Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Τάκης Χατζηαναγνώστου: ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ


ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣFREE photo hosting by Fih.gr

Ο Τάκης Χατζηαναγνώστου
Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1923. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και
σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα. Εξέδωσε το περιοδικό «Λόγος», που το
ανέδειξε σε πνευματική έπαλξη. Εξέδωσε περί τα είκοσι-πέντε βιβλία, κυρίως
μυθιστορήματα και διηγήματα, αρχίζοντας από ποιήματα (1951). Το (2002)
εκδόθηκαν δυο πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, το "Οι κύκλοι του έρωτα" και το
"Πέρα απ' τη θύελλα". Συνεργάστηκε σαν σεναριογράφος με τον κινηματογράφο ("Ψαρόγιαννος",
"Αγώνας δίχως τέλος"), και με την τηλεόραση, στα ελληνικά κρατικά κανάλια της
οποίας έδωσε, είτε σε διασκευές έργων της λογοτεχνίας μας, είτε σε πρωτότυπα
έργα, μερικά απ' τα πιο επιτυχημένα - κατά την άποψη της κριτικής - σήριαλ,
όπως: η "Γαλήνη", οι "Πανθέοι", η "Τελευταία νύχτα της γης", η "Μαρία Πάρνη",
ο "Δρόμος", "Η Λάμψη των άστρων", η "Θύελλα", oι "Ημέρες Οργής" κλπ. (περί τα
400 επεισόδια, που αντιστοιχούν σε 80 βιβλία των 250 σελίδων το καθένα). -
Πεζογραφικά έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά,
γερμανικά, ουγγρικά, ρουμανικά, κινέζικα κλπ. Τον Νοέμβριο 2001 το βραβευμένο
απ’ την Ακαδημία Αθηνών μυθιστόρημά του "Ένα νησί ταξιδεύει" κυκλοφόρησε
μεταφρασμένο στη Ρουμανία, και τον Σεπτέμβριο 2002 βγήκε σε δεύτερη έκδοση.
Τιμήθηκε επανειλημμένα με βραβεία, ανάμεσα στα οποία: το Βραβείο Ουράνη της
Ομάδας των Δώδεκα, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το Βραβείο της Ακαδημίας
Αθηνών, και το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την πεζογραφία, ενώ το
διήγημά του "Φυγή" εκπροσώπησε την Ελλάδα στον παγκόσμιο διαγωνισμό διηγήματος
της εφημερίδας Herald-Tribun της Νέας Υόρκης το 1954, και μεταφράστηκε σε 22
ξένες γλώσσες. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της "Λεσβιακής Παροικίας" Αθηνών, στην
οποία εργάστηκε σαν Γενικός Γραμματέας επί είκοσι χρόνια (1965-1985), και στη
συνέχεια σαν Πρόεδρός της επί άλλα δέκα πέντε (1985-2000). Σήμερα είναι
Επίτιμος Πρόεδρός της. Γενικά το έργο του, λυρικό στη βαθύτερη ουσία του, όπως
έχουν γράψει οι κριτικοί του, χαρακτηρίζεται από απέραντο.

Τάκης Χατζηαναγνώστου


Κάποτε ήταν ένα όνειρο μες στα χωράφια μας, ένα μεγάλο όνειρο. Και το κυνηγούσαμε όλη μέρα κι εγώ κι η Πηγή μας και τ’ άλλα παιδιά. Η γιαγιά Αργυρή τα ήξερε όλα αυτά. Καθόταν μέσα σ’ ένα κομμάτι ήλιο, έπλεκε, μας κοίταζε μέσ’ απ’ τα γυαλιά της και συλλογιόταν. Το βράδυ πάλι σίγουρα θα ’ρχιζε ένα καινούργιο παραμύθι. Και θα ’ταν πάλι μια βασίλισσα που θα ταξίδευε. Η θάλασσά μας, γύρω στο νησί, είναι πολύ γαλάζια κι όλο βασίλισσες ταξιδεύουν. Πότε πότε έρχονται σύννεφα. Ή ξαφνικά, γίνεται ένα δάσος σκοτεινό. Φυσούν άγρια οι ανέμοι και βογκούν τα δέντρα. Μέσ’ απ’ τα στήθια τους έρχεται ένας πόνος βαθύς. Έτσι είναι πάντα. Κι έπειτα πάλι γίνονται θάλασσες. Και τα κύματα δεν έχουν τέλος. Ταξιδεύουν, ταξιδεύουν κι όλα γίνονται μια βουή από σιωπή που δε λέει να τελειώσει. Ολόιδια με το λυχνάρι μας. Με τις σκιές. Με τη νύχτα. Η μανούλα δε λέει τίποτα. Ο πατέρας έρχεται αργά. Τις πιο πολλές φορές είναι χειμώνας. Η Πηγή κοιμάται στα γόνατα της γιαγιάς. Τι όνειρα να βλέπει άραγες; Η γιαγιά χαϊδεύει τα μαλλιά της. Με την αύριο, πάλι θα τρέχουμε στα χωράφια, να κυνηγούμε τ’ όνειρο, να το κυνηγούμε και να μην το φτάνουμε. Και τα δέντρα θα μας κοιτάζουν πάλι αμίλητα, οι γυναίκες θα δουλεύουν, θα δουλεύουν, πότε κανένα τραγούδι θα σηκώνεται να φύγει κατά τους λόγγους. Έτσι, πάντα.

Όμως μια μέρα τα πράματα άλλαξαν.

Αποβραδίς η γιαγιά Αργυρή δε μας είπε για βασίλισσες. Το μικρό μας καλύβι γέμισε σιωπή. Ο πατέρας αργούσε. Το λυχνάρι μας έτρεμε. Το χέρι της γιαγιάς έτρεμε. Μόνο η μητέρα είχε γυρίσει νωρίς απ’ τα χωράφια. Κι ήταν ανήσυχη. Μας πήρε κοντά της και μας είπε για τον κόσμο, για τον κόσμο αυτόν που πεθαίνει, για τα παιδιά που πεθαίνουν, για τους ανθρώπους που χάνονται – και δεν έχει έλεος ο κόσμος. Μέσα στα μάτια της ήταν φόβος. Φόβος κι αγάπη κι έννοια. Έπειτα μας είπε για το Μιχαλιό μας, και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Γέμισαν και τα δικά μας. Σφιχτήκαμε κοντά της. Το πρωί ήρθαν σύννεφα. Ήρθε κι ένα αυτοκίνητο στο χωριό. Δεν πήγαμε στα χωράφια. Το αυτοκίνητο ήταν μεγάλο. Έφερε στρατιώτες. Μιλούσαν μια γλώσσα αλλιώτικια. Ήταν όπως όταν ρίξεις πέτρες στο πηγάδι της αυλής μας. Μαζεύτηκαν γυναίκες. Κι εμείς. Τα σύννεφα πύκνωσαν. Το τραγούδι στα χωράφια σταμάτησε. Εμείς τρέχαμε πίσω απ’ τους στρατιώτες. Δίχως ήλιο. Ένας είχε χρυσά κουμπιά. Ένα μικρό αγόρι λαχτάρησε με τα χρυσά κουμπιά. Έτρεξε να τα χαϊδέψει. Μπερδεύτηκε στα πόδια του ξένου. Του ’δωσε μια κλωτσιά. Κυλίστηκε στο καλντερίμι. Με το κεφάλι. Έσπασε το κεφάλι. Έτρεξε αίμα.

Τότε έγινε σιωπή. Μια σιωπή βαθιά και πονεμένη. Μια σιωπή γεμάτη αυτοκίνητα και στρατιώτες και χρυσά κουμπιά και δράκους και σύννεφα και αίμα.

Τα πουλιά πια δεν τραγουδούσαν. Δεν ήξεραν τι να τραγουδήσουν. Ο πατέρας δεν πήγαινε στο χωράφι. Ο ήλιος βασίλευε γρήγορα. Τα δέντρα τυραννιόταν. Τα καλύβια μας έσκυβαν, έσκυβαν. Το ψωμί μας λιγόστευε, το στάρι μας λιγόστευε. Έπειτα τέλειωσε. Ο μεγάλος μας, ο Μιχαλιός τυραννιόταν τις νύχτες, δεν κοιμόταν, στριφογύριζε στο στρώμα. Φοβόμουν κι αφουγκραζόμουν μη γίνει τίποτα, η καρδιά μου χτυπούσε, συλλογιζόμουν τη γιαγιά Αργυρή που πια δε μας έλεγε παραμύθια τη μικρή Πηγούλα. Γιατί ο Μιχαλιός μας παράτησε τη δουλειά στη μηχανή τ’ άλλου χωριού; Γιατί πια η γιαγιά δεν παραμύθια; Γιατί οι νύχτες είναι ανήσυχες; Γιατί; Κοίταζα τ’ αδειανά μου χέρια. Πεινούσα. Ναι, αυτό! Πεινούσα. Ήταν κάτι μέσα στο σπλάχνο μου και με πονούσε. Ήταν ένα μεγάλο πράγμα μέσα στο σπλάχνο μου, σαν ένα σύννεφο κι έλεγα πως θα χαθώ. Όταν ξημέρωνε κοίταζα με παράπονο τη μανούλα. Πλάι μου η Πηγή δάκρυζε.

- «Δεν μπορώ πια», έλεγε σιγά. Την έπαιρνα απ’ το χέρι και βγαίναμε στο δρόμο. Κατηφορίζαμε κατά τις καλαμιές. Καμιά φορά πέφταμε πάνω σε πεθαμένους που τους πήγαιναν στο νεκροταφείο. Ύστερα πάλι το μονοπάτι ήταν έρημο. Τα καλάμια ήταν μόνα και λυπημένα. Άμα φυσούσε αγέρας έκλαιγαν. Από κει φαινόταν βαθιά η Ανατολή. Τα βουνά που έπλεαν πάνω στη θάλασσα. Τα μαβιά χρώματα. Τα παράξενα. Η Πηγή δεν είχε δυνάμεις. Καθόταν. Τ’ άλλα παιδιά ή πέθαιναν ή καθόταν κι αυτά σαν την Πηγή. Κι ήταν κίτρινη η αδερφούλα σαν τα χωράφια όταν κοίταζαν τον ήλιο που βασίλευε. Πόσο πονούσε η καρδιά μου! Και τα σπλάχνα μου! Η Ανατολή ήταν τόσο βαθιά! Κάποτε η γιαγιά Αργυρή είχε πει πως τα παραμύθια από κει ερχόταν. Απ’ τα δάση της Ανατολής. Απ’ τα βουνά της. Τώρα γιατί πια δεν ερχόταν;

Μια νύχτα ξύπνησα τρομαγμένος. Η Πηγή κοιμόταν βαριά. Κι η μητέρα. Μόνο απ’ τα σανίδια που χώριζαν στα δυο την καλύβα μας ερχόταν σιγανές φωνές.

- Θα φύγουμε. Δε γίνεται πια. Πρέπει, πατέρα…

Ο πατέρας ανάσαινε βαθιά. Ανάσαινε νύχτα. Σκοτάδι. Η φωνή του Μιχαλιού ήταν ζεστή, μέσα της χτυπούσε η καρδιά του.

- Είμαστε έξι. Θα πλευρίσουμε ίσα στα Μοσχονήσια. Από κει πια είναι λευτεριά. Η Ανατολή είναι λευτεριά…

Πάλι σιωπή. Πάλι το σκοτάδι. Οι γρήγορες ανάσες. Ο μεγάλος μας αδερφός θα ταξιδέψει. «Εκεί είναι λευτεριά». Από κει δεν έρχονται τα παραμύθια; Απ’ την Ανατολή.

- Δώσ’ μου την ευχή σου, πατέρα.

Τρέμω. Τα σανίδια τρίζουν. Η μητέρα κοιμάται. Κι η γιαγιά. Κι η Πηγή. Τα χωράφια όξω κοιμούνται. Όλα. Μόνο μια ευχή δεμένη σε δυο χείλια βασανισμένα συλλογιέται το θάνατο. Μόνο μια κουκουβάγια όξω στην κρύα νύχτα φωνάζει.

- Την ευχή σου, πατέρα…

Τα μάτια μου προσπαθούν ν’ αρπάξουν ζωντανή την οδυνηρή αγωνία του Μιχαλιού μας. Μέσ’ απ’ το σκοτάδι. Μέσ’ απ’ τα σανίδια.

- Την ευχή μου, παιδί μου…

Έτσι όπως αργά, βαριά και κουρασμένα περνούν τα σύννεφα απ’ το χωριό σαν πάρει φθινόπωρο, έτσι πέρασε η φωνή του πατέρα. Μέσα στο σκοτάδι ποιος μπορεί να δει τα δάκρυα; Τώρα πέρα μακριά στα βράχια θα βογκά η θάλασσα. Η Πηγούλα θα παίζει μέσα στον ύπνο της με τους αφρούς. Η μητέρα θα σκύψει πολύ το κεφάλι. Η γιαγιά ίσως να συλλογιστεί πως έχει καιρό να μας πει παραμύθια. Κι ο πατέρας θα πάρει το δρόμο για τα χωράφια, να μιλήσει με τη γη μας, με τα δέντρα μας, να σκουπίσει κρυφά τα μάτια του. Μόνο ο Μιχαλιός θα ταξιδεύει για κει που είναι λευτεριά. Πάνω στην καρδιά του θα ’χει κρεμασμένη την ευχή…

Την άλλη μέρα ήταν συννεφιά. Η Πηγή δε σηκώθηκε. Ήταν πολύ κίτρινη. Η γιαγιά κάθισε κοντά της. Ο πατέρας ήταν φευγάτος από πολύ πρωί. Κι ο Μιχαλιός. Η μητέρα πολεμούσε ν’ ανάψει φωτιά.

Βγήκα στο δρόμο. Δεν ήταν άλλα παιδιά. Κατηφόρισα. Θυμήθηκα τη νύχτα που πέρασε. Άρχισα να τρέχω. Μ’ όση δύναμη έμενε στα πόδια. Οι καλαμιές περίμεναν. Ήταν ήσυχες. Κάθισα κοντά τους. Η γη ήταν κρύα. Ήμουν λαχανιασμένος. Οι καλαμιές λυπημένα με κοίταζαν. Κι άρχισα να κλαίω.

Γύρισα αργά στο χωριό. Η Πηγή καιγόταν απ’ τον πυρετό. Κάθισα κοντά της. Της έπιασα το χέρι. Άνοιξε τα μάτια.

- Α, ήρθες; είπε σιγά.

- Ήμουν στις καλαμιές, Πηγή…

Σιωπή. Το καλύβι είναι σκοτεινό.

- Γιατί άργησες; λέει πάλι.

- Δεν ξέρω, δεν ξέρω γιατί άργησα.

- Σε γύρεψε ο Μιχαλιός… Ήρθε και με φίλησε.

- Α, λέω μόνο

Σηκώνομαι και πάω στη μητέρα. Την κοιτάζω στα μάτια.

- Μητέρα.

Στρέφει. Με κοιτάζει. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.

- Έφυγε;

- Έφυγε.

Το βράδυ είναι έρημο. Η Πηγή έχει κλειστά τα μάτια. Ο πατέρας δε φαίνεται. Κάθεται η μητέρα και βάζει βρεγμένα πανιά στο μέτωπο της αδερφούλας. Πάνω σ’ αυτό το μέτωπο τυραννιέται όλη η παιδική μας ιστορία.

Νυστάζω. Τα μάτια μου κλείνουν. Στη θάλασσα τώρα ταξιδεύουν έξι παιδιά. Τα μάτια τους είναι μεγάλα. Μεγάλα σαν την Ανατολή. Εκεί τώρα θα είναι όλο άστρα. Κι αγάπη. Εκεί τώρα μια άλλη Πηγή θα κάθεται κοντά σε μια άλλη γιαγιά Αργυρή και θα λέει για τις βασίλισσες. Κι εγώ περιμένω στ’ ακρογιάλια το Μιχαλιό μας να φέρει όνειρα.

Τ’ άλλο πρωί ο πατέρας με πήρε μαζί του στο χωράφι. Σκάψαμε. Όλη μέρα.

- Πρέπει να πιει καλά η γη. Οι βροχές θα ’ναι λίγες φέτο.

Η φωνή του ήταν βαριά. Ανάσαινε γρήγορα. Έσκαβε χωρίς σταματημό, χωρίς ξεκούραση. Το βράδυ όταν γυρίσαμε κάθισε κοντά στην Πηγή. Της χάιδεψε το κρύο χεράκι. Ήθελα να τον ρωτήσω αν έφτασε πια ο Μιχαλιός μας, δεν μπορούσα πια να βασανίζομαι, ήθελα να ξέρω, να ξέρω πως έφτασε, να ησυχάσω. Μα ήταν τόση η σιωπή μες στο καλύβι. Κι ο πατέρας ήταν τόσο αμίλητος! Πώς να ρωτήσω; Ίσως να ’ταν καλύτερα αύριο στο χωράφι. Έτσι όπως θα σκάβουμε. Θα ρωτήσω για την Ανατολή. Για τη θάλασσα που μας χωρίζει.

Όμως είναι τόσο δύσκολο να ρωτάς κάτι που σε παιδεύει.

Βράδιασε πάλι. Και γυρίζαμε στο χωριό. Και δεν είχα ρωτήσει. Μα σαν είδα το δάσκαλο να μας πλησιάζει, εκεί απ’ όξω απ’ τον καφενέ, σφίχτηκε η καρδιά μου. Κοιτάχτηκαν με τον πατέρα στα μάτια. Τότε ο πατέρας μ’ έδιωξε. Κι έμειναν μόνοι.

Πήγα στο καλύβι. Η Πηγή ήταν πάντα κίτρινη. Η μητέρα έλειπε. Μόνο η γιαγιά πηγαινόφερνε μέσα. Κάθισα δίπλα στην άρρωστη και δάγκωνα τα χείλια μου. Δάγκωνα την ψυχή μου. Τι ήθελε ο δάσκαλος; Τι ήθελε και μ’ έδιωξε ο πατέρας; Η νύχτα έπεφτε. Η μητέρα γύρισε. Την άρπαξα απ’ το χέρι.

- Τι έχεις; με ρώτησε.

- Τι έχω; Τι έχω; Ούτε γω δεν ξέρω μανούλα. Ούτε γω…

- Πού είναι ο πατέρας σου;

Πάνω στον τελευταίο λόγο, άνοιξε η πόρτα. Ήταν κείνος. Τον κοιτάξαμε κατάματα. Το λυχνάρι έπαιξε. Οι σκιές ήταν πελώριες. Είπε μόνο:

- Τους έπιασαν.

- Τι, πώς, ποιους;

Η σιωπή που απλώνονταν ξαναείπε: «Τους έπιασαν!» Και καταλάβαμε. «Ο κόσμος σκοτώνεται, ο κόσμος πεθαίνει, τα μικρά παιδιά πεθαίνουν… Τους έπιασαν!»

Πέρασαν μέρες πολλές. Όλο το χωριό περίμενε με την ψυχή στο στόμα. Ο πατέρας ήταν αμίλητος. Κατέβηκε δυο φορές στη χώρα. Όταν γύρισε, είπε πως ούτε να τον δει δεν τον άφησαν. Όλα τέλειωσαν.

- Δε θα τον ξαναδούμε, πατέρα; ρώτησε η μικρή Πηγή.

Τον κοιτάξαμε όλοι με λαχτάρα.

- Δε θα τον ξαναδούμε, είπε και γύρισε αλλού τα μάτια.

Πέρασαν πάλι λίγες μέρες.

Κι ένα πρωί που έβρεχε, η καμπάνα της Παναγίας άρχισε να χτυπά λυπημένα έτσι όπως πάντα, όταν πέθαιναν του χωριού μας ανθρώποι. Δεν είχε πουλιά να τραγουδήσουν. Κι ο ήλιος δεν είχε βγει. Τα δέντρα τυραννιόνταν. Μα τα καλύβια μας δεν έσκυβαν πια. Οι ήχοι της καμπάνας έδιναν μέσα στα στήθια όνειρα κι όρκους. Κάπου πίσ’ απ’ τα σύννεφα ήταν η Ανατολή. Μες στα χωράφια μας ήταν ένα όνειρο και το κυνηγούσαμε όλη μέρα πριν έρθει ένα αυτοκίνητο στο χωριό μας. Τώρα χτυπά η καμπάνα της Παναγίας. Από δω είναι ο δρόμος για τις κορφές. Από πίσω μας ας έρχονται τα όνειρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου