Τα ωραιότερα Λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία διαλεγμένα από τον Παν. Βήχο
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
ΤΙΜΩΡΙΑ ΔΙΧΩΣ ΈΓΚΛΗΜΑ
ΤΙΜΩΡΙΑ ΔΙΧΩΣ ΈΓΚΛΗΜΑ
Ένα εκπληκτικό βιβλίο της Ξένης Μητσοβασίλη
Αν κανείς υπέβαλλε σε κρίση το πεζογράφημα της Ξένης Μητσοβασίλη με βάση τους τυπικούς κανόνες της μυθιστορηματικής δομής και αφήγησης, θα έβρισκε αδυναμίες. Η αξία όμως του βιβλίου της πηγάζει από μια όχι τυπική και καθόλου ακαδημαϊκή αρετή: Την γνήσια επαφή της με τον τόπο της, τους ανθρώπους και την ιστορία τους. Η συγγραφέας δεν πασχίζει να απεκδυθεί τη λαϊκή της καταγωγή, στολίζοντας το κείμενό της με λόγια εξεζητημένα επίθετα, όπως συνηθίζεται από πολλούς συγγραφείς. Αντίθετα την υπερασπίζεται και την τιμά με τον καλύτερο τρόπο. Ένας λεκτικός χείμαρος πλημμυρίζει τις σελίδες του βιβλίου αποτελούμενος από μικρά διαμάντια της ντοπιολαλιάς.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ
ΦΩΤΟ: Η Ξένη Μητσοβασίλη με τον Παναγιώτη Βήχο
Το να πάρουν την πένα άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου είναι ένα αίτημα της Αριστεράς που χρονολογείται από τον καιρό του Μεσοπολέμου. Τα πενιχρά τεχνικά μέσα της εποχής δεν εμπόδιζαν τα λογοτεχνικά περιοδικά της Αριστεράς να δίνουν χώρο και βήμα σε νέους εργάτες λογοτέχνες που μ’ όλο το έλλειμμα ακαδημαϊκής μόρφωσης, ανέπτυσσαν ατόφιο και ανόθευτο πολλές φορές το λαϊκό και επαναστατικό πνεύμα. Την παράδοση αυτή συνέχισαν οι μαρτυρίες αγωνιστών της Αντίστασης και του Εμφυλίου, στις οποίες, παρά τις φιλολογικές αδυναμίες, μπορεί να βρει κανείς σπάνια δείγματα γλωσσικού πλούτου αλλά και ανεκτίμητης αξίας στιγμιότυπα.
Η Ξένη Μητσοβασίλη δεν ανήκει βέβαια σε αυτή τη γενιά. Στο τελευταίο της βιβλίο, Τιμωρία δίχως έγκλημα, υπάρχει η αγωνία του σύγχρονου αποξενωμένου ανθρώπου της πόλης που κρατά ακόμα ζωντανή τη μνήμη του γενέθλιου τόπου του, την ερημωμένη πια ύπαιθρο.
Αν κανείς υπέβαλλε σε κρίση το πεζογράφημα της Ξένης Μητσοβασίλη με βάση τους τυπικούς κανόνες της μυθιστορηματικής δομής και αφήγησης, θα έβρισκε αδυναμίες. Η αξία όμως του βιβλίου της πηγάζει από μια όχι τυπική και καθόλου ακαδημαϊκή αρετή: Την γνήσια επαφή της με τον τόπο της, τους ανθρώπους και την ιστορία τους. Η συγγραφέας δεν πασχίζει να απεκδυθεί τη λαϊκή της καταγωγή, στολίζοντας το κείμενό της με λόγια εξεζητημένα επίθετα, όπως συνηθίζεται από πολλούς συγγραφείς. Αντίθετα την υπερασπίζεται και την τιμά με τον καλύτερο τρόπο. Ένας λεκτικός χείμαρος πλημμυρίζει τις σελίδες του βιβλίου αποτελούμενος από μικρά διαμάντια της ντοπιολαλιάς.
Η γνήσια αγάπη της συγγραφέα για το δημοτικό τραγούδι φανερώνεται σε κάθε σελίδα, με τα παρεμβαλλόμενα μοιρολόγια αλλά και με τις εικόνες της φύσης που αποκτά ανθρώπινη υπόσταση, συμμετέχοντας στα πάθη του κόσμου. Την πίκρα και την απογοήτευση της γενιάς της Αντίστασης συναντάμε στο γοητευτικό χαρακτήρα του μπαρμπα – Γιάννη που λέει στοχαστικά «η κατοχή αρχίνση μιτά την απελευθέρωσ’ Κουσταντήμ’…μιτά! Θα ‘ρθουν κι χειρότερα». Το αδιέξοδο στις προσωπικές σχέσεις που φέρνουν οι πίκες και οι κακουχίες, εντοπίζουμε στη δύσκολη σχέση της ηρωίδας Ελένης με τη μητέρα της.
Παρούσα πάντως ως το τέλος είναι και η ελπίδα για την τελική λύτρωση, την απελευθέρωση: «Μέσ’ απ’ τις αιματοκυλισμένες ρεματιές, ξεφυτρώνουν ανθισμένες λεμονιές κι ολοκόκκινα στάχυα, φορτωμένα ψωμί κι ελευθερία».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου