Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Κώστας Χατζόπουλος: Το Φθινόπωρο


Το Φθινόπωρο

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ



FREE photo hosting by Fih.gr

Το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου
Χατζόπουλου είναι σταθμός στην πεζογραφική μας παράδοση, καθώς αποτελεί το
πρώτο συμβολιστικό μυθιστόρημα στην ελληνική πεζογραφία. Αποτελεί έργο της
ώριμης συγγραφικής περιόδου του συγγραφέα (1917) και μέσα απ’ αυτό ο
Χατζόπουλος για πρώτη φορά ξεπερνά τα αφηγηματικά πρότυπα της εποχής του και
ακολουθεί τον συμβολισμό, με τον οποίο ήρθε σε επαφή κατά την παραμονή του στη
Γερμανία. Η δράση του μυθιστορήματος τοποθετείται σε μια μικρή παραθαλάσσια
ελληνική πόλη και οι βασικοί χαρακτήρες είναι ένας νέος άντρας, ο Στέφανος και
δύο γυναίκες, η Ευανθία και η Μαρίκα, που είναι δεσμευμένη με τον Στέφανο. Σ’
αυτό το μυθιστόρημα η δράση δεν υπάρχει όπως στα υπόλοιπα διηγήματα της
περιόδου. Ο αναγνώστης υποπτεύεται απλώς την εξέλιξη της ιστορίας και
δυσκολεύεται να μπει στο κλίμα του μυθιστορήματος. Ο Χατζόπουλος χτίζει μια
υποβλητική ατμόσφαιρα παρουσιάζοντάς μας την κλειστή επαρχιακή κοινωνία του
19ου αιώνα, με τα πάθη, τη ματαιοδοξία και τις ψυχικές αντιθέσεις των
ανθρώπων. Οι κρυφές εντάσεις κυριαρχούν και είναι διάχυτη η υπαινικτικότητα.
Τα συναισθήματα δεν κατονομάζονται, αλλά φανερώνονται σιωπηλά μέσα απ’ τη
λεπτομερή περιγραφή των πιο μικρών κινήσεων των πρωταγωνιστών. Το ποιητικό
ύφος του συγγραφέα αποδίδει τη ρευστότητα των καταστάσεων και η γενικότερη
ασάφεια βοηθά στη δημιουργία της σκοτεινής φθινοπωρινής ατμόσφαιρας, που
αντανακλά και την ψυχική κατάσταση των ηρώων. (Διαβάστε το και σε απλό
κείμενο!)

Κώστας Χατζόπουλος



Κ. Χατζόπουλος: Το Φθινόπωρο – Διαβάστε το



Ι

Η γιαγιά ήταν ορθή στη σκάλα όταν χτύπησε το κουδούνι της αυλόπορτας.

- Είναι η κυρία Κατίγκω, είπε μέσα η υπηρέτρια.

Η κυρία Αγλαΐα, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έκαμε κίνημα και ψιθύρισε:

- Έλα, τελείωνε γρήγορα.

Η υπηρέτρια γύρισε και την κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα έβλεπε προς το παράθυρο.

- Ήρθε η Ευανθία; ακούστηκε από κάτω η φωνή της κυρίας Κατίγκως.

- Έλα απάνω, είπε η γιαγιά.

- Έλα απάνω, φώναξε κι ο παπαγάλος που λιαζόταν στο μπαλκόνι.

Η κυρία Κατίγκω προχώρησε ένα βήμα και ξαναρώτησε:

- Ήρθε αλήθεια;

Στο παράθυρο παρουσιάστηκε η λευκή όψη του παππού σαν προσωπίδα κρεμασμένη πίσω από το τζάμι με τα μάτια ασάλευτα.

Η κυρία Κατίγκω που είχε κάμει άλλο ένα βήμα προς τη σκάλα, σταμάτησε και γύρισε γοργά το πρόσωπο.

- Έλα απάνω, ξαναμίλησε η γιαγιά.

Η κυρία Κατίγκω ξαναπροχώρησε· η όψη του παππού παρουσιάστηκε στο άλλο παράθυρο. Η κυρία Κατίγκω έπιασε το κλαδί μιας ροδοδάφνης που ήταν εμπρός στη σκάλα· όπως το έπιασε το μάδησε.

Μέσα η κυρία Αγλαΐα άκουσε τις παντούφλες της γιαγιάς που σύρθηκαν.

- Ποιος είναι μέσα; ρώτησε η κυρία Κατίγκω. Η γιαγιά είχε κατεβεί τη μισή σκάλα.

- Ποιος είναι μέσα; είπε σιγότερα η κυρία Κατίγκω και κοκκίνισε. Είχε ανεβεί κι αυτή δυο σκαλοπάτια.

- Τι στέκεσαι; είπε η γιαγιά.

Η κυρία Κατίγκω ξανακοκκίνισε. Τα μάτια του παππού σα να τρυπούσαν πίσω της το τζάμι.

Πήδησε τα σκαλιά, έδωσε το χέρι της γιαγιάς και ανέβηκαν μαζί τη σκάλα.

Η υπηρέτρια έτρεξε στην πόρτα.

- Μέσα η κυρία ησύχασε, είπε φωναχτά.

Η κυρία Κατίγκω γύρισε στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν της άφησε το χέρι.

- Έλα, έλα, είπε και την έσυρε κοντά της μέσα.

***

Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η Ευανθία έτρεξε στην πόρτα, και η κυρία Κατίγκω την άρπαξε στην αγκαλιά:

- Να σε χαρώ!

- Δες την πως έγινε, είπε η γιαγιά.

Η κυρία Κατίγκω έκλαιε.

Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο.

- Η μητέρα σου, είπε σιγά κι άφησε το κέντημά της στο κάθισμα. Έπειτα σηκώθηκε και ήρθε κι έδωσε το χέρι στην κυρία Κατίγκω:

- Μαμά, καλημέρα.

Η κυρία Κατίγκω τη φίλησε.

Ο Στέφανος δεν κινήθηκε από το παράθυρο, όπου ήταν καθισμένος.

- Πώς έγινε! ξαναείπε η γιαγιά.

Ο Στέφανος της ένεψε:

- Έλα γιαγιά. Κι έδειξε ένα κάθισμα κοντά του.

Η κυρία Κατίγκω ξαναγκάλιασε την Ευανθία.

- Χρυσή μου!

Η Ευανθία έσκυψε στο στήθος της.

- Με θυμόσουνα ποτέ;… Έτσι σας έσφιγγα - Και η κυρία Κατίγκω χάδευε τα μαλλιά της Ευανθίας κι εξακολούθησε να κλαίει:

- Τις δυο. Και δείχνοντας το Στέφανο:

- Και κείνος κοίταζε.

- Μητέρα, έλα τώρα, ένεψε με το χέρι ο Στέφανος• μα η γιαγιά ήρθε κοντά του.

- Άσ’ την , του ψιθύρισε.

Η Ευανθία σήκωσε το κεφάλι, και η ματιά της απαντήθηκε με τη ματιά του Στέφανου. Η Μαρίκα ήρθε και κάθισε κοντά του και ξαναέπιασε το κέντημα.

Ένα φύσημα φούσκωσε την κουρτίνα στο παράθυρο. Η Μαρίκα έβηξε ελαφρά.

- Να κλείσω; ρώτησε ο Στέφανος.

- Όχι, ένεψε η Μαρίκα.

Η γιαγιά έκαμε να έρθει κοντά της.

- Μα γιαγιά! τη σταμάτησε η Μαρίκα, και η γιαγιά τέντωσε το αφτί• πάλι με τις παντούφλες! δε μου το έταξες;

- Καλά, καλά, ψιθύρισε η γιαγιά.

Η Ευανθία ξανακοίταξε, κι ο Στέφανος γύρισε προς το παράθυρο.

- Έλα γιαγιά, είπε έπειτα• μα η γιαγιά πήγε στην Ευανθία.

Έξω, εμπρός στο παράθυρο μια λεύκα σιγοκινούσε τα φύλλα της κοκκινισμένα. Τα πεύκα πλάι ίσκιωναν την αυλή βαριά. Η βρύση τριγυρισμένη από κισσό, έσταζε αργά στην πέτρινη λεκάνη, όπου βουτούσανε δυο πάπιες.

Ο Στέφανος έσκυψε κι έριξε κάτω μια ματιά. Έπειτα κοίταξε πάλι τον ουρανό, όπου ο ήλιος πολεμούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα σε σύννεφα σταχτιά, που ξέκοβαν και σκόρπιζαν κουρελιασμένα από την κορυφή του αντικρινού ορθόβραχου βουνού.

Καθώς ο Στέφανος ακούμπησε το χέρι στο τζαμόφυλλο και τι κίνησε, ο ήλιος χτύπησε στο τζάμι• η αντιφεγγιά έπεσε στην όψη της Μαρίκας κι έπαιξε και απλώθηκε στο πάτωμα.

Η Μαρίκα έκλεισε τα μάτια.

- Στέφανε! φώναξε η κυρία Κατίγκω.

- Γείρε το, ψιθύρισε η Μαρίκα.

Καθώς έστρεψε πάλι ο Στέφανος, το τζάμι ξανακινήθηκε και ο Στέφανος μόλις πρόφτασε να δη που έσβηνε η αντηλιά στα πόδια της Ευανθίας.

- Τι; ρώτησε.

- Το τζάμι.

Ο Στέφανος έκαμε να το κλείσει.

- Ξεχασμένος είσαι, είπε η Μαρίκα• τι έβλεπες;

Ο Στέφανος δεν της απάντησε• την κοίταξε σα να μην είχε ακούσει.

Η Ευανθία και η κυρία Κατίγκω απέναντι μιλούσαν τώρα και γελούσαν. Η Μαρίκα κεντούσε σιωπηλή.

- Στέφανε! γύρισε έξαφνα η κυρία Κατίγκω.

Ο Στέφανος την κοίταξε.

-Πως θα χαρεί ο πατέρας σου!

- Ναι, κι ο παππούς πως χάρηκε! είπε η γιαγιά.

Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ελαφρά. Η Μαρίκα την κοίταξε.

- Ναι, χάρηκε, είπε ξανά η γιαγιά.

Η Μαρίκα έσκυψε πάλι στο κέντημα, και η κυρία Κατίγκω ξαναέπιασε το χέρι της Ευανθίας:

- Δεν την ξαναφήνομε να φύγει, ε νονά;

- Ναι, έκαμε να πει η γιαγιά, μα η Μαρίκα έβηξε και η κυρία Κατίγκω γύρισε κείθε:

- Στέφανε, κλείσε! φώναξε.

- Μα δε φυσά, μαμά, είπε η Μαρίκα.

- Σήκω απ’ αυτού, της φώναξε η γιαγιά.

- Έλα κάθισε δω, είπε η κυρία Κατίγκω.

Η Ευανθία τραβήχτηκε να κάμει θέση στον καναπέ, η Μαρίκα όμως κάθισε στο σκαμνάκι που ήταν εμπρός στα πόδια της κυρίας Κατίγκως. Κάθισε κι έσκυψε πάλι στο κέντημα.

Και σώπασαν.

- Τι κεντάς; τη ρώτησε έπειτα η κυρία Κατίγκω.

- Μια μάρκα.

Η κυρία Κατίγκω έσκυψε να δη.

- Ωραία είναι, είπε• αλλά όπως σήκωσε πάλι τα μάτια, φώναξε έξαφνα:

- Μα Στέφανε!

Ο Στέφανος γύρισε• η γιαγιά που είχε σηκωθεί σταμάτησε στην πόρτα.

- Καπνίζεις; Κλείσε! ξαναφώναξε η κυρία Κατίγκω.

Ο Στέφανος την κοίταξε άλλη μια στιγμή• έπειτα πέταξε το τσιγάρο κι έκλεισε το τζάμι.

Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια από το κέντημα.

- Φυσά λιγάκι, ο καιρός κρύωσε, είπε η Ευανθία.

- Θα είχατε αέρα στο βαπόρι, είπε η κυρία Κατίγκω.

Μα η Ευανθία, που είχε στρέψει προς το παράθυρο, είδε πως ο Στέφανος είχε τα μάτια απάνω της• και μια στιγμή δεν απάντησε.

- Τι, θεία Κατίγκω; είπε ύστερα.

Η Μαρίκα την κοίταξε:

- Ρώτησε αν είχατε αέρα στο βαπόρι.

- Όχι πολύ, είπε η Ευανθία και σώπασε.

Η γιαγιά που είχε βγει ήρθε πάλι.

- Μαρίκα, μίλησε.

Η Μαρίκα κοίταξε.

- Σε θέλει μέσα, της ψιθύρισε η γιαγιά.

- Η γιαγιά δεν ησυχάζει, είπε η Ευανθία.

- Τι; τέντωσε τ’ αφτί η γιαγιά.

- Σήμερα μαγείρεψες μονάχη, είπε δυνατότερα η Ευανθία.

- Ναι, μαγείρεψα, είπε η γιαγιά κι έμεινε κοιτάζοντας την πόρτα που η Μαρίκα έφυγε –

- Ήσουν μέσα; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα ξαπλωμένη πάντα στον καναπέ.

Η Μαρίκα στάθηκε ορθή μπροστά της.

- Ναι, απάντησε.

Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε. Είδε σουφρωμένα τα φρύδια της και πρόσεξε πως στα μάγουλά της πάλευαν να σβήσουν τα ελαφρά κοκκινωπά τους στίγματα. Την κοίταξε μια στιγμή κι έπειτα:

- Ποιος άλλος είναι; ρώτησε.

- Ο Στέφανος, απάντησε η Μαρίκα.

- Άλλος, ρωτώ.

Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια.

- Το ξέρεις, είπε.

- Ναι, όμως πρόσεξε μη μου τη φέρουν μέσα.

Η Μαρίκα την ξανακοίταξε. Έπειτα αφού κοίταξε κάτω άλλη μια στιγμή, έκαμε ένα βήμα προς τον καναπέ, σαν αρπαγμένη από έξαφνο αίσθημα.

- Γιατί όλα αυτά, μαμά; γιατί; δοκίμασε να πει, ένα όμως νεύμα της κυρίας Αγλαΐας τη σταμάτησε.

Έμεινε ορθή και κοίταζε.

Και η κυρία Αγλαΐα χωρίς να κινηθεί:

- Πήγαινε και πρόσεξε μη μου τη φέρουν· αυτό σε ήθελα, ψιθύρισε και γύρισε τα μάτια αλλού.

***

Η Μαρίκα ήρθε πάλι στην τραπεζαρία.

Η κυρία Κατίγκω και η γιαγιά σκυφτές, μιλούσαν ψιθυριστά χείλη με χείλη. Ο Στέφανος είχε ξαπλωθεί στην πολυθρόνα και κάπνιζε, η Ευανθία στεκόταν κοντά στο ξανανοιγμένο παράθυρο. Μια αντηλιά έπαιζε τριγύρω στα μαλλιά της.

Η Μαρίκα σταμάτησε στην πόρτα. Χωρίς να θέλει γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της κονσόλας. Τα κόκκινα στίγματα είχαν απλωθεί από τα μήλα σ’ όλο το μάγουλο· στα άχρωμα χείλη της είδε λευκότερα σημάδια, σα να τα δάγκασε.

Ο Στέφανος φύσηξε τον καπνό προς το παράθυρο έξω. Η Ευανθία τον κοίταξε. Πίσω της σάλευε τα φύλλα η λεύκα, στον ουρανό άπλωναν τα σύννεφα σα μαδημένα.

Ο στέφανος ξανακάπνισε, η Ευανθία τον πλησίασε και είπε:

- Και συ κοίταζες.

Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κι έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.

Η Μαρίκα έκαμε να ξανακαθίσει στο σκαμνάκι.

- Ναι, ναι, νονά, είπε η κυρία Κατίγκω, σα να έκλεινε την ομιλία.

Η γιαγιά είδε τη Μαρίκα.

- Τι ήθελε; τη ρώτησε.

- Τίποτε, είπε η Μαρίκα.

Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε χωρίς να θέλει.

- Μα, γιαγιά, πήγαινε ντύσου· θα έρθει έξαφνα κανένας, είπε σιγά η Μαρίκα.

- Μαρίκα! φώναξε την ίδια ώρα η Ευανθία από το παράθυρο.

Η Μαρίκα πήγε.

- Για δες· δεν έχει αλλάξει κάτι εδώ;

- Το σπίτι εκεί· χτίστηκε τώρα, είπε η Μαρίκα.

- Α, ναι, φαινόταν ο γιαλός.

- Και η εκκλησίτσα.

- Με τα δυο πευκάκια.

- Και τα κυπαρίσσια, είπε η Μαρίκα.

Η Ευανθία σώπασε. Και η Μαρίκα, ενώ ο Στέφανος την κοίταζε:

- Θα πάμε να την ανοίξομε. Ε, δε θα την ανοίξομε, γιαγιά;

- Τι; ρώτησε η γιαγιά.

- Την εκκλησίτσα.

Μα η Μάρθα στάθηκε μπρος στο παράθυρο, και η κυρία Κατίγκω φώναξε:

- Μα, Στέφανε!

Η γιαγιά άπλωσε τα χέρια. Ο Στέφανος σηκώθηκε, η Μαρίκα όμως τον κράτησε.

Και η Ευανθία, τραβώντας τη κοντά της:

- Μαρίκα, φώναξε, θυμάσαι τη γριά με τις κατσίκες;

Η Μαρίκα δε μίλησε. Ο Στέφανος έκλεισε πίσω το παράθυρο.

- Και το βράχο στο ακρογιάλι;

- Που ανέβαινες και φώναζες, είπε η Μαρίκα.

- Και βούιζε η θάλασσα.

- Η σπηλιά βούιζε.

- Ναι, η σπηλιά.

- Και τη φοβόσουν.

- Τη γριά φοβόμουνα με τις κατσίκες, είπε η Ευανθία, και ο Στέφανος που ήρθε κοντά, ψιθύρισε:

- Που δε σαλεύαν.

- Ναι, δε σαλεύανε και τους πετούσα πέτρες για να σαλέψουν• και τότε έβγαινε η γριά και μου έδειχνε τα γούλια της με το μακρύ δόντι που έφτανε ως κάτω απ’ το πηγούνι. Μια μέρα με κυνήγησε, κι έτρεξα σπίτι --
- Ξυπόλυτη; είπε η Μαρίκα.

- Ναι, κι η μαμά σου μ’ έδειρε.

Η Μαρίκα σα να κοκκίνισε, και η Ευανθία καθώς την κοίταζε η γιαγιά, φώναξε:

- Γιαγιά, θυμάσαι;

- Τι; ρώτησε η γιαγιά.

- Που μ’ έδειρες.

- Τρελή, είπε η γιαγιά, και η Ευανθία γυρνώντας στην κυρία Κατίγκω:

- Θεία Κατίγκω!

Η κυρία Κατίγκω είχε ξεχαστεί.

- Θεία Κατίγκω, ξαναφώναξε η Ευανθία, θυμάσαι που μ’ έδερνε η γιαγιά;

- Τρελή, ψιθύρισε πάλι η γιαγιά κι έκαμε να τη χαδέψει καθώς ήρθε και στάθηκε μπροστά της.

- Πώς της πηγαίνουνε τα πράσινα! είπε η κυρία Κατίγκω σιγά στο Στέφανο, που είχε έρθει και κάθισε στο πλάι της.

- Ναι, της πηγαίνουν, είπε η Μαρίκα που στεκόταν από πίσω ορθή• και κοίταξε το Στέφανο.

Μα όταν ο Στέφανος πήγε κοντά της και την είδε πως ήταν ανήσυχη:

- Με κάνει νευρική, του είπε καθώς της έπιασε το χέρι.

- Ποιος; ρώτησε ο Στέφανος.

- Η γιαγιά.

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- Που κάθεται με τις παντούφλες, είπε ξανά η Μαρίκα.

Ο Στέφανος την έπιασε από τη μέση και βημάτισαν μαζί στην κάμαρα.

Η Ευανθία στεκόταν στο παράθυρο με τη γιαγιά• ο Στέφανος είδε πως η κυρία Κατίγκω την κοίταζε σαν ξεχασμένη.

- Στενοχωρήθηκες• θες να καπνίσεις; του είπε η Μαρίκα που πρόσεξε πως είχε ξεχαστεί κι αυτός.

- Όχι, απάντησε ο Στέφανος και της ξαναέπιασε τη μέση.

Περπάτησαν πάλι, όμως δίχως να μιλήσουν. Εκεί είδαν την Ευανθία που πήγε πάλι στην κυρία Κατίγκω, και ο Στέφανος πρόσεξε πως τον κοίταζαν και οι δυο, η κυρία Κατίγκω σα λησμονημένη πάντα.

Έπειτα άκουσαν πως κάτι ψιθύρισε η γιαγιά• και γύρισαν.

- Ναι, ναι, είπε η γιαγιά, σα να μιλούσε μόνη της• και στάθηκαν και την κοίταζαν.

Μα η Ευανθία πετάχτηκε έξαφνα κι έπιασε από τη μέση τη γιαγιά:

- Να σε χορέψω;

- Τρελή! είπε και την έσπρωξε η γιαγιά, και η Ευανθία στάθηκε κι έβλεπε γελώντας τη Μαρίκα.

Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο, μα ο Στέφανος σα να μην πρόσεχε. Έπειτα στρέφοντας προς τη γιαγιά:

- Αλλά, γιαγιά, έκαμε να πει, μα ο Στέφανος την τράβηξε προς το παράθυρο.

Στάθηκαν και κοιτάζαν έξω.

Η Ευανθία πήρε τη γιαγιά και κάθισαν στο πλάι της κυρίας Κατίγκως, η Ευανθία στο σκαμνάκι εμπρός στα πόδια της.

Ο Στέφανος και η Μαρίκα γυρίζοντας την είδαν που έπιασε το χέρι της:

- Θεία Κατίγκω!

Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε, σα να ξυπνούσε, και η Ευανθία ξαναφώναξε:

- Θεία Κατίγκω!

- Τι παιδί μου;

- Τραγούδησέ μας.

- Μα Ευανθία, είπε η Μαρίκα από αντικρύ, όμως η Ευανθία ξαναπαρακάλεσε:

- Θεία Κατίγκω! Κι ενώ η κυρία Κατίγκω την έβλεπε σα να μην ένιωθε, η Ευανθία ψιθύρισε:

- Στη φυσαρμόνικα, ένα τραγούδι.

- Μα Ευανθία, είπε πάλι η Μαρίκα• η Ευανθία όμως έφερε τη φυσαρμόνικα και παρακάλεσε ξανά;

- Θεία Κατίγκω!

- Όχι χρυσή μου, δεν μπορώ, δοκίμασε να πη η κυρία Κατίγκω, μα η Ευανθία ξαναπαρακάλεσε:

- Θεία Κατίγκω!

Και η γιαγιά που έβλεπε την Ευανθία, είπε κι αυτή:

- Έλα Κατίγκω.

Η Μαρίκα κοίταξε τη γιαγιά κι έπειτα το Στέφανο. Αλλά και ο Στέφανος ψιθύρισε:

- Έλα, μητέρα.

Η Μαρίκα έκαμε κίνημα,. αλλά η κυρία Κατίγκω είχε πάρει τη φυσαρμόνικα.

- Δεν μπορώ, ξαναείπε σιγαλά. Ανέβασε όμως το βέλο της πιο απάνω και φάνηκε αποκάτω μελαψό, αφτιασίδωτο το μέτωπο.

Η Μαρίκα γύρισε τα μάτια αλλού, ενώ η κυρία Κατίγκω έφερνε τα δάχτυλα στα κόκαλα της φυσαρμόνικας. Τα κίνησε σ’ αυτά, σα να δοκίμαζε. Αλλά σταμάτησε μεμιάς• σταμάτησε και κοίταζε μπροστά της.

- Σα φύλλο, της είπε η Ευανθία σιγά, καθώς σταμάτησε. Μα η κυρία Κατίγκω την κοίταξε μονάχα, σα να μην άκουσε. Έπειτα έριξε τα μάτια της πάλι μπροστά, ίσια στο Στέφανο, και βλέποντας χαμένα εκεί έπαιξε και τραγούδησε:

Τα μάτια σου κλαίνε,
Λενίτσα Λενιώ….
τα χέρια σου καίνε,
το χείλι σου αχνό.

Ο Στέφανος έκαμε κίνημα, αλλά η κυρία Κατίγκω εξακολούθησε:

Σου γύρευα: μείνε!
δεν είχες μιλιά,
αχ άσπρε μου κρίνε,
μακριά ήσουνα πια.

Η φωνή της κυρίας Κατίγκως έτρεμε· τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

Ο Στέφανος της άρπαξε τη φυσαρμόνικα.

Η Μαρίκα είχε γυρίσει και κοίταζε την Ευανθία, η κυρία Κατίγκω σκέπασε τα μάτια με τα χέρια.

- Κατίγκω! Κατίγκω! είπε η γιαγιά.

- Το ξέρατε, ψιθύρισε η Μαρίκα.

Η γιαγιά της έριξε μια άφωνη ματιά.

- Αχ ναι, είπε σιγά έπειτα κι έφυγε συρτά….

Έξω πύκνωσαν και χαμήλωσαν τα σύννεφα και η κάμαρα σκοτείνιασε.

- Θα βρέξει, είπε η Ευανθία ορθή εμπρός στο παράθυρο.

Η Μαρίκα την κοίταξε.

Από κάτω ακούστηκαν οι πάπιες που χτυπούσαν τα φτερά τους, και η Ευανθία έσκυψε στο τζάμι.

Η κυρία Κατίγκω κατέβασε πάλι το βέλο της.

- Στέφανε, θα μείνεις; είπε και σηκώθηκε.

- Να έρθω μαζί; ρώτησε ο Στέφανος.

Η Μαρίκα γύρισε και τον κοίταξε.

- Όχι, είπε η κυρία Κατίγκω.

- Θεία Κατίγκω, φεύγεις κιόλα; φώναξε η Ευανθία που γύρισε από το παράθυρο και την είδε που έσιαζε στον καθρέφτη το καπέλο της.

- Μαμά, μείνε λιγάκι, είπε και η Μαρίκα.

- Πρέπει να πάω, απάντησε η κυρία Κατίγκω· θα έρθω άλλη μέρα, γύρισε στην Ευανθία που την πλησίασε.

- Αν δεν έρθεις πριν εσύ, είπε σιγαλότερα και ακούμπησε το χέρι απάνω της.

Η Ευανθία την κοίταξε.

- Περιμένεις μια στιγμή; τη ρώτησε γοργά και πήδησε στην πόρτα.

Η κυρία Κατίγκω έκαμε να στρέψει πάλι μέσα, μα καθώς έστρεψε, κινήθηκε στο πλάι η άλλη πόρτα και μέσα από το άνοιγμα είδε δυο μάτια καρφωμένα απάνω της. Μια στιγμή σα να καρφώθηκε κι αυτή στη θέση της. Μα αμέσως, χωρίς να το αισθανθεί:

- Στέφανε! έβγαλε φωνή.

- Πάμε! του ξαναφώναξε, όπως έστρεψε ο Στέφανος και κοίταξε.

- Αλλά… δεν είπες; θέλησε να ψιθυρίσει ο Στέφανος.

- Όχι, όχι, πάμε, ένεψε γοργά η κυρία Κατίγκω κι έφυγε.

Καθώς περνούσε στο διάδρομο, η πόρτα της κυρίας Αγλαΐας έκλεισε δυνατά μπροστά της, σαν επίτηδες. Και η υπηρέτρια ορθή έξω από την πόρτα εκεί, την κοίταζε…

Η Μαρίκα συνόδεψε το Στέφανο στο διάδρομο.

Η Ευανθία ήρθε τρεχάτη μ’ ένα δεματάκι.

- Έφυγαν; είπε ρίχνοντας ματιά στην άδεια κάμαρα.

Η Μαρίκα την κοίταξε μονάχα· και στρέφοντας και πάλι μέσα είδε στην άλλη πόρτα την όψη του παππού σα σφηνωμένη μέσα στο άνοιγμα. Κι έμεινε και την κοίταζε.

***

Η κυρία Κατίγκω περίμενε το Στέφανο έξω στο δρόμο.

- Μα, μητέρα, τι έπαθες; ρώτησε ο Στέφανος.

- Τίποτε, είπε βιαστικά η κυρία Κατίγκω.

- Τίποτε, πάμε, ξαναείπε και του έπιασε το χέρι.

Άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταλαματιές, και τάχυναν το βήμα. Αραιοί διαβάτες περνούσαν γρήγορα χωρίς να χαιρετήσουν. Μια στιγμή άνοιξε πίσω κάποια σιδερένια πόρτα και ξαναέκλεισε με ορμή, και η κυρία Κατίγκω στριμώχτηκε σφιχτότερα στο Στέφανο. Μια δυνατή πνοή σήκωσε έπειτα σύννεφο τη σκόνη και τους τύλιξε σε λίγο μέσα.

Όταν πέρασε, είχαν φτάσει στο ακρογιάλι. Σε μερικά καΐκια αραγμένα εκεί κατεβάζαν τα πανιά· οι γλάροι πετούσαν γύρω τους σε χαμηλά στενά τόξα, και η θάλασσα απλωνόταν ανήσυχα βουβή και σκοτεινή.

Η κυρία Κατίγκω σταμάτησε όταν έφτασαν στο σπίτι και ανέβηκαν τη σκάλα. Εκεί έκλεισε την πόρτα, έπιασε το χέρι του Στέφανου και του είπε:

- Παιδί μου, Στέφανε… να ζήσεις, άκου: μην ξαναπάς σ’ αυτό το σπίτι.

- Αλλά, μητέρα…, έκαμε να πει ο Στέφανος, μα η κυρία Κατίγκω τον σταμάτησε:

- Μη, μην ξαναπάς!

Και η φωνή της και η ματιά είχαν βαθιά κάτι παρακαλεστικό και τρομαγμένο.

Και ο Στέφανος έμεινε μπροστά της άφωνος, ενώ η μπόρα χτυπούσε στα τζάμια με όλη της την πρώτη ορμή.

ΙΙ

- Ωραία μέρα, είπε η Ευανθία κοιτάζοντας προς το παράθυρο.

Η Μαρίκα έριξε πίσω το κεφάλι και στύλωσε τα μάτια έξω.

Ο ήλιος έλαμπε, ο ουρανός έφεγγε.

- Βγαίνομε έξω; είπε η Ευανθία.

Η Μαρίκα δε μίλησε, ο Στέφανος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα.

- Πάμε περίπατο; ξαναείπε η Ευανθία.

Η Μαρίκα γύρισε και κοίταξε το Στέφανο.

- Σου αρέσει αλήθεια; είπε σιγά.

Ο Στέφανος μια στιγμή δε μίλησε. Έπειτα σιγά κι αυτός:

- Μα δε σου είπα!

Η Μαρίκα ξανακοίταξε μπροστά της κι έπειτα γύρισε πάλι:

- Όχι, το χρώμα δε μου πάει· είμαι κίτρινη.

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- Για ξαναφόρα το, είπε η Ευανθία.

Η Μαρίκα σώπασε μια στιγμή.

- Το κέντημα στη ζώνη δε μου αρέσει, ψιθύρισε έπειτα.

- Τότε βγάλε το, της είπε ο Στέφανος.

- Βάλε μόνο μια κορδέλα με μια αγράφα, είπε η Ευανθία.

Η Μαρίκα κρέμασε τα χέρια και κοίταξε το Στέφανο.

- Είμαι κίτρινη, είπε σιγά.

- Είσαι ωραία, της είπε ο Στέφανος σιγότερα, ενώ η Ευανθία ξεφύλλιζε ένα φιγουρίνι απάνω στο τραπέζι.

Η Μαρίκα έμεινε με τα χέρια κρεμασμένα κάτω· η Ευανθία ήρθε μπροστά της.

- Να, σαν αυτή, είπε κι έδειξε ένα σχέδιο στο φιγουρίνι.

Η Μαρία κοίταξε.

- Και τούτη η τάγια εδώ… κάμε την έτσι, είπε η Ευανθία.

- Δε μου αρέσει, ξαναψιθύρισε η Μαρίκα και γύρισε προς το παράθυρο.

Ο Στέφανος της έπιασε το χέρι:

- Φαίνεσαι κουρασμένη.

Η Ευανθία άφησε το φιγουρίνι. Φόρεσε αυτή το επανωφόρι και πήγε στον καθρέφτη.

- Εγώ έτσι θα το έκανα, είπε και μάζεψε το ύφασμα στη μέση· πού έχεις μια κορδέλα;

Κρατώντας τα χέρια στη μέση κοίταζε στον καθρέφτη. Στο βάθος έβλεπε τη Μαρίκα σκυφτή και τα μάτια του Στέφανου ριγμένα στον καθρέφτη. Της φάνηκε σα να κοκκίνισε, και πήρε τη ματιά από κει. Μισογυρνώντας το κορμί ξανακοίταξε τη μέση της και φώναξε;

- Μαρίκα!

Η Μαρίκα γύρισε.

- Να, δες εδώ…

Στην πόρτα παρουσιάστηκε ο άσπρος σκούφος και η σταχτιά ρόμπα του παππού με τα σιρίτια ξεφτισμένα στα μανίκια. Κάτω απ’ το σκούφο γυάλιζαν ανήσυχα τα μάτια του.

Η Ευανθία γύρισε κείθε.

- Καλημέρα, παππού, φώναξε.

Ο παππούς κοίταξε γύρω, σα να ζητούσε κάτι.

- Τι είναι παππού; ξαναείπε η Ευανθία.

Ο παππούς ήρθε στο τραπέζι, έπειτα πήγε στον κομό.

- Γυρεύεις τίποτε; ρώτησε πάλι η Ευανθία.

- Τα σπίρτα… μου τα ξαναπήρε.

Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο, και ο Στέφανος σηκώθηκε.

- Πάρε τα δικά μου, παππού, είπε και του έδωσε τα σπίρτα.

Ο παππούς ήρθε και στάθηκε μπρος στο παράθυρο. Στάθηκε, κοίταξε έξω μια στιγμή κι έπειτα είπε:

- Τη νύχτα έβρεξε.

- Το απόγευμα, παππού, είπε η Ευανθία.

- Τη νύχτα, είπε ξανά ο παππούς.

- Τη νύχτα, ναι, οληνύχτα, είπε η Μαρίκα κοιτάζοντας την Ευανθία.

Ο παππούς γύρισε και σύρθηκε έξω, και η Ευανθία βλέποντας τη Μαρίκα:

- Τη νύχτα, ψιθύρισε σα μηχανικά. Μα έπειτα πιάνοντας τον ώμο της Μαρίκας;

- Αλήθεια, δε μου τέλειωσες την ιστορία, είπε σαν ξαφνικά.

- Ποια ιστορία;

- Που μου άρχισες ψες βράδυ στο παράθυρο, για τ’ άστρα.

- Α, ναι, θυμήθηκε η Μαρίκα. Και γυρίζοντας στο Στέφανο: Για τον Ωρίωνα, είπε κι έμεινε και τον κοίταζε.

Ο Στέφανος τινάχτηκε, σα να ξαφνίστηκε.

- Έλα, πες τη, ξαναζήτησε η Ευανθία και περίμενε.

Μα από το διάδρομο ακούστηκε η υπηρέτρια που έβγαλε φωνή, και η Ευανθία έτρεξε κει. Ο Στέφανος κοιτάχτηκε με τη Μαρίκα.

- Ευανθία! φώναξε γοργά η Μαρίκα.

Μα η Ευανθία δε γύρισε. Σταμάτησε στην πόρτα εμπρός στον παππού που έτρεχε κοντά στην υπηρέτρια.

- Τα σπίρτα, της ψιθύρισε ο παππούς.

- Τα σπίρτα μου τα ξαναπήρε, ψιθύρισε πάλι και στάθηκε και κοίταζε την Ευανθία.

- Ευανθία, ξαναφώναξε η Μαρίκα, έλα άκουσε το μύθο.

Η Ευανθία γύρισε. Μα σα να ξέχασε:

- Τι; ρώτησε.

- Για τον Ωρίωνα, είπε η Μαρίκα.

Η Ευανθία κοίταξε το Στέφανο:

- Α ναι, ποιος ήταν;

Η Μαρίκα σταμάτησε, μα έπειτα:

- Ένας που αγάπησε την Άρτεμη, είπε.

- Α ναι, κι αυτή;

Μα η Μαρίκα δεν απάντησε. Η γιαγιά ήρθε στην πόρτα και πήρε από το χέρι τον παππού.

Η Ευανθία στάθηκε και κοίταζε, ενώ ο παπαγάλος φώναζε από το διάδρομο:

- Παππού! παππού!

Ο Στέφανος πλησίασε στο παράθυρο που ήταν ορθή η Μαρίκα.

- Φαίνεσαι κουρασμένη· δεν κοιμήθηκες καλά; τη ρώτησε.

- Ω ναι, είπε η Μαρίκα.

Σώπασαν λίγες στιγμές. Από κάτω ανέβαινε η υγρασία της νοτισμένης γης. Η μισομαδημένη λεύκα έμενε ακίνητη· μόνο σε μια άκρη ενός κλαδιού σάλευαν δυο καρδερίνες. Στην αντικρινή ταράτσα παρδαλές πλατιές κουβέρτες απλωμένες έμοιαζαν σημαίες που με το κόκκινό τους βάθος έδιναν όψη φαιδρή στην ερημιά του μικρού δρόμου.

Ένας φλώρος κρεμασμένος κάπου σε κλουβί σκόρπισε έξαφνα ένα συρτό μονότονο κελάδημα, και οι καρδερίνες απάντησαν μ’ ένα πιο σύντομο ψιθυρητό.

Ο Στέφανος έπιασε τον ώμο της Μαρίκας.

Μια από τις καρδερίνες πήδησε στο άλλο κλαδί κουνώντας τη λευκοστιγμένη μαύρη ουρά. Τα σταχτοκίτρινα φτερούγια έπαιξαν παρδαλά στον ήλιο, και από το μικρό κεφάλι έσμιξαν λάμψεις κόκκινες σα ρουμπινιού.

Ο Στέφανος θέλησε να δείξει της Μαρίκας το πουλί, μα η Μαρίκα κοίταζε αντίκρυ. Κοίταζε αντίκρυ προς το ορθόβραχο βουνό που ίσκιωνε αποκάτω του μαβιά το γυμνό σταχτερό λόφο· λευκόχριστα σπιτάκια στριμωγμένα στο πλευρό του λόφου αραδιαστά, έμοιαζαν σα σκαλοπάτια προς το βαρύ σκοτεινό κάστρο που ύψωνε στην κορυφή κεραμιδόχρωμα τα μισογκρεμισμένα τείχη του.

Η Μαρίκα κοίταζε τους ίσκιους που έριχνε το ψηλό βουνό στο λόφο, και ο Στέφανος, σα να θέλησε να τους σκορπίσει από μπροστά της, της έπιασε τη μέση κι έκαμε πάλι να της δείξει το πουλί.

- Για δες, ψιθύρισε.

Μα όταν η Μαρίκα γύρισε να δει, το πουλί είχε φύγει.

- Για δες.

Και ο Στέφανος έδειξε κάτω τον τοίχο της αυλής, όπου ένα βυσσινοκόκκινο περιπλοκάδι πλεγμένο με τον πράσινο κισσό απλωνότανε μαζί του κλαδιστό σα φλέβες αίμα, σαν παρακλάδια βουνών και ποταμιών σε χάρτη, κι έκανε αληθινά τον τοίχο σαν εικόνα χρωματισμένη φανταστικά.

Η Μαρίκα έσκυψε και κοίταξε. Έπειτα σήκωσε το σώμα και αφού κοίταξε και πάλι μπροστά της, ξαναγύρισε στο Στέφανο.

- Στέφανε, είπε.

Ο Στέφανος την κοίταξε. Η Μαρίκα σταμάτησε μια στιγμή.

- Θυμάσαι πότε άρχισε η αγάπη μας; ρώτησε αμέσως έπειτα αργά και σαν ψιθυριστά.

- Από το βράδυ εκείνο, είπε ο Στέφανος αργά κι αυτός.

- Ποιο βράδυ; Όταν σε φώναξε η γιαγιά;

Ο Στέφανος σα να ένεψε.

- Όχι πρωτύτερα;

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- Όχι πρωτύτερα; ξαναείπε πάλι αργά η Μαρίκα. Κι όταν σε φώναξε η γιαγιά, ε για πε μου, πρόσθεσε ύστερα.

- Ήσουνα τόσο ωραία στο ηλιοβασίλεμα.

- Θέλεις να πεις, τότε δεν ήμουνα χλωμή.

- Μαρίκα, είπε ο Στέφανος και της έπιασε το χέρι.

- Ναι, κι ήτανε τόσο ζεστός ο αέρας.

Η Μαρίκα σώπασε μια στιγμή και ανάσανε, σα ν’ ανάσαινε εκείνον τον αέρα. Έπειτα ξανακοιτάζοντας το Στέφανο στα μάτια:

- Ξέρεις γιατί σε φώναξε η γιαγιά; είπε.

- Γιατί; ρώτησε ο στέφανος.

- Επίτηδες, είπε η Μαρίκα, και στα χείλη της τρεμούλιασε ένα χαμόγελο που μόλις το είδε ο Στέφανος.

Και ο Στέφανος μη νιώθοντας.

- Επίτηδες; ρώτησε πάλι σα μηχανικά.

- Ναι, ήξερε πως δεν το ήθελε η μαμά, είπε η Μαρίκα χωρίς να πάρει τη ματιά από πάνω του.

Το χέρι του Στέφανου που κρατούσε το δικό της χαλάρωσε άθελα.

- Λοιπόν καλύτερα να μη με φώναζε;

Η Μαρίκα έσφιξε πιο πολύ το χέρι του κι έσυρε κοντύτερα το Στέφανο:

- Όχι, Στέφανε, όχι· δεν είπα αυτό, είπε γοργά.

Και όσο ο Στέφανος την κοίταζε άφωνος, εξακολούθησε:

- Είπα μόνο πως η γιαγιά κάνει ό, τι δεν αρέσει της μαμάς. Να, σήμερα μάλωσαν πάλι. Μπήκε στην κάμαρά της δίχως να χτυπήσει. Και η μαμά ήταν άντυτη.

Ο Στέφανος χαμογέλασε.

- Το ξέρει πως δεν αρέσει της μαμάς. Και μένα δε μου αρέσει. Και μένα με κάνει νευρική συχνά.

- Που γυρνά με τις παντούφλες, ξαναγέλασε ο Στέφανος.

- Ναι, κι αυτό το κάνει γιατί ξέρει πως δεν αρέσει της μαμάς.

Ο Στέφανος έκαμε να τη χαδέψει:

- Παιδί, παιδί.

- Ναι, ναι· θέλεις να σου πω κι ένα άλλο; είπε η Μαρίκα και σταμάτησε.

- Τι; ψιθύρισε ο Στέφανος και την κοίταξε προσμένοντας.

- Να, και την Ευανθία την έφερε, και η Μαρίκα δεν πρόσεξε ένα κίνημα του Στέφανου, γιατί ξέρει πως δεν την ήθελε η μαμά.

- Και τη μητέρα μου, κι εμέ τον ίδιο, είπε ο Στέφανος μ’ ένα χαμόγελο.

Βρέθηκαν ένα βήμα ο ένας μακριά από τον άλλο. Η Μαρίκα χαμήλωσε τα μάτια, ο Στέφανος κοίταζε έξω.

Σώπασαν μια στιγμή. Έπειτα η Μαρίκα ήρθε και του άρπαξε και τα δυο χέρια:

- Στέφανε!

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- Έλα, φίλησέ με, του φώναξε μεμιάς και τον αγκάλιασε.

Ο Στέφανος τη φίλησε.

- Και σένα, είπε έξαφνα η Μαρίκα, σα να συνέχιζε το στοχασμό της. Γιατί σ’ έφερε σένα, γι’ αυτό την αγαπώ.

Κι ενώ ο Στέφανος σώπαινε.

- Τη γιαγιά, πρόσθεσε και ακούμπησε τα χέρια στους ώμους του.

- Ξέρεις, Στέφανε, πώς μου είναι; είπε έπειτα από μια στιγμή.

- Πώς; ρώτησε ο Στέφανος μηχανικά, σαν άθελα.

- Σα μοίρα, είπε αργά η Μαρίκα κι έμεινε κοιτάζοντάς τον.

- Σα μοίρα μου, ξαναψιθύρισε, κι αμέσως, σα μ’ έξαφνο ξέσπασμα: Έλα, φίλησέ με πάλι, φώναξε γοργά. Στα μάτια, ναι, στα μάτια· το ξέρεις πως μου αρέσουνε φιλιά στα μάτια, είπε με αργότερη, βραχνότερη φωνή κι έγειρε το κεφάλι στο λυγισμένο μπράτσο του Στέφανου.

ΙΙΙ

Ο Στέφανος, γυρνώντας σπίτι, κάθισε στο καφενείο της ακρογιαλιάς. Η θάλασσα μπροστά του στρωνόταν κατακόκκινη στο ηλιοβασίλεμα.

Μια όμοια λάμψη φώτιζε τη θάλασσα το βράδυ εκείνο που η γιαγιά τον έκραξε στο εκκλησιδάκι έξω εκεί στην ακροθαλασσιά. Η Μαρίκα στέκονταν ορθή, και το ανοιχτόχρωμο φόρεμά της έφευγε κάτω από τα ισκιωμένα πεύκα.

Ο Στέφανος δεν τη γνώρισε, μάντεψε όμως ποια ήταν άμα είδε τη γιαγιά. Έδωσαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν, παράξενα του φάνηκε. Του φάνηκε ακόμα πως η Μαρίκα κοκκίνισε.

Ο Στέφανος έλειπε χρόνια, και η γιαγιά τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Η Μαρίκα του είπε μόνο καλώς ήρθες. Ύστερα τον ρώτησε για τη μαμά του.

Ο Στέφανος θυμάται πως της απάντησε με τόνο:

- Η μητέρα μου; Καλά, ευχαριστώ.

Έπειτα γύρισε στη γιαγιά και είπε:

- Ρώτησα για σας, νονά.

Και ύστερα πρόσθεσε:

- Και χάρηκα …

Θυμάται πως δεν τελείωσε, γιατί τον κοίταξε η Μαρίκα· τον κοίταξε πάλι παράξενα.

Έπειτα γύρισε η ομιλία αλλού. Η γιαγιά του είπε πως ευχαριστήθηκε πολύ που άκουσε πως θα μείνει τώρα εδώ, να πάρει το γραφείο του πατέρα του.

- Ο καημένος ο Γιάγκος κουράζεται πολύ, είπε.

- Και η Κατίγκω, πρόσθεσε, ναι, τι καλά που θα είναι και για την Κατίγκω.

- Ναι, είπε ο Στέφανος.

- Και η Ευανθία, νονά; ρώτησε έπειτα από μια στιγμή.

Η Μαρίκα τον κοίταξε, ενώ η γιαγιά απάντησε:

- Προχτές μας έγραψε. Καλά είναι. Το χειμώνα που μας πέρασε ήρθε και μας είδε. Μα η θεία της αρρώστησε, και δεν κάθισε πολύ.

- Τα έμαθα, είπε ο Στέφανος. Και πρόσθεσε:

- Από τη μητέρα μου.

- Ναι, η Κατίγκω την αγαπά πολύ· της φαίνεται πως βλέπει ...

Και η γιαγιά σώπασε.

Έπειτα μίλησαν γι’ άλλα πράγματα. Ο Στέφανος τις συνόδεψε ως το σπίτι. Όταν χωρίστηκαν, η Μαρίκα τον κοίταξε πάλι παράξενα ενώ του έδινε το χέρι. Και όταν έμπαινε στην πόρτα, γύρισε και τον ξαναείδε.

Αυτό το βράδυ ήταν η πρώτη αρχή.

- Όχι πρωτύτερα;

Όσο και αν έκανε ο Στέφανος να θυμηθεί, πρωτύτερα θυμόταν τη Μαρίκα μόνο μικρή, που την έφερνε η γιαγιά και παίζανε. Αυτή, αυτός και οι δυο Ευανθίες. Πότε στον κήπο, πότε στην ακροθαλασσιά, και το χειμώνα στο βουνό πίσω από το κάστρο, που έτρεχε μέσα στην πρασινάδα η ρεματιά. Ταχτικά, καθημερινά σχεδόν.

- Κατίγκω! έτοιμα τα παιδιά; φώναζε η γιαγιά από την αυλόπορτα.

-Έρχονται αμέσως, απαντούσε η κυρία Κατίγκω, κι ο Στέφανος βιαζότανε να κατεβεί τα σκαλιά δυο δυο.

- Το νου σου! δε σου φεύγει· θα σκοτωθείς! του φώναζε από πίσω η κυρία Κατίγκω, που κατέβαζε την Ευανθία της από το χέρι.

Ο Στέφανος κρατούσε κιόλα το χέρι της άλλης Ευανθίας, όταν έφτανε η κυρία Κατίγκω με την αδερφή.

- Πάλι μονάχη σου, νονά; έλεγε η κυρία Κατίγκω και χαιρετιότανε με τη γιαγιά.

- Η υπηρέτρια δεν άδειαζε, απαντούσε η γιαγιά και κοίταζε την κυρία Κατίγκω.

Η κυρία Κατίγκω, που ένιωθε τη ματιά, της ψιθύριζε σιγά στο αυτί.

- Ναι, ναι, καλύτερα.

- Να λείπω· δε βαστιέται· πάντα με τη νομαρχία, έλεγε και η γιαγιά σιγά κι ήθελε να σταθεί ν’ αλλάξει ακόμα λίγα λόγια με την κυρία Κατίγκω, μα ο Στέφανος είχε πιάσει από το χέρι τις δυο Ευανθίες και ήταν έξω πια από την αυλόπορτα.

- Ευανθία, Ευανθία! φώναζε η γιαγιά, και γύριζαν για μια στιγμή και οι δυο Ευανθίες.

- Ευανθία! ξαναφώναζε, αλλά δε γύριζε καμιά.

- Εγώ τα φταίω με τ’ όνομα, αλλά μου αρέσει, έλεγε η γιαγιά και σταματούσε να ψιθυρίσει κάτι ακόμα της κυρίας Κατίγκως· μα η Μαρίκα την τραβούσε από το φόρεμα, κι έφευγε η γιαγιά.

Σε λίγο ήταν έξω στο ακρογιάλι, και τα παιδιά γέμιζαν τα κουβαδάκια τους στον άμμο. Η γιαγιά έβγαζε από το τζαντάκι την κάλτσα της και τα γυαλιά. Έπειτα άπλωνε το μαντήλι κάτω, και τα παιδιά σώριαζαν μέσα τα κοχύλια που μάζευαν. Και όταν το μαντήλι γέμιζε, τα έφερναν και τα έριχναν στην ποδιά της γιαγιάς.

- Έλα, φτάνει πια· μου μουσκέψατε το φόρεμα, τους έλεγε η γιαγιά.

Και άφηνε την κάλτσα και τα βοηθούσε να μοιράζουν τα κοχύλια. Οι δυο Ευανθίες μάλωναν πάντα μεταξύ τους, και ο Στέφανος και με τις δυο. Η Μαρίκα γέμιζε σιωπηλή το κουβαδάκι με όσα της έδινε η γιαγιά. Και κάθιζε στον άμμο και τ’ άδειαζε και τα ξανάδειαζε· τα σώριαζε, τ’ αράδιαζε σε γραμμές και τα κοίταζε. Έπειτα σήκωνε πάλι τα μάτια και κοίταζε μπροστά της τον αέρα, τα πεύκα που στέκονταν ακίνητα στους βράχους, τη θάλασσα που έσμιγε πέρα σε μια γραμμή θολή και ασάλευτη τον ουρανό.

Οι δυο Ευανθίες και ο Στέφανος άφηναν τα κοχύλια και πηδούσαν στο νερό. Πρώτη η Ευανθία της γιαγιάς. Κυνηγιόντανε, βουτούσαν ως τα γόνατα, έβρεχαν τα μεσοφόρια· πιτσίλιζαν τις πλάτες και νοτίζαν τα μαλλιά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της Ευανθίας έφεγγαν στον ήλιο. Η Μαρίκα στεκότανε και κοίταζε.

- Μαρίκα, έλα και συ· δε θέλεις; της έλεγε η γιαγιά.

Η Μαρίκα κοίταζε.

- Τι; έλεγε ύστερα.

- Να μπεις στη θάλασσα.

- Όχι.

- Γιατί; κρυώνεις;

Η Μαρίκα κοίτα τη γιαγιά.

- Ναι, θέλησε να πει μια μέρα, μα σταμάτησε, σα να μην ήθελε να πει το ψέμα.

- Δεν το θέλει η μαμά, είπε ύστερα σιγά.

- Η μαμά πολλά δε θέλει, μα δεν της το λέμε, ψιθύρισε η γιαγιά· έλα!

- Και εγώ δε θέλω, είπε η Μαρίκα σα με πείσμα.

- Γιατί;

- Γιατί δεν το θέλει η μαμά, απάντησε η μικρή και κοίταξε τη γιαγιά στα μάτια.

Η Ευανθία της κυρίας Κατίγκως στάθηκε κει μπροστά και γέλασε.

- Δε σε ξαναπαίζουμε, είπε της Μαρίκας κι έδωσε γοργή κλωτσιά στα κοχύλια της τ’ αραδιασμένα χάμω.

Η Μαρίκα έκλαψε και δεν ξαναήρθε πια με τη γιαγιά. Η Ευανθία διηγήθηκε των παιδιών την άλλη μέρα πως η μητέρα της Μαρίκας μάλωσε με τη γιαγιά. Έπειτα άκουσαν τη γιαγιά που ψιθύριζε κρυφά με την κυρία Κατίγκω.

- Είναι ανυπόφορη· ολοένα με τη νομαρχία, έλεγε η γιαγιά.

- Μου γύρισε κι εμέ τις πλάτες, είπε η κυρία Κατίγκω.

- Θέλει να διώξει και την Ευανθία.

- Και ο νονός;

- Όπως κατάντησε ο νονός!

Και η γιαγιά αναστέναξε.
...........................................

Η κυρία Κατίγκω έπαιρνε συχνά τη φυσαρμόνικα κι έπαιζε των παιδιών· και η γιαγιά τους τραγουδούσε:

Τα πουλιά στα κλώνια

ζυγά ζυγά,

και τα χελιδόνια ...

Και τα παιδιά ζητούσανε να βρουν τη ρίμα.

- Μες στη φωλιά, έλεγε το ένα.

- Στη αμμουδιά, έλεγε το άλλο.

Η γιαγιά δεν την ήξερε κι αυτή και δεν αποτελείωνε το τραγούδι. Και τα παιδιά γελούσαν.

Κάποτε έπαιρναν τη φυσαρμόνικα και στο ακρογιάλι, και όταν έφεγγε το φεγγάρι έβγαιναν με τη βάρκα έξω στη θάλασσα. Ο πατέρας κάθιζε στα κουπιά, ο Στέφανος κοντά του, και οι δυο Ευανθίες στο πλάγι της κυρίας Κατίγκως. Η γιαγιά κρατούσε το κοφινάκι με τις φέτες τα ψωμιά.

- Φεγγάρι, φεγγαράκι, τραγουδούσαν τα παιδιά, και η κυρία Κατίγκω τ’ ακολουθούσε με τη φυσαρμόνικα.

Οι δυο Ευανθίες ακουμπούσανε στα γόνατά της, και η κυρία Κατίγκω έριχνε πίσω το κεφάλι και κοίταζε τη θάλασσα. Ο Στέφανος χτυπούσε με το χέρι το νερό σα με κουπί ή σηκωνόταν κι έστεκε ορθός στη βάρκα και γύρευε να την κάμει να τρεκλίσει.

- Στέφανε! του φώναζε η μητέρα.

- Παλικαριές, ψιθύριζε η Ευανθία.

- Έλα τώρα, του έλεγε η γιαγιά, που άρχιζε να μοιράζει τα ψωμάκια.

Τότε άρχιζε να τραγουδά ο πατέρας. Δεν ήξερε να τραγουδά σωστά, μουρμούριζε μόνο κομμένα λόγια και κοίταζε την κυρία Κατίγκω, που με το κεφάλι γερμένο πίσω και με τη φέτα το ψωμί αφημένη στα γόνατα έμενε ακίνητη και σιωπηλή κι έβλεπε τη θάλασσα.

- Κατίγκω, ξεχάστηκες, της έλεγε η γιαγιά.

- Έλα, μαμά, της φώναζε η Ευανθία.

Ο πατέρας άφηνε τα κουπιά και την περίμενε να τραγουδήσει.

Η κυρία Κατίγκω αγαπούσε μελαγχολικά τραγούδια, και ο Στέφανος δεν την ήθελε ν’ αρχίσει. Σκουντούσε τον πατέρα να ξαναπιάσει τα κουπιά.

Μα και η Ευανθία της γιαγιάς σκουντούσε την κυρία Κατίγκω:

- Έλα θεία Κατίγκω!

- Σα φύλλο, θεία Κατίγκω, ξαναπαρακαλούσε η Ευανθία, και η κυρία Κατίγκω έπαιρνε τη φυσαρμόνικα σιγά σιγά σαν κουρασμένη και άρχιζε να τραγουδά:

Σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο ...

- Όχι, όχι κίτρινο· το άλλο, την έκοβε η Ευανθία, και η κυρία Κατίγκω άλλαζε το σκοπό, και τραγουδούσαν και οι δυο:

Σα φύλλο ξερό
στο κλαδί ξεχασμένο
προσμένω να βρω,
τι τάχα προσμένω;

Η άλλη Ευανθία τις ακολουθούσε σιγαλά. Έπειτα σώπαινε μεμιάς. Η κυρία Κατίγκω έπαυε το σκοπό κι αυτή και άφηνε να σβήνει στα νερά μόνη η φωνή της Ευανθίας της γιαγιάς:

προσμένω να βρω, τι τάχα προσμένω;

Ένα βράδυ το τραγουδούσαν στην ακρογιαλιά μαζί με την κυρία Κατίγκω καθισμένες χάμω στην αμμουδιά. Και ξαφνικά το άκουσαν από πίσω. Τους φάνηκε πως ήταν η ηχώ του βράχου.

Γύρισαν να δουν, και η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε σαν ξαφνιασμένη. Μα η Ευανθία γνώρισε δυο μάτια που έφεγγαν στη σκοτεινιά.

- Ο παππούς! είν’ ο παππούς, φώναξε.

Και πήγε ίσια επάνω του και ξαναφώναξε:

- Με τη Μαρίκα!

Ήταν αληθινά ο παππούς και κρατούσε από το χέρι τη Μαρίκα.

- Η Μαρίκα! φώναξε και η Ευανθία της κυρίας Κατίγκως.

Η Μαρίκα στεκότανε σαν ξαφνιασμένη και δεν άφηνε το χέρι του παππού.

- Πάμε, πάμε, του σκουντούσε το γόνατο με το χέρι.

Ο παππούς έμενε ακίνητος.

- Ήρθα για τη γιαγιά, ψιθύρισε της κυρίας Κατίγκως.

Μα η γιαγιά έλειπε το βράδυ αυτό.

Η Ευανθία θέλησε να πάρει τη Μαρίκα από το χέρι του παππού Μα η Μαρίκα της είπε σιγαλά:

- Δεν το ξέρει η μαμά. Και τράβηξε την Ευανθία.

Η Ευανθία πήγε μαζί της, κι έφυγαν και οι δυο με τον παππού. Η άλλη Ευανθία κι ο Στέφανος έμειναν πίσω με την κυρία Κατίγκω.

- Φοβήθηκα, είπε η Ευανθία.

- Είδες πώς έφεγγαν τα μάτια του; είπε ο Στέφανος· γιατί μητέρα;

Η κυρία Κατίγκω δεν απάντησε. Έπιασε μόνο από το χέρι και τα δυο παιδιά.

Η Μαρίκα δεν ξαναήρθε στο ακρογιάλι.
……………………………..

Ύστερα ερχόταν ο χειμώνας κι έστρωνε την αμμουδιά με σταχτοπράσινα μουσκεμένα φύκια. Ο αέρας σφύριζε μελαγχολικά στα κιτρινισμένα βούρλα και στη μαδημένη καλαμιά. Η γιαγιά έφερνε τότε τα παιδιά έξω στους λόφους πίσω από το κάστρο, όπου ο ήλιος έλαμπε χαρωπά στη νέα χλόη. Ανέβαιναν από το μονοπάτι σέρνοντας το αμαξάκι με τις κούκλες και σταματούσανε στη γέφυρα κι έβλεπαν κάτω το κανάλι που άραζαν τα ψαράδικα καΐκια με τα κόκκινα πανιά, και οι μαούνες άδειαζαν τα πορτοκάλια φανταχτερούς σωρούς στο μώλο.

Έπειτα έγερναν κάτω κι έβγαιναν στο λαγκάδι όπου κυλούσε η ρεματιά. Ο Στέφανος σκαρφάλωνε ψηλά στις λευκαμένες πέτρες, οι δυο Ευανθίες γύρευαν στην άκρη βώλους και παρδαλά χαλίκια.

- Στέφανε! εκεί είν’ ένας, φώναζε η αδερφή κι έδειχνε μέσα στο κελαρυστό νερό.

Ο Στέφανος πηδούσε δω, βουτούσε κει, κλονιζόταν μια στιγμή· ύστερα ζυγιαζότανε στην πέτρα ώσπου έσκυβε τέλος κι έβγαζε το βώλο.

- Να, πιάστε τον, φώναζε κρατώντας τον ψηλά.

Οι δυο Ευανθίες κοίταζαν το πετραδάκι που γυάλιζε στον ήλιο και άπλωναν τα χέρια.

-Να, πιάστε τον, ξαναφώναζε ο Στέφανος και τις γελούσε δεύτερη φορά.

- Α, α! ξεφώνιζαν λαχταριστά οι δυο μικρές ώσπου άρπαζε το βώλο η Ευανθία της γιαγιάς.

Η γιαγιά έβλεπε βρεγμένα το πόδια του Στέφανου και φώναζε πως θα το πει το βράδυ της κυρίας Κατίγκως. Ο Στέφανος έταζε πως δε θα ξαναπατήσει στο νερό, μα η Ευανθία έβλεπε σε λίγο κάτι που ρόδιζε ψηλά στον άλλον όχτο.

- Μια κάππαρη, μια κάππαρη! έβγαζε φωνή και κοίταζε το Στέφανο.

Και ο Στέφανος πηδούσε, σκαρφάλωνε, ξαναβουτούσε στο νερό και γύριζε με μια μικρούτσικη ανεμώνη, που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα ξερά κλαδιά της κάππαρης.

Η Ευανθία ζάρωνε το πρόσωπο και πετούσε το άνθος, και η γιαγιά μάλωνε πάλι το Στέφανο που είχε ξαναβραχεί.

Η γιαγιά έφερνε στο μαντίλι της φέτες ψωμί με μέλι, και πορτοκάλια· και η κυρία Κατίγκω γέμιζε τα τζαντάκια των παιδιών με κουλουράκια. Τους τα μοίραζε η γιαγιά, κι έτρωγαν και τα τρία καθιστά χάμω στη χλόη. Ο σκύλος του σπιτιού που τους ακολουθούσε κάποτε, στεκότανε και κοίταζε. Της Ευανθίας της γιαγιάς της άρεσε να του πετά ψωμί κι έπειτα να τον κυνηγά.

- Μη, θα πέσεις! φώναζε η γιαγιά.

Η Ευανθία χανόταν πίσω από το λόφο και τ’ άλλα δυο παιδιά μαζί της.

Εκεί έβγαιναν μπροστά οι κατσίκες, και η Ευανθία σταματούσε τρομαγμένη:

- Κοιτάχτε τις τι μαύρες που είναι· κοιτάχτε τις πώς δεν κουνιούνται!

Ο Στέφανος και η άλλη Ευανθία ήθελαν να γελάσουν, μα στο τέλος φοβόντανε κι αυτοί. Σταχτερόμαυρες, γυαλιστερές έμοιαζαν οι κατσίκες σα μπρούτζινες και φαίνονταν αληθινά σα να ήταν καρφωμένες στο βουνό κι έτρωγαν ολοένα. Κάποτε σηκώναν το κεφάλι και στύλωναν μπροστά τους τα μικρά κίτρινα μάτια τους ασάλευτα, σα να έβλεπαν κάτι που τα παιδιά δεν το έβλεπαν. Και τότε η Ευανθία τρόμαζε περισσότερο κι έτρεχε να κρυφτεί πίσω από τη γιαγιά.

Και σιγάζαν και τα τρία εκεί. Από το νταμάρι αντίκρυ, στην κορυφή του λόφου που κοκκίνιζε στον ήλιο μαβιά χαλκή, αντηχούσε μετάλλινος σα χτύπος ρολογιού ο ήχος των λοστών. Και όταν έπαυε, τα παιδιά το ήξεραν και περίμεναν να πεταχτεί απάνω η τούφα του καπνού, κι ένα κομμάτι βράχου να τιναχτεί ψηλά σε τρίμματα, όπως τινάζονται τα τόξα του νερού στο σιντριβάνι.

- Αά, αά, φώναζαν τα παιδιά και πηδούσαν μεμιάς απάνω.

Έπειτα έσβηνε σιγά ο καπνός και η σκόνη, και το λαγκάδι ξαναησύχαζε. Κάπου κάπου ακούονταν τώρα οι κόπανοι των γυναικών που έπλεναν μακρύτερα στη ρεματιά. Ο λόφος άσπριζε γελαστά από τ’ απλωμένα ρούχα, και στον αέρα μετεωρίζονταν τρεμουλιαστοί , σαν κρεμασμένοι από τον ουρανό ψηλά, αϊτοί με ουρές και αφτιά πολύχρωμα.

Ο Στέφανος και οι δυο Ευανθίες έμεναν και τους κοίταζαν πως έτρεμαν ψηλά και πως ανέβαιναν πάντα ψηλότερα ώσπου χανόντανε σε μικρά στίγματα στο γαλανό. Ο Στέφανος δοκίμασε να σηκώσει κι αυτός έναν ψηλά. Οι Ευανθίες τον βοηθούσαν στην αρχή, μα έπειτα γύριζαν στις κούκλες τους· έπλεναν τα πανιά τους στη ρεματιά και τα στέγνωναν στον ήλιο.

Έπειτα είδε ο Στέφανος άλλα παιδιά που έπιαναν πουλιά μες στα χωράφια, κι άφησε τον αϊτό. Η κυρία Κατίγκω του πήρε ένα κλουβί, μα ο Στέφανος το έφερνε κει έξω κάθε μέρα. Σώριαζε πέτρες κι έστηνε απάνω ένα ξερό κλαδί, κολλούσε στο κλαδί βεργίτσες αλειμμένες με ιξό και ξαπλωνόταν παραπίσω και περίμενε να έρθει να καθίσει το πουλί. Το περίμενε ώρες και το ονειρευόταν τη νύχτα. Η Ευανθία της γιαγιάς γελούσε πίσω του ή πετούσε πέτρες να ρίξει χάμω το κλαδί. Μα ο Στέφανος περίμενε.

Μια μέρα, καθώς έστρεψε, είδε έξαφνα από πίσω τη Μαρίκα. Στεκότανε και κοίταζε. Την είχε φέρει η υπηρέτρια, μα τις άλλες μέρες ξαναήρθε πάλι με τη γιαγιά.

Και στεκότανε και κοίταζε.

Ο Στέφανος άκουε τ’ άλλα παιδιά που έκραζαν με τα χείλη τα πουλιά, και δοκίμαζε να μιμηθεί κι αυτός τον ήχο. Δεν το κατόρθωνε, και οι Ευανθίες τον περιγελούσαν. Τις κυνηγούσε με τις πέτρες κι έπειτα γύριζε πάλι και κάθιζε κι έκραζε να έρθει το πουλί. Και η Μαρίκα στεκότανε και κοίταζε. Όσο που η κυρία Αγλαΐα ξαναμάλωσε με τη γιαγιά, και η Μαρίκα ξαναχάθηκε.

Και ο Στέφανος περίμενε πάλι μονάχος να πιάσει το πουλί.
…………………………….

Πέρασε ο χειμώνας χωρίς να το πιάσει.

Πριν όμως έρθει ακόμα η άνοιξη, αρρώστησε έξαφνα η μια Ευανθία. Η κυρία Κατίγκω καρφώθηκε απάνω από το κεφάλι της, η γιαγιά ερχόταν και συντρόφευε την κυρία Κατίγκω.

Δεν ξαναβγήκαν στο βουνό. Ο Στέφανος και η Ευανθία της γιαγιάς έπαιζαν μόνοι τους στον κήπο. Το σπίτι απάνω ήταν σιωπηλό. Η υπηρέτρια έφερνε αδιάκοπα νερό από τη βρύση και πήγαινε και ξαναπήγαινε στο φαρμακείο, ο γιατρός ερχόταν και τη νύχτα αργά. Έπειτα άρχισε να ξενυχτά στο σπίτι και η γιαγιά. Και μαζί της έμενε και η Ευανθία. Κοιμότανε στη σάλα χάμω με τη γιαγιά, κι ο Στέφανος στον καναπέ.

Δε μιλούσανε πολύ• ψιθυριστά μονάχα, όπως και οι μεγάλοι. Κάποτε ξεχνούσαν και σηκώναν τη φωνή, μα τους έρχονταν αμέσως στο νου η άρρωστη και σώπαιναν. Στην κάμαρα που ήταν πεσμένη δεν τους άφηναν να μπουν. Μια μέρα μόνο πλησίασαν κλεφτά στην πόρτα και είδαν τα χέρια της απλωμένα ακίνητα απάνω από το σκέπασμα. Η κυρία Κατίγκω της άλλαζε το βρεγμένο πανί στο μέτωπο.

Τραβήχτηκαν σιγαλά πίσω.

- Της έκοψαν και τα μαλλιά, είπε ο Στέφανος.

Και η Ευανθία ψιθύρισε:

- Εγώ δε θ’ άφηνα να μου τα κόψουν.

Την άλλη μέρα άκουσαν πως έστειλαν να φέρουν χιόνι από το βουνό. Και στάθηκαν και κοιταχτήκαν.

Έπειτα ρώτησαν τη γιαγιά:

- Γιατί;

- Το πρόσταξε ο γιατρός, τους είπε.

Δεν ένιωσαν• και ρώτησαν πώς είναι η Ευανθία.

- Καλύτερα, απάντησε η γιαγιά.

Κατέβηκαν κι έπαιζαν στην αυλή και περίμεναν το χιόνι. Το έφερε ο υπηρέτης στοιβαγμένο και τυλιγμένο μέσα σε άμμο και άχυρο.

- Τι κρύο που είναι, είπε ο Στέφανος που το άγγιξε.

- Θα της το βάλουν στο κεφάλι, ψιθύρισε η Ευανθία.

Τράβηξαν να παν να παίξουν, μα η Ευανθία γύρισε και θέλησε να κόψει ένα κομμάτι χιόνι.

Η υπηρέτρια τη χτύπησε στο χέρι, και η Ευανθία ξαναγύρισε στο Στέφανο:

- Ήθελα να έκανα ένα βώλο.

- Θυμάσαι μια φορά που χιόνισε; είπε ύστερα.

- Ναι, και φάγαμε και βράχνιασες, είπε ο Στέφανος.

Και μπήκαν κι έπαιξαν στον κήπο.

Στο σπίτι ήταν η ίδια ησυχία πάντα• πατούσαν σιγαλά και ψιθύριζαν μονάχα. Την άλλη μέρα έφεραν και άλλο γιατρό. Τα παιδιά όταν είδαν τη γιαγιά, ξαναρώτησαν πώς είναι η Ευανθία.

- Καλύτερα, είπε η γιαγιά. Σε άλλους όμως που είχαν στείλει να ρωτήσουν, την άκουσαν πως έλεγε:

- Τα ίδια.

Και στάθηκαν και την κοίταζαν.

- Καλύτερα είναι, ξαναψιθύρισε η γιαγιά.

Μα χωρίς αυτά να κάνουν θόρυβο, τους φώναξε πνιχτά:

- Σιγότερα, σιγότερα.

Τα παιδιά κοιτάξανε το ένα το άλλο. Έπειτα έφυγαν πατώντας στα δάχτυλα.

Ύστερα ο Στέφανος θυμήθηκε πως τελείωσαν τα κουλουράκια.

- Δε θα φτιάξομε άλλα, νονά; είπε της γιαγιάς.

- Τι; τέντωσε η γιαγιά το αφτί.

- Κουλουράκια, γιαγιά, είπε η Ευανθία.

Η γιαγιά κοίταξε τα παιδιά δίχως να μιλήσει.

- Να είναι έτοιμα όταν σηκωθεί η Ευανθία, της είπε ο Στέφανος σιγά στο αφτί.

Και θυμήθηκε πως τα έπλαθε η μητέρα με την υπηρέτρια. Αυτός και η Ευανθία δεν έφευγαν από κοντά απ’ τη σκάφη, όσο που τους έδιναν κι αυτών ζυμάρι κι έπλαθαν ανθρωπάκια, ζώα κι άλλα πράγματα περίεργα, και παρακαλούσαν τη μητέρα να τα στείλει να ψηθούν κι αυτά στο φούρνο.

Η κυρία Κατίγκω φώναζε στο Στέφανο:

- Φύγε από κει• μη με σκοτίζεις.

Κάποτε του έδινε και μια στα δάχτυλα. Στην Ευανθία όμως αδύνατο ν’ αντισταθεί.

- Μαμά, μαμάκα, τη χάιδευε η μικρή και της αγκάλιαζε το λαιμό καθώς ήταν σκυμμένη.

Το θυμήθηκε ο Στέφανος κι έμεινε συλλογισμένος· του ήρθε να τρέξει μέσα στην άρρωστη αδερφή.

Μα η Ευανθία τον τράβηξε, και κατέβηκαν πάλι να παίξουν.

Στην πορτοκαλιά του κήπου έμεναν ακόμα πορτοκάλια στην κορυφή.

- Ρίχνομε ένα κάτω; είπε η Ευανθία, κι ο Στέφανος πήγε κι έφερε ένα μακρύ ξύλο από το πλυσταριό.

Η υπηρέτρια τον είδε από το παράθυρο κι έβαλε φωνή:

- Τώρα να φέρω τον πατέρα σου!

Την ίδια στιγμή άνοιξε η αυλόπορτα, και τα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα κάγκελα του κήπου. Η Ευανθία τεντώθηκε και κρυφοκοίταζε.

- Ξέρεις ποιος είναι; γύρισε και ψιθύρισε γοργά.

Ο Στέφανος άνοιξε τα μάτια ανήσυχα, σα φοβισμένα.

- Η θεία Αγλαΐα είναι, είπε η Ευανθία.

Και πρόσθεσε σιγότερα:

- Της πέρασε· έτσι κάνει πάντα.

Ο Στέφανος μια στιγμή δε μίλησε.

- Έφερε και τη Μαρίκα; ρώτησε έπειτα.

Η Ευανθία τον κοίταξε:

- Τη θέλεις;

Ο Στέφανος δεν απάντησε. Μα ύστερα από λίγο ψιθύρισε:

- Γιατί να ήρθε;

Και ανέβηκε στο σπίτι. Και η Ευανθία κοντά.

Η κυρία Αγλαΐα καθότανε στη σάλα με τον πατέρα του και άλλες δυο κυρίες.

- Σιγά, σιγά, ψιθύρισε η γιαγιά και πάλι των παιδιών άμα τα είδε.

Εκείνα δεν τόλμησαν να τη ρωτήσουν αν ήρθε και η Μαρίκα. Ξανακατέβηκαν άφωνα στον κήπο.

Όταν ξανανέβηκαν στο σπίτι, μια κυρία κρατούσε την κυρία Κατίγκω σωριασμένη στο διάδρομο σε μια καρέκλα, και κάτι της ψιθύριζε.

Ο Στέφανος στάθηκε αντίκρυ, και η κυρία Κατίγκω γύρισε και τον κοίταζε σα να μην τον γνώριζε. Μα έπειτα του ένεψε και πήγε.

- Στέφανε, Στέφανε, είπε και του έπιασε τα χέρια, η Ευανθία…

Πνίγηκε η φωνή της, και ο πατέρας πετάχτηκε από μέσα και άρπαξε το Στέφανο. Τον κάθισε στα γόνατά του λίγες στιγμές και του χάδεψε τα μαλλιά. Έπειτα τον άφησε και πήγε στην κυρία Κατίγκω. Η άλλη κυρία έφερε ένα μπουκαλάκι και τη μύρισαν. Η Ευανθία στεκότανε σαν καρφωμένη στο πάτωμα και κοίταζε.

Η μητέρα ξαναμπήκε στην άρρωστη, και η γιαγιά έβαλε των παιδιών και έφαγαν. Αμίλητα. Σε όλο το σπίτι βασίλευε σιγή. Μόνο η υπηρέτρια πηγαινοερχόταν, και η γιαγιά σερνότανε στις κάμαρες. Ο πατέρας, καθισμένος στην τραπεζαρία, κάπνιζε ολοένα.

Ο γιατρός ξαναήρθε στην άρρωστη, έπειτα βγήκε και κάθισε με τον πατέρα λίγη ώρα. Μιλούσαν σιγαλά. Σε λίγο ξαναήρθε και η κυρία Αγλαΐα. Έκραξε τη γιαγιά, μίλησαν κρυφά στο διάδρομο και ξαναμπήκαν μέσα. Ο Στέφανος τις κοίταζε σα φοβισμένος, η Ευανθία είχε βρει τις κούκλες τις άρρωστης κι έπαιζε μόνη της σε μια άκρη.

Ο Στέφανος κατέβηκε στον κήπο χωρίς να ξέρει κι αυτός γιατί. Είχε συννεφιάσει, και τα δέντρα στέκονταν ήσυχα και σκοτεινά. Μόνο τα πορτοκάλια κοκκίνιζαν ανάμεσα στα φύλλα της πορτοκαλιάς.

Ο Στέφανος είδε στημένο στα κλαδιά το μακρύ ξύλο, καθώς το είχε αφήσει το πρωί. Το πήρε και χτύπησε με όση είχε δύναμη, ώσπου γκρέμισε ένα πορτοκάλι από την κορυφή. Έσκυψε το πήρε, ανέβηκε στο σπίτι και τράβηξε ίσα στον πατέρα.

- Θέλω να το πάω της Ευανθίας μέσα, είπε κι έδειξε το πορτοκάλι με τον κλώνο, όπως είχε πέσει από την πορτοκαλιά.

Ο πατέρας τον κοίταξε.

- Ναι, ναι, ψιθύρισε και του αγκάλιασε τον ώμο.

- Τώρα, είπε πάλι ο Στέφανος.

- Ναι, τώρα άμα … ξυπνήσει σε λιγάκι, ξαναψιθύρισε ο πατέρας με δαγκαμένα χείλη. Έσφιξε απάνω του το κεφάλι του παιδιού και γύρισε το πρόσωπο.

Ο Στέφανος έμεινε κρατώντας το πορτοκάλι. Έπειτα το άφησε στα γόνατα του πατέρα και πήγε κοντά στην Ευανθία.

- Κοιμάται, της είπε σιγαλά.

Η Ευανθία μιλούσε με τις κούκλες και δεν τον πρόσεξε.

Ο Στέφανος στάθηκε λίγες στιγμές κοντά της και κοίταζε τις δυο κυρίες που κάθονταν στον καναπέ. Κάθονταν αμίλητες και κοίταζαν στην πόρτα.

- Έλα δω, του φώναξε τώρα η Ευανθία, μα ο Στέφανος δεν πήγε. Στάθηκε ακίνητος εκεί κι έριχνε κρυφές ματιές στην πόρτα, σα να περίμενε κάτι κι αυτός.

- Έλα δω, του ξαναμίλησε η Ευανθία.

Ο Στέφανος κοίταξε στο διάδρομο, όπου του φάνηκε πως άνοιξε σιγά η εξώπορτα. Είχε ανοίξει αλήθεια και παρουσιάστηκε ο παππούς. Ήρθε με σιγαλά πατήματα στην πόρτα και χωρίς να χαιρετήσει στάθηκε ορθός εκεί. Στάθηκε και κοίταζε. Μαζί του μπήκε από το διάδρομο μια κρύα πνοή και ανατρίχιασε το Στέφανο.

Έτρεξε στον πατέρα και ακούμπησε στον ώμο του. Ο πατέρας του χάδεψε το μέτωπο. Το πορτοκάλι ήταν ακόμα στα γόνατά του.

Ο Στέφανος δε θέλησε ούτε να το ’γγίξει. Οι δυο κυρίες στον καναπέ μίλησαν κάτι , δε γύρισε ούτε κει. Ακουμπισμένος στον πατέρα κοίταζε στο παράθυρο. Ένα πουλί ήρθε μια στιγμή στο τζάμι και στάθηκε· στάθηκε τόσο κοντά, σα να ήθελε να μπει στο σπίτι. Έπειτα πέταξε πάλι.

Ο Στέφανος πλησίασε στο τζάμι. Έξω τα σύννεφα κρεμούσαν βαριά και χαμηλά, σα να σερνόντανε στη θάλασσα. Σε λίγο άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Στέφανος έμεινε ορθός και κοίταζε τους κύκλους που έκαναν οι σταλαγματιές στη θάλασσα. Πρώτα μικροί, στενοί, πλάταιναν έπειτα, άπλωναν όσο που έσβηναν. Και αμέσως πλάι τους, απάνω τους, παρέκει γίνονταν άλλοι πολλοί, μικροί, μεγάλοι, αμέτρητοι, παντού όσο έφτανε το μάτι στη μουντή συννεφιασμένη θάλασσα.

Ο Στέφανος έμεινε ώρα εκεί και κοίταζε. Μια στιγμή ήρθε η Ευανθία και στάθηκε και αυτή και κοίταζε. Από πίσω ο πατέρας κάπνιζε ολοένα, οι δυο κυρίες άλλαζαν κάπου κάπου ένα ψιθύρισμα που μόλις το άκουε κανείς. Ο παππούς έμενε ορθός στην πόρτα.

Έπειτα μπήκε η γιαγιά και πήρε τον πατέρα έξω. Ο Στέφανος είδε τις κυρίες που κοιτάχτηκαν. Η μια από αυτές τον τράβηξε κοντά της. Ο Στέφανος τη γνώριζε, μα εκείνη τη στιγμή του φάνηκε σα να την έβλεπε πρώτη φορά· τόσο παράξενα τον κοίταζε. Η Ευανθία ξαναγύρισε στις κούκλες.

Εκεί ακούστηκε μια δυνατή κραυγή από την κάμαρα της άρρωστης. Ο Στέφανος γνώρισε πως ήταν της μητέρας. Η κυρία του άφησε το χέρι κι έτρεξε έξω πίσω από την άλλη. Τα δυο παιδιά έμειναν μόνα στην κάμαρα κοιτάζοντας το ένα το άλλο. Ο παππούς είχε χαθεί.

Της μητέρας η φωνή δεν ξανακούστηκε, μα τα βήματα έξω δεν πατούσαν πια σιγά. Ήταν σα να έτρεχαν όλοι τώρα μες στο σπίτι. Κι έτρεξε κι ο Στέφανος. Και η Ευανθία κοντά του.

Μα η κυρία Αγλαΐα παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πήρε από το χέρι. Πήγαν μαζί χωρίς να νιώθουν. Η Ευανθία κρατούσε στο χέρι της μια κούκλα, ο Στέφανος το πορτοκάλι που σήκωσε από κάτω, όπου είχε πέσει του πατέρα καθώς σηκώθηκε γοργά. Καθώς κατέβαιναν στη σκάλα, ανεβαίναν άλλοι. Ο Στέφανος δεν είδε ποιοι, του φαινόταν μόνο πως πίσω του γέμιζε το σπίτι.

Έξω έβρεχε και η κυρία Αγλαΐα φώναξε ένα αμάξι. Τους κατέβασε στην πόρτα της.

Απάνω βρήκαν τη Μαρίκα μόνη. Τους κοίταζε με ξαφνισμένα μάτια.

Η Ευανθία έτρεξε κοντά της.

- Μαρίκα, άρχισε να πει, η Ευανθία…

Η κυρία Αγλαΐα όμως δεν την άφησε να τελειώσει.

- Πάει ταξίδι, είπε κι έπιασε το Στέφανο από το χέρι.

Η Μαρίκα άνοιξε πλατύτερα τα μάτια της και τον κοίταξε βαθιά, σα να είχε νιώσει.

Και ο Στέφανος άπλωσε το χέρι και της έδωσε το πορτοκάλι που είχε κόψει για την αδερφή.

ΙV

Η στιγμή αυτή ήταν χαμένη ολότελα στο νου του Στέφανου. Είχε σβήσει σα να μη στάθηκε ποτέ. Και τώρα, καθισμένος στο ακρογιάλι μπροστά στη βραδιασμένη θάλασσα, έβλεπε την εικόνα της να τρέμει εμπρός του σα μακρινό καθρέφτισμα και σιγά –σιγά να ξεχωρίζει καθαρότερη ολοένα, όπως η μαύρη πλάκα μέσα στο υγρό κάτω από την κόκκινη αναλαμπή στο σκοτεινό θάλαμο. Τα δυο μεγάλα μαύρα μάτια της μικρής Μαρίκας τον κοίταζαν από την εικόνα αυτή τόσο παράξενα βαθιά και του σαλεύαν την ανάμνηση, όπως ένα τραγούδι ξαναθυμημένο στη βραδινή γαλήνη. Έβλεπε τη μικρή Μαρίκα με το σταχτί της φόρεμα, όπως την είδε το σκοτεινό εκείνο δειλινό που ήρθε σ’ αυτή με τη μητέρα της και με την Ευανθία. Κι έξαφνα, σα μαγικά, η μικρούλα αυτή γινόταν ένα με τη μεγαλωμένη κόρη που στεκόταν κάτω από τα πεύκα ορθή, λευκοντυμένη, σα να τον περίμενε όταν τον έκραξε η γιαγιά. Τα μάτια και το κοίταγμα ήταν τα ίδια, σα να ήταν μια και μόνη οι δυο αυτές στιγμές, και δεν τις χώριζε το διάστημα δώδεκα χρόνων που πέρασαν στο μεταξύ.

Τα χρόνια αυτά ο Στέφανος δεν είχε μήτε απαντηθεί με τη Μαρίκα. Λίγες μέρες ύστερα από το θάνατο της αδερφής έφυγε μαζί με την κυρία Κατίγκω, που της κλονίστηκαν τα νεύρα κι έπρεπε να ταξιδέψει. Έπειτα τον είχαν κλείσει στο σχολείο. Όταν ήρθε μια φορά στο σπίτι, η Μαρίκα έλειπε μαζί με τη μητέρα της. Όταν ήρθε πάλι δεύτερη φορά, βρήκε χωρισμένα τα δυο σπίτια. Την Ευανθία την είχε πάρει μακριά μια θεία της, η γιαγιά δεν ερχόταν στην κυρία Κατίγκω. Είχε θυμώσει με τον πατέρα του.

- Δίκιο έχει, του είπε η κυρία Κατίγκω όταν τη ρώτησε, μα κι ο πατέρας σου τι να έκανε· ποιόν άλλον έχει η …

Δεν μπορούσε να προφέρει ακόμη το όνομα της Ευανθίας, όμως του εξήγησε πως ο πατέρας του, σα δικηγόρος, κίνησε δίκη της κυρίας Αγλαΐας για την κληρονομιά της Ευανθίας και ζήτησε από μέρος της θείας της την απαγόρευση του παππού, γιατί τον έκανε όπως ήθελε η κυρία Αγλαΐα.

Έπειτα έφυγε ο Στέφανος για χρόνια από το σπίτι. Όταν ξαναγύρισε, η γιαγιά είχε ξεθυμώσει, και η κυρία Κατίγκω του μίλησε γι’ αυτή και για την Ευανθία. Και όταν έπειτα πρωτοαπάντησε τη γιαγιά με τη Μαρίκα μεγαλωμένη πια, η Μαρίκα του έφερε στο νου την Ευανθία και με αυτή μαζί την άλλη Ευανθία, την αδερφή. Και όταν ξαναπαντήθηκαν και δεύτερη φορά με τη Μαρίκα, και κείνη τον ξανακοίταξε παράξενα και τον ρώτησε ξανά για τη μαμά, στο νου του Στέφανου πέρασε πάλι η Ευανθία και η αδελφή, οι δυο μαζί Ευανθίες σα σμιγμένες σε μια ανάμνηση θολή και θλιβερή, όπως και ζούσανε στο σπίτι. Για καιρό έβλεπε τη Μαρίκα ο Στέφανος σα μια παλιά και ξέθωρη φωτογραφία που του ξυπνούσε στη μνήμη μια άλλη εικόνα, μια άλλη μορφή ξένη με αυτή, εχθρική σχεδόν με αυτή. Η κυρία Κατίγκω ούτε βλεπότανε ποτέ με την κυρία Αγλαΐα ούτε μιλούσε ποτέ λόγο γι’ αυτή και τη Μαρίκα.

Ένα βράδυ είχε βγει ο Στέφανος περίπατο με την κυρία Κατίγκω και απαντήθηκαν με τη γιαγιά και τη Μαρίκα. Η κυρία Κατίγκω χαιρετήθηκε με τη γιαγιά, μα στη Μαρίκα κούνησε μόνο το κεφάλι. Στάθηκαν λίγες στιγμές μαζί. Οι τρεις μιλούσαν, η Μαρίκα σκάλιζε σκυφτή το χώμα με την άκρη της ομπρέλας της. Κοίταξε το Στέφανο μόνο όταν ξαναέδωσαν τα χέρια. Καθώς έφευγε με τη γιαγιά, ο Στέφανος την έβλεπε μόνο από πίσω. Το ανάστημά της ξεχώριζε λιγνότερο στη σκούρα φορεσιά. Άμα έστριψε στο δρόμο, έσκυψε πάλι το κεφάλι της.

- Δεν της έδωσες το χέρι, είπε στη μητέρα του ο Στέφανος.

- Αυτό έλειπε, είπε η κυρία Κατίγκω· κι έπειτα πρόσθεσε:

- Δε φέρθηκε κι αυτή καλά.

Ο Στέφανος ένιωσε πως ήθελε να πει στην Ευανθία· αλλά του φάνηκε παράξενο: τη φορά αυτή, μόλις τώρα του ήρθε στη μνήμη η Ευανθία.

Και όταν είδε πάλι μια φορά στο δρόμο τη Μαρίκα και τη χαιρέτησε, τη χαιρέτησε πριν συλλογιστεί αν έπρεπε να χαιρετήσει.

Έπειτα ξαναπαντήθηκε με τη Μαρίκα στο σπίτι μιας ξαδέρφης και των δυο. Στη σάλα ήταν πολλοί, και ο Στέφανος δεν την πρόσεξε που καθόταν στο πιάνο. Ορθή μπροστά της η Φιφίκα Πρίφτη τελείωνε το τραγούδι Στο Ζάππειο σε πρωτόειδα, και χειροκροτούσαν όλοι. Ο λοχαγός Γιαλούδης κι ένας δικηγόρος, συνάδελφος του Στέφανου, σηκώθηκαν και της έσφιξαν το χέρι. Ο Στέφανος προχώρησε και τη χαιρέτησε και τη συγχάρηκε κι αυτός. Εκεί γύρισε η Μαρίκα το κεφάλι. Κοιτάχτηκαν, σα να ξαφνιάστηκαν και οι δυο.

Μα ο λοχαγός μπήκε στη μέση και τους χώρισε. Πλησίασε και είπε κάτι της Μαρίκας. Η Μαρίκα ξαναέσκυψε στο πιάνο, κι ενώ ο Στέφανος γύρισε και χαιρετούσε και τους άλλους, το πιάνο έπαιζε το σκοπό:

Η κυρά μας η δασκάλα που είν’ άγρια και κακιά …

Η Φιφίκα Πρίφτη δεν το τραγούδησε, το σφύριξε μονάχα ο λοχαγός κουνώντας το κεφάλι και τους ώμους με το ρυθμό.

Ύστερα ήρθε το τσάι. Ο λοχαγός και ο δικηγόρος κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στη δεσποινίδα Πρίφτη. Ο Στέφανος μιλούσε ορθός με το νομομηχανικό.

- Για δες τους, του σφύριξε η ξαδέρφη του, ενώ του σερβίριζε το τσάι.

Ο Στέφανος γύρισε και είδε. Ο δικηγόρος τέντωνε μπρος το στήθος κι έδειχνε το φουσκωτό χρωματιστό του λαιμοδέτη με μια χρυσή άγκυρα λοξά μπηγμένη, ο λοχαγός καμπουριασμένος πετούσε το κεφάλι έξω, σχεδόν ίσια με το πρόσωπο της κόρης. Κρατούσε δαγκαμένο το τσιγάρο και σούφρωνε το ένα μάγουλο καθώς κοίταζε με το μονόκλ, σε τρόπο που να φαίνονται τα δόντια του σα σκύλου που τα δείχνει πριν γαυγίσει.

Η Φιφίκα Πρίφτη τον άκουε να της διηγείται και χαμογελούσε. Ήταν κόρη πλούσιου σαπουνά και αγαπημένη της κυρίας Κατίγκως. Κομψή και νόστιμη, ο Στέφανος μιλούσε ευχάριστα μαζί της και ήξερε πως η Θεώνη, όπως λεγόταν η ξαδέρφη του, την έφερε στο τσάι επίτηδες γι’ αυτόν.

Σε λίγο η Θεώνη ξαναέριξε ματιά του Στέφανου, ματιά που έλεγε: Τι κάθεσαι!

Ο Στέφανος γύρισε πάλι και είδε· ο λοχαγός είχε πλησιάσει πιο κοντά τη δεσποινίδα Πρίφτη. Μα δυο βήματα από πίσω της στεκόταν ορθή δίπλα σε μια λατάνια η Μαρίκα. Φορούσε φόρεμα ανοιχτό τριανταφυλλί, και οι ίσκιοι της λατάνιας έπεφταν κι έτρεμαν απάνω του σαν κοκκινόμουντα νερά. Τα μάτια του Στέφανου σταμάτησαν έξαφνα στη Μαρίκα.

Η Θεώνη πήγε και κάθισε κοντά στη δεσποινίδα Πρίφτη και τον ξαναέκραξε με μια ματιά· κι έπειτα με το όνομά του.

Μα ο Στέφανος τράβηξε ίσια στη Μαρίκα.

Το βράδυ, όταν η κυρία Κατίγκω τον ρώτησε ποιος ήταν και τι έγινε στο τσάι, ο Στέφανος δεν είπε ούτε πως ήταν η Μαρίκα εκεί.

Την άλλη μέρα βρέθηκε κάτω από το σπίτι της. Η Μαρίκα στάθηκε στο παράθυρο ορθή, ακίνητη ώσπου πέρασε.

Ξαναπαντήθηκαν στο σπίτι της Θεώνης και ξαναπαντήθηκαν και πάλι, σα να το είχαν συμφωνήσει. Βγήκαν περίπατο μαζί και οι τρεις, πρώτα στο δρόμο της ακροθαλασσιάς, έπειτα όμως στ’ απόμερα, στην εξοχή, στους λόφους που έπαιζε μικρός ο Στέφανος με τις δυο Ευανθίες, και πιο μακρύτερα, όπου τα λαγκάδια της ρεματιάς ομορφαίναν περισσότερο, οι λόφοι γίνονταν βουνάκια, πέτρινα πάντα, κοκκινόμαβα, με πεύκα αραιά και ρείκια πιο πυκνά και σφάλαχτα και σπάρτα που όταν ανθίζαν τον Απρίλη έβαφαν όλον τον τόπο σα με αίμα κίτρινο - ένα κίτρινο που το αγαπούσε χωριστά η Μαρίκα κι έμενε άφωνη κοιτάζοντάς το όταν έχυνε τα βράδια χρυσόξανθες αναλαμπές στα ρόδινα νερά του μικρού κόλπου, που έκανε πίσω από το κάστρο η θάλασσα.

Εκεί έξω δεν απαντούσανε ψυχή. Μόνο κανένα κυνηγό και γαϊδουράκια, που όπως κατεβαίναν ολοσκέπαστα από τα κλαδιά που ήταν φορτωμένα, έμοιαζαν σα θάμνα φουντωτά που σάλευαν, φαινόντανε σα βώλοι χαλκοπράσινοι που ξεκολλούσαν και κυλούσαν γλιστρώντας κάτω στην πλαγιά. Μακρύτερα έβοσκαν κοπάδια τράγοι, και τα κουδούνια ηχούσαν εδώ βοερά από το βάθος και σαν απόκοσμα, εκεί απαλά από τη ράχη, μελαγχολικά. Κάτω στης λαγκαδιάς το χάσμα άγρια περιπλοκάδια πλεγμένα σε κουμαριές και σκίνα και σε ρείκια σχηματίζαν λόχμες, μικρούς θόλους που έφεγγαν βιολετοκόκκινοι όταν άνοιγαν τα ρείκια, έλαμπαν ασπριδεροί με μουντούς, παρδαλούς τόνους όταν ανθίζαν τα περιπλοκάδια.

Η Μαρίκα και ο Στέφανος, πιασμένοι μπράτσο, γλιστρούσαν στις πλαγιές, σερνόντανε στα μονοπάτια, μιλούσανε λιγότερο παρότι σώπαιναν και ονειρεύονταν. Η Θεώνη τους ακολουθούσε πότε κοντά, πότε από πίσω, πότε τους άφηνε να προχωρούνε μόνοι, να κρύβονται για μια στιγμή στα θάμνα, να κάθονται στα φρύδια και να στέκονται στις κορυφές ορθοί σα στύλοι και να κοιτάζουνε τη θάλασσα, που ανοίγονταν μπροστά τους πάντα πλατύτερη κι έφεγγε όλη στο ηλιοβασίλεμα σα χρυσή πλάκα απέραντη πυρωμένη σε πυρκαγιά ολοπόρφυρη.

Και μια μέρα, καθώς στέκονταν αντίκρυ εκεί στη θάλασσα, και την κοιτάζανε χεροπιασμένοι, έσφιξε ο ένας περισσότερο το χέρι του άλλου. Ο Στέφανος δεν το θυμάται ποιος. Και μια στιγμή βρεθήκαν με σμιγμένα χείλη. Έπειτα έμειναν ακουμπώντας τα χέρια ο ένας στον ώμο του άλλου, έμειναν άλλη μια στιγμή έτσι και κοιτάζονταν στα μάτια. Ο Στέφανος θυμάται πως η όψη της Μαρίκας ήταν κατακόκκινη.

Έπειτα έλυσαν άφωνοι τα χέρια και κατέβηκαν το λόφο.

Όσες φορές περάσαν από το λόφο, δε σταμάτησαν στο μέρος. Γλιστρούσαν σιωπηλοί. Μια μέρα μόνο, ένα βράδυ που η θάλασσα έλαμπε περισσότερο παρά άλλο βράδυ, και από πάνω κρεμόντανε τα σύννεφα ωχρά, ρόδινα εμπρός και κόκκινα βαθιά στο μάκρος, σταθήκανε και πάλι. Και η Μαρίκα έγειρε στο ώμο του και κοίταζε.

Κοίταξε άφωνη λίγες στιγμές, έπειτα έπιασε το χέρι του και γύρισε και τον έβλεπε στα μάτια. Ο Στέφανος έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο.

Η Μαρίκα ακούμπησε ξανά στον ώμο του.

- Πόσο είμαι ευτυχισμένη, είπε σιγαλά.

Ο Στέφανος της γέλασε. Της γέλασε και σώπαινε.

- Στέφανε, ψιθύρισε πάλι η Μαρίκα.

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- Είναι και κείθε, και από εκείθε πέρα; ξαναείπε σιγαλά η Μαρίκα κι έδειξε στο μάκρος, που χάνονταν τα σύννεφα ολοπόρφυρα.

- Τι; έκαμε να ρωτήσει ο Στέφανος. Μα ένα πουλί πέταξε μπρος από τα πόδια του ίσια, ολόισια προς τ’ απάνω· κι ένας ήχος χτυπητός και λαγαρός σκορπίστηκε έξαφνα, σα να τρικύμισε κυματιστά όλον τον αέρα.

Τρεμουλιαστό, ίσια απάνω, κατακόρυφα ανέβαινε το πέταγμα του σταχτερού πουλιού, και λαγαρότερο, τρικυμιστότερο και πάντα πιο ηχερό σα σάλπισμα πρωινό γέμιζε το κελάδημά του τον αιθέρα.

Σώπαιναν και κοίταζαν απάνω όσο που χάθηκε σε μικρό στίγμα τα σταχτερό πουλί, και ο ήχος σβήστηκε σ’ έναν ψιθυριστό απόηχο ψηλά στο γαλανό.

- Ω είναι, είναι, ψιθύρισε η Μαρίκα και γυρτή στον ώμο του Στέφανου κατέβηκε το λόφο.

Όταν το βράδυ γύριζαν στην πόλη, ο Στέφανος έφερνε τη Μαρίκα και τη Θεώνη ως τη γέφυρα, και αυτού τις άφηνε, και κείνος πήγαινε από τον άλλο δρόμο.

Μα το βράδυ αυτό η Μαρίκα δεν του άφησε το χέρι· τον έσυρε μαζί της ως τη γέφυρα, και σταθήκαν κι έσκυψαν στα κάγκελα κι έβλεπαν κάτω. Είχε νυχτώσει και άναψαν τα φώτα. Δεν περνούσε κανείς στη γέφυρα, και μόνο στο κανάλι κάτω πηγαίναν πέρα δώθε μερικές σκιές.

Στάθηκαν και κοιτάζαν κάτω και σωπαίναν, σα να ήθελαν ν’ ακούσουν ένα ψιθύρισμα που έφτανε από κάτω από τη γέφυρα. Από αντίκρυ, από τους κήπους, ένα απόγειο έφερνε μια μυρουδιά ελαφρή από ανθισμένες πασχαλιές. Η Μαρίκα σύρθηκε πιο κοντά στο Στέφανο, και ο Στέφανος της έσφιξε το χέρι.

Όταν χωριστήκαν ύστερα, φιλήθηκαν πρώτη φορά εμπρός στην ξαδέρφη τους. Τα μάτια της Μαρίκας έφεγγαν στη σκοτεινιά.

Ο Στέφανος θυμάται πως εκεί που γύριζε έπειτα στην πόλη, είχε μπροστά του όλη την ώρα τα μάτια της Μαρίκας. Και θυμάται τώρα πως εκεί που πήγαινε θυμήθηκε έξαφνα την Ευανθία. Έτσι έξαφνα, έτσι μια στιγμή. Έπειτα η ανάμνηση έσβησε πάλι εμπρός στα μάτια της Μαρίκας.

Και την άλλη μέρα που είδε τη Μαρίκα, η Μαρίκα του είπε:

- Ξέρεις, Στέφανε, η Θεώνη μου θύμωσε χτες βράδυ όταν χωρίσαμε από σένα.

- Γιατί από λάθος τη φώναξα Ευανθία, πρόσθεσε γελώντας· φοβάται πως αγαπώ περισσότερο την Ευανθία.

- Και δεν την αγαπάς; ρώτησε ο Στέφανος.

- Ανοησίες, απάντησε η Μαρίκα και σώπασε.

- Αν κι έπρεπε, είπε πάλι έπειτα από μια στιγμή.

- Γιατί; ρώτησε ο Στέφανος.

- Γιατί κι αυτή - η Θεώνη - σε πήγαινε στην Πρίφτη.

- Ανοησίες, είπε τώρα ο Στέφανος.

Και σώπασαν πάλι. Μα ύστερα από λίγο η Μαρίκα ξαναείπε:

- Ωστόσο είναι παράξενο στ’ αλήθεια.

- Τι; ρώτησε ο Στέφανος.

- Να, πολλές φορές μου φαίνεται πως είναι αλήθεια η Ευανθία που έρχεται κοντά μας.

Ο Στέφανος την κοίταξε, αλλά δε μίλησε. Θυμάται πως είχε όλη την ώρα κάποια στενοχώρια να μιλήσει. Μα η Μαρίκα μιλούσε πιο πολύ τη μέρα αυτή, μιλούσε πιο πολύ παρότι σώπαινε άλλες μέρες.
………………

Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ’ ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφεγγίζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σα να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη.

Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ’ αυτό. Και σώπαινε. Κι έπειτα άρχιζε πάλι να μιλεί, να φλυαρεί. Κι’ έπειτα πάλι ξανασώπαινε. Κι έτρεχε μπρος, έμενε πίσω, ξαναγύριζε στο Στέφανο κι έγερνε απάνω του, βάδιζε πλάι του, ψιθύριζε, άπλωνε τα χέρια ψηλά στο φως, πέρα στη θάλασσα, τα έριχνε πάλι κάτω, τα ανάπαυε στον ώμο του, τα δίπλωνε τριγύρω στο λαιμό του. Μισοέκλεινε τα μάτια στο πρόσωπό του εμπρός και ξανάνοιγε πάλι τα μάτια πλατιά κι εκστατικά στο γαλανό, στα χρυσά νέφη, στα ρόδινα νερά.

- Μου αρέσει, μου αρέσει το φθινόπωρο, έλεγε· τον άφηνε να της χαδεύει τα μαλλιά και ήταν τόσο ευτυχισμένη.

- Μου αρέσει το φθινόπωρο, έλεγε κι έδειχνε απάνω το γλαυκό κι έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στη γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοί γλιστρούσαν εδώ και κει στους πράσινους ακόμα θάμνους και στα κλαδιά, όπου κοκκινίζαν ζωηρά τα κούμαρα.

Ο Στέφανος και η Μαρίκα χάνονταν στους θόλους, σταματούσαν κι άκουαν τους σπίνους που λαλούσαν το σιγαλό σκοπό τους στα κλαδιά, τους μικρούς σπουργίτες που ψιθύριζαν στα θάμνα, τους μακρινούς, κομμένους ήχους που φτάνουν πάντα αόριστοι και μελαγχολικοί από την ερημιά και γεμίζουν τη σιγή με κάποια ανησυχία.

Σταματούσαν και τους άκουαν και σώπαιναν, και η Μαρίκα άφηνε το Στέφανο να τη φιλεί και του ξανάλεγε:

- Μου αρέσει το φθινόπωρο.

Κάποιοι αργοπορημένοι βάτοι πρόβαλαν μια μέρα λευκοανθισμένοι, χλωμοκόκκινοι εκεί εμπρός τους, και ο Στέφανος τους έδειξε της Μαρίκας.

- Είναι σαν άνοιξη, της είπε.

Και θυμάται τώρα πως η Μαρίκα τον κοίταξε με μακρύ βλέμμα κι έπειτα:

- Είναι σα γέλασμα, ψιθύρισε αργά και τον κοιτούσε.

Η φωνή της είχε έναν τόνο σα βραχνό, ελαφρά βραχνό, ανεπαίσθητα βραχνό. Ο Στέφανος όμως τον πρόσεξε.

- Και τον αγαπώ, ξαναψιθύρισε η Μαρίκα με τον ίδιον τόνο στη φωνή και τον κοίταζε στα μάτια.

Ο Στέφανος την κοίταξε κι αυτός σαν παραξενεμένος κι έμεινε μελαγχολικός. Μα σε λίγο ξαναβγήκανε στο λόφο· η θάλασσα άστραψε πάλι πέρα κι ένας αέρας χλιαρός από τα πλάτη σκόρπισε το σύννεφο. Η Μαρίκα ξανάπλωσε τα χέρια σα φτερά, και η φωνή της ηχούσε ξάστερη.

Είχαν φτάσει κοντά στο Χάλασμα, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι που τα παράθυρά του ανοιγόντανε άδεια κοντά, μπροστά στη θάλασσα. Η Μαρίκα αγαπούσε να σταματά εκεί· τριγύρω κοκκίνιζαν ξεροί, γυμνοί μονάχα βράχοι, και οι ροδοδάφνες που δοκιμάσαν να φυτέψουν μια φορά απέξω από το χάλασμα, απόμεναν λειψές και μόλις που κοκκίνιζαν· εμπρός στην πόρτα του όμως απλωνόταν πλατιά, μεγάλη η θάλασσα.

Η Μαρίκα σταμάτησε και τώρα εκεί· και τέντωσε το χέρι και την έδειξε.

Κοντά της η Θεώνη κοίταζε σα να έπληττε· και ολόγυρα στους λόφους και αντίκρυ στο ορθόβραχο βουνό και απάνω στο γλαυκό και κάτω στη ροδισμένη θάλασσα άπλωνε τη χλιαρή γαλήνη του το αργό και φωτεινό φθινόπωρο.
…………………

Μα η κυρία Κατίγκω έμαθε τους περίπατους και θύμωσε με τη Θεώνη. Η κυρία Αγλαΐα τα έβαλε με τη γιαγιά κι έπειτα με την ίδια τη Μαρίκα. Της θύμισε τη νομαρχία και της είπε:

- Αδύνατο! Αδύνατο να γίνει!

Δεν ήθελε μήτε να φανταστεί για τη Μαρίκα κάτι κατώτερο από νομαρχία. Και γέλασε ανάμεσα στα δόντια:

- Στο σπίτι της κυρίας Κατίγκως!

Μα και για την κυρία Κατίγκω η προίκα της Μαρίκας δεν ήταν αρκετή· η κυρία Κατίγκω αγαπούσε κιόλα τη Φιφίκα Πρίφτη και το έκοψε κι αυτή στο Στέφανο:

- Μονάχα τη Φιφίκα.

Έτσι έπαψαν οι περίπατοι, και ο Στέφανος έβλεπε σπάνια τώρα τη Μαρίκα. Θυμάται πως ήταν μελαγχολικός και διάβαζε πάντα το Βέρθερο· δε μιλούσε πια με την κυρία Κατίγκω, ούτε η γιαγιά ερχότανε σ’ αυτή. Ώσπου μια μέρα ζήτησε έξαφνα η Μαρίκα να δη το Στέφανο.


Ειδωθήκαν στης Θεώνης, και η Μαρίκα ήταν ωχρή· μα έπειτα κοκκίνισε μεμιάς.

- Να φύγομε, του είπε.

Και όταν είδε πως ο Στέφανος δεν απαντούσε.

- Τότε έλα στη μαμά, του είπε πάλι ξαφνικά.

Ο Στέφανος αποφάσισε και πήγε, και η κυρία Αγλαΐα του έσφιξε περίεργα το χέρι και μιλήσαν φιλικά. Φαινόταν σα να ξέχασε τη νομαρχία κι έδειχνε πως είχε κάτι να του πει. Μα δεν το είπε· όταν έφευγε του ψιθύρισε μονάχα:

- Ήθελα να μιλούσατε με τη γιαγιά.

Μα και η γιαγιά προτίμησε και πήγε στην κυρία Κατίγκω· και της είπε την απόφαση που πήρε να δωρίσει στη Μαρίκα το κτήμα που είχε για την Ευανθία.

Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε όταν το άκουσε:

- Αλλά, νονά!

Μα όταν έπειτα λογάριασε πως με το κτήμα αυτό η προίκα της Μαρίκας ανέβαινε ψηλότερα από της Φιφίκας Πρίφτη, είπε σιγαλότερα:

- Για να το πω του Γιάγκου.

Και φώναξε τον κύριο Γιάγκο κι έδωσαν το λόγο τους.

Μα την ώρα που θα έφευγε η γιαγιά, η κυρία Κατίγκω την έκραξε στην άκρη.

- Κοίταξε όμως, νονά, της είπε, όσο είσαι ζωντανή δεν πρέπει να το μάθει η Ευανθία.

- Ναι, απάντησε η γιαγιά.

- Ξέρεις πόσο την αγαπώ· δε θέλω να πικραθεί, πρόσθεσε η κυρία Κατίγκω.

- Ναι, ναι είπε ξανά η γιαγιά, φιλήθηκε με την κυρία Κατίγκω και αγκάλιασε το Στέφανο.

Κι έτρεξε στην κυρία Αγλαΐα και στη Μαρίκα που περίμεναν.

Η κυρία Αγλαΐα φίλησε και κείνη τη Μαρίκα, όταν όμως έγιναν οι αρραβώνες δεν παρουσιάστηκε. Η Μαρίκα βγήκε χλωμή μόνο με τη γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω ήταν νευρική όλη την ώρα. Στην πόρτα φάνηκε ο άσπρος σκούφος του παππού, και όταν βγήκε από τη σάλα η υπηρέτρια με το δίσκο, ο παπαγάλος φώναξε από το κλουβί. Η Μαρίκα χλόμιασε περισσότερο. Και κει που έφευγαν έπειτα, ο Στέφανος την πρόσεξε πως έβηξε ξερά.

Η κυρία Κατίγκω, όταν γύρισαν στο σπίτι, αγκάλιασε και φίλησε το Στέφανο.

- Αφού το θέλησες, με την ευχή μου, του είπε, ωστόσο…

Ο Στέφανος την κοίταξε.

- … καλύτερα να μη γινότανε, ψιθύρισε η κυρία Κατίγκω.

Κι έσκυψαν και οι δυο κι έμειναν σιωπηλοί.

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ



Κ. Χατζόπουλος: Το Φθινόπωρο – Διαβάστε το

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου