Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ελένη Βοΐσκου – Μαρτάλη: Δεσποινούλα


ΔΕΣΠΟΙΝΟΥΛΑFREE photo hosting by Fih.gr

Η Ελένη Βοΐσκου - Μαρτάλη γεννήθηκε
στο Κάιρο. Έχει εκδώσει τα βιβλία.: «Αλάσκα», διηγήματα, 1938, «Κόσμοι πού δε
χάθηκαν», πρόζες, 1940, «Το τέλος της εισαγωγής», ποιήματα, 1941, «Άρες Μάρες
Κουκουνάρες», διηγήματα, 1947, «Σαίξπηρ και Νόρμα», ιλαροτραγωδία σε τρία
μέρη, 1950, «Ο παλμός της ζωής μας», μυθιστόρημα, 1956, «Μικρά και μεγάλα
συμβάντα», διηγήματα, 1963, «Ανοίξτε τις πόρτες», μυθιστόρημα, 1964. Την
συγγραφέα Ελένη Βοΐσκου, που «έφυγε» το Μάη του 2005, άλλοι είναι πιο αρμόδιοι
να την αξιολογήσουν σαν λογοτέχνιδα και να προβάλουν το πνευματικό της έργο.
Εμείς εδώ θα κάνουμε μια αναφορά στην πρωτοπόρα γυναίκα, την αγωνίστρια του
γυναικείου και του φιλειρηνικού κινήματος, αυτήν που ντύθηκε στολή και σήκωσε
όπλο μαζί με άλλους Έλληνες εθελοντές στον πόλεμο του 1956 στην Αίγυπτο, την
κρατούμενη μαζί με άλλες το 1968. Ήταν τότε ένας άλλος Μάης, με την Ελλάδα
κάτω από την μπότα της Χούντας και η Ελένη Βοΐσκου βίωσε και απαθανάτισε στα
γραπτά της τη ζωή των γυναικών στο ΕΑΤ - ΕΣΑ.

Ελένη Βοΐσκου – Μαρτάλη



«Εδώ Αθήνα, αναγγέλλει μια γλυκερή φωνή, σαν ξενική. Σας μεταφέ­ρουμε στο χορευτικό κέντρο "Κοκτέιλ". Υπάρχει ωραιότερο από ένα ζευ­γάρι πού χορεύει; (Θυμάμαι ένα ζευγάρι πού έσκαβε τη γη να θάψει ένα παιδί. Στο μισάνοιχτο λάκκο μια οβίδα ένωσε τρία κεφάλια). Η ορχήστρα παίζει ένα μπούγκι - γούγκι. Θ' ακολουθήσουνε σάμπες και ρούμπες».

Αδελφοί μου, Ντεπέτρ, Νερούντα, Ρόμπσον και μαύροι, τραγουδίστε τον αληθινό σκοπό του Μεξικού, της Χαϊτής, του Πόρτο - Ρίκο, της Κού­βας, της Αργεντινής. Κοκτέιλ την κάναν την Αθήνα. (— «Θα της αρέσει άραγε το δώρο της Δέσποινας, Νικόλα;»). Στο σανατόριο, βρίσκεται ή Δεσποινούλα. Δεν έχει πόδια για να περπατά, να τρέχει. Τραγουδήστε, αδελφοί μου, τον αληθινό σκοπό για τη Δεσποινούλα. Τραγουδήστε, αδελφοί μου, κόκκινοι, κίτρινοι, μαύροι και άσπροι τον αληθινό σκοπό της Ζωής μας. Στο 42, πάνε δέκα ολάκερα, ολοστρόγγυλα, ματοβαμμένα χρόνια, στο 42 της τσάκισαν τα πόδια με τα χέρια τους οι εχθροί. Ήταν τριώ χρονώ μωρό - πράμα. Σώπασε ο πατέρας, γιατί αγαπούσε τα ποδαράκια όλων των παιδιών του κόσμου. Και τα χεράκια που διχοτομούν τη διάφανη ατμόσφαι­ρα του χρόνου και τα ματάκια πού πεταλουδίζουνε σπρώχνοντας ταχύτερα το φως. Ζει ο πατέρας, ζει η μητέρα της Δεσποινούλας σαν αετοί στο βράχο μιας καρδούλας στη Μεσόγειο. Και σε κάθε κομμάτι της γης ζούνε εκα­τομμύρια μανάδες και μπαμπάδες τής Δεσποινούλας. Ερχόμαστ’ εμείς, πού 'χουμε πόδια, ν' αγγίξουμε τα τεντωμένα σου χέρια.

Δεσποινούλα, ερχόμαστε.

Μεσημέρι ήταν και φαινόταν σαν σούρουπο. Γκρίζο, μουγγό, παγερό. Μια ιστορία κι αυτή συνηθισμένη. Μα πρέπει να λέμε και να ξαναλέμε τις συνηθισμένες ιστορίες. Και δε φτάνει να τις λέμε και να γράφουμε και να περιγράφουμε τα σκαμπανεβάσματα και τις μεταπτώσεις του εαυτούλη μας. Να γράψουμε και με μελάνι τις ιστορίες πού πλάστηκαν με αίμα.

Πήρανε πρώτα τον παππού και τον κάψανε στο φούρνο. Δε μίλησαν ο πατέρας κι η μητέρα. Τα μάτια τους, μια κρούστα λάβα έτοιμη να σπάσει. Το κεφάλι το ’φεραν άκαυτο έξω και το πέταξαν στα πόδια της Δεσποινούλας.

— Να μια μπάλα να παίξεις.

Η Δεσποινούλα πρόφτασε να πει: «ο παππούς», δείχνοντας ένα κεφάλι, και λιγοθύμησε.

Συνέφεραν το παιδί και πάλι δε μίλησαν. Ούτε κείνος, ούτε κείνη. Η λά­βα χόχλαζε στα μάτια τους. Το καμένο πετσί μύριζε απ' το φούρνο. Πήραν τη γιαγιά, εξηντατέσσερω χρονώ, και τη βίασαν μπρος στα μάτια τους. Κι η γιαγιά ξεψύχησε στα χέρια τους.

Την ιστορία τούτη έπρεπε να την πω σε βιβλίο. Τη λέω σε γραμμούλες γιατί είναι σκληρή και τα πόδια μου γνώρισαν άσφαλτο, στρωμένους δρό­μους, ως τώρα. Τη λέω σύντομη ώσπου να συνηθίσουν τα λεπτά αφτιά και τα αδάκρυτα μάτια άλλων. Τη λέω τσεκουράτη σαν την αστραπιαία στιγμή μιας φρίκης που ξεχείλισε από τρέλα και πόνο.

...Κι η Δεσποινούλα ούρλιαζε κι έφτυνε˙ έφτυνε το μπαμπά και τη μαμά στην παραζάλη της καταστροφής. Ούρλιαζε κι έσχιζαν οι κραυγές της τον αέρα και τις καρδιές των ανθρώπων, όσων ανθρώπων είχαν απομείνει. Μέ­σα τους ζυγίστηκε πια το ερώτημα: να μιλήσουν ή να μη μιλήσουν; να προδώσουν ή να πεθάνουν; ή να τρελαθούν πριν πεθάνουν; Και θυμήθηκαν τη Μαρίκα που πρόδωσε και την έκαψαν. Το Νάσο που τον έριξαν απ' το γκρεμό... Κι άλλους. Και θυμήθηκαν τους εκατό ανθρώπους που έπρεπε να σωθούν και να φύγουν το βράδυ για να σώσουν άλλους. Μια τους λέξη θα τους σκότωνε. Και πήραν την απόφαση: να πεθάνουν. Έστω και να τρελα­θούν. Απά στην ώρα, πλησίασε ένας λοχίας και κοίταξε τη Δεσποινούλα. Η μάνα την έκρυψε πίσω της. Και βρήκε μέσα της, ασυναίσθητα, ένα ξεμούδιαστο αισθητήριο, πού της έδωσε μια παρωδία χαμόγελου στα χείλη. Ό δολοφόνος σήκωσε τη Δεσποινούλα απ' το ’να χέρι. Ρώτησε φυσικά:

— Το αγαπάτε;

— Το αγαπούμε, απάντησαν οι ξένοι μ' ένα στόμα που ’θελε να πει «α­γαπάμε τη ζωή».

Τα γεγονότα δε χωρούσαν μες στο χρόνο που τσεκούρι στην αστραπιαία στιγμή μιας φρίκης πλημμυρούσε τρέλα και πόνο.

Η μάνα κι ο πατέρας έτρεξαν κοντά της. Και τότε η Δεσποινούλα, η αδύναμη σάρκα, κρεμασμένη στο χέρι του εχθρού, σαν πουλάκι — ασπαρτάριστο — για σφάξιμο, μες στην πρόωρα γεροντική της λογική των τριώ χρονω, μες στην πείρα του ανάριθμου χρόνου που συμπυκνώθηκε σα μολυβέ­νια σφαίρα σε μια ώρα της ζωής της, φώναξε έξαλλα:

— Μην το πείτε πού κρύφτηκε ο θείος και η θείτσα και ο κόσμος...

Κι έλεγε ο «κόσμος», σα να 'ταν ολάκερος ο κόσμος κρυμμένος μες στη γη εκείνο το δευτερόλεπτο της Ανθρωπότητος, σα να 'χε ξεπεταχτεί όλος ο κόσμος από τα έγκατα της Οικουμένης να δει τη Δεσποινούλα, τριώ χρονώ πράμα, πού μούντζωνε κατάμουτρα το θάνατο. Κ' οι άνθρωποι τριγύρω, μου­διασμένοι, σκοτισμένοι και σιωπηλοί ως τώρα, βάλαν τα κλάματα και διά­λεξαν όχι μονάχα με το νου, αλλά και με την καρδιά το δρόμο. Το δρόμο που 'δειξε η Δεσποινούλα, σπάζοντας το χρόνο και τον τόπο, μ' ολάνοιχτη καρδιά στον Άνθρωπο. Ήξερε πια πού να στραφεί. Και σήκωσε το κεφα­λάκι της κι έφτυσε το δήμιο στα μάτια...

Τα ποδαράκια της Δεσποινούλας τσακίστηκαν στα γόνατα του εχθρού για να σώσουν εκατό ανθρώπους, για να σώσουν όλους τους ανθρώπους στ' όνομα της Ελευθερίας και του Πολιτισμού.

Το τραίνο μας τρέχει. Η κόκκινη ρόγα γλίστρησε απ' τα χειλάκια του μωρού. Οι δυο συνταξιδιώτες αποκοιμήθηκαν στο πιο νεκρό σημείο της συ­ζήτησης τους για την Αόρατη Δημιουργία. (— «Που είναι το δώρο, Νι­κόλα, της Δεσποινούλας; Ά, νάτο») . Ο στρατιώτης που λύσσαξε, με το κλουβί στο κεφάλι, σύχασε κάπως. Εκατομμύρια Παστέρ σήμερα πολεμούν το θάνατο, πολεμούν τη λύσσα μιας χούφτας ανθρώπων. Το φασόλι από χρυσάφι που φύτρωσε στη Γαλλία, η χειρομαντεία κ' οι προφητείες για το νέο χρόνο δεν αποσπούν την προσοχή μας. Τα παιδιά μπερδεύονται στα πόδια της κυρά-Λένης. Έστρεψε καταπάνω στη δουλειά μ' ορμή. Τον άντρα της τον έδιωξαν απόψε πού σχόλασε ένας χρόνος... Όχι. Χτες, στις 8.

Το χορευτικό κέντρο «Κοκτέιλ» σταμάτησε. Την Κυριακή θα διαβά­σουμε στην εφημερίδα: «Χθες το πρωί ανευρέθη στο Χαϊδάρι κρεμασμένος με σχοινί απ' τα κλαριά ενός πεύκου, ο Ευστ. Καρακατσούλης, 48 χρονω, από τη Γορτυνία, πατέρας 7 παιδιών... Παρέμενε από πολύν καιρό άνεργος και εξ αιτίας αυτού είχε περιέλθει σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο... Είχε χρήματα ν’ αγοράσει μόνο 1 1/2 μέτρο σχοινί... Και τα 7 του παιδιά είναι ανήλικα».

Τώρα μπροστά μας θα 'χουμε σειρά διαγγέλματα «επί τω Νέω Έτει». Θα λέει ο κάθε «ολόχρυσος» προσφέρων: «Έν έχω να προσφέρω, αγαπητέ Ελληνικέ Λαέ, την Ελπίδα». Η απελπισία, ενάμισι μέτρο σχοινί στα κλα­ριά ενός πεύκου.

Κι ένα σκυλάκι στάθηκε στο κατώφλι του 53, έντρομο μπρος στο θάνα­το. Τα τσαντίρια της εξορίας πλέουν σαν πτώματα στο νερό.

Κοιτάζουμε έξω. Ξημέρωσε. Σα να ξημέρωσε ο κόσμος!

Τη Δεσποινούλα δεν την προλάβαμε. Τη βρήκαμε πεθαμένη. Σα να μας χαμογελούσε. Ανοίγουμε το κουτί, πού ταξίδεψε όλη νύχτα πλάι μας σαν υπόσταση ανθρώπινη, και βγάζουμε ένα ζευγάρι δεκανίκια ολοκαίνουργια. Και τότε, ένα σωρό σκόρπια παιδιά σε καροτσάκια στη βεράντα — που δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί το θάνατο εκείνης της στιγμής ανάμεσα τους — κύλησαν κ' έκαναν κύκλο γύρω μας και κάρφωσαν εκστατικά τα ματάκια τους στα δεκανίκια.

Κ' ένα παιδάκι φώναξε χαρούμενα:

— Ξυπνήστε τη Δεσποινούλα να τα δει.

Μα η Δεσποινούλα έφευγε απ' τον κόσμο, πάλι δίνοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου