Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Η Αλίκη στη χώρα των τεράτων


Η Αλίκη στη χώρα των τεράτων


Η επιλογή να μεταφραστεί το παρόν κείμενο στη δεδομένη χρονική συγκυρία προφανώς συνδέεται με την επιλογή που έκανε η μεγαλύτερη μερίδα των Μ.Μ.Ε. στην Ελλάδα να βάλει στο κέντρο της προβολής, την πρόσφατη «αποκάλυψη» για το βιασμό μιας μαθήτριας αλλά και τις διάφορες δήθεν αποκαλύψεις για παρεκκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές στα σχολεία. Όλα αυτά ήταν γνωστά και ως συνήθως αποσιωπούμενα από το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, ωστόσο τώρα φαίνεται πως η επιταγή των μηχανισμών του θεάματος να «προβληματιστούμε» –με τους δικούς του βέβαια όρους- βρήκε απήχηση, ακόμα και σε ριζοσπαστικά κομμάτια και αναπτύχθηκε μια ποικίλου περιεχομένου φιλολογία αλλά και πολύμορφες δράσεις γύρω απ’ τα θέματα αυτά.

Gilles Dauve - Η μετάφραση του Alice in Monsterland

Εισαγωγικό σημείωμα τ. μ.


Μια παρατήρηση που κάναμε, κυρίως για την προσέγγιση που είχαν οι άνθρωποι του «ριζοσπαστικού χώρου», έχει να κάνει με την τάση να αναλύονται τα διάφορα ζητήματα (στη συγκεκριμένη περίπτωση η βία, και οι παρεκκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές) είτε με τα κλασσικά εργαλεία της στείρας πολιτικής της αριστεράς (βλ. η ανεργία προκαλεί φτώχεια, η φτώχεια προκαλεί βία κ.λ.π.) είτε υπό το πρίσμα κάποιας αφηρημένης και αγνής επαναστατικής ηθικής που εκφράζει αλληλεγγύη στους αδικημένους και καταγγέλλει τους «συνεργάτες του κράτους».

Το σημαντικότερο στοιχείο του κειμένου, πιστεύουμε πως είναι η διαλεκτική προσέγγιση των ζητημάτων που πραγματεύεται, η προσπάθεια δηλ. να φανερώσει τις αντιφάσεις που βιώνουν τα άτομα καθημερινά (εσωτερικές και κοινωνικές), και φυσικά η κριτική τόσο στον κυρίαρχο λόγο που μιλάει για «ρύθμιση και βελτίωση» όσο και στις τάσεις που θεωρούν ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν μοντέλα κοινωνικών σχέσεων, για μια κοινωνία η οποία θα έχει καταργήσει τη διαμεσολάβηση αυτών απ’ το χρήμα.

Απορρίπτοντας λοιπόν το παιχνίδι στο οποίο μας βάζει το θέαμα, να μιλάμε και να δρούμε μόνο για όσα αυτό μας επιτρέπει, μεταφράσαμε αυτό το κείμενο έτσι ώστε να ανοίξει μία συζήτηση, για το πώς μπορούμε να απομυστικοποιήσουμε την παρούσα κοινωνική σχέση, με βασικό εργαλείο την ανάγκη μας να την καταργήσουμε.

Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2006[0]

Η Αλίκη έχει μπελάδες. (1)

6.000 άνθρωποι σ’ αυτόν τον πλανήτη είναι αποφασισμένοι να την απαγάγουν, να τη βιάσουν, να τη βασανίσουν και να τη σκοτώσουν.

6.000.000 έλκονται απ’ αυτήν με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε κάποια ελάχιστη φυσική επαφή, η οποία πολύ σπάνια καταλήγει στο να πάθει κακό ή να υποχρεωθεί να κάνει οτιδήποτε. Στην πραγματικότητα, αρκετοί από αυτούς τους 6.000.000, όπως ο διάκονος Charles Dodgson[1] , αρκούνται απλώς στο να φωτογραφίσουν την Αλίκη ή απλώς να κοιτούν φωτογραφίες της.

6.000.000.000 γήινοι είναι μάλλον απίθανο να εκπέσουν στην πρώτη κατηγορία, αλλά μπορεί κάλλιστα να μετάσχουν στη δεύτερη, συχνά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ίσως μόνο μια φορά στη ζωή τους, ή πιθανόν μόνο στη φαντασία τους.

6 δις από εμάς όλο και περισσότερο λογαριάζονται, από ψυχολόγους, μπάτσους, δικαστές και δημοσιογράφους, σαν να μπορούσαν να μετατραπούν σ’ αυτούς τους 6.000.000, ενώ αυτοί οι 6.000.000 τυγχάνουν μεταχείρισης σαν να συμπεριφέρονται όπως αυτοί οι 6.000. Στο έτος 2001, ο Σωκράτης θα διωκόταν σαν τύπος που παρενοχλεί σεξουαλικά παιδιά, και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης θα απέλυε τον Lewis Carroll σαν συγγραφέα παιδικής πορνογραφίας.

«Παιδοφιλία: παραφιλία στην οποία τα παιδιά είναι το προτιμώμενο σεξουαλικό αντικείμενο. / Παραφιλία: μια προτίμηση για ασυνήθιστες σεξουαλικές πρακτικές.» (Λεξικό Webster , 1993)

Μετά τον Freud, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένα σαφές και ξεκάθαρο πράγμα που να μπορεί να οριστεί ως «σεξουαλικό αντικείμενο».

Θα ήταν παράλογο να συμπεριλάβουμε τον Δον Ζουαν και το Ρωμαίο της Ιουλιέτας στην ίδια κατηγορία «εραστών». Όποιος αρέσκεται στο να βασανίζει γάτες είναι ζωοφοβικός και όχι ζωοφιλικός. Ένας άνδρας όπως ο Dutroux[2] στο Βέλγιο βίαζε και σκότωνε έφηβα κορίτσια και γυναίκες. Ένας άντρας όπως ο Andre Gide[3] είχε σεξουαλικές επαφές με νεαρά αγόρια. Γιατί να συγχωνεύσουμε δυο τελείως διαφορετικές συμπεριφορικές κατηγορίες στην ίδια «ιδέα» της «παιδοφιλίας». Μόνο οι πολιτικοί της Τάξης και του Δικαίου αποκαλούν «ναρκομανείς» τόσο το χρήστη χασίς όσο και το άτομο που χρειάζεται τη δόση του δυο φορές τη μέρα. Η «παιδοφιλία» είναι τόσο διανοητικά σχετική όσο και η «ναρκομανία». Είμαστε όλοι «παραφιλικοί».

Τα παιδιά πράγματι υφίστανται κακή μεταχείριση σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάποια σημαδεύονται εφ’ όρου ζωής από μια εξαναγκασμένη σεξουαλική συνεύρεση στα νιάτα τους. Πολλά εκφοβίζονται από την οικογένειά τους (στην προστατευτική-καταπιεστική μήτρα της οποίας και εμφανίζονται τα περισσότερα περιστατικά ανεπιθύμητου σεξ).

Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει το σεξουαλικό τρόμο όπως όλους τους άλλους. Διαιωνίζει εκείνες τις καταστάσεις που τον θρέφουν, τις κλείνει σε λέξεις και πίσω από τοίχους, συμπεριφέρεται σαν να είμαστε ασφαλείς και μας διαπλάθει ηθικά[4] ενώ περιμένει να επανεμφανιστούν.

Κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη της παιδικής σεξουαλικότητας πια: ο Freud δεν μπορεί να αποσιωπηθεί τόσο εύκολα όσο ο Reich. Αλλά η σεξουαλικότητα έχει μετατραπεί σε ένα φρούριο στο οποίο κανείς δεν έχει πρόσβαση. Μπορούμε να φανταστούμε , όπως στο Brave New World, έναν πατέρα, μια μητέρα, ένα δάσκαλο ή ένα κοινωνικό λειτουργό να κλείνουν διακριτικά την πόρτα πίσω από την οποία δυο αγόρια ή δυο κορίτσια, ή ένα αγόρι και ένα κορίτσι και τα δυο 12 ετών , θα εμπλέκονταν σε κάποιου είδους ερωτικό παιχνίδι; Ο αναγνώστης της Sun θα χαστούκιζε τα παιδιά, ο αναγνώστης της Guardian θα τους έκανε ευγενικά κήρυγμα, και οι νέοι μας πιθανότατα θα έκαναν μια επίσκεψη στο γραφείο του ψυχολόγου. Το δικαίωμα των παιδιών στην ίδια τους τη σεξουαλική ζωή σημαίνει απαγορεύσεις. Οι ενήλικοι νομικά / νόμιμα διατηρούν ένα δικαίωμα στη σεξουαλικότητα μεταξύ παιδιών: να την απαγορεύουν πλήρως. Καλύτερα να απαγορεύεις μια σεξουαλική πράξη παρά να ρισκάρεις σεξουαλική κακομεταχείριση, αυτή είναι η λογική.

Η ίδια λογική θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια αυστηρή ρύθμιση των ενήλικων σεξουαλικών σχέσεων, οι οποίες μπορεί να εμπεριέχουν βία. Ας δούμε για μια στιγμή το σεξ ενηλίκων όπως το σεξ ενήλικου – παιδιού συνήθως παρατηρείται, δηλ. μόνο στις κακές και αιματηρές του παραμέτρους. Τότε κάθε άνδρας θα θεωρούσε τον εαυτό του ως ένα πιθανό Τζακ Αντεροβγάλτη, και κάθε σύζυγος θα φοβόταν το ενδεχόμενο να έχει παρά τη θέληση της σεξουαλική διείσδυση από το σύζυγο της κάθε βράδυ.

Αυτός ο πολιτισμός είναι ανίκανος να απευθυνθεί στις σχέσεις ενηλίκων – παιδιών.

«Αυτό που αποκαλούμε παιδί σήμερα είναι η λύπη μας για την απώλεια μιας άμεσης επαφής με τον κόσμο, μιας σύνδεσης του ενδόμυχου με το εξωτερικό: τη στιγμή που η Διαφορετικότητα είναι μία. […] ένας άνθρωπος, ένα σάπιο φύλλο, ένας ποταμός που περνά μέσα από ένα πτώμα ή μια νεκρή κουκουβάγια στη σοφίτα, εμφανίστηκαν σε τόση αφθονία που σχημάτισαν μέρος του εαυτού μας και μας περιτύλιξαν. Η παιδική ηλικία είναι η θλίψη για το ότι πρέπει να τα αναιρέσουμε όλα αυτά, και είναι επίσης το μέσο για να πάρουμε εκδίκηση: αγαπώ το παιδί γιατί είναι η παιδική μου ηλικία και το μισώ γιατί καταδεικνύει τη χαμένη μου παιδική ηλικία.» (2)

Δε γεννιόμαστε ούτε ένοχοι ούτε αθώοι. Δεν υπάρχει καμιά καλοκάγαθη φύση που αυθόρμητα θα διάλεγε τον αλτρουισμό ενάντια στον εγωισμό, και τη συνεργασία ενάντια στην επιθετικότητα. Είναι μια ψευδαίσθηση να υποθέτουμε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί και εκ των υστέρων μόνο διαφθείρονται κάτω από την πίεση της εξουσίας, της τάξης και του Κράτους, μέχρι η υποκείμενη βασική καλοσύνη τους να απελευθερωθεί από τα δεσμά της καταστολής. Αυτή η οπτική παίρνει απλώς το αρχικό δόγμα της αμαρτίας (όπου ο άνθρωπος πάντα είναι υποχρεωμένος ή να αγνοήσει ή να υποδουλώσει το γείτονά του, και δρα κοινωνικά μόνο με τη διαμεσολάβηση του Νόμου), και το αντιστρέφει. Παρόλο που η «αισιόδοξη» ματιά είναι πιο εύγευστη από το «απαισιόδοξο» ισοδύναμό της, μια ανθρώπινη οπτική πρέπει να υπερβεί αυτή τη συμμετρική αντίθεση.

Το έγκλημα και η βία δεν μπορούν όλα να εξηγηθούν με τους υλικούς και πνευματικούς περιορισμούς της τάξης. Ακόμα και η πιο ελεύθερη κοινωνία δε θα καταργήσει την πιθανότητα «αντικοινωνικής» συμπεριφοράς. Αλλά ένα Gemeinwesen, μια ύπαρξη από κοινού ίσως να τη μειώσει σε ένα ελάχιστο (ενώ οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες την πολλαπλασιάζουν), και να είναι ικανή να ζήσει με αυτή, να επαναπορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της (ενώ οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες τη βάζουν με τη σκούπα κάτω απ’ το χαλί). Ο κομμουνισμός ίσως ζήσει εγκλήματα, πιθανώς όμως όχι και την έννοια του «εγκληματία».

Η ερώτηση: Τι θα γίνει με τη σχέση παιδιού- ενηλίκου στον «κομμουνισμό»;, μπορεί μόνο να απαντηθεί θέτοντας σε κριτική την ίδια την ερώτηση. Ο Marx αντιτέθηκε στα ιδανικά Ουτοπικά σχέδια (τα οποία συχνά περιείχαν απαστράπτουσες ενοράσεις) με την κριτική της υπάρχουσας κοινωνικής και διανοητικής τάξης: κριτική της φιλοσοφίας του Δικαίου, κριτική στο εβραϊκό ζήτημα, κριτική της οικονομίας…

Οποιαδήποτε παρούσα λύση στο πρόβλημα είναι λαθεμένη, γιατί βασίζεται στο «παιδί» και στον «ενήλικα» όπως αυτά ορίζονται τώρα. Αυτό που ξέρουμε είναι πως το παιδί δεν είναι ένας ενήλικος σε μινιατούρα. Μια ανυπέρβλητη διαφορά τους χωρίζει και τους ενώνει. Το πρόβλημα ξεκινά ακριβώς γιατί η απόσταση σταδιακά εξαφανίζεται όσο το παιδί μεγαλώνει, πράγμα που δε συμβαίνει για παράδειγμα, ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα.

Τι πρέπει να γίνει; Τα παιδιά δε ζουν σε άλλο πλανήτη. Υπάρχει παιδική σεξουαλικότητα, ακόμα και αμοιβαία γοητεία ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα, αλλά δεν είναι όλα δυνατά σε όλες τις ηλικίες. Μιλάω σε ένα μωρό που δεν είναι ακόμα ικανό να εκφραστεί με λέξεις: δεν του διαβάζω την Κοινωνία του Θεάματος.

Όσον αφορά τόσο το σεξ όσο και άλλα ζητήματα, ο «δημόσιος διάλογος» δεν σημαίνει τίποτε άλλο απ’ το να μας θέτονται πιεστικά ζητήματα περιμένοντας για λύσεις: οι τρελές αγελάδες, η παρενόχληση σε χώρους εργασίας, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η παιδοφιλία, η κερδοσκοπία κλπ. Κάθε ένα από αυτά περιέχει ένα στοιχείο αλήθειας, βαλμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να επιδέχεται ποικίλες απαντήσεις, όλες μέσα στο πλαίσιο αυτών που η παρούσα κοινωνία μπορεί να καταλάβει και να δεχτεί. Το Κράτος συνήθως παραβάλλει τον κεντρικό έλεγχο, και η αριστερά ακόμα περισσότερο, εντούτοις σε δημοκρατικές μορφές.

Άνθρωποι όπως οι συγγραφείς αυτού του κειμένου θεωρούνται από τους ρεφορμιστές μη-πρακτικοί και εκτός πραγματικότητας. Ωστόσο καθένας πρέπει να κρίνεται ανάλογα με τις ίδιες του τις αξίες: ας ρωτήσουμε τους ρεαλιστές για τα δικά τους επιτεύγματα. Αν ακούσουμε έναν ολόκληρο στρατό εγκληματολόγων, κοινωνιολόγων και κοινωνικών λειτουργών, παρά τις αφοσιωμένες προσπάθειες πολλών δεκαετιών, αυτό που είναι γνωστό ως παιδοφιλία αναφέρεται αυξανόμενο. Δε θα μπορούσε να φταίει το ότι αυτή η κοινωνία ενισχύει τα κακά που υποκρίνεται πως θεραπεύει, και αντί να τα λύνει τα μεταθέτει απ’ το ένα μέρος στο άλλο; Ρυθμίζει το κεφάλαιο αναπτύσσοντας τη δύναμη του Κράτους και των ολιγοπωλίων και τελικά οδηγεί σε βαθύτερες κρίσεις. Ξεφορτώνεται το έγκλημα βάζοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους στις φυλακές που θρέφουν εγκληματίες. Μειώνει τη ρύπανση με νέες τεχνολογίες που προμηνύουν εναλλακτικές καταστροφές.

Ας αφήσουμε αυτούς που έχουν κατεστημένο συμφέρον στη συνέχιση αυτού του κόσμου να πάρουν μέρος σε τέτοιους διαλόγους. Εμείς δεν έχουμε καμία λύση για αυτά που οι τωρινές κοινωνίες περιγράφουν ως τις πιο επείγουσες προτεραιότητες της. [5]

Το θέμα της παιδοφιλίας είναι τόσο παράγωγο αυτού του κόσμου όσο είναι και οποιουδήποτε άλλου. Η παιδική ηλικία όπως την ξέρουμε είναι δημιούργημα των σύγχρονων καιρών. Οι περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες, καλώς ή κακώς, θεωρούσαν τα παιδιά, νεαρούς ενήλικες. Η βιομηχανοποίηση διαχώρισε την εργασία από τη μη-εργασία, τον παραγωγικό χρόνο από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, και έφτιαξε έναν πιο στέρεο διαχωρισμό μεταξύ μη-εργαζόμενου και εργαζόμενου, οδηγώντας σε μια αυξανόμενη διαφοροποίηση μεταξύ παιδιού και ενήλικα. (Αυτός ήταν επίσης ο χρόνος εμφάνισης της «συνταξιοδότησης»[6] ). Οι πρώτοι βιομήχανοι χρησιμοποιούσαν την παιδική εργασία στο βαθμό που παρήγαγαν κέρδος, από φθηνή ανειδίκευτη εργασία γενικά, γυναίκες και παιδιά ειδικά. Όταν τα παιδιά σταμάτησαν να είναι εκμεταλλεύσιμα (ειδικά κάτω από την πίεση της εργασίας), η κοινωνία «ανακάλυψε» την παιδική ηλικία ως μια τελείως ξεχωριστή στιγμή στη ζωή, που πρέπει να ενταχθεί στην κοινωνία και να επιμορφωθεί συστηματικά ( τη στιγμή που μόνο μια μειοψηφία λάμβανε κάποια μόρφωση στο παρελθόν). Πάνω από έναν αιώνα μετά, η κοινωνία της κατανάλωσης «ανακάλυψε» την «εφηβεία» ως μια ειδική φάση που χρειάζεται ειδική προσοχή, και φυσικά κινητοποιώντας τους δικούς της ειδήμονες.

Η κλασσική επαναστατική θεωρία ορίζει το προλεταριάτο ως εκείνο το κομμάτι που δεν έχει καθόλου αποθέματα και κατέχει μόνο τους απογόνους της (proles). Αν αυτό ισχύει, τότε η εποχή μας είναι αυτή της μαζικής προλεταριοποίησης. Οι σύγχρονοί μας συμπεριφέρονται σαν να είναι το παιδί το πρωταρχικό τους μέλημα, αλλά στην πράξη του αγοράζουν πολλά και του απαγορεύουν τα σημαντικά. Έχει μια ζωή με χαρτζιλίκι + υποχρεωτική εκπαίδευση + καθόλου ελεύθερο σεξ. Δεν μοιάζει αυτό στο να του συμπεριφέρονται σαν να το κατέχουν; Δυστυχώς χάριν οικογενειακής ισορροπίας, μια τέτοια κτίση αποδεικνύεται όλο και πιο ασταθής. Οι καθορισμένοι ρόλοι της παραδοσιακής οικογένειας ανήκουν στο παρελθόν. Η παλιά πατριαρχική ιεραρχία σταδιακά αντικαθίσταται από μια άμεση υποταγή όλων, νέων γέρων, αρσενικών και θηλυκών, στην καπιταλιστική λογική.

Η οικογένεια δεν προορίζεται πια να είναι ένα αντικείμενο αγάπης (ή μίσους όπως μας βεβαίωσε πάνω από ένα αιώνα πριν ο Andre Gide), αλλά απλώς βιώνεται και όπως λέει ένα bestseller, επιβιώνεται. Χάρη στην «πρακτική κριτική» του κεφαλαίου στην οικογένεια, οι γυναίκες απελευθερώθηκαν απ’ το ρόλο της νοικοκυράς και έχουν γίνει μισθωτές. Είναι πολύ συνηθισμένο μητέρα και πατέρας να είναι χωρισμένοι. Η πυρηνική οικογένεια φθίνει, αντικαθίσταται από χαλαρότερες μορφές, όπως η ανύπαντρη μητέρα που ζει απ’ την πρόνοια. Τα παιδιά πλέον είναι πολύ συχνό να βρίσκονται σε βρεφοκομεία ή να τελούν υπό την προσοχή babysitter.

Αυτό το αυξανόμενο κομμάτιασμα σταδιακά μετέτρεψε πειράματα όπως οι κοινότητες του ’60 και του ’70 σε εναλλακτικά lifestyle.

Επίσης κάνει το παιδί ακόμα πιο απομονωμένο, εύθραυστο ή ασταθές, συχνά απείθαρχο: και ως εκ τούτου ένα νέο «κοινωνικό πρόβλημα». Είτε οι πολιτικοί μιλούν για τον έλεγχο των βίαιων νεανικών συμμοριών είτε για την προστασία των αθώων παιδιών, η ψύχωση παραμένει η ίδια. Μια κοινωνία που δεν ξέρει πώς να συνδεθεί με τα παιδιά της, δείχνει πως δεν πιστεύει πια στην ίδια της την αναπαραγωγή.

Τα παιδιά γίνονται πια ιερά μόνο και μόνο επειδή εκεί παίζονται πολλά, ειδικά σε έναν κόσμο που βεβηλώνει τα πάντα.

Οι διανοούμενοι αρέσκονται στη φράση του Marx «στα παγωμένα νερά των εγωιστικών υπολογισμών» που πνίγουν «τις πιο παραδείσιες εκστάσεις της θρησκευτικής ζέσης, του ιπποτικού ενθουσιασμού, του φιλισταϊκού συναισθηματισμού». Την αγαπούν γιατί νομίζουν πως αναφέρεται μόνο σε αυτά που δεν πιστεύουν πια, γιατί ο καπιταλισμός τα έχει υπερβεί: τη δόξα του να πεθαίνεις στο πεδίο της μάχης υπέρ βασιλέως και πατρίδος, τις αρετές της αποικιοκρατίας, ή τη βιβλική εικόνα του πατέρα. Αποτυγχάνουν να αντιληφθούν ότι η ίδια ακριβώς διαδικασία ισχύει και για τις σύγχρονες πιο παραδείσιες εκστάσεις , την γονική αγάπη για παράδειγμα.

«Η αστική μπούρδα σχετικά με την οικογένεια και τη μόρφωση, σχετικά με την ιερή σχέση γονιών και παιδιού, γίνεται όλο και πιο απεχθής, όσο μέσω της σύγχρονης βιομηχανίας, όλοι οι οικογενειακή δεσμοί μεταξύ των προλεταρίων γίνονται κομμάτια και τα παιδιά τους μετατρέπονται σε απλά στοιχεία συναλλαγής και εργαλεία εργασίας.

Αλλά εσείς οι Κομμουνιστές θα εισάγετε την «κοινότητα» των γυναικών ! κραυγάζει η αστική τάξη εν χορώ.

Ο αστός βλέπει τη γυναίκα σαν απλό μέσο παραγωγής. Ακούει πως τα μέσα παραγωγής πρέπει να χρησιμοποιούνται από κοινού, και φυσικά δε μπορεί να καταλήξει σε κανένα άλλο συμπέρασμα παρά πως η συνθήκη «από κοινού» θα συμπεριλάβει και τις γυναίκες.

Δεν έχει ούτε την παραμικρή υποψία ότι ο πραγματικός στόχος είναι να τελειώνουμε με τη συνθήκη των γυναικών ως απλών μέσων παραγωγής». (Κομμουνιστικό Μανιφέστο)

153 χρόνια μετά, αυτή η κατάσταση δεν έχει αλλάξει: έχει απλωθεί σε όλους. Δεν είμαστε όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέσα παραγωγής; Οι περισσότερες δυτικές γυναίκες είναι μισθωτές. Ένα δωδεκάχρονο παιδί δεν μπαίνει πια στο μύλο, αλλά στο σχολείο το οποίο όλο και πιο πολύ καθορίζεται ως ένα μέρος εκπαίδευσης για μια εργασία. Η σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών είναι απλώς η πιο εμφανής και αποκρουστική μορφή της μετατροπής τους σε «απλά στοιχεία συναλλαγής». (3)

Οι καλοθελητές θέλουν να δώσουν στο παιδί τα ίδια δικαιώματα με έναν ενήλικο (και κάποια επιπλέον): εξάγουν το λογικό συμπέρασμα από το γεγονός ότι η κατάσταση του παιδιού αντανακλά τη γενική μας συνθήκη ζωής – μόνο που αυτή είναι χειρότερη για τα παιδιά.

Όσο το χρήμα κυβερνά, ανθρώπινα όντα θα αγοράζονται και θα πωλούνται, δεν υπάρχει κάποιος λόγος τα παιδιά να ξεφύγουν αν είναι εμπορεύσιμα, και ένας ολόκληρος ξενώνας επιδιορθώσεων απλώς θα ρυθμίζει την κυκλοφορία: το εμπόρευμα με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο Νόμος ποτέ δεν αντιτίθεται στα θεμέλια της κοινωνίας. Κάποιοι έλληνες φιλόσοφοι ανέκρουσαν την ύπαρξη των θεών, σχεδόν κανένας όμως δεν αντιτάχθηκε στη δουλεία.

Αυτή η κοινωνία έχει ως αρχή το ότι η σεξουαλική συναίνεση από τη μεριά του παιδιού δεν είναι έγκυρη, γιατί αυτό δεν ξέρει τι πραγματικά χρειάζεται. Αλλά οι ανάγκες του και τα θέλω του θεωρούνται έγκυρα όταν αφορούν το δικαίωμα του να αγοράζει και να απολαμβάνει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ο καταναλωτής έχει πάντα δίκιο, έτσι και το παιδί υποτίθεται πως έχει δίκιο. Το παιδί υπάρχει ως ξεχωριστή κατηγορία η οποία είναι μια θλιβερή καρικατούρα ενός ενηλίκου. Ένα αγόρι ή ένα κορίτσι 5 ετών όλο και πιο πολύ δέχεται μεταχείριση όμοια με όλων των υπολοίπων κεφαλαιοποιημένων ανθρωπίνων όντων: είναι καταναλωτής ή καταναλώτρια, και του παρέχονται δικαιώματα τα οποία είναι τόσο επιβεβλημένα όσο είναι εξασφαλισμένα.

Ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να γίνει, όσον αφορά έναν άνθρωπο

είναι να δέχεται συμπεριφορά σαν να υπάρχει μόνο και μόνο για να προστατεύεται. Ακόμα χειρότερα, αν οι πράξεις του απαγορεύονται στο όνομα της ελευθερίας του.

Τα δικαιώματα ενός παιδιού είναι απόλυτα αφού θεωρείται ανεύθυνο για οτιδήποτε. Όταν η κοινωνία δηλ. το Κράτος του παρέχει την απόλυτη προστασία, του στερεί την όποια αυτονομία. Του δίνεται κάθε δικαίωμα, εκτός από το δικαίωμα να ξέρει τι θέλει, με άλλα λόγια το δικαίωμα το οποίο θα έδινε κάποιο περιεχόμενο σε όλα τα άλλα δικαιώματά του.

Δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός, για αυτήν τη σύγχρονη ανακάλυψη, την παιδική ηλικία. Ένα παιδί σταματά να είναι παιδί, όταν μπαίνει στην ηλικία που μπορούν να το κλείσουν στην φυλακή.

Η Αλίκη έχει μπελάδες, σοβαρούς μπελάδες.

(1) Αυτή είναι μια επίτομη και τροποποιημένη εκδοχή του Autre Temps, γραμμένου στα γαλλικά από τους J.-P. Carasso, G.Dauve, D.Martineau, K.Nesic, που εκδόθηκε από την troploin το Μάη του 2001. Δες επίσης το For a World Without Moral Order, διαθέσιμο από εμάς σε έντυπη μορφή και στο site [troploin0.free.fr]
(2) C.Gallaz, L'lnfini, n.59, 1997.
(3) Την ώρα που η δυτική ευσυνειδησία αποκηρύττει την εκμετάλλευση της παιδικής εργασία στις φτωχές χώρες, στις Η.Π.Α. (και σύντομα σε Ευρώπη και Ιαπωνία) παιδιά του δημοτικού διδάσκονται πώς να αγοράζουν, να πωλούν, να πλουτίζουν (με λεφτά από Monopoly), να συγκρίνουν τα κέρδη τους, κλπ. Φυσικά είναι πιο ευχάριστο για ένα επτάχρονο αγόρι ή κορίτσι να μαθαίνει πώς να είναι αφεντικό στο Denver, από το να ξοδεύει 60 ώρες τη βδομάδα σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Peshawar. Το πρόβλημα είναι πως το ένα περιλαμβάνει το άλλο. Η ηθική κριτική ποτέ δε θα καταλάβει πως ο κόσμος είναι ένας.
σ.τ.μ.
[0] Τόσο η στάση μας τη χρονική στιγμή που για πρώτη φορά κυκλοφορήσαμε τη μετάφραση όσο και το περιεχόμενο αυτού του ίδιου του εισαγωγικό σημειώματος βρίσκονται υπό επεξεργασία εκ νέου και αυτοκριτική. Επιφυλασσόμαστε για μια πιο συγκεκριμένη αναφορά με την ολοκλήρωση της συζήτησης στο εσωτερικό μας (Απρίλης 2007).
[1] Ο επίσκοπος Charles Lutwidge Dodgson (1832–1898), πιο γνωστός με το όνομα Lewis Carroll ήταν ένας άγγλος συγγραφέας(μεταξύ άλλων του Η Αλίκη Στη Χώρα των Θαυμάτων), μαθηματικός, κληρικός της αγγλικανικής εκκλησίας και φωτογράφος. Μια πρόσφατη μελέτη (Roger Taylor and Edward Wakeling's Lewis Carroll, Photographer (2002) καταγράφει όλες τις διασωθείσες εκτυπώσεις του, και ο Taylor υπολογίζει πως πάνω από 50% της δουλειάς του απεικονίζει νεαρά κορίτσια. Οι κακόφημες (και πιθανώς παρεξηγημένες) σπουδές του παιδικών γυμνών για καιρό εθεωρούντο χαμένες, αλλά έκτοτε 6 έχουν βρεθεί, 4 από τις οποίες έχουν εκδοθεί ενώ για τις άλλες 2 λίγα είναι γνωστά.
[2] Marc Dutroux (6 November 1956, Βρυξέλλες). Βέλγος ο οποίος καταδικάστηκε για την (1995 και 1996) απαγωγή, το βασανισμό και τη σεξουαλική κακοποίηση έξι κοριτσιών, ετών μεταξύ 8 και 19, τέσσερα εκ των οποίων και κατέληξαν. Καταδικάστηκε επίσης και για τη δολοφονία ενός παλαιότερου ύποπτου για συνέργια στα παραπάνω. Συνελήφθη το 1996 και έκτοτε εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.
[3] André Paul Guillaume Gide (1869 –1951). Γάλλος συγγραφέας βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας το 1947. Στο έργο του ο Gide -μεταξύ άλλων- κοινοποιεί την εσωτερική του σύγκρουση (και μετέπειτα συμφιλίωση) όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται: του ασκητικού και εξευγενισμένου Προτεστάντη και του με θεϊκή έμπνευση –και χωρίς ενοχές πια- παιδεραστή.
[4] Στο πρωτότυπο moralizes δηλ. «διαπλάθει ηθικά» αλλά και «ανεβάζει το ηθικό».
[5] Η συγκεκριμένη διατύπωση μάλλον εξυπηρετεί το ύφος του κειμένου και όχι τόσο το περιεχόμενο. Προφανώς και η ταξική πάλη δίνει «λύσεις» όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του προλεταριάτου, αλλά ο συγγραφέας αρνείται να τις θέσει σε διάλογο με το κεφάλαιο. Τα προτάγματα και οι επείγουσες προτεραιότητες που θέτει το αγωνιζόμενο κομμάτι του προλεταριάτου από τη μεριά του, ξεφεύγουν από το βασικό θέμα του κειμένου. [6] Εννοεί την απόσυρση από την παραγωγική διαδικασία και όχι την εισαγωγή του κρατικού επιδόματος – σύνταξης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου