- ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
-
Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα
Γιάννινα στα 1913. Στα 1931 γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της
Αθήνας, αλλά αναγκάστηκε γρήγορα να διακόψει τις σπουδές του και επιδόθηκε από
τότε στη δημοσιογραφία. Πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής.
Μετά την απελευθέρωση δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Φωτιά», 1946, που τιμήθηκε με
το βραβείο Εθνικής Αντίστασης του ΚΚΕ καθώς και διηγήματα. Έγραψε εντυπώσεις
από τον αγώνα του ΔΣΕ στο βιβλίο «Μουργκάνα», 1948. Στα 1952 τύπωσε συλλογή
διηγημάτων με τον τίτλο «Το τέλος της μικρής μας πόλης». Επιμελήθηκε, με τη
Μέλπω Αξιώτη, ανθολογία ελληνικού διηγήματος, που μεταφράστηκε στα γερμανικά
και κυκλοφόρησε το 1960 με τίτλο: «Η Αντιγόνη ζει», στο Βερολίνο. Αρκετό από
το έργο του έχει μεταφραστεί στα ουγγρικά, γερμανικά και ρωσικά. (σ.σ. Το
διήγημα περιέχεται και στη συλλογή Θητεία (1979), με μικρές διαφορές) - Δημήτρης Χατζής
Ο Βασίλης είχε διαρρυθμίσει καταλλήλως το ακρινό, τελευταίο δωμάτιο αυτής της χαμοκέλας. Είχε μερεμετίσει την πόρτα, τα παράθυρα και το πάτωμα, σοβάτισε μέσα τους τοίχους κι έβαλε τενεκέδες στα τζάμια που λείπανε. Ο ίδιος είχε μετατρέψει σε μαγειριό τη μικρή αποθήκη που βρισκότανε δίπλα στο δωμάτιο και κανένας δεν μπορούσε να του τ’ αρνηθεί πως όλα τα είχε καμωμένα με μαστοριά και μεράκι. Έγινε το καλύτερο «διαμέρισμα» της χαμοκέλας.
Η χαμοκέλα έμοιαζε με χορταποθήκη ή και με τσαρδάκι των τσοπαναραίων και μπορεί στ’ αλήθεια να ’τανε κάποτε κάτι τέτοιο. Από το ’να μέρος ήταν ένας τοίχος, ίσαμε ενάμιση μέτρο ψηλός, ξερολιθιά. Στη μέση μια στενόμακρη αυλή. Κι από τ’ άλλο μέρος αραδιαστά αυτά τα έξη δωμάτια – ο Θεός να τα κάνει δωμάτια. Το τελευταίο από τα σπίτια της συνοικίας ήτανε τουλάχιστο εκατό μέτρα μακρύτερα κι ανάμεσα ψηλώναν οι σωροί των σκουπιδιών που τα κάρα της Δημαρχίας περνούσαν και τα μαζεύανε κάθε τρεις μήνες. Η άσφαλτος ήτανε πενήντα μέτρα πιο πέρα, αντίκρυ στην οξώπορτα.
Η μικρή καγκελένια πόρτα στην είσοδο της αυλής τρίζει καθώς την ανοιγοκλείνει διαρκώς ο αέρας. Κάθε φορά που την ανοίγει, ένας ψωραλέος σκύλος γαυγίζει, χωρίς να σαλέψει απ’ τη θέση του. Όταν ξανακλείνει, τρέχει ίσαμε κει, στέκεται λίγο, δίχως να γαυγίζει τώρα, κοιτάζει έξω και ξαναγυρίζει στη θέση του.
Θα μπορούσε κανένας να πει πως ο σκύλος αυτός είχε κάποιες διαφορές με τον αέρα, ανεξιχνίαστες. Με τους ανθρώπους δεν είχε καμιά. Ούτε γαύγιζε κανέναν ούτε κούναγε την ουρά του σε κανέναν. Δεν ανήκε άλλωστε σε κανέναν από τους ενοίκους ειδικά και συγκεκριμένα – ήταν απλούστατα εγκαταστημένος εκεί, όπως ήταν και οι άλλοι. Και γι’ αυτό κι ο Βασίλης το ’χε αποφασίσει, σε πρώτη ευκαιρία που θα περισσεύανε τίποτα ξύλα, να του φκιάσει κι αυτουνού το σπιτάκι του μέσα στην αυλή και να τον αποκαταστήσει κι αυτόν οριστικά.
Ο σκύλος σύμφωνα μ’ αυτά, θα ’πρεπε να ’ναι ο πιο ιδιόρρυθμος και μαζί κι ο πιο φιλοσοφημένος απ’ όλους τους ενοίκους της χαμοκέλας. Οι άλλοι είχανε επίσης κι αυτοί την πικρή φιλοσοφία, τις ιδιορρυθμίες, καθώς και τις κακίες όλες και τις αρετές των απόκληρων. Συχνά μαλώνανε και βριζόντανε για το τίποτα και συχνά βοηθούσανε και δανείζανε με την ίδια ευκολία που θα μπορούσαν να κλέψουν ο ένας τον άλλον.
Όσο για το Βασίλη, αυτός αναγνωριζότανε γενικά σαν πρόσωπο αξιοσέβαστο μέσα στη χαμοκέλα μα και παρακάτω στη γειτονιά, όπου τον ήξεραν όλοι, μ’ όλο που δεν ήταν καθόλου παλιός εκεί πέρα. Είχε ’ρθεί μονάχα ένα χρόνο πιο πριν, όταν πέθανε η γυναίκα του Κώστα. Μπήκε τότε στη χαμοκέλα – πού βρισκότανε πρώτα κανένας δεν ήξερε – πήρε το νοικοκυριό στα χέρια του, έκανε τις επισκευές και τις βελτιώσεις που είπαμε, μαστόρευε, σκούπιζε, μαγείρευε, για τους δυο τους και για τα δυο κουτσούβελα του Κώστα π’ απομείναν ορφανά – τα φρόντιζε, τα ’ντυνε, τα μπάλωνε αυτός, το ’να δέκα χρονών, τ’ άλλο έξη μονάχα. Λέγανε πως ήταν αλλάδερφος του Κώστα ή ξάδερφος, άλλοι λέγαν πως ήταν αδερφός της συχωρεμένης της γυναίκας του που ’τανε και κείνη γλυκιά κι υπομονετική. Και τα λέγαν αυτά γιατί δεν το χώραγε το μυαλό τους να το πιστέψουνε πως ήταν αδερφός στ’ αλήθεια του Κώστα – θηρίο Κώστας, με τ’ όνομα σ’ όλες τις γειτονιές εκεί πέρα.
Αυτός ήταν ολότελα μαραμένος. Από τα χαράματα που ’φευγε ο Κώστας με το καρότσι του, άρχιζε κι αυτός τη δουλειά του μέσα στο σπίτι σαν την καλή τη νοικοκυρά, δίχως να φωνάζει, να τραγουδάει ή να βλαστημάει τη μοίρα του, όπως κάναν οι άλλοι. Άμα τέλειωνε αυτή τη δουλειά έσερνε το σπασμένο ποδάρι του και τραβούσε κατά τη γειτονιά. Τριγυρνούσε τις αυλές και τα σπίτια να κουβεντιάσει λίγο με τις γυναίκες και τους γερόντους, να τους καρφώσει καμιά καρέκλα, να περάσει κανένα τζάμι. Για την πληρωμή του μήτε συμφωνούσε ποτές από πρώτα μήτε τσακωνόταν ύστερα. Μπορούσε να μην είναι λεφτά, ας ήτανε λίγο φαΐ, παλιορούχο για τα παιδιά, τρύπια κατσαρόλα, σπασμένος καθρέφτης – όλα τα μάζευε. Μπορούσε και να μην είναι τίποτα – πάλι δε θύμωνε.
- Δεν πειράζει, τους έλεγε και πήγαινε παρακάτω. Ώσπου να βραδιάσει. Τότε γύριζε πίσω να δώσει στα παιδιά να δειπνήσουν, αυτός δεν έτρωγε ακόμα – περίμενε τον Κώστα να φάνε μαζί. Ύστερα τα ’βαζε να πλαγιάσουν κι αν χρειαζότανε κάτι να τους πει για να κοιμηθούνε τους έλεγε πάλι για τον πόλεμο της Μικρασίας, εκεί που ’χε χάσει το ποδάρι του. Όλα τα αξιομνημόνευτα πράματα είχανε συμβεί μονάχα εκεί πέρα, μπρος και πίσω δεν ήτανε τίποτα στη ζωή τη δική του και σ’ όλον τον κόσμο – η ζωή άρχιζε και σταμάταγε εκεί. Γινότανε καμιά φορά τα παιδιά να ’χουν αποκοιμηθεί κι αυτός τους έλεγε ακόμα για έναν σιτιστή που ’κλεβε κουραμάνες.
Γυρνώντας ο Κώστας του ’δινε τα λεφτά – όσα έβγαζε όλη μέρα με το καρότσι. Αυτός τα ’βανε στην τσέπη δίχως να τα μετρήσει – τα μέτραγε το πρωί. Άμα δε φτάνανε για το νοικοκυριό τους έβανε κι από τα δικά του, τη σύνταξη και τη μαστορική. Άμα περισσεύανε τα ’κρυβε σε μια τρύπα στο μαγειριό. Για την ώρα κένωνε το φαΐ που μαγείρεψε και τρώγαν μαζί.
Ο Κώστας έτρωγε και μιλούσε ασταμάτητα, φώναζε, κάποτε σταματούσε για να παραστήσει πώς γινήκαν τα πράματα – όσα γίνανε μέσα στη μέρα. Αυτός τον άκουγε μονάχα σκυμμένος απάνω στο πιάτο του και κουνούσε καμιά φορά το κεφάλι του. Τον έκοβε μονάχα για να του πει να μη φωνάζει τόσο πολύ και ξυπνήσουνε τα παιδιά.
- Ποιος ο λόγος να φωνάζεις κι εδώ; Εγώ είμαι κουτσός, δεν είμαι κουφός.
Ο Κώστας ήθελε να ξαναπεί τα περιστατικά της ημέρας να τα παραστήσει, πως της τα ’ψαλε μιας χοντρής, πώς τσακώθηκε μ’ έναν πολισμάνο. Τα ’λεγε και ξανά ’ναβε και φώναζε σαν τους είχε μπροστά του.
- Σιγά, Κωνσταντή… Φωνάζεις, όλο φωνάζεις. Σαν να ’σουνα πλούσιος.
- Και τι δηλαδή παναπεί; Οι φτωχοί δε φωνάζουνε, δεν έχουνε στόμα;
Ο Βασίλης κουνούσε βαρυσήμαντα το σοφό του κεφάλι. Κατά τη γνώμη του, όχι δεν έχουνε. Σώπαινε λίγο, ύστερα τον κοιτούσε στα μάτια και ξαφνικά τον ρωτούσε.
- Ξέρεις ρε, τι θα πει φτωχός;
Ο Κώστας γελούσε.
- Φτωχός είπες; Κάτι μας είπες κι εσύ… Και βέβαια – να κάθεσαι εδώ μέσα να πούμε, να τραβάς το καρότσι, να μην έχεις παπούτσια, τέτοια πράματα ίσον φτωχός.
Ο Βασίλης πάλι κούναγε το κεφάλι του, πικραμένα τώρα.
- Λάθος, Κωνσταντή, μεγάλο λάθος αυτό, να μην το ξέρεις ακόμα τι θα πει φτωχός. Άφηνε το φαΐ του και του ξηγούσε ακόμα μια φορά. Να στο πω, λοιπόν, εγώ και δώσε βάση… Έχεις καρότσι; Έχεις. Και να ’χει ο άλλος καλύτερο, το ζηλεύεις; Και βέβαια ζηλεύεις; Για το καρότσι δεν είσαι φτωχός. Είσαι ξιπόλητος; Τέτοιοι είναι όλοι εδώ πέρα. Και να σου φανερωθεί την αύριον ο γιος της Γαρουφαλιάς με μια καινούργια αρβυλιά, θα ζηλέψεις τότε;
- Και τι μ’ αυτό;
- Τώρα δώσε βάση. Κάθεσαι να πούμε στο στέκι σου και περιμένεις αγώι και φουμέρνεις ένα τσιγαράκι. Τότε σταματάει μπροστά σου ένα αυτοκίνητο ίσαμε τρένο, να πούμε, κι έχει μέσα μια κυρά σαν την κούκλα κι ένα σκυλί σαν λιοντάρι. Να ’σαι τότες υπάλληλος στην Τράπεζα, αξιωματικός, κοιτάζεις, θαμάζεις, καίγεται η καρδιά σου – ζηλεύεις; Εσένα, ρε Κώστα με το καροτσάκι, σε νοιάζει; Όχι. Το ζηλεύεις εσύ; Ποτές. Το οποίον – φτωχός.
Ο Κώστας χασμουριότανε όταν έφτανε η κουβέντα σ’ αυτές τις φιλοσοφίες του Βασίλη. Άνοιγε το στόμα του, έβγαζε ένα μουγκρητό και τέντωνε τις ξιπόλητες ποδάρες του κάτω απ’ το τραπέζι. Τότες ο Βασίλης σταματούσε τη διδαχή, σηκωνότανε και του ’φκιανε κι αυτουνού το γιατάκι του. Αυτός πριν πέσει στεκότανε και κοίταζε μια στιγμή τα παιδιά του – πάντα κοιμισμένα τα ’βρισκε.
- Πολύ καλά και τα δυο, τον βεβαίωνε υπεύθυνα ο Βασίλης. Ήσυχα παιδιά – στεκότανε και τα κοιτούσε κι αυτός. Γονάτιζε στο πάτωμα τραβώντας με τα χέρια του πίσω το σπασμένο του ποδάρι και τα σκέπαζε. Όσο να τελειώσει μ’ αυτή τη δουλειά, Κώστας είχε κιόλας αποκοιμηθεί και ροχάλιζε ξεφυσώντας απερίγραπτα. Τότες έσβηνε ο Βασίλης τη λάμπα και ξαπλωνότανε κι αυτός στο γιατάκι του στην άλλη γωνιά. Έκλεινε τα μάτια του κι άκουγε τις ανάσες των παιδιών και το μούγκρισμα του Κώστα στο σκοτάδι.
Λέγανε πως δεν είχε ύπνο. Και στ’ αλήθεια, ώρες νύχτα ακόμα, σηκωνότανε σιγά σιγά, να μην τους ξυπνήσει, έβγαινε στην άσφαλτο που ’ταν αφημένο το καρότσι. Ξεκλείδωνε την κλειδαριά της αλυσίδας που του περνούσαν στη ρόδα και πριν αρχίσει στεκότανε και το κοιτούσε. Με το σπασμένο του ποδάρι δε θα μπορούσε ποτές να το πάρει μια μέρα κι αυτός. Ήταν ένας κόσμος μακρινός, χαμένος για πάντα γι’ αυτόν. Του λάδωνε τις ρόδες, κοίταζε τις βίδες που κρατούσαν τον άξονα, το καθάριζε, άλλες φορές έφερνε τη βούρτσα και το σφουγγάριζε ακέραιο. Ύστερα στεκότανε και το ξανακοίταζε κάθε νύχτα. Ξανακλείδωνε προσεχτικά την κλειδαριά της αλυσίδας και κάθε νύχτα κατάφερνε να ’χουνε περάσει δυο τρεις ώρες μ’ αυτή τη δουλειά. Το σκυλί δίχως να το φωνάξει πήγαινε πάντα μαζί του, τότες μόνο έβγαινε από την αυλή του. Σαν ίσκιος, μήτε γαύγισμα, μήτε πήδημα, μήτε κούνημα της ουράς. Ξαπλωνότανε δίπλα του και τον περίμενε να τελειώσει και γυρνούσε μαζί του για να ξαναξαπλωθεί στην αυλή.
Αυτός γύριζε στο δωμάτιο και κοιτούσε μέσα στο σκοτάδι τον Κώστα που κοιμόταν ανάσκελα με μια τούφα μαύρα μαλλιά πάνω στο μέτωπο. Τέτοιαν ώρα ήθελε ν’ απλώσει το χέρι του και να του χαϊδέψει το κεφάλι. Τον ξανακοίταζε ακόμα μια φορά κι έφευγε γρήγορα. Άναβε τη λάμπα στο μαγειριό του, μαστόρευε, καθάριζε ή μαγείρευε, μέτραγε τα κρυμμένα λεφτά, ώσπου να φέξει και να τους ακούσει να ξυπνήσουν. Τους έδινε και τρώγαν. Ύστερα έβγαινε στην πόρτα να τους ιδεί να φεύγουνε, ο Κώστας πρώτα με το καρότσι, ύστερα τα παιδιά για το σκολειό, πιασμένα απ’ το χέρι.
Το οποίον – φτωχός…
Όλον τον πρώτο καιρό με τους Γερμανούς πολύ λίγο τον ένοιαζε το Βασίλη γι’ αυτά που γινόντανε και γι’ αυτά που λεγόντανε πως γινόντανε. Ήταν ευχαριστημένος που ο πόλεμος στην Αλβανία τέλειωσε γρήγορα κι ο Κώστας, πηγαίνοντας απ’ τους τελευταίους είχε γυρίσει γερός. Είναι αλήθεια πως όλα τώρα γίνανε και δύσκολα στενάχωρα, κόσμος πέθαινε από την πείνα στην Αθήνα, στη γειτονιά και μέσα στην ίδια τη χαμοκέλα. Μα λιγάκι το καρότσι που δε σταμάτησε, λίγο κι η μαστοριά που πάντα χρειάζεται, λίγο και τα συσσίτια, βάλε και τη σύνταξη που δεν κόπηκε, οι τέσσερίς τους αυτοί τα βγάζανε πέρα, δίχως να ’χουνε φτάσει ποτέ στο αμήν. Μήτε θα φτάνανε πια, ο Βασίλης δε φοβότανε καθόλου γι’ αυτό. Συνεπώς δεν τον ένοιαζε και για τ’ άλλα.
Ο Κώστας γυρνούσε το βράδυ και φώναζε πλιότερο τώρα, άσ’ τον αυτόν να φωνάζει. Καμιά φορά μονάχα σαν τα παράλεγε, τον κοιτούσε στα μάτια και κούναγε το κεφάλι του πικραμένα.
- Και τι μας νοιάζει εμάς, Κωνσταντή μου; Ούτε να μας δώσουν εμάς ούτε να πάρουν μπορούνε.
- Ρε, μας ψοφήσαν της πείνας. Και σκοτώνουνε, Βασίλη… Κάθε μέρα σκοτώνουνε.
- Εδώ σκοτώνουνε, Κωνσταντή… Εδώ σ’ εμάς δεν έρχεται τίποτα… Μήτε πόλεμος.
- Ρε, δε σου λέω για πόλεμο, για τους Γερμανούς σου λέω.
- Και τι σου φταίνε κι οι Γερμανοί και φωνάζεις; Πόλεμος είν’ αδερφέ μου. Το ίδιο γινότανε και στη Μικρασία. Ένας λοχαγός…
- Σταμάτα, Βασίλη, με τους λοχαγούς και τη Μικρασία σου. Τίποτα δεν καταλαβαίνεις εσύ τι σου γίνεται. Ρε, πατρίδα σου λέει ο άλλος.
- Πατρίδα, Κωνσταντή, έχουν οι νοικοκυραίοι, οι υπάλληλοι στην Τράπεζα, οι αξιωματικοί κι οι εμπόροι. Οι πολύ πλούσιοι έχουν πατρίδα; Όχι, δεν έχουν. Το λοιπόν, κι οι πολύ φτωχοί δεν έχουνε, εμείς δεν έχουμε.
- Μπούρδες. Εδώ ρε, αντίσταση ως το τέλος, σου λέει ο άλλος. Καταλαβαίνεις εσύ; Και γιατί σου το λέει;… Και γιατί, σε παρακαλώ πολεμούνε σαν τα λιοντάρια;
- Ούτε λιοντάρια ούτε ζαρκάδια. Πολεμάνε γιατί γίνεται πόλεμος. Άμα τελειώσει θα πάνε στα σπίτια τους όπως πήγαμε τότες κι εμείς. Μόνο μη φωνάζεις τώρα και μας ακούσει κανένας. Και θα τελειώσει, μη φοβάσαι και μη σε νοιάζει τίποτα.
Αυτόν στ’ αλήθεια δεν τον ένοιαζε τίποτα. Μετρούσε πάλι τα λεφτά τους, μαγείρευε και μαστόρευε μέσα στη χαμοκέλα, λίγο δυσκολότερα, λίγο λιγότερο, λίγο χειρότερα, μα σαν πρώτα. Σαν να μην άλλαξε τίποτα. Ο τελευταίος πόλεμος στον κόσμο είχε γίνει στη Μικρασία.
Ώσπου κάποτε – δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς – τα ’μαθε κι αυτός για τον Κώστα. Ρώτησε, ξαναρώτησε, τα ’μαθε καταλεπτώς όλα, ήταν αλήθεια και τα ’ξεραν όλοι. Αλήθεια κατακάθαρη και κατάμαυρη. Ο πόλεμος ξαναγύριζε από τα βουνά και τα ποτάμια της Μικρασίας με μια ματωμένη χλαίνη. Κι ερχότανε γραμμή στη χαμοκέλα, στο τελευταίο δωμάτιο που το συγύρισε αυτός. Και δεν ήταν μια ιστορία παλιά που τη λένε το βράδυ για να κοιμηθούν τα παιδιά. Ήταν μια καταραμένη εγκαιροφλεγής που δεν ξέρεις πότε θα σκάσει πάνω απ’ το κεφάλι σου, χίλια κομμάτια λυσσασμένο σίδερο.
- Ρε Κωνσταντή, τι ’ν’ αυτά, ρε Κωνσταντή;
Άρχισε και τον πιλάτευε κάθε βράδυ, τον γκρίνιαζε, τον συμβούλευε.
- Θα το φας το κεφάλι σου, ρε Κωνσταντή. Και τι θα γίνουνε και τ’ ανήλικα;
Αυτός γελούσε και τον κορόιδευε.
- Τώρα… Δεν προφταίνουν, άκου που σ’ το λέω, δεν προφταίνουν άλλο…
- Μωρέ τι μου λες δεν προφταίνουνε… Να σε πιάσουνε μια φορά, το πρωί στην Καισαριανή – τέλος ο Κωνσταντής… κι ας μη προφταίνουν αυτοί…
Ο Κώστας έκανε τότες πως θύμωνε.
- Να με πιάσουνε; Και γιατί σε παρακαλώ; «Μπίτε» που λέει κι ο λόγος. Και τι να κάνω να με πιάσουνε;
- Εμένα μου λες το τι κάνεις; Θα ’θελα μόνο να ξέρω τι καταλαβαίνεις μ’ αυτή τη σαχλαμάρα.
- Ρε Βάσο… Δεν είσαι με τα καλά σου που θα με πιάσουνε. Που τραγουδάω δηλαδής; Αυτό δεν είναι «φερμπότεν».
- Τραγουδάς, ρε Κωσταντή; Αφού σε ξέρει όλος ο κόσμος.
Δίκιο είχε ο φουκαράς ο Βασίλης. Τον ήξερε όλος ο κόσμος σ’ όλη τη γειτονιά κι ακόμα πιο κάτω. Ήτανε πια ο καιρός που οι Γερμανοί είχαν αγριέψει πολύ στην Αθήνα. Πριν από το χάραμα μπλόκαραν από τη νύχτα τις γειτονιές, πότε τη μια πότε την άλλη. Ξυπνούσαν οι ανθρώποι και δεν το ξέραν αν ήταν κλεισμένοι μέσα στο δίχτυ του θανάτου. Πίσω απ’ τις αμπαρωμένες πόρτες και τα σκοτεινά παραθυρόφυλλα, τέτοιαν ώρα, στις τέσσερις, στις τέσσερις και μισή, στις πέντε παρά πέντε, όσο που ν’ αρχίσει η κυκλοφορία, τρέμαν οι καρδιές τους μέσα στα σπίτια. Κανένας δεν το ’ξερε αν είχαν έρθει τη νύχτα στη δική τους τη γειτονιά και τα ’χανε κιόλας στημένα τα πολυβόλα τους στις γωνιές, αν βρισκότανε κιόλας απ’ όξω απ’ την πόρτα του. Στυλώνανε τ’ αφτί τους ν’ ακούσουν πατήματα ανθρώπων στο δρόμο κι ακούγανε τα πατήματα του θανάτου μέσα στην άκρα ησυχία. Και κανένας δεν άνοιγε το παράθυρο, δεν έβγαινε σε μπαλκόνι να κοιτάξει στο δρόμο. Αν ήταν τοι απόξω – ήταν ο θάνατος.
Τέτοιαν ώρα, την ίδια ώρα κάθε μέρα, την ίδια στιγμή π’ άρχιζε η κυκλοφορία, έβγαινε κι ο Κώστας με το καρότσι του. Οι σιδερένιες ρόδες βροντοκοπούσαν πάνω στην άσφαλτο, καθώς κατέβαινε τον κατήφορο, η φωνάρα του αντιλαλούσε σ’ όλη τη γειτονιά:
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ,
στη Γλυφάδα ξενυχτάει...
Το τραγούδι δεν είχε κανένα νόημα. Μα η φωνάρα γίνηκε σιγά σιγά ένα μήνυμα για όλους, ένα σύνθημα για τους μεγάλους και τους μικρούς, τα παλικάρια και τους φοβισμένους. Οι καρδιές τους γαλήνευαν όλες, δεν τους είχε γελάσει ποτές με το μήνυμά του: Οι Γερμανοί δεν ήταν σήμερα στη δική τους τη γειτονιά, ο θάνατος δεν είναι πίσω απ’ την πόρτα. Τα παράθυρα ανοίγαν στο πέρασμά του, οι ανθρώποι ξεμύτιζαν ξεθαρρεμένοι να καλωσορίσουν τη μέρα που την έφερνε αυτός με το καρότσι, με τη Βαρβάρα, με τη φωνάρα του κι όλο κατέβαινε από δρόμο σε δρόμο να τους φέρει το μήνυμά του, ξυπόλητος, απροσμάχητος.
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ…
- Γεια σου, Κώστα…
- Γεια σας, γεια σας.
- Όχι, πες μου, μωρέ Κωνσταντή, τι καταλαβαίνεις μ’ αυτό που κάνεις;… Γιατί το κάνεις… Αυτό να μου πεις.
Πέντε, πέντε και πέντε, πέντε και δέκα και τέταρτο… δεν ακούστηκε ο Κώστας, το ’ξεραν όλοι πως οι Γερμανοί πρέπει να βρισκόνταν εκεί, στη γειτονιά τη δική τους, παραπάνω, παρακάτω ίσως, και δεν τον άφησαν να περάσει.
- Γυναίκα, άκουσες τίποτα;
Κουνούσε το κεφάλι της κι έτρεμε – όχι, δεν ακούστηκε σήμερα. Προφταίναν ωστόσο να ετοιμάσουνε τις ταυτότητες, να κάψουν, αν είχαν χαρτιά, να κρύψουν ή να φευγατίσουνε κάποιον.
- Πες το μου μια φορά, μωρέ Κωνσταντή, τι καταλαβαίνεις;
- Φχαριστιέμαι, Βάσο μου, πώς να σου το πω; Στην αρχή δεν ήξερα κι εγώ, δεν το ’κανα επί σκοπού. Και δεν το ’χα πάρει κάβο πως με περίμεναν... Άμα το κατάλαβα ύστερα μ’ άρεσε. Μ’ άρεσε, καταλαβαίνεις;... Καμιά φορά συλλογιέμαι – σαχλαμάρες δηλαδή – να ’χα μια φωνή και ν’ ακούεται ως την Καισαριανή κι ως κάτου στο Βοτανικό... Τώρα;… Πόσο τόπο προφταίνω; Δυο τρεις γειτονιές…
- Και τι μ’ αυτό; Πάλι δε θα πήγαιναν; Πάλι δεν πάνε; Μπορείς εσύ να τους σταματήσεις;
- Σταμάτημα, ρε δεν είναι κι αυτό; Να ξέρουν ο κόσμος πως δε θα τους τη σκάσουν στα ύπουλα;... Πως εγώ δηλαδή θα περάσω και θα τους το φωνάξω; Κα να φυλάγονται άμα δε μ’ ακούσουν;... Και λέω, ρε Βάσο, να την είχα μια τέτοια φωνή και να το ’ξεραν όλοι μέσα στην Αθήνα πως είμαι εγώ που τους το φωνάζω... Και να ’τανε, λέει, κι η συχωρεμένη από μια μεριά και να μ’ άκουγε κι αυτή μια φορά...
Ο Βασίλης έσκυβε το κεφάλι του και δεν ήξερε τι να πει μ’ αυτό το κακό που τους βρήκε αναπάντεχα. Φοβότανε πια. Όλη μέρα ζούσε με την αγωνία του Κώστα, από τις πέντε το πρωί ως τις έντεκα τη νύχτα που σταματούσε η κυκλοφορία, να τον ιδεί μια μέρα ακόμα να γυρίζει γερός. Και ξανάρχιζε την γκρίνια.
- Έχει και προδότες, ρε Κωσταντή. Σ’ έμαθαν τώρα, όλοι σε ξέρουν και θα σε καρφώσουνε μια μέρα. Και θα σε σκοτώσουνε, μωρέ, έτσι για ένα τίποτα.
- Πόσους μπορούν να σκοτώσουν ακόμα – μπορούν όλους να μας σκοτώσουν;
- Εσένα μια φορά το μπορούνε.
- Μη με γρουσουζεύεις, σου λέω.
Όλη μέρα καθότανε, συλλογιόταν, σκαρφιζότανε καινούργια επιχειρήματα και του τα ’λεγε το βράδυ, όπως τα ’χε ετοιμασμένα.
- Ξέρεις τι λέω;... Βγάζει φτερά το μυρμήγκι; Ψόφησε το μυρμήγκι. Γι’ αυτό φοβάμαι και τρέμω τώρα για σένα... Μεγαλοπιάνεσαι.
- Τρίχες... Κόφ’ το…
- Τρίχες;...
Σηκώθηκε τη νύχτα και του χάλασε το καρότσι.
Μέρες το στριφογύρισε μέσα στο νου του. Μέτρησε και ξαναμέτρησε τα λεφτά τους πόσο καιρό θα τους φτάνανε. Λογάριασε και τη δική του τη σύνταξη. Λογάριασε πως αν χρειαζότανε πάρα πολύ μπορεί ν’ αρχίσει τη μαύρη στη γειτονιά που τον ήξεραν όλοι. Τα λογάριασε όλα, θα τα βγάζανε πέρα – αυτό μονάχα, το καταραμένο, να ’φευγε απ’ τη μέση. Λέγανε κιόλας πως ο πόλεμος κόντευε να τελειώσει… Στην αρχή σκέφτηκε να βγει τη νύχτα να του βάλει φωτιά και να το κάψει, να τελειώσουνε μια και καλή. Δεν ήταν καλά... Θα μαλώνανε, θα χωρίζανε, τα παιδιά θα πεινούσανε, μια καταστροφή… Καλύτερα με την πονηριά και τη φρονιμάδα, να του χάλαγε κρυφά κάτι μικρότερο, να του χάλαγε κάθε μέρα, κάθε τόσο, από κάτι, να του ξεβίδωνε κάτι. Όσο να το φκιάξουνε το πρωί, πέρασε η ώρα, ξεφύγανε το κακό, άρχισε η κυκλοφορία άσ’ τον ύστερα να γκαρίζει όσο θέλει με τη Βαρβάρα του.
Από τον καιρό που ’χαν έρθει οι Γερμανοί δεν ξαναβγήκε τη νύχτα να λαδώσει τις ρόδες και να σφίξει τα μπουλόνια. Βγήκε τώρα, περασμένα μεσάνυχτα, κι έτρεμε ολόβολος. Δεν ήτανε καθόλου για τους Γερμανούς που μπορούσαν να τον σκοτώσουνε μονάχα που θα τον βλέπαν στο δρόμο. Μήτε για τον Κώστα, που μπορούσε να τον πνίξει με τα χέρια του, φοβότανε τώρα. Θυμήθηκε. Μια φορά στη Μικρασία τον είχανε βάλει σ’ απόσπασμα να σκοτώσουνε τρεις λιποτάχτες που πιάσανε. Άλλο είναι να ρίχνεις στο σωρό στους Τούρκους, που σου ρίχνουν κι αυτοί, κι άλλο πράμα να τον έχεις μπροστά σου τον άνθρωπο, με τα χέρια δεμένα, από δέκα βημάτων, γιατί ήτανε λέει, λιποτάχτης και σένα δε σου ’φταιξε τίποτα και σε κοιτάει, με τα τελευταία του δάκρυα στα μάτια. Έτσι έτρεμε και τότες, όπως τώρα μπροστά σ’ αυτό το καρότσι ένας κόσμος μακρινός, χαμένος για πάντα γι’ αυτό κι έπρεπε τώρα να το χαλάσει.
Στάθηκε και κοίταξε το καρότσι μέσα στη γαλάζια αθηναίικη νύχτα. Γονάτισε δίπλα του, τραβώντας πίσω, με τα χέρια του το σπασμένο ποδάρι του. Πάλι δεν άπλωσε το χέρι του να τ’ αγγίξει. Στάθηκε και κοίταξε γύρω του. Το σκυλί ’τανε δίπλα του, στεκόταν ορθό, πρώτη φορά δεν είχε ξαπλώσει και τον κοιτούσε. Ντράπηκε γι’ αυτό που ’θελε να κάνει κι αμέσως ξαναντράπηκε που δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Γρήγορα ξεκλείδωσε την κλειδαριά της αλυσίδας και την άφησε πάνω στο δρόμο. Έβγαλε την καβίλια που κρατούσε τη ρόδα, την έπιασε με τα δυο του τα χέρια και την τράβηξε έξω. Η ρόδα έπεσε βαριά πάνω στα χέρια του. Πάσκισε να την κρατήσει, στηρίζοντας μαζί και το καρότσι με τον ώμο του. Δεν μπόρεσε να τα κρατήσει και τα δυο. Τραβήχτηκε δίπλα, με τη ρόδα στην αγκαλιά, το καρότσι μπατάρησε και βρόντησε κάτου.
Περίμενε λίγο, έτσι πεσμένος με τη ρόδα στην αγκαλιά του κι ύστερα την άφησε, ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Εκείνη την ώρα παρακάλεσε μυστικά να ’ταν οι Γερμανοί παρακάτω, να τον είχαν ακούσει να τέλειωναν όλα. Δεν ήταν κανένας – τίποτα δεν ήταν. Ο σκύλος μονάχα, ξαπλωμένος τώρα και τον κοιτούσε. Ξαναγονάτισε δίπλα στο μπαταρισμένο καρότσι. Έβαλε την καβίλια στην τσέπη κι άρχισε και ξεβίδωνε τη μια από τις βίδες που κρατούσαν τον άξονα. Την έβαλε κι αυτή μαζί με το μπουλόνι της στην τσέπη. Απ’ την άλλη τσέπη έβγαλε τη βίδα που την είχε ετοιμάσει μαστορικά με τη λίμα, μόλις που κράταγε το μπουλόνι της. Τη δοκίμασε – δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ και το λιμάρισμα που της έκανε δε φαινόταν καθόλου. Κοίταξε το έργο του κι ευχαριστήθηκε – μια χαρά ξεχωριστή απ’ όλα τ’ άλλα, μόνο και μόνο γιατί ’ταν καλά καμωμένο. Μια δυο μέρες μπορεί να κρατήσει έτσι λιμαρισμένη. Ύστερα θα σπάσει, θα πέσει την ώρα που θα ξεκινάει, θα χρειαστεί να τη φκιάξουνε το πρωί – κέρδος, το λοιπόν, κύριε Κωνσταντή, άλλη μια μέρα. Ύστερα του αλλάζει την άλλη...
Η βίδα δεν ήτανε μεγάλη δουλειά να την ξαναπεράσει. Τώρα έπρεπε πια ν’ ανασηκώσει το καρότσι και να του περάσει πάλι τη ρόδα. Κόντευε να φέξει, όταν τέλειωσε μ’ αυτή τη δουλειά και ήτανε πνιγμένος στον ιδρώτα. Έβγαλε τότες από την τσέπη την καβίλια που την είχε λιμάρει κι αυτή έτσι που μια τρίχα μονάχα στη μέση την κράταγε. Την κοίταξε μια φορά, την πέρασε τέλος κι αυτή. Αυτή για σήμερα θα ’κανε τη δουλειά της... Ξανάβαλε και την αλυσίδα στη ρόδα, πέρασε την κλειδαριά και την κλείδωσε. Όλα ήταν έτοιμα. Αναστέναξε βαθιά και σκούπισε τον ίδρω απ’ τα μάτια του. Γύρισε και κοίταξε το σκυλί.
- Πάμε, του ’πε, πρώτη φορά.
Και πρώτη φορά κούνησε τότε την ουρά του κι ο σκύλος.
Γύρισαν μέσα. Ο σκύλος ξαναξαπλώθηκε στην αυλή. Ο Βασίλης μπήκε στο μαγειριό και περίμενε την αυγή.
Τα πράγματα γίνηκαν όπως τα περίμενε. Το καρότσι τράβηξε λίγα μέτρα κι η καβίλια κόπηκε στα δυο, η δεξιά του ρόδα πετάχτηκε πέρα – μπατάρησε. Ο Κώστας έβαλε τις φωνές. Ο Βασίλης βγήκε στην πόρτα, είδε τι γίνηκε, κούτσα κούτσα έτρεξε κοντά του.
- Τι έγινε;
Στην πόρτα φανερωθήκανε και τα παιδιά και τρέξανε και κείνα κοντά. Ο Βασίλης έσκυψε και κοίταξε τον άξονα. Ήταν ψύχραιμος.
- Δεν έχει ζημιά, είπε. Έσπασε η καβίλια. Στάσου να φέρω ένα μεγάλο καρφί για σήμερα και το βράδυ του περνάω καινούργια καβίλια.
Ο Κώστας τον κοίταζε και τα μάτια του καίγανε, λάμπανε σαν του τρελού. Ξαφνικά ημέρεψαν όμως, γλυκαθήκανε, σαν να λυπήθηκαν, σαν να δακρύσανε κιόλας.
- Γιατί μου το χάλασες, ρε Βάσο;
Δεν είπε όχι, δεν είπε τίποτα. Να ’χε αγριέψει, να τον φοβέριζε και να τον βάραγε κιόλας, ήταν έτοιμος να του πει πως δεν ήξερε τίποτα. Έτσι που το ’πε λυπημένα τον βάρεσε στην καρδιά. Σήκωσε κι αυτός τα μάτια του και τον κοίταξε, δεν ήξερε τι να πει, φοβήθηκε μη δακρύσει, και τα κατέβασε πάλι.
Όλα γίνανε πολύ γρήγορα. Ο Κώστας σαν να συνέφερε ξαφνικά, γύρισε και κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος. Ξανακοίταξε, σαν να ζήταγε κάτι. Και ξαφνικά τους παράτησε κει και βάλθηκε να τρέχει κατά το δρόμο. Μόλις έφτασε στη γωνιά π’ αρχίζαν τα σπίτια, κοντοστάθηκε μια στιγμή, κοίταξε πάλι τριγύρω, έβαλε τα χέρια στις τζέπες του πανταλονιού του, σήκωσε τις πλάτες κι η φωνάρα του ξανακούστηκε σαν κάθε μέρα, την ίδια ώρα:
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ...
Ήταν πέντε και πέντε. Ο Βασίλης στεκόταν ακόμα στη μέση του δρόμου κι άκουγε τη φωνή του που μάκρυνε, ώσπου χάθηκε ολότελα. Τότε γύρισε και κοίταξε πάλι το καρότσι. Τα παιδιά στεκόνταν ακόμα εκεί. Τα πήρε απ’ το χέρι και μπήκανε μέσα.
- Εσύ το χάλασες, θείο – είπε το μικρό.
Δεν αποκρίθηκε.
- Ο θείος, θα το φκιάξει, μωρέ, είπε το μεγάλο.
Τους έδωσε να φάνε και τα ξεπροβόδισε για το σχολειό τους. Τα είδε από την οξώπορτα που σταθήκαν μπροστά στο καρότσι κι ο μεγάλος έδειχνε στο μικρό. Ύστερα φύγανε πιασμένα απ’ το χέρι. Τότε βγήκε κι αυτός, πήγε κι έκατσε δίπλα στο καρότσι, στην άκρη του δρόμου. Κόμπος κόμπος, πικρός και δυσκολεμένος στην αρχή, ύστερα μαλακό, ασταμάτητο, ζεστό, καθώς τρέχει το αίμα, τον πήρε εκεί πέρα το κλάμα. Για το ποδάρι το χαμένο στη Μικρασία, για τη φτώχεια, τους Γερμανούς, για τον Κώστα, για τα παιδιά, για το καρότσι το χαλασμένο – για όλα. Έκλαψε και ξαλάφρωσε. Σηκώθηκε τότες, ξαναμπήκε μέσα, πήρε τα σύνεργά του κι έκατσε, κι ξανάφκιασε το καρότσι, τις καβίλιες, τις βίδες – το λάδωσε, το καθάρισε στην εντέλεια. Το μεσημέρι που γύρισαν τα παιδιά το ’χε τελειώσει. Τους έδωσε να φάνε και κάθισε πάλι στην πόρτα και καρτερούσε. Το βράδυ ξαναμπήκε μέσα, έβαλε τα παιδιά να δειπνήσουν, τα ’βαλε να πλαγιάσουν και ξαναβγήκε στην πόρτα – έκατσε και καρτερούσε.
... Έντεκα – σταμάτησε η κυκλοφορία. Έντεκα και δύο – ψυχή στο δρόμο, σκοτάδι, φωνή πουθενά. Έντεκα και πέντε… Και δέκα, μισή… Δώδεκα. Μία. Δύο. Τρεις – μισοχαράζει. Τέσσερις – έφεξε, δεν ήρθε. Όλη τη νύχτα την πέρασε εκεί περιμένοντάς τον. Έστηνε τ’ αφτί του, σάμπως να ’τανε να τον ακούσει - δεν ήτανε τίποτα. Έδιωχνε απ’ το νου του την κακή φαντασιά πως τον είχανε πιάσει – ξαναγυρνούσε. Όλη τη νύχτα.
Σηκώθηκε πια και μπήκε μέσα. Κοίταξε τα παιδιά που κοιμόνταν ακόμα στο στρώμα τους. Πήρε και τους έβαλε στο τραπέζι ψωμί και λίγη σταφίδα. Ξαναστάθηκε ν’ ακούσει – τίποτα. Δεν ήταν ακόμα πέντε, όταν άνοιξε την οξώπορτα και βγήκε. Ο σκύλος έκανε να πάει πίσωθέ του – τον κλώτσησε. Ξανάκλεισε την οξώπορτα – βγήκε στην άσφαλτο. Στάθηκε δίπλα στο καρότσι. Τα χερούλια του σηκωνόντανε προς τα πάνω σαν δυο χέρια ανοιγμένα. Ένας άνθρωπος ακούστηκε να περνάει στον παρακάτω δρόμο. Στάθηκε κι άκουσε τα βήματα. Πέντε η ώρα. Ξανά ησυχία. Ξανακοίταξε το καρότσι. Και πρώτη φορά το σκέφτηκε τώρα έτσι καθαρά• αν τον είχανε πιάσει δεν θα το ’ξερε πως αυτός του το ξανάφκιασε το καρότσι του. Και θα ’τανε διπλά πικραμένος. Και να τον σκοτώνανε θα πήγαινε πικραμένος… Ένα κύμα φαρμάκι ξεχείλισε μέσα του και τον έπνιξε:
- Κωσταντή... Κωσταντή μου… Σε πιάσανε χτες ή θύμωσες και δεν ήρθες;
Έπιασε τα χερούλια να του το πάει στα στέκια του, να του το πάει μονάχος του το φκιασμένο καρότσι. Οι ρόδες τρίζανε, σαν να σπάζανε. Το ’σπρωξε μ’ όλη τη δύναμή του – βροντούσαν πάνω στην άσφαλτο. Πέντε και πέντε η ώρα – όπως εχτές... Ξεκίνησε. Τα χερούλια ζωντανεύανε σαν χέρια μέσα στις παλάμες του. Το σπασμένο ποδάρι αντρειευότανε περνώντας την πόρτα ενός κόσμου μακρινού και χαμένου για πάντα. Οι ρόδες τρίζανε, βροντούσαν απάνω στην άσφαλτο σαν ένας θρίαμβος. Και σαν έφτασε στη γωνιά π’ αρχίζαν τα σπίτια, μοναχή της, αυτόνομη, αυτοδύναμη, παντοδύναμη ανέβηκε από μέσα του, ξέσπασε, γιόμωσε πάλι το δρόμο – η ίδια φωνή:
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ
στη Γλυφάδα ξενυχτάει...
- Γεια σου Βασίλη.
- Γεια σας… Γεια σας… Αργήσαμε σήμερα λίγο…
Το διήγημα περιέχεται και στη συλλογή Θητεία (1979), με μικρές διαφορές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου