Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

«Μαρίνα»


«Μαρίνα»

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Βάιου Φασούλα)

Δυο λόγια για τους φίλους αναγνώστες του «Πολιτικού καφενείου».


Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Μια δεκαετία που θα μείνει βαθιά χαραγμένη για την ιστορία της Ελλάδας. Οι ήρωες του έργου είναι υπαρκτά πρόσωπα και το έργο (οι ρόλοι τους) διαδραματίζεται κάπου στο Θεσσαλικό κάμπο. Τα χαρακτηριστικά της μεταεφμυλιακής εποχής είναι γνωστά. Μεταξύ άλλων πρυτανεύει και ο «θεσμός» της προίκας και της «τιμής» των κοριτσιών. Ένα φτιαχτό «άσυλο» ή «καταφύγιο» ήταν η πορνεία και τα ναρκωτικά.

Ο Ντίνος, μοναχογιός, αρραβωνιάζεται με προξενιό μια κοπέλα από ένα χωριό. Τη Μαρίνα. Η μητέρα του, η Κατίνα, προτιμούσε απ’ τον γιο της η γυναίκα της ζωής του να είναι από χωριό, να είναι τίμια για να μπορέσει ο γάμος να έχει σιγουριά. Τα έκτροπα που συνέβαιναν στην πόλη τη φόβιζαν. Ο Ντίνος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, μέσω μιας φίλης «πόρνης» που γνώρισε και την έλεγε «γλυκόπικρη» (Ευτυχία) και που μάταια προσπάθησε να τη σώσει, ήξερε καλά τι σήμαινε να ζει κανείς στην τότε κοινωνία…

Μια κοινωνία του τότε, που εσκεμμένα δεν καταπολεμήθηκε, για να φτάσει στις μέρες σαν θριαμβεύτρια και νικητής για την κοινωνική ισοπέδωση. Βάιος, Νοέμβρης 2003 Γερμανία

* * * *

«…Έφυγε η Κατίνα κάπως ήσυχη και ο Ντίνος μένοντας λίγο μόνος του, άφησε τις σκέψεις του να μεταβάλλονται σε εικόνες και να πλημμυρίζουν την κάμαρά του. Κι οι εικόνες άρχισαν να τρέχουν από το μυαλό του, από μικρός, απ’ όσο μπορεί να θυμάται. Δεν πέρασε καμιά εικόνα που να θυμίζει κάτι κακό ή άσχημο εκτός από κείνη της φτώχειας και την παράλογη μεταεμφυλιακή εποχή. Παρόλο που ήταν φτωχοί ο Ντίνος μεγάλωσε σαν αρχοντόπουλο. Η αγάπη και η φροντίδα πρυτάνευαν. Δεν του έλειπε τίποτα. Ακόμα και φιλάνθρωποι ήταν οι γονείς του και από το υστέρημά τους πάντα βοηθούσαν τους φτωχούς στη γειτονιά· μια περαστική ζητιάνα, ένα τσιγγανάκι, έναν ανάπηρο. Το μόνο που ευελπιστούσε η Κατίνα ήταν να της τύχει μια νύφη τίμια κι ας ήταν φτωχιά. Μάλιστα πολλές φορές όταν το ’φερνε η κουβέντα, η Κατίνα πρόβαλε τις προτιμήσεις της για μια νύφη χωριατοπούλα, που ναμη γνωρίζει πολλά από την πόλη. Ξέροντας καλά η ίδια την αποσαθρωμένη και ρατσιστική μεταεμφυλιακή κοινωνία, μια κοινωνία που δεν άφηνε το φτωχό να σηκώσει κεφάλι, με τις ποικίλες διακρίσεις, τι δουλειά κάνεις, τι γράμματα ξέρεις, πώς λέγεται ο πατέρας σου και η μάνα σου, που βρίσκονταν στην κατοχή και από πού κατάγονται, όλα τα φτωχά στρώματα της πόλης μαζί και οι χωριάτες αποτελούσαν τα κατώτερα όντα της κοινωνίας και αποκτούσαν τους ανάλογους χαρακτηρισμούς.

Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία ήταν και ο δικός της γιος, τον οποίο η Κατίνα θεωρούσε αρκετά έξυπνο, όσο και παιδί και πάντα ανησυχούσε. Εκτός από κινηματογράφους και πολλά ταβερνεία και ουζερί, η πόλη δεν διέθετε κάτι αξιόλογο πολιτιστικό, ένα κέντρο ψυχαγωγίας που να απορροφά τα νέα παιδιά. Απεναντίας τα κατηχητικά πρόσφεραν, εκτός από τη διαπαιδαγώγηση στη θρησκεία, και κάποια διασκεδαστικά παιχνίδια τα οποία σύντομα στα μάτια των παιδιών ατονούσαν και πολλά έφευγαν. Σ’ ένα τέτοιο κατηχητικό πήγαινε και ο Κωνσταντίνος για ένα διάστημα και πριν ακόμα βγάλει το δημοτικό το εγκατέλειψε. Έτσι μέχρι που να φτάσει κάπου στα δεκαεφτά του, παρόλο που με τη μάνα του πάντα συγκρούονταν, ο Κωνσταντίνος είχε κάποια ανεξαρτησία κινήσεων. Έναν άλλο φόβο που είχε η Κατίνα για το γιο της ήταν οι κακές παρέες και η πορνεία, νόμιμη και άνομη, που επικρατούσε και άνθιζε, οι συχνές αρρώστιες που προέκυπταν και οι κοινωνικές εμπλοκές.

Νέες γυναίκες πόρνες για λίγες δραχμές, γίνονταν σεξουαλικός πειρασμός και παρανάλωμα για άβγαλτα αγόρια μικρής ηλικίας. Γυναίκες είκοσι, τριάντα χρονών με παιδιά, παρατημένες από τους άνδρες τους έβρισκαν λύσεις στους μικρούς επισκέπτες. Μέσα στο ίδιο δωμάτιο χωρισμένο με μια μπατανία (κουβέρτα) η νέα γυναίκα, πόρνη πια και στιγματισμένη, δέχονταν τους μικρούς εραστές της μαθαίνοντάς τους τον έρωτα και δίπλα τα δυο παιδάκια της, κάτω των δέκα χρονών, γίνονταν μάρτυρες στη μοναδική διέξοδο της μάνας τους και αποδέκτες ενός υποκόσμου, που ήδη τους άνοιγε την αγκαλιά του. Βέβαια υπήρχε και το νόμιμο μπορδέλο, απροσπέλαστο όμως για τους μικρούς ανήλικους και για την ακρίβεια του. Έτσι πολλά παιδιά μικρής ηλικίας βρίσκανε «ερωτικές» φωλιές στις πλανόδιες και φτηνές παράνομες πόρνες, που πουλούσαν έρωτα έξω στα χωράφια, σε απόκρυφες μεριές και μερικές μέσα στα σπίτια τους.

Για όλο αυτό το σύμπλεγμα η Κατίνα είχε πάντα φόβους μη συμβεί τούτο και τ’ άλλο στο μονάκριβο γιο της. Βέβαια αυτή η κοινωνία είχε και καλές πλευρές. Οικογένειες εύπορες, κοπέλες και αγόρια με απεριόριστη φροντίδα, με μορφωμένους γονείς, με καλά ρούχα στο σχολειό, με χαρτζιλίκια και εκδρομές, οικογένειες ευτυχισμένες, αλλά η κοινωνία δεν διαλέγει ποτέ τα θύματά της. Μέσα από την ευτυχία τους σερβίριζε τη δυστυχία.

Σ’ αυτή την κοινωνία, υπήρχε και μια άλλη, με ακόμα πιο στεγνό και σκληρό πρόσωπο. Για πολλούς απόκληρους, βρίσκονταν διέξοδοι σε κάτι παραγκογειτονιές, σε σκόρπια ψευτοταβερνεία εδώ κι εκεί, σε κάτι καλύβες έξω απ’ την πόλη που τις μετέτρεπαν σε ουζερί και σε τόπο συνάντησης ελεεινών εμπόρων και μαστροπών, σ’ αυτά έβρισκαν καταφύγιο ή άσυλο οι φτωχοί και απόκληροι και σ’ αυτά πήγαιναν και παρέδιναν τους χαρακτήρες τους προς διαμόρφωση χωρίς καν να το καταλάβουν. Εκεί μεταβάλλονταν σε έναν άθλιο μικρόκοσμο, βουτηγμένος στο πιοτό και στο χαρτί, στην πορνεία και στη φασαρία, στο μαχαιρώματα χάρη μιας νέας αποτυχημένης κοπέλας διωγμένη σαν πόρνη απ’ το σπίτι της και άλλες φασαρίες που έφταναν στο έγκλημα χάρη στο χασίς. Αυτός ο εκκολαπτόμενος απ’ την ίδια την κοινωνία κόσμος σε υπόκοσμο, είχε ανοιχτές τις αγκάλες του και δέχονταν, δέχονταν αργόσχολους κάθε ηλικίας, που δεν είχαν τι να κάνουν. Όμορφες κοπέλες σαν νεράιδες, μελανιασμένες απ’ το ξύλο και τρυπημένες σαν σφουγγάρι από βελονιές, έβρισκαν τον επιούσιο πουλώντας τη σάρκα τους.

Εκεί σε ένα ταβερνάκι με καρέκλες, που έτριζαν απ’ τα πετάγματα που τις κάνανε ο ένας στον άλλον όταν προέκυπταν διαφορές από μεθύσια, από γυναίκες, από χασούρες στα χαρτιά και στα ζάρια, με ένα πικάπ που μέσα από στραβούς δίσκους και κατεστραμμένη βελόνα έβγαζε παραλλαγμένους ήχους, με μια μπόχα ανακατεμένη από καπνούς, αλκοόλ και άλλες βαριές μυρουδιές, εκεί σ’ αυτό το ταβερνάκι που φημίζονταν ότι έχει και καλές πόρνες και η αστυνομία δεν τολμούσε να το αγγίξει, εκεί, λοιπόν, προ ένα χρόνο περίπου πήγε ο Ντίνος με το φίλο του, από περιέργεια να πιουν ένα ποτό. Άκουγαν ότι εκεί υπήρχαν ή γίνονταν μυστήρια πράγματα και μην αντέχοντας στον πειρασμό πήγαν να εξακριβώσουν.

Μάλιστα την πρώτη φορά έτυχε να δουν κι έναν μικροκαβγά που άναψε από μια όμορφη μακρομαλλούσσα κοπέλα που σαν μπήκε στο καπελειό με έναν φίλο - έμπορά της, άλλαξε όψη καπελειό και θαμώνες και άναψε μια φασαρία ποιος να την πρωτοπάρει. Εκεί διαπραγματεύονταν το πράμα ο φίλος της με έναν πελάτη και η κοπέλα γύριζε στο καπελειό να πιει κάνα ποτό και να ψαρέψει κι αυτή αν ταίριαζε κάναν πελάτη.

Εκείνο το βράδυ κι αφού τέλειωσε ο καβγάς πριν καλά ανάψει, την πρωτοείδε ο Ντίνος και θαύμασε την ομορφιά της, την κορμοστασιά της, λυπήθηκε για το κατάντημα της και αμέσως αναρωτήθηκε: «Πώς αυτή να είναι εδώ μέσα». Παρόλο που η κοπέλα τραβούσε σαν μαγνήτης τους άντρες, ο Ντίνος ένιωσε μια παράξενη έλξη και μια περίεργη συμπάθεια που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Έτσι εκείνο το βράδυ κιόλας προσπάθησε να την προσεγγίσει με αγνό τρόπο σαν φίλη και παρά την αντίθεση του παιδικού φίλου του, την κάλεσε στο τραπέζι. Πήγε το κορίτσι, μια κοπελάρα κάπου στα εικοσιπέντε, ενώ ο φίλος της ο «νταβάς» της είχε πιάσει κουβέντα με έναν τύπο, που τους περίμενε . Έφτασε κοντά τους ελαφρά τρικλίζοντας, έβγαλε τη ζακέτα της και κάθισε δίπλα από τον Ντίνο. Παρόλο που ήταν πιωμένη η ματιά της ήταν γλυκιά, το ντεκολτέ της σκέπαζε πολύ λίγο το ωραίο προκλητικό στήθος της, που έφερνε ανατρίχιασμα και το άρωμά της έσπαζε λίγο τη βαριά μπόχα.

Έτσι ο φίλος του Ντίνου, που εκείνη η έλξη που εκπέμπανε τα αφράτα στήθη της τον καθήλωσε, με κόπο μάζεψε τα μάτια του από κείνο το καμίνι ενώ ο Ντίνος την κοιτούσε μέσα στα μάτια προκαλώντας την με το δικό του κι εκτός περιβάλλοντος τρόπο.

-Λοιπόν, τι πίνουν οι κούκλοι μου, λέει χαμογελώντας και

πιάνει το ποτήρι του Ντίνου και το μυρίζει.

-Τι καλό να κεράσουμε στο όμορφο κορίτσι;

-Χμ! κάνει κοιτώντας περίεργα πότε τον έναν πότε τον άλλον. Χμ! Πρώτη φορά σας βλέπω. Πρωτάρηδες είστε; Πάντως για μπασκίνες (χωροφύλακες) δε φαίνεστε. Ούτε για ρουφιάνοι, μα δεν φαίνεστε ούτε για νταβάδες. Τέλος πάντων. Πιάσε, ρε αγοράκι ένα διπλό κονιάκ με καρύδια και σταφίδες, λέει και βγάζει από την τσάντα της τα τσιγάρα.

Ο φίλος του Ντίνου χωρίς να περιμένει σηκώθηκε να εκτελέσει την παραγγελία της και ο Ντίνος, αφού άναψε τσιγάρο που του πρόσφερε η κοπέλα, της λέει σιγά:

-Πότε μπορώ να σε δω, μορφονιά μου.

-Άμα τελειώσω με τον πελάτη, που τώρα ψήνεται, είμαι δική σου ως το χάραμα, κούκλε, του λέει κοιτώντας τον στα μάτια. Μ’ αρέσεις, μικρέ και μαζί σου θα τη βρω. Να δεις που τελευταία έχω γκίνιες. Κάτι κωλόγεροι μου φέρνει ο καριόλης και κάτι μπεκρήδες που έρχονται για ύπνο και λέω αμάν. Περίμενέ με εδώ, δε θ’ αργήσω.

-Γκουχ, ξερόβηξε ο Ντίνος που δεν περίμενε τόσο γρήγορα

την αντίδρασή της τραβώντας ελαφρά το χέρι του που η κοπέλα του το είχε χουφτιάσει. Εννοώ, να, να σε δω σαν φίλος, να σε γνωρίσω κι εδώ είμαστε, της λέει με κόκκινα μάγουλα.

-Χμ! Πολλά ζητάς, μικρέ. Και μ’ αρέσεις, αγοράκι. Δεν γίνετε. Φίλοι ή νταβάδες απαγορεύονται· μόνο για κρεβάτι. Κι άλλωστε, του λέει και γυρνά τα μάτια της στην άλλη μεριά του καπελειού, εδώ δεν υπάρχουν γυναίκες για φίλες. Υπάρχουν μόνο σάπιες πόρνες, μαστραπάδες, πιοτό, χαρτί, μαχαίρι και πελάτες. Τον βλέπεις εκείνον με την τραγιάσκα; Ξέχασέ το λοιπόν. Μια φορά μου κόντυνε τα μαλλιά γιατί το έριξα στην κουβέντα με έναν πελάτη και μ’ έσπασε στο ξύλο. Ουφ! Άστα. Άμα δεν έχεις και κανέναν να πεις μια κουβέντα τότε η κόλαση μεγαλώνει. Όλοι αυτοί που βλέπεις εδώ, έρχονται κοντά μου, με λαμανίζουν, με μαγαρίζουν, κάποιοι με μελανιάζουν, κάποιοι με δαγκώνουν, κάποιοι αν δεν τους κάνω τα χατίρια τους αγγίζουν με το μαχαίρι τους τα στήθια μου και τους μηρούς μου και μετά αφού αδειάσουν τσακίζονται. Σιχτίρ, λέει και φτύνει κάτω. Α, μάλιστα κάποιοι πληρώνουν τον νταβά μου κάτι παραπάνω και με δέρνουνε. Θέλουν οι παλιάνθρωποι να κάνουν έρωτα κι εγώ να πονάω και να κλαίω. Τώρα τελευταία παλεύω το στήσιμο - έρωτα τον λένε κάποιοι - λέει με σαρκασμό τονίζοντας τις λέξεις και μια πικρή μελαγχολία απλώνεται στο πρόσωπό της, με άλλη μέθοδο. Αυτοί απολαμβάνουν χυδαία το κορμί μου κι εγώ ποτίζομαι με χορτάρι και τραβώ στη νάρκη μου. Έτσι αυτά τα μαρτύρια τα ζω ναρκωμένη. Ουφ! κάνει και κοιτάζει το Ντίνο με μια ματιά αλλιώτικη και κάπως θυμωμένη. Ουφ! ρε κούκλε, ποιος είσαι και σου είπα τα δικά μου; Μπας κι είσαι γιος καμιάς μάγισσας; Εγώ μόνο ταρίφες μπορώ να κανονίζω με τους πελάτες. Και από αυτές έχω τα ποσοστά μου. Τι ποσοστά… παράτα με… μην μπαίνεις στη στράτα μου, φιλαράκο και φαίνεσαι καλό παλικάρι.

-Ένας φίλος. Ένας φίλος σου θέλω να γίνω. Τίποτε άλλο, λέει με θάρρος ο Ντίνος και παρακαλεστική φωνή, πες μου κι άλλα, πες μου πώς κατάλαβες ότι είμαι καλό παιδί;

-Χμ! του απαντά κλείνοντας το ένα της μάτι. Αρχίζεις και μ’ αρέσεις. Άκου, κούκλε και κανόνισε σε τούτο το χαρέμι να μην ξανάρθεις. Ούτε για γυναίκα ούτε για ποτό. Εν τάξει, του λέει δίνοντας στη φωνή της τόνο αυστηρό.

-Δεν ήρθα ούτε για γυναίκα ούτε για ποτό.

-Τότε γιατί;

-Δεν ξέρω. Ίσως από περιέργεια, ίσως από κάποια φωνή που άκουγα μέσα μου….

-Μπα! Τι μου λες, αγοράκι.

-Αυτό που ακούς, της απαντά με φωνή σοβαρή και αποφασισμένος να συνεχίσει η κουβέντα. Η φωνή σου μου είναι γνωστή, κάπου την ξέρω, κάπου την άκουσα…

-Ονειροπαρμένος είσαι αγοράκι, του λέει σίγουρη η κοπέλα ότι ποτέ και πουθενά δεν την άκουσε να μιλά, αποκλείεται.

-Καλά θα θυμηθώ και θα δεις, λέει με σκυφτό κεφάλι που έδειχνε ότι τάχα σκέφτονταν. Ξέρεις, μερικές φωνές είναι τόσο γλυκές, είναι τόσο τρυφερές και απαλές σαν των πουλιών τη λαλιά. Τέλος πάντων, δε θα μου πεις πώς κατάλαβες ότι είμαι καλό παιδί; Μήπως τελικά έχω δίκιο;

-Χα! Χα! γέλασε η κοπέλα περνώντας μια κρυφή αναλαμπή μέσα απ’ τα μάτια της και για μια στιγμή της φώτισε το πρόσωπο. Καλέ εσύ είσαι και ηθοποιός. Άκου φιλαράκο να τελειώνουμε, του λέει σκυθρωπή γυρνώντας στον εαυτό της. Άκου και μην τρομάξεις.

-Το πρώτο που μαθαίνουμε, εμείς του δρόμου, αφού χορτάσουμε τη σαβούρα και τη βρωμιά, είναι πως να εισπράττουμε το εισιτήριο για την κόλαση. Τον βλέπεις τον εραστή μου…, του λέει και κουνά το κεφάλι της προς το μέρος που κάθονταν ο φίλος της…, αυτός είναι ο διάολός μου. Αυτός θα μου δώσει το εισιτήριο.

-Αφού πρώτα με θέρισε ένας άλλος αρχιδιάολος, με κατέστρεψε και με εξαπάτησε, με διώξανε ο δικοί μου απ’ σπίτι γιατί με λήστεψε την παρθενιά μου. Έτσι έμεινα σύξυλη στους δρόμους, κι εκεί, λες και από θαύμα, βρέθηκε αυτός και μ’ έριξε πιότερο στη λάσπη. Και το δεύτερο που μαθαίνουμε είναι να ξεχωρίζουμε το καλό απ’ το κακό. Αλλά, είναι πλέον αργά. Ικανοποιημένος, του λέει γελώντας σιγά και σαρκαστικά, λες κι ήθελε να ταπεινώσει ακόμα πιο πολύ τον εαυτό της.

-Να, κοίτα, βρισκόμαστε στο φθινόπωρο και σε λίγο θα φτάσει κι ο χειμώνας. Θα φρυάζουν οι άνεμοι να γκρεμίσουν το κορμί μου, θα ουρλιάζουν, θα λυσσομανούν να διώξουν την ανθρώπινη κατάρα που χαλάει την ανθρώπινη ψυχή μέχρι τα μύχια. Αυτός ο χειμώνας που θα ’ρθει –και θα ’ρθει για μένα- μες στ’ άσπρα του θα φέρει και το δικό μου σάβανο. Ω ναι! Αυτό περιμένω! Αυτό με γοητεύει και με κάνει σκλάβα του! Μέσα σ’ αυτό είναι κλεισμένη η ψυχή μου, που τόσο αγαπώ και μ’ αγαπά κι εκείνη. Εκεί θα την ακούω πώς θα γελά όταν θα επιστρέφει στο νεκρό κέντρο του εαυτού μου. Θα ’ναι η δική μου στιγμή που θα αγάλλομαι και θα αγγελοκρούομαι. Θα’ ναι η δική μου στιγμή της ευτυχίας και της σωτηρίας. Ίσως τότε, αγοράκι, καταλάβεις το μάταιο…

Ο Ντίνος αιφνιδιάστηκε μ’ αυτή τη μαρτυρία. Μια άγνωστη κοπέλα ξεδίπλωσε μπροστά του το Γολγοθά της. Τα ’χασε· νόμισε για μια στιγμή πως βρέθηκε κι αυτός κάπου δίπλα της να ζει από κοντά τις αγωνίες της και να είναι κολλημένος στη δική της λάσπη· στο δικό της σάβανο. Με κόπο ξεκόλλησε η γλώσσα του κι αφού κουνήθηκε λίγο στην καρέκλα του, της λέει σιγά:

-Μίλα πιο σιγά, κοπέλα μου, μπορεί να σε ακούσει.

-Χα! Ξανάκανε με σαρκασμό. Μη μου λες, κοπέλα μου, μικρέ φίλε. Όλοι με λένε πόρνη. Έτσι μπορώ κι εγώ ν’ ακούω όταν με φωνάζουνε Και τι έγινε δηλαδή αν μας ακούσει; Θα φάω ένα χέρι ξύλο. Σάπια είμαι έτσι ή αλλιώς και έτοιμη. Μη σκας αγοράκι. Το μόνο κακό είναι που δεν μπορώ κι εγώ να τον δείρω. Τότε θα το χαιρόμουν στ’ αλήθεια.

Ο Ντίνος που άρχισε να παίρνει θάρρος, να ενθουσιάζεται και να συγκινείται από την αυθορμητικότητά της και την εμπιστοσύνη που του ’δειχνε, αλλά να φοβάται τον τύπο που καμιά φορά τους έριχνε και καμιά ύπουλη ματιά, ανάβοντας άλλο τσιγάρο της λέει σιγά.

-Πόσα χρόνια είσαι σ’ αυτή, τη λάσπη, που λες,

-Χμ! Πολλά ζητάς φίλε. Τη σημασία έχει αφού βρίσκομαι στο τέλος της. Θα σου πω γιατί είσαι και φαίνεσαι καλό παιδί. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα άλλο τσιγάρο, στριμμένο αυτή τη φορά. Άναψε, πήρε μια ρουφηξιά βαθιά, έβγαλε τον καπνό και μαζί μ’ έναν αναστεναγμό της, λέει:

-Δεκάξι! Κοριτσάκι! Νόμισα πως είχα περάσει στο κατώφλι του παραδείσου και βρέθηκα στην κόλαση. Ήμουν δευτέρα Λυκείου και είχα όνειρα. Τώρα…και με την άκρη του χεριού της μαζεύει κρυφά ένα δάκρυ.

-Τα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ κι ούτε σβήνουν, μ’ αυτά ζούμε και πλάθουμε το μέλλον μας, συμπλήρωσε με αυτοπεποίθηση στη φωνή του ο Ντίνος κι εκείνη τη στιγμή ήρθε ο φίλος του με το κονιάκ και διακόπηκε η συζήτηση.

Πήρε το ποτό και το ’φερε μπροστά στα μάτια της. Κοίταξε λίγο το καφετί περιεχόμενο. Έκλεισε σφιχτά μια στιγμή τα μάτια και το σήκωσε ψηλά.

-Λοιπόν, στην υγειά σας, κούκλοι. Στην υγειά σου κούκλε, λέει γυρνώντας προς το Ντίνο και σηκώνει το ποτήρι πίνοντας το μισό. Αααα! Κάνει. Καίει το ρημάδι, καίει και σε βοηθάει να κλείνεις τα μάτια, να μην βογκάς, να μην ντρέπεσαι, να μην βλέπεις το αδιαπέραστο ανθρώπινο χάος και τη βρωμιά.

Ξανασήκωσε το ποτήρι και κατέβασε το υπόλοιπο. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ζακέτα της, πήρε τη τσάντα της και αφού έριξε μια ματιά στο φίλο της με την τραγιάσκα, με ματιά που γυάλιζε λέει στο Ντίνο με φωνή δυνατή:

-Ώρα είναι για δουλειά, μάγκες. Πέρνα αύριο τέτοια ώρα, μικρέ. Και αλλάζοντας τόνο στη φωνή της σκύβοντας λίγο προς το μέρος του συνεχίζει:



Πού ξέρεις! Μπορεί να κάνουμε τα μισά απ’ όσα είπαμε.

Αν είσαι κούκλος, όπως φαίνεσαι, μην τρομάζεις στα σκοτάδια

Καμιά φορά φωτίζουν περισσότερο απ’ της ημέρας τα φώτα.

Στο άσχημο μπορείς να δεις και να βρεις το όμορφο,

το καλό ή και το τέλειο.

Και στο όμορφο θα βρεις και θα ζήσεις το χάος,

τη βρωμιά και τον όλεθρο.

Αυτή είναι η ζωή· κύμα αυτή, ναυαγός εσύ.

Αγκαλιάζεις το κύμα να σε βγάλει έξω

Κι αυτό ή θα σε πνίξει διασκεδάζοντας,

Ή με άχτι θα σε πετάξει στο βράχο και θα σε λιώσει.

Αυτή είναι η ζωή, φίλε

Την αγκαλιάζεις σαν πιστή ερωμένη ή την απορρίπτεις

Κι ό,τι προκύψει

Για μένα η ζωή, έχει αγκάθια, παγίδες, γκρεμούς.

Και με κομμένα όλα τα γεφύρια μπρος, πλάι μου, πίσω.

Η ψυχή συγκρούεται με τη σάρκα, που δεν ορίζω.

Δεν υπάρχει παρά μόνο ο μονόδρομος.

Αυτός που ακολουθώ αυτή τη στιγμή.

Ε εσείς νέα παιδιά, βλαστάρια, πριν την αγκαλιάσετε

αφουγκραστείτε την.

Τότε μόνον θα την κερδίσετε…

Οι δυο φίλοι καθηλώθηκαν άφωνοι και πνίγηκαν στη σιωπή. Τα λόγια της κοπέλας τους μετεώρισε. Μόνο που τα μάτια τους κοιτούσαν την κοπέλα πως πλησίασε τον πελάτη και πως αμέσως έφυγαν μαζί.

Μετά από λίγες στιγμές και αφού η κοπέλα έφυγε κι ο απόηχος των λόγων της έμενε στ’ αφτιά τους σηκώθηκαν κι αυτοί. Φτάνοντας στην πόρτα ο Ντίνος έριξε μια ματιά στον τραγιασκοφόρο. Άντρακλας ο ένας, παιδαρέλι ο άλλος. Αντάμωσαν μια στιγμή οι ματιές τους ψάχνοντας ο ένας τον άλλο και ο Ντίνος άνοιξε την πόρτα. Πνιγερό σκοτάδι και οι δυο φίλοι σιγομιλώντας ξεκίνησαν για τα σπίτια τους μέσα απ’ τα θεοσκότεινα σοκάκια.

-Φίλε μου, Ντίνο, κόψε τις επαφές και τα σούρτα φέρτα. Θαρρώ σε περισσότερους μπελάδες θα βάλεις την κοπέλα. Και τι κοπέλα, έκανε με θαυμασμό ο φίλος του Ντίνου, τι νιάτα, τι ομορφιά! Τι κρίμα. Γιατί βρε, Ντίνε;

-Θα το ψάξουμε.

-Χωρίς εμένα φίλε. Μαζέψου. Όταν εσύ μιλούσες με την κοπέλα εγώ έβλεπα τον τύπο πως σε κοιτούσε. Κόψε φίλε και άλλαξε πορεία.

-Αφού πρώτα αλλάξουμε πορεία στην κοπέλα.

-Βρε συ, μήπως την ερωτεύθηκες.

-Όχι φίλε. Μακάρι να ήταν έτσι. Κι εδώ είναι το πρόβλημα.

-Βρε συ, του λέει έκπληκτος ο φίλος του, πού πας μέσα στα αγκάθια; Να ’σουν και κάνας άντρακλας;

-Ότι μπορέσω. Πονάει η ψυχή μου.

-Βρε, Ντίνε μου…

-Όχι σου είπα. Δεν είμαι ερωτευμένος. Μακάρι να ήμουν,

του λέει με πείσμα. Νιώθω να πονά η καρδιά μου και το στήθος μου να κλείνει. Άκουγες, άκουγες τι έλεγε ή χαλβάδιαζες μαζί της;

-Άντε ρε, διαμαρτυρήθηκε ο φίλος του.

-Αστειεύτηκα. Μη δίνεις σημασία.

-Βρε συ, Ντίνε μου ξέρεις, τι με εντυπωσίασε;

-Όχι!

-Όταν πήγα να πάρω το κονιάκ στον καπελά ο τύπος ήταν πολύ κοντά μου. Πολύ όμορφο παλικάρι!

-Φαίνεται πως δεν κατάλαβες τι έλεγε η κοπέλα, του λέει κοιτάζοντάς τον λοξά. Περπάτα τώρα και αύριο τα λέμε.

Έτσι την άλλη μέρα αποφασισμένος και μόνος του ξεκίνησε ο Ντίνος να συναντήσει την κοπέλα. Και έγινε. Πήρε ένα διπλό κονιάκ με τα σχετικά και έκατσε στο χτεσινό τραπεζάκι. Επαναλήφθηκαν οι χτεσινές σκηνές διαπραγμάτευσης με κάποιον άλλον και η κοπέλα πάλι ελαφρά μεθυσμένη ήρθε για λίγο κοντά του.

-Καλός το αγοράκι! του λέει μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο.

-Κάθισε, της λέει, γλυκόπικρο κορίτσι, που δεν ξέρω μήτε το όνομά σου.

-Έλα, καημένε, μικρούλη μου! Τι να το κάνεις. Δε το θυμάμαι ούτε εγώ πια.

-Ξέρεις….πήγε να πει ο Ντίνος.

-Ξέρω, δεν κοιμήθηκες απόψε θέλεις να μου πεις. Σε αναστάτωσα και άκουγες τη φωνή μου, ε, ρωτάει.

-Πως το κατάλαβες, γλυκόπικρη κοπέλα.

-Χμ! Φαίνεται το ξέχασες κιόλας.

-Μου είπες τόσα πολλά και μ’ έκανες κόσκινο.

-Μη μου πεις πως μ’ ερωτεύθηκες, του λέει με ένα ύφος μισοαστείο, μισοσοβαρό κι ο Ντίνος κοκκίνισε με μιας.

-Έλα, αστειεύτηκα, του λέει αμέσως που είδε το Ντίνο που πειράχτηκε. Ωραίο το όνομα που μου ’δωσες, του λέει εύθυμα. Θα το κρατήσω και θα το θυμάμαι. Αν και στους Γολγοθάδες δεν χωράνε νονοί, εσύ τα κατάφερες να γίνεις ο νουνός μου. Λοιπόν, δεν έχει κέρασμα σήμερα.

-Εδώ είναι, δεν ήπια, φρόντισα για σένα εκτός κι αν θέλεις τίποτε άλλο.

-Στην υγειά σου κούκλε, και σταματώντας το ποτήρι δίπλα απ’ τα κατακόκκινα χείλη του λέει κοιτώντας τον στα μάτια. Καλέ αγοράκι, εσένα πως σε λένε; Αλλά άσε, άσε μη μου λες, θα σου δώσω εγώ ένα όνομα. Πίνει μια γουλιά, γλύφει ελαφρά τα χείλη της και με μια ματιά που άρχισε να πετάει πάνω του σαν πεταλούδα του λέει:

-Σε λέω, σε λέω, Άγγελο! Λοιπόν σ’ αρέσει;

-Όλα αρέσουν όσα μου λες, γλυκόπικρη, εκτός από ένα.

-Ποιο, καλέ μου, Άγγελε.

-Πότε θα βρεθούμε…

-Θέλεις να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, ή έχεις ξεμείνει από κορίτσι, του κάνει χαμογελώντας με λίγη δόση ειρωνείας και περιέργειας.

-Όχι, γλυκόπικρη, κοπέλα. Δε στο κρύβω, είσαι πολύ όμορφη και θα μπορούσα να ’ρθω κοντά σου. Άλλα πράγματα θέλω να κουβεντιάσω μαζί σου. Και πού ξέρεις! Μπορεί να κάνουμε τα μισά απ’ όσα είπαμε, της θύμισε ο Ντίνος.

Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια κοιτώντας τον μέσα από το καστανό και πυκνό δάσος των φρυδιών της. Κι ο Ντίνος προσπαθούσε να περάσει μέσα απ’ τα μισάνοιχτα μάτια της κι από κει να βρεθεί στην καρδιά της. Τη βρήκε κλειστή να τη φυλάνε δυο δράκοντες με πύρινα σπαθιά στα χέρια. Αιμορραγούσε από παντού και το ακαθόριστο χτύπημά της έφτανε βαθιά στα μηνίγγια του. Λες και βρίσκονταν σε λόγγο και άκουγε τα τσεκούρια να πελεκούν αδιάκοπα: «γκαπ!» «γκουπ!». Σφιχτά και πυκνές οι αράχνες δεμένες γύρω της έκλειναν τον ήλιο με τους ιστούς της. Και τα πουλιά, κάτι μαύρα και αιμοβόρα πουλιά με γαμψές μύτες και μεγάλα νύχια, πετούσαν γύρα της κράζοντας: «κρα!» «κρα!». Σκουλήκια συνωστισμένα γύρα της περίμεναν να αρπάξουν κι αυτά ό,τι απ’ τα μαυροπούλια θα απέμενε. Άπλωσε τα χέρια του να την αγγίξει κι ένας βαρύς αποπνικτικός αέρας χτύπησε τα ρουθούνια του και τα μάζεψε. Ένιωσε τη δική του καρδιά να σφίγγει μέσα του, να σφίγγει και να πονάει και το ένα του μάτι να τρέχει ένα δάκρυ που έκαιγε. Κοιτώντας με το άλλο μάτι του την ερημιά, που ολούθε απλώνονταν, κάτι ακαθόριστο ένιωσε μέσα του και αφουγκράστηκε. Κι εκεί, με σηκωμένη την τρίχα στο κορμί του και μ’ ένα ρίγος που δεν ξανάνιωσε, ετοιμάστηκε να σκίσει τους ιστούς και να διώξει μαυροπούλια και τα σκουλήκια, μαύρα σύννεφα τύλιξαν την καρδιά της κι ένα σφύριγμα τον έκανε να πλαντάξει. Βγήκε έξω μέσα απ’ τα μισόκλειστα μάτια της κι ένα δεύτερο και πιο δυνατό σφύριγμα έφτασε στ’ αφτιά του. Του φάνηκε πως κάποια κόμπρα σφύριζε έτοιμη να τον δηλητηριάσει και σκούπισε και το άλλο μάτι του που έτρεχε. Μέσα από μια αιθαλομίχλη άρχισε να ξεχωρίζει το πρόσωπο της κοπέλας η οποία καθώς ο οίστρος της την είχε συνεπάρει, είχε ανάψει κι άλλο στριφτό, που περιείχε και χασίς κι ο καπνός, λες κι έβγαινε από μια υψικάμινο, σαν σύννεφο είχε τυλίξει τον Ντίνο και του έκαψε τα μάτια.

Χρειάστηκε να σφυρίξει κι άλλη φορά ο τραγιασκοφόρος την κοπέλα, που είχε ξεχαστεί να μιλά με τον Ντίνο και να κλαίει σιγά και μυστικά. Αν καμιά φορά έκλαιγε και την έπαιρνε χαμπάρι ο φίλος την έδερνε. Τώρα έδειχνε να μην τις ένοιαζε. Έτσι κακόκεφη και με παγωμένα τα δάκρυα στις άκρες των ματιών της, σηκώθηκε αργά και βαριά σαν κούτσουρο από το κάθισμά της. Έριξε μια περίεργη ματιά γύρα στο ντουμανιασμένο από καπνούς και μυρουδιές καπελειό, λες και βρίσκονταν για πρώτη φορά, κοίταξε μια στιγμή απέναντι το φίλο της που χειρονομώντας πρόστυχα της έκανε νόημα να τελειώνει και σταμάτησε το θολό βλέμμα της στο Ντίνο.

Η κουβέντα του Ντίνου την είχε αναστατώσει. Την είχε για στιγμές ξυπνήσει και την είχε απογειώσει. Όμως τα καμένα της φτερά δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν στους λεύτερους και καθάριους αιθέρες. Μάτια προσπάθησε ο Ντίνος να την κρατήσει ψηλά διώχνοντας ανέμους και σύννεφα από μπροστά της. Μάταια τις υπόσχονταν με κάθε τρόπο να τη βοηθήσει να ξεφύγει πρώτα από τα ναρκωτικά και κοντά απ’ την πορνεία, την οποία ο Ντίνος θεωρούσε παράγωγο των ναρκωτικών ουσιών. Μάταια της μίλησε για την ομορφιά της, για μια νέα και ήσυχη, ανθρώπινη ζωή. Κι ακόμα της είπε για έναν τριαντάχρονο θείο του, που πέρυσι τον βρήκαν πεθαμένο. Μάταια όλα. Την πικρόχολη κοπέλα την τραβούσε η γη κι ο κόσμος της. Εξαντλημένη τα βράδια, αφού θα έτρωγε ένα χέρι ξύλο επειδή τον έκλεβε στα ποσοστά κι άλλοτε φλυαρούσε, να όπως ψες με τον Ντίνο, στη συνέχεια θα τις έκανε το σχετικό τρυπηματάκι και μ’ αυτό θα παραδίνονταν στην αγκαλιά του φίλου της.

Εκεί στο καπελειό η κοπέλα του τα είπε όλα και την τελευταία στιγμή είπε το όνομά της. Τρικλίζοντας ελαφρά έγειρε κοντά του και σαν πούπουλο που το σέρνει ο αέρας άγγιξε τα χείλη της στα δικά του, τα έτριψε ελαφρά ίσα που ακουμπούσαν δεξιά αριστερά και άφησε λίγες λέξεις:

-Μην μαγαρίζεσαι μαζί μου, Άγγελέ μου! Για μένα είναι πλέον αργά. Την ευτυχία σου δεν θα τη βρεις εδώ. Φύγε, Άγγελε, φύγε καλέ μου, και μην ξανάρθεις. Αυτός ο κόσμος δεν είναι για σένα. Είναι γιομάτος δηλητήριο και θα είναι άδικο να το πιεις κι εσύ. Εμένα ξέχασέ με. Τώρα. Πες ότι έζησες μια παρένθεση που έκλεισε ή έναν εφιάλτη που έσβησε. Έχε γεια, μικρέ μου Άγγελε. Έχε γεια, του είπε πάλι, του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε.

-Ευτυχία, Ευτυχία, λέει απεγνωσμένα εκείνος, όταν εκείνη έκανε το πρώτο βήμα. Έλα, ένα να φύγουμε τώρα. Σου είπα, της λέει με φανερό παράπονο και πίκρα, τώρα πια έχεις έναν φίλο, έναν αδελφό, έναν άντρα αν θέλεις και θα σε κάνω καλά…

Μα η Ευτυχία, αφήνοντας στο Ντίνο μια κάψα να του καίει τα μάτια και να του πονά το στήθος, είχε φτάσει στο άλλο τραπέζι.

Άδειος σαν σάκος και μ’ αργά βήματα περπατούσε στο σκοτάδι ο Ντίνος πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Έμοιαζε σα να πήγαινε ή γυρνούσε από κηδεία αγαπημένου του προσώπου. Στο μυαλό του δεν έλεγαν να σιγήσουν τα λόγια που του είπε η κοπέλα, η Ευτυχία, που πάνω της είχε παίξει όλα τα παιχνίδια της η δυστυχία. Η αυτοδιαγραφή της από τη ζωή ήταν πλέον δεδομένη κι ο ερχομός του Ντίνο ήταν πολύ καθυστερημένος. «Είναι πλέον αργά αγοράκι, είμαι εξοφλημένη. Η λύτρωσή μου είναι μόνο ο θάνατος και ήδη μου έχει στρώσει τα μαύρα του σάβανα. Από στιγμή σε στιγμή τον περιμένω… Είμαι δηλητηριασμένη πια, έχω ήδη πεθάνει και μην πασχίζεις άδικα…»

Λίγα μέτρα είχε προχωρήσει στο σοκάκι σαν χαμένος στο δικό του κόσμο και μες στο σκοτάδι. Έναν κόσμο, που ως χτες μόνο άκουγε, αλλά τώρα τον έζησε από κοντά. Μην καταθέτοντας τα όπλα μουρμούρισε: «Ας λέει αυτή. Εγώ αύριο θα έρθω πάλι. Θα την ξανακουβεντιάσω τη, δύστυχη, θα μ’ ακούσει δεν μπορεί, δεν μπορεί να θέλει να πεθάνει…»

Σκούπισε τα μάτια του, που καθώς βγήκε στο σκοτάδι όλη η κάψα που μαζεύτηκε όταν η Ευτυχία του μιλούσε, τώρα απελευθερώθηκε κι έγινε δάκρυ. Μες στη νύχτα, στη σκοτεινή παραγκογειτονιά, που μόνο κανένα λαμπόγυαλο άφηνε ένα κίτρινο ξεπλυμένο φως να χαράξει το σοκάκι, άκουσε ένα κοντινό «γκουχ» και σιγανά βήματα και κοντοστάθηκε. Αφουγκράστηκε κι αμέσως μετεωρίστηκε όταν λίγα μέτρα πιο πέρα, εκεί που έστριβε το σοκάκι, είδε δυο αντικείμενα να στραφταλίζουν στο σκοτάδι και δυο τύποι να πλησιάζουν αργά προς το μέρος του. Τα έπαιξε ο Ντίνος, κόντεψε να πάθει ρεζιλίκι και μ’ ένα σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά προσπάθησε να συγκεντρώσει τις διαλυμένες δυνάμεις του. Προχώρησε κι αυτός με ψυχραιμία και χτυποκάρδι το δρόμο του μέχρι που κάποια στιγμή συναντήθηκαν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον. Έτσι βρέθηκε ο Ντίνος στη μέση έχοντάς τους τον έναν δεξιά και τον άλλον αριστερά να χτυπούνε διακριτικά τα μαχαίρια τους ο καθένας στην ανοιχτή παλάμη του. Στα μέτρα του Ντίνου και οι δυο, θρασύδειλοι, αθυρόστομοι και ψευτοτσαμπουκάδες, στο σκοτάδι χωρίς μαχαίρι δεν περπατούσαν ποτέ. Αν δεν είχαν σιδερικά άνετα θα τους έκανε ζάφτι ο Ντίνος. Κάποιοι, να σαν τον μαστροπό της Ευτυχίας, τους χρησιμοποιούσαν δίνοντας κάνα τάλιρο ή τους κάνανε πάσα καμιά φτωχή πόρνη, ανάλογα τη δουλειά που θα αναλάμβαναν. Ο θείος του ο μακαρίτης του είχε πολλές τέτοιες ιστορίες καθώς και ο πατέρας του, αλλά άμα έχει ο άλλος μαχαίρι ο Ντίνος τι να κάνει;

-Τι συμβαίνει, ρε μάγκες, τι χάσατε στο σκοτάδι, τους λέει θαρρετά και έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο.

-Ψιτ! Σπόρε, μη μας το παίζεις το μάγκα και κόβε λάσπη από δω μη σε κλάψει η μάνα σου, απαντά ένας εξακολουθώντας να παίζει τα μαχαίρι στα χέρια του.

-Περνάς σε απαγορευμένες περιοχές, βρε μούλε, δεν το πήρες χαμπάρι. Εδώ γκόμενες δεν υπάρχουν κι αυτές που υπάρχουν δεν είναι για τα μούτρα σου, λέει ο δεύτερος με σηκωμένη φωνή, ακίνητος και συνεχώς να παίζει με το μαχαίρι του.

-Στρίβε το λοιπόν, βρε πορνόβγαλμα, ακόμα εδώ είσαι.

-Εν τάξει, βρε μάγκες. Δεν ήξερα ότι βρίσκομαι στα χωράφια σας και μη βαράτε. Αλλά μη βρωμάτε τα στόματά σας με τα μαχαίρια σας γιατί δεν ξέρετε τι έχω στις τσέπες μου.

Οι δυο τύποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους περίεργα κι ο Ντίνος έχοντας το χέρι του στο παντελόνι του, παρακαλούσε την τύχη του το μπλοφάρισμά του να πιάσει τόπο. Την ίδια ώρα δίπλα σ’ ένα χαμόσπιτο έτριξε μια πόρτα και στο άνοιγμά της μια λουρίδα κίτρινο φως πασπάλισε το πρόσωπο του ενός από τους δυο και μ’ ένα «σύρμα» που φώναξε ο ένας το βάλανε στα πόδια και χάθηκαν στο σκοτάδι. Ο άντρας του σπιτιού, ένας θεόρατος γίγαντας, είχε ακούσει τη φασαρία και βγήκε έξω να δει.

Έριξε μια ματιά στον Ντίνο, που σαστισμένος εξακολουθούσε να μένει στη θέση του, ξερόβηξε μια φορά, τράβηξε την πόρτα πίσω του, ξανάτριξε εκείνη σαν στοιχειωμένη και μπήκε μέσα στο σπίτι του. Ξεκόλλησε κι ο Ντίνος απ’ τη θέση του και έκανε το πρώτο βήμα. Έβγαλε το χέρι απ’ την τσέπη του, το κοίταξε μες στο σκοτάδι, άδειο παντάδειο, χαμογέλασε και τάχυνε το βήμα του.

Το ρολόι της πόλης ακούστηκε να χτυπά, την ίδια στιγμή ακούγεται να χτυπά και η πόρτα του κι αμέσως μια φωνή γνωστή και γλυκιά, έκανε το Ντίνο να αφήσει τις σκέψεις του και τα σκοτάδια και να γυρίσει στην πραγματικότητα.

-Ντίνο, ε Ντίνο, εγώ είμαι η Μαρίνα, άνοιξε….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου