μπορείς να τα καταφέρνεις – και τα μπαλώνεις άμα τύχει μια περίσταση, τύχει και τα χάσεις, δηλαδή –, τότε, αν τύχει και τα χάσεις, τα ’χασες, φασκέλωσέ τα, δεν τα μπαλώνεις ύστερα! Τότε, δηλαδή, «κόφ’ το, ρε κρύε!». Άμα ακούσεις αυτή τη φωνή, χάθηκες, θα τα χάσεις χειρότερα! Εγώ δεν είμαι, δηλαδή, από κεινούς που τα χάνουν εύκολα, ούτε θα μου πει ο άλλος «κοφ’ το», αλλά, ρε παιδιά, μα τη Βαγγελίστρα, τίποτ’ άλλο δε φοβήθηκα στον κόσμο, παρά μοναχά εκείνο τ’ άτιμο, το «κοφ’ το» δηλαδή. Τότε πρέπει να ’χεις έτοιμη κι εσύ μιαν απάντηση, να κόψεις το «κοφ’ το» δηλαδή, ειδεμή χάθηκες, έσβησες! Τέλος, τι να σας τα λέω, πρέπει ο καλλιτέχνης ο καραγκιοζοπαίχτης να μελετάει το μέρος του – πα’ να πει, όλα τα μέρη που ’χει να παίξει, κι όχι να περιμένει από την έμπνεψη. Γιατί τότε, δηλαδή, άλλον Καραγκιόζη θέλεις να παίξεις κι άλλον παίζεις, άλλο Χατζηαβάτη, κι άλλο Διονύσιο, και το κοινό άλλη παράσταση ξέρει κι άλλη βλέπει. Δεν είναι, δηλαδή, όπως σε άλλα θέατρα· εκεί πρέπει να βάνεις και δικά σου λόγια, άμα βλέπεις κι ο συγγραφέας είναι σαχλός. Εδώ… σαχλαμάρες απαγορεύονται· ό,τι έχεις να πεις, θα το πεις σα μαθητούδι που λέει το μάθημα! Δε λέω, αν τύχει κι έχεις τίποτα δικό σου, μπορείς να το βάνεις… πώς όμως θα το κάμεις αυτό; Ιδού η Ρόδο, ιδού και το ρόπαλο. Εδώ σου λέει ο άλλος είναι τέχνη, όχι σαχλαμάρες. Αλλιώς – «κόφ’ το» μοναχός σου, για να μη σου το κόψει το κοινό.

Τα παιδιά του καφενέ γελάσανε, κι ο Φούλιας έκλεισε πονηρά το μάτι, δείχνοντας με τρόπο πως τα λέει αυτά για να τ’ ακούσουν οι βοηθοί του. Ύστερα γύρισε και κατά τους βοηθούς του κι είπε:

- Για σε τα λέω, πεθερά, για να τ’ ακούει η νύφη… Πού είναι, ρε, ο Αποφόρης;

- Δε φάνηκε ακόμα, μάστορη! είπε ο Τσιμπλής με ζήλο πάλι.

- Ποιος σε ρωτάει εσένα, ρε μπαγάσα; είπε ο Φούλιας· πάλι εσύ μπροστά μου;… Εσείς ρε οι άλλοι δε μιλάτε;

Τα παιδιά κατεβάσανε τα μάτια με σεβασμό παραπανιστό, γεμάτα υποκρισία.

- Εσύ, ρε Βρακάκια, θα με βοηθήσεις απόψε μοναχός σου; Δεν αξίζεις τίποτα! Έλα,

τραβάτε κατά την παράγκα!

Και τοιμάστηκε να κινάει κι ο Φούλιας, κατά την παράγκα, μα γύρισε απότομα κατά τα παιδιά του καφενέ, κι έδειξε τους μάγκες.

- Να, απ’ αυτούς βγαίνουν οι καραγκιοζοπαίχτες! είπε σοβαρά. Ετούτοι δω όμως δεν αξίζουν τίποτα! Ο άλλος, ο Αποφόρης, δηλαδή, αυτός θα γίνει «διάσημος» – καλύτερος κι από τον εαυτό μου! Πώς το λένε, να!

Η αλήθεια είναι πως από τα δυο παιδιά, ο Βρακάκιας είχε πιο μεγάλη πείρα· ήξερε απόξω τις παραστάσεις· μάντευε του μάστορη το νόημα· πρόφταινε να του περνάει στο χέρι την κάθε φιγούρα που χρειαζόταν ίσα ίσα τη στιγμή που ’πρεπε. Ο άλλος όμως, ο Αποφόρης, ήτανε σπάνιος στην τέχνη να μιμείται τις διάφορες φωνές, και μάλιστα τη φωνή του Καραγκιόζη περίφημα την έκανε. Νόμιζες πως ο ίδιος ο μάστορης, ο Φούλιας, ήταν που μιλούσε, άμα τύχαινε μονάχο το παιδί μες στην παράγκα κι «έκανε» τα πρόσωπα, μιλώντας μοναχό του. Τ’ άκουγε ο μάστορης καμιά φορά, κι απορούσε με την τέχνη του. Γι’ αυτό και τ’ αγαπούσε το παιδί, και δεν έκρυβε την προτίμηση που ’χε από τον κακομοίρη το Βρακάκια. Τούτος πάλι ζούλευε κρυφά τον Αποφόρη, γιατί ό,τι κι αν έκανε, ποτέ δε μπορούσε να «κανοποιήσει» το μάστορή του. Ο Τσιμπλής πάλι, ο πιο μικρός κι ο πονηρότερος, αυτός είχε φίλο πιστό τον Αποφόρη, μα τον είχε και προστάτη από τις φάπες του Βρακάκια, που ξεθύμαινε ο άθλιος στον αδύνατο, γιατί ήξερε πως τον Αποφόρη ο μάστορης δε θ’ άφηνε ποτέ κανείς να τον πειράξει στο παραμικρό. Τέλος, τα τρία μαγκάκια τρωγόνταν αναμεταξύ τους, μόλο που ο άλλος ο χορός των ξυπόλυτων, που πολεμούσανε να δουν από τις χαραμάδες την παράσταση, μακαρίζανε τους τρεις αυτούς για την τύχη που ’χανε να μπαίνουν και να βγαίνουνε στα ιερά και στ’ άγια της παλιοπαράγκας. Παρακαλούσαν κι οι ξυπόλυτοι τον κυρ Αντρέα να τους δίνει καμιά δουλειά, για ν’ αποχτήσουν το δικαίωμα να μπαίνουμε, μα πού; Όσο βαστούσε η παράσταση, φύλαγε με τη ματσούκα ο κυρ Αντρέας γύρω γύρω από τα παλιοσάνιδα, και καθώς ήτανε σκυμμένα τα παιδιά, με τα μάτια στις χαραμάδες κολλημένα, την τρώγανε ξαφνικά την ξυλιά στα πισινά. Κι αυτό βαστούσε κάθε βράδυ· ερχότανε καμιά φορά και χωροφύλακας. Τέλος είχανε πόλεμο τα παιδιά με τον Κονταργύρη, και του σπάζαν τα σανίδια, και γυρεύανε να του κάνουν πάντα το κακό, μα πώς; Δεν τους περνούσε. Με το Φούλια όμως τίποτα δεν είχανε. Τονε θεωρούσαν ίσο και Θεό.

Τα φώτα του θεάτρου ήταν αναμμένα, κι ο κόσμος αρκετός, είχανε συναχτεί, και περιμέναν ήσυχα σα να βρισκόντανε στην εκκλησιά κι ήτανε ν’ αρχίσει η λειτουργία. Φάνηκε ο Φούλιας σοβαρός να περνάει ανάμεσα στα ξύλινα θρανιά, κι ανάμεσα στου σεβασμού τα ψίθυρα· ο Βρακάκιας ερχόταν από πίσω του. Να τος όμως ο Τσιμπλής τρεχάτος, παρουσιάζεται μπροστά στο Φούλια.

- Μάστορη…, του λέει μισόπνοος.

- Τι ’ναι ρε; προφταίνει και τονε ρωτάει με θυμό ο Βρακάκιας.

Ζήλεψε γιατ’ είπε μάστορη το Φούλια, που αυτός μονάχος είχε αυτό το δικαίωμα, το ιερό και πολυτίμητο.

- Η ποδιά είν’ ανοιχτή! είπε το παιδί κοιτάζοντας το Φούλια μες στα μάτια. Τη βρήκα ξηλωμένη…

- Τι λες ρε; είπε ο Φούλιας άγριος· ποιος την ξήλωσε;

- Δεν ξέρω, μάστορη, είπε το παιδάκι τρέμοντας· είδα που την τίναζε ο αγέρας, κι έτρεξα να σου το πω.

- Τρέχω να δω! είπε ο Βρακάκιας πρόθυμος.

- Στάσου, ρε, πάμε μαζί! είπ’ ο Φούλιας με χαμηλή φωνή κι ανήσυχη.

Ποδιά είναι ο τεντωμένος μουσαμάς που σκεπάζει το κάτω μέρος της σκηνής, ζωγραφισμένος με σκηνές ηρωικές, κι έτσι κρατεί τον τόπο μιας αυλαίας ακίνητης, που δε σηκώνεται ποτέ ούτε πέφτει. Ήβρανε την ποδιά λοιπόν ξεκάρφωτη, σκύψανε και μπήκαν από κει, σαν κλέφτες, στην παράγκα. Το φως απ’ τα φανάρια τ’ αναμμένα της αυλής, που τα κατεβάζαν άμα θ’ άρχιζε η παράσταση, περνούσε το λευκό πανί, τον καραγκιόζ μπερντέ, λιχνιζότανε χλωμόλευκο και φώτιζε τα μέσα της παράγκας.

- Μας πήραν τις φιγούρες! φώναξε ο Τσιμπλής, πρώτος πάλι και πρόθυμος.

- Χάθηκα! είπε ο Φούλιας πιάνοντας τα μαλλιά του μ’ ένα κίνημα, κι έψαχνε τριγύρω στα διπλά σκοινιά τα τεντωμένα σα να μην πίστευε τα μάτια του.

Ο Βρακάκιας έτρεξε στον κυρ Αντρέα, χωρίς κανένας να του παραγγείλει, και τον έφερε κι αυτόν εκεί μπροστά στη συφορά. Έγινε τότε ένα κακό μεγάλο, φωνές, βρισιές, φοβέρες μεταξύ Φούλια και Κονταργύρη. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω στην παράγκα ανήσυχος να μάθει. Πάει η «συνέχεια» του Κατσαντώνη… Όσο για φιγούρες σαν του Καραγκιόζη και του Μπαρμπαγιώργου, κι άλλες παρόμοιες, είχε η παλιοκασέλα – σα να λέμε, της χάρτινης παρέας το παλάτι –, είχε διπλές και τρίδιπλες να προμηθέψει· άλλον όμως Κατσαντώνη, άλλον Κώστα Λεπενιώτη, και τ’ άλλα παλικάρια, και το Μάνθο το γραμματικό, και τον ίδιο τον Αλή, όλα προσώπατα σημαντικά και φουστανελοφόρα, με χρωματιστά γελέκια και μεϊντάνια, με πουτούρια και σαρίκια, φέσια κι άρματα φανταχτερά, που θέλανε καιρό και τέχνη να κοπούνε στο χαρτόνι, και κολληθούνε, στολιστούνε μ’ άλλα διάφανα χρωματιστά χαρτιά για να θαμπώνει το κοινό η φορεσιά τους η πολύχρωμη – τέχνη τέλος που κανένας άλλος δεν τον έφτανε το Φούλια –, τέτοιες φιγούρες δεν υπήρχαν άλλες στην κασέλα, ήτανε μοναδικές, όσο να πεις αξίζανε, τέλος το καύκημα κι η περηφάνια του Φούλια του «διάσημου».

- Τι είν’ αυτό το κακό που ’παθα; είπε ο κυρ Αντρέας πέφτοντας σε μια καρέκλα απάνου.

Του κυρ Αντρέα ο πόνος νόμιζε κανείς ήτανε προσβολή βαριά στο Φούλια.

- Εσύ δεν έπαθες τίποτα! είπε ψυχρά ο Φούλιας· εγώ έπαθα ό,τι έπαθα. Τέτοιες φιγούρες, δεν έπρεπε να ’χω μπιστοσύνη στην παράγκα… Όσο να τις φκιάσω, ξέρω γω τι τράβηξα.

- Εκείνο που ξέρω γω, είπε ο κυρ Αντρέας ξανάβοντας, είναι πως πρέπει να ’χουμε απόψε «Κατσαντώνη», τίποτ’ άλλο γω δεν ξέρω… Κάμε όπως μπορείς… Το λάθος είναι δικό σου!

- Σώπα, πάψε, μας ακούνε! είπε ο Φούλιας, πιο πολύ φοβισμένος παρά θυμωμένος· το κοινό θα γυρέψει πίσω τα λεφτά του… άμα θυμώσει μάλιστα, τα κάνει όλα κεραμιδαριό! Το κατάστημα δικό σου είναι… Σώπα, είπα! θα μας ακούσουν απόξω πως μαλώνουμε… Σύρε συ στον πάγκο σου, κι άφησ’ εμένα… «Συνέχεια» δεν έχει, βγάλ’ το από το νου σου… Τράβα, είπα, στο τεζάχι σου, κοίτα τα σιτήρια σου! Για να κάμω άλλες φιγούρες, θέλω δέκα μέρες, και να δω αν θα τις καταφέρω σαν τις πρώτες! Μην κοιτάς, εκείνες ήταν, σπάνια πράματα, τις έκαμα στις ώρες μου, στα κέφια μου… Εσύ δεν καταλαβαίνεις.

Έπεσε απάνου στην παλιοκασέλα, μ’ ένα βόγκημα σα να του σκοτώσαν τον πατέρα.

- Δεν τ’ αφήνεις αυτά, ρε… καλλιτέχνη! είπε ο κυρ Αντρέας φουρκισμένος, και ρίχτηκε να βγει όξω βιαστικός, για να μη γίνουν τα χειρότερα.

- Τόσο νιώθεις, τόσο λες! του ’ριξε ο Φούλιας από πίσω την απάντηση. Δεν πας να

μαλώσεις με το ναργιλέ σου, λέω γω. Αυτός βαστάει τις διοτροπίες σου.

Κι αλήθεια, ο κυρ Αντρέας ο Κονταργύρης πήγε ίσια και τα ’βαλε με τον ταμπή· τώρα ήβρε να θυμηθεί πως δεν του ’χε κάμει το ναργιλέ σέρτικο καθώς τον έπινε. Έτοιμος όμως κι ο ταμπής να του αντιλέξει, έτοιμος κι ο κυρ Αντρέας να μην του το επιτρέψει, του λέει να φύγει αύριο, χωρίς άλλο· γυρίζει ο ταμπής, του απαντάει θα φύγει τώρα, αμέσως. Τέλος είδανε και πάθαν ως που να τους χωρίσουν οι πελάτες οι ταχτικοί του καφενέ, που καθισμένοι αράδα, έρριζα στον τοίχο, κάθε βράδυ ρουφάν το ναργιλέ, ακούνε λίγο Καραγκιόζη, ακούνε και κανέναν αμανέ, ακούνε και κανένα Κλέφτικο, βλέπουνε τον κόσμο να περνάει για το θέατρο με μάτι θολωμένο, ακολουθούν και το τι γίνεται τριγύρω στο τεζάχι με μάτι πονηρό. Τέλος, μέγας είσαι Κύριε, τι βραδιά καραγκιοζαίικη είναι τουτηδωνά.

Αφού άδειασε ο κυρ Αντρέας την παράγκα από την παρουσία του, έφτασε κι ο Δημοσθένης με το κλειδί κι άνοιξε την πόρτα. Γύρισε τότε ο Φούλιας και κοιτάχτηκε καλά με το Βρακάκια.

- Ποιος το ’καμε αυτό, ρ’ Αντώνη; είπε ο Φούλιας μ’ ένα σπαραγμό στη φωνή του.

Για να μιλήσει στο Βρακάκια με τ’ αληθινό του τ’ όνομα, κι όχι με το παρατσούκλι του, θα πει πως ήτανε σοβαρή η περίσταση. Το κατάλαβε, και το ’ξερε μονάχος του ο Βρακάκιας. Η ταραχή του γράφτηκε στο πρόσωπο του κακομοίρη.

- Δεν ξέρω, μάστορη, είπε και τρεμόσβηνε η φωνή του.

- Ποιος το ’καμε αυτό, ρ’ Αντώνη…ρε Βρακάκια! ξαναρώτησε με παράπονο μαζί και κατηγόρια ο Φούλιας, σα να ’θελε να ρίξει την αιτία στο παιδί.

- Δεν ξέρω, μάστορη! είπε το παιδί με σπαραγμό, σα να φοβότανε μην ήταν ένοχο το ίδιο… Έτσι, να μου χυθούν τα μάτια, μάστορη, δεν ξέρω!

Ήταν έτοιμο να κλάψει· φοβότανε μη χάσει τ’ αξίωμα

- … Έτσι, μα τα κόκαλα της μάνας μου… να χάσω τ’ αδρεφάκι μου, που το ’χω ένα, δεν ξέρω…

Ο Φούλιας πρώτη φορά άκουγε πως είχε κι αδερφάκι το παιδί· φαντάστηκε πως θα ’τανε κι αυτό κανένα μορτάκι σαν ετούτο, και γέλασε από μέσα του για τους όρκους του παιδιού. Πίστεψε όμως τους όρκους του.

- Ποιον υποψιάζεσαι; ρώτησε ο Φούλιας μαλακότερα.

Του Βρακάκια ο νους πήγαινε κάθε στιγμή στον Αποφόρη, και τα μάτια μιλούσαν έξυπνα, μα φοβότανε να ξεστομίσει τ’ όνομά του. Είχανε μεγάλη ζήλια οι δυο τους μεταξύ, κι αυτό το ’ξερε καλά ο μάστορης· ίσα ίσα μαλώνανε για την εύνοιά του.

- Δε μιλάς, ρε; είπε ο Φούλιας με φοβέρισμα.

- Δυο μπαίνουνε στην παράγκα, μάστορη, είπε τρέμοντας το παιδί· εγώ…

- Κι ο Αποφόρης, ε; ακούστηκε από πίσω μια φωνή· αλλού να τα πουλάς αυτά, Βρακάκια!

Ήταν ο Τσιμπλής που μίλησε έτσι. Στεκότανε κοντά στην πόρτα, και κρυφάκουγε έτοιμος να πεταχτεί έξω. Τούτος πάλι, ο Τσιμπλής, όσο αγαπούσε τον Αποφόρη, τόσο μισούσε το Βρακάκια.

- Τσακίσου όξω, ρε παλιορουφιάνε! φώναξε ο Φούλιας μανιασμένος. (Το παιδί τσακίστηκε.) Ποιος τονε ρώτησε τον άτιμο… Λες αυτός να το ’καμε, ρ’ Αντώνη;

- Αυτός τα πήρε, αυτός!

- Γιατί; ρώτησε ο Φούλιας μ’ απορία.

- Δεν τον έδειρε προχτές το βράδυ ο κυρ Αντρέας, γιατί μπήκε από μέσα στο τεζάχι, την ώρα που ’λειψε αυτός μια στιγμή;

- Και πως μπήκε στο τεζάχι, ρε, τι του ’φταιξα γω; Αν ήθελε να κάμει κακό στον

Κονταργύρη, τι έχω να κάμω γω στην υπόθεση; Λέγε, ρε!

- Δεν είπα γω πως έφταιγες, μάστορη… άλλος έφταιγε!

- Ποιος έφταιγε, ρε, μίλα ξάστερα, μη σου ανάψω στο κεφάλι όλη την κασέλα την

καραγκιοζαίικη.

Κι ο Φούλιας σήκωσε στο χέρι το σκέπασμα το ξεκάρφωτο.

- Ο Κονταργύρης έφταιγε, σου το ’πα, μάστορη…

- Να σου πάρει ο διάολος τον Κονταργύρη… Εσύ, ρε, έφταιγες, που μ’ έκανες και θύμωσα με το παιδί! Όλο εσύ το κακόβανες σ’ εμένα. Τ’ αρνιέσαι, ρε, τ’ αρνιέσαι; Όλο βρισίδι και μαλώματα είχες μαζί του. Το βρήκες αθώο το παιδί, είδες που δε μιλάει, και το κυνηγάς. Κάθε τόσο και: «Μάστορη, ο Αποφόρης έκαμε το και το». Θέλεις να το διώξω απ’ την παράγκα και κοιτάς με δολιότη να του φας το μάτι. Δε σου βαστάει να βγεις στα φανερά, να μαλώσεις, να δαρθείς· ξέρεις πως θα τις φας. Ξέρεις, άμα θυμώσει, γίνεται θερίο. Όσο κάνει υπομονή, το βασανίζεις σαν το Γιούδα, άμα αγριέψει, συμμαζεύεσαι, γιατί σου την τινάζει την προβιά, ας είναι και μικρότερος.

- Εμένα; είπε ο Βρακάκιας πειραγμένος.

- Εσένα, αμέ ποιον, εμένα, ρε;

Εκείνη τη στιγμή ο Τσιμπλής μισάνοιξε την πόρτα.

- Ο Αποφόρης, μάστορη, είπε, ψες το βράδυ ήταν από πίσω στην παράγκα και

κρυφοκοίταζε στις χαραμάδες· ήτανε με την παρέα του, τ’ άλλα τα παιδιά. Ψες το βράδυ τονε χτύπησε ο Κονταργύρης, και του ’πε να μην ξαναπατήσει δω…

- Του ’πε τέτοια κουβέντα, ρε, του παιδιού; Γιατί δε μου το ’λεγες; είπε ο Φούλιας σα να τονε πρόσβαλε κανείς βαθιά.

- Δεν ήθελα να σε βάλω να μαλώνεις, μάστορη, είπε ο φρόνιμος Τσιμπλής.

- Εσύ, ρε σιγαλό ποτάμι, ρε σουπιά, που θολώνεις τα νερά, γιατί δε μου το ’λεγες;

Ο Βρακάκιας έριξε κάτου το κεφάλι μοχτηρά και σώπαινε.

- Αυτός είναι κόμμα με τον κυρ Αντρέα! είπε ο Τσιμπλής δείχνοντας το Βρακάκια με την πιο μεγάλη καταφρόνεση.

- Καλά, είπε με σκοτεινή ματιά ο Φούλιας, θα λογαριαστούμε.

- Το ’καμε να ξεδικηθεί τον κυρ Αντρέα που τον έδειρε! έριξε πάλι στη μέση το λόγο του ο Τσιμπλής.

- Πήγαινε όξω, στο διάολο! είπε ο Φούλιας, ξεθυμαίνοντας τώρα στον Τσιμπλή. Κοίταξε καλά, ρε, να μη σου βγει καμιά κουβέντα στ’ άλλα τα παιδιά, πως τάχατες (αυτό το τόνισε πολύ) έκλεψε ο Αποφόρης τις φιγούρες – δε θα ξαναπατήσεις εδωμέσα, ούτε συ, ούτε άλλος κανένας (κοιτάζοντας άγρια το Βρακάκια), καταλάβατε; Δε θέλω ν’ ακουστεί τίποτα στην αλαναρία, την ευγενέστατη παρέα σας… όχι πως μου κλέψαν τις παλιοφιγούρες (τις καταφρονούσε τάχα), και θα με κοροϊδεύουν, αλλά βάνω κάτου το κεφάλι μου πως την κλεψά δεν την έκανε ο Αποφόρης… Άλλος είν’ ο κλέφτης, θα τον πιάσω γω, στου φιδιού το κέρατο να κρυφτεί, θα τον πιάσω!… Έλα, πάρε πόδι, κύριε Τσιμπλή… όχι στάσου να βοηθήσεις, κι αν σου αρέσει εσένα κι αλλουνού, μαρτυράτε τίποτα… Άμα μάθουν απόξω οι άλλοι οι ευέλπιδες πως με κλέψαν, θα τους ανοίξει κι αυτωνών η όρεξη, και θα μου ρημάξουν τις φιγούρες… Ελάτε τώρα, γλήγορα! Βγάλτε τον Πασά, το Σελίμη, το Μεχμέτη, θα παίξουμε τον «Καραγκιόζη φούρναρη»! Διόρθωσε το λυχνάρι, ρε, σένα το λέω, ρε Τσιμπλή, όχι αυτό, τ’ άλλο, τύφλα! Δώσε μου εσύ τον Καραγκιόζη… Βάρα το κουδούνι να σωπήσει η μουσική… Έτοιμοι;

Ο κόσμος έξω τίποτε δεν είχε νιώσει απ’ αυτό το δράμα το παρασκηνιακό. Περίμενε πρώτα το χορό του ξύλου που χορεύει ο Καραγκιόζης με το Χατζηαβάτη δέρνοντας, ύστερα τον καβγά του Μπαρμπαγιώργου με το Βεληγκέκα, όπου ο φουστανελάς πληρώνει στον Αρβανίτη όσο ξύλο έδινε, τόσους αιώνες, στους αθώους χριστιανούς, κι ύστερα τέλος τη «Συνέχεια». Μα να και βγαίνει ο Καραγκιόζης στο μπερντέ μονόπλευρος, όπως τον καταδίκασε κι αυτόν και τους συντρόφους η κακή τους μοίρα, βγαίνει σκυφτός και κακομοίρης δείχνοντας πάντα το ένα μάτι κι αυτό στραβό, και λέει στο κοινό:

- Αξιότιμοι κύριοι, απόψε μπήκαν κλέφτες στο μαντρί, κλέψανε το λαγιαρνί… Απόψε ο Κατσαντώνης πήρε τον Κώστα και τα παλικάρια τους και παν, και πάνε…

Εδώ έκοψε το λόγο του ο Καραγκιόζης, έσκυψε το ξερό κεφάλι του, κι έκανε πως γυρεύει κάτι γύρω στα ποδάρια του.

- Τι λες, ρε, είπε ένα χασαπάκι απόξω· τι, δηλαδή, δε σε καταλαβαίνομε!

- Δεν έχει απόψε Συνέχεια; ακούστηκε άλλη βραχνή φωνή.

Στην πλατεία γίνηκε κάποια κίνηση· ξεφωνητά σκόρπια τιναζόνταν από μια στην άλλη άκρη, κι αρχίζανε και φοβερίσματα με χαμηλή φωνή. Όλοι ανησυχούσανε για τη Συνέχεια. Ο Καραγκιόζης τότε ανησύχησε κι αυτός. Άφησε λοιπόν τα χωρατά στην άκρη, και με φωνή που ’τρεμε, και με τόνο σοβαρό, που δεν του ταίριαζε, και τον παράστηνε γελοίο από κωμικό, άρχισε να λέει, πάντα μονόπλευρος, όπως ήτανε της μοίρας του, μα τώρα θα ’λεγε κανείς σκοπίμως το ’κανε, γιατί δεν ήθελε ν’ αντικρίσει το κοινό κατάματα απ’ το φόβο του.

- Λέω, δηλαδή (κι έσκυβε πάλι σαν το ζούδιο που σκαλίζει μες στο χώμα), πως κάποιος άτιμος μάς χάλασε τις φιγούρες, μπήκε στην παράγκα και τις έσκισε… Λοιπόν απόψε δεν έχει Συνέχεια, μα έχει άλλη παράσταση, ωραία και κωμική, που θα γελάσει το παρδαλό κατσίκι. Παρακαλώ να μας συχωρήσει το σεβαστό κοινό… Ως την Κυριακή όμως θα κάμουμε άλλες φιγούρες, άλλον Κατσαντώνη, άλλο Λεπενιώτη, άλλο Μάνθο, και η παράσταση θα γίνει τέτοια… που δε ματάγινε άλλη! Κατά το παρόν, αν αγαπάτε, μείνετε απόψε να γελάσετε, και την άλλη Κυριακή θα κλάψετε… με την ησυχία σας! Λοιπόν, υπομονή λιγάκι… Πρώτα τα γέλια κι ύστερα τα κλάματα… Πρώτα έπρεπε να μπουν τα κλάματα, μα τι να κάνομε, το λάθος δεν είναι δικό μας, είν’ αλλουνού… Ουφ, έσκασα!

Ο Καραγκιόζης από το κακό του είχε λησμονήσει τη φωνή του, μες στην ταραχή του, και μιλούσε με… του Φούλια τη φωνή. Κι ύστερα έμεινε βουβός, ξερός, μονόπλευρος και ψόφιος, κολλημένος στο πανί.

- Να μας δώσετε πίσω τα λεφτά μας! Εμείς ήρθαμε για τη Συνέχεια, όχι για τίποτ’ άλλο!

Ο Φούλιας είχε βγει από την παράγκα, και στεκόταν ο ίδιος πια μπρος στο κοινό.

- Κάτι λάθος… τέλος κάτι δυστύχημα, είπε (και χαμογέλασε μ’ άνοστο μορφασμό),

συνέβηκε στο θίασό μας… Οι καλύτερες φιγούρες χαλαστήκανε… Ανεξάρτητο της θέλησής μας… Αν αγαπάτε, μείνετε στην παράσταση, αν δεν αγαπάτε, θα πάρετε πίσω τα λεφτά σας. Θα παίξουμε «Ο Καραγκιόζης φούρναρης».

- Όχι, ο «Καραγκιόζης βασιλιάς» να παίξεις! είπε μια φωνή απότομη.

- Γιατί δε λες πως σου κλέψαν τις φιγούρες; ακούστηκε η φωνή του κυρ Αντρέα πίσω από τον κόσμο, προς την αμπατή του μικρού θεάτρου· ε, γιατί δεν το μαρτυράς; Γιατί να κρυβόμαστε από τ’ αξιότιμο κοινό;

- Πες το λοιπόν η αφεντιά σου, που το ξέρεις καλύτερα από μένα! είπε ο Φούλιας θυμωμένος, και χώθηκε πάλι στην παράγκα.

Οι θεατές είχανε στραβώσει τα κεφάλια τους πίσω, κατά τον Κονταργύρη, που έβγανε το λόγο του.

- Βλέπετε, κύριοι, κάποιος καλός άνθρωπος ήθελε να μου χαλάσει το μαγαζί μου… Ας είναι καλά η καλοσύνη του! Βλέπετε, πήρε μονάχα τις φιγούρες της παράστασης του Κατσαντώνη. Τι θα τα κάμει τα παλιόχαρτα; Η κακία του μοναχά. Φιγούρες να κάμουμε καλύτερες, κι η παράσταση της άλλης Κυριακής κόσμο έχει να χαλάσει… Ε, κύριε Καραγκιόζη, έλα να το πεις κι εσύ, να βεβαιώσεις τ’ αξιότιμο κοινό… Ε, Καραγκιόζη; (μιλιά ο Καραγκιόζης). Αν πάλι… όπως αγαπάτε, κύριοι!

Το κοινό στράβωνε μπρος και πίσω τα κεφάλια θέλοντας πότε να βλέπει το ρήτορα τον αποπισινό, πότε περιμένοντας τον Καραγκιόζη ν’ αγορέψει.

- Θα μείνουμε! είπανε πολλοί. «Ο Καραγκιόζης βασιλιάς»… όχι, «Ο Καραγκιόζης

φούρναρης»! Όχι, ναι!

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο φούρνος στο πανί να παίρνει τη θέση στη γωνιά την αντικρινή από του Καραγκιόζη την καλύβα. Τι να την κάνεις όμως εκείνη την παράσταση· όλα της άνοστα κι ανόρεχτα. Νερόβραστα χωρατά του Καραγκιόζη, σαχλές οι πονηριές του Χατζηαβάτη, κρύος ο φούρνος με το φούρναρη, κρύα και τα φαγιά τους.

Στο τέλος της πρώτης πράξης γλίστρησε ο Φούλιας από τη παράγκα και παρουσιάστηκε στον καφενέ· δίσκο δε θέλησε, ούτε και τόλμησε να βγάλει· θα μάζευε καρπαζιές αντί δεκάρες. Ο κυρ Αντρέας, άμα τον είδε, άναψε:

- Για μένα το ’κανε, το κερατένιο, το αφιλότιμο. Δε θα το πιάσω, πού θα μου πάει;

- Πώς το ’καμε για σένα, και δεν το ’καμε για μένα; είπε παγερά βλέποντας τον κυρ

Αντρέα καταφρονετικά.

- Για να με ζημιώσει! είπε ο κυρ Αντρέας.

- Εγώ, το λοιπόν, δε ζημιώνουμαι; είπε ο Φούλιας ρίχνοντας τα χέρια του στη μέση σα να του ’χανε κάνει καμιά προσβολή.

- Καθένας κοιτάζει τη δική του τη ζημιά! κι έβλεπε ο κυρ Αντρέας αλλού, σα να ’θελε να δείξει πως είχε κι άλλες έννοιες στο κεφάλι του.

- Κοίταξε λοιπόν τη δική σου τη ζημιά, κι εγώ κοιτάζω τη δική μου… κι έτσι ωραία θα περάσουμε!

- Τα χωρατά σου να τα φυλάς καλύτερα για την παράστασή σου!

Και ο κυρ Αντρέας τον κοίταζε κατάματα. Ο Φούλιας μισόκλεινε τα μάτια και τον κοίταζε κι αυτός.

- Μήπως σε ζημιώνω με τα χωρατά μου; Βλέπεις, σε ζημίωσα και στα σπουδαία ως τώρα. Το συρτάρι σου, βλέπεις, βροντάει.

- Και δε με ζημίωσες; είπε ο κυρ Αντρέας μ’ έξαψη κι αυτός. Αν φύλαγες την

παλιοπαράγκα, δε θα σε κλέβανε.

- Παλιοπαράγκα να μη λες το δικό μου θέατρο… Αν παίζω γω, είμαι καλλιτέχνης, αν το βρίζω γω το θέατρό μου, το κάνω από ένα … ετσιθέλω καλλιτεχνικό!

- Δεν είσαι άξιος να το φυλάξεις…

- Τώρα που το ’παθα, δίνω κι εγώ όσες θέλω συβουλές στον εαυτό μου, μα οι ξένες

συβουλές δε μου χρειάζονται.

- Αφού μαζεύεις εκεί μέσα όλους τους μόρτηδες του δρόμου…

- Τώρα θα πάω να βρω τίποτα μόρτηδες του καλού κόσμου για να κάμω τη δουλειά μου!

- Λοιπόν ένας απ’ αυτούς τους τίμιους μόρτηδές σου σ’ έκλεψε, να!

Κι ο κυρ Αντρέας γελούσε μ’ όλη την κακία του.

- Μην προσβέλνεις τα παιδιά, είπε ο Φούλιας με ύφος σοβαρόπρεπο, ρίχνοντας κάτου τη φωνή του. Αυτά τα παιδιά που βλέπεις είναι πιο τίμια κι από… μένα! Κι εγώ έκανα το μόρτη, κύριε Κονταργύρη, πρι να φτάσω εδώ που ’φτασα! Μην προσβέλνεις τα παιδιά!


- Να προσβάλω λοιπόν εσένα; Εσύ τα πήρες; Πες μου, να σε προσβάλω; είπε ο

Κονταργύρης γελώντας δυνατά.

- Εγώ δεν προσβέλνομαι… Δεν είμ’ από κεινούς που προσβέλνονται εύκολα! Μπορείς όσο θέλεις να προσβέλνεις… εγώ δεν προσβέλνομαι! τελείωσε ιλαρά ο Φούλιας τη θεωρία του περί προσβολής.

Τα παιδιά του καφενέ μόλις κρατούσανε τα γέλια.

- Τι γελάτε, ρε; είπε ο Φούλιας τώρα παίρνοντας θυμό. Θέλετε δηλαδή να σας δείξω πως παίρνω γω την προσβολή; Κακό δικό σας θα ’ναι… θυμώνω άγαρμπα, και δε μ’ αρέσει!

- Και δε μας λες ποιος την έκανε την κλεψιά; ρώτησε ένα από τα παιδιά.

- Θέλετε να ’μαι λικρινής; είπε ο Φούλιας χαμηλόφωνα. Την κλεψιά την έκανε άνθρωπος που… διαφερότανε για την παράγκα… την πονούσε μάλιστα! Καλά που δεν την έγδυσε όλη … από φιλία! Πώς το καταλαβαίνω; Μπήκε, και δεν έσκισε την ποδιά, την ξεκάρφωσε με τέχνη, πήρε αυτό που χρειαζότανε, μα το παλιορολόγι, κρεμασμένο στο καρφί, δεν το καταδέχτηκε… Από φιλία, σας είπα!

- Βλέπεις; είπε ο κυρ Αντρέας που κρυφάκουγε· μόρτης ήταν απ’ αυτούς που συμμαζεύεις και σε βοηθάνε χάρισμα! Δεν παίρνεις ένα παιδί τίμιο, με πληρωμή.

- Πληρώνεις η αφεντιά σου, είπε μ’ ορμή ο Φούλιας, να πάρω έναν εύελπι – από το

παναπιστήμιο; Δεν πληρώνεις! Και τάχα, δε συμμαζεύεις η αφεντιά σου μόρτηδες στον καφενέ σου; Ποιος καταβρέχει, ποιος σκουπίζει, ποιος μαζεύει, ποιος απλώνει τα τραπέζια –χάρισμα; Όχι, θα μου πεις εμένα «χάρισμα»!

- Θανάση, δε μιλάς καλά! είπε ο κυρ Αντρέας τώρα σοβαρά.

- Όχι, εσύ μιλάς καλύτερα!

Ο κόσμος που βγήκε από το θέατρο να καπνίσει και να πιει, μαζεύτηκε τριγύρω κι ακολουθούσε την καινούρια αυτή παράσταση «χάρισμα». Οι μουζικάντηδες όμως εκείνη τη στιγμή είχανε πάψει κι ο Θανάσης έπρεπε ν’ αρχίσει.

- Πες τους να παίξουν κι άλλο κομμάτι, ρε! πρόσταξε ένα παιδί. Μιλάω καλά, καλύτερα από σένα (άρχισε να μιλεί ο Φούλιας ησυχότερα βλέποντας τον κυρ Αντρέα ν’ αγριεύει), και θα σου πω κι ένα άλλο τώρα: Κυνηγάς με το ξύλο και με το χωροφύλακα, κάθε βράδυ, τα μορτάκια, για να μη βλέπουν απ’ τις χαραμάδες, λέει… σάματις έχουνε λεφτά να πληρώνουνε… Τι σου κάνουνε τα έρημα, ρε… κυρ Αντρέα, δεν τα λυπάσαι, τα έρημα (τα μάτια του δακρύζαν, έτρεμε η φωνή του), ενώ, ξέρεις, παλαβώνουνε για Καραγκιόζη… Άλλο κακό δεν κάνουνε, χώνουν το μάτι σε καμιά χαραμάδα και κοιτάνε, πέφτουνε της κοιλιάς για να κοιτάζουνε, σηκώνονται στα νύχια, κάνουν ό,τι μπορούνε, όμως τα παλιοσάνιδα τα φυλάνε, δεν τα ρίχνουν, ένα κοίταγμα μονάχα κάνουν. Είναι, δηλαδή, τόσο ακριβό ένα κοίταγμα; Ασ’ τα να κοιτάζουν, έτσι για ψυχικό, τα έρημα… Κι εγώ μόρτης έκανα, κι εγώ παλάβωνα για Καραγκιόζη, κι εγώ όλη μέρα δούλευα στους καφενέδες, τι έκανα για να βλέπω χάρισμα. Για το μορτάκι, το δούλεμα χάρισμα δε λογαριάζεται, το κοίταμα χάρισμα, αυτό είναι το σπουδαίο! Έτσι που λες, η αφεντιά σου (τάχα πως δεν τα ’λεγε στον κυρ Αντρέα). Αν δε μ’ αφήνανε να μπω, τότε εγώ –στις χαραμάδες! Και κανένας δεν κόταγε να με κυνηγήσει με το ξύλο και με το χωροφύλακα, γιατί του ξεκόλλαγα τα παλιοσάνιδα. Προχτές κάποιος, χωρίς λόγο, τσάκισε στο ξύλο τον έρημο τον Αποφόρη, που δουλεύει και στον καφενέ – χάρισμα –, δουλεύει και σ’ εμένα… δε θέλω δηλαδή να πω χάρισμα, είναι δική μου δουλειά τι παίρνει το παιδί! Ξύλο λοιπόν τον Αποφόρη! Τι του ’καμε, ε, τι του ’καμε, ο κακομοίρης, ο έρημος ο Αποφόρης;

Δακρύζανε πάλι τα μάτια του, μα συλλογιζότανε μαζί ο Φούλιας πως έκαμε κακά να ξαναθυμίσει στον κυρ Αντρέα του Αποφόρη τ’ όνομα. Ανησύχησε για το παιδί, μην το στείλει ο κυρ Αντρέας στην κατώγα.

- Λοιπόν, αυτός έκαμε την κλεψιά ο Αποφόρης σου! είπε ο κυρ Αντρέας άγριος, αφού συλλογίστηκε. Σύρε τώρα στην παράσταση, κι αύριο σου διορθώνω τ’ αποφόρια του.

- Το παιδί δε θα το πειράξεις, ούτε τρίχα! είπε ο Φούλιας αποφασιστικά.

- Σύρε στο διάολο!

- Δεν πάω, έχω παράσταση! είπε ο Φούλιας φιλοσοφικά· τι να σου κάμω, μια διακοπή φτάνει για ένα βράδυ, δυο πέφτουνε πολλές, προσβολή δική μου θα ’ναι, όλοι θα πουν ο Φούλιας φταίει, εσένα τι σε μέλει;

- Δε χαθήκαν οι καραγκιοζοπαίχτες.

- Α, όλα κι όλα, κύριε Κονταργύρη! Τώρα με προσβέλνεις… Θέλεις να πάψω τώρα, θέλεις αύριο; Όπως αγαπάς.

- Όπως αγαπάς εσύ!

- Όχι, εσύ… Α, έτσι δε θα τελειώσουμε· πάω στην παράστασή μου, και σ’ αφήνω ν’

αποφασίσεις ίσαμε αύριο. Εγώ πήρα τη δική μου –γι’ απόψε! Αύριο, βλέπουμε…

- Ρε Τσιμπλή, είπε ο Φούλιας μπαίνοντας στην παράγκα· μην κοιτάς που σε μαλώνω, ρε, καμιά φορά. Έτσι κι εγώ έτρωγα ξύλο, κακομοίρη, απ’ το μάστορή μου το Μίμαρο… Έφαγα ξύλο όσο να βάλω γνώση, ξύλο με το καντάρι, ως που να γίνω –τι να γίνω; Δώσ’ μου φάσκελα! Λοιπόν, άκουσε δω: Τώρα που θ’ αρχίσω να παίζω, να βγεις εσύ να φέρνεις γύρα τα σανίδια απόξω. Αν δεις τον Αποφόρη να κρυφοκοιτάζει, να του πεις –κοίτα, με το καλό! –, να του πεις πως τονε θέλω, να ’ρθει μέσα να του πεις.

Στο δεύτερο διάλειμμα γύρισε ο Τσιμπλής κι είπε πως δεν τονε βρήκε τον Αποφόρη. Στο τρίτο διάλειμμα, τα ίδια.

- Είναι πρώτη βραδιά που λείπει απ’ τα σανίδια, μάστορη! είπε ο Βρακάκιας. Εγώ και ψες τη νύχτα τονε βρήκα κει, στα σανίδια, του ζήτησα μάλιστα κι ένα τσιγάρο, για να δω αν έχει λεφτά από τότε που τον έδειρε ο κυρ Ανδρέας και του ’πε να μην ξαναπατήσει δω.

- Γιατί δεν ήθελε, το παιδί, να κάνει άλλη δουλειά από της παράγκας! είπε ο Τσιμπλής.

- Από τότε που ’φυγε, κάθε βράδυ εκεί τον έβρισκα, στο διάλειμμα, να κρυφοκοιτάζει. Απόψε μοναχά δεν…, τελείωσε ο Βρακάκιας.

- Αυτό το παιδί έχει φιλότιμο… Αυτό πήρε τις φιγούρες! Αν τις έπαιρνε κανένας κλέφτης, λωποδύτης, δηλαδή ταχτικός της «δουλειάς»… ρε μπούφο (στο Βρακάκια:) δε θα ’ρχότανε στα σανίδια κάθε βράδυ; Δε θα το ’κανε, για να δείχνει πως είναι ξένος από το κακό που ’κανε; Οι άλλοι μόρτηδες δεν είναι κει, ρε, κάθε βράδυ; (Στον Τσιμπλή:) Εκεί είναι, πες το, ντε, κι εσύ! Αυτός όμως που πήρε τις φιγούρες είναι πρωτόβγαλτος, βέρτζινος, δεν είναι κλέφτης, λωποδύτης… Ντράπηκε, μπορεί και να μετάνιωσε, γι’ αυτό δεν ήρθε… Να μου κόβεις το κεφάλι, αυτός είναι! (Μ’ άγρια φωνή:) Κοιτάτε καλά, ρε σεις, μην πείτε κανένα λόγο στον Αντρέα τον Κονταργύρη, πως δηλαδή εγώ το υποψιάζομαι το παιδί, κοιτάτε καλά, σας είπα! Έχει διώξιμο και στους δυο.

- Έννοια σου, μάστορη, εγώ δε θα πω τίποτα! είπε ο Τσιμπλής πρόθυμος, και κοίταζε με το ’να μάτι το Βρακάκια που σώπαινε.

- Κοίταξε συ, ρε Τσιμπλιάρη, να μάθεις πού κάθεται, ή θα τονε βρεις σε κανέναν άλλο Καραγκιόζη, το κόβω το κεφάλι μου! Κάτι ξέρω γω… Κάτι καταλαβαίνω, απ’ τον εαυτό μου! Να τον πάρεις λοιπόν από κοντά, να τονε φέρεις γύρα με την πονηριά σου, κοίτα καλά, σε θέλω, ειδεμή δε θα ξαναπατήσεις στην παράγκα! Αύριο βράδυ να μου φέρεις απάντηση. Εσύ, ρε Βρακάκια, δε θέλω ν’ ανακατευτείς στην υπόθεση, δεν το χωνεύεις το παιδί… Τι λέω γω; Δεν αφήνεις άνθρωπο να πατήσει στην παράγκα! Άμα δεις κανένα παιδί να καταλαβαίνει Καραγκιόζη καλύτερα από σένανε, σου ’ρχεται να φας το συκώτι σου. Έλα τώρα, τράβα έξω! Φέρε συ, ρε, το Σελίμη… Όχι το Μεμέτη, ρε στραβέ! Πήγαινε όξω, ρε Τσιμπλή, τι σου ’πα εγώ; Στην παράσταση δε θέλω να ’ναι άλλος εδωμέσα!

Αφού έκλεψε τις φιγούρες απ’ το θεατράκι της «Ωραίας Συνάντησης», νύχτα, ύστερ’ από την παράσταση – κι η αλήθεια είναι πως την κλεψιά την έκαμε έτσι, σε βρασμό, πριν του περάσει ο πόνος απ’ το ξύλο –, ο Αποφόρης δεν πήγε στης μάνας του το σπίτι να κοιμηθεί· μα είχε κι άλλο σπίτι ο Αποφόρης. Κάθε οικόπεδο, κάθε γιαπί, κάθε ρημάδι, ξένο αν ήτανε, ήτανε και δικό του. Πάλι, ξένο ήτανε της μάνας του το σπίτι, ας ήταν και δικό του. Ξένα ήταν και τα ρούχα που φορούσε, κι ήτανε δικά του. Στη μάνα του κοντά δεν έβρισκε άλλο τίποτα παρά κατάρες και βρισιές. Ξενοδουλεύτρα, έβρισκε τον τρόπο να τον κονομάει λίγα παλιόρουχα, για να μην τονε βλέπει ολότελα γυμνό, μα τίποτ’ άλλο δεν την ένοιαζε για το παιδί, ούτε για το ψωμί του ακόμα, από τότε που απελπίστηκε πως ο Αποφόρης δε θα «γίνει άνθρωπος».

- Από μένα τίποτα μην περιμένεις! του το ’κοψε μια και καλή.

Είχε όμως ο Αποφόρης και κάπου αλλού καταφυγή· είχε τη θεια του τη Μαρίτσα, του μακαρίτη του πατέρα του την αδερφή, κι αυτή το πονούσε κάπως το παιδί και το συμμάζευε, και πήγαινε ξεπίτηδες συχνά στη μάνα του για να τη μαλώνει και να της χτυπάει την ασπλαχνιά της μπροστά στη γειτονιά. Η μάνα του Αποφόρη έκανε πως δεν την ακούει, και δεν έβγαζε μιλιά. Είχε πάρει την απόφασή της η γυναίκα, πως είχε βγάλει απ’ την καρδιά το παιδί της, μα ίσως το ’κανε ξεπίτηδες, γυναίκα αποφασιστική, να κάμει και τη θεια, μα και τον Αποφόρη, να πάρουνε κι αυτοί τη δική τους την απόφαση, και να ξεκόψουν απ’ το σπίτι της κι από τα βάσανά της.

Εκεί, στη γριά θεια του τη Μαρίτσα, ο Αποφόρης συλλογίστηκε να πάει να κρύψει τον κλεμμένο θησαυρό του. Το σπίτι έπεφτε στην παρακάτου γειτονιά, σ’ ένα ακρινό σοκάκι, και κανένας, συλλογιότανε, δε θα το ’ξερε να πάει εκεί και να τον ξετρυπώσει τον κλεφτάκο. Έτσι συλλογιότανε ο Αποφόρης.

Καλοκαίρι αφού ήταν, η Μαρίτσα τονε βρήκε το πρωί βαθιά κοιμάμενο τον Αποφόρη στην αυλή, κοντά στον τοίχο. Ο ήλιος έπεφτε στα μάτια του, έσταζε ίδρωτα το πρόσωπό του, μύγες πράσινες πετούσαν και βουίζανε τριγύρω του· η Μαρίτσα τον τραβούσε από το χέρι και τον έκραζε, μα τίποτα. Είχε αργήσει ν’ αποκοιμηθεί ο κλεφτάκος απ’ τη συλλογή του και την ταραχή που του αγρίεψε το νου. Πολύ πια περασμένα τα μεσάνυχτα, κι ο Αποφόρης αγρυπνούσε ακόμα στο σκοτάδι, νοτισμένο, θα ’λεγες, από των αστεριών τ’ αχνό το φως. Με τα τρεμουλιαστά του χέρια ανάδευε τις χάρτινες φιγούρες, τις αράδιαζε στον τοίχο ορθές , έτοιμες να σωριαστούνε καταγής παράλυτες, τις έβανε να περιπατήσουνε και να κινήσουν τα ξεκλείδωτά τους, μα του κάκου. Η μοίρα τους αληθινή ήτανε να ζουν όχι μια ζωή περπατητική, παρά, σωστότερα, μια κρεμαστή ζωή. Γιατί η δύναμη που τα κινούσε δεν ήτανε κρυμμένη στα λυτά τους πόδια-χέρια, παρά κρεμόταν απ’ το θέλημα του τεχνίτη που τους έδινε ζωή.

Έπαιξε κάμποσο ο Αποφόρης έτσι στα μουγκά και στο σκοτάδι, μα χωρίς όρεξη πολλή, παράξενο και τούτο… Ενώ βαθύτατη ήταν η χαρά του, ενώ του λάχτιζε τα σπλάχνα ο φόβος ο γλυκός που δίνει το παράνομο τ’ απόχτημα, τα χέρια του κρυώνανε, και χάναν την τρεμούλα που είχαν όταν πρωτοπιάσαν τις φιγούρες και τις σφίξανε σαν κάτι άπιαστο κι ατίμητο. Αχ, και πόσο πάντα λαχταρούσε, πόσο παρακαλιόταν και καιγότανε να μη λείπει από του Καραγκιόζη τις παράστασες… Θυμήθηκε, όταν πρωτοβρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το θάμα, νιόφερτος στη χώρα αυτός, τι θάμπωμα και τι μεθύσι, ακόμα και τι φόβος μυστικός τον πλάκωσε όταν αντίκρισε τους Ίσκιους απάνου στο πανί σαν παράξενα άλλου κόσμου ζώα ν’ αναδεύονται. Κι ενώ έβλεπε, κι ενώ απορούσε, ο νους του, πονηρός ευτύς, χωρίς άλλου παιδιού βοήθεια, θέλησε να μπει στης ύπαρξής τους το κρυφό· τι ήταν οι Ίσκιοι, πώς κουνιόνταν και μιλούσανε και ζούσαν. Δειλό χωριατόπουλο, δεν τόλμησε στην παράγκα να ζυγώσει· ήταν εκεί πολλά παιδιά, κι ο νεόφερτος ο Μήτσος ήταν δειλός, σαν ξένος. Μα τόλμησε σιγά και κρυφοκοίταξε απ’ τις χαραμάδες, και γλυκάθηκε. Έτσι, κάθε βράδυ, έφευγε απ’ το σπίτι, και ξέκοβε από το σχολείο, κι από κάθε λογής δουλειά, και πού τον έβρισκες, στον Καραγκιόζη το μικρό το Μήτσο, μέρα ή νύχτα. Έδεσε πια γνωριμιές μ’ όλο τον κόσμο τον καραγκιοζαίικο, το ζωντανό ή τον άψυχο, και δούλευε γι’ αυτόνε με μια συφωνία μοναχά, να μπαίνει στην παράσταση. Κι οι άνθρωποι, σκληροί, ήβρανε το σφυγμό του και τονε φορτώνανε δουλειά και ξύλο· άλλο κέρδος δεν απόλαψε απ’ αυτούς παρά το παρατσούκλι του, ίσως και καμιά δεκάρα κάποτε. Έκανε αυτός υπομονή, κέρδισε του Φούλια τη μπιστοσύνη, τέλος, για μεγάλη πληρωμή του, αξιώθηκε να μπει στην παράγκα και να δουλεύει εκεί. Τότε όλα του ξηγηθήκανε τα μυστικά, μα κι άλλα περισσότερα. Γλήγορα είχε γίνει και στ’ άλλα τα παιδιά για ό,τι απόβλεπε του μικρού θεάτρου τα μυστήρια μυστικά, τους πιδέξιους χειρισμούς, τους νόμους και τους τρόπους, κι όλα[1]. Τίποτα δεν ήταν που δεν το ’γραψε στο νου του ταχτικά και για πάντα αλησμόνητα. Κινήματα και λόγια του κάθε χάρτινου ήρωα τα ξεστήθισε φαρσί. Μες σ’ όλα τα παιδιά, ήταν ο αμίμητος της φωνής του Καραγκιόζη μιμητής. Το ’ξερε πως αυτό ήταν το πιο δύσκολο, και το κήρυττε στα μαθητούδια του, που χάσκανε μπροστά του. Άμα δεν «κάνεις» τον Καραγκιόζη, χάνεις τα κόπια σου… Ορίστε, έκανε τώρα και το «μάστορη»! Έκανε κριτική και για τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες. Γιατί σύχναζε και στ’ άλλα θέατρα της λογής αυτής, κι απ’ όλους τους θιασάρχηδες έφτασε ν’ αγαπήσει και ν’ αφοσιωθεί στο Φούλια. Και ξακολουθούσε να διδάσκει τη μαρίδα:

- Κανένας δεν κάνει τον Καραγκιόζη σαν το Φούλια, όμως όλοι τους να μαζωχτούνε δε θα καταφέρουν ένα Μπαρμπαγιώργο, όπως τονε καταφέρνει αυτός. Όμως το σιόρ Διονύσιο τον καταφέρνει καλύτερα ο Φλώρος· αυτός κάνει και Κεφαλλονίτη και Κορφιάτη· σ’ αυτό δε μπορεί άλλος κανένας τίποτα! Τι τα θέλεις όμως αυτά τα προσώπατα, άμα έχεις Καραγκιόζη, Μπαρμπαγιώργο και Ντερβέναγα καλό;

Κι άρχιζε να παίζει το Ντερβέναγα, ενώ τ’ άλλα τα παιδιά λιγωνόνταν από θαμασμό, μα κι από ζήλια. Πω να το λέει, πω να το κάνει, πω να το βροντάει στα βιλαέτια, πω να το πατάει σαν το γάτα… Γι’ αυτό το λόγο δεν τονε χώνευε ο Βρακάκιας, μα τονε θάμαζε ο Τσιμπλής, πιστός του μαθητής, και διαλαλητής του στα χαρίσματα τα καραγκιοζοπαιχτικά.

Αυτά νειρευόταν ο Αποφόρης, και μ’ αγάπη έφερνε στο νου του τον Τσιμπλή, ενώ τα χάρτινα ανθρωπάκια είχανε πάρει αλλόκοτη ζωή μες στ’ όνειρό του, και παίζαν και χορεύανε μονάχα τους, κάνοντας τον Αποφόρη ν’ απορεί, και να σπάζει το κεφάλι του να βρει την εξήγηση –μες στ’ όνειρό του, δηλαδή –, ενώ αυτός ως τώρα πίστευε τον εαυτό του αλάθευτο στην τέχνη. Έτσι τον ήβρε το πρωί σε μια υπνοφαντασιά πεσμένο, με τη χάρτινη παρέα του τριγύρω ξαπλωμένη. Τέλος τονε ξύπνησε η γρια-Μαρίτσα τραβώντας και σκουντώντας. Νόμισε στην αρχή πως ήτανε η θεια Παύλαινα του Μπαρμπαγιώργου με τη στρίγκλικη φωνή, και παρά λίγο να της αποκριθεί με τη φωνή του Μπαρμπαγιώργου.

- Ξύπνα, βρε, σε φάγαν οι μύγες, βρε! Πού ’ναι το σπίτι σου, η μάνα σου η προκομμένη; Τι ρούχα είν’ αυτά, πώς τα κατάντησες, βρε; Πού γυρίζεις μέρες-νύχτες χωρίς να με συλλογιστείς και μένα λίγο; Σήκου, σήκου! Έλα να νιφτείς, που θα ’χεις βδομάδες να βάλεις νερό στα μούτρα σου… Δεν ακούς, βρε, δεν ξύπνησες ακόμα; Πού είσαι, βρε;

- Εδώ είμαι… Θεια, εσύ ’σαι;

Σηκώθηκε, τανύστηκε. Δεν είχε ’ρθει ακόμα καλά στον εαυτό του. Βαθιά βαθιά ένιωθε ένα βάρος στην καρδιά, κάτι σαν από λύπη που τον άγγιξε, σαν από φοβέρα κάποια που ήταν έτοιμη να τον πλακώσει.

- Τι είν’ αυτά τα χαρτιά; ρώτησε η θεια του. Κακομοίρη, αυτά θα σου φάνε το κεφάλι!

- Τίποτα, είπε ο Αποφόρης.

Τότε θυμήθηκε την κλεψιά· κάτι από μέσα του τον άρπαξε, τον τίναξε άξαφνα. Έσκυψε, έκαμε πως τίναζε τα ρούχα του, κι είδε στο χώμα τις φιγούρες ξαπλωμένες, μισές τσαλακωμένες απ’ το ίδιο το κορμί του, μες στον ύπνο του.

- Τώρα ν’ άνοιγε η πόρτα και να ’μπαινε η αστυνομία…, είπε μέσα του.

Γλήγορα μάζεψε τις φιγούρες, και τράβηξε να βγει από την αυλή.

- Πού πας, βρε; φώναξε η θεια-Μαρίτσα. Μείνε να μου φυλάξεις το σπίτι, θα λείψω, έχω ανάγκη! Πάρε ψωμί από το ντουλάπι, καθάρισε τα ρούχα σου! Τι νύχια είν’ αυτά, τι χέρια, τι μαλλιά; Πώς κατάντησες έτσι, βρε παιδάκι μου, βρε Μήτσο μου, πώς κατάντησες έτσι; Εσύ είσαι ο Μήτσος, του αδερφού μου το παιδί; Αχ, Παναγιά μου, αχ, Χριστέ μου, πώς μπορώ και βλέπω γω τέτοιο παιδί δικό μου ανιψίδι;

Έκλαιγε η θεια-Μαρίτσα και χτυπιότανε στα γόνατα. Σκοτεινή ήταν η όψη του Αποφόρη – θα ’θελε η γη ν’ άνοιγε και να τον καταπιεί· έσκυβε όσο μπορούσε το κεφάλι, για να κρύψει, έτσι πίστευε, τη ντροπή του. Μαχαίρι του ήτανε μες στην καρδιά της θειας του οι κλάψες… Πώς θα ’θελε κι αυτός να κλάψει και να χτυπηθεί… Πώς θα ξαλάφρωνε η καρδιά του να βρισκόταν κάποιος εκειπέρα να του δώσει ένα αγριόξυλο, που θα το δεχότανε σαν της αυγής δροσιά στο παλιοτόμαρό του, ξύλο χειρότερο από κείνο που δεχότανε στον καφενέ και στην παράγκα… Μα πού, η θεια-Μαρίτσα ποτέ δε σήκωσε το χέρι απάνω του.

Χλωμός κι αδύνατος από την πείνα και την κακοπέραση, άπλυτος, έβλεπε τα πόδια του κατάμαυρα καθώς κοιτούσε κάτου. Άλλο συλλογιζόταν τώρα, κι αυτό θα προτιμούσε να πεθάνει παρά της θειας του να το πει.

Όμως με το κλάμα γρήγορα ξαλάφρωσε η θεια-Μαρίτσα την καρδιά της. Αφού παρηγόρησε και το παιδί με τα καλά της λόγια και του ’πε να πλυθεί, να φάει, να βάλει γνώση, του ’πε δουλειά να βρει, του ’δωσε και λεφτά να κουρευτεί, του ’δειξε πού να κρύψει το κλειδί πριν φύγει, τον άφησε η καλή γυναίκα νοικοκύρη κι έφυγε.

Μπήκε στο σπίτι, κι έφαγε ξερό ψωμί· σιγά, άρχισε να νιώθει κάποιο ξαλάφρωμα, κάποια αλαφρή διάθεση, και τέλος γύρισε στον εαυτό του. Για μια στιγμή θέλησε να βγει πάλι στην αυλή, στο δρόμο, μα κρατήθηκε. Πάλι, θα μένει να φυλάει της θειας το σπίτι ως που να γυρίσει; Ναι, μα πού να πήγαινε; Στ’ άλλα τα παιδιά… Τώρα πια όλα θα ξέραν την κλεψιά· δε θα μπορούσε να κρυφτεί, κάποιο απ’ αυτά θα τον έβρισκε στο δρόμο, θα του ’ριχνε την προσβολή… Τότε θα μάλωνε.

- Εγώ κλέφτης δεν είμαι… Γιατί το ’καμα;

Έτρεξε στην αυλή να γυρέψει τις φιγούρες. Κοίταξε γύρω του.

- Πού τις έβαλα… Εδωνά τις είχα· α, όχι, τις είχα πάρει μέσα· ναι, τις έριξα πάνου στο τραπέζι… ωρέ, τι κάνω γω; Αν έρθει κανένας και με πιάσει… δε με μέλει για τον εαυτό μου… της θεια-Μαρίτσας η ντροπή, αυτό είναι που φοβάμαι.

Άρπαξε στο χέρι τον Κατσαντώνη, τον κοίταξε καλά καλά, σα να τον πρωτογνώριζε· άρχισε να τον παίζει ανόρεχτα, και τον πέταξε μακριά. Έπιασε το Βεληγκέκα, τον Τσούφη, το Μάνθο, δοκίμασε να κάμει του καθενού το μίλημα, δεν το κατάφερε πρώτη φορά. Θύμωσε παράξενα.

- Εσύ ’σαι, ρε, είπε, τινάζοντας στον αγέρα σαν κουρέλι τον Πασά, εσύ ’σαι που θα πιάσεις τον Κατσαντώνη και θα τον κρεμάσεις; – στη Συνέχεια δηλαδή –, αυτός σ’ έπιασε και σου χάρισε τη ζωή –στην πρώτη παράσταση του Σαββάτου. Γιατί, ρε, γιατί θα τον κρεμάσεις… Στο διάολο, ρε, όλοι σας είσαστε αγίνωτοι, τσαγκοί! (Χαμογέλασε στον Πασά:) «Αφέντη πασά (με τη φωνή του Καραγκιόζη), μη με σκοτώσεις τον κακομοίρη, έτσι να χιλιάσουν τα πεθαμένα σου και να συχωρεθούν τα ζωντανά σου!»

Τώρα κι η φωνή του Καραγκιόζη του φάνηκε αγίνωτη, τσαγκή κι αυτή. Έκοψε το παιγνίδι, κάθισε βαρύς. Οι φιγούρες, σκορπισμένες γύρω, του φανήκανε σαν παλιοκούρελα. Κάτι σαν αναγούλα ένιωθε να του ανεβαίνει στο λαιμό· είχε φάει κι όλο τα ψωμί, νηστικός καθώς ήταν απ’ το περασμένο μεσημέρι. Συμμάζεψε τις φιγούρες και κατέβηκε στο υπόγειο. Εκεί η δροσιά του ’κανε καλό. Έμεινε πολύ συλλογισμένος. Ύστερα με προσοχή άρχισε να κοιτάζει γύρω του.

- Να, σ’ αυτό το παραθυράκι θα καρφώσω το πανί που θα μου δώσει η θεια μου· ύστερα εγώ θα παίζω από μέσα, και τα παιδιά θα κοιτάν απόξω στην αυλή… Κανένας δε θα μπαίνει στο υπόγειο… όχι σαν το Φούλια, χάρες δεν έχει· ο Βρακάκιας θα φάει κλοτσιές να ’ρθει… Ας είναι, ο κακομοίρης ο Τσιμπλής θα μπαίνει. – «Θα βοηθάς κιόλα, ρε μαγκούφη, όχι να μαθαίνεις την τέχνη χάρισμα! (Ύστερα, με τη φωνή του Φούλια:) Ορίστε, κύριοι, απόψε έχουμε ωραία παράσταση, ο Καραγκιόζης φούρναρης!» Ναι, να την περιμένετε αυτήνη την παράσταση. (Σώπησε για λίγο κι άρχισε πάλι να μιλεί.)

- Τώρα πρέπει να βρω πανί, πρέπει να βρω χαρτόνια να φκιάσω τις φιγούρες όπως ξέρω γω… Θ’ αγοράσω με τα λεφτά που μου ’δωσε η θεια να κουρευτώ· χρειάζομαι και λυχνάρια, και τόσα άλλα… Βρε, τι κάθουμαι γω και παραμιλάω; Αν με κατάγγειλε ο Κονταργύρης στην αστυνομία, μου φαίνεται σ’ άλλη κατώγα απόψε θα νυχτώσεις, Αποφόρη…

Γύρισε κι είδε με την πιο μεγάλη καταφρόνια τις φιγούρες.

- Και τι διάολο τους ήθελα γω αυτούς όλους τους φουστανελάδες, ο Μπαρμπαγιώργος μου ’φτανε, Καραγκιόζη έφκιανα και μοναχός μου, Χατζηαβάτη έφκιανα… Αν τις βρουν αυτές τις φιγούρες στα χέρια μου… Ξέρεις τι λέω γω, ρε Αποφόρη;

Τις άρπαξε και τις έχωσε στον κόρφο του, μισοσπασμένες. Στο πλάι της αυλής ήτανε μια μάντρα έρημη, κλεισμένη, γεμάτη τσουκνίδες. Σκαρφάλωσε τον τοίχο, κι έμεινε, με την κοιλιά πεσμένος να κοιτάζει μέσα και να συλλογιέται. Πήδησε πάλι κάτω, έβγαλε τις φιγούρες και τις κοίταξε, κάθισε καταγής, κι άρχισε να τις παίζει ανάμεσα στα πόδια του, και να τις βάνει σ’ ένα άσκημο τρελοχορό, σα να ’θελε να τις ταπεινώσει, να τις βρίσει, και σα να καταλαβαίναν το θυμό του και τις προσβολές. Τις παρατούσε πάλι, έστηνε τ’ αυτί κατά το δρόμο, πρόβαινε και κοίταζε σαν το ζουλάπι, κι έμπαινε, και ξαπλωνόταν πάλι· ανόρεχτος, με την καρδιά γεμάτη σιχαμάρα και στις φιγούρες και στον εαυτό του, είχε τα μάτια στυλωμένα αντίκρυ στο κενό. Ως το μεσημέρι έτσι παράδειρε· πλανήθηκε πολλές φορές μέσα κι όξω, βαρέθηκε θανάσιμα γιατί δεν είχε τι να κάμει, τέλος έπεσε στον ύπνο. Ξύπνησε κάποτε. Η θεια του φτάνοντας τον ήβρε ντυμένο, χτενισμένο, ταπεινό και πρόθυμο, και ντροπαλό, και κάπως ευχαριστημένον απ’ τον εαυτό του.

- Θεια, είπε, δε θα ξαναπάω στους Καραγκιόζηδες. Θα κοιτάξω να βρω καμιά δουλειά.

- Μπράβο, παιδί μου, μπράβο σου! Τι τα ’καμες εκείνα τα παλιόχαρτα; Πέταξέ τα πια, παιδί μου!

- Τα ξέσκισα, θεια…

Η αλήθεια, τα ’χε πετάξει μες στη μάντρα, στις τσουκνίδες· έτσι, νόμιζε, γλίτωσε από την αστυνομία.

- Φοβάμαι κείνον τον Τσιμπλή… αυτός ξέρει το σπίτι… α, όχι, δε θα μαρτυρήσει… Βρε, τι λέω, γω; Αφού είδε η θεια μου τις φιγούρες, θα με μαρτυρήσει η ίδια, ψέματα δε θα πει… Και με τι μούτρα θα σταθώ μπροστά της άμα ’ρθούνε να με πιάσουν… Να παίρνεις πόδι, Αποφόρη! Άμα θελήσουνε να σε γραπώσουνε, πρέπει να σε βρουν αλλού, όχι στης θειας Μαρίτσας. Δρόμο λοιπόν!

Τράβηξε ίσα για της μάνας του το σπίτι. Της έκαμε τον υποταχτικό, αμίλητος κατάπιε τις βρισιές της. Του ’πε να φύγει αυτή από το σπίτι, μα δεν έφυγε· του ’πε να πάει σε θελήματα και πήγε· του ’ριξε ένα κομμάτι ψωμί, το πήρε και το μάσησε, χωρίς να το πετάξει στο σκυλί κι αυτός, όπως το ’κανε άμα θύμωνε. Όλα τα βάσταξε, όλα τα παράβλεψε, μ’ ένα σκοπό. Άμα θα τονε γυρεύανε, να τονε βρίσκαν όχι στης θειας του, μα στης μάνας του. Κι εκεί, άμα θα ψάχνανε, τίποτα δε θα βρίσκανε. Ας τονε παίρνανε και φυλακή, μα οι φιγούρες –αυτές κοιμόντανε μες στις τσουκνίδες… Ούτε ο διάολος δε θα τις έβρισκε.

Τ’ άλλο βράδυ, αργά όπως πάντα, έφτασε σειστός, καμαρωτός, ο Φούλιας στην «Ωραία Συνάντηση». Είχ’ έτοιμο το σκέδιό του, μα δύσκολα έκρυβε το στοχασμό του μέσα από τη ματιά του. Είχε αρχίσει συνεννόηση σοβαρή με τον καφετζή της «Ξοχικής Συνάντησης», κι είχε φτάσει σε συφωνία θετική. Ήθελε να δώσει ένα μάθημα στον Κονταργύρη, και να τον κάμει ποτέ του να μην το ξεχάσει. Έλπιζε όμως πάντα πως ο Κονταργύρης θα μετάνιωνε και θα ’πεφτε στα πόδια του. Τα παιγνίδια αυτά τα συμφεροντολογικά τα ’χε ξεσκολίσει ο Κονταργύρης, όπως κάθε καφετζής που ’χει να κάμει με καραγκιοζοπαίχτες. Λοιπόν κι ο κυρ Αντρέας, μόλο που ήταν ανήσυχος, τονε χαιρέτισε ψυχρά κι αδιάφορα, κι ύστερα τονε ξέχασε. Ο Φούλιας τότε, αράθυμος, πειράχτηκε· άρχισε να προδίνεται και να θυμώνει. Ο κυρ Αντρέας γύρισε και τον κοίταξε, σα να κορόιδευε κι αυτόν και το θυμό του. Ο Φούλιας, έτοιμος να πιάσει το ναργιλέ με προσοχή σα να ’τανε να πιάσει τ’ άγια, έκαμε ένα κίνημα, και σκόρπισε το ναργιλέ, που το παιδί του τον ετοίμαζε τόση ώρα. Σηκώθηκε και τράβηξε για την παράγκα. Ο κυρ Αντρέας σώπησε σα φρόνιμος, και σήκωσε το ναργιλέ μονάχος απ’ το χώμα. Είχε ανάγκη ο κυρ Αντρέας να κερδίσει καιρό, μα δε μποδίστηκε να στείλει ένα ζευγάρι φάσκελα στο Φούλια στα μουγκά από πίσω του.

Το θέατρο ήταν έρημο κι αφώτιστο. Οι δυο μάγκες, ο Βρακάκιας κι ο Τσιμπλής, ήτανε πεσμένοι προύμυτα πάνω στα θρανία τα μπροστινά, που ήτανε βαλμένα επίτηδες για τα παιδιά για να μη σπάνε τις καρέκλες, και καθώς περνούσε ο μάστορης, τινάχτηκαν άξαφνα μπροστά του κρύβοντας με τρόπο τ’ αποτσίγαρα στις φούχτες τους.

- Τι κάνετε δω, ρε; είπε ο μάστορης.

- Θα φύγουμε, μάστορη…

- Πού θα πάτε, ρε; Γιατί θα φύγετε;

- Θα σκολάσουμε, δε μένουμε δωπέρα!

- Μωρέ σπουδαία παραίτηση! Πού στο διάολο θα πάτε; Θέλετε να με φοβερίξετε; Ποιος σας πείραξε;

- Μας σκοτώσανε στο ξύλο! είπε ο μικρός Τσιμπλής. Πες τα συ, ρε Βρακάκια!

- Το πρωί, είπε ο Βρακάκιας, κει που κοιμόμαστε με τον Τσιμπλή πίσω από την παράγκα, ήρθε ο κυρ νωματάρχης ο Λευτέρης και μας έπιασε, μας πήγε στο σταθμό και μας έριξε στην κατώγα. Ύστερα ήρθε ο άλλος ο κυρ νωματάρχης ο Ταξιάρχης κι άρχισε να μας ανακρένει πως πήραμε τάχα τις φιγούρες. «–Εμείς δεν τις πήραμε, κυρ νωματάρχη, είμαστε αθώοι… Τη δική μας τη δουλειά θα χαλάσουμε; Εμείς περιμένουμε καμιά δεκάρα… –Τίποτα (μας λέει) τις φιγούρες, τις φιγούρες!». Ύστερα μας παράδωσε στον πρώτο, κείνον που μας έπιασε. Ύστερα άρχισε αυτός να μας δέρνει με το σκοινί.

- Μας σκότωσε, μας μαύρισε το τομάρι! είπε ο Τσιμπλής με παράπονο μισοκακόμοιρο.

- Καλά να σας κάμει! είπε ο Φούλιας μεγαλόπρεπα· πήγαινε όξω, ρε, που ’ρθες σ’εμένα να κλαφτείς!

Ο κοκομοίρης ο Τσιμπλής βουβάθηκε, έξυνε το τομάρι του, ζάρωνε στην άκρη, έκανε πως ήθελε να γλιτώσει από του μάστορή του τάχα τη ματιά. Όσες φορές ο Φούλιας τον απόπαιρνε –και το ’κανε για να τον κρατάει σ’ υπακοή, για να δουλεύει πρόθυμα, και μάλιστα να του χρωστάει και χάρη –, ο Αποφόρης έπεφτε σε μαύρη απελπισιά για το θυμό του μάστορή του, τάχα. Και τούτος πάλι, ο μάστορης, ενώ τα ’ξερε καλά τα «μόρτικα», κολακεύονταν και μαλάκωνε λίγο το θυμό του. Τέλος κι οι δυο τους παίζανε καλά το μέρος τους αυτό. Μα ο Φούλιας τώρα είχε θυμώσει στα καλά, όχι βέβαια με τα παιδιά. Τα κοίταζε και τα πονούσε, τα έρημα.

- Ποιος τους έβαλε, ρε; είπε με συμπάθεια. Ποιος σας κατάγγειλε στην αστυνομία;

Ο Τσιμπλής σώπαινε, και περίμενε πάλι το Βρακάκια να μιλήσει, μα τούτος, με σκοπό, ξέφευγε το ρώτημα. Έπειτα, ποιος άλλος απ’ τον Κονταργύρη έκαμε το κακό;

- Δεν έπιασ’ εμάς μονάχα ο κυρ νωματάρχης ο Λευτέρης! είπε ο Βρακάκιας τώρα θαρρετά. Όλη την ημέρα σήμερα δεν έκανε άλλο με τους χωροφυλάκους παρά να κυνηγάει τα παιδιά. Ένα ένα παιδί που το ’πιανε, του ’δινε ξύλο με το σκοινί! Τα σπίτια γύρω σηκωθήκανε στο πόδι από τα κλάματα, τα βογκητά. Μαζευτήκαν οι γυναίκες και φωνάξαν: «Τι σας κάνουν τα παιδιά του κόσμου και τα δέρνετε; Δικά σας είναι τα παιδιά του κόσμου; Δεν τα ορίζουν οι γονέοι τους; Σ’ αυτούς να πάτε!».

- Σ’ αυτό πετύχαν! είπε ο Φούλιας. Λέγε παρακάτου, ρε άνοστε!

- Ο κυρ Αντρέας τον έβαλε και μας τάραξε στο ξύλο! είπε με θάρρος ο Τσιμπλής.

- Ποιος σε ρώτησε γι’ αυτό, ρε;… Λέγε, Βρακάκια, βρέθηκε τίποτα;

- Τι δηλαδή, μάστορη;

- Φιγούρες, τι άλλο, ρε κοπρίτη;

- Τίποτα! φώναξε ο Τσιμπλής πρόθυμος πάλι.

- Μπα πανάθεμα το κόκαλό σου! είπε ο μάστορης απελπισμένος. Δε θα σκάσεις, ρε, δε θα βγάλεις τον αγκλέορα; Δε σου ’πα να πηγαίνεις όξω;… Έλα δω, ρε, το πίστεψες; Όλο κάνεις πως φεύγεις, κι όλο δω μου βρίσκεσαι, άτιμε! Λέγε, ρε Βρακάκια, είδες πουθενά τον Αποφόρη;

- Ξέρω γω το σπίτι του, μάστορη! φώναξε ο Τσιμπλής και μετάνιωσε πικρά, γιατί την έφαγε τη σφοντυλιά.

- Ποιος σε ρώτησε πάλι εσένα, ρε μαγκούφη; Πάντα θα μου κόβεις την κουβέντα;… Έλα δω, σε θέλω τώρα!

Ο κακομοίρης ο Τσιμπλής είχε κινήσει πια στ’ αλήθεια να φεύγει. Ο Φούλιας γύρισε τώρα κατά το Βρακάκια:

- Άκου δω, ρε Αντώνη, του ’πε, σύρε στον καφενέ να μου φέρεις ένα ναργιλέ, κι α δε σου δώσουνε, να ’ρθεις να μου το πεις για να σκολάμε απόψε…Άκου δω, και να του πεις εκεινού του κυρ Αντρέα του Κονταργύρη πως δεν είναι τόση ανάγκη να βάνει την αστυνομία να δέρνει τα καψόπαιδα.

- Μας μαυρίσανε στο ξύλο! έβαλε πάλι ο Τσιμπλής το λόγο του.

- Να, πάρε κι άλλο για να ξεμαυρίσεις! είπε ο Φούλιας, και του ’δωσε δυο τρεις κατεβατές.

Μα ο Τσιμπλής έσκυψε και τις γλίτωσε· και μετάνιωσε την ίδια στιγμή να μη σταθεί να τις φάει για να «κανοποιήσει» το μάστορη. Ο Φούλιας κοίταξε ξεθύμωτος τώρα τον Τσιμπλή, και με το στανιό έκρυβε τα γέλια. Ο Τσιμπλής όμως έκανε τον κουτό, πως δεν καταλάβαινε τάχα του μάστορη τη φιλική διάθεση προς το υποκείμενό του.

- Αυτό το παιδί κάτι θα γίνει… τετραπέρατο! έλεγε ο Φούλιας μέσα του.

Ύστερα, δυνατότερα:

- Άκουσες, βρε Βρακάκια; Να του πεις να μην ξοδιάζεται… σε ξύλο για να βρει τον

κλέφτη… Άμα θέλω, τονε βρίσκω γω –τονε βρήκα κιόλα, να του πεις!

- Ποιος είναι, μάστορη; ρώτησε ο Βρακάκιας αθώα τάχα, μα ύπουλα.

- Άι στο διάολο, και να μην ανακατεύεσαι κι εσύ κι εκείνος στις δουλειές μου! Οι φιγούρες δικές μου ήταν, όχι αλλουνού, έτσι να του πεις.

Τράβηξε ο Βρακάκιας όξω απ’ την παράγκα. Γύρισε τότε ο Φούλιας κατά τον Τσιμπλή.

- Έλα δω, ρε, μη φεύγεις εσύ… Πώς σε λένε τ’ όνομά σου, δε σε ρώτησα ποτέ, λέγε μου, πώς σε λένε; Έλα μέσα ντε!

- Σαράντης, είπε ο Τσιμπλής.

- Τι έκαμες γι’ αυτό που σου ’πα; Μίλα σιγά.

- Δεν τονε βρήκα ακόμα, μάστορη· πήγα στο σπίτι του σήμερα, πήγα τρεις φορές ως το μεσημέρι, τ’ απόγεμα πήγα στης θειας του, μα είχε φύγει. Το βράδυ κοιμήθηκε στην αυλή της θειας του, κι έφυγε τ’ απόγιομα· θα τονε βρω, έννοια σου, μάστορη, κάπου θα τον πετύχω.

- Απόψε να κοιτάξεις πάλι γύρω στις σανίδες, κι άμα τονε βρεις, να ’ρθεις να μου το πεις. Ήθελε να γδικηθεί τον Κονταργύρη, μ’ εμένα τίποτα δεν είχε το παιδί… Το χτύπησα ποτέ μου, ρε Σαράντη; λέγε…

- Όχι, όχι, ποτέ! είπε ο Σαράντης, και θυμόταν τις δικές του χαστουκιές, πριν από λίγο.

- Από τότε δεν ξαναφάνηκε… Από το φιλότιμό του το ’καμε!

- Αυτό το παιδί, μάστορη, είπε ο Σαράντης ο Τσιμπλής με ζήλο παραπανιστό που ’κανε τα άτια του να φέγγουνε στο μισοσκόταδο (είχαν ανάψει τα φανάρια της αυλής), αν έκλεψε τις φιγούρες, το ’καμε… θα γίνει καραγκιοζοπαίχτης!

- Τόσο μικρός… ρε χαζοπούλι, τρελάθηκες εσύ ή αυτός;

- Δε λέω τώρα, μάστορη… Παίζει τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη και το Ντερβέναγα … να, καλύτερα από καραγκιοζοπαίχτης.

Ως που να καταλάβει τι είπε, ο Σαράντης ο Τσιμπλής, την έφαγε τη χαστουκιά, και γελάσανε και οι δυο μαζί. Ήτανε πια φίλοι.

- Μονάχα το Μπαρμπαγιώργο δεν τον καταφέρνει· όλη μέρα, τώρα τελευταία, μ’ αυτό καταγίνεται. Τ’ άλλα τα παιδιά μαζευόμαστε και χάσκουμε να τον ακούμε.

- Ώστε, έτσι λες, ε; Και δεν τις έσκισε τις φιγούρες, λες, όχι, δεν τις έσκισε;

- Όχι! είπε ο Τσιμπλής, βέβαιος σα να μιλούσε για τον εαυτό του.

Ο Φούλιας ήτανε συγκινημένος και περήφανος μαζί και για τον Αποφόρη και για τον Τσιμπλή. Τον κοίταζε τον τελευταίο με καμάρι σα να τους κοίταζε και τους δυο μαζί…

- Κι οι δυο τους καραγκιοζοπαίχτες θα γίνουνε… θα με περάσουν! έλεγε από μέσα του.

- Αυτός να σκίσει τις φιγούρες, τι λες, μάστορη; είπε ο Τσιμπλής παίρνοντας κατήφορο· αυτός ολημέρα κόβει χαρτόνι, πελεκάει ξύλα, φιγούρες φκιάνει, αλλά δε μπορεί ακόμα να τις καταφέρει όλες τέλεια, πέφτει όξω στους φουστανελάδες… Βλέπεις, η αφεντιά σου, μάστορη, έχεις δική σου τέχνη, κάνεις τον κάθε φουστανελά να ξεχωρίζει από τον άλλο· κάνεις να φαίνονται κι οι φουστανέλες τους αλλιώτικες, οι φέρμελες γαλάζιες, κόκκινες, το ίδιο και τα φέσια. Δε μπορεί ο Αποφόρης να σε φτάσει.

- Να ’σαι καλά, μεγάλη η καλοσύνη σου, κύριε Τσιμπλή…

- Την αλήθεια λέω, μάστορη! είπε ο Τσιμπλής περασπίζοντας τον εαυτό του. Το ξέρω γω καλά!

- Κι εγώ σου το γνωρίζω… να, πάρε αυτό το παράσημο για χάρη…

Και του κόλλησε την απαλάμη ολάνοιχτη στα μούτρα του Τσιμπλή. Ήθελε ο Φούλιας να ρωτήσει το παιδί ακόμα πώς «το ’ξερε καλά», μα ήθελε πάλι να μην ξεπέσει ως εκεί, να μιλάει ίσος με ίσο μ’ ένα παλιόπαιδο. Πόσα πράματα δεν του θυμίζανε τα λόγια του Τσιμπλή… Τέτοιο θυμόταν και τον εαυτό του άμα δεν ξεκολλούσε από το θέατρο του «διασήμου καραγκιοζοπαίχτη» Μίμαρου. Σ’ αυτόν έμαθε την τέχνη και την πείνα και το ξύλο ως που να ξεσκολίσει από τα χέρια τέτοιου διάσημου δασκάλου: Ήτανε φιλάργυρος, μεθούσε κιόλα, είχε κι άλλα καλά εκείνος ο μακαρίτης.

- Έτσι μαθαίνεται αυτή η δουλειά, έλεγε με τον εαυτό του· με βάσανα, μ’ αγρύπνιες, ως που να μάθεις να φκαριστάς τ’ αξιότιμο κοινό – όρσε! κι έδειξε τις δυο παλάμες του, πίσω από την αυλαία την αφώτιστη, κατά το κοινό που δεν είχε συναχτεί ακόμα.

- Τι είπες, μάστορη; ρώτησε ο Τσιμπλής, ακούοντας το ξεφώνημα του Φούλια.

- Εσένα θα σε μπάσω στην παράγκα, να βοηθάς.

- Καλά, μάστορη! είπε ο Τσιμπλής ήσυχα, βέβαιος από πρωτύτερα πως είχε πια πετύχει το σκοπό του.

- Μοναχά, να κάμεις εκείνο που σου ’πα, να τονε βρεις.

- Καλά, μάστορη, είπε ο Τσιμπλής ακόμη πιο πολύ ήσυχος.

- Πες του, μη φοβηθεί, να ’ρθει, πες του… Έλα, αρχίζουμε. Φέρε δω το Ντερβέναγα!

- Πάρε, μάστορη! είπε ο Τσιμπλής έτοιμος στα χρέη του, που, το ’ξερε καλά, τα ’χε

κερδίσει με την τσαχπινιά του.

Εκείνη τη στιγμή ο Βρακάκιας έφτασε τρεχάλα, μα σταμάτησε και κοίταξε και δεν πίστευε τα μάτια του· ο Τσιμπλής είχε πάρει τη θέση του, και κανείς από τους άλλους δυο δεν πρόσεξε τη σημαντική παρουσία.

Κατά τις τρεις τ’ απόγεμα, την άλλη μέρα, έφτασε ο Τσιμπλής στου Φούλια το σπίτι με κομμένην αναπνοή.

- Μάστορη, ο Αποφόρης είναι στης μάνας του το σπίτι… εκεί είναι μάστορη!

- Τον είδες με τα μάτια σου;

- Τον είδα…όχι, τον άκουσα να μιλάει με τη μάνα του.

- Σ’ είδε εσένα το παιδί;

- Όχι, δε μ’ είδε! Δεν του φανερώθηκα γω· είπα καλύτερα να ’ρθω να σου το πω. Αν θες πάλι, ξαναπηγαίνω και του λέω… μπορεί όμως να φύγει τότε, να κρυφτεί… Ξέρω και το σπίτι της θειας του, α θες, να σου το δείξω!

- Άντε να χαθείς, τι να το κάνω το σπίτι της θειας του; Κάθεσαι και μωρολογάς για θειάδες. Πήγαιν’ όξω, και καρτέρα με όσο να νιφτώ!

- Μπορεί να ’χει κρυμμένες εκειπέρα τις φιγούρες. Αυτός, αν τις πήρε, δε θα τις έκρυψε στης μάνας του το σπίτι…

- Ποιος σου το ’πε, ρε, πως αυτός πήρε τις φιγούρες;

- Η αφεντιά σου, μάστορη.

- Στάσου να σου δείξω για την αφεντιά μου!

Άρπαξε το ξύλο να χτυπήσει το παιδί, κι αυτό το κίνημα τον έκαμε να ξετινάξει από πάνω του τη νύστα και ν’ αρχίσει να ντύνεται. Ο Τσιμπλής τον περίμενε απόξω, και τραβήξανε· θα πηγαίνανε λίγο μακριά. Ο Φούλιας, στο δρόμο του, δε μιλούσε καθόλου κατά το παιδί, παρά τα ’λεγε με τον εαυτό του.

- Γίνεται τιμιότερο παιδί απ’ αυτό; Αν ήτανε λωποδύτης, θα βάραγε το ρολόι, όχι φιγούρες. Ποτέ δεν έλειψε μια τρίχα απ’ την παλιοπαράγκα. Όχι, πήρε, σου λέει, τις φιγούρες! (Στον Τσιμπλή:) Αυτό, ρε, από διοτροπία το ’καμε! Άφησε που το δείρανε κιόλα, το παιδί… Εσύ, ρε, λέγε μου, τι θα ’κανες α σε βαράγανε… Δε θα ’κλεβες; Τι θα ’κανες; Μίλα καλά!

- Όχι, μάστορη, είπε δειλά ο Τσιμπλής.

- Τότε, σου λέω, αφού το κρύβεις, θα ’κλεβες! Θ’ άφηνες να σε βαράνε χάρισμα; Λέγε, τι θα ’κανες;

Ο Τσιμπλής συλλογιζόταν πως και τώρα τονε βαρούσε ο Φούλιας, μα δε συλλογίστηκε κλεψιά για εκδίκηση. Τέλος αποκρίθηκε μ’ απόφαση:

- Όχι, μάστορη, δε θ’ άφηνα να με βαράνε, θα σηκωνόμουνα και θα ’φευγα.

- Άντε να χαθείς, ψοφίμι! Ήθελα να σ’ είχα στην παράγκα, να σε χειροτονήσω, να ’βλεπα θα ’φευγες, τι θα ’κανες.

- Θα ’φευγα… όχι μάστορη, δε θα ’φευγα… Να εδώ είναι, στο υπόγειο, άκου τη φωνή του, παρασταίνει, άκου, τον Καραγκιόζη κάνει!

Η φωνή του Αποφόρη ανέβαινε απ’ το παραθυράκι ξάστερα.

- Άλλος τον καλό ψωμά… Καλημέρα σας, καλημέρα, καλημέρα μέρα-μέρα. Προσκυνώ, αφέντη πασά, τι αγαπάει η αφεντιά σου; - Τι έχεις μες στον φούρνο; (η φωνή του πασά ερχότανε βαριά). - Έχω, πασά μου, μία γαλοπούλα, έχω… - Στείλε τη στο σαράι· τι άλλο έχεις; - Έχω ένα ταψί ντομάτες γεμιστές! – Στείλε τες κι αυτές στο σαράι· τι άλλο έχεις; - Τι θα τα κάμεις, πασά μου, όλα αυτά τα φαγιά; (Δυνατότερα:) Είναι ξένα τα φαγιά, εγώ είμαι ένας φτωχός φούρναρης… θα με λυσσάξουνε στο ξύλο! – Σκασμός, γκιαούρ!

Ο Φούλιας άκουγε με προσοχή σα να βρισκότανε σε λειτουργία, και μουρμούριζε:

- Φίνα καταφέρνει τη φωνή του Καραγκιόζη… Ο Πασάς θέλει πιο χοντρή φωνή… Το άτιμο, τεχνίτης που θα γίνει…

Η φωνή του Αποφόρη δεν έπαυε μες στο υπόγειο.

- Ρε Καραγκιόζη (ήταν ο Χατζηαβάτης που μιλούσε τώρα), απόψε είδα ένα όνειρο, είδα πως μέτραγα λεφτά… Λεφτά, λεφτά, πολλά λεφτά… Όλο τάλαρα! – Κι εγώ τι έκανα; (ρωτούσε ο Καραγκιόζης) μέτραγα γω; - Εσύ κοίταζες. - Δε σου γύρευα λεφτά; - Δε γύρευες, εγώ σου ’δινα μοναχός μου. - Κι εγώ τα ’παιρνα, ε, τα ’παιρνα;

- Φίνα κάνει το Χατζηαβάτη, τ’ άτιμο! είπε ο Φούλιας.

- Να ’μουνα βασιλιάς (έλεγε ο Καραγκιόζης στ’ όνειρό του). - Τι λέει αυτός ο ψαράς,

Σελίμη; (ρωτούσε ο Σουλτάνος). - Νειρεύεται, πολυχρονεμένε πατισάχ. - Φαίνεται φτωχός άνθρωπος… πάρτε τον και ντύστε τόνε βασιλιά, πριν ξυπνήσει.

- Κάνει τον «Ευτυχή ψαρά»… Καλά τον καταφέρνει… Αυτό το παιδί θα πάει μπροστά στην τέχνη, φτάνει να ’χει υπομονή, έλεγε ο Φούλιας.

- Καλημέρα, Καραγκιόζη μου! -Καλώς το Χατζηαβάτη μου, καλώς τη μαλαγάνα! – Έχω μια ιδέα, Καραγκιόζη, να κάνουμε τον έμπορα· ν’ αγοράσουμε λεμόνια και να τα πουλάμε… Θα βγάλουμε λεφτά! - Θα βγάλουμε λεφτά; Πόσο θα τ’ αγοράζουμε; - Μια πεντάρα τρία. - Πόσο θα τα πουλάμε; - Μια πεντάρα ένα, μια πεντάρα δύο, κατά το λεμόνι. - Όχι, θα τα πουλάμε μια πεντάρα πέντε! - Μα θα ζημιωνόμαστε, Καραγκιόζη! - Ε, αυτά έχει το εμπόριο!

- Ο «Καραγκιόζης έμπορας»! είπε με θαμασμό ο Φούλιας· περίφημα κάνει τις φωνές… το κερατένιο!

- Μεγάλε προφήτη (φώναζε ο Αποφόρης), μεγάλο τ’ όνομά σου, γαλανά τα μάτια σου, μακριά η ουρά σου! (Τώρα ο Αποφόρης έπαιζε σκηνές ανάκατες.) -Πατέλα, πατέλα. -Τι είναι, παιδάκι μου; -Δώσε μου μια πεντάλα! -Τι θα την κάμεις, παιδάκι μου; -Θα την πάλω κρεμμύδια! -Πάλι τις λιχουδιές άρχισες, παιδάκι μου;

Ακούστηκε ακόμα και η κατραπακιά που έδινε ο Καραγκιόζης στον προκομμένο γιο του. Ο Τσιμπλής κοίταζε το μάστορη στα μάτια μ’ άλαλο θαμασμό για την προκοπή του Αποφόρη.

- Τον ακούς, ρε; Βλέπεις τι παιδί είν’ αυτό; Κοίταξε να του μοιάσεις, κακομοίρη!

- Θα παρασταίνει με τις κλεμμένες φιγούρες! είπε ο Τσιμπλής ζηλιάρικα.

- Ρε μαγκούφη, δεν καταλαβαίνεις; Παίζει, ρε, γυμνάζεται, μιλάει με τον εαυτό του… τι να της κάμει τις φιγούρες; Σκύψε στο παραθυράκι, μίλα του, θα δεις· έχει φιγούρες; Βάνω το κεφάλι μου! Βήξε μου ύστερα, εγώ δε θέλω να φανώ, να το προσβάλω το παιδί –στάσου, ντε, μια στιγμή· εγώ θα φύγω τώρα, να κάμεις εκείνο που σου ’πα, να του πεις να ’ρθει, με το καλό, ρε! Το χρειάζομαι αυτό το παιδί, θα του παραδώσω την τέχνη μου μια μέρα! (Ο Τσιμπλής τον κοίταζε παράξενα). Αμέ, σ’ εσένα, ρε ψοφίμι, θα την παραδώσω; Δεν αξίζεις ακόμα τίποτα!

Ο Τσιμπλής άρχισε ψιλή κουβέντα με τον Αποφόρη, κι έβηξε δυο τρεις φορές, να δείξει πως ο Αποφόρης δεν έπαιζε με τις φιγούρες. Μα ο Φούλιας είχε πάρει δρόμο, κι ήτανε μακριά.

Το ίδιο βράδυ, ο Φούλιας έφτασε στον καφενέ κάπως πιο ήμερος· είχε κλείσει τη συμφωνία, με τον άλλον, και δεν είχε τα χτεσινά του μούτρα. Είπε την καλησπέρα με φωνή γεμάτη, όλη ειρωνεία και πρόκληση. Ο Κονταργύρης όμως τα ’χε μάθει κι αυτός, κι η δική του καλησπέρα ήτανε μισή κι ακόμα λιγότερη. Είχε στείλει το Βρακάκια να κατασκοπέψει, κι είδε αυτός εκεί, στην «Ξοχική Συνάντηση», σκαψίματα, βαψίματα και τέτοια. Αφού λοιπόν οι δυο εχτροί αλλάξανε μια ξερή μοναχά καλησπέρα, αρχίσανε να κάνουν τον αδιάφορο πιάνοντας ψιλή κουβέντα μ’ άλλους εκεί τριγυρινούς, και τ’ άλλα τα συνηθισμένα. Αλήθεια όμως έσκαζε ο κυρ Αντρέας απ’ τη φούρκα του, κι ο άλλος πάλι το ’ξερε και χαιρότανε.

- Σ’ αυτούς τους διάσημους καραγκιοζοπαίχτες, έλεγε ο κυρ Αντρέας σιγά σε κάτι φίλους από κείνους που ακούνε μοναχά και δε μιλάνε, γιατί στ’ όνομά τους αποκρίνεται ταχτικά το γουργουρητό του ναργιλέ, σ’ αυτούς, το λοιπόν, πρέπει να φέρνεσαι τόσο πολύ αγριότερα, όσο αυτοί θέλουνε να τους παραχαϊδεύεις. Με τις παραξενιές τους, και με τις απαιτήσεις που ’χουνε κάθε τόσο και λιγάκι, γυρεύουνε να τιμάς το επάγγελμά τους – σπουδαίο, δα, επάγγελμα – κι ο κόσμος να τους έχει σε μεγάλη υπόληψη. Όλα τα κατακαθίσματα της κοινωνίας καραγκιοζοπαίχτες γίνουνται… Αν δε βαστάς κι εσύ, ο καταστηματάρχης δηλαδή, τ’ αξιόπρεπο της θέσης σου, σε παίρνουνε και στο καραγκιοζλίκι.

Ήτανε λοιπόν ανήσυχη η στιγμή· στον αγέρα μύριζε μπαρούτι. Όπου, καθώς έσκυψε ο Φούλιας να διορθώσει το λουλά του ναργιλέ, και γύρισε να κάμει ένα κάπως πικρόχολο παράπονο κατά τον ταμπή, άρπαξε η ματιά του το Βρακάκια να βοηθάει, φορώντας και ποδιά, τριγύρω στο τεζάχι.

- Τι κάνεις αυτού μέσα, ρε; Σου ’χω δώσει το κλειδί να συγυρίσεις την παράγκα. Τι έκαμες;

- Όχι! είπε απότομα ο Βρακάκιας.

Μ’ απορία τον κοίταξε ο Φούλιας.

- Πού είναι ο Τσιμπλής;

- Δεν ξέρω!

Κι ο Βρακάκιας δεν είχε σκοπό να δώσει άλλην απόκριση. Τινάχτηκε ορθός ο Φούλιας, και προχώρησε δυο βήματα· ο λουλάς, το μαρκούτσι παρατεντώθηκε, κι ο ναργιλές κουνήθηκε να πέσει. Ο Φούλιας ξέχασε και την αδιαφορία που ’χε πάρει για να φουρκίζει τον Κονταργύρη, κι όλα, έτοιμος ν’ αρπάξει το παιδί από το γιακά. Ίσα ίσα όμως ο κυρ Αντρέας τότε τον αντίκοψε.

- Άφησε κάτου το παιδί! είπε ψυχρά ο κυρ Αντρέας. Έχει δουλειά, εγώ το ’βαλα.

- Το παιδί δουλεύει εμένα! Είναι δικό μου το παιδί!

- Από σήμερα όχι, θα βοηθάει στον καφενέ! Πάρε άλλο, δε χαθήκαν τα παιδιά του κόσμου!

- Μήπως άφησες και κανένα; είπε ο Φούλιας ασυγκράτητος. Όλα τα ’στειλες στη φυλακή!

Τα σπάσανε στο ξύλο οι σταυρωτήδες… Και γιατί; Για την υπόθεση! Τι σε κόφτει εσένα, ρ’ αδερφέ, α μου κλέψαν εμένα τις φιγούρες;

- Με κόφτει και με παρακόφτει… Τέλος πάντων, αυτό είναι!

- Τέλος πάντων, είναι κι άλλο! είπε ο Φούλιας ρίχνοντας απ’ την καρέκλα το μαρκούτσι, κι έτοιμος στο ’να πόδι να τραβάει.

- Το άλλο είναι πως από την Κυριακή χωρίζουμε το μαντρί μας! είπε ο κυρ Αντρέας

ψυχρός, μα κιόλα ανήσυχος.

- Όχι από την Κυριακή, είναι πολύ γλήγορα… απ’ απόψε! είπε ο Φούλιας, και ξεκίνησε, κάνοντας τον κωμικά περήφανο, να φεύγει.

- Απόψε θα παίξεις… Η συφωνία είναι να μου το πεις μια βδομάδα πρωτύτερα. Έχουμε και μαρτύρους!

- Τι να τους κάνεις τους μαρτύρους, φτάνω γω! Θέλεις να παίξω απόψε, μάλιστα! Θέλεις να παίξω κι αύριο, αυτό θα το δούμε… αύριο. Στείλε, κατά το παρόν, τον κύριο Βρακάκια να βοηθήσει, και βλέπουμε αύριο…

- Ως την Κυριακή θα παίξεις! είπε ο κυρ Αντρέας μ’ έξαψη· χρωστάω στον κόσμο τη Συνέχεια του Κατσαντώνη! Από Δευτέρα θα σκολάσεις.

- Αν χρωστάς εσύ, πλέρωσε! είπε ο Φούλιας, στρίβοντας τη μέση μόρτικα για να κοιτάξει ψυχρά τον καφετζή. Αν δεν έπαιξα ίσαμε τώρα τη Συνέχεια… η συνέχεια παίχτηκε στην αστυνομία, απ’ τους σταυρωτήδες… Άντε να τη γυρεύεις απ’ αυτούς! Τι άλλο; Είπες, τη Δευτέρα να σκολάσω; Τη Δευτέρα οι ανθρώποι πιάνουνε δουλειά, δε σκολάνε!

- Άι στο διάολο, παλαβέ! φοβέριζε ο κυρ Αντρέας, έτοιμος να φτάσει και στα χέρια.

- Απόψε… πάω! είπε ο Φούλιας, ακόμα πιο πολύ ψυχρός. Αύριο δεν πάω!

Και τράβηξε για την παράγκα.





Άνοιξε μόνος του. Ο Βρακάκιας αργούσε, κι ο Φούλιας, μες στη φούρκα του, ήταν έτοιμος να κόψει στην πλάτη την κασέλα και να παίρνει δρόμο από την πίσω τη μεριά.

- Πού στο διάλο πήγε κι εκείνος ο…

- Εδώ είμαι, μάστορη! ακούστηκε του Τσιμπλή η φωνή, που κοιτότανε σε μιαν άκρη της παράγκας κι είχε ανασηκωθεί τρίβοντας τα μάτια του.

- Κοιμάσαι, ρε τουρκόπιστε, κι εγώ χάνομαι δωπέρα; Σήκω, άναψε ένα φως!

Άρχισε ο Τσιμπλής να ψαχουλεύει, κι ο διάλογος δεν κόπηκε.

- Τι σου ’πα γω να κάμεις; Το ’δες το παιδί;

- Τον είδα, μάστορη… μόλις έφυγες, άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα στο υπόγειο. «Τι κάνεις εδώ, ρε Μήτσο, του λέω, μοναχός σου μιλάς, τον Καραγκιόζη παρασταίνεις; Χάλασε ο κόσμος όξω από δική σου αιτία, και δεν ξέρεις τίποτα;». Κατέβασε τα μάτια και δε μίλησε· ύστερα άνοιξε το στόμα του: «Τι κάνει ο μάστορης; με ρώτησε. -Καλά είναι, όλο ρωτάει για σένα… Γιατί, ρε Μήτσο, δεν ξαναφάνηκες στην παράγκα; -Δε χωνεύω το Βρακάκια… - Άφησέ τον το Βρακάκια, τώρα· τ’ άλλα δεν τα ’μαθες; -Τι; -Να, κλέψαν τις φιγούρες του μάστορη!

- Ποιος τις έκλεψε; -Ξέρω γω, πολλά λένε… Οι σταυρωτήδες πιάσαν όλα τα παιδιά, και τα μαυρίσανε στο ξύλο… πιάσανε κι εμένα, το Βρακάκια, δεν αφήσανε παιδί· ύστερα μας απολύκαν… Αλλά ξύλο, ρε Μήτσο, ξύλο, ξύλο τρικούβερτο…»

- Για το ξύλο το δικό σου κάθεσαι και μου μιλάς, ρε κερ…, ή θέλεις να σου δώσω κι άλλο; είπε ο Φούλιας με θυμό.

- Το λοιπόν, είχε γίνει κίτρινος, κερί. «Ποιος τις πήρε, ρε Σαράντη; -Ξέρω γω ποιος τις πήρε;… -Ρε Μήτσο (γυρίζω και του λέω), θέλεις να σου μιλήσω καθαρά, ν’ αφήσω στη μπάντα τις υποκρισίες; Τις φιγούρες ποιος τις πήρε; Σ’ εμένα κάνεις τον κρυφό; Εγώ σ’ έχω φίλο, ρε, πες μου την αλήθεια… Τις φιγούρες τις πήρες εσύ, να».

- Έκαμες στο παιδί τέτοια προσβολή; είπε ο Φούλιας μανιασμένος. Δε σου ’πα γω να μην προσβάλεις το παιδί;

Δυο τρία χαστούκια αστράψανε στου Τσιμπλή τα μάγουλα.

- Άφησε να σου μιλήσω πρώτα, μάστορη, κι ύστερα δείρε με, σκότωσέ με, ό,τι θέλεις κάμε με.

Κι έκλαιγε ο κακομοίρης ο Τσιμπλής απαρηγόρητος.

- «Τις πήρε εσύ, του λέω, τις φιγούρες, μη μου κάνεις τον αθώο… Δεν το ’καμες για το μάστορη, αυτός ξέρεις πόσο σ’ αγαπάει…»

- Του το ’πες αυτό; ρώτησε ο Φούλιας με συγκίνηση.

- Του το ’πα, να μου βγουν τα μάτια, μάστορη! «Τώρα ό,τι γίνηκε, γίνηκε, να φέρεις τις φιγούρες, να τις πάω γω στο μάστορη· θα του πω πως τις βρήκα πίσω από την παράγκα πεταμένες… Εκείνος που τις έκλεψε, μετάνιωσε και τις έριξε πίσω από την παράγκα… Ο μάστορης δε θα μάθει τίποτα! -Μου τ’ ορκίζεσαι πως δε θα μάθει; Ντρέπομαι πολύ το μάστορη… Αν το μάθει, δε θα ξαναφανώ μπροστά του πια…».

- Σου το ’πε έτσι, ρε;

- Μου το ’πε, να στραβωθώ! Του λέω: «Πού τις έχεις κρύψει; -Ξέρεις, μου λέει, στης θειας μου το σπίτι κολλητά είναι μια κλεισμένη μάντρα· εκεί τις έχω πεταμένες… Δε θα με μαρτυρήσεις, ρε Τσιμπλή, τ’ ορκίζεσαι; -Τ’ ορκίζομαι!» του λέω.

- Τι όρκο του ’κανες, ρε παλιάνθρωπε;

- Στην ψυχή της μάνας μου! είπε ο Τσιμπλής παράξενα γελώντας, ενώ στέγνωνε τα μάτια του από τα δάκρυα με τα βρώμικα τα χέρια του.

- Ύστερα τι έκαμες;

- Σηκώθηκα και πήγα, και πήδησα στη μάντρα, και τις βρήκα μέσα στις τσουκνίδες. Μη ρωτάς τι τράβηξα, γεμίσανε τα πόδια μου πληγές απ’ τις τσουκνίδες…

- Πού ’ν’ τες οι φιγούρες; ρώτησε ο Φούλιας άγριος.

Βγήκε όξω το παιδί, και τις έφερε σε μια στιγμή. Στο μεταξύ ο Φούλιας άναβε τα φώτα της σκηνής. Πήρε στα χέρια τέλος τις φιγούρες, τις μέτρησε ψυχρά, και τις πέταξε σε μιαν άκρη αδιάφορα. Φουρκισμένος ήτανε… γιατί βρεθήκαν οι φιγούρες. Κι ο Τσιμπλής έλπιζε βραβεία τώρα για το κατόρθωμά του.

- Λέγε παρακάτου γλήγορα, άτιμε! Τι άλλο έχεις να μου πεις;

Κι ο Φούλιας όλο αγρίευε χειρότερα.

- Είπα, ψέλλισε ο Τσιμπλής τρέμοντας, είπα στον Αποφόρη πως θα γυρίσω το βράδυ, να τον πάρω να ’ρθούμε μαζί… να μη φοβάται… Του ’πα πως μας περιμένεις.

- Το ’πες αυτό;

- Το ’πα, μάστορη… μα τον Άγιο Παντελεήμονα!

- Άσ’ τα αυτά τώρα τα καμώματα, τι του ’πες και τι σου ’πε: Ορκίστηκες να μην το

μαρτυρήσεις το παιδί σ’ εμένα; Λέγε, ναι ή όχι;

- Ναι, μάστορη…, είπε ο Τσιμπλής με δισταγμό.

Ένα χαστούκι δυνατό, που του ’ρθε στο κεφάλι, το περίμενε, και μακάρι να ’ταν αυτό μοναχά, συλλογίστηκε ο Τσιμπλής μόλις το δέχτηκε στην κόκα του.

- Κι ήρθες εδώ να το προδώσεις, ρε προδότη, άτιμε! Αφού σου άνοιξε την καρδιά του το παιδί, και σου ’πε ένα μυστήριο… σου ’πε για μια κλεψιά που ’καμε, ήρθες εσύ να το μαρτυρήσεις, ε; Τι φίλος του είσαι συ; Είσαι χειρότερος… κι απ’ το Βρακάκια!

- Το ’καμα για… την αφεντιά σου, κυρ μάστορη, μη βαράς άλλο…

Και να ξύλο, να του κακομοίρη του Τσιμπλή.

- Άκου δω, ρε άτιμε, μην τύχει και μάθει το παιδί πως το μαρτύρησες σ’ εμένα – σ’ έφαγα! Ο άνθρωπος για μια υπόληψη ζει στην κοινωνία… Κοίταξε καλά μη μάθει ο Κονταργύρης τίποτα, πως δηλαδή ο Αποφόρης πήρε τις φιγούρες, χάθηκες από τον κόσμο! Να το ξέρεις, ρε!… Εγώ ήμουνα χειρότερος κλέφτης απ’ τον Αποφόρη… Όποιος θέλει να γίνει καραγκιοζοπαίχτης, πρέπει κι από κλέφτης να περάσει, κι άλλα κακά να δοκιμάσει… και το ξύλο γενναία να το χορτάσει, που να μη χωράει άλλο η πλάτη του!

- Εγώ ό,τι έκαμα το ’καμα για το καλό σου, μάστορη, είπε ο Τσιμπλής, κάνοντας πως δε μπορούσε ακόμα να κρατήσει τα κλάματα.

- Ρε βλάκα, έχω ανάγκη γω από σένα να μάθω ποιος τις πήρε τις φιγούρες; Εγώ, ρε, αν παρασταίνω κάθε βράδυ τις κλεψιές και τις ατιμίες του Καραγκιόζη, νομίζεις πως τις σπούδασα στη Ριζάρειο, ρε; Εγώ και τη μέρα και τη νύχτα γίνουμαι ό,τι θες… φτάνει να θέλω, δηλαδή· γίνομαι και κλέφτης, και νοικοκύρης, και τίμιος βαγαπόντης κι άτιμος αρχιμανδρίτης… Και περιμένω από σένα να μάθω ποιος πήρε τις φιγούρες; Εγώ απ’ την πρώτη στιγμή το κατάλαβα, γιατί όμως εσύ να φερθείς έτσι; Έλα, σήκω να φύγεις από δω! Πήγαιν’ όξω, δεν ακούς;

Έκλαιγε σπαραχτικά ο Τσιμπλής, και πιανόταν από το θυρόφυλλο για να μη φύγει. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Βρακάκιας.

- Είν’ ώρα ν’ αρχίσεις! είπε στο Φούλια απότομα.

- Κόπιασε μέσα, κύριε αντιμούτσουνε…

Και τον άρπαξε.

- Αυτός είν’ ο προδότης, μάστορη! φώναξε ο Τσιμπλής κρατώντας τ’ αναφιλητά του, και γυρεύοντας ξαλάφρωμα στου άλλου το κακό, χωρίς να βάλει και στο νου του πως ήτανε δεύτερη προδοσιά αυτή που ’κανε.

- Τι προδότης; είπε ο Φούλιας κρατώντας το Βρακάκια γερά από το μανίκι.

- Αυτός πρόδωσε τον Αποφόρη… και τον έπιασε η αστυνομία!

- Μίλα καλά, ρε, είπε ο Φούλιας σιγότερα· τον έπιασε η αστυνομία τον Αποφόρη; Γιατί τόση ώρα δεν το λες;

- Μήπως μ’ άφησες τον κακομοίρη να μιλήσω… Μ’ άρχισες στο ξύλο προκαταβολή… Δεν άφησες να σου ξεμολογηθώ το φταίξιμό μου, και να μ’ έδερνες… αν είχα φταίξιμο…

- Θα σε ξαναρχίσω, μίλα γλήγορα!

- Πήγε αυτός, ο Βρακάκιας, κι έδειξε στον κυρ Αντρέα το σπίτι του Αποφόρη· ύστερα ο κυρ Αντρέας με την αστυνομία τον πιάσανε και τον κουβαλήσανε στη σκοτεινή. Απόψε που πήγα να τον πάρω, μου τα μολόγησε όλα η μάνα του… Αυτή δεν είναι μάνα, έλεγε πως έκανε κάποια τρανή κλεψιά το παιδί της, κι όλο το ’βριζε, σα να μην το ’χει παιδί…

- Εσένα η μάνα σου σ’ αγάπαγε; Ορίστε μούτρο να τον αγαπάνε! είπε ο Φούλιας.

- Εγώ ούτε ξέρω αν είχα μάνα…

- Τι σε γέννησε, ρε, κότα σε γέννησε σένα;

- Μήτε αυτό ξέρω…

Και ξυνότανε ο Τσιμπλής μισοκακόμοιρα.

- Τελείωνε, μου ’φαγες το συκώτι! φώναξε ο Φούλιας.

- Τώρα τον έχουνε στο τμήμα, τίποτ’ άλλο· να απ’ αυτόνε τον προδότη!

Γυρίζει τότε ο Φούλιας κατά το Βρακάκια και σου τον αρπάζει· όχι φάπες, όχι χαστουκιές, μα ξύλο στα γερά. Κλάματα ακουστήκανε, βρισιές, βλαστήμιες. Το παιδί έκραζε τον κυρ Αντρέα… να τος, έφτασε και τούτος στη στιγμή. Το θέατρο σηκώθηκε στο πόδι. Πλήθος κόσμος συνάχτηκε στην πόρτα της παράγκας, και σπρωχνότανε ποιος να πρωτοδεί.

- Τι βαράς το παιδί; ζήτησε λόγο ο Κονταργύρης.

Ο Φούλιας αποκρίθηκε με το ύφος του το κοροϊδευτικό που σκύλιαζε τον κυρ Αντρέα:

- Η αφεντιά σου πήγες να νεργήσεις σήμερα έρευνα στο σπίτι του…πώς τονε λένε, του Αποφόρη;

- Μάλιστα. Γιατί βαράς το παιδί, σε ρωτάω!

- Και γιατί νέργησες έρευνα;… Για το παιδί δεν έχω να σου δώσω λόγο… Γιατί νέργησες έρευνα; Για τις φιγούρες;

- Ναι, για τις φιγούρες! Ποιος σου ’δωσε το δικαίωμα να χτυπήσεις το παιδί;

- Οι φιγούρες είν’ εδώ!… Το παιδί, σε μένανε δουλεύει το παιδί! Οι φιγούρες, να τες! Τις βλέπεις με τα μάτια σου; Είχα κάμει λάθος, είχανε παραπέσει πίσω απ’ την παλιοκασέλα, και νόμισα πως μου τις κλέψανε… Να ο Κατσαντώνης, να ο Κώστας, να ο Μάνθος, να ούλη η παρέα η φουστανελάδικη… Λαβαίνω την τιμή να σου την παρουσιάσω… Δε λείπει ούτε φούντα από τσαρούχι!

- Τις έκρυψες εσύ, και το λες μοναχός σου τώρα! Θέλησες να μου χαλάσεις τη δουλειά… Το ’καμες ξεπίτηδες!

- Μάλιστα, ξεπίτηδες, αφού το θέλεις έτσι! είπε ο Φούλιας, έτοιμος για τον καβγά, που δεν άργησε.

Πλακώσαν τα παιδιά του καφενέ και τον ρημάξανε στο ξύλο, αυτόν και το βοηθό του τον Τσιμπλή. Κι αυτόν τον έδερνε ο Βρακάκιας. Μπήκε ο κόσμος στη μέση και τους χώριζε. Γέλια γινόνταν ανάμεσα στο βρισοκόπι που ο Φούλιας άνοιξε το στόμα του και κατέβαζε. Ήρθε τέλος η αστυνομία, κι ανάμεσα στη σύχυση τη γενική, άρχισε να τον τραβάει το Φούλια να τον πάει μέσα. Αυτός όμως δεν είχε σκοπό ν’ αντισταθεί, κι αμέσως μέρεψε και γλυκάθηκε, μάλιστα χρωστούσε χάρη που τονε βγάλαν απ’ αυτή τη δύσκολη περίσταση, που δεν ήξερε κι ο ίδιος πώς θα ξεμπέρδευε, και φοβότανε μην αναγκαστεί να φτάσει και στα σίδερα για να γλιτώσει από άλλο ξύλο. Γιατί πρώτο απ’ όλα στη ζωή του ο Φούλιας φοβήθηκε το ξύλο, ίσως γιατί το ’χε παραδοκιμάσει από παιδί.

Εκεί που τον τραβούσανε σαν κουρέλι οι αστυνομικοί, ο Φούλιας μια στιγμή μονάχα πρόβαλε αντίσταση.

- Σε περικαλώ, κύριε νωματάρχη, είπε! Μη με τραβάς έτσι σε περικαλώ! Άσε με να σου μιλήσω! Τα λόγια δεν τρώνε άνθρωπο… Το λοιπόν εγώ σ’ αυτό το μέρος δε θα ξαναγυρίσω… να με κάμεις άγιο! Το λοιπόν, να πάρω και την παρέα μου.

- Ποια παρέα; Τράβα μέσα, είπα!

- Μη σκουντάς… Είμαι διαφεντής του θεάτρου… έχω και το θίασό μου!

- Ποιο θίασο, αυτόν εδώ το μόρτη; Να ’ρθει μέσα κι αυτός!

- Μέσα κι ο Τσιμπλής, μέσα! φώναξαν τα παιδιά τριγύρω.

- Το παιδί κοντά στο νου που θα ’ρθει μαζί μου… αλλά θα πάρω και την κασέλα με τις φιγούρες.

- Μέσα κι οι φιγούρες, μέσα! φώναξε ο κόσμος γύρω

- Μέσα κι οι φιγούρες, μάλιστα, αξιότιμο κοινό! Η παράσταση διακόφτεται… χωρίς ν’ αρχίσει! Από αύριο σας παρακαλώ, αρχίζω νέα παράσταση…

- Στο κρατητήριο! φώναξε ο κυρ Ανδρέας.

- Στην «Ξοχική Συνάντηση»… Όποιος αγαπάει να μας τιμήσει, να λάβει τον κόπο να παραβρεθεί! Το Σάββατο και την Κυριακή έχουμε τον «Κατσαντώνη» με Συνέχεια και χωρίς διακοπή… Κι εσύ, ρε κύριε Βρακάκια, σε παύω και να μην ξαναφανείς μπροστά μου!

- Δεν έχει ανάγκη! είπε ο κυρ Αντρέας περήφανος.

Ο Τσιμπλής είχε κόψει την κασέλα στην πλάτη και τραβούσανε για το σταθμό. Κι ακολουθούσαν από πίσω τα παιδιά.

- Μέσα κι οι φιγούρες!

- Καλά, ρε μπάσταρδοι, γύριζε ο Φούλιας και τους έλεγε, έχετε και σεις παράπονο; Τη διασκέδασή σας την είχατε χάρισμα, ρε μπάσταρδοι, αυτό είναι το κακό που σας έκαμα; Ξίδι να σας γίνουνε τα γέλια που κάματε ξαιτίας μου, μπάσταρδοι!

- Φεύγα συ με την κασέλα! είπε ο νωματάρχης στον Τσιμπλή.

- Θέλεις να φύγει το παιδί, κυρ νωματάρχη; είπε ο Φούλιας ταπεινά. Όπως αγαπάς, όμως η κασέλα είναι δική μου, δεν την έκλεψα, ίσα ίσα και κλεμμένος είμαι, και δαρμένος, και φυλακισμένος… όμως θα πάει μέσα κι η κασέλα! Έχει μέσα τις φιγούρες, δε μπορώ να κάμω γω χωρίς αυτές, ούτε αυτές χωρίς εμένα… Πρέπει να μεθέξουμε σ’ όλα τα περιστατικά μαζί! Ένας θίασος είμαστε… Να ’ρθούνε μέσα κι οι φιγούρες, μην τις κλέψει κανένας απ’ αυτούς τους μπαστάρδους βαλμένος από τον Κονταργύρη τον καλοθελητή… Τούτο δω το παιδί που βλέπεις, δεν έχει σπίτι, το έρημο, να φυλάξει τις φιγούρες.

- Ας έρθουν κι οι φιγούρες μέσα! είπε σοβαρά κι αγέλαστα ο νωματάρχης, αφού συλλογίστηκε ίσως κανένα άρθρο του νόμου περί προφυλάκισης και δε συμμαζεύεται.

- Μπορώ να πω ένα λόγο στο παιδί;… Άκου δω, ρε Σαράντη, να πας εκεί που ξέρεις, κατάλαβες, και να πεις πως αύριο, χωρίς άλλο, θ’ ανταμώσουμε, να πεις, εκεί που ξέρετε… Αύριο θα βγω το χωρίς άλλο, φόνο δεν έκανα, και σας περιμένω στην «Ξοχική Συνάντηση».

Άμα βρέθηκε ο Φούλιας στο σκοτάδι της κατώγας, πήρε μια πνοή βαθιά, μα η πνιγερή βρώμα του ’φραξε τα ρουθούνια. Στάθηκε ακίνητος, έστησε γύρω αυτιά και μάτια να ξεχωρίσει τίποτα, μα δεν τα κατάφερε.

- Πώς ξεσυνήθισα από το σκοτάδι… Μήτε βλέπω, μήτε ακούω… Μύτη έχω μοναχά… Μωρέ ψυχή ζωντανή δε βρίσκεται δωμέσα; φώναξε δυνατά.

- Συ ’σαι, μάστορη;

Μια τρεμουλιαστή παιδιάστικη φωνή μόλις ακούστηκε, και κάποιο σώμα αναταράχτηκε. Κάποιος σηκώθηκε απ’ το πάτωμα. Ο Φούλιας είδε μέρα τότε μες στ’ ανταριασμένο του μυαλό.

- Συ ’σαι, ρε! φώναξε με δυνατή παράτονη φωνή.

- Εγώ, μάστορη! ακούστηκε ο Μήτσος να μιλεί κοντά του με σιγαλή φωνή. Μη φωνάζεις, μάστορη, απαγορεύονται οι μιλιές τη νύχτα.

- Συ ’σαι, ρε παιδάκι μου, είπε ο Φούλιας με κλαψερή φωνή· τι κάνεις, ρ’ Αποφόρη; Έτσι το λοιπόν, έτσι με παράτησες; Αυτή ’ναι η φιλία μας, το λοιπόν;

Τότε ξέσπασε σε κλάμα το παιδί. Γυρεύοντας ψηλαφητά, έπιασε ο Φούλιας το κεφάλι του παιδιού, και τ’ αγκάλιασε. Χρόνια είχε ο κακομοίρης ο Αποφόρης να νιώσει αγάπης άγγισμα κι από την ίδια του τη μάνα.

Αφού πέρασε της ψυχής τους η πρώτη θαλασσοταραχή, καθίσανε κι οι δυο κατάχαμα, με τα κορμιά στον τοίχο ακουμπισμένα, κι αρχίσανε μια σιγαλινή, μια συμπαθητική μιλιά γιομάτη μπιστοσύνη, και τέλος, αφού είπαν ό,τι είχανε να πούνε για τα τελευταία τους βάσανα, το πώς βρεθήκανε στη φυλακή, και τ’ άλλα ιστορικά τους –ο Φούλιας φυλάχτηκε να δείξει πως το γνώριζε κλέφτη το παιδί –, τέλος κουραστήκαν και σωπήσανε. ΄Υστερ’ αφού καπνίσανε δυο τρία τσιγάρα αμίλητοι, πήρε το λόγο ο Φούλιας, κι άρχισε να λέει, και να μη σώνει. Και δεν άνοιξε πια το στόμα ο Αποφόρης να αντικόψει το μάστορή του, νυσταγμένος ο ίδιος πιο πολύ απ’ την κουραστική αυτή ψαλμωδία του.

- Τι να σου πω, ρε Μήτσο, φασκέλωσ’ την αυτή την τέχνη μας… Άτιμη τέχνη, έχει πολλά βάσανα… Ξέρεις τι μαρτύρια έχει; Δεν τα φαντάζεσαι, γιατί είσ’ άγουρος ακόμα. Ας είναι όμως, έχει και τις χάρες της. Πώς να σου πω, δε μπορώ να σου παραστήσω, είναι τέχνη με διοτροπίες, με νεύρα, με τσακίσματα… Μα σε κανοποιεί… Καταλαβαίνεις μέσα σου πως κάνεις ένα πράμα που δε μπορεί άλλος να το κάμει… Γίνεσαι περήφανος με τον εαυτό σου. Οι άλλοι σε κοιτάζουν, σε πειράζουνε, σε κοροϊδεύουνε, μα σε ζηλεύουν το περισσότερο! Εσύ λες με τον εαυτό σου: «Μάλιστα, ρε άτιμοι, είμαι καραγκιοζοπαίχτης – και γι’ αυτό με ζηλεύετε, γιατί είμ’ ανώτερός σας!». Απόξω πρέπει να φυλάς το σοβαρό σου, να ’σαι αξιόπρεπος, πώς το λένε, να μη σου παίρνει ο άλλος τον αγέρα. Ο άλλος είναι γιατρός, είναι δικηγόρος, μπακάλης, καφετζής – έχει τη θέση του, που λένε. Λοιπόν κι εσύ πρέπει να φυλάς τη δική σου! Δε σου τη δίνει η κοινωνία; Την παίρνεις μοναχός σου! Την έχεις μέσα σου! Δε σ’ εχτιμάνε; Φτάνει να χτιμάς εσύ τον εαυτό σου! Θέλουνε καμιά φορά να σε κάνουνε κορόιδο; Α, όλα κι όλα, βάρα! Δε σημαίνει αν τις φας κι εσύ, φτάνει να δίνεις! Στο πανί από πίσω, τότε μάλιστα, μπορείς να κοροϊδεύεις – και να κοροϊδεύεσαι… Στην κοινωνία όμως να βαστάς το περήφανό σου, για να μην τρως και καρπαζιές στο ύστερο… Α, όλα κι όλα, όχι καρπαζιές, γιατί σου τρώω το συκώτι! Άτιμη κοινωνία!

Με βλέπεις εμένα τώρα φυλακή; Είναι γιατί περασπίστηκα τα παιδιά, το Βρακάκια τον άτιμο, τον Τσιμπλή, όλα τα παιδιά. «- Γιατί πήρανε πέντε παλιόχαρτα, τους λέω, θα τα σπάστε στο ξύλο; - Κατηγοριώνται για κλεψιά, μου λένε. - Μας χαλάσανε τη δουλειά! φώναζε ο Κονταργύρης. - Σας χάλασαν τη δουλειά; Σταθείτε να σας χαλάσω γω τη δουλειά καλύτερα!» Έγινε καβγάς· πήραν εμένα μέσα… Βλέπεις, οι σταυρωτήδες… το κολόκουρο δε λείπει… Ο Κονταργύρης έχει μαγαζί, έχει θέση στην κοινωνία… Εγώ είμαι καραγκιοζοπαίχτης· δεν έχω μαγαζί άλλο απ’ την παλιοκασέλα… Δεν έχω περάσπιση στην κοινωνία… Η συντροφιά μου, που με πιστηρίζει, είν’ άψυχη, δε μπορεί να με βοηθήσει… και το ξύλο το ’φαγα όλο μοναχός μου! (Για λίγο έμεινε αμίλητος). Τι κάθομαι και λέω γω; Χωρίς αυτή τη συντροφιά, βγάναμε μεις το ψωμί μας; Το λοιπόν, η αλήθεια είναι πως την αγαπάω γω αυτή την παλιοσυντροφιά… Άμα έχασα κείνες τις φιγούρες, μου φάνηκε πως μου σκοτώσανε τον αδρεφό μου, ας είν’ και μακαρίτης. Δε μ’ αρέσει να φτιάνω καινούριες φιγούρες, γιατί με τον καιρό τις συνηθάω, και με γνωρίζουνε… Άμα πιάνω στα χέρια μια παλιά φιγούρα, μ’ έχεις δει πώς κάνω – δεν είναι χαρτόνι αυτό που κρατάω, είν’ άνθρωπος, έχει ψυχή, καρδιά, είναι Καραγκιόζης, είναι Μπαρμπαγιώργος, είναι ό,τι διάολο θέλεις, μα χαρτόνι δεν είναι! Άμα με πιάνει κι αυτός στα χέρια του, είδες πώς μ’ αλλάζει, μου ρουφάει το αίμα του, μου λιώνει το μυαλό μου, με κάνει άλλον άνθρωπο… με κάνει Καραγκιόζη, Μπαρμπαγιώργο, κι ό,τι θέλεις. Όσο βαστάει η παράσταση, θυμώνω, δέρνω, βλαστημάω τα παιδιά, κατεβάζω καντήλια, καντηλήθρες· ύστερα, γίνουμαι κουρέλι, φτώμα, ψυχή δεν έχω μέσα μου, καρδιά δεν έχω… Όπως οι φιγούρες πέφτουνε στην παλιοκασέλα χωρίς να ’χουνε ζωή μέσα τους, έτσι κι εγώ είμαι ψόφιος, άψυχος, γίνουμαι κι εγώ μια παλιοφιγούρα… Τότε μου ’ρχεται όρεξη να πιω κρασί, να πιω, να πιω… ας είναι, φυλάγουμαι όσο μπορώ, πάω και ψοφολογάω. Την άλλη μέρα σηκώνουμαι άρρωστος, θέλω ώρες για να ’ρθω στον εαυτό μου.

Αυτά τα καλά έχει η τέχνη μας… Άτιμη, π…… τέχνη… Σ’ αυτήν έχω δώσει το αίμα της καρδιάς μου· δε φόρεσα βρακί καινούριο από παιδί· δε γλυκάθηκε τ’ αχείλι μου· δεν είδα καλή μέρα… Πού να σ’ τα μολογάω όλα μου τα βάσανα με το μεθύστακα το Μίμαρο… Αυτός ήταν ο δάσκαλός μου· δε λέω, έμαθα πολλά απ’ αυτόν, τράβηξα όμως ξύλο και βρισίδι… Θα το πιστέψεις πως, παιδί πράμα, και με ζήλευε; Με κατάτρεχε, δε μ’ άφηνε να πιάνω τις φιγούρες… Εγώ έκανα τον κουτό, ως που έμαθα την τέχνη, και την έκαμα δική μου. Όπου μια μέρα μ’ έχασε. «Το ’μαθες, του λένε· στον καφενέ του Καλυβιώτη, εκείνος ο κάλφας σου ο Αρεφούλιας έστησε Καραγκιόζη, απόψε είναι η πρώτη…». Ο Μίμαρος γέλασε. «Δε θα κάμει τίποτα!» είπε. ήρθε όμως στην παράσταση κι έφυγε φαρμακωμένος. «Ρε, το μπάσταρδο, πού τα ’μαθε όλα αυτά, σ’ εμένα τα ’μαθε;» Είχα βάλει εγώ ανθρώπους και τον άκουγαν εκεί που μίλαγε με την παρέα του. Τέλος έφυγε φαρμακωμένος, δε μου ξαναμίλησε.

Ύστερα ακολούθησα το δρόμο μου. Ποτέ μου δε ζηλοφτόνεσα άθρωπο· τόσα παιδιά περάσαν απ’ τα χέρια μου, μαθητάδες μου, δικά μου πλάσματα, γενήκαν καραγκιοζοπαίχτες. Με γεια τους, με χαρά τους, είπα· και τους βόηθησα και με λεφτά, όσο μπόρεσα. Όλοι τους φερθήκαν αχάριστοι, αλλά δεν πειράζει· τέτοιος είν’ ο άνθρωπος. Στην τέχνη δε με φτάσανε! Εγώ την τελειοποίησα· εγώ ήβρα τα χρώματα στα ρούχα, έκαμα το σαράι του Πασά όπως το βλέπεις σήμερα, παλάτι φανταχτερό που δε ματαγίνηκε άλλο, τέλος εγώ… ανακάλυψα το Μπαρμπαγιώργο! Πρωτύτερα δηλαδή δεν ύπαρχε Μπαρμπαγιώργος στη σκηνή των Καραγκιόζηδων· βασίλευε ο Ντερβέναγας· έδερνε, τσάκιζε κόκαλα. «Ρε, είπα με τον εαυτό μου, αυτός δηλαδή, όλο και θα δέρνει όλο τον κόσμο… ο παλιαρβανίτης, δηλαδή, αιωνίως και τουμπανίως θα κυριαρχεί; Τούρκος κι Αρβανίτης πέρασε πια η δόξα τους… γιατί λοιπόν το ξύλο;». Ε, ρε, Θεούλη μου, το τι γίνηκε κείνη τη βραδιά, άμα πρωτοβγήκε ο Μπαρμπαγιώργος με τις φουστανέλες του, με τα μεϊντανογέλεκά του, με τ’ άρματά του, και σου τον άρπαξε το Βεληγκέκα – πάει, χάλασε το θέατρο! Τρελάθηκε ο κόσμος, ρε παιδάκι μου! Τι τα θέλεις όμως… Πήρανε κι οι άλλοι καραγκιοζοπαίχτες το Μπαρμπαγιώργο… Κανένας τους δε μ’ έφτασε, ούτε θα με φτάσει! Το Μπαρμπαγιώργο εγώ τον έβγαλα από την ψυχή μου, καλύτερα να πω, τον κουβάλησα από το χωριό μου, την πατρίδα μου! Ο Μπαρμπαγιώργος είναι Ρουμελιώτης, ρε, κι άμα δεν ξέρεις από Ρούμελη, Μπαρμπαγιώργο δεν καταλαβαίνεις.

Δεν έχω και τσιγάρο, να πάρει η ευκή του διαόλου… Εσένα δε σου γυρεύω, δε θα ’χεις κι εσύ, έχεις; Αλήθεια, θυμήθηκα τη μάνα σου πρωτύτερα… Εκείνο το παιδί ο Τσιμπλής πολύ σ’ αγαπάει, να τον αγαπάς κι εσύ· θα τον πάρομε να μας βοηθάει… εσύ θα είσαι το δεξί μου χέρι από δω και πέρα· εσύ θα διευτύνεις την παράγκα, κι όσο για τα λεφτά – τα λεφτά θα τα μοιραζόμαστε, ό,τι βγάνουμε, μαζί θα τρώμε, θα σου δίνω να πηγαίνεις και στη μάνα σου. Ξέρω πως δε σ’ αγαπάει… θέλει να της πας λεφτά. Έτσι ήταν κι η δική μου μάνα… πού να σ’ τα μολογάω τώρα. Τι ώρα να ’ναι; Θα ’ναι δυο…

Ήμουνα κι εγώ, που λες, μάγκας σαν εσένα, έτσι μας λέγανε τότε. Σπίτι δεν έμεινα, όλο στους δρόμους γύριζα· τράβηξα ξυπολισιά, πείνα και ξύλο – ξύλο! Όλοι με βαράγανε, χωρίς λόγο. Χωρίς λόγο! Πήγαινα στη μάνα μου να παραπονεθώ, ξύλο κι εκείνη. Αρεφούλια με λέγανε τ’ άλλα τα παιδιά, γιατί όλους τους παρακαλούσα, ήμουνα και τσεβδός! «Μη με βαράς, αρεφούλη μου, να ζεις, τι σου ’καμα; Μη με βαράς». Μου κόλλησαν το Αρεφούλια. Ήταν ένα παιδί, άτιμο παιδί, μεγαλύτερό μου· όλο μ’ έδερνε. «Τι γίνεσαι, Αρεφούλια;» – δώσ’ του. «Μη με βαράς, να ζήσεις, αρεφούλια μου, τι σου ’καμα» – δώσ’ του πάλι, το άτιμο! «Εσύ μου ’καμες εμένα τίποτα, Αρεφούλια; Ποιος σου ’πε πως μου ’καμες εμένα τίποτα;» – ξύλο. Ήτανε μεγαλύτερό μου… ύστερα μεγάλωσα κι εγώ, και τον έκαμα κι αυτόνε και τους άλλους… μη ρωτάς. Έβγαλα το ξύλο με τον τόκο. Καβγάδες, γλέντια… άλλαξα χίλιες τέχνες, με κατηγορήσανε για κλεψιές, με πιάσανε για λωποδύτη, έφαγα φυλακή… Τελευταία, πού καταστάλαξα, νομίζεις; Δεν το καταλαβαίνεις – το κατάλαβες! Γίνηκα καραγκιοζοπαίχτης. Από Αρεφούλιας μάγκας, μπίρμπος, μόρτης, αλανιάρης – διάσημος καραγκιοζοπαίχτης Φούλιας!

Τι λες εκεί… Σπουδαία τα λάχανα… Και να μην έχεις μια δεκάρα στην τσέπη και καπνό σπυρί – όρσε μες στην τέχνη σου, λοιπόν! Βαρέθηκα, ρε Μήτσο… Άκου δω· έχω μια ιδέα· θα σ’ αφήσω σένα γλήγορα στον τόπο μου… άκου δω… Κοιμάσαι, ρε, δεν ακούς, ρε μπάσταρδε, κι εγώ μιλάω με τους τοίχους; – Όρσε λοιπόν κι εσύ!

Έπεσε και κοιμήθηκε. Το πρωί ήρθε ο αστυνόμος και τους απόλυσε. Απόξω τους περίμενε ο Τσιμπλής και πήρε την κασέλα. Και τραβήξανε κι οι τρεις τους για την «Ξοχική Συνάντηση».
9 Μαγιού 1917

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία», τομ. 34, τεύχη 386(1-7-43), 387(15-7-43) και 389(15-8-43).

Σε βιβλίο εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1990 από τον εκδοτικό οίκο Χειρόγραφα, με φιλολογική επιμέλεια της Μάρθας Θωμαΐδου και τυπογραφική του Μάρκου Μέσκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου