- Ὁ
φυγόδικος -
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, το γένος
Αλεξίου, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1886. Παντρεύτηκε με το
συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη το 1911 κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1926 χώρισε
με τον Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύτηκε με τον ποιητή και κριτικό Μάρκο
Αυγέρη. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έγινε γνωστή στα ελληνικά γράμματα με τή
δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ρίντι Παλιάτσο», υπό μορφήν
ημερολογίου, στο περιοδικό Νουμάς το 1910. Ακολούθησαν οι τόμοι: «Εγώ όλοι
Εσείς», 1911, «Φωτεινή τ’ Ανεγνώστη», νουβέλλες, 1913, «Άρρωστη Πολιτεία»,
μυθιστόρημα, 1916, «11 π.μ.—1 μ.μ.», διηγήματα, 1930, «Γυναίκες», επιστολές,
1931, «Άντρες», επιστολές, 1933, «Κρίσιμες Στιγμές», διηγήματα, 1953,
«Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι», μυθιστόρημα, 1957, «Βίλλα Βικτώρια», νουβέλλα,
1959, «Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται», διηγήματα, 1963.
Παράλληλα ή Γαλάτεια Καζαντζάκη ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1925 ανεβάστηκε
από το «Θέατρο Τέχνης» το τρίπραχτο έργο της «Πληγωμένα Πουλιά». Το 1931 από
τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το τρίπραχτο: «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει». Το 1959
κυκλοφόρησε ο τόμος: «Αυλαία», όπου περιέχονται εννέα τρίπραχτα δράματα και
οκτώ μονόπραχτα. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει βραβευθεί για τη συγγραφή
αναγνωστικών βιβλίων για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Έχει γράψει παιδικά
βιβλία, διηγήματα, ποιήματα, και έχει μεταφράσει έμμετρα τον Προμηθέα Δεσμώτη
του Αισχύλου. Στην περίοδο πού μεσολάβησε μεταξύ του πρώτου και δεύτερου
παγκοσμίου πολέμου ήταν αρχισυντάκτρια του περιοδικού «Νέοι Πρωτοπόροι» και τα
τελευταία χρόνια της ζωής της Γραμματέας της Εταιρείας
Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στις 17.11.1962 στην Αθήνα. - Γαλάτεια Καζαντζάκη
Ὁ φυγόδικος
ΕKEIA, κατὰ τὰ λυχνανάματα, ὁ Σήφακας ἤφταξε στὸ χωργιό. Μὰ δὲν ἐπῆε ντελόγο στὸ σπίτι του. Περίμενε νὰ σκοτεινιάσει καλὰ γιὰ νὰ πάει. Νὰ μήν τονε δεῖ κιανείς.
Ἡ μάνα ντου ἤστρωνε τὸ τραπέζι κεινιά τὴν ὥρα, μαγέρευγε τὴν ὄρνιθα, κ’ ἤβραζε τ’ αὐγά. Μὰ πότε πότε ἤλεγε καὶ τοῦ σύντεκνου δυὸ λόγια:
—Δὲ μπορῶ, σύντεκνε, μπλιό, τούτηνά τὴ ζωή. Νὰ μὲ λυπηθεῖ μπλιὸ ὁ Θεός. Δὲ βαστῶ τὴν τρομάρα καὶ τὰ καρδιοχτύπια. Ὄι ἐδά τονε ζυγώνουνε, ὄι ἐδά τονε πιάσανε! Ἕνα τέλος νὰ γενεῖ κι ὡς θέλει ἂς εἶναι.
Ἡ μάνα τάλεγε τουτανά τοῦ σύντεκνου, τοῦ βουλευτῆ, πούρθε ἀποὺ τὴ χώρα. Σὰν ἠρχούντονε, πάντα ντου στοῦ Σήφακα ἐκόνευγε. Ἀκόμη κ’ ἐδά, ποὺ ὁ Σήφακας εἶχε καωμένο τὸ φονικὸ καὶ γύριζε φυγόδικος, ἐπαδὰ στὸ σπίτι του ἐπέζεφνε. Καὶ κάθε βολά, ἡ μάνα ἤβρισκε τρόπο νὰ κάνει χαμπέρι τοῦ γιοῦ τζη νὰ κατεβαίνει.
— Ἐμήνυσά του πάλι ἀπόψε ναρθεῖ. Νὰ τοῦ πεῖς, σύντεκνε, ἴντα νὰ κάμει. Νὰ ξακλουθεῖ νὰ γυρίζει τὰ βουνὰ φυγόδικος, γιά νὰ παραδοθεῖ κι ὁ θεός ἔχει.
Καὶ ὅλο μπαινόβγαινε, καὶ ὅλο πράμά ‘χε νὰ ἑτοιμάσει.
Ἤνοιγε τὴν κασέλα νὰ βγάλει τὰ τραπεζομάντιλα καὶ τὰ πεσκήργια, ἐσύμπαινε τὴ φωθιά, ἤπλυνε τὸ ρίζι, ἐχτύπα τ’ αὐγολέμονο, καὶ πότε πότε ἤνοιγε καὶ τὸ πανωπόρτι, σιγὰ-σιγά, καὶ ξάνοιγε νὰ δεῖ: ἔρχεται τὸ παιδί τζη; Καὶ κάθε φορὰ ἀνεστέναζε καὶ τρέχανε τὰ μάθια τζη:
— Δὲν ἤκανε νὰ μ’ ἔχε παρμένη ὁ θεός, νὰ μὴ σύρω καὶ τουτονά τὸν καημό;…
Μὰ δὲν τὸ ξετέλευγε κ’ εὐτὺς τὸ μετάνοιωνε. Ἂν ἠθελά ‘ναι ποθαμένη, ποιός θὰν εἶχε τὴν ἔγνοια τοῦ Σήφακα ἐδά;
Κ’ ἐκάτεχε αὐτὴ ἴντά ‘τονε νάχει κιανεὶς τὴν ἔγνοια μιανοῦ φυγόδικου.
Πόσες βολὲς δὲν ἤπερνε χωστὰ τὴν καθαρὴ ἀλλαξὰ καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαΐ, καὶ γύριζε ὧρες τὰ βουνὰ νὰ τονε γυρεύγει, καὶ στὸ ὕστερο γιάγερνε ἄπραγη, κατασκοτωμένη ἀπὸ τὸν κάματο καὶ μὲ τὸν καημὸ πὼς ὁ γιός τση δὲ θὰ φάει μαγερεμένο φαῒ καὶ δὲ θ’ ἀλαφρώσει μὲ τὸ πλυμένο ροῦχο! Καὶ πόσες ἄλλες βολὲς δὲν ἐγλάκα σὰν τὴν κουζουλή, νὰ τοῦ πεῖ πὼς τὸ ἀπόσπασμα εἶναι πάλι στὸ χωργιὸ καὶ τονε γυρεύγει, μονο νὰ φύγει, νὰ φύγει τὸ γληγορίτερο!
— Ὄχι! ὄχι! Δόξα νάχεις, θέ μου, ποὺ τὴν ἄφηκες ζωντανὴ νὰ τοῦ βρίσκεται τοῦ παιδιοῦ τζη!
Τέλος ἦρθε ὁ Σήφακας, ἀψηλὸς ἄντρας ὡς ἐκιὲ πάνω, μὲ μαῦρα γένεια καὶ πυκνὰ μαλλιά, μελαψός, γλυκὺς στὴν ὄψη καὶ ἥμερος.
— Μανάκι, χαζίρεψε νὰ φᾶμε. Φέρε καὶ κρασί νὰ πιοῦμε. Κι ὅ τι ἔχεις, ὀγρήγορα νὰ γενεῖ, γιατί πεινοῦμε. Νὰ σὲ δῶ!
— Ἔγνοια σου, παιδί μου. Μὲ τσὶ χαρές σου ὅ τι μοῦ πεῖς… Μὰ κοπιάστε!.. ὅλα εἶναι ἕτοιμα!
Ὁ Σήφακας, πριχοῦ κάτσει, βάνει κρασὶ καὶ κερνᾶ τὸ σύντεκνο:
— Στὴν ὑγειά σου, σύντεκνε· καλῶς ἐκόπιασες!
Μὰ δὲν εἴχανε καλὰ-καλὰ σηκωμένο τὸ ποτήρι, καὶ χτυπᾶ ἡ πόρτα.
— Ἀνοίξετε! Φώναξε ἀπόξω ἡ φωνὴ τοῦ ἀποσπασματάρχη.
—Ἴντα γυρεύγετε ἐπά; ἀπηλογήθηκε ἡ μάνα καὶ πῆε στὴν πόρτα καὶ στάθηκε.
— Ἄνοιξέ τως μάνα! εἶπε ὁ Σήφακας ἀτάραγος, κι ἄφηκε τὸ ποτήρι!
Ἤνοιξε καὶ μπήκανε μέσα τρεῖς νομάτοι.
— Σήφακα, ἀκλούθα μας! εἶπε ὁ ἀρχηγός.
— Μὲ τσὶ χαρές σας, μὰ πρῶτα θὰ φάω καὶ θὰ πιῶ μὲ τὸ σύντεκνο.
— Δὲ μποροῦμε ν’ ἀνιμένομε.
— Εἶπα σας, δικός σας εἶμαι. Ἀνιμένετέ με νὰ ποφάω. Μουσαφίρη ἔχω.
— Λέμε πὼς δὲ θὰ τὸ θελήσεις νὰ σὲ πάρομε μὲ τὸ ζόρε. Ἀκλούθα μας μὲ τὸ καλό.
Ὁ Σήφακας ἐγίνηκε κίτρινος σὰν τὸ κερί. Τὰ μάθια ντου σπιθίσανε, σούφρωσε τὰ φρύδια ντου καὶ ξανάπε:
— Εἶπα σας ν’ ἀνιμένετε νὰ ποφάω.
Οἱ τρεῖς νομάτοι κάμανε νὰ πᾶνε κοντά ντου.
— Σήφακα, εἴπαμε νὰ μᾶς ἀκλουθήξεις μὲ τὸ καλό.
— Μὰ τότε σας!..
Ἔ, καὶ ποιός εἶδε τὸ θεὸ καὶ δὲν τονε φοβήθηκε!
Ὁ Σήφακας ἐχύθηκε σὰν τὸ θεριό.
—Γαμῶ τὸ θεό σας, κερατάδες!
Μιὰ καρέγλα σβούριξε σὰ σφεντόνα πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή ντου κ’ ἤπεσε βαριά. Κι ἄλλη, κι ἄλλη. Ἕνα μαχαίρι ἤστραψε στὸ λιγοστὸ φῶς τοῦ λύχνου.
Κ’ οἱ τρεῖς νομάτοι ἤτανε χάμαι.
Ὁ Σήφακας τσὶ διασκέλισε, στάθηκε στὸ τραπέζι, ἤβαλε κρασί.
—Στὴν ὑγειά σου, σύντεκνε, καὶ καληνύχτα!
Ἤσφιξε τὴ ζώνη ντου καὶ χίμηξε στὸ σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου