ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η περίπτωση Σολζενίτσιν είναι ένα φαινόμενο με πλήθος αντιφατικές πλευρές που καταντούν ακατανόητες, για τους ανθρώπους μιας ελεύθερης χώρας. Η κύρια αντινομία πηγάζει από το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γενικά, και ιδιαίτερα στα κομμουνιστικά, έχει πάντοτε δύο όψεις σ' όλες της τις εκδηλώσεις, πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές κλπ. Η μία όψη φωτίζεται με τους δυνατούς προβολείς της προπαγάνδας και διαμορφώνεται με τον τρομακτικό σε δύναμη οργανωτικό μηχανισμό του κόμματος και η άλλη παραμένει στη σιγή και στο ημίφως — όταν δεν ενταφιάζεται ολότελα. Η πρώτη εκφράζει τη σκοπιμότητα. Η δεύτερη την πραγματικότητα, που μπορούμε να την πούμε και αλήθεια.
Αλεξάντερ Σολζενίτσιν
-
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ - Αλεξάντερ
Σολζενίτσιν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Η περίπτωση Σολζενίτσιν είναι ένα φαινόμενο με πλήθος αντιφατικές πλευρές που καταντούν ακατανόητες, για τους ανθρώπους μιας ελεύθερης χώρας. Η κύρια αντινομία πηγάζει από το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γενικά, και ιδιαίτερα στα κομμουνιστικά, έχει πάντοτε δύο όψεις σ' όλες της τις εκδηλώσεις, πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές κλπ. Η μία όψη φωτίζεται με τους δυνατούς προβολείς της προπαγάνδας και διαμορφώνεται με τον τρομακτικό σε δύναμη οργανωτικό μηχανισμό του κόμματος και η άλλη παραμένει στη σιγή και στο ημίφως — όταν δεν ενταφιάζεται ολότελα. Η πρώτη εκφράζει τη σκοπιμότητα. Η δεύτερη την πραγματικότητα, που μπορούμε να την πούμε και αλήθεια. Η σκοπιμότητα είναι πάντοτε νόμιμη και επιθυμητή όχι μόνο σαν επιδίωξη πολιτικο-κοινωνική αλλά και σαν ηθική-πνευματική στάση. Η αλήθεια, αντίθετα, είναι πάντοτε ενοχλητική, ακόμα κι όταν υπηρετεί το καθεστώς σε τελευταία ανάλυση, γιατί έχει από την ίδια της τη φύση μια εκρηκτικότητα επικίνδυνη για τον ολοκληρωτισμό. Μπορεί να μην είναι απαράδεκτη σαν ηθική στάση, είναι όμως ανυπότακτη σαν πολιτικο-κοινωνική δύναμη και δύσκολα τίθεται υπό πλήρη έλεγχο — κάτι σαν τη νιτρογλυκερίνη, θα μπορούσαμε να πούμε, που πρέπει να διακινείται πάντοτε με σχολαστική προσοχή και σε ειδική συσκευασία, γιατί με την παραμικρή απροσεξία τινάζονται πολλά πράγματα στον αέρα. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση Σολζενίτσιν: Μια έκρηξη απρόσμενη και μια πικρή εμπειρία του σοβιετικού καθεστώτος, που δεν είναι βέβαια οι πρώτες, ούτε και πρόκειται να μείνουν οι τελευταίες.
Δεν είχε κανέναν λόγο το σοβιετικό καθεστώς να επιτρέψει την έκδοση αυτού του βιβλίου που φωτογραφίζει με πειστικότητα όχι μόνο τις ανατριχιαστικές λεπτoμέρειες και την απανθρωπιά των στρατοπέδων, αλλά, κυρίως, τις αδυναμίες, την ανεπάρκεια και την πλήρη χρεοκοπία του συστήματος, σαν κατασκευής πια, με όλο της το «υπεροικοδόμημα». Γιατί αυτό, κυρίως, έχει τη μεγαλύτερη σημασία στο λογοτεχνικό ντοκουμέντο του Σολζενίτσιν: Η καταγγελία — σε τόνο «σότο βότσε», φυσικά — της θεμελιώδους μαρξιστικής αρχής ότι ο άνθρωπος είναι μόνο μια κοινωνική μονάδα και η εντεύθεν χρεοκοπία μιας άλλης, επίσης θεμελιώδους αρχής, που επιβάλλει την ολοκληρωτική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια ο Σολζενίτσιν δεν πιστεύει — ίσως να μην είχε πιστέψει ποτέ — στον λεγόμενο σοσιαλισμό της χώρας του, όπως εφαρμόζεται σήμερα τουλάχιστον, και ονειρεύεται, ρομαντικά ίσως, μια άλλη σοσιαλιστική κοινωνία, έναν «ηθικό» σοσιαλισμό χωρίς το ιερό τέρας της σκοπιμότητας, χωρίς την πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, χωρίς βία και ψεύδη, χωρίς σκληρότητα — μια κοινωνία που θα υπολογίζει σε όλες τις εκδηλώσεις της τον ανθρώπινο παράγοντα, που θα σέβεται ορισμένες θεμελιώδεις αξίες, που θα είναι σταθερά προσανατολισμένη προς την έννοια του καλού και θα πασχίζει για την πνευματική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων, για την ηθική τους τελείωση, χωρίς να περιορίζει τις πνευματικές τους ανησυχίες, τις αναζητήσεις τους και την έκφρασή τους, ακόμα κι όταν αυτές στρέφονται προς το μεταφυσικό χάος και αναζητούν το «Θεό» ή ξεκινούν από την πίστη προς το Θεό.
Για το Κομμουνιστικό κόμμα, αυτός ο «ουτοπικός σοσιαλισμός», καθώς τον χαρακτηρίζει, δεν είναι μόνο αφελής και ξεπερασμένη αντίληψη που έρχεται σε σύγκρουση με τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», αλλά, προ πάντων, είναι μέσον παραπλανήσεως των μαζών, σκοταδισμός και αντίδραση που εμφανίζονται με σοσιαλιστικό προσωπείο. Ο Σολζενίτσιν λοιπόν, σαν κήρυκας τέτοιων ιδεών, κατατάσσεται αυτόματα στους «αντιδραστικούς» που δε θα σκεφτούν βέβαια ποτέ να γράψουν και να εκδώσουν βιβλία αλλά θα είναι ευχαριστημένοι αν το καθεστώς τους ανεχθεί κατά κάποιο τρόπο και τους παρέχει τη δυνατότητα να βγάζουν έστω και ένα ξεροκόμματο, χωρίς να τους στέλνει σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πώς η τόσο έμπειρη και τόσο επιδέξια ψαλίδα της λογοκρισίας επέτρεψε την έκδοση ενός εκρηκτικού ντοκουμέντου που κλονίζει συθέμελα το καθεστώς. Μια απάντηση μας δίνει ο ίδιος ο Χρουστσόφ στον τελευταίο λόγο που ξεφώνησε κατά τη λήξη των εργασιών του πολύκροτου 22ου Συνεδρίου: «Καθήκον όλων μας, είπε, είναι ν' αναλύσομε προσεκτικά τα γεγονότα που συνδέονται με την κατάχρηση της εξουσίας. Ο καιρός περνάει, είμαστε όλοι μας θνητοί και θα πεθάνουμε, αλλά όσο ζούμε κι εργαζόμαστε, μπορούμε και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πολλά και να πούμε την αλήθεια στο κόμμα και στο λαό ... Πρέπει να γίνει αυτό το πράγμα για να μην επαναληφθούν στο μέλλον τέτοια φαινόμενα ...».
Μπορεί κανείς να δεχτή ότι ο Χρουστσόφ ήτανε ειλικρινής και ότι πραγματικά ήθελε να «ξεκαθαριστούν» πολλά πράγματα για να μην «επαναληφθούν» στο μέλλον τα φαινόμενα αυτά, δηλαδή οι συνέπειες του σταλινισμού, αν και τη στιγμή που έλεγε τα ωραία αυτά λόγια, ήξερε, ή, τουλάχιστον θα πρέπει να γνώριζε, ότι τα στρατόπεδα που κατήγγειλε ο Σολζενίτσιν εξακολουθούσαν να λειτουργούν αδιατάρακτα, με το ίδιο πνεύμα και με τους ίδιους κανονισμούς.
Είναι γεγονός πάντως ότι για λίγο χρονικό διάστημα μετά το βαρυσήμαντο εκείνο Συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος, δημιουργήθηκε μια χαοτική κατάσταση ιδιαίτερα γύρω από τα θέματα της πνευματικής ελευθερίας, των καταχρήσεων της εξουσίας, της έλλειψης δημοκρατικότητας του κομματικού μηχανισμού, των δικαιωμάτων του ατόμου κλπ. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την ασάφεια και την αβεβαιότητα των προσανατολισμών. Το κόμμα, τα στελέχη του και ο ίδιος ο Χρουστσόφ δεν έχουν πλήρη συνείδηση εκείνου που έλεγαν «νέο πνεύμα», δεν γνωρίζουν καλά τι έκταση μπορεί και πρέπει να πάρει η αποσταλινοποίηση και μέχρι ποίου σημείου είναι δυνατόν να συμβιβαστεί και να συνυπάρξει το καθεστώς με τις φιλελεύθερες ή μεταρρυθμιστικές τάσεις. Kaι αφού τα πράγματα αυτά δεν έχουν ξεκαθαριστεί στην κορυφή, η βάση παραμένει μετέωρη, χωρίς υπεύθυνη και καθαρή «γραμμή». Αλλά η «γραμμή» που χλευάζεται στις ελεύθερες χώρες, αποτελεί απαραίτητο και αναντικατάστατο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της σοβιετικής κοινωνίας, γιατί αυτή ακριβώς υποκαθιστά την έννοια της ελευθερίας που απουσιάζει. Όταν ένα συλλογικό όργανο ή και ένα άτομο κινείται μέσα σε σαφώς καθορισμένα πλαίσια «γραμμής», είναι κατά κάποιο τρόπο «ελεύθερο», με την έννοια ότι δεν αντιμετωπίζει καμία ευθύνη και κανέναν κίνδυνο. Όταν όμως απουσιάζει η «γραμμή» ή όταν είναι αντιφατική και χαώδης, μετατρέπεται σε αρνητικό παράγοντα και ολόκληρος πια ο κοινωνικός μηχανισμός κινείται στο ίδιο κλίμα της αβεβαιότητος που έχει η γραμμή. Τα όργανα, ακόμα και τ' ανώτερα, διστάζουν να δώσουν δικές τους ερμηνείες στις αντιφάσεις και στις ασάφειες για ν' αποφύγουν τις ευθύνες και έτσι αποτελματώνεται η κοινωνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνονται φαινόμενα, στον ευαίσθητο τομέα των διανοουμένων προ πάντων, που παίρνουν τις διαστάσεις «ανταρσίας», όπως είναι η εμφάνιση του έργου «Ουκ επ' αρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» του Ντουντίντσεφ (καταδικάστηκε αργότερα), η «οργισμένη» ποίηση του Γιεφτουσένκο (υπέβαλε «δήλωση μετανοίας» αργότερα) και το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς».
Το κόμμα, έβγaλε αμέσως το συμπέρασμα ότι ο λαός δεν είναι σε θέση ν' αφομοιώσει «σωστά» το κίνημα του φιλελευθερισμού και έβλεπε με ανησυχία ότι έχανε το κύρος του. Οι διαφωτιστές του, που κινούνται αδιάκοπα στην απέραντη σοβιετική επικράτεια, έφταναν πολλές φορές σε αδιέξοδο γιατί στις σχετικές συγκεντρώσεις που έκαναν, οι ακροατές υπέβαλαν πολλές ερωτήσεις ή διατύπωναν αξιώσεις που τους έφερναν σε δύσκολη θέση. Οι πιο τολμηροί μάλιστα δεν δίσταζαν να τους χλευάζουν και να τους αποκαλούν ανοιχτά «κοκκινοβιβλιαράκηδες» — έκφραση περιφρονητική που χρησιμοποιεί ο λαός για όλα τα μέλη του κόμματος που έχουν την κόκκινη ταυτότητα, η όποια εκτός του μισθού τούς εξασφαλίζει και πλήθος άλλα προνόμια.
Έβλεπαν λοιπόν πως η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγη από τον έλεγχό τους και γι' αυτό το λόγο άρχισαν να δημιουργούνται στον κομματικό μηχανισμό τάσεις αντίθετες απ' αυτές που είχε χαράξει το 22ο Συνέδριο, τάσεις δηλαδή επιστροφής στην παλιά «καλή» (για το κόμμα) εποχή του σταλινισμού. Ο λαός από την άλλη μεριά παρέμενε ανυπεράσπιστος, γιατί οι λεγόμενες «ελευθερίες», δεν είχαν κατοχυρωθή από νόμους και οι αστυνομικές, δικαστικές και λοιπές αρχές συνέχιζαν το έργο τους σα να μην είχε αλλάξει τίποτα — πράγμα που επέτεινε ακόμα περισσότερο τη σύγχυση και έφερνε σε ανοιχτότερη σύγκρουση το κόμμα με το δημόσιο αίσθημα.
Τα στελέχη του κόμματος, από τα κατώτερα ως τα ανώτατα, παρακολουθούσαν με αγωνία την εξέλιξη αυτή και πρώτος πρώτος ο ίδιος ο Χρουστσώφ που έβλεπε τώρα πως η αποσταλινοποίηση και ο «φιλελευθερισμός» και οι «μεταρρυθμίσεις» έπαιρναν απρόβλεπτες διαστάσεις και αποτελούσαν δυναμίτη στα ίδια τα θεμέλια του καθεστώτος. (Είναι ο ίδιος ακριβώς πανικός που θα υπαγορεύση αργότερα τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Τσεχοσλοβακίας). Έβλεπε ακόμα ο Χρουστσώφ ότι πληθαίνουν κάθε μέρα τα δυσαρεστημένα στελέχη του κόμματος και ότι διέτρεχε προσωπικά πια τον κίνδυνο να χάση τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού. Έσπευσε τότε να κάνη στροφή 180 μοιρών και προσπάθησε ν' αποκαταστήση την «τάξη» με μέτρα που είχανε πολλές φορές σπασμωδικό χαρακτήρα, αλλά ήτανε αργά πια. Οι κρυπτοσταλινικοί αντίπαλοί του συνασπίστηκαν, οργανώθηκαν και τον καθαίρεσαν το 1964.
Γράφτηκε κάπου πως η δημοσίευση του πολύκροτου έργου του Σολζενίτσιν «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», οφείλεται στον «ηρωισμό» του αρχισυντάκτη της λογοτεχνικής επιθεώρησης «Νόβυ - Μιρ» Αλ. Τβαρντόβσκυ (έχει εκκαθαριστή τώρα) που δεν δίστασε να παρουσιάση το συγκλονιστικό αυτό ντοκουμέντο. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, βρίσκονται πάντοτε οι εξιδανικευτές — άλλοτε καλοπροαίρετοι. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Τβαρντόβσκυ, έχοντας πολύ μεγάλη πείρα γύρω απ' αυτά τα πράγματα, δεν ήτανε δυνατόν ν' αναλάβη τέτοια τρομακτική ευθύνη, που θα μπορούσε να τον στείλη στο «ειδικό» στρατόπεδο όπου βρισκότανε κι ο Σολζενίτσιν. Προτίμησε να στείλη τα χειρόγραφα στον ίδιο τον Χρουστσώφ —τα φθινόπωρο του 1962— για ν' αποφασίσει εκείνος.
Τα διαβάζει ο Χρουστσώφ. Δεν τον ενδιαφέρει, φυσικά, η λογοτεχνική πλευρά ούτε και καταλαβαίνει πάρα πολλά πράγματα γύρω απ' αυτό το θέμα ο παλιός ανθρακωρύχος της Ουκρανίας. Βλέπει μόνο την πολιτική σκοπιμότητα — όχι σε βάθος και όχι ανεπηρέαστα. Άμεσος πολιτικός του στόχος την εποχή εκείνη είναι το γκρέμισμα του σταλινικού ειδώλου. Καταλαβαίνει πως θα περπατάη αδιάκοπα στην κόψη του ξυραφιού αν δεν κατορθώση να αποσταλινοποιήση τον κομματικό μηχανισμό αλλά δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει τον τρομακτικό για το καθεστώς κλονισμό που θα επιφέρη η αποσταλινοποίηση. Κινείται μόνο από το προσωπικό του πάθος. Γιατί είναι γνωστό ότι ο δικτάτορας, παρ' όλο που χρησιμοποιούσε τον Χρουστσώφ και παρ' όλο που εκείνος τον ανέδειξε, έτρεφε γι' αυτόν μια περίεργη περιφρόνηση και δεν παρέλειπε ευκαιρία να τον ταπεινώση. Ο ίδιος ο Χρουστσώφ πληροφόρησε το κατάπληκτο Συνέδριο, κλαίγοντας σχεδόν, ότι ο Στάλιν τον εξανάγκαζε πολλές φορές να χορεύη μπροστά του ουκρανικούς χορούς, εντελώς ασυμβίβαστους με την ηλικία και με τα λίπη του, μόνο και μόνο για να τον ταπεινώσει και να γελάση με τις αδέξιες κινήσεις του. Η μεταχείριση αυτή συσσώρευε στην ψυχή του Χρουστσώφ ένα μίσος απύθμενο που είχε την ικανότητα να το κρύβη πολλά χρόνια κάτω από μειδιάματα και βλέμματα λατρείας και απόλυτης αφοσίωσης προς το πρόσωπο του βασανιστή του. Τώρα που μπορεί πια να τον εκδικηθή —δεν έχει σημασία που είναι πεθαμένος— του λείπουν ακόμα οι δυνάμεις, του λείπουν τα πρόσωπα και, προ πάντων, τα γνήσια και αναμφισβήτητα ντοκουμέντα που θα τον βοηθήσουν να καταλύσει το μύθο μιας ολόκληρης τριακονταετίας. Έτσι είδε αρχικά το έργο του Σολζενίτσιν ο Χρουστσώφ: Σαν ένα καλό όπλο για τη μεγάλη του μάχη.
Δίνει την εντολή να τυπωθή το βιβλίο σε 20 αντίτυπα, στα τυπογραφεία του Κρεμλίνου, και στέλνει από ένα στα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Δείχνει ότι θέλει ν' ακούση και τις γνώμες των άλλων, αλλά το αντισταλινικό του πάθος και η σταλινική του αγωγή δεν ανέχονται αντιρρήσεις και δεν του επιτρέπουν να εκτιμήσει σωστά τις συνέπειες που θα είχε το άνοιγμα του πίθου της Πανδώρας. Στη σχετική λοιπόν συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής λέει απλώς στα μέλη της: «Να ένα καλό βιβλίο. Δεν είναι έτσι, σύντροφοι»; Εκείνοι τον κοιτάζουνε βουβοί και αποσβωλομένοι. Βλέπουν σε μεγαλύτερο βάθος από τον Χρουστσώφ και καταλαβαίνουν ότι το βιβλίο αυτό θα τραυματίση καίρια το καθεστώς; Σέβονται την «παράδοση» και ξέρουν πως είναι επικίνδυνο να εκφράζης δική σου γνώμη, όταν πια ο αρχηγός έχει διατυπώσει τη δική του; Αισθάνονται πως, για την ώρα, είναι εντελώς ανίσχυροι και δε μπορούν ν' αντιδράσουν; Δε μπορεί κανείς να ξέρη με βεβαιότητα για ποιο λόγο έμειναν βουβοί. Ο Χρουστσώφ όμως, έσπευσε να ερμηνεύση τη σιωπή τους σαν επιδοκιμασία και ανέφερε μια ρωσική παροιμία που λέει πως «όποιος σωπαίνει συμφωνεί».
Ο δρόμος ήτανε ανοιχτός πια. Το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» τυπώθηκε με λίγες περικοπές σε ειδικό τεύχος της «Νόβυ - Μιρ» και, από την πρώτη κιόλας μέρα, εξαντλήθηκαν και οι 95 χιλιάδες φύλλα που είχε τυπώσει. Ύστερα βγήκε σε σχήμα εφημερίδας που κυκλοφόρησε σε 700.000 αντίτυπα κι όταν παρουσιάστηκε σε βιβλίο, με τιράζ 100.000 αντιτύπων, πολλοί Μοσκοβίτες έμειναν όλη τη νύχτα στην ουρά για να προφτάσουν να το πάρουν το πρωί που θ' άνοιγαν τα βιβλιοπωλεία. Ο συγγραφέας, εντελώς άγνωστος ως τότε, έγινε διάσημος από τη μια μέρα στην άλλη, όλοι οι κριτικοί άρχισαν να τον λιβανίζουν, η «Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων» του άνοιξε αμέσως τις πύλες της — που ανοίγουν πάντα πολύ δύσκολα — όλες οι βιβλιοθήκες αγωνίζονταν ν' αποκτήσουν το έργο του. Ήτανε μια καλή εποχή — η πιο ευτυχισμένη, ίσως, περίοδος της πολυκύμαντης και τραγικής ζωής του Σολζενίτσιν.
Ύστερα, μετά την πτώση του Χρουστσώφ, αρχίζει δεύτερη εποχή μαρτυρίων για τον συγγραφέα. Δεν τον φυλακίζουν βέβαια και δεν τον ξαναστέλνουν σε στρατόπεδο, του κάνουν όμως άγριο πόλεμο ηθικής και πνευματικής εξόντωσης, αδίστακτα και δίχως τον παραμικρό ηθικό φραγμό, χρησιμοποιώντας τις πιο απίστευτες συκοφαντίες για το πρόσωπό του και για το έργο του. Έχει τον τίτλο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης», οι «διαφωτιστές» όμως που περιτρέχουν τις διάφορες πόλεις, «εξηγούν» στα λαό ότι αυτά είναι ψέματα και ότι ο αντιδραστικός συγγραφέας ήτανε προδότης, ότι πιάστηκε αιχμάλωτος και ότι καταδικάστηκε από στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία. Κατεβάζουν «γραμμή» ν' αποσυρθούν απ' όλες τις βιβλιοθήκες τα έργα του και να μην τα δίνουν οι υπάλληλοι σε όσους τα ζητούσαν, διαδίδουν ότι εγκατέλειψε την πατρίδα του και ότι ζει τώρα σα φυγάδας στην Αγγλία ή στην Αίγυπτο, διαμαρτύρεται ο ταλαίπωρος συγγραφέας, θίγεται πολύ προ πάντων από την ηθική σπίλωση και στέλνει επιστολές σ' εφημερίδες, υποβάλλει υπομνήματα στην Ένωση Συγγραφέων, κάνει προσωπικά διαβήματα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα όμως. Δεν του δημοσιεύουν ούτε μια γραμμή, θέλουν να τον θάψουν για να ξεχαστή τ' όνομά του και το ενοχλητικό του έργο.
Δε θα σταθούμε στις διώξεις. Στο τέλος του βιβλίου αυτού παρατίθενται αυτούσια τα σχετικά ντοκουμέντα και μπορεί ο αναγνώστης να βγάλη μόνος του τα σχετικά συμπεράσματα. Για την ώρα, ας δούμε ποιος είναι αυτός ο Σολζενίτσιν, σαν άνθρωπος και σα συγγραφέας.
Γεννήθηκε στο Κισλοβόντσκ, το 1918, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Ροστώβ, της περιοχής του Ντον. Όταν τέλειωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ταυτόχρονα όμως, νοιώθοντας μια κλίση ακατανίκητη προς τη λογοτεχνία, παρακολουθούσε μαθήματα Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας σε ειδικό Ίδρυμα όπου τα μαθήματα αυτά διδάσκονται με τη μέθοδο της αλληλογραφίας. Τέλειωσε τις σπουδές του λίγο πριν από την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. «Τα μαθηματικά», λέει ο ίδιος σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε στον Σλοβάκο δημοσιογράφο και συγγραφέα Πάβελ Λίσκο, το Μάρτη του 1967, «μου άνοιγαν το δρόμο για να κάνω μια καριέρα εκπαιδευτικού, αλλά δεν ήθελα να τους αφιερώσω όλη τη ζωή μου. Πιο πολύ απ' ο,τιδήποτε άλλο με τράβαγε η λογοτεχνία κι έβλεπa τα μαθηματικά μόνο σα μέσο για να κερδίζω το καθημερινό μου ψωμί». Έγραφε από τότε κι έστειλε τα πρώτα λογοτεχνικά του δοκίμια στον μετέπειτα (από το 1959) παντοδύναμο Πρώτο Γραμματέα της Ένωσης Συγγραφέων Φεντίν, αλλά δεν κρίθηκαν δημοσιεύσιμα. Τα πιο πολλά απ' αυτά τα πρωτόλεια κρατήθηκαν αργότερα στις φυλακές της Λουμπγιάνκα, όπου είχε κλειστή ο συγγραφέας τους. Ταυτόχρονα έγραφε και για το θέατρο. Ο σκηνοθέτης Ζαβάντσκυ που είχε εκτοπισθή από τη Μόσχα και άνοιξε μια δραματική σχολή στο Ροστώβ τον αναφέρει ο Σολζενίτσιν στο βιβλίο του — έβρισκε πως ο νεαρός συγγραφέας είχε ταλέντο, αλλά δεν πρόφτασε να παρουσίαση έργο του γιατί αρρώστησε βαρειά από καρκίνο του λάρυγγος.
Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμoς. Ο Σολζενίτσιν κατατάχτηκε σαν απλός φαντάρος και υπηρέτησε στα μεταγωγικά, φροντίζοντας τ' άλογα και τα μουλάρια του στρατού, μαζί με άξεστους κι απλοϊκούς κοζάκους. Ένοιωθε όμως πως μπορούσε να προσφέρη κάτι καλύτερο, στο πυροβολικό ιδιαίτερα, αφού ήτανε φυσικομαθηματικός, κι έκανε πολλές αιτήσεις για να τον μετακινήσουν απ' αυτό το σώμα, αλλά δεν του έδιναν καμιά απάντηση. Τελικά, ύστερα από ένα χρόνο, βρέθηκε κάποιος γνωστός του αξιωματικός που τον βοήθησε να μπει στη Σχολή κι όταν τελείωσε την εκπαίδευσή του τον έστειλαν στην πόλη Γκόρκο, το παλιό Νίζνι - Νόβγκοροντ. Τις εντυπώσεις του απ' αυτό το ταξίδι μας τις δίνει στη νουβέλλα «Μια συνάντηση στο σταθμό Κρετσέτοβκα». Τον έστειλαν στο μέτωπο σαν επικεφαλής του τμήματος ακουστικής μιας μονάδας πυροβολικού κι έφτασε ως το βαθμό του λοχαγού. Πολέμησε κοντά στο Λένινγκραντ, πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη του Ορέλ - Κουρσκ και αργότερα διέσχισε όλη την Λευκορωσία και την Πολωνία βαδίζοντας με τα νικηφόρα σοβιετικά στρατεύματα εναντίον του Βερολίνου. Για την πολεμική του δράση, πήρε τον τίτλο του «Ήρωα» — την ανώτατη δηλαδή τιμητική διάκριση εξαίρετων πράξεων που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Σοβιετική Ένωση. Ξαφνικά όμως, τον Γενάρη του 1945, ενώ πολεμούσε γύρω από την Καίνιξμπεργκ, στην Ανατολική Πρωσία, τον κάλεσε ο μέραρχός του και τον διέταξε να του παραδώση το πιστόλι του. Ήτανε πολύ συγκινημένος γιατί συμπαθούσε τον Σολζενίτσιν, παρέμεινε μάλιστα φίλος του ως το τέλος και εξακολουθεί να είναι ακόμα από τους ελάχιστους φίλους του συγγραφέα, αλλά τότε δεν του έδωσε καμία εξήγηση γιατί δεν του επιτρεπόταν να μιλήση. Τον παρέδωσε σε δυο άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας που βρίσκονταν στο γραφείο του και βρήκε μόνο το θάρρος να του σφίξη το χέρι, την ώρα που τον έπαιρναν — ήτανε πραγματικά μεγάλο θάρρος για την εποχή εκείνη, ο ίδιος δε ο Σολζενίτσιν χαρακτηρίζει τη χειρονομία του στρατηγού σα μια από τις πιο θαρραλέες πράξεις που είδαν τα μάτια του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι δύο άνδρες της Ασφάλειας του ξύλωσαν επί τόπου τα παράσημα και τα γαλόνια και τον οδήγησαν στις φυλακές της Λουμπγιάνκα όπου κλείστηκε χωρίς να ξέρη ακόμα γιατί κατηγορείται. Όταν όμως άρχισε η ανάκριση, κατάλαβε:
«Πιάστηκα από την αφέλειά μου, διηγείται ο ίδιος στην ίδια συνέντευξη. Ήξερα βέβαια ότι απαγορεύεται να αποκαλύπτης στρατιωτικά μυστικά στα γράμματα που στέλνεις από το μέτωπο, αλλά φανταζόμουνα πως είχα το δικαίωμα να σκέφτομαι. Είχα γράψει λοιπόν σ' ένα φίλο μου κάτι γράμματα όπου, ανάμεσα στα αλλά, τoυ 'λεγa και τη γνώμη μου για τον Στάλιν, χωρίς να τον κατονομάζω μάλιστα. Έβρισκα από πολύν καιρό τώρα ότι είναι αξιοκατάκριτος. Κατά τη γνώμη μου, είχε προδώσει τον λενινισμό, ήτανε υπεύθυνος για τις καταστροφές της πρώτης περιόδου του πολέμου κι έκανε ένα σωρό λάθη γραμματικά, όταν μίλαγε. Ήμουνα πραγματικά τόσο αφελής ώστε να τα γράφω όλα αυτά τα γράμματα!
Μετά την ανάκριση καταδικάστηκα σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα με ειδική απόφαση και χωρίς να γίνη καμία δίκη... Μ' έσωσαν στα κάτεργα τα μαθηματικά. Δεν ήξερα καμία χειρωνακτική δουλειά και ήμουνα εντελώς ανίκανος να κάνω κάτι που θα ήτανε αντίθετο με τις πεποιθήσεις μου ...».
Χάρις στα μαθηματικά, πέρασε τα πέντε πρώτα χρόνια της καταδίκης του σχετικά καλά, δουλεύοντας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών των Φυλακών. Ήτανε βέβαια φυλακισμένος και τους έβγαζαν μόνο για λίγα λεπτά κάθε μέρα στο προαύλιο της φυλακής, αλλά έτρωγαν καλά και ζούσαν κάτω από συνθήκες ανθρώπινες. Τα τρία τελευταία χρόνια όμως, τον πήρανε από κει και τον έστειλαν σ' ένα «ειδικό» στρατόπεδο του Καζακστάν, στα Καραγκάντα, όπου γνώρισε την αληθινή φρίκη των κομμουνιστικών στρατοπέδων. Από το «ειδικό» αυτό στρατόπεδο βγήκε το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Ο Σολζενίτσιν χάνει πια την υπόστασή του και γίνεται ένα σκέτο νούμερο, ο Σ.Κ. 232.
Εκεϊ μέσα, θέλοντας και μη, έμαθε τη δουλειά του χτίστη και του τσιμεντά και δούλεψε σαν τον ήρωά του, τον Σουκώβ, όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ποινής του, που έληξε το Φλεβάρη του 1953. Την ημέρα ακριβώς που έβγαινε από το κάτεργο ο Σολζενίτσιν, στις 5 Μαρτίου, άκουσε κατάπληκτος το μεγάλο νέο που μετέδιδαν όλα τα μεγάφωνα: Ο Στάλιν ήτανε νεκρός! Είχε βγει από το κάτεργο αλλά δεν ήτανε ακόμα ελεύθερος — έπρεπε να παραμείνη εκτοπισμένος. Η αστυνομία της περιοχής τον κάλεσε και προσπάθησε να τον πείση να υπογράψη μια δήλωση που να λέη ότι αποδέχεται την διαρκή εκτόπισή του. Ο Σολζενίτσιν, αρνήθηκε να την υπογράψη, χωρίς όμως ν' αποφύγη μ' αυτό την εκτόπιση.
Έμεινε εκτοπισμένος ως τα 1956, σ' ένα ταταρικό χωριό, νοτιοδυτικά της λίμνης Μπαλκάς (Βαϊκάλης). Στο μεταξύ, από τότε ακόμα που βρισκόταν στο κάτεργο, του είχε παρουσιαστή ένας κακοήθης όγκος στον αυχένα και η κατάστασή του χειροτέρεψε τόσο πολύ ώστε έχανε τις αισθήσεις του από τους δυνατούς πόνους. Τελικά τα κατάφερε, μετά την απελευθέρωσή του, να πάη ως την Τασκένδη για να τον χειρουργήσουν. Από την περιπέτεια αυτή βγήκε αργότερα το πολύκροτο έργο του «Πτέρυγα των καρκινοπαθών». Με την εγχείρηση διαπιστώθηκε πως ο όγκος ήτανε κακοήθης (καρκίνος) ως τώρα όμως δεν εκδηλώθηκε καμία μετάσταση και ο συγγραφέας αισθάνεται καλά στην υγεία του. «Εκφυλίστηκε και μεταλλάχτηκε σε καλοήθη κατάσταση», λέει ο ίδιος.
Στο κάτεργο, δουλεύοντας με τους τσιμεντόλιθους, δούλευε ταυτόχρονα μες το μυαλό του και τα έργα που θα 'γραφε ύστερα. Σαν άσκηση και σαν ψυχαγωγία είχε επινοήσει έναν νέο τύπο «διηγήματος» πολύ μικρού, από δέκα πέντε μέχρι είκοσι γραμμές. Δεν μπορούσε να τα γράψη βέβαια στο στρατόπεδο αλλά τα είχε συνθέσει μέσα στο μυαλό του και τ' αποστήθιζε. Μερικά απ' αυτά, δημοσιεύτηκαν μετά την αποκατάστασή του. Το 1954 έγραψε και το θεατρικό έργο «Το ελάφι και η πόρνη του κάτεργου», καθώς και το μυθιστόρημά του «Ο Πρώτος Κύκλος» που είχε απίστευτες περιπέτειες, Έγραψε επίσης τις νουβέλλες «Το σπίτι της Ματρόνα» και «Για το καλό του Αγώνα», καθώς και ένα άλλο θεατρικό έργο που έχει σαν τίτλο μια ολόκληρη φράση από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο»: «Σκόπει ουν μη το φως το εν σοι σκότος εστίν» (ια' 35). Το έργο αυτό ετοιμαζότανε κατά το μικρό φιλελεύθερο διάλειμμα της χρουστσωφικής περιόδου από δύο θεατρικούς οργανισμούς, το θέατρο «Βαχτάνγκοβ» και το «Λίνισκυ Κομσομόλ», ύστερα όμως πέρασε κι αυτό στην παρανομία, δεν παίχτηκε ποτέ, κι ούτε ποτέ δημοσιεύτηκε. Έχει γράψει επίσης και σενάρια για τον κινηματογράφο που δεν γυρίστηκαν βέβαια. Σήμερα ο Σολζενίτσιν ζει αποτραβηγμένα σ' ένα σπιτάκι του Ριαζάν, στην οδό Ζαμπλόκοβα, με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Διδάσκει ακόμα μαθηματικά και είναι άνθρωπος απλός, λιτός, φαινομενικά πράος και αυτοεξορισμένος. Φαινομενικά. Γιατί στο βάθος είναι ένας μαχητής νευρώδης, σε βαθμό εριστικότητας, και όχι απ' αυτούς που ικανοποιούνται με τη σιωπηλή εγκαρτέρηση ή με μια απελπισμένη αυτοεκτόπιση. Ξέρει να πολεμάει ο Σολζενίτσιν — άλλοτε με τη σιωπή κι άλλοτε με τα γραφτά ή τα διαβήματά του. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας το εκπληκτικό υπόμνημα που υπέβαλε στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, σίγουρα θα μείνη άναυδος και μπορεί να κάνη τη σκέψη ότι ο Σολζενίτσιν είναι αφελέστατος ή, τουλάχιστον, αδιόρθωτα ρομαντικός, ότι πετάει στα σύννεφα χωρίς να έχη την παραμικρή αίσθηση της σύγχρονης σοβιετικής πραγματικότητας. Γιατί αυτά που ζητάει με το υπόμνημά του (πλήρης ελευθερία στους συγγραφείς, κατάργηση κάθε είδους λογοκρισίας κλπ.) ισοδυναμούν με κατάλυση του ίδιου του καθεστώτος. Πώς είναι δυνατόν να περνάη από το μυαλό του η σκέψη πως μπορεί ποτέ το καθεστώς ν' αυτοκαταλυθή; Δε θα ήτανε αφέλεια και μόνο που το σκέφτεται; Σίγουρα, ναι. Νομίζω όμως ότι θ' αδικούσαμε τον Σολζενίτσιν και τον ατσάλινο χαρακτήρα του αν κάναμε μια τέτοια υπόθεση. Ασφαλώς γνωρίζει πολύ καλά ότι χτυπάει γροθιές στον τοίχο, ότι δε γίνεται τίποτα και ότι τα αιτήματά του είναι ανεδαφικά, αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Βλέπει μόνον τον τοίχο που πρέπει να γκρεμιστή και τον χτυπάει με όλες τις δυνάμεις του — τον χτυπάη για να τον χτυπήση, ξέροντας πολύ καλά πως δεν πέφτει αλλά κλονίζεται με τόσο δυνατά χτυπήματα. Έπειτα είναι και μια τακτική «στριμώγματος». Τα λέει όλα αυτά ο Σολζενίτσιν γιατί είναι αλήθειες άπλες και κρυστάλλινες που δε μπορεί να τις αρνηθή ένας πνευματικός άνθρωπος — απευθύνεται σε συγγραφείς, ε; — χωρίς να γίνη τουλάχιστον γελοίος. Το «στρίμωγμα» αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στη διαλογική συζήτηση που είχε ο Συγγραφέας με την Γραμματεία της «Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων», στις 22 Σεπτεμβρίου 1967 , όπου βλέπει κανείς τους αντιπάλους του Σολζενίτσιν κολλημένους κυριολεκτικά στον τοίχο κλιμακωτά σε τρεις βαθμίδες: Στους πιο έντιμους πνευματικά που αγωνίζονται να περισώσουν την αξιοπρέπειά τους, χωρίς να έλθουν όμως και σε σύγκρουση με το κόμμα, στους φοβισμένους, που «συμφωνούν με τον προλαλήσαντα» καθοδηγητή και στους συγγραφείς — επαγγελματίες κομμουνιστές που συνεχίζουν το τροπάρι τους και ενδιαφέρονται για το «ψωμάκι» τους οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν την παραμικρή ανησυχία, χωρίς να τους ενοχλή η αστυνόμευση του πνεύματος και χωρίς να βάζουν τόσο μεγάλους στόχους, σαν κι αυτούς που θέτει στους άλλους και στον εαυτό του ο Σολζενίτσιν, μιλώντας για τα καθήκοντα του συγγραφέα:
«Από τη στιγμή που ο συγγραφέας βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια, λέει στην ίδια συνέντευξη που αναφέραμε πιο πάνω, σαν καλλιτέχνης, ανακαλύπτει με τη διαίσθησή του, πριν από τους άλλους ανθρώπους και υπό τις πιο διαφορετικές όψεις, πλήθος κοινωνικά φαινόμενα. Εκεί τοποθετείται το ταλέντο του, καθώς και το καθήκον του που απορρέει απ' αυτό το ταλέντο: Οφείλει να πει στην κοινωνία αυτό που βλέπει ή, τουλάχιστον κάτι που δεν είναι καλό και δημιουργεί έναν κίνδυνο...».
Μπορεί βέβαια να πληρώση πολύ ακριβά το θάρρος του, αλλά αυτό δεν έχει σημασία:
«Κατά τη γνώμη μου, συνεχίζει, το γεγονός ότι μπορεί η κοινωνία να είναι άδικη απέναντι σ' έναν συγγραφέα της, δεν αποτελεί κακό ανεπανόρθωτο. Δεν είναι καλό να παραχαϊδεύη η κοινωνία τους συγγραφείς. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί την αδικία, και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος της αποστολής του. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνη εύκολη η τύχη του συγγραφέα...», Ξέρει λοιπόν πολύ καλά ποια είναι η μοίρα του, αλλά δεν τρομάζει βλέποντας το πρόσωπό της, ούτε είναι απ' αυτούς που συμβιβάζονται. Όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χωρίς ο ίδιος φυσικά να κάνη την παραμικρή προσπάθεια — αντίθετα με πάρα πολλούς νομπελίστες — ο σοβιετικός τύπος και ο «διαφωτιστικός» μηχανισμός του κόμματος, ανεκάλυψαν και άλλη μια «σατανική» ικανότητα του Σολζενίτσιν: Ότι είναι ένας τρομερός «μπίζνεσμαν», ότι όλα αυτά τα έκανε και τα έγραψε για να τραβήξη την προσοχή του κόσμου γύρω από το άτομό του και το έργο του, με τον απώτερο σκοπό να κερδίση πολλά χρήματα Η περίπτωση Σολζενίτσιν είναι μια πολύ καλά οργανωμένη «επιχείρηση», ανεκοίνωσε το «Τας», επίσημα και δίχως φόβο του γελοίου. Kaι τα λένε αυτά για έναν άνθρωπο που ξέρουν πολύ καλά πόσο περιφρονεί το χρήμα, πόσο απλά ζει και τι προσπάθειες κατέβαλε, τι διαβήματα είχε κάνει στους ίδιους τους κατήγορούς του, πολύ πριν να τιμηθή με το Νομπέλ, για να μη διαρρεύσουν τα έργα του στο εξωτερικό, συνεπώς για να μην κερδίση χρήματα. Σαν αποτελεσματικό μέσον, πρότεινε να προσυπογράψη και η χώρα του τη διεθνή σύμβαση που κατοχυρώνει τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας για να μη μπορούν οι ξένοι εκδότες να παίρνουν τα έργα των σοβιετικών συγγραφέων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Δεν τούδωσαν καμμία προσοχή και καμμία απάντηση. Κι όταν διέρρευσαν τα έργα κι όταν δημιουργήθηκε όλος αυτός ο θόρυβος με τα υπομνήματά του, κι όταν η υπόθεση πήρε τις διαστάσεις «σκανδάλου» με τη βράβευση του συγγραφέα που θεωρήθηκε σαν αντισοβιετική πρόκληση, έρριξαν και πάλι όλα τα βάρη στις πλάτες του Σολζενίτσιν. Το μόνο που τους ενδιέφερε τότε ήτανε να βγει ο ίδιος και να δηλώση καθαρά ότι αυτά που έγραφε ο ξένος τύπος είναι συκοφαντίες και «καπιταλιστικές βρωμιές». Μια τέτοια δήλωση, θα του τη δημοσίευε ο τύπος «ευχαρίστως». Kaι ύστερα, σαν ανταμοιβή, θα δημοσιεύονταν και ορισμένα έργα του, αφού όμως περνούσαν πρώτα από μια «αρμόδια» επιτροπή και αφού ο συγγραφέας θα δεχότανε να κάνη τις διορθώσεις που θα του υπέδειχνε η επιτροπή. Ο Σολζενίτσιν, φυσικά, αρνήθηκε να πάρη μέρος σε μια τέτοια συναλλαγή. Και συνέχισε και συνεχίζει τη μαρτυρική του πορεία.
Οι «διορθώσεις» που θέλουν να επιφέρουν στο έργο του Σολζενίτσιν δεν είναι βέβαια μονάχα φραστικές. Ζητούν να «σουλουπώσουν» το έργο του έτσι που να χωρέση μέσα στα καλούπια του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» — πράγμα που θα ισοδυναμούσε με ολοκληρωτική παραμόρφωση. Γιατί αυτός ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» δεν είναι τίποτ' άλλο πάρα η εκάστοτε γραμμή του κόμματος που εκφράζεται με μέσα καλλιτεχνικά — υποτίθεται. Και εδώ ακόμα εύκολα διακρίνει κανείς την παιδαριώδη οπισθοβουλία που έκρυβε αυτή η πρόταση. Γιατί βέβαια καμμία επιτροπή, όσο «αρμόδια» κι αν ήτανε, δε θα κατόρθωνε να εντάξη το έργο του Σολζενίτσιν στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αφού εκ κατασκευής είναι αντίθετο προς αυτές τις αντιλήψεις. Δε μένει λοιπόν παρά να υποθέσουμε ότι μοναδικός σκοπός τους ήτανε να του αποσπάσουν τη «δήλωση». Όταν θα την υπέγραφε, είχαν όλον τον καιρό να «επανεξετάσουν» την υπόθεση και να την επανεξετάζουν επί μήνες και επί χρόνια ώσπου να την ξεχάσουν όλοι κι ώσπου να ξεχαστή — αυτό προ πάντων — και ο ίδιος ο Σολζενίτσιν. Γιατί τι είδους «διορθώσεις» θα κάνουν σ' έναν συγγραφέα που κηρύσσει ανοιχτά τη χρεωκοπία του συστήματος και υπερασπίζεται μαχητικά τα δικαιώματα του ατόμου; «Πρέπει να βλέπουμε τα καθήκοντα του συγγραφέα, λέει πάλι στην ίδια συνέντευξη, όχι μόνο από την άποψη των υποχρεώσεών του προς την κοινωνία αλλά και από τις υποχρεώσεις του προς το άτομο. Και σ' αυτό τελικά βρίσκεται η βασική του υποχρέωση. Η ζωή του ατόμου δεν είναι πάντοτε αρμονική με τη ζωή της κοινωνίας. Το κοινωνικό σύνολο δεν έρχεται πάντοτε σε βοήθεια του ατόμου. Κάθε άνθρωπος έχει ένα σωρό προβλήματα που δε μπορούν να λυθούν από το κοινωνικό σύνολο, γιατί ο άνθρωπος είναι πρώτα μονάδα σωματική και πνευματική και ύστερα μέλος της κοινωνίας...».
Και προχωρεί ακόμα περισσότερο σε περιοχές απαγορευμένες για τον μαρξισμό:
«Στην εποχή μας, που η ζωή κυριαρχείται από την τεχνική, που η υλική καλοπέραση θεωρείται το σημαντικώτερο πράγμα, που η θρησκευτική επιρροή εξασθενίζει παντού, ο συγγραφέας εχει εντελώς ιδιαίτερα καθήκοντα και οφείλει να καταλάβη πολλές θέσεις που απέμειναν κενές. Στα πρόβλημα των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ της εποχής μας και της αιωνιότητας, ο συγγραφέας πρέπει να τοποθετείται σε αποστάσεις ισόρροπες. Αν τα έργα του δίνουν μόνο την επικαιρότητα σε σημείο ώστε να χάνη την επαφή SUB SPECIE AETERNITATIS, θα έχουν πολύ σύντομη διάρκεια. Αν πάλι, αντίθετα, δίνη μεγάλη προσοχή στην αιωνιότητα, παραμελώντας το παρόν, το έργο του χάνει το χρώμα του, τη δύναμη και την πνοή του. Ο συγγραφέας λοιπόν βρίσκεται πάντοτε ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδι και δεν πρέπει να στρέφη το πρόσωπό του ούτε προς τη μία, ούτε προς την άλλη...».
Ο Σολζενίτσιν, πριν από κάθε είδους αξιολόγηση της λογοτεχνικής του προσφοράς, αναγνωρίζεται σήμερα σ' όλον τον κόσμο σα μια υψηλή συγγραφική συνείδηση και γι' αυτό ακριβώς η βράβευσή του παίρνει ιδιαίτερη σημασία. Όχι πως λείπουν από τον κόσμο — και από την ίδια τη Σοβιετική Ένωση ακόμα — οι συγγραφείς που έχουν υψηλή συνείδηση της αποστολής τους. Η εντελώς ιδιαίτερη σημασία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός παλεύει με πείσμα και μαχητικότητα για την εκπλήρωση μιας αποστολής που μπορεί να φαίνεται εκ των πραγμάτων κατάδικασμένη σε αποτυχία αλλά αποτελεί μια σιγανή φωνή ελπίδας για τον άνθρωπο γενικά — κι όχι μονάχα για το συνθλιβόμενο άτομο του κομμουνιστικού χώρου. Οι κρίσεις τώρα για την καθαρά λογοτεχνική αξία του έργου του ποικίλλουν. Η επίσημη σοβιετική κριτική, δεν του αναγνωρίζει πια κανένα προτέρημα. Και λέμε «πια» γιατί παλιότερα, δεν έφτανε ως αυτό το σημείο ή, αντίθετα, εξυμνούσε το ταλέντο του κατά τρόπο υπερβολικό, ίσως. Οι υπερβολικές εκτιμήσεις όμως δεν έλειψαν και στον δυτικό κόσμο. Πολλοί κριτικίζοντες δημοσιογράφοι ή δημοσιογραφούντες κριτικοί έσπευσαν — μετά τη βράβευσή του, φυσικά — να διακηρύξουν ότι ένας νέος Ντοστογιέφσκυ ανέτειλε στον ορίζοντα της ρωσικής λογοτεχνίας. Προσωπικά, αν μου επιτρέπεται να έχω γνώμη, δε συμμερίζομαι αυτόν τον ενθουσιασμό και δε βρίσκω να υπάρχη συγγραφική συγγένεια με τον γίγαντα ούτε στην ενόραση του κόσμου, ούτε στη σύλληψη των ιδεών, ούτε στα εκφραστικά μέσα, ούτε στην τεχνική. Το γεγονός και μόνο ότι έκαναν και οι δύο σε στρατόπεδο δεν είναι αρκετό για ν' αποκαταστήση ανάμεσά τους οποιαδήποτε πνευματική συγγένεια—μιλάνε, εξ άλλου, σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική: Ο Σολζενίτσιν «φωτογραφίζει» το υλικό του κατά τρόπο νατουραλιστικό σχεδόν — ο Ντοστογιέφσκυ το αναπλάθει σ' ένα άλλο επίπεδο, το μετουσιώνει και δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, παρμένον βέβαια από την πραγματικότητα, αλλά που δεν είναι η πραγματικότητα, είναι η σε βάθος προέκτασή της και η εν ουσία παράθεσή της. Αν υπάρχη ένας πνευματικός πατέρας για τον Σολζενίτσιν αυτός είναι πολύ περισσότερο ο Τολστόι — που τον θαυμάζει άλλωστε απέραντα — και όχι ο Ντοστογιέφσκυ. Πασχίζει για την λεξoτεχvική επεξεργασία των κειμένων του, όπως πάσχιζε και ο Τολστόι, όπως πάσχιζε και ο Τουργκένιεφ ή και ο Πούσκιν. (Ο Ντοστογιέφσκυ, γράφοντας πάντα με ρυθμό αγχώδη και τις πιο πολλές φορές για λόγους βιοποριστικούς, δεν είχε τη δυνατότητα να κάνη τέτοια «ψιλοκοσκινίσματα»). Φαίνεται μάλιστα ότι αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γλωσσικό υλικό και προσπαθεί μέσα απ' αυτό να φτάση στην «ψυχή της Ρωσίας», στα ουσιώδη και βαθύτατα γνωρίσματα του ρωσικού λαού.
«Είμαι σίγουρος, λέει (στην ίδια συνέντευξη πάντα), οτι η λογοτεχνία μας δεν έχει εκμεταλλευθή αρκετά τον γλωσσικό μας πλούτο. Στον 20ό αιώνα οι γλώσσες φτωχαίνουν και τυποποιούνται. Μας διαφεύγει μέγα μέρος από την αξία που είχαν άλλοτε. Είναι πια μια αρρώστεια που έχει η ομιλούμενη γλώσσα — ακόμα κι αυτή που μιλάω εγώ. Στο κάτεργο, όταν άρχισα να μελετώ σε βάθος τα ρωσικά (κάποτε και με τη βοήθεια λεξικών) κατάλαβα ότι μέσα σ' αυτές τις λέξεις βρίσκονταν χίλιες δυο γλωσσικές ομορφιές που προσπαθώ σήμερα να τις χρησιμοποιήσω — εκείνες, τουλάχιστον, τις λέξεις ή εκφράσεις που είναι πιο κοντά στην ομιλούμενη σήμερα γλώσσα. Δεν διακινδυνεύω να καταφύγω σε λέξεις αρχαιότερες. Πολλές φορές κάνω λάθος στην εκλογή διαλέγοντας πολύ παλιές λαϊκές εκφράσεις, ελπίζω όμως να λαθεύω όλο και λιγώτερο στο μέλλον...».
Η λεξoτεχvική του προσήλωση και οι γλωσσολογικές του αναζητήσεις για τον εμπλουτισμό της σύγχρονης ρωσικής γλώσσας, κάνουν τα κείμενα του Σολζενίτσιν εξαιρετικά δύσκολα στη μετάφραση και ο κάθε μεταφραστής αγωνίζεται να βρει στη δική του γλώσσα αντιστοιχίες που ίσως να μην υπάρχουν ή να είναι πολύ απομακρυσμένες από το πρωτότυπο. Γι' αυτό, αν θελήση κανείς να παραβάλη δύο ξένες μεταφράσεις, στα γαλλικά και στ' αγγλικά λόγου χάριν, θα διαπιστώση ένα σωρό διαφορές, ουσιώδεις κάποτε, που δεν προδίδουν τίποτ' άλλο παρά την αμηχανία των μεταφραστών. Ο Σολζενίτσιν λοιπόν είναι και θα παραμείνη συγγραφέας που χάνει πολλά μεταφραζόμενος. Παρ' όλα αυτά, ακόμα κι από κείνο που απομένει, δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε την παρουσία ενός ταλέντου ρωμαλέου. Μπορεί κάποτε οι περιγραφές του να συνοδεύωνται από βωμολοχίες που δεν γράφονται ή να υπερφορτώνωνται με λεπτoμέρειες ασήμαντες και να διασαλεύεται η ισορρόπηση στην έκθεση των ιδεών, στην αρχιτεκτονική, στους χαρακτήρες, στη όραματική ανέλιξη του μύθου, αλλά πέρα απ' όλα αυτά φαίνεται ο δυνατός συγγραφέας που ξέρει να βλέπη σα συγγραφέας και να δίνη μερικές φορές ολοκληρωμένους ανθρώπους με δυο ή τρεις μονάχα πινελιές. Ο πλωτάρχης Μπουϊνόβσκυ, ο Καίσαρας, ο Τιούριν και πολλοί άλλοι ήρωες του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» είναι μορφές που θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, που θα μας συγκλονίσουν με την τραγικότητά τους και προ πάντων με τις προεκτάσεις που δίνει ο συγγραφέας στη ζωή και στη μοίρα τους.
Δεν είναι τάχα αρκετό, αυτό και μόνο, για να πούμε ότι ο Σολζενίτσιν είναι ένας μεγάλος συγγραφέας;
ΣΩΤ. ΠΑΤΑΤΖΗΣ
Διαβάστε ολόκληρο το Βιβλίο ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Η περίπτωση Σολζενίτσιν
είναι ένα φαινόμενο με πλήθος αντιφατικές πλευρές που καταντούν ακατανόητες, για
τους ανθρώπους μιας ελεύθερης χώρας. Η κύρια αντινομία πηγάζει από το γεγονός
ότι η κοινωνική ζωή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γενικά, και ιδιαίτερα στα
κομμουνιστικά, έχει πάντοτε δύο όψεις σ' όλες της τις εκδηλώσεις, πολιτικές,
οικονομικές, πνευματικές κλπ. Η μία όψη φωτίζεται με τους δυνατούς προβολείς της
προπαγάνδας και διαμορφώνεται με τον τρομακτικό σε δύναμη οργανωτικό μηχανισμό
του κόμματος και η άλλη παραμένει στη σιγή και στο ημίφως — όταν δεν
ενταφιάζεται ολότελα. Η πρώτη εκφράζει τη σκοπιμότητα. Η δεύτερη την
πραγματικότητα, που μπορούμε να την πούμε και αλήθεια. Η σκοπιμότητα είναι
πάντοτε νόμιμη και επιθυμητή όχι μόνο σαν επιδίωξη πολιτικο-κοινωνική αλλά και
σαν ηθική-πνευματική στάση. Η αλήθεια, αντίθετα, είναι πάντοτε ενοχλητική, ακόμα
κι όταν υπηρετεί το καθεστώς σε τελευταία ανάλυση, γιατί έχει από την ίδια της
τη φύση μια εκρηκτικότητα επικίνδυνη για τον ολοκληρωτισμό. Μπορεί να μην είναι
απαράδεκτη σαν ηθική στάση, είναι όμως ανυπότακτη σαν πολιτικο-κοινωνική δύναμη
και δύσκολα τίθεται υπό πλήρη έλεγχο — κάτι σαν τη νιτρογλυκερίνη, θα μπορούσαμε
να πούμε, που πρέπει να διακινείται πάντοτε με σχολαστική προσοχή και σε ειδική
συσκευασία, γιατί με την παραμικρή απροσεξία τινάζονται πολλά πράγματα στον
αέρα. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση Σολζενίτσιν: Μια έκρηξη απρόσμενη και
μια πικρή εμπειρία του σοβιετικού καθεστώτος, που δεν είναι βέβαια οι πρώτες,
ούτε και πρόκειται να μείνουν οι τελευταίες.
Δεν είχε κανέναν λόγο το
σοβιετικό καθεστώς να επιτρέψει την έκδοση αυτού του βιβλίου που φωτογραφίζει με
πειστικότητα όχι μόνο τις ανατριχιαστικές λεπτoμέρειες και την απανθρωπιά των
στρατοπέδων, αλλά, κυρίως, τις αδυναμίες, την ανεπάρκεια και την πλήρη χρεοκοπία
του συστήματος, σαν κατασκευής πια, με όλο της το «υπεροικοδόμημα». Γιατί αυτό,
κυρίως, έχει τη μεγαλύτερη σημασία στο λογοτεχνικό ντοκουμέντο του Σολζενίτσιν:
Η καταγγελία — σε τόνο «σότο βότσε», φυσικά — της θεμελιώδους μαρξιστικής αρχής
ότι ο άνθρωπος είναι μόνο μια κοινωνική μονάδα και η εντεύθεν χρεοκοπία μιας
άλλης, επίσης θεμελιώδους αρχής, που επιβάλλει την ολοκληρωτική κοινωνικοποίηση
των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια ο Σολζενίτσιν δεν πιστεύει — ίσως να μην είχε
πιστέψει ποτέ — στον λεγόμενο σοσιαλισμό της χώρας του, όπως εφαρμόζεται σήμερα
τουλάχιστον, και ονειρεύεται, ρομαντικά ίσως, μια άλλη σοσιαλιστική κοινωνία,
έναν «ηθικό» σοσιαλισμό χωρίς το ιερό τέρας της σκοπιμότητας, χωρίς την πλήρη
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, χωρίς βία και ψεύδη, χωρίς σκληρότητα — μια
κοινωνία που θα υπολογίζει σε όλες τις εκδηλώσεις της τον ανθρώπινο παράγοντα,
που θα σέβεται ορισμένες θεμελιώδεις αξίες, που θα είναι σταθερά
προσανατολισμένη προς την έννοια του καλού και θα πασχίζει για την πνευματική
διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων, για την ηθική τους τελείωση, χωρίς να περιορίζει
τις πνευματικές τους ανησυχίες, τις αναζητήσεις τους και την έκφρασή τους, ακόμα
κι όταν αυτές στρέφονται προς το μεταφυσικό χάος και αναζητούν το «Θεό» ή
ξεκινούν από την πίστη προς το Θεό.
Για το Κομμουνιστικό κόμμα,
αυτός ο «ουτοπικός σοσιαλισμός», καθώς τον χαρακτηρίζει, δεν είναι μόνο αφελής
και ξεπερασμένη αντίληψη που έρχεται σε σύγκρουση με τον «επιστημονικό
σοσιαλισμό», αλλά, προ πάντων, είναι μέσον παραπλανήσεως των μαζών, σκοταδισμός
και αντίδραση που εμφανίζονται με σοσιαλιστικό προσωπείο. Ο Σολζενίτσιν λοιπόν,
σαν κήρυκας τέτοιων ιδεών, κατατάσσεται αυτόματα στους «αντιδραστικούς» που δε
θα σκεφτούν βέβαια ποτέ να γράψουν και να εκδώσουν βιβλία αλλά θα είναι
ευχαριστημένοι αν το καθεστώς τους ανεχθεί κατά κάποιο τρόπο και τους παρέχει τη
δυνατότητα να βγάζουν έστω και ένα ξεροκόμματο, χωρίς να τους στέλνει σε
στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς
πώς η τόσο έμπειρη και τόσο επιδέξια ψαλίδα της λογοκρισίας επέτρεψε την έκδοση
ενός εκρηκτικού ντοκουμέντου που κλονίζει συθέμελα το καθεστώς. Μια απάντηση μας
δίνει ο ίδιος ο Χρουστσόφ στον τελευταίο λόγο που ξεφώνησε κατά τη λήξη των
εργασιών του πολύκροτου 22ου Συνεδρίου: «Καθήκον όλων μας, είπε, είναι ν'
αναλύσομε προσεκτικά τα γεγονότα που συνδέονται με την κατάχρηση της εξουσίας. Ο
καιρός περνάει, είμαστε όλοι μας θνητοί και θα πεθάνουμε, αλλά όσο ζούμε κι
εργαζόμαστε, μπορούμε και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πολλά και να πούμε την αλήθεια
στο κόμμα και στο λαό ... Πρέπει να γίνει αυτό το πράγμα για να μην επαναληφθούν
στο μέλλον τέτοια φαινόμενα ...».
Μπορεί κανείς να δεχτή ότι
ο Χρουστσόφ ήτανε ειλικρινής και ότι πραγματικά ήθελε να «ξεκαθαριστούν» πολλά
πράγματα για να μην «επαναληφθούν» στο μέλλον τα φαινόμενα αυτά, δηλαδή οι
συνέπειες του σταλινισμού, αν και τη στιγμή που έλεγε τα ωραία αυτά λόγια,
ήξερε, ή, τουλάχιστον θα πρέπει να γνώριζε, ότι τα στρατόπεδα που κατήγγειλε ο
Σολζενίτσιν εξακολουθούσαν να λειτουργούν αδιατάρακτα, με το ίδιο πνεύμα και με
τους ίδιους κανονισμούς.
Είναι γεγονός πάντως ότι
για λίγο χρονικό διάστημα μετά το βαρυσήμαντο εκείνο Συνέδριο του κομμουνιστικού
κόμματος, δημιουργήθηκε μια χαοτική κατάσταση ιδιαίτερα γύρω από τα θέματα της
πνευματικής ελευθερίας, των καταχρήσεων της εξουσίας, της έλλειψης
δημοκρατικότητας του κομματικού μηχανισμού, των δικαιωμάτων του ατόμου κλπ. Η
περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την ασάφεια και την αβεβαιότητα των
προσανατολισμών. Το κόμμα, τα στελέχη του και ο ίδιος ο Χρουστσόφ δεν έχουν
πλήρη συνείδηση εκείνου που έλεγαν «νέο πνεύμα», δεν γνωρίζουν καλά τι έκταση
μπορεί και πρέπει να πάρει η αποσταλινοποίηση και μέχρι ποίου σημείου είναι
δυνατόν να συμβιβαστεί και να συνυπάρξει το καθεστώς με τις φιλελεύθερες ή
μεταρρυθμιστικές τάσεις. Kaι αφού τα πράγματα αυτά δεν έχουν ξεκαθαριστεί στην
κορυφή, η βάση παραμένει μετέωρη, χωρίς υπεύθυνη και καθαρή «γραμμή». Αλλά η
«γραμμή» που χλευάζεται στις ελεύθερες χώρες, αποτελεί απαραίτητο και
αναντικατάστατο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της σοβιετικής κοινωνίας,
γιατί αυτή ακριβώς υποκαθιστά την έννοια της ελευθερίας που απουσιάζει. Όταν ένα
συλλογικό όργανο ή και ένα άτομο κινείται μέσα σε σαφώς καθορισμένα πλαίσια
«γραμμής», είναι κατά κάποιο τρόπο «ελεύθερο», με την έννοια ότι δεν
αντιμετωπίζει καμία ευθύνη και κανέναν κίνδυνο. Όταν όμως απουσιάζει η «γραμμή»
ή όταν είναι αντιφατική και χαώδης, μετατρέπεται σε αρνητικό παράγοντα και
ολόκληρος πια ο κοινωνικός μηχανισμός κινείται στο ίδιο κλίμα της αβεβαιότητος
που έχει η γραμμή. Τα όργανα, ακόμα και τ' ανώτερα, διστάζουν να δώσουν δικές
τους ερμηνείες στις αντιφάσεις και στις ασάφειες για ν' αποφύγουν τις ευθύνες
και έτσι αποτελματώνεται η κοινωνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνονται φαινόμενα,
στον ευαίσθητο τομέα των διανοουμένων προ πάντων, που παίρνουν τις διαστάσεις
«ανταρσίας», όπως είναι η εμφάνιση του έργου «Ουκ επ' αρτω μόνον ζήσεται
άνθρωπος» του Ντουντίντσεφ (καταδικάστηκε αργότερα), η «οργισμένη» ποίηση του
Γιεφτουσένκο (υπέβαλε «δήλωση μετανοίας» αργότερα) και το «Μια ημέρα του Ιβάν
Ντενίσοβιτς».
Το κόμμα, έβγaλε αμέσως το
συμπέρασμα ότι ο λαός δεν είναι σε θέση ν' αφομοιώσει «σωστά» το κίνημα του
φιλελευθερισμού και έβλεπε με ανησυχία ότι έχανε το κύρος του. Οι διαφωτιστές
του, που κινούνται αδιάκοπα στην απέραντη σοβιετική επικράτεια, έφταναν πολλές
φορές σε αδιέξοδο γιατί στις σχετικές συγκεντρώσεις που έκαναν, οι ακροατές
υπέβαλαν πολλές ερωτήσεις ή διατύπωναν αξιώσεις που τους έφερναν σε δύσκολη
θέση. Οι πιο τολμηροί μάλιστα δεν δίσταζαν να τους χλευάζουν και να τους
αποκαλούν ανοιχτά «κοκκινοβιβλιαράκηδες» — έκφραση περιφρονητική που
χρησιμοποιεί ο λαός για όλα τα μέλη του κόμματος που έχουν την κόκκινη
ταυτότητα, η όποια εκτός του μισθού τούς εξασφαλίζει και πλήθος άλλα προνόμια.
Έβλεπαν λοιπόν πως η
κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγη από τον έλεγχό τους και γι' αυτό το λόγο άρχισαν
να δημιουργούνται στον κομματικό μηχανισμό τάσεις αντίθετες απ' αυτές που είχε
χαράξει το 22ο Συνέδριο, τάσεις δηλαδή επιστροφής στην παλιά «καλή» (για το
κόμμα) εποχή του σταλινισμού. Ο λαός από την άλλη μεριά παρέμενε ανυπεράσπιστος,
γιατί οι λεγόμενες «ελευθερίες», δεν είχαν κατοχυρωθή από νόμους και οι
αστυνομικές, δικαστικές και λοιπές αρχές συνέχιζαν το έργο τους σα να μην είχε
αλλάξει τίποτα — πράγμα που επέτεινε ακόμα περισσότερο τη σύγχυση και έφερνε σε
ανοιχτότερη σύγκρουση το κόμμα με το δημόσιο αίσθημα.
Τα στελέχη του κόμματος,
από τα κατώτερα ως τα ανώτατα, παρακολουθούσαν με αγωνία την εξέλιξη αυτή και
πρώτος πρώτος ο ίδιος ο Χρουστσώφ που έβλεπε τώρα πως η αποσταλινοποίηση και ο
«φιλελευθερισμός» και οι «μεταρρυθμίσεις» έπαιρναν απρόβλεπτες διαστάσεις και
αποτελούσαν δυναμίτη στα ίδια τα θεμέλια του καθεστώτος. (Είναι ο ίδιος ακριβώς
πανικός που θα υπαγορεύση αργότερα τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της
Τσεχοσλοβακίας). Έβλεπε ακόμα ο Χρουστσώφ ότι πληθαίνουν κάθε μέρα τα
δυσαρεστημένα στελέχη του κόμματος και ότι διέτρεχε προσωπικά πια τον κίνδυνο να
χάση τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού. Έσπευσε τότε να κάνη στροφή 180
μοιρών και προσπάθησε ν' αποκαταστήση την «τάξη» με μέτρα που είχανε πολλές
φορές σπασμωδικό χαρακτήρα, αλλά ήτανε αργά πια. Οι κρυπτοσταλινικοί αντίπαλοί
του συνασπίστηκαν, οργανώθηκαν και τον καθαίρεσαν το 1964.
Γράφτηκε κάπου πως η
δημοσίευση του πολύκροτου έργου του Σολζενίτσιν «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»,
οφείλεται στον «ηρωισμό» του αρχισυντάκτη της λογοτεχνικής επιθεώρησης «Νόβυ -
Μιρ» Αλ. Τβαρντόβσκυ (έχει εκκαθαριστή τώρα) που δεν δίστασε να παρουσιάση το
συγκλονιστικό αυτό ντοκουμέντο. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, βρίσκονται πάντοτε
οι εξιδανικευτές — άλλοτε καλοπροαίρετοι. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Τβαρντόβσκυ,
έχοντας πολύ μεγάλη πείρα γύρω απ' αυτά τα πράγματα, δεν ήτανε δυνατόν ν'
αναλάβη τέτοια τρομακτική ευθύνη, που θα μπορούσε να τον στείλη στο «ειδικό»
στρατόπεδο όπου βρισκότανε κι ο Σολζενίτσιν. Προτίμησε να στείλη τα χειρόγραφα
στον ίδιο τον Χρουστσώφ —τα φθινόπωρο του 1962— για ν' αποφασίσει εκείνος.
Τα διαβάζει ο Χρουστσώφ.
Δεν τον ενδιαφέρει, φυσικά, η λογοτεχνική πλευρά ούτε και καταλαβαίνει πάρα
πολλά πράγματα γύρω απ' αυτό το θέμα ο παλιός ανθρακωρύχος της Ουκρανίας. Βλέπει
μόνο την πολιτική σκοπιμότητα — όχι σε βάθος και όχι ανεπηρέαστα. Άμεσος
πολιτικός του στόχος την εποχή εκείνη είναι το γκρέμισμα του σταλινικού ειδώλου.
Καταλαβαίνει πως θα περπατάη αδιάκοπα στην κόψη του ξυραφιού αν δεν κατορθώση να
αποσταλινοποιήση τον κομματικό μηχανισμό αλλά δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει
τον τρομακτικό για το καθεστώς κλονισμό που θα επιφέρη η αποσταλινοποίηση.
Κινείται μόνο από το προσωπικό του πάθος. Γιατί είναι γνωστό ότι ο δικτάτορας,
παρ' όλο που χρησιμοποιούσε τον Χρουστσώφ και παρ' όλο που εκείνος τον ανέδειξε,
έτρεφε γι' αυτόν μια περίεργη περιφρόνηση και δεν παρέλειπε ευκαιρία να τον
ταπεινώση. Ο ίδιος ο Χρουστσώφ πληροφόρησε το κατάπληκτο Συνέδριο, κλαίγοντας
σχεδόν, ότι ο Στάλιν τον εξανάγκαζε πολλές φορές να χορεύη μπροστά του
ουκρανικούς χορούς, εντελώς ασυμβίβαστους με την ηλικία και με τα λίπη του, μόνο
και μόνο για να τον ταπεινώσει και να γελάση με τις αδέξιες κινήσεις του. Η
μεταχείριση αυτή συσσώρευε στην ψυχή του Χρουστσώφ ένα μίσος απύθμενο που είχε
την ικανότητα να το κρύβη πολλά χρόνια κάτω από μειδιάματα και βλέμματα λατρείας
και απόλυτης αφοσίωσης προς το πρόσωπο του βασανιστή του. Τώρα που μπορεί πια να
τον εκδικηθή —δεν έχει σημασία που είναι πεθαμένος— του λείπουν ακόμα οι
δυνάμεις, του λείπουν τα πρόσωπα και, προ πάντων, τα γνήσια και αναμφισβήτητα
ντοκουμέντα που θα τον βοηθήσουν να καταλύσει το μύθο μιας ολόκληρης
τριακονταετίας. Έτσι είδε αρχικά το έργο του Σολζενίτσιν ο Χρουστσώφ: Σαν ένα
καλό όπλο για τη μεγάλη του μάχη.
Δίνει την εντολή να τυπωθή
το βιβλίο σε 20 αντίτυπα, στα τυπογραφεία του Κρεμλίνου, και στέλνει από ένα στα
μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Δείχνει ότι θέλει ν' ακούση και τις γνώμες των
άλλων, αλλά το αντισταλινικό του πάθος και η σταλινική του αγωγή δεν ανέχονται
αντιρρήσεις και δεν του επιτρέπουν να εκτιμήσει σωστά τις συνέπειες που θα είχε
το άνοιγμα του πίθου της Πανδώρας. Στη σχετική λοιπόν συνεδρίαση της Κεντρικής
Επιτροπής λέει απλώς στα μέλη της: «Να ένα καλό βιβλίο. Δεν είναι έτσι,
σύντροφοι»; Εκείνοι τον κοιτάζουνε βουβοί και αποσβωλομένοι. Βλέπουν σε
μεγαλύτερο βάθος από τον Χρουστσώφ και καταλαβαίνουν ότι το βιβλίο αυτό θα
τραυματίση καίρια το καθεστώς; Σέβονται την «παράδοση» και ξέρουν πως είναι
επικίνδυνο να εκφράζης δική σου γνώμη, όταν πια ο αρχηγός έχει διατυπώσει τη
δική του; Αισθάνονται πως, για την ώρα, είναι εντελώς ανίσχυροι και δε μπορούν
ν' αντιδράσουν; Δε μπορεί κανείς να ξέρη με βεβαιότητα για ποιο λόγο έμειναν
βουβοί. Ο Χρουστσώφ όμως, έσπευσε να ερμηνεύση τη σιωπή τους σαν επιδοκιμασία
και ανέφερε μια ρωσική παροιμία που λέει πως «όποιος σωπαίνει συμφωνεί».
Ο δρόμος ήτανε ανοιχτός
πια. Το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» τυπώθηκε με λίγες περικοπές σε ειδικό
τεύχος της «Νόβυ - Μιρ» και, από την πρώτη κιόλας μέρα, εξαντλήθηκαν και οι 95
χιλιάδες φύλλα που είχε τυπώσει. Ύστερα βγήκε σε σχήμα εφημερίδας που
κυκλοφόρησε σε 700.000 αντίτυπα κι όταν παρουσιάστηκε σε βιβλίο, με τιράζ
100.000 αντιτύπων, πολλοί Μοσκοβίτες έμειναν όλη τη νύχτα στην ουρά για να
προφτάσουν να το πάρουν το πρωί που θ' άνοιγαν τα βιβλιοπωλεία. Ο συγγραφέας,
εντελώς άγνωστος ως τότε, έγινε διάσημος από τη μια μέρα στην άλλη, όλοι οι
κριτικοί άρχισαν να τον λιβανίζουν, η «Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων» του άνοιξε
αμέσως τις πύλες της — που ανοίγουν πάντα πολύ δύσκολα — όλες οι βιβλιοθήκες
αγωνίζονταν ν' αποκτήσουν το έργο του. Ήτανε μια καλή εποχή — η πιο ευτυχισμένη,
ίσως, περίοδος της πολυκύμαντης και τραγικής ζωής του Σολζενίτσιν.
Ύστερα, μετά την πτώση του
Χρουστσώφ, αρχίζει δεύτερη εποχή μαρτυρίων για τον συγγραφέα. Δεν τον φυλακίζουν
βέβαια και δεν τον ξαναστέλνουν σε στρατόπεδο, του κάνουν όμως άγριο πόλεμο
ηθικής και πνευματικής εξόντωσης, αδίστακτα και δίχως τον παραμικρό ηθικό
φραγμό, χρησιμοποιώντας τις πιο απίστευτες συκοφαντίες για το πρόσωπό του και
για το έργο του. Έχει τον τίτλο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης», οι
«διαφωτιστές» όμως που περιτρέχουν τις διάφορες πόλεις, «εξηγούν» στα λαό ότι
αυτά είναι ψέματα και ότι ο αντιδραστικός συγγραφέας ήτανε προδότης, ότι
πιάστηκε αιχμάλωτος και ότι καταδικάστηκε από στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία.
Κατεβάζουν «γραμμή» ν' αποσυρθούν απ' όλες τις βιβλιοθήκες τα έργα του και να
μην τα δίνουν οι υπάλληλοι σε όσους τα ζητούσαν, διαδίδουν ότι εγκατέλειψε την
πατρίδα του και ότι ζει τώρα σα φυγάδας στην Αγγλία ή στην Αίγυπτο,
διαμαρτύρεται ο ταλαίπωρος συγγραφέας, θίγεται πολύ προ πάντων από την ηθική
σπίλωση και στέλνει επιστολές σ' εφημερίδες, υποβάλλει υπομνήματα στην Ένωση
Συγγραφέων, κάνει προσωπικά διαβήματα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα όμως. Δεν του
δημοσιεύουν ούτε μια γραμμή, θέλουν να τον θάψουν για να ξεχαστή τ' όνομά του
και το ενοχλητικό του έργο.
Δε θα σταθούμε στις
διώξεις. Στο τέλος του βιβλίου αυτού παρατίθενται αυτούσια τα σχετικά
ντοκουμέντα και μπορεί ο αναγνώστης να βγάλη μόνος του τα σχετικά συμπεράσματα.
Για την ώρα, ας δούμε ποιος είναι αυτός ο Σολζενίτσιν, σαν άνθρωπος και σα
συγγραφέας.
Γεννήθηκε στο Κισλοβόντσκ,
το 1918, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Ροστώβ, της περιοχής του Ντον.
Όταν τέλειωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή
του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ταυτόχρονα όμως, νοιώθοντας μια κλίση ακατανίκητη
προς τη λογοτεχνία, παρακολουθούσε μαθήματα Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας
σε ειδικό Ίδρυμα όπου τα μαθήματα αυτά διδάσκονται με τη μέθοδο της
αλληλογραφίας. Τέλειωσε τις σπουδές του λίγο πριν από την έκρηξη του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου. «Τα μαθηματικά», λέει ο ίδιος σε μια από τις ελάχιστες
συνεντεύξεις που έδωσε στον Σλοβάκο δημοσιογράφο και συγγραφέα Πάβελ Λίσκο, το
Μάρτη του 1967, «μου άνοιγαν το δρόμο για να κάνω μια καριέρα εκπαιδευτικού,
αλλά δεν ήθελα να τους αφιερώσω όλη τη ζωή μου. Πιο πολύ απ' ο,τιδήποτε άλλο με
τράβαγε η λογοτεχνία κι έβλεπa τα μαθηματικά μόνο σα μέσο για να κερδίζω το
καθημερινό μου ψωμί». Έγραφε από τότε κι έστειλε τα πρώτα λογοτεχνικά του
δοκίμια στον μετέπειτα (από το 1959) παντοδύναμο Πρώτο Γραμματέα της Ένωσης
Συγγραφέων Φεντίν, αλλά δεν κρίθηκαν δημοσιεύσιμα. Τα πιο πολλά απ' αυτά τα
πρωτόλεια κρατήθηκαν αργότερα στις φυλακές της Λουμπγιάνκα, όπου είχε κλειστή ο
συγγραφέας τους. Ταυτόχρονα έγραφε και για το θέατρο. Ο σκηνοθέτης Ζαβάντσκυ που
είχε εκτοπισθή από τη Μόσχα και άνοιξε μια δραματική σχολή στο Ροστώβ τον
αναφέρει ο Σολζενίτσιν στο βιβλίο του — έβρισκε πως ο νεαρός συγγραφέας είχε
ταλέντο, αλλά δεν πρόφτασε να παρουσίαση έργο του γιατί αρρώστησε βαρειά από
καρκίνο του λάρυγγος.
Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμoς. Ο
Σολζενίτσιν κατατάχτηκε σαν απλός φαντάρος και υπηρέτησε στα μεταγωγικά,
φροντίζοντας τ' άλογα και τα μουλάρια του στρατού, μαζί με άξεστους κι απλοϊκούς
κοζάκους. Ένοιωθε όμως πως μπορούσε να προσφέρη κάτι καλύτερο, στο πυροβολικό
ιδιαίτερα, αφού ήτανε φυσικομαθηματικός, κι έκανε πολλές αιτήσεις για να τον
μετακινήσουν απ' αυτό το σώμα, αλλά δεν του έδιναν καμιά απάντηση. Τελικά,
ύστερα από ένα χρόνο, βρέθηκε κάποιος γνωστός του αξιωματικός που τον βοήθησε να
μπει στη Σχολή κι όταν τελείωσε την εκπαίδευσή του τον έστειλαν στην πόλη Γκόρκο,
το παλιό Νίζνι - Νόβγκοροντ. Τις εντυπώσεις του απ' αυτό το ταξίδι μας τις δίνει
στη νουβέλλα «Μια συνάντηση στο σταθμό Κρετσέτοβκα». Τον έστειλαν στο μέτωπο σαν
επικεφαλής του τμήματος ακουστικής μιας μονάδας πυροβολικού κι έφτασε ως το
βαθμό του λοχαγού. Πολέμησε κοντά στο Λένινγκραντ, πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη
του Ορέλ - Κουρσκ και αργότερα διέσχισε όλη την Λευκορωσία και την Πολωνία
βαδίζοντας με τα νικηφόρα σοβιετικά στρατεύματα εναντίον του Βερολίνου. Για την
πολεμική του δράση, πήρε τον τίτλο του «Ήρωα» — την ανώτατη δηλαδή τιμητική
διάκριση εξαίρετων πράξεων που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Σοβιετική Ένωση. Ξαφνικά
όμως, τον Γενάρη του 1945, ενώ πολεμούσε γύρω από την Καίνιξμπεργκ, στην
Ανατολική Πρωσία, τον κάλεσε ο μέραρχός του και τον διέταξε να του παραδώση το
πιστόλι του. Ήτανε πολύ συγκινημένος γιατί συμπαθούσε τον Σολζενίτσιν, παρέμεινε
μάλιστα φίλος του ως το τέλος και εξακολουθεί να είναι ακόμα από τους ελάχιστους
φίλους του συγγραφέα, αλλά τότε δεν του έδωσε καμία εξήγηση γιατί δεν του
επιτρεπόταν να μιλήση. Τον παρέδωσε σε δυο άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας που
βρίσκονταν στο γραφείο του και βρήκε μόνο το θάρρος να του σφίξη το χέρι, την
ώρα που τον έπαιρναν — ήτανε πραγματικά μεγάλο θάρρος για την εποχή εκείνη, ο
ίδιος δε ο Σολζενίτσιν χαρακτηρίζει τη χειρονομία του στρατηγού σα μια από τις
πιο θαρραλέες πράξεις που είδαν τα μάτια του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι
δύο άνδρες της Ασφάλειας του ξύλωσαν επί τόπου τα παράσημα και τα γαλόνια και
τον οδήγησαν στις φυλακές της Λουμπγιάνκα όπου κλείστηκε χωρίς να ξέρη ακόμα
γιατί κατηγορείται. Όταν όμως άρχισε η ανάκριση, κατάλαβε:
«Πιάστηκα από την αφέλειά
μου, διηγείται ο ίδιος στην ίδια συνέντευξη. Ήξερα βέβαια ότι απαγορεύεται να
αποκαλύπτης στρατιωτικά μυστικά στα γράμματα που στέλνεις από το μέτωπο, αλλά
φανταζόμουνα πως είχα το δικαίωμα να σκέφτομαι. Είχα γράψει λοιπόν σ' ένα φίλο
μου κάτι γράμματα όπου, ανάμεσα στα αλλά, τoυ 'λεγa και τη γνώμη μου για τον
Στάλιν, χωρίς να τον κατονομάζω μάλιστα. Έβρισκα από πολύν καιρό τώρα ότι είναι
αξιοκατάκριτος. Κατά τη γνώμη μου, είχε προδώσει τον λενινισμό, ήτανε υπεύθυνος
για τις καταστροφές της πρώτης περιόδου του πολέμου κι έκανε ένα σωρό λάθη
γραμματικά, όταν μίλαγε. Ήμουνα πραγματικά τόσο αφελής ώστε να τα γράφω όλα αυτά
τα γράμματα!
Μετά την ανάκριση
καταδικάστηκα σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα με ειδική απόφαση και χωρίς να
γίνη καμία δίκη... Μ' έσωσαν στα κάτεργα τα μαθηματικά. Δεν ήξερα καμία
χειρωνακτική δουλειά και ήμουνα εντελώς ανίκανος να κάνω κάτι που θα ήτανε
αντίθετο με τις πεποιθήσεις μου ...».
Χάρις στα μαθηματικά,
πέρασε τα πέντε πρώτα χρόνια της καταδίκης του σχετικά καλά, δουλεύοντας στο
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών των Φυλακών. Ήτανε βέβαια φυλακισμένος και τους
έβγαζαν μόνο για λίγα λεπτά κάθε μέρα στο προαύλιο της φυλακής, αλλά έτρωγαν
καλά και ζούσαν κάτω από συνθήκες ανθρώπινες. Τα τρία τελευταία χρόνια όμως, τον
πήρανε από κει και τον έστειλαν σ' ένα «ειδικό» στρατόπεδο του Καζακστάν, στα
Καραγκάντα, όπου γνώρισε την αληθινή φρίκη των κομμουνιστικών στρατοπέδων. Από
το «ειδικό» αυτό στρατόπεδο βγήκε το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Ο
Σολζενίτσιν χάνει πια την υπόστασή του και γίνεται ένα σκέτο νούμερο, ο Σ.Κ.
232.
Εκεϊ μέσα, θέλοντας και μη,
έμαθε τη δουλειά του χτίστη και του τσιμεντά και δούλεψε σαν τον ήρωά του, τον
Σουκώβ, όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ποινής του, που έληξε το Φλεβάρη του 1953.
Την ημέρα ακριβώς που έβγαινε από το κάτεργο ο Σολζενίτσιν, στις 5 Μαρτίου,
άκουσε κατάπληκτος το μεγάλο νέο που μετέδιδαν όλα τα μεγάφωνα: Ο Στάλιν ήτανε
νεκρός! Είχε βγει από το κάτεργο αλλά δεν ήτανε ακόμα ελεύθερος — έπρεπε να
παραμείνη εκτοπισμένος. Η αστυνομία της περιοχής τον κάλεσε και προσπάθησε να
τον πείση να υπογράψη μια δήλωση που να λέη ότι αποδέχεται την διαρκή εκτόπισή
του. Ο Σολζενίτσιν, αρνήθηκε να την υπογράψη, χωρίς όμως ν' αποφύγη μ' αυτό την
εκτόπιση.
Έμεινε εκτοπισμένος ως τα
1956, σ' ένα ταταρικό χωριό, νοτιοδυτικά της λίμνης Μπαλκάς (Βαϊκάλης). Στο
μεταξύ, από τότε ακόμα που βρισκόταν στο κάτεργο, του είχε παρουσιαστή ένας
κακοήθης όγκος στον αυχένα και η κατάστασή του χειροτέρεψε τόσο πολύ ώστε έχανε
τις αισθήσεις του από τους δυνατούς πόνους. Τελικά τα κατάφερε, μετά την
απελευθέρωσή του, να πάη ως την Τασκένδη για να τον χειρουργήσουν. Από την
περιπέτεια αυτή βγήκε αργότερα το πολύκροτο έργο του «Πτέρυγα των καρκινοπαθών».
Με την εγχείρηση διαπιστώθηκε πως ο όγκος ήτανε κακοήθης (καρκίνος) ως τώρα όμως
δεν εκδηλώθηκε καμία μετάσταση και ο συγγραφέας αισθάνεται καλά στην υγεία του.
«Εκφυλίστηκε και μεταλλάχτηκε σε καλοήθη κατάσταση», λέει ο ίδιος.
Στο κάτεργο, δουλεύοντας με
τους τσιμεντόλιθους, δούλευε ταυτόχρονα μες το μυαλό του και τα έργα που θα
'γραφε ύστερα. Σαν άσκηση και σαν ψυχαγωγία είχε επινοήσει έναν νέο τύπο
«διηγήματος» πολύ μικρού, από δέκα πέντε μέχρι είκοσι γραμμές. Δεν μπορούσε να
τα γράψη βέβαια στο στρατόπεδο αλλά τα είχε συνθέσει μέσα στο μυαλό του και τ'
αποστήθιζε. Μερικά απ' αυτά, δημοσιεύτηκαν μετά την αποκατάστασή του. Το 1954
έγραψε και το θεατρικό έργο «Το ελάφι και η πόρνη του κάτεργου», καθώς και το
μυθιστόρημά του «Ο Πρώτος Κύκλος» που είχε απίστευτες περιπέτειες, Έγραψε επίσης
τις νουβέλλες «Το σπίτι της Ματρόνα» και «Για το καλό του Αγώνα», καθώς και ένα
άλλο θεατρικό έργο που έχει σαν τίτλο μια ολόκληρη φράση από το κατά Λουκάν
Ευαγγέλιο»: «Σκόπει ουν μη το φως το εν σοι σκότος εστίν» (ια' 35). Το έργο αυτό
ετοιμαζότανε κατά το μικρό φιλελεύθερο διάλειμμα της χρουστσωφικής περιόδου από
δύο θεατρικούς οργανισμούς, το θέατρο «Βαχτάνγκοβ» και το «Λίνισκυ Κομσομόλ»,
ύστερα όμως πέρασε κι αυτό στην παρανομία, δεν παίχτηκε ποτέ, κι ούτε ποτέ
δημοσιεύτηκε. Έχει γράψει επίσης και σενάρια για τον κινηματογράφο που δεν
γυρίστηκαν βέβαια. Σήμερα ο Σολζενίτσιν ζει αποτραβηγμένα σ' ένα σπιτάκι του
Ριαζάν, στην οδό Ζαμπλόκοβα, με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Διδάσκει
ακόμα μαθηματικά και είναι άνθρωπος απλός, λιτός, φαινομενικά πράος και
αυτοεξορισμένος. Φαινομενικά. Γιατί στο βάθος είναι ένας μαχητής νευρώδης, σε
βαθμό εριστικότητας, και όχι απ' αυτούς που ικανοποιούνται με τη σιωπηλή
εγκαρτέρηση ή με μια απελπισμένη αυτοεκτόπιση. Ξέρει να πολεμάει ο Σολζενίτσιν —
άλλοτε με τη σιωπή κι άλλοτε με τα γραφτά ή τα διαβήματά του. Ο αναγνώστης,
διαβάζοντας το εκπληκτικό υπόμνημα που υπέβαλε στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων,
σίγουρα θα μείνη άναυδος και μπορεί να κάνη τη σκέψη ότι ο Σολζενίτσιν είναι
αφελέστατος ή, τουλάχιστον, αδιόρθωτα ρομαντικός, ότι πετάει στα σύννεφα χωρίς
να έχη την παραμικρή αίσθηση της σύγχρονης σοβιετικής πραγματικότητας. Γιατί
αυτά που ζητάει με το υπόμνημά του (πλήρης ελευθερία στους συγγραφείς, κατάργηση
κάθε είδους λογοκρισίας κλπ.) ισοδυναμούν με κατάλυση του ίδιου του καθεστώτος.
Πώς είναι δυνατόν να περνάη από το μυαλό του η σκέψη πως μπορεί ποτέ το καθεστώς
ν' αυτοκαταλυθή; Δε θα ήτανε αφέλεια και μόνο που το σκέφτεται; Σίγουρα, ναι.
Νομίζω όμως ότι θ' αδικούσαμε τον Σολζενίτσιν και τον ατσάλινο χαρακτήρα του αν
κάναμε μια τέτοια υπόθεση. Ασφαλώς γνωρίζει πολύ καλά ότι χτυπάει γροθιές στον
τοίχο, ότι δε γίνεται τίποτα και ότι τα αιτήματά του είναι ανεδαφικά, αλλά δεν
τον ενδιαφέρει. Βλέπει μόνον τον τοίχο που πρέπει να γκρεμιστή και τον χτυπάει
με όλες τις δυνάμεις του — τον χτυπάη για να τον χτυπήση, ξέροντας πολύ καλά πως
δεν πέφτει αλλά κλονίζεται με τόσο δυνατά χτυπήματα. Έπειτα είναι και μια
τακτική «στριμώγματος». Τα λέει όλα αυτά ο Σολζενίτσιν γιατί είναι αλήθειες
άπλες και κρυστάλλινες που δε μπορεί να τις αρνηθή ένας πνευματικός άνθρωπος —
απευθύνεται σε συγγραφείς, ε; — χωρίς να γίνη τουλάχιστον γελοίος. Το
«στρίμωγμα» αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στη διαλογική συζήτηση που είχε ο Συγγραφέας
με την Γραμματεία της «Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων», στις 22 Σεπτεμβρίου 1967 ,
όπου βλέπει κανείς τους αντιπάλους του Σολζενίτσιν κολλημένους κυριολεκτικά στον
τοίχο κλιμακωτά σε τρεις βαθμίδες: Στους πιο έντιμους πνευματικά που αγωνίζονται
να περισώσουν την αξιοπρέπειά τους, χωρίς να έλθουν όμως και σε σύγκρουση με το
κόμμα, στους φοβισμένους, που «συμφωνούν με τον προλαλήσαντα» καθοδηγητή και
στους συγγραφείς — επαγγελματίες κομμουνιστές που συνεχίζουν το τροπάρι τους και
ενδιαφέρονται για το «ψωμάκι» τους οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν την παραμικρή
ανησυχία, χωρίς να τους ενοχλή η αστυνόμευση του πνεύματος και χωρίς να βάζουν
τόσο μεγάλους στόχους, σαν κι αυτούς που θέτει στους άλλους και στον εαυτό του ο
Σολζενίτσιν, μιλώντας για τα καθήκοντα του συγγραφέα:
«Από τη στιγμή που ο
συγγραφέας βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια, λέει στην ίδια συνέντευξη που
αναφέραμε πιο πάνω, σαν καλλιτέχνης, ανακαλύπτει με τη διαίσθησή του, πριν από
τους άλλους ανθρώπους και υπό τις πιο διαφορετικές όψεις, πλήθος κοινωνικά
φαινόμενα. Εκεί τοποθετείται το ταλέντο του, καθώς και το καθήκον του που
απορρέει απ' αυτό το ταλέντο: Οφείλει να πει στην κοινωνία αυτό που βλέπει ή,
τουλάχιστον κάτι που δεν είναι καλό και δημιουργεί έναν κίνδυνο...».
Μπορεί βέβαια να πληρώση
πολύ ακριβά το θάρρος του, αλλά αυτό δεν έχει σημασία:
«Κατά τη γνώμη μου,
συνεχίζει, το γεγονός ότι μπορεί η κοινωνία να είναι άδικη απέναντι σ' έναν
συγγραφέα της, δεν αποτελεί κακό ανεπανόρθωτο. Δεν είναι καλό να παραχαϊδεύη η
κοινωνία τους συγγραφείς. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί την
αδικία, και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος της αποστολής του. Δεν πρόκειται
ποτέ να γίνη εύκολη η τύχη του συγγραφέα...», Ξέρει λοιπόν πολύ καλά ποια είναι
η μοίρα του, αλλά δεν τρομάζει βλέποντας το πρόσωπό της, ούτε είναι απ' αυτούς
που συμβιβάζονται. Όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χωρίς ο ίδιος φυσικά να
κάνη την παραμικρή προσπάθεια — αντίθετα με πάρα πολλούς νομπελίστες — ο
σοβιετικός τύπος και ο «διαφωτιστικός» μηχανισμός του κόμματος, ανεκάλυψαν και
άλλη μια «σατανική» ικανότητα του Σολζενίτσιν: Ότι είναι ένας τρομερός
«μπίζνεσμαν», ότι όλα αυτά τα έκανε και τα έγραψε για να τραβήξη την προσοχή του
κόσμου γύρω από το άτομό του και το έργο του, με τον απώτερο σκοπό να κερδίση
πολλά χρήματα Η περίπτωση Σολζενίτσιν είναι μια πολύ καλά οργανωμένη
«επιχείρηση», ανεκοίνωσε το «Τας», επίσημα και δίχως φόβο του γελοίου. Kaι τα
λένε αυτά για έναν άνθρωπο που ξέρουν πολύ καλά πόσο περιφρονεί το χρήμα, πόσο
απλά ζει και τι προσπάθειες κατέβαλε, τι διαβήματα είχε κάνει στους ίδιους τους
κατήγορούς του, πολύ πριν να τιμηθή με το Νομπέλ, για να μη διαρρεύσουν τα έργα
του στο εξωτερικό, συνεπώς για να μην κερδίση χρήματα. Σαν αποτελεσματικό μέσον,
πρότεινε να προσυπογράψη και η χώρα του τη διεθνή σύμβαση που κατοχυρώνει τα
δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας για να μη μπορούν οι ξένοι εκδότες να
παίρνουν τα έργα των σοβιετικών συγγραφέων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Δεν
τούδωσαν καμμία προσοχή και καμμία απάντηση. Κι όταν διέρρευσαν τα έργα κι όταν
δημιουργήθηκε όλος αυτός ο θόρυβος με τα υπομνήματά του, κι όταν η υπόθεση πήρε
τις διαστάσεις «σκανδάλου» με τη βράβευση του συγγραφέα που θεωρήθηκε σαν
αντισοβιετική πρόκληση, έρριξαν και πάλι όλα τα βάρη στις πλάτες του
Σολζενίτσιν. Το μόνο που τους ενδιέφερε τότε ήτανε να βγει ο ίδιος και να δηλώση
καθαρά ότι αυτά που έγραφε ο ξένος τύπος είναι συκοφαντίες και «καπιταλιστικές
βρωμιές». Μια τέτοια δήλωση, θα του τη δημοσίευε ο τύπος «ευχαρίστως». Kaι
ύστερα, σαν ανταμοιβή, θα δημοσιεύονταν και ορισμένα έργα του, αφού όμως
περνούσαν πρώτα από μια «αρμόδια» επιτροπή και αφού ο συγγραφέας θα δεχότανε να
κάνη τις διορθώσεις που θα του υπέδειχνε η επιτροπή. Ο Σολζενίτσιν, φυσικά,
αρνήθηκε να πάρη μέρος σε μια τέτοια συναλλαγή. Και συνέχισε και συνεχίζει τη
μαρτυρική του πορεία.
Οι «διορθώσεις» που θέλουν
να επιφέρουν στο έργο του Σολζενίτσιν δεν είναι βέβαια μονάχα φραστικές. Ζητούν
να «σουλουπώσουν» το έργο του έτσι που να χωρέση μέσα στα καλούπια του
«σοσιαλιστικού ρεαλισμού» — πράγμα που θα ισοδυναμούσε με ολοκληρωτική
παραμόρφωση. Γιατί αυτός ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» δεν είναι τίποτ' άλλο πάρα
η εκάστοτε γραμμή του κόμματος που εκφράζεται με μέσα καλλιτεχνικά — υποτίθεται.
Και εδώ ακόμα εύκολα διακρίνει κανείς την παιδαριώδη οπισθοβουλία που έκρυβε
αυτή η πρόταση. Γιατί βέβαια καμμία επιτροπή, όσο «αρμόδια» κι αν ήτανε, δε θα
κατόρθωνε να εντάξη το έργο του Σολζενίτσιν στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αφού εκ
κατασκευής είναι αντίθετο προς αυτές τις αντιλήψεις. Δε μένει λοιπόν παρά να
υποθέσουμε ότι μοναδικός σκοπός τους ήτανε να του αποσπάσουν τη «δήλωση». Όταν
θα την υπέγραφε, είχαν όλον τον καιρό να «επανεξετάσουν» την υπόθεση και να την
επανεξετάζουν επί μήνες και επί χρόνια ώσπου να την ξεχάσουν όλοι κι ώσπου να
ξεχαστή — αυτό προ πάντων — και ο ίδιος ο Σολζενίτσιν. Γιατί τι είδους
«διορθώσεις» θα κάνουν σ' έναν συγγραφέα που κηρύσσει ανοιχτά τη χρεωκοπία του
συστήματος και υπερασπίζεται μαχητικά τα δικαιώματα του ατόμου; «Πρέπει να
βλέπουμε τα καθήκοντα του συγγραφέα, λέει πάλι στην ίδια συνέντευξη, όχι μόνο
από την άποψη των υποχρεώσεών του προς την κοινωνία αλλά και από τις υποχρεώσεις
του προς το άτομο. Και σ' αυτό τελικά βρίσκεται η βασική του υποχρέωση. Η ζωή
του ατόμου δεν είναι πάντοτε αρμονική με τη ζωή της κοινωνίας. Το κοινωνικό
σύνολο δεν έρχεται πάντοτε σε βοήθεια του ατόμου. Κάθε άνθρωπος έχει ένα σωρό
προβλήματα που δε μπορούν να λυθούν από το κοινωνικό σύνολο, γιατί ο άνθρωπος
είναι πρώτα μονάδα σωματική και πνευματική και ύστερα μέλος της κοινωνίας...».
Και προχωρεί ακόμα
περισσότερο σε περιοχές απαγορευμένες για τον μαρξισμό:
«Στην εποχή μας, που η ζωή
κυριαρχείται από την τεχνική, που η υλική καλοπέραση θεωρείται το σημαντικώτερο
πράγμα, που η θρησκευτική επιρροή εξασθενίζει παντού, ο συγγραφέας εχει εντελώς
ιδιαίτερα καθήκοντα και οφείλει να καταλάβη πολλές θέσεις που απέμειναν κενές.
Στα πρόβλημα των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ της εποχής μας και της αιωνιότητας, ο
συγγραφέας πρέπει να τοποθετείται σε αποστάσεις ισόρροπες. Αν τα έργα του δίνουν
μόνο την επικαιρότητα σε σημείο ώστε να χάνη την επαφή SUB SPECIE AETERNITATIS,
θα έχουν πολύ σύντομη διάρκεια. Αν πάλι, αντίθετα, δίνη μεγάλη προσοχή στην
αιωνιότητα, παραμελώντας το παρόν, το έργο του χάνει το χρώμα του, τη δύναμη και
την πνοή του. Ο συγγραφέας λοιπόν βρίσκεται πάντοτε ανάμεσα στη Σκύλλα και στη
Χάρυβδι και δεν πρέπει να στρέφη το πρόσωπό του ούτε προς τη μία, ούτε προς την
άλλη...».
Ο Σολζενίτσιν, πριν από
κάθε είδους αξιολόγηση της λογοτεχνικής του προσφοράς, αναγνωρίζεται σήμερα σ'
όλον τον κόσμο σα μια υψηλή συγγραφική συνείδηση και γι' αυτό ακριβώς η βράβευσή
του παίρνει ιδιαίτερη σημασία. Όχι πως λείπουν από τον κόσμο — και από την ίδια
τη Σοβιετική Ένωση ακόμα — οι συγγραφείς που έχουν υψηλή συνείδηση της αποστολής
τους. Η εντελώς ιδιαίτερη σημασία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός
παλεύει με πείσμα και μαχητικότητα για την εκπλήρωση μιας αποστολής που μπορεί
να φαίνεται εκ των πραγμάτων κατάδικασμένη σε αποτυχία αλλά αποτελεί μια σιγανή
φωνή ελπίδας για τον άνθρωπο γενικά — κι όχι μονάχα για το συνθλιβόμενο άτομο
του κομμουνιστικού χώρου. Οι κρίσεις τώρα για την καθαρά λογοτεχνική αξία του
έργου του ποικίλλουν. Η επίσημη σοβιετική κριτική, δεν του αναγνωρίζει πια
κανένα προτέρημα. Και λέμε «πια» γιατί παλιότερα, δεν έφτανε ως αυτό το σημείο
ή, αντίθετα, εξυμνούσε το ταλέντο του κατά τρόπο υπερβολικό, ίσως. Οι
υπερβολικές εκτιμήσεις όμως δεν έλειψαν και στον δυτικό κόσμο. Πολλοί
κριτικίζοντες δημοσιογράφοι ή δημοσιογραφούντες κριτικοί έσπευσαν — μετά τη
βράβευσή του, φυσικά — να διακηρύξουν ότι ένας νέος Ντοστογιέφσκυ ανέτειλε στον
ορίζοντα της ρωσικής λογοτεχνίας. Προσωπικά, αν μου επιτρέπεται να έχω γνώμη, δε
συμμερίζομαι αυτόν τον ενθουσιασμό και δε βρίσκω να υπάρχη συγγραφική συγγένεια
με τον γίγαντα ούτε στην ενόραση του κόσμου, ούτε στη σύλληψη των ιδεών, ούτε
στα εκφραστικά μέσα, ούτε στην τεχνική. Το γεγονός και μόνο ότι έκαναν και οι
δύο σε στρατόπεδο δεν είναι αρκετό για ν' αποκαταστήση ανάμεσά τους οποιαδήποτε
πνευματική συγγένεια—μιλάνε, εξ άλλου, σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική: Ο
Σολζενίτσιν «φωτογραφίζει» το υλικό του κατά τρόπο νατουραλιστικό σχεδόν — ο
Ντοστογιέφσκυ το αναπλάθει σ' ένα άλλο επίπεδο, το μετουσιώνει και δημιουργεί
έναν δικό του κόσμο, παρμένον βέβαια από την πραγματικότητα, αλλά που δεν είναι
η πραγματικότητα, είναι η σε βάθος προέκτασή της και η εν ουσία παράθεσή της. Αν
υπάρχη ένας πνευματικός πατέρας για τον Σολζενίτσιν αυτός είναι πολύ περισσότερο
ο Τολστόι — που τον θαυμάζει άλλωστε απέραντα — και όχι ο Ντοστογιέφσκυ.
Πασχίζει για την λεξoτεχvική επεξεργασία των κειμένων του, όπως πάσχιζε και ο
Τολστόι, όπως πάσχιζε και ο Τουργκένιεφ ή και ο Πούσκιν. (Ο Ντοστογιέφσκυ,
γράφοντας πάντα με ρυθμό αγχώδη και τις πιο πολλές φορές για λόγους
βιοποριστικούς, δεν είχε τη δυνατότητα να κάνη τέτοια «ψιλοκοσκινίσματα»).
Φαίνεται μάλιστα ότι αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γλωσσικό υλικό και προσπαθεί
μέσα απ' αυτό να φτάση στην «ψυχή της Ρωσίας», στα ουσιώδη και βαθύτατα
γνωρίσματα του ρωσικού λαού.
«Είμαι σίγουρος, λέει (στην
ίδια συνέντευξη πάντα), οτι η λογοτεχνία μας δεν έχει εκμεταλλευθή αρκετά τον
γλωσσικό μας πλούτο. Στον 20ό αιώνα οι γλώσσες φτωχαίνουν και τυποποιούνται. Μας
διαφεύγει μέγα μέρος από την αξία που είχαν άλλοτε. Είναι πια μια αρρώστεια που
έχει η ομιλούμενη γλώσσα — ακόμα κι αυτή που μιλάω εγώ. Στο κάτεργο, όταν άρχισα
να μελετώ σε βάθος τα ρωσικά (κάποτε και με τη βοήθεια λεξικών) κατάλαβα ότι
μέσα σ' αυτές τις λέξεις βρίσκονταν χίλιες δυο γλωσσικές ομορφιές που προσπαθώ
σήμερα να τις χρησιμοποιήσω — εκείνες, τουλάχιστον, τις λέξεις ή εκφράσεις που
είναι πιο κοντά στην ομιλούμενη σήμερα γλώσσα. Δεν διακινδυνεύω να καταφύγω σε
λέξεις αρχαιότερες. Πολλές φορές κάνω λάθος στην εκλογή διαλέγοντας πολύ παλιές
λαϊκές εκφράσεις, ελπίζω όμως να λαθεύω όλο και λιγώτερο στο μέλλον...».
Η λεξoτεχvική του προσήλωση
και οι γλωσσολογικές του αναζητήσεις για τον εμπλουτισμό της σύγχρονης ρωσικής
γλώσσας, κάνουν τα κείμενα του Σολζενίτσιν εξαιρετικά δύσκολα στη μετάφραση και
ο κάθε μεταφραστής αγωνίζεται να βρει στη δική του γλώσσα αντιστοιχίες που ίσως
να μην υπάρχουν ή να είναι πολύ απομακρυσμένες από το πρωτότυπο. Γι' αυτό, αν
θελήση κανείς να παραβάλη δύο ξένες μεταφράσεις, στα γαλλικά και στ' αγγλικά
λόγου χάριν, θα διαπιστώση ένα σωρό διαφορές, ουσιώδεις κάποτε, που δεν
προδίδουν τίποτ' άλλο παρά την αμηχανία των μεταφραστών. Ο Σολζενίτσιν λοιπόν
είναι και θα παραμείνη συγγραφέας που χάνει πολλά μεταφραζόμενος. Παρ' όλα αυτά,
ακόμα κι από κείνο που απομένει, δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε την
παρουσία ενός ταλέντου ρωμαλέου. Μπορεί κάποτε οι περιγραφές του να συνοδεύωνται
από βωμολοχίες που δεν γράφονται ή να υπερφορτώνωνται με λεπτoμέρειες ασήμαντες
και να διασαλεύεται η ισορρόπηση στην έκθεση των ιδεών, στην αρχιτεκτονική,
στους χαρακτήρες, στη όραματική ανέλιξη του μύθου, αλλά πέρα απ' όλα αυτά
φαίνεται ο δυνατός συγγραφέας που ξέρει να βλέπη σα συγγραφέας και να δίνη
μερικές φορές ολοκληρωμένους ανθρώπους με δυο ή τρεις μονάχα πινελιές. Ο
πλωτάρχης Μπουϊνόβσκυ, ο Καίσαρας, ο Τιούριν και πολλοί άλλοι ήρωες του «Μια
ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» είναι μορφές που θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στη
μνήμη μας, που θα μας συγκλονίσουν με την τραγικότητά τους και προ πάντων με τις
προεκτάσεις που δίνει ο συγγραφέας στη ζωή και στη μοίρα τους.
Δεν είναι τάχα αρκετό, αυτό
και μόνο, για να πούμε ότι ο Σολζενίτσιν είναι ένας μεγάλος συγγραφέας;
ΣΩΤ. ΠΑΤΑΤΖΗΣ
Διαβάστε ολόκληρο το Βιβλίο ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ,
πατώντας το παρακάτω
link.
Βάλτε τον Κωδικό που σας δίνει και ανοίχτε το
doc
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ.zip
Σολζενίκιν - Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς (Πολιτικό Καφενείο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου