Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Γιάννης Βλαχογιάννης: Για την αγάπη


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ





FREE photo hosting by Fih.gr
Ο πατέρας του ονομαζόταν Οδυσσέας Βλάχος
και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Ναύπακτο.
Το 1886 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα
Φιλολογίας, σχολή όμως που δεν θα τελειώσει, καθώς αναγκαζόταν να δουλεύει για
να ζει, ως δάσκαλος σε ιδιωτικά μαθήματα και διορθωτής στην «Εφημερίς», του
Δημήτριου Κορομηλά αρχικά, και αργότερα συντάκτης στην «Εστία». Δημοσιεύει τα
πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα με το φιλολογικό ψευδώνυμο "Γιάννης Επαχτίτης".
Τα κείμενα του ήταν στην δημοτική, αλλά δεν συντάσσεται με τους υπόλοιπους
δημοτικιστές και δεν συμμετείχε στις γλωσσικές διαμάχες της περιόδου. Με την
οικονομική βοήθεια διαφόρων τρίτων, και κυρίως του Αντωνίου Μπενάκη, κατόρθωσε
να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο εγγράφων της Επαναστατικής περιόδου. Οι
έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτά, ανακαλύπτει και τα
προσωπικά αρχεία του Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη. Το 1907 εκδίδει τα περίφημα


«Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη»
, με δική του επιμέλεια στο
μοναδικό χειρόγραφο του ήρωα της Επανάστασης. Το 1908 εκδίδει το περιοδικό
«Προπύλαια». Το 1914 εισηγείται στον Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων
του Κράτους, που θα ιδρυθούν χάρη στις δικές του προτροπές καθώς και του
Σπυρίδωνα Λάμπρου. Ο Βενιζέλος θα τον διορίσει διευθυντή στη νεοσυσταθείσα
υπηρεσία, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1937. Αργότερα, δώρισε στα Γενικά
Αρχεία την πολύτιμη συλλογή του. Υπήρξε στενός φίλος του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, τον οποίο και βοήθησε. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο
Γιάννης Βλαχογιάννης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση
των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την
οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε,
διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο
πνευματικό Μαραθώνα. Την περίοδο της κατοχής συνδέθηκε με τον 'Αγγελο
Παπακώστα, με τον οποίο θα γίνει στενός συνεργάτης στις έρευνές του και θα
συμβάλει και στην έκδοση των αρχείων του Κολοκοτρώνη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ


Η Κυρα-Πανώρια, η χήρα του μακαρίτη του Σπύρου Θιοφίλη, κάθονταν μαζί με την κόρη της, την όμορφη Μέλπω, στην Απάνου γειτονιά, στη μέση του στενού δρόμου, που κουλουριάζεται στον ανήφορο, λιθοχτισμένος από τον τούρκικο καιρό. Εκεί είχαν, ανάμεσα σε δύο αρχοντόσπιτα, το μικρό κάτασπρο σπιτάκι, το μόνο που τους άφησε, μαζί μ’ ένα παλιάμπελο, ο γερο-Σπύρος, αφού πάλεψε όλη τη ζωή του. Κι ήταν αυτά, το σπίτι και τ’ αμπέλι, το μόνο αντιστύλι και καταφύγιο στα δυο αδύνατα κορμιά, που είχαν μείνει έρημα στον κόσμο, χωρίς φως και χωρίς ίσκιο. Κι ήταν, το ταπεινό σπιτάκι και τ’ αμπέλι το φτωχικό, η μόνη ελπίδα κι η προίκα η λιγοστή της Μέλπως, της παινεμένης. Καλά είναι τα πλούτη, τ’ άσπρα τα πολλά, τα σπίτια και τ’ αμπέλια, για όσους τα ’χουν. Είναι ποθητά σε μάνα, όποια έχει κόρη μονάκριβη κι αγαπημένη και φλέγεται να της εύρει γαμπρόν άξιο για την τύχη και τη ζωή, που σ’ όνειρο χρυσό της πλάθει η ψυχή της. Πώς ήθελε κι η κυρα-Πανώρια, η άξια χήρα, να ’χει φλουριά πολλές χιλιάδες, να ’χει χτήματα πολλά, να ’χει τα προικιά στοίβους μέσα στο σπίτι, για να τα δώσει όλα στη Μέλπω της, τη γλυκιά παρηγοριά της και περηφάνια!

Δεν ήταν όμως κι αυτό το πράγμα άξιο να φέρει σ’ απελπισιά την κυρα-Πανώρια. Και ποια μάνα, θα πεις, χάνει ποτέ την ελπίδα για την καλή τύχη του παιδιού της; Πολλές φορές εκεί που χτένιζε τη Μέλπω και της άπλωνε στις πλάτες τα μαλλιά, τα κατάμαυρα, που γυάλιζαν με κάτι βαθιές αναλαμπές σαν τα γεράνια φτερά της πάπιας, της έλεγε η κυρα-Πανώρια μ’ αγάπη•

- Έγνοια σ’, καλή μ’, κι ο θεός δε θα σ’ αφήσει έτσι. Εσύ να είσαι καλά, κι η μοίρα σ’ θα ’ρθει μοναχή της να σ’ εύρει.

Ναι, μανούλα, έλεγε κι η Μέλπω η πονηρή, που έμπαινε στα λόγια της μάνας της• έχει ο θεός και για μένα. Μοναχά εσύ να είσαι καλά, μανούλα.

Η κυρα-Πανώρια έριχνε την ελπίδα της στο θεό, δε σταύρωνε όμως κι αυτή τα χέρια να περιμένει ό,τι της πέσει από τον ουρανό. Ήταν φτωχή, κι αυτό δεν είναι ντροπή, παρά είν’ ανάγκη, κι η ανάγκη δεν είναι ντροπή. Ήταν χήρα· ο θεός αφού θέλησε και πήρε τον άντρα της, θα την είχε σ’ οργή, αν την έβλεπε να πέφτει κι αυτή του θανάτου, πριν της έρθει η ώρα. Είχε και της Μέλπως την τρυφερή και μεγάλη έγνοια, κι ήταν αυτή πια και μάνα της και πατέρας της, κι έπρεπε για πολλά να σκεφτεί και να φροντίσει.

Έπειτα, κοντά σ’ αυτά, δεν είχε γεννηθεί τέτοια η κυρα-Πανώρια, η τετραπέρατη, δεν ήταν σαν τις πλιότερες γυναίκες του κόσμου, να μην μπορεί να κρατήσει νοικοκυριό μοναχή της, αφού έλαβε την κακοτυχιά να χάσει το στήριγμα του αντρός της. Ήταν γυναίκα έξυπνη, άξια μ’ ό,τι να καταπιαστεί, πρόθυμη όλα να τα κάμει, γελαστή, καλόβολη να τρέξει εδώ κι εκεί, να πάει σε χαρά, να βρεθεί σε λύπη, να μην ειπεί όχι σε κάθε κάλεσμα, σε κάθε ανάγκη που της είχαν.

Συχνά λοιπόν έβλεπες την κυρα-Πανώρια, τη χήρα, να γυρίζει τα στενά ψηλή, μαυροφόρα, στέρεη κι όχι πολύ νια, μα όχι και γριά ακόμα, και να χαιρετάει σε κάθε παράθυρο και πόρτα. Δεν ήταν άνθρωπος σ’ όλη την πόλη, που να μη γνωρίζει την κυρα-Πανώρια. Όταν φαίνονταν όμως καμιά φορά μαζί με τη Μέλπω, και διάβαιναν οι δυο το μεσανό δρόμο, τον πιο πλατύ, για να παν στο σπίτι ενώ γύριζαν το βράδυ από τ’ αμπέλι, τότε έλαμπε ο δρόμος, αναστέναζαν τα μαγαζιά, βόγκαε ο τόπος όλος.

- Περνάει η χήρα με την κόρη της!

Περνούσε η κυρα-Πανώρια βλέποντας εδώ κι εκεί, όπως πάντα, και χαιρετώντας, περνούσε κι η όμορφη Μέλπω κοιτάζοντας χαμηλά, λίγο πιο μπρος από τα βήματά της, κοιτάζοντας μ’ εκείνα τα μάτια τα μεγάλα κι ισκιερά, που νόμιζες, καθώς ήταν κατεβασμένα, πως κρυφοθωρούσαν με συλλογισμό στα πλάγια. Περνούσε μ’ εκείνο το ψηλόλιγνο κορμί, σκυμμένο λίγο, με τον αλαφρό ρυθμό στο βάδισμά της, με τη σκεφτική ντροπή στο πρόσωπο, το μελαχρινό και λυπημένο, και με τα κοράκινα μαλλιά, τις παχιές πλεξίδες, μακριές ως κάτου από τη μέση, που φάνταζαν σα δεντρογαλιές, σαν πελατίκια, που ήθελαν, έλεγες, να πνίξουν παλικάρια, που ζητούσαν, θαρρούσες, κόσμον όλο να χαλάσουν!

Έφτανε να τις ιδείς μαζί, τη μια στο πλευρό της άλλης, για να καταλάβεις αμέσως ότι δεν έμοιαζαν σε τίποτα, μάνα και θυγατέρα, μεταξύ τους. Δεν έμοιαζαν στα γνωρίσματα του κορμιού· η μια ήταν, η μάνα, χοντρή, βαριά, με σείσιμο ζωηρό, παλικαρίσιο, με περπάτημα αντρικό, με πλάτες ανοιχτές, μ’ ώμους γιομάτους, με στήθια και με μάγουλα φουσκωτά. Η άλλη, η κόρη, ήταν λυγερή, ανάλαφρη σα να ’χε φτερά, με κίνημα σιγαλό και δειλιασμένο, με κούφιο βήμα, που έλεγες δεν άγγιζε το χώμα· με κορμί αδύνατο, με πρόσωπο αχαμνό, με δέρμα χλωμό και χνουδωτό σα ροδάκινο από τη μεριά που δεν το βλέπει ο ήλιος. Δεν έμοιαζαν και στην καρδιά συνατές τους οι δυο γυναίκες. Η πρώτη ήταν ανέγνοιαστη, αλλά και παραδομένη σε ξένες έγνοιες, ελεύτερη, πολύλογη και πολλές φορές γλωσσού, επιδέξια ν’ ανάβει έχτρες, να δένει φιλιές, να ξεγυμνώνει ντροπές και πομπές να σκεπάζει. Ενώ η άλλη, η Μέλπω η μαυρομάτα και μελαχρινή, ήταν η ανάποδη θωριά της μάνας της• κρυφή, λιγόλογη, μαζωμένη, γιομάτη ντροπή, συλλογή κι υποκρισιά. Μ’ ένα λόγο η μια έμοιαζε ρέμα, που χύνεται αφρισμένο από τη βροχή για να ξεθυμάνει σε λίγο, κι η άλλη ποτάμι βαθύ και σιγαλό, που δεν ξέρεις μέσα του τι κρύβει και τι κατεβάζει.

Ας είχαν όμως, μάνα και θυγατέρα, αυτές τις διαφορές, κι ας ήταν οι δυο ανόμοιαστες πλασμένες· αυτό δεν έσβηνε την αγάπη τους, ούτε μπορούσε τη σύμφωνη κι αρμονική ζωή τους να ταράξει. Μάλιστα έκανε πιο ταιριαστή τη συντροφιά τους, κι έδενε σφιχτότερα της μάνας την καρδιά, που ξεχείλιζε από λόγια κι από χάδια, με την καρδιά της κόρης, που δείχνονταν μόνο στα μάτια κρυφή σα φοβισμένη.

Μέλπω, έλεγε η κυρα-Πανώρια και κολλούσαν τα χείλη της. Όπου κι αν ήταν, όποτε κι αν τύχαινε, δεν έπαυε να προφέρνει με περηφάνια τ’ όνομα της Μέλπως. Η Μελπομένη μ’ έκαμε τούτο, η Μελπομένη μ’ έκαμε κείνο, έλεγε. Η Μελπομένη μ’ είπε αυτό. Η Μελπομένη μ’ ράβει, κεντάει, υφαίνει στον αργαλειό. Η Μελπομένη μ’ στήνει τα προικιά της. Η Μέλπω μ’, ζωή να ’χει, όλα τα ξέρει! Όταν πάλι άκουε να την ’παινούν, άνοιγε η καρδιά της κυρα-Πανώριας. Και ποιος τολμούσε, θα πεις, να την ψέξει, τη Μέλπω, και να πει κακό γι’ αυτή, που αν το μάθαινε η χήρα, δε θα ’βρισκε τόπο να κρυφτεί από την κοφτερή της γλώσσα;

- Η δική μ’ η κόρη! έκανε, άμα στέκονταν σε καμιά ξένη πόρτα κι άνοιγε κουβέντα η κυρα-Πανώρια. Κανένας δεν είν’ άξιος να πει κακό, γιατί γυρίζει και πέφτει στο κεφάλι τ’!... Εγώ που γελάω όσα θωρώ αλλού, δε θέλω να τα ’βρω στο σπίτι μ’. Κάλλιο έχω να τη θάψω ζωντανή!... Ξέρω γω την αναθροφή που της έδωκα… Η δική μ’ η κόρη είν’ αθέρας, και δεν την πιάνουν όσα κι αν της λαλήσει ο φτόνος!

Αφού γύριζε στο σπίτι, έλεγε με την ίδια ορμή στη Μέλπω·

- Τήρα καλά, κακομοίρα, γιατί φίδια που σ’ έφαγαν! Βλέπεις πώς αγωνίζομαι για σένα, θέλω και συ να μη δώσεις αιτία ν’ ακούσω λόγο…

- Μα γιατί μ’ τα λες αυτά, μανούλα; σου ’φταιξα τίποτα και κάνεις έτσι;

Και σήκωνε τα μάτια με παράπονο, έτοιμη να κλάψει η Μέλπω.

Τότε την αγκάλιαζε η μάνα της μ’ αγάπη, τη φιλούσε στα μάτια και στα φρύδια και της έλεγε·

- Όχι, καλή μ’ εγώ δεν έχω με σένα τίποτα… Ας λέω ’γω. Μη με συνερίζεσαι γιατί θυμώνω καμιά φορά.

Κι άρχιζε πάλι τις καυχησιές και την κακολογιά του κόσμου.

Μ’ όλες όμως αυτές τις συμβουλές, μ’ όλες τις παράλογες φοβέρες και τους εύκολους θυμούς της, η κυρα-Πανώρια είχε τόση αγάπη στη Μέλπω και τόση περήφανη και μεγάλη γνώμη γι’ αυτή, που δε θα πίστευε ποτέ κακό, κι αν το ’βλεπε η ίδια με τα μάτια της.

Το σωστό ήταν, αυτό που γνώριζε κι όλος ο κόσμος, πως η Μέλπω δεν είχε δώσει ως τότε την παραμικρή αφορμή ν’ ακουστεί σε τίποτα τ’ όνομά της. Κάθε γειτόνισσα κι αν ήθελε να πει κακό, κι αν γύρευε ψεγάδια να βρει, δεν μπορούσε παρά να μαρτυρήσει της Μέλπως τη φρονιμάδα.

Όλη τη μέρα της η Μέλπω περνούσε κλεισμένη στο σπίτι, πιασμένη με δουλειά πάντα. Δρόμους και γειτονιές δεν ήξερε χωρίς τη συντροφιά της μάνας της. Μιλήματα σιγανά και χτυπητά γέλια με τις άλλες γειτονοπούλες δεν έβανε στο νου της. Γλυκόλογα και κρυφές ματιές με τα παλικάρια ουδέ στ’ όνειρό της. Άντρας περαστικός ή νιος συχνός διαβάτης δεν την είχε ιδεί ποτέ να προβαίνει στο παράθυρο. Μπορεί να περνούσε από το δρόμο της καμιά παρέα, μπορεί ν’ ακούονταν σιμά στη χαμηλή πόρτα της κανένα γλήγορο βιαστικό τραγούδι· γλήγορο και βιαστικό, γιατί η κυρα-Πανώρια δε χωράτευε. Μπορεί να φτερούγιαζε ως τ’ αυτιά της Μέλπως κανένας φλογισμένος στεναγμός, που έχυνε όποια καρδιά πονούσε για τα δικά της ή γι’ άλλα γλυκά μάτια. Η Μέλπω ποτέ δεν είχε δείξει αν ένιωθε πως κλαίει κανείς γι’ αυτή, πως χάνονται πολλοί για τη δική της αγάπη.

Τελευταία κάποιοι λόγοι άρχισαν να τρέχουν από στόμα σε στόμα, πρώτα να φέρνουν το γύρο της γειτονιάς κι ύστερα ν’ απλώνονται ως τις τέσσερις άκρες της χώρας. Ήταν όμως λόγοι για έπαινο της Μέλπως κι όχι για κακό ειπωμένοι. Λόγοι για συμπεθεριές και λόγοι για γάμους. Λόγοι που έδειχναν, πως η κυρα-Πανώρια προξένευε την κόρη της, τη μοσκοθρεμμένη, αλλά βασανισμένη από την ορφάνια. Κι είχ’ έρθει η ώρα της όμορφης Μέλπως, αυτό το ’λεγε κι όλος ο κόσμος. Η Μέλπω ήταν σαν τριαντάφυλλο τρυφερό, που πρωτάνοιγε τα δροσερά φύλλα του στο φως και στη θέρμη του ήλιου. Τρεις, τέσσερις προξενιές ακούστηκαν η μια κοντά στην άλλη, προξενιές για τη Μέλπω κι από γαμπρούς καλούς κι άξιους της Μέλπως. Η κυρα-Πανώρια όμως (αυτό φάνηκε παράξενο) έδιωξε και τις τρεις με περηφάνια. Κι όταν μαθεύτηκε στη γειτονιά κι έλαβαν την τόλμη να τη ρωτήσουν, η κυρα-Πανώρια είπε·

- Δεν την έχω ακόμα για δόσιμο την κόρη μ’.

Αυτός ο λόγος όμως δεν έφτασε να χορτάσει την αχόρταστη επιθυμιά του κόσμου. Οι γειτόνισσες, και μάλιστα όσες είχαν κόρες της παντρειάς, το ’καμαν ζήτημα χωρίς τέλος στις κουβέντες τους.

- Ακούς εκεί, έλεγαν, να διώξει τέτοια προξενιά, που κι άλλες νύφες με τετράψηλα τα προικιά και με χιλιάδες μετρημένες στο χέρι, θα την είχαν καύχημα και τιμή τους; Και τι; Είναι καλύτερο το σπίτι του Θιοφίλη από του Χολέβα, που δεν καταδέχτηκε η κυρα-Πανώρια να του δώσει την κόρη της; Κι ο γιος του Λαγαρού δεν ήταν καλός τάχα για τη Μέλπω; Κι ο Νίκος ο Μαλάμος δεν της άρεσε; Και τι ’ναι αυτή τάχα, δε μ’ λες; Η κυρα-Πανώρια! Κι η θυγατέρα της ένα γυμνό κορμί, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα!

- Πάρα πολύ μεγάλη όφρυδα σήκωσε, έλεγε άλλη, και δε μ’ αρέσ’ ολότελα. Δεν κοίταζε η κακομοίρα να σκεπάσει τ’ ορφανό, τώρα που ηύρε, παρά γυρεύει μεγαλεία. Αντί να δοξάσει το θεό, πο’ ‘στειλε στην πόρτα της τέτοια τύχη, αυτή ακόμα περσότερο το παίρνει απάνου της και καμαρώνει.

- Ναι, αλλά όποιος κοιτάζει ψηλά, γλήγορα χαμηλώνει· αυτός που το είπε, κάτι ήξερε.

- Δεν είν’ απ’ αυτό, πο’ ’στειλε πίσω και τις τρεις προξενιές η κυρα-Πανώρια· είπε άλλη, η Κατέρω, η μισότριβη κι ανύπαντρη ακόμα, με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και τη μεγάλη γλώσσα (ήταν αυτή από την Πέρα γειτονιά, κι έτυχε διαβατική να λάβει μέρος στη λογοκοπιά τους). Δε φταίει, που λέτε, η κυρα-Πανώρια· φταίει η Μέλπω. Αυτή δε θέλησε να πάρει κανένα, γιατί αγαπάει κάποιον…

- Ποιον;

- Αγαπάει το Γιώργα το Σκοτίδα.

- Αγαπάει το Γιώργα το Σκοτίδα! Η Μέλπω αγαπάει το Γιώργα το Σκοτίδα!

Έπεσε αυτός ο λόγος ξαφνικός ανάμεσα στις γλωσσοκοπάνες. Όχι πως δεν ήταν άξιος, μαθέ, ο Γιώργας να πάρει τη Μέλπω (τι μας ήταν στα τελευταία κι αυτή η Μέλπω;). Ίσα ίσα, ήταν άξιος και παράξιος για τη χάρη της. Καλό παιδί. Περήφανο κι όμορφο παλικάρι. Καρδιά ασημένια. Φτωχός, θα πεις; Χωρίς έργο ταχτικό; Ναι, αλλά είχε γερά τα χέρια και πάντα έβρισκε δουλειά. Πότε πήγαινε με τα καΐκια, πότε άνοιγε ταβέρνα και πουλούσε κρασί, κι είχε τρόπο να βγάνει το ψωμί του και να διατηράει το σπίτι του. Ακόμα, είχε δεν είχε δουλειά, τον έβλεπες πάντα γελαστόν, ανοιχτόκαρδον, με το τραγούδι αχώριστο σύντροφό του. Στο τραγούδι μάλιστα δεν του παράβγαινε άλλος. Λοιπόν δεν ήταν τ’ όνομα του Γιώργα που έκαμε τις καλές γυναίκες να ξεφωνίσουν. Τους φάνηκε ντροπή αυτές να μην ξέρουν ως τώρα τίποτα για τέτοι’ αγάπη, και να ’ρθει άλλη από την Πέρα γειτονιά ν’ ανοίξει τα κοιμισμένα μάτια τους, που δεν έβλεπαν ό,τι γίνονταν εμπρός τους. Κι αν δεν είχαν κανένα σημάδι για να κρίνουν αν ήταν αληθινά τα λόγια της Κατέρως, όμως δεν άργησαν χωρίς πολύ κόπο να τα πιστέψουν.

Αυτές τις μέρες, ένα πρωί, σηκώθηκε η κυρα-Πανώρια και ’τοιμάστηκε να πάει στ’ αμπέλι. Πριν κινήσει όμως, κάθισε κοντά στη γωνιά, στο στρώμα, έβαλε και τη Μέλπω εμπρός της να καθίσει και της έλυσε τις δυο πλεξίδες να τη χτενίσει, πριν φύγει. Χύθηκαν κύματα της Μέλπως τα μαλλιά και σκέπασαν τους ώμους και το πρόσωπό της. Η κυρα-Πανώρια έμεινε λίγη ώρα βλέποντας ακίνητη, θαμπωμένη από τέτοια πανέμορφη γλυκιά εικόνα, κι άξαφνα έσκυψε και φίλησε τη Μέλπω στο μάγουλο, ανάμεσα στ’ απλωτά μαλλιά της. Ύστερα έπιασε το χτένι κι άρχισε αργά κι απαλά να τη χτενίζει. Και κάθε κίνημα του χτενιού συνόδευαν σα νανούρισμα τα μητρικά λόγια της κυρα-Πανώριας, γιομάτα χάδια και καμάρι. Ανέβαινε και κατέβαινε το χτένι από την κορφή ως κάτου, και κάποτ’ έκανε να φαντάζουν χρυσόκλωνα γαϊτάνια τα μαλλιά της Μέλπως, κάποτε σύρματ’ αργυρά, κάποτε φίδια κουλουριαστά ή απολυμένα. Η Μέλπω με μάγουλα κόκκινα, σκεπασμέν’ από των μαλλιών την πυκνή σκέπη, με μάτι’ ανήσυχα κι αστραφτερά μέσ’ απ’ αυτό το χαριτωμένο δίχτυ, ακροάζονταν προσεχτικά της μάνας της τα λόγια, κι ας μην έδειχνε, μένοντας ακίνητη με τις πλάτες σ’ αυτή γυρισμένες. Κάτι είχε καταλάβει η Μέλπω λίγες μέρες τώρα κι άρχιζε να την τρώει κρυφός φόβος. Τρανό κακό πρόσμενε να της έρθει.

Αφού την αποχτένισε και της έπλεξε σε δυο σφιχτές πλεξίδες τ’ ανυπόταχτα μαλλιά και τη φίλησε τελευταία για πληρωμή του κόπου της, η κυρα-Πανώρια τύλιξ’ ένα κομμάτι μαύρο ψωμί στη μαύρη ποδιά της, πήρε ένα μικρό γυναίκειο κλαδευτήρι κι έφυγε για τ’ αμπέλι. Αλλά τα λόγια της τ’ αμφίβολα και σκεφτικά, η όψη της που πρόδινε το νου σκοτισμένον μ’ έγνοιες πιο σοβαρές από του αμπελιού την έγνοια, όλα της κυρα-Πανώριας τα φερσίματα την έκαναν να φαίνεται πως για κάποιον άλλο δύσκολο και μυστικό σκοπό ξεκινούσε.

Σαν έμεινε η Μέλπω μοναχή και σφάλισε από μέσα την πόρτα, στάθηκε μια στιγμή ορθή, με τα μάτια στυλωμένα ενάντια και τολμηρά στη φωτιά, τη φτωχή κι άψυχη πρωινή φωτιά, που έφεγγε θαμπή στης γωνιάς την άκρη. Κάποια συλλογή και κάποια τόλμη έδειχναν εκείνα τα γλυκά μεγάλα μάτια. Θαρρούσες η παράξενη φλόγα τους κι η ταραχή πως αναρωτούσαν και ’ξέταζαν την άλλη φλόγα, την ταπεινή και νυσταγμένη. Πήγε κοντά ύστερα, πάντα σκεφτική, γονάτισε απάνου στης γωνιάς τον ανυψωμένο γύρο κι άρχισε ν’ ανασκαλεύει, ψάχνοντας μέσα στη στάχτη, σα να ζητούσ’ εκεί να ’βρει ό,τι έκρυβε στο νου της. Όξω ήταν ημέρα γλυκιά και καλοκαιρινή, κι η Μέλπω συμμάζευε ακόμα τη φωτιά, κι έβανε ξύλα, και φυσούσε μ’ αναμμένα μάγουλα, και φυσούσε άσκοπα να τη δυναμώσει. Κι αφού την ξάναψε και την έκαμε να λαμπαδιάσει, έμεινε κοντά της πολλή ώρα λησμονημένη γονατιστή, βλέποντας τ’ αλαφρά φτερουγιάσματα της φλόγας.

Το μεσημέρι σαν έφαγε πρόχειρα, στο γόνα πάνου, λίγο ψωμί μ’ ελιές (γιατί ποτέ δεν ήθελε να στρώσει τραπέζι άμα έλειπε η μάνα της), πήρε η Μέλπω το πλέξιμό της μέσα στο μικρό κανίστρι και βγήκε στην αυλή. Έβλεπε αυτή κατά τον πίσω δόμο, το στενόν κι έρημο, που περνούσε ανάμεσα σε μαντρωμένα περιβόλια από λεμονιές και πορτοκαλιές. Εκεί εύρισκε λίγη άνεση κι αναπνοή η Μέλπω από τη στενοχώρια και τη μοναξιά του σπιτιού. Εκεί στην αυλίτσα με τ’ άνθη τα λιγοστά, όσα χωρούσε, και με την άσαρκη στραβόλαιμη κορομηλιά, κι εκεί από κάτου στην κορομηλιά καθισμένη, περνούσε η Μέλπω τις θερμές προσήλιες ώρες του χειμώνα κάτου από τα γυμνά κι αδύνατα κλωνάρια της, και τις δροσερές δειλινίσες ώρες του καλοκαιριού στον ίσκιο της τον αλαφρόν και αριοπλεγμένο.

Έβαλε το καλαθάκι κοντά στην κορομηλιά. Το χαμηλό ξύλινο σκαμνί την περίμενε, όπως πάντα, στου δέντρου τη ρίζα. Εκεί συνήθιζε να κάθεται, έχοντας τον κορμό του δέντρου κατά τον ήλιο, κι έπλεκε ακίνητη με τα γόνατα σμιχτά, τυλιγμένο το πρόσωπο σα γριά μ’ ένα βαθύ μαντίλι, ακουμπισμένη στο δέντρο, άλαλη κι ατραγούδητη πάντα.

Γύρω της βασίλευε ατάραχη γαλήνη. Σπάνιο ήταν ν’ ακουστεί κανένα βροντερό βήμα στο μικρόν έρημο δρόμο. Ήταν όμως κάποιο βήμα που το ’νιωθε από μακριά η Μέλπω, βήμα γλήγορο κι αλαφρό, σα λαγού που διάβαινε από την κρυφή πορειά του. Αυτό αντηχούσε ποθητό στην καρδιά της Μέλπως, με χτύπους γοργούς και δυνατούς, σιγαλό και προφυλαγμένο. Όταν από πέτρα σε πέτρα πλησίαζε ή έφευγε κατά την άλλη πλευρά του δρόμου, ήταν άτυχος γνώριμος κι αγαπημένος, που έφερνε αντάμα του, ή έπαιρνε μαζί με την καρδιά της Μέλπως το νιο που αυτή αγαπούσε.

Εκεί, στην αυλή, φύτρωσε κι αναστήθη, μακριά και χωριστά από ξένο μάτι, της Μέλπως η αγάπη. Κι από το δρόμο τον έρημον και μικρό λάβαινε τη δροσιά της, ως να μεγαλώσει και να ξεπεταχτεί δεντρί ψηλόκορμο και βαθιά ριζωμένο. Από το δρόμο τον έρημον και μικρόν καρτερούσε τη μόνη αγνή θροφή της, τις φωτεινές ματιές, τα γοργά διανέματα, τα φτερωτά λόγια, τα χαμόγελα και τα φιλιά τα πεταχτά στον αέρα. Κι αν από κάτου στη σκέπη του σκοταδιού άνοιξε ποτέ της αυλής η παλιά πόρτα, που έτριζε στου λιωμένους αρμούς της, αυτό ποιος μπορεί να το μαρτυρήσει; Ξέρει η αγάπη τέχνες να μαλακώνει του σιδέρου το θυμό, να νικάει το ψήλωμα του τοίχου, ν’ αποκοιμίζει τη φυλακή του σκύλου. Ας μολογήσει η μικρή αυλή όσα είχε ακούσει ή όσα είδε, ας ειπεί ο δρόμος ο ήσυχος όσα είχε ακροαστεί, ας μουρμουρίσουν οι λεμονιές, που προβάλλουν από τους τοίχους τις πλούσιες και βαριές κορφές τους, όσα είχαν εκείθε αγναντέψει· ας φανερώσει κι η γριά κορομηλιά όσα μυστικά, αγνώριμα κι αμολόγητα, έκρυψε από κάτου στα μισόξερα κλαδιά της.

Είχε αρκετήν ώρα η Μέλπω που γύριζε ανήσυχη στην αυλή, φεύγοντας εδώ κι εκεί σαν πεταλούδα. Εύρισκε κάποια αφορμή πάντα, για να μην καθίσει, όπως έκανε άλλες φορές, στην συνηθισμένη θέση της. Δεν είχε πια γνώμη για πλεξίματα και για ετοιμασίες των φτωχικών προικιών της. Έτσι βρέθηκε κοντά στην αυλόπορτα τη στιγμή που ακούστηκε να σιμώνει ο ανυπόμονος άγγελος, το βήμα του καλού της. Σε λίγο στάθηκε μπρος στην πόρτα· ήταν ο Γιώργας. Η αδύνατη σανίδα χώριζε τις δυο διψασμένες αγκαλιές, που ποθούσαν η μια την άλλη, κι οι χαραμάδες άφηναν να περνάει η ανήσυχη φλόγα των ματιών τους. Η φωνή τους έφτανε βραχνιασμένη και τρεμουλιαστή.

- Μέλπω, κάτι άκουσα να λέει ο κόσμος… Αλήθεια, ήρθαν προξενιές;

- Τώρα το μαθαίνω από σένα… Κάτι είχα καταλάβει από τα λόγια της μάνας… Γιώργα…

- … δική μου, Μέλπω;

- Δική σου.

- Για πάντα, στη ζωή και στο θάνατο;

- Ναι.

Αυτό το ναι το είπε σταθερά με φωνή βγαλμένη από τα βάθη η Μέλπω. Έπειτα, τίποτ’ άλλο. Δυο αχτίνες των ματιών αστραφτερές περασμένες από το χάραμα της πόρτας, κι ο Γιώργας ακολούθησε το δρόμο του κατά ’πάνου με το ίδιο αλαφρό, κλεμμένο βάδισμα. Ακούονταν αυτό σιγά να φεύγει πέρα, κι έσβησε στη στροφή του δρόμου. Τότε κάθισε κι η Μέλπω στη δουλειά της. Όμως ο νους της έτρεχε αλλού. Έκαμε πως ήθελε να πλέξει, έπειτα σηκώθηκε, πάντα με τα φρύδια σμιχτά, δείχνοντας το νου συλλογισμένον, και μπήκε στο σπίτι.

Ενώ η Μέλπω έτρεχε σ’ ανήσυχων λογισμών πέλαγο, που δυο ενάντιοι άνεμοι, ο φόβος κι η αγάπη το φυσούσαν, η κυρα-Πανώρια ακολουθούσε να παίζει το κρυφτό πολλές ακόμα μέρες και να βασανίζει την κόρη της με τα δίμορφα νοητικά της λόγια ή με την άλυτη σιωπή της, που χειρότερα τρόμαζε την καημένη Μέλπω. Τι έκρυβε τάχα με τόση επιμονή, τι μυστικές δουλειές ετοίμαζε η μάνα της, που άμα έβγαιναν στο φως, σ’ αυτή θα ξεσπούσαν; Όταν κάθε πρωί, ταχτικά, τη βοηθούσε η Μέλπω να ετοιμαστεί για τ’ αμπέλι (εκείνο το παλιάμπελο, που δεν άξιζε δα και τόσες σκοτούρες), πολέμαε να σμίξει τη ματιά της, που στρέφονταν εδώ κι εκεί και μόνο απάνου σ’ αυτή δε σταματούσε. Γύρευε απελπισμένη να βρει μια μικρή σπίθα, που να τη φωτίσει. Και λάχτιζε η δόλια της καρδιά, σαν άξαφνα έπιανε τη μάνα της παράξενα να την κρυφοκοιτάζει.

Ένα πρωί έκαμε καρδιά η Μέλπω και τη ρώτησε:

- Δε βαρέθηκες πλια, μανούλα, μ’ αυτό τ’ αμπέλι; Κάθε μέρα, χειμώνα καιρό, τι ζητάς εκεί πέρα; Δεν το μουτζώνεις κι αυτό και την προκοπή του;

- Μην το καταριέσαι, καλή μ’ γιατί αυτό μοναχό σ’ άφηκε ο πατέρας σ’ ο μακαρίτης. Έχεις τίποτ’ άλλα χτήματα, μαθέ, που το καταφρονάς έτσι;

- Μα γιατί δε με παίρνεις και μένα, κάλλιο, μαζί σ’ μανούλα, όπως άλλα χρόνια έκανες;

- Δεν είσαι συ για τ’ αμπέλι… Να κάθεσαι να κοιτάς το σπίτι και τη δουλειά σ’… Έγνοια σ’, ξέρω γω τι λέω… Δε σ’ έχω για τ’ αμπέλι… Τώρα όμως έχεις τέτοια όρεξη, πονηρή. Σαν αποχτήσεις και συ αμπέλια και χωράφια, και γίνεις κυρά μεγάλη, τότε δε θα καταδέχεσαι ούτε να πηγαίνεις να τα βλέπεις.

Πώς την έτρωγαν τη Μέλπω αυτά τ’ αποσκεπασμένα λόγια! Φλέγονταν να ’ρθει η μέρα που θ’ άνοιγε το στόμα η μάνα της και θα τη γλίτωνε απ’ αυτή την τυραννία. Αλλά και παρακαλούσε θερμά να μη σώσει ποτέ αυτή η σκοτεινιασμένη μέρα.

Μια φορά, στις πολλές όσες της δόθηκαν αφορμές, κάποι’ αχτίνα έσκισε την καταχνιά του νου της. Δεν ήταν πολύς καιρός (η Μέλπω στοχάζονταν πως αυτό το πράμα βασούσε αφόντας άρχισαν τα κρυφόλογα της μάνας της), δεν ήταν παρά δυο βδομάδες από τότε που ο κυρ-Λεωνίδας ο Λιανός, ο γείτονας, είχε πυκνώσει τους δρόμους του από την πόρτα κοντά της Μέλπως. Το σπίτι του ήταν λίγο πιο πάνου από το δικό της, κι έπρεπε αληθινά να περάσει από κει. Όμως κοντά στο συχνοπέρασμα, το βήμα του το βροντερό, ο ξερόβηχας που κάποιο νόημα είχε, το καλησπέρισμα με τρανή φωνή σ’ όποιο διαβάτη απαντούσε απ’ όξω στην πόρτα της (με φωνή και με τρόπο που δηλούσαν· εσένα χαιρετάω), αυτά όλα δεν ήταν της τύχης. Έπειτα, όταν συχνά ετοιμάζονταν για τα χτήματά του, ο κυρ-Λεωνίδας σέλωνε τ’ άλογο και φορούσε ο ίδιος τα γιορτινά, σα να πήγαινε σε πανηγύρι. Και στο γυρισμό του δεν κατέβαινε, όπως άλλον καιρό, πριν αρχίσει ο ανήφορος, αλλά χτυπούσε τ’ άλογο να σκαρφαλώσει τρέχοντας το λιθοστρωμένο δρόμο. Δεν ήταν αυτά σημάδια, τάχα, πως ο κυρ Λεωνίδας ο Λιανός είχε αλλάξει παράξενα την καθημερινή ζωή του;

Η κυρα-Πανώρια λοιπόν είχε κινήσει εκείνο το πρωί για τ’ αμπέλι κι η Μέλπω ήταν μοναχή στο σπίτι. Άξαφνα χτύπησε η πόρτα, κι ως να σηκωθεί ν’ ανοίξει η ίδια, παρουσιάζεται ο κυρ-Λεωνίδας στολισμένος σα γαμπρός.

- Εδώ είν’ η μάνα σ’, Μέλπω;

- Τώρ’ άμα βγήκε να πάει στ’ αμπέλι, κυρ-Νίδα.

- Μπα; (έκανε τάχα πως δεν ήξερε). Θα τη φτάσω στο δρόμο… Μοναχή σ’ είσαι, Μέλπω; (και την έβλεπε κατάματα).

- Μοναχή μ’. (Με ποιον θέλει τάχα να ’μαι, ο κουρούνης; έλεγε από μέσα της η Μέλπω.)

- Δεν είμαστε γειτόνοι μονάχα, βλέπς… έχομε και τ’ αμπέλια μας σύνορο… δεν είν’ έτσι; και γέλασε ο κυρ-Λεωνίδας χωρίς αφορμή.

- Τι χασκογελάει, τρομάρα τ’; συλλογίζονταν η Μέλπω.

Αργότερα, τη δεύτερη φορά, θυμήθηκε κι αυτά τα λόγια του κυρ-Λεωνίδα μαζί με τ’ άλλα περασμένα καμώματά του. Νύχτωνε· στο δρόμο απλώνονταν πυκνό το σκοτάδι. Η κυρα-Πανώρια ήταν στην αυλή. Δεν είχαν ανάψει ακόμα το λυχνάρι, κι η Μέλπω κάθονταν μέσα σκεφτική, μοναχή της. Κάποιος χτύπησε στην πόρτα σιγά. Πήγε ν’ ανοίξει η Μέλπω, νομίζοντας πως ήταν καμιά γειτόνισσα. Κι άξαφνα βρέθηκε πάλι μπρος στον κυρ-Λεωνίδα.

- Καλησπέρα… συ ’σαι, Μέλπω;

- Καλησπέρα, κυρ-Νίδα (η Μέλπω ένιωθε την αναπνοή του στο πρόσωπό της).

- Η μάνα σ’ είναι δω; (κι ήρθε σιμότερα).

- Είναι στην αυλή, να της φωνάξω…

- Όχι, δεν πειράζει (και την κράτησε από το χέρι. Το ’συρε η Μέλπω δυνατά μ’ ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί της, σα να την άγγιξε φίδι· αλλά ο κυρ-Λεωνίδας δεν το παρατούσε). Μοναχά να της πει να μη στείλει αργάτες στ’ αμπέλι, γιατί θα στείλω γω… Ακούς;… καληνύχτα, Μέλπω (κόμπιασε, ήθελε να της πει κανέναν άλλο λόγο, αλλά δεν εύρισκε· αναστέναξε, είπε πάλι καληνύχτα κι έφυγε).

Η Μέλπω έμειν’ εκεί άσειστη από την ταραχή της και την τρομάρα. Κόντεψε να της στραγγαλίσει το χέρι ο κυρ-Λεωνίδας. Σε μια στιγμή πέρασαν από το νου της όλα της μάνας της και του κυρ-Λεωνίδα τα λόγια, κι ένας παράξενος συλλογισμός πρόβαλ’ εμπρός της τότε.


- Μην τύχει και μου τον τοιμάζει για γαμπρό η μάνα μ’ αυτόν;

Η κυρα-Πανώρια εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο σπίτι.

- Ποιος ήταν, Μέλπω; τη ρώτησε.

- Ο Νίδας ο Λιανός (που να του πέσει το χέρι, Παναγίτσα μ’!)

- Μπα, τι σου είπε;

- (Να του πει παπάς στ’ αυτί! η Μέλπω δεν αποκρίνονταν αμέσως στη μάνα της.) Να, μου είπε να μη στείλεις αργάτες, γιατί θα στείλει αυτός… Από δω και πέρα ο κυρ-Λεωνίδας θα καλλιεργάει τ’ αμπέλι μας, μάνα;

- Γιατί, δε σ’ αρέσει;

- Δε μ’ αρέσει, βέβαια!

- Πώς μιλάς έτσι, μωρή; Πρώτη φορά σ’ ακούω να βγάζεις αυτή τη γλώσσα!

- Μα τι θα πει ο κόσμος, μάνα, σα μάθει πως ο κυρ-Νίδας πληρώνει για να σκάψουν τ’ αμπέλι μας;

- Ας πει ό,τι θέλει! Εσένα να μη σε μέλει· να τηράς εσύ τη δουλειά σ’ και να μην ανακατεύεσαι… Πώς τον έχεις τάχα τον κυρ-Λεωνίδα;

Κι άρχισε να τον στολίζει με χίλιους δυο επαίνους. Ο πρώτος νοικοκύρης του τόπου. Κι αυτός ο ίδιος δεν ξέρει τι έχει· σπίτια, μαγαζιά, αμπελοχώραφα…

- Ας τα χαίρεται.

- … Καλός άνθρωπος, όσο παίρνει φρόνιμος· κοιτάζει τη δουλειά του. Κι είν’ ένα κορμί. Αύριο μεθαύριο πεθαίνει η γριά μάνα του. Κι όποια έχει την τύχη να τον πάρει, θα είν’ αρχόντισσα και θα χαίρεται τα καλά του κόσμου!

- Ας τα χαίρεται.

Η κυρα-Πανώρια δεν απόσταινε ν’ αρμαθιάζει τις χάρες του κυρ-Νίδα. Δεν έπαψε, κι όταν έτρωγαν το φτωχικό δείπνο τους, να τον ζωγραφίζει με χρώματα χρυσά, κι όταν έστρωναν να κοιμηθούν αγκαλιά οι δυο τους, μάνα και κόρη, ακόμα τον φόρτωνε με στολίδια. Η Μέλπω έκανε πως δεν άκουε. Όμως σαν έχανε την υπομονή, πετούσε κανένα λόγο τολμηρό, γιομάτον πείσμα. Δεν ήταν απόψε στα καλά της, αυτό το ’βλεπε κι η μάνα της. Δεν ήταν η ίδια Μέλπω, η ήμερη σαν αρνί, που γνώριζε. Η κυρα-Πανώρια όμως, ενώ άλλη φορά δε συχωρούσε στη Μέλπω τον παραμικρό λόγο να της γυρίσει, φαίνονταν πολύ μαλακή απόψε και της μιλούσε, της Μέλπως, μ’ αγάπη και καλοσύνη. Κι αυτός ο τρόπος αντί να την ησυχάσει και να βγάλει πάσαν υποψία από το νου της, χειρότερα φόβιζε τη Μέλπω, χειρότερα κι από το θυμό της μάνας της.



Η κυρα-Πανώρια είχε κρυφή χαρά απόψε. Ο λόγος του κυρ-Λεωνίδα του Λιανού, που της παράγγειλε με τη Μέλπω, έδειχνε πως τον είχε βάλει πια στα δίχτυα της. Τόσες ημέρες τον κυνηγούσε με πονηριά, και δεν του έδινε καιρό να πάρει αναπνοή και να συλλογιστεί ξάστερα τι να κάμει. Πριν τον αφήσει από τη μια μεριά, τον άρπαζε από την άλλη. Είτε τον εύρισκε, το συχνότερο, στ’ αμπέλι του το μεγάλο, που συνόρευε με το δικό της το μικρό, κι εκεί από τον έναν όχτο ως τον άλλον, κι ενώ τους χώριζε το διάπλατο χαντάκι, άνοιγε τρανή λογοκοπιά μαζί του, είτε φύλαε να τον απαντήσει στο δρόμο μόνον, όταν πήγαινε κατά τα χτήματά του, το ίδιο νόημα και τον ίδιο σκοπό είχαν τα κρύφια λόγια της πάντα. Πως ο κυρ-Λεωνίδας είναι ακόμα νιος, πως κι αν χάρηκε τον κόσμο στα μικρά του χρόνια, κι αν γλέντησε, κι αν ξεφάντωσε, τώρα πρέπει να σκεφτεί με τα σωστά του να πάρει έναν άνθρωπο καλό, για να του κρατάει το σπίτι. Τι; Σκοπεύει ν’ αφήσει να χαρούν άλλοι τα καλά του; Πρέπει ακόμα να κάμει και παιδιά, να μη σβήσει τ’ όνομά του.

Ο κυρ-Λεωνίδας στην αρχή έπαιρνε με το γέλιο τα λόγια της κυρα-Πανώριας. Ύστερα όμως του άρεσαν, και συλλογίζονταν ποια τάχα να ήταν εκείνη, που του προξένευε η κυρα-Πανώρια. Δεν επήγε στη Μέλπω καθόλου ο νους του. Δε φαντάζονταν πως η κυρα-Πανώρια έκανε η ίδια, την προξενήτρα της κόρης της.

Τη ρώτησε λοιπόν, με το χαμόγελο πάντα.

- Καλά, και δε μας λες, κυρα-Πανώρια, ποια μας θέλει εμάς; Γεράσαμε τώρα πλια!

- Τι λες, κυρ-Νίδα μ’; Όχι να ρωτάς ποια σε θέλει, αλλά ποια θέλεις εσύ να λες.

- Καλά, του λόγου σ’ τι λες; Έχεις καμιά στο νου σ’;

- Να σ’ δώσω τη Μέλπω μ’.

Ξαφνίστηκε ο κυρ-Λεωνίδας. Έμεινε ν’ ακούσει τα παινέματα της για τη Μέλπω, κι έφυγε βιαστικός χωρίς να της απολογηθεί.

- Δε μ’ δίνεις απόκριση;

Του φώναξε από κοντά, καθώς έφευγε ανάμεσα στα κλήματα ο κυρ-Λεωνίδας.

- Έχω δουλειά τώρα, θα σκολάσω τ’ς αργάτες.

Όμως το δόλωμα είχε πέσει σε καλό μέρος, κι ο κυρ-Λεωνίδας πιάστηκε στ’ αγκίστρι. Όταν την άλλη μέρα αντάμωσε πάλι την κυρα-Πανώρια, της είπε για να γλιτώσει από το φόρτωμά της.

- Άλλη φορά τα λέμε, κυρα-Πανώρια, άλλη φορά.

Την τρίτη φορά, ύστερ’ από τρεις ημέρες, της φώναξε βιαστικός·

- Θα σ’ πω, θα σ’ πω, κυρα-Πανώρια.

Και τώρα, ενώ κόντευε η κυρα-Πανώρια να χάσει κάθε ελπίδα, έρχεται ο κυρ-Λεωνίδας μόνος του στο φτωχικό της και της λέει να μη στείλει αργάτες στ’ αμπέλι, γιατί θα στείλει αυτός, λέει.

Λοιπόν είχε άδικο να χαίρεται η κυρα-Πανώρια; Τι άλλο σήμαιναν τα λόγια του κυρ-Λεωνίδα, παρά πως δε θα ’χει να φροντίζει αυτή πια για τίποτα, πως το παλιάμπελο, όχι δα και πολύ ποθητό το ίδιο, ήταν δικό του και μ’ ένα λόγο πως δέχονταν να πάρει τη Μέλπω; Έβλεπε η κυρα-Πανώρια πως δε θ’ αργούσε να βγει αληθινός ο μυστικός της πόθος. Δεν ήταν όμως ακόμα καιρός να δείξει τη χαρά της. Έπρεπε να καταφέρει και τη Μέλπω στο σκοπό της. Αυτό δεν το είχε συλλογιστεί στην αρχή, ούτε και τώρα το πήρε στα σπουδαία. Ποτέ δε φαντάζονταν πως η Μέλπω, η κόρη της, που την είχε αναθρέψει με τόση αυστηρή φροντίδα, ήθελε εναντιωθεί στο θέλημα της μάνας της. Αυτό δε θα το χωρούσε ποτέ ο νους της κυράς Πανώριας.

Γι’ αυτό και στ’ αποψινά λόγια της Μέλπως δεν έδωσε μεγάλη προσοχή. Ένα κορίτσι φρόνιμο, έλεγε, πρώτα θα κάνει πως δε θέλει, θα πεισμώσει τάχα, κι ύστερα θα πει το ναι με τρόπο. Κι έβλεπε τη Μέλπω πονηρά, και συλλλογίζονταν με περηφάνια πως η Μέλπως της δεν ήταν από κείνα τα κορίτσια, όσα τρελαίνονται πότε να ’ρθει η ώρα που θα παντρευτούν.

- Σου είπε άλλο τίποτα ο κυρ-Νίδας;

Ρώτησε άξαφνα τη Μέλπω η κυρα-Πανώρια, ύστερα από λίγο.

- Με παρασκότισες απόψε με το Νίδα σ’! είπε μ’ αυθάδεια η Μέλπω. Τόσες ώρες σ’ ακούω να τον φορτώνεις μ’ όλων τω λογιών τα ξόμπλια. Να με ξιπάσεις θάρρεψες;

- Άμποτε να σου τον έδιναν, και θα τον έπαιρνες τρέχοντας, πονηρή.

Δε βάσταξε πια η Μέλπω τα δάκρυα. Όμως της κυρα-Πανώριας η υπομονή απόψε δεν είχε όρια. Δεν αρπάχτηκε κι αυτή τη φορά. Έκαμε καρδιά μεγάλη. Με λόγια χαϊδευτικά πλάγιασε τη Μέλπω στην αγκαλιά της, τη φίλησε πολλές φορές, και την έκαμε να πάψει το παράπονο και τα δάκρυα, που έσταζαν σιγαλά στο προσκέφαλό της. Κι αποκοιμήθηκαν αργά, βλέποντας η μια όνειρα χρυσά γύρω της να χορεύουν και να ψέλνουν κι η άλλη φαντάσματα σκιαχτερά να περιπετούν βουβά στο κεφάλι της, μαύρα όρνια με τη μορφή του κυρ-Λεωνίδα.

Την άλλη μέρα δεν επήγε η κυρα-Πανώρια στ’ αμπέλι. Ξύπνησε πρωί, νωρίτερ’ από κάθε άλλη φορά κι άναψε τη φωτιά μοναχή της. Ακόμα δεν είχε φέξει καλά, κι ήταν θολό σκοτάδι μέσα στο σπίτι. Σηκώθηκε κι η Μέλπω με βαριά καρδιά και κάθισε αντίκρυ στη μάνα της αμίλητη.

Τότε η κυρα-Πανώρια χωρίς χαμόγελα πια, χωρίς σκοτεινά λόγια είπε στη Μέλπω ξάστερα, πως ο κυρ-Λεωνίδας ο Λιανός είναι καλός και θα τον πάρει άντρα.

Η μαύρη Μέλπω κι αν το περίμενε ώρα την ώρα αυτό το βόλι, δεν έλπιζε πως θα της έρχονταν τόσο άξαφνο. Άφησε τη θέση της κοντά στη φωτιά κι έπεσε στο πάτωμα· έριξε τη λευκή σκέπη, που συνήθιζε να φορεί στον ύπνο της για να μη της μπλέκονται τα μαλλιά, κι απόλυσε τις δυο πλεξίδες κάτου· χτύπαε τα γόνατα, κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε με παράπονο και σπαραγμό, ενώ τα δάκρυά της, πικρά δάκρυα, κατέβαιναν βρύσες δίκρουνες από τα μάτια της.

- Όχι, μανούλα, δεν τον θέλω! Δεν τον θέλω, δεν τον θέλω, μανούλα!

Η κυρα-Πανώρια ήρθε κοντά της, τη σήκωσε και την έβαλε στο σεντούκι να καθίσει. Κάθισε κι αυτή στο πλάγι της, την επήρε με το γλυκό, με το ήμερο. Της είπε ότι πρέπει μάλιστα να χαίρεται, αντί να κλαίει, για το καλό που της έστειλε η χρυσή της μοίρα. Πρέπει να το ’χει καύχημα γιατί θα πάρει τέτοιον άντρα, που θα την κοιτάζει στα μάτια, μη της λείψει τίποτα, που θα την κρατεί στα χέρια, μην αγγίξει το χώμα. Να καμαρώνει πρέπει που θα ’μπει νύφη σε τέτοιο σπίτι αρχοντικό και θα ’ναι τρανή κυρά, και θα κάμει να σκάσουν οι οχτροί της.

Η Μέλπω δεν αποκρίνονταν σ’ αυτές τις συμβουλές της μάνας της. Αφού στείρεψαν τα δάκρυά της, δεν έκανε άλλο, καθώς έμειν’ όλη την ημέρα καθισμένη μ’ απελπισιά και να κρατεί τα χέρια άσειστα, στηριγμένα στα γόνατά της. Δε φαίνονταν ν’ ακούει τα λόγια που αράδιαζε η μάνα της, ακούραστη κι αυτή, σκυφτή ή γονατιστή εμπρός στην κόρη της. Η μόνη βουβή απολογιά της Μέλπως ήταν το θλιβερό ανέβασμα και κατέβασμα του κεφαλιού πάντα. Τα μάτια της, άλλη φορά τόσο γιομάτα δροσιά και γλύκα, έβλεπαν στεγνά κι άγρια, στον αντικρινό τοίχο καρφωμένα. Τα μαλλιά της, αχτένιστα, είχαν λυθεί κι απλώνονταν στο πρόσωπό της, ενώ αυτή δεν είχε νου να τα παραμερίσει. Έμεινε νηστική όλη την ημέρα. Η κυρα-Πανώρια δεν μπόρεσε μ’ όλες τις παρακάλεσες να την κάμει να καθίσει στο τραπέζι.

Ως το βράδυ κράτησε αυτή η ιστορία· η κυρα-Πανώρια να παρακαλεί κι η Μέλπω να μην ακούει τίποτα. Σαν έσωσε πια τα γλυκόλογα, που μπόρεσε να βρει με την πονηριά της, η κυρα-Πανώρια της μίλησε τότε με θυμό, ελπίζοντας πως θα ’χουν καλύτερο τέλος τ’ αυστηρά της λόγια.

- Ντροπή σ’ λίγο, της είπε, να κάνεις έτσι και να μη θέλεις ν’ ακούσεις τη μάνα σ! Το κακό σ’ θέλω τάχα, δε μ’ λες; Εγώ που βασανίστηκα να σε φέρω σ’ αυτή την ηλικία, δια να ιδώ λίγη χαρά, για να κάμω και σένα να με καλοψυχάς, άμα πεθάνω, αντί να με καταριέσαι; Τι ελπίζεις τάχα, δε μ’ λες, να βρεις καλύτερα; Ή έχεις τη μεγάλη προίκα, για να μπορείς να περιμένεις; Μια φορά ανοίγει η μοίρα τ’ ανθρώπου, καψερή, κι άμα δεν έχει μάτια να τη δει, μένει στραβός όλη τη ζωή του… Έλα, παράτησε αυτά τα καμώματα και μην πικραίνεις και μένα, π’ αγωνίζομαι για το καλό σ’.

Η Μέλπω δεν έδωκε κανένα σημάδι πως είχε ακούσει. Αγρίεψε τότε η κυρα-Πανώρια, κι άρχισε να τη δέρνει.

- Σκότωσε με, μανούλα, δεν τον παίρνω!

- Θα τον πάρεις, σκρόφα ή θα σε θάψω ζωντανή!

Και τη χτυπούσε με τα βαριά της χέρια σκληρά στ’ αδύνατο κορμί της τη μαύρη Μέλπω, χωρίς όμως και να την κάμει με το ξύλο ν’ αλλάξει την αγύριστή της γνώμη.

- Πες το ναι, μωρή σκύλα, θα σε σκοτώσω! της έλεγε.

- Όχι, μανούλα, σκότωσέ με, ό,τι θέλεις κάμε με, παρά να το πω! απαντούσ’ εκείνη με πείσμα.

Τον ίδιο καιρό η γειτονιά της κυρα-Πανώριας κάτι άρχισε να βλέπει, κάτι ν’ ακούει, κάτι ακόμα να μαντεύει. Από ένα μέρος τα συχνά περάσματα του κυρ-Λεωνίδα, οι πάρωρές του λεβεντιές, το σείσιμο και το λύγισμά του, κι απ’ άλλο της κυρα-Πανώριας η αλλιώτικη όψη και τα λόγια τα παράξενα έκαναν τις γειτόνισσες να ’χουν άγρυπνο το νου τους νύχτα και μέρα. Κάποιο μάτι πρόφτασε τον κυρ-Λεωνίδα να μπαίνει βράδυ στης κυρα-Πανώριας μυστικά το σπίτι. Το πρωί απλώθηκε λόγος, πως ο Λεωνίδας ο Λιανός τα ’μπλεξε με τη χήρα την Πανώρια του συχωρεμένου του Σπύρου Θιοφίλη (μαύρε Θιοφίλη, τι σου μέλλονταν!) κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της.

- Θυμήθηκε τα παλιά της νιότης του ο κυρ-Νίδας, είπε μια γειτόνισσα.

- Βρε την ψευτοκαλόγρια, ακούς εκεί; έλεγε άλλη. Αυτό το παράδειγμα θα δώσει στην κόρη της, που την έχει για παντρειά; Δεν καρτέραε να βγάλει αυτή την έγνοια πρώτα; Όχι άλλο, θε μ’! Τι έχουν να ιδούν ακόμα τα μάτια μας!

Κάποιο δεύτερο μάτι πονηρό είδε, ψέματα ή αληθινά, και την κυρα-Πανώρια να μπαίνει στο σπίτι του Λιανού. Ύστερ’ ακούστηκε κι αυτός ο λόγος ο παράξενος, που θόλωσε τα νερά κι έκαμε όσους σκοτίζονταν για ξένες φροντίδες να τα χάσουν.

- Η κυρα-Πανώρια δέρνει την κόρη της μέρα νύχτα. Άκουσαν τη Μέλπω να κλαίει και τη μάνα της να φωνάζει και να τη βρίζει.

- Μωρ’ αλήθεια λες; Αυτό δα θα ήταν από τ’ ανόλπιστα! Γι’ αυτό τον μπάζει, λες, στο σπίτι της τον κυρ-Λεωνίδα η μαυροχήρα; Να τον ’τοιμάζει για τη Μέλπω;

- Αμ’ τι θάρρεψες; Αυτή είναι τετραπέρατη και θα τα καταφέρει. Θα τον τυλίξει στα δίχτυα της το Νίδα, μ’ όλη την πονηριά του. Να το ιδείς, και να μου το θυμάσαι.

- Λες να θέλει να σκλαβώσει τη θυγατέρα της, κορίτσι δεκαοχτώ χρονών, μ’ ένα μεσόκοπο πενηντάρη;

- Ο Νίδας ο Λιανός δεν είν’ από κείνους που πιάνοντ’ εύκολα. Αυτό το παιχνίδι θέλησαν να του το παίξουν κι άλλες, σαν ήταν νιος, αλλά τις άφησε ύστερα έρημες… Τα ίδια δεν έκαμε και στη Μαρία του Ράφτη; Μπήκε πρώτα στο σπίτι της, την αρρεβώνιασε και την άφησε τρία χρόνια να περιμένει με την ελπίδα, ως που πέθανε, η κακομοίρα, μαραμένη κι αποζήτητη απ’ άλλον άντρα. Και τώρα στα γεράματα θ’ αποφασίσει, λες, ο Νίδας; Δεν το παραπιστεύω.

- Αλίμονο της μαύρης της Μέλπως μοναχά, να λες.

Κι ενώ γίνονταν αυτά, ο Γιώργας δεν ήξερε ακόμα τίποτα. Όπως έκανε, άμα έρχονταν ο χειμώνας και δεν είχε δουλειά η θάλασσα, πουλούσε και τώρα κρασί στην Πέρα γειτονιά, σε μια μικρή παράμερη ταβέρνα, που σύχναζαν οι ναυτικοί, όταν γύριζαν από τα ταξίδια με την τσέπη γιομάτη, ή άμα τους έπιανε φτώχεια από την άθελην ή θεληματική αργή ζωή τους. Γι’ αυτό ήταν ημέρες που δεν είχε καιρό να καθίσει ο Γιώργας, κι ήταν άλλες πάλι που δεν έριχνε δεκάρα στο συρτάρι του. Σ’ αυτές τις ημέρες τις φτωχές, καθώς και στις πλούσιες τις άλλες, του κρατούσαν συντροφιά οι δυο αχώριστοί του φίλοι, οι φίλοι της καρδιάς και της κανάτας, ο Νικολάρας ο ανοιχτόκαρδος κι αντρειωμένος, κι ο Μήτσος ο μικρόσωμος κι αγριωπός. Κάθε πρωί, εμπρός από το μεσημέρι, και κάθε απόγιομα μαζεύονταν οι τρεις στη μικρή σκεπασμένη αυλή της ταβέρνας και το ’στρωναν στο ξεφάντωμα. Τελευταία μάλιστα το είχαν παρακάμει. Δεν άφηναν τη γειτονιά σε ησυχία κάθε μέρα. Έλεγε ο Νικολάρας τους βροντερούς μανέδες του, που νόμιζες πως του τραγουδούσε με τον κόρνο του καϊκιού του, κι ο Μήτσος έπαιζε τον ταμπουρά, που μόλις γίνονταν ακουστός ανάμεσα στην άγρια φωνάρα του πρώτου. Όμως περισσότερο κι από τους δυο δεν κουράζονταν ο Γιώργας ν’ αραδιάζει τα γλυκά τραγούδια με την ψιλή παθητική φωνή του. Δεν έκλεινε το στόμα του ολημέρα. Κελαδούσε, γέλαε, αναστέναζε με το τραγούδι, σαν πουλί κλεισμένο στο κλουβί, που άμα μυριστεί το καλοκαίρι, ποθεί να πετάξει πέρα στα κλαδιά και στα λουλούδια. Ο κόσμος απορούσε με το σεβδά του. Κι οι δυο φίλοι του άμα τον έβλεπαν να ’χει τέτοιον καημό, δεν είχαν τι να πιστέψουν, αν και μαγεύονταν από τη μουσική του.

Εκεί ένα πρωί, στη μικρή αυλή της ταβέρνας, έκαναν συντροφιά οι δυο φίλοι στο Γιώργα, που γλυκολαλούσε πρωινός και νηστικός ακόμα. Στο δρόμο διάβαινε η Κατέρω, η μισότριβη κι ανύπαντρη, με τα κόκκινα μαλλιά, κι άμα τους είδε από τη μισανοιχτή πόρτα της αυλής, στάθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι, που έλεγε εκείνη τη στιγμή ο Γιώργας·

Εμείς τα δυο αγαπιόμαστε,

κι όπου ζηλεύει ας σκάσει,

της πικροδάφνης το νερό

ας πιει να του περάσει!

Ο Νικολάρας καθώς ήταν διάσκελα στο σκαμνί καθισμένος κι ακουμπούσε τον αγκώνα του στο τραπέζι, της φώναξε της Κατέρως·

- Καλώς τα μάτια σ’ τα δυο! Έλα μέσα, χρυσό μ’!

- Έλα να σε κεράσομε, Κατέρω, της είπε ο Μήτσος.

- Εγώ μοναχά απ’ τον ταβερνιάρη δέχομαι κέρασμα, και μοναχά μ’ αυτόν θα χτυπήσω το ποτήρι!

Και στάθηκε η Κατέρω σιμά στην πόρτα. Της έφερε ο Γιώργας γιομάτο ένα ποτήρι κρασί, βαστώντας κι αυτός το δικό του. Πριν πει, αναστέναξε η Κατέρω, κι έβλεπε το Γιώργα στα μάτια.

- Εδώ λαλούν αηδόνια κι άλλού κλαιν κούκοι, είπε.

Ο Γιώργας δεν κατάλαβε τα λόγια της. Έσμιξε το ποτήρι με το δικό της κι έπιε γελαστός.

Αφού το κατέβασε ως το πάτο, πήρε όψη σοβαρή η Κατέρω κι είπε σιγά στο Γιώργα·

- Μαύρο φίδι που σ’ έφαγε, κακόμοιρε. Εσύ γλεντάς εδώ με την παρέα σου σ’ την προκομμένη κι άλλος κοιτάζει να σου βγάλει το μάτι!

- Και ποιος είναι αυτός, Κατέρω;

- Ο Λιανός ο Νίδας.

- Ε, τι κάνει;

- Μαύρε και σκότεινε! δεν ξέρεις πως θα πάρει τη Μέλπω; Πού είσαι, τρομάρα σ’, πού ζεις, πού κοιμάσαι, πού ’νειρεύεσαι;

Λύγισε ο Γιώργας σα να τον ηύρε κατάστηθα μεγάλη πέτρα. Μπήκε μέσα, άφησε τα ποτήρια στο τραπέζι κι έφυγε από την άλλη πόρτα, χωρίς να πει τίποτα στους συντρόφους του.

Το ίδιο βράδυ, παρακάτου από το σπίτι της, η κυρα-Πανώρια είχε μαζέψει πολλές γειτόνισσες και λογοκοπούσε.

- Ακούτε σεις, έλεγε κι έδερνε με τις παλάμες τα χοντρά μηριά της, ακούτε ντροπή να ’ρθει η γρια-Φώτω του Σκοτίδα να μου φέρει προξενιά απ’ τον ανιψιό της το Γιώργα για τη Μέλπω μ’, την κόρη τη δική μ’! Δεν την αφήνω ανύπαντρη όσο ζει καλύτερα, παρά να της δώσω τέτοιον άντρα!

- Μα ο Γιώργας είναι καλό παιδί, κυρα-Πανώρια, τόλμησε να της πει μια γειτόνισσα.

- Ας είναι ό,τι θέλει! Δεν την έχω γω την κόρη μ’ για τα μούτρα τ’!

- Και τι της είπες της Φώτως, κυρα-Πανώρια;

- Δε λες, πώς δεν την έριξα όξω απ’ την πόρτα; Την άφησα, θαρρείς, πολλή ώρα να μου παινεύει τον ανιψιό της; «Καλός είναι, κυρά μ’, ο ανεψιός σ, της είπα, αλλά δεν είναι για μένα· δε μου χρειάζεται. Να τον χαίρεσαι η αφεντιά σ’ που τον έχεις ανιψιό, σύρε στο καλό, ξεφορτώσου με!» Κι έφυγε σα βρεμένη γάτα. Αμ τι νόμιζε;

- Μα, κυρα-Πανώρια, ο κόσμος λέει…

- Τι;

- Πως η κόρη σ’ τον θέλει, το Γιώργα, τον αγαπάει… Αυτό δεν το λέμε μεις, το είπε…

- Ποιος;

- Η Κατέρω.

- Η δική μ’ η κόρη θέλει το Γιώργα; Η Μελπομένη μ’ τον αγαπάει είπες; Κάλλιο να ’κοβες τη γλώσσα σ’ παρά πο ’βγαλες τέτοιο λόγο και συ και κείνη η μισοκλαδιά, η γλωσσοκοπάνα!

Και της ρίχνεται μανισμένη με τις βρισιές και τις φοβέρες εκείνης που μιλούσε έτσι, που την έκαμε να μετανιώσει χίλιες φορές για την τόλμη που έλαβε να γυρίσει αντίλογο της κυρα-Πανώριας. Λίγο έλειψε μάλιστα να φάει και ξύλο.

Αυτός ο λόγος όμως την είχε δαγκάσει στην καρδιά την κυρα-Πανώρια. Γι’ αυτό λοιπόν, τάχα, δεν ήθελε με τέτοια επιμονή τον κυρ-Λεωνίδα η Μέλπω; Γι’ αυτό έστειλε την προξενιά κι ο Γιώργας; Έβραζε από το θυμό της, καθώς γύριζε στο σπίτι. Την ίδια στιγμή που άνοιγε με βρόντο την πόρτα, έμπαινε κι η Μέλπω στην αυλή. Της χύθηκε η κυρα-Πανώρια σα θηριό. Τη στρίμωξε στην αγκωνή και της είπε·

- Τι έκανες στην αυλή τέτοια ώρα, μωρή;

­- Τίποτα, μανούλα…

- Τι είναι αυτά που λέει ο κόσμος όξω για σένα;

- Τι λέει;

- Πως αγαπάς το Γιώργα το Σκοτίδα. Αλήθεια είναι; Δε μιλάς, μωρή φόνισσα;

Κι αφού δεν απαντούσε, την αρπάζει αμέσως από τα μαλλιά, της τινάζει πολλές φορές το κεφάλι στον τοίχο, τη σέρνει έπειτα στο πάτωμα κι αρχίζει άσπλαχνα, τυφλά να τη χτυπάει.

- Θα σε τελειώσω, της έλεγε, απόψε!

- Μανούλα, τα μαλλιά μ’!

- Θα σε φάω με τα δόντια μ’!

- Τα μαλλάκια μ’, μανούλα!

- Μίλησε, μωρή, τον αγαπάς, αλήθεια;

- Όχι, ψέματα, μανούλα! Σε γέλασαν!

- Θα τον πάρεις το Λεωνίδα ή όχι;

- Ναι.

Ξεψυχισμένη από τον αγώνα η κυρα-Πανώρια, απλώθηκε κι αυτή κάτου κι άρχισε να κλαίει. Κι η Μέλπω είχε τραβηχτεί στην άκρη αγριωπή, αναμαλλιασμένη, βλέποντας σαν τρελή ολόγυρά της.

- Αυτά περίμενα γω από σένα, θυγατέρα μ’; Αλίμονο μου της μαύρης! Τι ανάθρεψα η δόλια τόσα χρόνια, παιδί η φίδι στην αγκαλιά μ’;

Κι ενώ φώναζε και θρηνολογούσε, ακούστηκε κάποιος να χτυπάει στην πόρτα. Πήδησε ορθή και πήγε ν’ ανοίξει η κυρα-Πανώρια, σφουγγίζοντας τα δάκρυα με την ποδιά της. Ήταν ο Λεωνίδας ο Λιανός.

- Κόπιασε μέσα, κυρ-Νίδα…

- Όχι, ευχαριστώ, δε θέλω, είπε σιγά. Άκουσε, κυρα-Πανώρια, να σ’ πω. Μ’ έπιασε απόψε ο Γιώργας του Σκοτίδα και με φοβέρισε. Καθώς έμαθα όξω, αυτός θέλει τη Μέλπω, κι η Μέλπω πάλι, δεν ξέρω… Κάποιος λόγος τρέχει… αλλά δεν πιστεύω…

Η κυρα-Πανώρια ήταν έτοιμη να πέσει νεκρή, καθώς άκουε τον κυρ-Λεωνίδα να της μιλεί έτσι. Έτρεμαν τα γόνατά της. Μαχαίρια φαρμακερά την τρυπούσαν. Πήρε ο κυρ-Λεωνίδας την αναπνοή του κι είπε πάλι με πιο χαμηλή φωνή·

- Γι’ αυτό, τα μάτια σ’ τέσσερα… μη μας αρπάξουν το κορίτσι. Να μην την αφήνεις να κάνει βήμα όμως απ’ το σπίτι… να μη τη χάνεις απ’ τα μάτια σ’… Και να κάνομε τ’ αρρεβωνίσα γλήγορα, αν θέλεις…

- Όποτε θέλεις η αφεντιά σ’, κυρ-Νίδα μ’, όποτε πεις!

- Καλά, τα λέμε, καληνύχτα.

- Κόπιασε στο καλό, κυρ-Νίδα μ’! Στην ευκή του θεού!

Χάθηκε πάλι στο σκοτάδι, όπως ήρθε. Κι η κυρα-Πανώρια είχε μεγάλη επιθυμιά να τρέξει κοντά του να τον αγκαλιαστεί και να τον φιλήσει από τη χαρά της. Κι άμα τον έχασε από τα μάτια της στη στροφή του δρόμου, κλείνει την πόρτα με βρόντο δυνατόν και ρίχνεται στο σπίτι μέσα κι αδράζει τη Μέλπω στην αγκαλιά της και τη σφίγγει λαχταριστά και τη φιλεί αχόρταγα στα βρεμένα μάγουλά της, ενώ η άμοιρη Μέλπω άφηνε το μισάψυχο κορμί της να παραδέρνει άνεργο στα χοντρά χαϊδέματα της μάνας της.



Την άλλη μέρα ακούστηκε για βέβαιο, πως ο Λεωνίδας ο Λιανός αρραβωνιάζεται τη Μέλπω της Πανώριας, της χήρας του Σπύρου Θιοφίλη. Δε γίνονταν άλλος άπαυτος, άσβηστος λόγος παρ’ αυτόν στη χώρα. Πολλοί δεν ήθελαν να το πιστέψουν ακόμα, κι ας είχαν ακούσει από μέρες να κρυφολογιέται τέτοιο αταίριαστο συνοικέσιο. Άλλοι κατηγορούσαν τον κυρ-Λεωνίδα γιατί θέλησε να πάρει γυναίκα ένα κοριτσάκι, που θα το ’λεγε παιδί του, αν φρόντιζε να παντρευτεί στον καιρό του. Κι άλλοι ζηλεύοντας την κυρα-Πανώρια, έλεγαν πως καλύτερα να τον έπαιρνε αυτή τον κυρ-Λεωνίδα, που είχε και τα χρόνια ίσα μ’ αυτόν, κοντά σιμά, παρά να τον δώσει στην κόρη της.

Η κυρα-Πανώρια άστραφτε από τη χαρά της τώρα. Δεν είχε ανάγκη πια να κρύβεται από κανέναν, κι έλυσε τη γλώσσα της ελεύτερη, κι έλεγ’ έλεγε ακούραστη όπου σταματούσε. Ποιον είχε φόβο, αφού πέτυχαν τα σκέδιά της; Ας τα μάθαιναν όλα, για να τυφλωθούν από τη ζήλεια τους όσοι δεν την έβλεπαν με γλυκό μάτι. Ας πέθαιναν από τη λύπη τους όλοι οι φτονεροί, που έχουν για κακό δικό τους το καλό του άλλου!

Ο κυρ-Λεωνίδας πάλι δεν κρατιόταν κι αυτός, αφού πήρε μια φορά τον κατήφορο. Ξανάνιωσε, έλεγες. Έγινε παλικάρι ερωτιάρικο, γιομάτο χαρά και λάμψη. Γύριζε στους δρόμους μ’ ένα βήμα πεταχτό, σαν αλαφροπάτητο κατσίκι, που ο κόσμος τον έβλεπε και γελούσε. Αυτός όμως πιστεύοντας πως θαύμαζαν τη νιότη και τα κάλλη του, καμάρωνε πιο πολύ ακόμα. Έστριβε απάνου το μουστάκι, κυμάτιζε τη φουστανέλα την κοντή, που δεν ταίριαζε στα χρόνια του, έριχνε πίσω τιναχτά τη χοντρή φούντα του φεσιού του κι έβλεπε τολμηρά τις γυναίκες, κι έβλεπε περήφανα τους άντρες· και χαιρέτιζε δω και σταματούσε να μιλήσει εκεί, και προχωρούσε να πει ένα λόγο πάρα πέρα.

- Και πότε με το καλό, κυρ-Νίδα, ο γάμος;

- Πρώτα τ’ αρρεβωνίσα, κι έχει ο θεός.

Όταν έμαθε ο κόσμος πως την Κυριακή, την πρώτη Κυριακή που έφτανε, θα γίνονταν οι αρραβώνες, είπαν·

- Μωρ’ αυτός έπεσε κατακέφαλα σ’ αυτό το γάμο! Έμειν’ ελεύτερος τόσα χρόνια, και τώρα δε βλέπει πότε να ’ρθει η ώρα, που θα βάλει το στεφάνι. Μεγάλον πόνο του κόλλησε η θυγατέρα της Πανώριας! Σε καλό να του βγει!

Πολλοί έλεγαν πως αυτά τα κάνει ο κυρ-Λεωνίδας για να πειράξει το Γιώργα, που τον είχε πιάσει δυο φορές την ίδια μέρα, την προχτεσινή, και τον φοβέρισε.

- Να τραβήξεις χέρι, του είπε ο Γιώργας, αφού τον έκραξε παράμερα· το καλό που σ’ θέλω…

Ο κυρ-Λεωνίδας δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει. Το ίδιο βράδυ όμως τον αντάμωσε πάλι και του είπε φανερά ο Γιώργας, για να τ’ ακούσουν κι άλλοι·

- Μην ξεχάσεις το λόγο, που σου είπα.

- Τράβα, βρε παλιόπαιδο, απάντησε με περιφρόνηση ο κυρ-Λεωνίδας.

- Αν αγαπάς τη ζωή σ’ να μην κάμει αλλιώς! κι ακουμπούσε ο Γιώργας τη γροθιά στη μέση του, και στέκονταν άσειστος εμπρός του.

- Ό,τι σου περάσει να μου κάνεις.

- Θα πεθάνεις!

Δεν κρατήθηκε ο κυρ-Λεωνίδας. Σήκωσε το ραβδί να τον χτυπήσει, αλλά ο Νικολάρας, ο φίλος του Γιώργα, που έτυχ’ εκεί, του πήρε το ξύλο με μια στροφή από το χέρι. Και τότε τους χώρισαν.

Αυτή την προσβολή όμως δεν μπορούσε να τη χωνέψει ο κυρ-Λεωνίδας. Ήθελε να κάμει το Γιώργα να λυσσάξει. Ανάγκασε την κυρα-Πανώρια να τα ετοιμάσει όλα ως την Κυριακή, για να γίνουν οι αρραβώνες. Και δεν ευχαριστήθηκε σ’ αυτό μοναχά.

Παλιά συνήθεια είναι, συνήθεια που κρατεί από χρόνι’ αμέτρητα και που όλος ο κόσμος τη φυλάει, να γίνονται οι αρραβώνες μυστικοί, χωρίς καλεσμένους και χορούς, χωρίς όργανα και τραγούδια. Οι αρραβώνες μυστικοί κι οι γάμοι ολοφάνεροι μ’ όλα τα σημάδια τ’ ακόλουθα της χαράς, όσα συνηθίζονται και γίνονται πιστά, για να ζήσει τ’ αντρόγυνο ευτυχισμένο. Και δεν είναι απλή συνήθεια, και συνήθεια της τύχης, παρά έχει και κάποιο λόγο της ανάγκης. Γιατί αν ο γάμος είναι νόμος του θεού και δένει με το στεφάνι άλυτα όσους το φορέσουν, ο αρραβώνας είναι λόγος, που δίνεται καμιά φορά με το στόμα μόνο και παίρνετ’ εύκολα πίσω. Και τότε γελάει ο κόσμος και περιπαίζει.

Ο κυρ-Λεωνίδας ο Λιανός δε θέλησε ν’ ακούσει τίποτ’ απ’ αυτά. Και μαζί του συμφώνησε γοργά κι η κυρα-Πανώρια. Φανεροί, περίλαμπροι να γίνουν οι αρραβώνες! Ποιος έβανε στο νου του κακό, αφού οι γάμοι δε θ’ αργούσαν πλιότερο από μήνα ν’ ακολουθήσουν; Έστειλαν καλέσματα, γαρούφαλλα και κουφέτα στο μαντήλι και κάλεσαν απ’ όνομα της νύφης κόσμο πολύν και κάλεσαν όλη τη γειτονιά και κάλεσαν πολλούς κι από την άλλη πόλη. Παπάς, για το καλύτερο, άλλαξε τα δαχτυλίδια. Ντουφέκια έπεσαν εκείνη τη στιγμή. Βιολιά και λαούτα έπαιξαν όλη την ημέρα, μεγάλα τραπέζια μεσημέρι βράδυ στρώθηκαν, χοροί και τραγούδι’ αντήχησαν ως την αυγή. Ο γαμπρός έλαμπε στην κάτασπρη φορεσιά του. Η κυρα-Πανώρια, κι αν δε θέλησε να βγάλει τα μαύρα, όμως ασπροβολούσε μέσα στη χαρά της. Ο γαμπρός χόρεψε μπροστινός σαν είκοσι χρονώ λεβέντης. Έβαλαν με το στανιό και την κυρα-Πανώρια να χορέψει. Η Μέλπω έσυρε το χορό και στους δυο. Χόρεψε κι η ίδια μπροστά με το ντροπαλό, καμαρωτό της βήμα.

Οι καλεσμένοι απορούσαν ξεχωριστά με τη Μέλπω. Δεν ήξεραν τι να πουν με το θάρρος της. Ήταν να λυπάται κανείς, αν συλλογίζονταν όσα πέρασε τρεις ημέρες πικρές, ως να πει το ναι. Όμως αυτή τώρα δε φαίνονταν ολότελα λυπημένη. Έδινε το χέρι, μαραμένο, σ’ όσους την εύχονταν, χαμογελούσε με τα χλωμά της χείλη, αποκρίνονταν μ’ αδύνατη φωνή, οδηγούσε το χορό και τα ’κανε όλα σωστά, όσα πρέπει να κάμει μια νύφη. Κανένας δεν έβαλε υποψία. Όλοι είδαν με τα μάτια τους, πως δεν ήταν αληθινά τα λόγια του κόσμου.

- Είδες αρρεβωνίσα! έλεγαν όλοι, άμα έφευγαν από το σπίτι της κυρα-Πανώριας· φαντάσου τι έχει να γίνει στους γάμους!

Πιο πολύ όμως απόρησε ο κόσμος με το Γιώργα, την ίδια μέρα που γίνονταν η χαρά της Μέλπως. Ενώ είχε καιρό ν’ ακουστεί το τραγούδι του στην Πέρα γειτονιά, δεν έπαψε τότε μερόνυχτο να γιομίζει τον αέρα με τους γλυκούς ηχούς του. Ποτέ δεν τον είχαν ακούσει κι οι σύντροφοί του να τραγουδάει τόσο νόστιμα. Είχε βγάλει καινούργιους σκοπούς, παράξενες μελωδίες. Κι ενώ εκείνοι χωρίς όρεξη και με καρδιά κλαμένη τον βοηθούσαν, θύμωνε ο Γιώργας και τους έλεγε να πίνουν, να γελούν, να τον ακολουθούν πρόθυμοι στο τραγούδι. Μέθυσαν στο τέλος αληθινά κι οι τρεις εκείνη την ημέρα. Ύστερα το ’ριξαν πρώτη φορά και στο χορό.

Διάβηκε απ’ όξω κι η Κατέρω. Στάθηκε μακριά να βλέπει το ξεφάντωμα του Γιώργα. Δεν τόλμησε ν’ ανοίξει κουβέντα μαζί του, γιατί ένοιωθε τη λύπη του. Κι έλεγε, πριν φύγει, με το νου της·

- Μαύρε Γιώργα! Το ’παθες ό,τι έλεγα! Σου την άρπαξε ο Λιανός τη Μέλπω! Σου ’καψε και σένα την καρδιά. Γλέντησε τώρα τον πόνο σου. Μαύρε Γιώργα!



Είχε περάσει πια η σκοτούρα της πρώτης χαράς κι άρχιζε η άλλη της μεγάλης. Η κυρα-Πανώρια δεν εύρισκε ολημέρα ησυχία. Γύριζε μέσα στο σπίτι καταπιασμένη με χίλιες δουλειές και χίλιες έγνοιες. Όσο για τη Μέλπω πια η μάνα της δεν είχε αφορμή να σκοτίζεται και να θυμώνει. Μέλπω και Μελπομένη μ’ την πήγαινε κάθε ώρα και στιγμή. Τη φόρτωνε χάδια, τη χόρταινε γλυκόλογα και φιλιά. Την καμάρωνε και δεν απόσταινε να την καμαρώνει. Σκορπούσε στα πλούσια μαύρα της μαλλιά ευκές αμέτρητες κι αληθινές, βγαλμένες από την καρδιά της.

Και τη νύχτα ακόμα, ενώ εργάζονταν η κυρα-Πανώρια, δεν έπαυε να την οδηγεί πώς πρέπει να φέρνεται άμα γίνει νύφη, για να μη την αναγελούν όποιοι γυρεύουν πάντα σε κάθε νύφη να βρίσκουν ψεγάδιασμα. Τέτοια της έλεγε κι εκείνη τη βραδιά, ενώ κάτι έραβε η κυρα-Πανώρια, έχοντας αντίκρυ της τη Μέλπω αμίλητη. Είχαν φάει απ’ αρκετήν ώρα, και νυχτέρευαν και ζεσταίνονταν, καθισμένες κοντά στη φωτιά. Όξω κρατούσε γαλήνη πέρα πέρα. Ο καιρός φαίνονταν σα να γύριζε χιονιάς. Φλόγα μεγάλη από χοντρό πρινάρι τριζοβολούσε στη γωνιά. Η κυρα-Πανώρια, σκυμμένη στη δουλειά της, μιλούσε με ήσυχη και ιλαρή φωνή, ενώ της Μέλπως ο νους ήταν αλλού, μακριά από τα λόγια της μάνα της. Σήκωνε η κυρα-Πανώρια κάποτε τα μάτια και την έβλεπε με προσοχή.

Ήταν παράξενη και νευρική απόψε η Μέλπω· έκανε σα να φοβόνταν κι από τον ίσκιο της. Η φλόγα δεν έπαυε ακόμα να σφυρίζει.

- Άκου, μανούλα, τραγουδάει η φωτιά, είπ’ άξαφνα η Μέλπω κι έτρεμε η φωνή της.

­- Κάποιος μιλεί για μας, καλή μ’, άμποτε να μας καλολογάει.

Κρότος ξερός, σα να χτυπούσε κανείς πέτρα μ’ άλλη πέτρα, ήρθε από το δρόμο.

Τη Μέλπω την έπιασε ανατριχίλα τότε, κι έσφιξε τον έν’ αγκώνα και τον άλλο στα πλευρά της.

- Κρυώνω, μανούλα, είπε.

Και σηκώθηκε από τη φωτιά και κάθισε στο σεντούκι.

- Τι φεύγεις μακριά, σαν κρυώνεις, δεν έρχεσαι πιο κοντά να ζεσταθείς; Τι κάθεσαι αυτού πέρα; Έλα σιμά στη μάνα σ’!

Στο πλάγι της Μέλπως ήταν ένα πλεχτό μάλλινο σάλι. Το πήρε, το ’ριξε στους ώμους της και το ’δεσε μπρος στο στήθος.

- Διψάω, μανούλα, είπε πάλι η Μέλπω.

- Δεν πίνεις νεράκι, παιδί μ’; εκεί είναι το κανάτι. Τι έχεις απόψε και κάνεις έτσι; Πιε κι έλα κοντά μ’.

Σηκώθηκε πάλι η Μέλπω και πήγε κατά την πόρτα, που έφερνε στην αυλή. Κι η μάνα της έραβε ήσυχη και σήκωνε τα μάτια κάποτε να τη βλέπει. Έκαμε η Μέλπω πως βάνει τ’ αγγειό στο στόμα, χωρίς να πιει. Τα δόντια της έτριζαν· το κανάτι έτρεμε στα χέρια της. Έμεινε μια στιγμή ακίνητη. Κάποιος ξερός κρότος ακούστηκε απ’ όξω και δεύτερη φορά.

- Φοβάμαι, μανούλα, είπε η Μέλπω· έκλεισες τις πόρτες;

- Τις έκλεισα από νωρίς. Έλα τώρα, μάτια μ’, κάτσε κοντά μ’.

Έσκυψε η Μέλπω να ιδεί αν είναι κλειδωμένη η πόρτα, την άνοιξε και πήδησε στην αυλή.

- Μέλπω!

Φωνάζει η κυρα-Πανώρια. Κράζει δυνατότερα. Σηκώνεται και πάει στην πόρτα.

- Μέλπω!

Προβαίνει τρομασμένη στην αυλή. Μέλπω. Σκοτάδι πυκνό, ερημιά, γαλήνη και κανένας δεν της αποκρίνονταν. Αστραπή έφεξε μέσα στο νου της.

- Μέλπω, παιδί μ’! Μου την πήραν, λαχτάρα μ’!

Βάζει φωνές σπαραχτικές· τρέχει στην αυλόπορτα. Τη βρίσκει ανοιχτή· σκοτάδι κι ερημιά ολούθε. Κατά πού να τρέξει, η απελπισμένη; Γυρίζει πίσω σαν τρελή και βγαίνει στον άλλο δρόμο.

- Λεωνίδα! σκούζει μ’ όλη τη δύναμή της.

Αφού είχε την τελευταία δύναμη να σηκώσει και το ξύλο της αυλόπορτας, η Μέλπω έπεσε, σβημένη από την τρομάρα στα χέρια του Γιώργα, που την πρόσμενε. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν οι φωνές της κυρα-Πανώριας, που την καλούσαν.

Ο Νικολάρας ήταν κι αυτός εκεί, στο πλάγι του Γιώργα. Κι ο Μήτσος τότ’ έφτανε από τον άλλο δρόμο, αφού έδωσε το σύνθημα της Μέλπως.

- Ας κάνομε γλήγορα!

Είπε ο Νικολάρας. Και σκύβει και σηκώνει τη Μέλπω στην αγκαλιά του, αλαφρή σα φτερό.

- Έλα δω, πουλακίδα μ’, μη φοβάσαι ολότελα· εμείς είμαστε δω. Κι ο Γιώργας, να, κοντά σ’.

Η Μέλπω έδεσε τα χέρια γύρω στο χοντρό λαιμό του Νικολάρα. Τ’ άγρια μουστάκια του της αγκύλωναν το μάγουλο. Η βαριά αναπνοή του μύριζε κρασί και καπνό. Της έρχονταν να ξεψυχήσει. Όμως άφηνε μ’ εμπιστοσύνη να τη φέρνει ο Νικολάρας. Επήραν έτσι τον ανήφορο, στη μέση αυτός με τη Μέλπω, εμπρός ο Γιώργας κι ο Μήτσος από πίσω. Αφού έφτασαν στην αγκωνή του δρόμου, εκεί που σμίγει με τον άλλο τον πλατύτερο, βήμα βιαστικό ακούστηκε να ’ρχεται από πέρα. Ο Γιώργας έβαλε τους άλλους εμπρός κι έπιασε τον τοίχο.

- Τραβάτε σεις, είπε.

- Στον τόπο!

Βρόντησε μια φωνή. Ήταν ο κυρ-Λεωνίδας. Είχε ακούσει την κυρα-Πανώρια κι έτρεξε. Αφού γνώρισε ο Γιώργας τη φωνή του, τράβηξε το μαχαίρι και του ’πεσε απάνου. Τον κυνήγησε από κοντά, τον επήγε κάμποσο δρόμο κυνηγώντας, τον έφτασε απ’ όξω στην πόρτα του σπιτιού του, και τη στιγμή που κατέβαζε μ’ ορμή το μαχαίρι, χύθηκε εκείνος στην αυλή κι έπεσε βαρύς απίστομα στις πλάκες, ενώ του Γιώργα το μαχαίρι έσκιζε την πόρτα με πληγή βαθιά και μεγάλη.

Κανένας δε βρέθηκε να συμπαθήσει την κυρα-Πανώρια, όταν δέρνονταν άφαντη και μαλλιοτραβιόνταν πολλές ημέρες ύστερ’ απ’ αυτό το χτύπημα, που βαρύ της ήρθε στο κεφάλι. Κανένας δε βρέθηκε να λυπηθεί το Λεωνίδα το Λιανό για την ντροπή που έπαθε, χειρότερη κι από το θάνατο. Αφού τα ’θελε καλά τα ’παθε, είπαν όλοι, Ας μη ζητούσε γάμους ανάποδους στην ηλικία του. Μοιρολογούσε απαρηγόρητα η κυρα-Πανώρια, μοναχή κι έρημη στο σπίτι, χτυπούσε το κεφάλι του ανωφέλητα κι ο κυρ-Λεωνίδας. Νύχτα έφευγε για το αμπέλι και νύχτα γύριζε. Η κυρα-Πανώρια όμως ουδ’ αποφάσιζε να βγάλει στον κόσμο το πρόσωπό της.

Ένα βράδυ ο κυρ-Λεωνίδας ανέβαινε με βήμα κρυφό το δρόμο του, πεζός. Η κυρα-Πανώρια τον καλησπέρισε δειλά πίσω από το μισανοιχτό παράθυρό της.

- Δεν έχω καμιά κουβέντα, της είπε ξερά ο κυρ-Λεωνίδας.

- Η κόρη μ’ είναι δική σ’ πάντα, αφού στην έδωκα μια φορά.

- Χάρισμά σ’!

Το ίδιο βράδυ σηκώθηκε η κυρα-Πανώρια και πήγε να βρει την κόρη της. Την ηύρε κρυμμένη στην ερωτική της φωλιά μαζί με τον καλό της, έδωσε την ευκή στους αγαπημένους, έκαμε κρυφά τους γάμους και την αυγή έφερε τη νιόνυφη με το Γιώργα νιόγαμπρο στο σπίτι. Κι άφησε τον κόσμο να λέει ό,τι θέλει.

Γενάρης 1896

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου