Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΔΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ


Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΔΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ»)


Στο πλαίσιο των προσπαθειών του να αναδείξει λιγότερο γνωστές πτυχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το περιοδικό «Μανδραγόρας» αποφάσισε να αφιερώσει το τελευταίο τεύχος του στο μεγάλο νεοέλληνα ποιητή, θεωρητικό της λογοτεχνίας, διανοητή και τεχνοκριτικό Νικόλαο Κάλα. Στην περίπτωση του Κάλα που εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, το εγχείρημα αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς πρόκειται για έναν από τους αναγνωρισμένους σήμερα, αλλά όχι ανάλογα παρουσιασμένους και μελετημένους εκπροσώπους της περίφημης Γενιάς του Τριάντα που σημάδεψε τα ποιητικά πράγματα στην Ελλάδα.
Ξένη Σκαρτσή
Κανείς δεν ξέρει πώς θα ήταν το νεοελληνικό ποιητικό τοπίο αν σημαντικοί εκπρόσωποι της γενιάς αυτής που έκαναν ένα δυναμικό ξεκίνημα στην εποχή τους δεν είχαν χαθεί νωρίς, ο Κάλας αποχωρώντας και «πεθαίνοντας ποιητικά» για την Ελλάδα πριν τον πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης και ο Αναστάσιος Δρίβας με το βιολογικό τους θάνατο τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά τον πόλεμο και στα πρώτα χρόνια της Κατοχής.
Η απόφαση για την παρουσίαση του αφιερώματος συνδέεται και αφορμάται και από την προγενέστερη διοργάνωση Διεθνούς Συνεδρίου για τον Νικόλαο Κάλα στην Κομοτηνή με συνδιοργανωτές το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το περιοδικό «Μανδραγόρας» και το Δήμο Κομοτηνής τον Ιούνιο του 2005, την αθρόα προσέλευση μελετητών του έργου του και την ποιότητα των παρουσιαζόμενων εισηγήσεων που περιλαμβάνονται στα Πρακτικά του Συνεδρίου[1] στα οποία το τεύχος του «Μ» λειτουργεί εισαγωγικά και συμπληρωματικά.
Το μέγεθος του εγχειρήματος που αναδείχθηκε περισσότερο με την ανεύρεση ανέκδοτων κειμένων σημαντικής αξίας αντικατοπτρίζεται και στον υπερτονισμό τυπικών στοιχείων των αφιερωμάτων του «Μ», όπως το εκτενέστερο στην περίπτωση αυτή Ανθολόγιο (εκδομένων) ποιημάτων με παράλληλες παραπομπές σε αποσπάσματα της κριτικής, στην κριτική σκέψη του ίδιου του Κάλα και σε ποιήματα ομοτέχνων του με τα οποία πιστοποιείται διακειμενική σχέση αλλά και σε συγγενή ποιήματα του ίδιου, προσπαθώντας να λειτουργήσει αυτόνομα ως σύνοψη της ποιητικής του ανέλιξης με τα δεδομένα της ίδιας της ποίησης. Ομοίως εκτενέστερο είναι το χρονολογικά παρουσιασμένο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων που αναδεικνύει την επίσης σημαντική δραστηριότητα του Κάλα στο χώρο της νεοελληνικής κριτικής, με γνώμονα κυρίως την αναφορά του σε έλληνες ομοτέχνους του, αλλά και σε ρεύματα του καιρού του. Η πάντα ενδιαφέρουσα, και στην περίπτωση του Κάλα αποφασιστική για την πορεία του στάση της κριτικής και οι διακυμάνσεις της παρουσιάζεται στο τέλος και πάλι με χρονολογικά κριτήρια.
Στο αφιέρωμα προτάσσεται ένα εισαγωγικό κείμενο με τα βασικά σημεία και χαρακτηριστικά της πνευματικής πορείας του παρουσιαζόμενου ποιητή από τη γράφουσα («Η ‘καθολική επανάσταση’ του Νικολάου Κάλα») και αναλυτικό Χρονολόγιο που υπογράφει ο Χρήστος Γιαννακός, ενώ την πολιτική σκέψη του Κάλα παρουσιάζει ο Κώστας Κρεμμύδας και τη χρήση του μοντάζ στον Κάλα ο Παν. Βούζης.[2]
Ένα μεγάλο μέρος του τεύχους αφιερώνεται σε ανέκδοτα κείμενα του Κάλα από το Αρχείο Νικολάου και Έλενας Κάλα, ευγενική χορηγία της Βιβλιοθήκης Βορείων Χωρών όπου στεγάζεται το Αρχείο,[3] και του καθηγητή Steingrim Laursen, κληρονόμου του Αρχείου οι οποίοι μας βοήθησαν σημαντικά κατά την ερευνητική διαδικασία καθώς και η Lena Hoff, επιμελήτρια του Αρχείου και η Γραμματέας της Βιβλιοθήκης Vibeke Espholm. Παρουσιάζονται εδώ ανέκδοτα ποιήματα του Κάλα ελληνικά, μεταφρασμένα από τα αγγλικά (το μεγαλύτερο σώμα) και τα γαλλικά (ανάμεσα στα οποία και το μοναδικό Οπτικό ποίημα του Κάλα) και τα μοναδικά απ’ όσο γνωρίζουμε πεζά του. Ακόμα πηγές από το Αρχείο του που δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις ασχολίες και τη ζωή του στην Αμερική, μικρά ή εκτενέστερα δοκίμια, αφορισμοί (μια νέα σειρά των αφορισμών «Εν μέσω σιωπής» που δημοσιεύθηκαν στο Επίμετρο του βιβλίου Η Τέχνη την εποχή της διακύβευσης, Άγρα 1997), τεχνοκριτικές, και τέλος, οι εκτενείς σημειώσεις του Κάλα για την έκδοση πολιτιστικών περιοδικών (όλα τα παραπάνω μεταφρασμένα από τα αγγλικά) και σημαντική ανέκδοτη αλληλογραφία του στα ελληνικά και σε ελληνική μετάφραση από τα αγγλικά και τα γαλλικά.[4]
Ο Νικόλαος Κάλας ή Νικήτας Ράντος ή Μ. Σπιέρος, κατά κόσμον Νικόλαος Καλαμάρης εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πρώτα ως κριτικός (με το άρθρο του «Οι λιποτάχτες της ζωής» στο έντυπο του σοσιαλιστικού σωματείου «Φοιτητική Συντροφιά», το 1929), και στη συνέχεια ως ποιητής το 1930 (από τις σελίδες της «Ν. Εστίας» με το ποίημα «Ο Σταυρωμένος», εξοβελισμένο από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου του).
«Πρώιμα αναπτυγμένο ταλέντο» κατά την έκφραση του Αργυρίου (το ’29 είναι μόλις 22 ετών), ο νεαρός Καλαμάρης ταράζει τα νερά των ελληνικών γραμμάτων με άρθρα επιθετικά[5] (στρέφεται όχι μόνο εναντίον του Καρυωτάκη λέγοντας πως τα ποιήματά του «μυρίζουν πτωμαΐνη» αλλά και του Παλαμά και του ίδιου του Σολωμού, επηρεασμένος και από την πολεμική του φουτουρισμού ενάντια στην παράδοση) [6] και πρωτοποριακά (είναι ο πρώτος από τη Γενιά του ’30 που μίλησε θετικά για τον Καβάφη και συνδύασε μαρξισμό και φροϋδισμό στις αναλύσεις του), που μαρτυρούν όμως μια στέρεη παιδεία[7], μελετάει τη σχέση μαρξισμού και τέχνης γινόμενος ένας από τους πρώτους απολογητές της αριστερής διανόησης στην Ελλάδα ενώ από το 1932 ασχολείται και με τον υπερρεαλισμό κερδίζοντας τον τίτλο του «θεωρητικού του υπερρεαλισμού» στη χώρα μας[8] – γεγονός στο οποίο συνέτεινε και η έκδοση στο Παρίσι το 1938 των Εστιών Πυρκαγιάς που αναγνωρίστηκαν από τον ίδιο το Μπρετόν ως ένα από τα εγχειρίδια του υπερρεαλισμού (η κριτική του παραγωγή της ελληνικής περιόδου έχει συγκεντρωθεί από τον Αλ. Αργυρίου στον τόμο, αρκετά δυσεύρετο σήμερα Νικόλας Κάλας. Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής, Πλέθρον 1982, τον οποίο αξιοποιεί σε σημαντικό βαθμό το «Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων» του «Μ»).
Κατακλύζει παράλληλα τα περιοδικά με ποιήματά του (αλλά και μεταφράσεις και κριτικές κινηματογράφου)[9] και το 1932 (τυπ. ένδειξη 1933) εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα.
Τα ποιήματά του, στα χνάρια του φουτουρισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην Ιταλία αλλά και τη Ρωσία, «μια ποιητική επεξεργασμένη έξω από τα ελληνικά σύνορα»[10] κατά την έκφραση του Vitti[11] και σαφώς επηρεασμένα από τη δεδηλωμένη πολιτική του τοποθέτηση[12], ταράζουν τα νερά με την αποδόμηση του στίχου και την εκτεταμένη χρήση του «πεζού στίχου»[13] που ορίζουν τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο στην Ελλάδα και δικαιολογούν τον τίτλο του «πρώτου συνειδητά μοντέρνου μας ποιητή» κατά την έκφραση του Αργυρίου.[14]
Η εκρηκτική, πληθωρική του εμφάνιση που κατέκλυσε σε σύντομο διάστημα τα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής και τα έντονα πρωτοποριακά στοιχεία του πολυδιάστατου έργου του, σε συνδυασμό με την πρωτοποριακή του πρωτοβουλία στον κοινωνικό τομέα (ο Κάλας είχε στρατευθεί ενεργά στον τροτσκισμό ήδη από τα πρώτα χρόνια του στη Νομική και είχε συμμετάσχει στις ζυμώσεις του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με το πανεπιστημιακό κατεστημένο) που μας επιτρέπουν να μιλάμε, κατά την έκφραση του Vitti, για μια «καθολική επανάσταση» του Κάλα στην Ελλάδα[15], σοκάρισε έντονα τον πνευματικό κόσμο της εποχής του προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.
Η κριτική στο σύνολό της σχεδόν, με προεξάρχοντα τον Καραντώνη που δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει «αμαθή» και να του αρνηθεί οποιοδήποτε ίχνος ταλέντου και τον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων», τον κατακεραυνώνει.[16]
Είναι εμφανές ότι αυτό που ενόχλησε ιδιαίτερα στην περίπτωση του Κάλα ήταν, εκτός των άλλων, και η μεγαλοαστική του καταγωγή που καθιστούσε περισσότερο προκλητική την πολιτική του τοποθέτηση και τη γενικότερη επαναστατική του διάθεση, και μεταφραζόταν ως απειλή για το κατεστημένο κάθε λογής: «Κάθε λογικός άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πιστέψει πως ένα από τα δύο είναι δικά του, ή ο πλούτος ή ο κομμουνισμός, όχι όμως και τα δύο μαζί», αναφέρει δηκτικά ο Καραντώνης αμφισβητώντας στη συνέχεια και αυτή την ειλικρίνεια των πολιτικών του πεποιθήσεων. Τα έντυπα της Αριστεράς τον αποκλείουν με τη σειρά τους ως αιρετικό μετά από το άρθρο του στους «Νέους Πρωτοπόρους» το 1932 όπου εκφραζόταν αρνητικά για την αποκλειστική χρήση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην τέχνη. Τις θυελλώδεις αντιδράσεις ακολούθησαν, ή συνόδευσαν χλευασμοί και τους χλευασμούς σιωπή. Ο Κάλας αποπέμφθηκε σιωπηλά από τα έντυπα της εποχής και δεν έγινε πια, και για πολλά χρόνια, καμιά αναφορά στο έργο του. Η απομόνωσή του ήταν απόλυτη. Το συναίσθημα αυτό επιβιώνει και εκφράζεται και σε μεταγενέστερο ποίημά του της περιόδου 1977-1983 («Επί Νικήτα Ράντου με συγκρατούσε μιας Συντροφιάς η ύπαρξη»)[17].
Το ποίημα του Γιώργου Θεοτοκά «Ηδυπαθής ευπατρίδης από το Κουρδιστάν» που αναδημοσιεύεται στο «Μ» (σ. 68) αποδίδει με περισσή ενάργεια, και με προκάλυμμα την αθώα σάτιρα, τη χλευαστική διάθεση με την οποία αντιμετώπισαν οι ομότεχνοί του την πρώτη εμφάνιση του Κάλα (θα μπορούσε να δει κανείς ίσως εδώ και μια εσκεμμένη προσπάθεια υποτίμησης;)
Η αντίδραση των πνευματικών κύκλων είχε άμεσο αντίκτυπο στο έργο του. Το 1933 και 1934 δημοσιεύει τρεις μικρές συλλογές (τα «Τετράδια» Α´, Β´, Γ´), αλλά εκτός εμπορίου. Η θεματική των ποιημάτων αλλάζει. Κοινός τόπος γίνεται το αίσθημα της αποτυχίας και οι τάσεις φυγής.[18]
Από το 1934 έχει αρχίσει να πηγαινοέρχεται στο Παρίσι όπου γνωρίζεται με τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών με τους οποίους θα συνδεθεί στενά στη συνέχεια (ο Μπρετόν θα χαρακτηρίσει τον Κάλα ένα από «τα πιο φωτεινά και τολμηρά πνεύματα του καιρού του»)[19]. Στη συναναστροφή αυτή και στο κλίμα της γαλλικής πρωτεύουσας είναι προφανές ότι ο Κάλας είδε μια νέα ελπίδα. Το 1936 γράφει το πρώτο υπερρεαλιστικό του ποίημα, στο επίσης εκτός εμπορίου «Τετράδιο Δ´», το εκτενές «Συμβόλαιο με δαίμονες» (απόσπασμα του ποιήματος θα αναδημοσιευθεί πάντως στα «Νέα Φύλλα» το 1937), στο οποίο ο τόνος είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν των υπόλοιπων «Τετραδίων», ήδη από τον εναρκτήριο στίχο: «Επανήλθαν οι ελπίδες ο απάτητος δρόμος των».[20]
Το 1938 φεύγει οριστικά για το Παρίσι, επηρεασμένος οπωσδήποτε και από το βαρύ για ένα χαρακτηρισμένο αριστερό κλίμα της μεταξικής Ελλάδας, απ’ όπου θα αναχωρήσει με την έκρηξη του πολέμου μέσω Λισσαβώνας και θα εγκατασταθεί οριστικά στη Νέα Υόρκη (τα ταξίδια του και οι σύντομες παραμονές του στην Ελλάδα στο εξής σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με την τακτοποίηση περιουσιακών υποθέσεων).
Στο Παρίσι αναζητάει μια καινούρια ζωή. Το μαρτυρεί και η δήλωσή του στην επιστολή του στο Θεοτοκά της 16.4.39: «Δεν ζητώ τον Ράντο αλλά καινούριο παρελθόν»,[21] αλλά και οι ποιητικές καταγραφές στο «Συμβόλαιο με δαίμονες»: «Δε μπορώ να ζήσω αν δε βρεθεί για μένα κάποιο άλλο παρελθόν», και παρακάτω, «Γεννήθηκε το παρελθόν σήμερα κάποιο δικό μου είναι». Είναι προφανές ότι το «Συμβόλαιο με δαίμονες» συνδέεται συνειρμικά με το συμβόλαιο του Δόκτωρ Φάουστους με το Διάβολο για την απόκτηση της χαμένης νεότητας.[22]
«Να φεύγεις είναι λίγο σα να πεθαίνεις», λέει κάπου ο ίδιος και πράγματι η φυγή του από την Ελλάδα σήμανε το θάνατό του «ποιητικά».Θα περάσουν 30 σχεδόν χρόνια για να ξαναδημοσιεύσει ποιήματα, στο περιοδικό «Πάλι» το 1963 (η χρονολόγηση 1945-1982 των ποιημάτων της ενότητας «Οδός Νικήτα Ράντου» της ομώνυμης συλλογής τού 1977 φαίνεται να προσπαθεί να καλύψει στο μεγαλύτερό του μέρος το κενό της ποιητικής του απουσίας, καθώς τα μοναδικά ανέκδοτα ποιήματα που δημοσιεύονται εκεί είναι τα «Έντεκα και δύο ποιήματα», κάποια από τα οποία χρονολογούνται από τον ίδιο το 1977).[23]
Η επιταγή «Θα συνεχίσω» του Επίμυθου του «Τετραδίου Δ´» έμεινε κενό γράμμα, και η μετοίκησή του δεν συνέβαλε στην ανατροφοδότηση του ποιητικού του έργου. Σ’ αυτό πρέπει να συνέτεινε και η δυσκολία έκφρασής του σε ένα ξενόγλωσσο περιβάλλον όπως έχει ήδη επισημανθεί από τον Αργυρίου[24] και για την οποία υπάρχει και η ποιητική του μαρτυρία το 1975: «(…) Πώς μεταφέρονται απ’ τ’ αγγλικά στη γλώσσα μας οι εικόνες;».[25]
Μετά την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη αφοσιώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε μια καινούρια δραστηριότητα, την τεχνοκριτική στην οποία θα διαπρέψει ιδιαίτερα, εγκαταλείποντας όχι μόνο την ποίηση αλλά στην ουσία και την κριτική δραστηριότητα στον τομέα αυτό, ενώ παραδίδει και μαθήματα Ανθρωπολογίας και Ιστορίας της Τέχνης για να ζήσει καθώς έχει στο μεταξύ απεμπολήσει την τεράστια πατρική του περιουσία.
Μια ενδιαφέρουσα απάντηση για την αποφασιστική αυτή στροφή δίνει στο Χρήστο Τσιάμη (σε συνομιλία τους που απόσπασμά της αναδημοσιεύεται από το περ. «Αντί», τχ. 397, 10/3/1989 στο «Μ»):
Του ζήτησα κάποτε να μου εξηγήσει γιατί είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την ποίηση για χάρη της κριτικής της τέχνης. Μου απάντησε ότι έβλεπε τη ζωγραφική σαν ένα είδος γραφής και πως τον ενδιέφεραν οι πιθανότητες της σύνταξης πάνω στον καμβά, όσο και οι πιθανότητες της γλώσσας με λεκτικές ιδιότητες, παραστάσεις που μπορούσαν να διαβαστούν σαν κείμενα (βλ. και το πολύ ενδιαφέρον σύντομο κείμενο του Κάλα με τίτλο «Η γραφή σαν στοιχείο οπτικής ποίησης» που δημοσιεύεται μεταφρασμένο από τον Κ. Σταθόπουλο μαζί με το γαλλικό Οπτικό ποίημα, «Μ», σ. 80).
Σήμερα ξέρουμε, μετά τη δημοσίευση των Γαλλικών του ποιημάτων από τους Αργυρόπουλο-Κολοκοτρώνη το 2002[26] (κάποια επιπλέον γαλλικά ποιήματα που δεν περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό δημοσιεύονται στο αφιέρωμα του «Μ» (σ. 81)[27] ότι έγραφε ποιήματα (στα γαλλικά) το διάστημα 1937-40 και, μετά την ανεύρεση των Αγγλικών ποιημάτων (την ύπαρξή τους αναφέρει ήδη στο «Αντί» το 1989 ο Χρήστος Τσιάμης ο οποίος έχει παρουσιάσει μεταφρασμένα και δύο απ’ αυτά[28]) και το διάστημα της παραμονής του στην Αμερική (τα αγγλικά του κείμενα δεν φέρουν στο σύνολό τους χρονολογική ένδειξη πλην δύο με τη χρονολόγηση 1952 και 1982), τα οποία όμως ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει.[29] Αντίθετα, η δημοσίευση ελληνικών ποιημάτων σε έντυπα της ημεδαπής όταν είχε την ανάλογη παρότρυνση και αποδοχή από ομοτέχνους του στην Ελλάδα από το ’63 πια και εξής, όπως ο Ν. Βαλαωρίτης με το περ. «Πάλι» και ο Α. Παγουλάτος με το «Χνάρι», και η αίτηση βοήθειας για την έκδοση συλλογής προς τον Ελύτη (πρόκειται για την Οδό Νικήτα Ράντου, το 1977 – η μαρτυρία περιέχεται σε επιστολή του στον Ελύτη της 22/5/1976 [βλ. σχετικά την Ανέκδοτη Αλληλογραφία του Κάλα στο Αφιέρωμα του «Μ»]) που κατ’ ουσίαν σηματοδοτεί την ποιητική του επιστροφή και την αρχή αποδοχής του στην Ελλάδα (με την απονομή και του Κρατικού Βραβείου Ποίησης 1977), δείχνει ότι αυτό που πάντα επιθυμούσε ήταν να αναγνωριστεί στη χώρα του.
(Στο Αρχείο του στη Βιβλιοθήκη Βορείων Χωρών ανευρέθηκαν και ελάχιστα αξιόλογα ποιήματα στα ελληνικά χωρίς χρονολογική ένδειξη και με ποικίλο περιεχόμενο, σατιρικά, με λογοπαίγνια ή λυρικότερα που φαίνεται να έχουν γραφεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και δεν περιλήφθηκαν στις συγκεντρωτικές συλλογές του 1977 και 1983. Δημοσιεύονται στο αφιέρωμα του «Μ», σ. 79).
Τα γαλλικά του ποιήματα, ανάμεσα στα οποία θα μπορούσε να βρει κανείς μερικά από τα ωραιότερα έργα του, έχουν έντονα προσωπικό στοιχείο[30] και αναπαράγουν τα τραυματικό βίωμα της παιδικής του ηλικίας[31] αλλά και το προσωπικό αδιέξοδο που συνέχιζε να βιώνει[32]. Σε κάποια όμως απ’ αυτά είναι ζωντανή η επαναστατική διάθεση των πρώτων ποιημάτων και η πίστη στην επαναστατική δύναμη της ποίησης[33] που απαντούν και στα ελληνικά ποιήματά του.[34]
Στα αγγλικά του αντίθετα ποιήματα είναι εντονότερος ο λυρικός τόνος και συναντάμε την τρυφερότητα για την οποία μιλάει ο Ελύτης προλογίζοντας την Οδό Νικήτα Ράντου: «Τρέμεις μην εκραγούν στα χέρια σου˙ και στο βάθος φοβάσαι όχι τόσο τα τυχόν θραύσματα, όσο εκείνη την τρυφερότητα την διαπεραστική που διαισθάνεσαι πως υποκρύπτουν» (βλ. και το απόσπασμα από το ποίημα «Επανάσταση» του 1933 που περιλαμβάνεται στην Ανθολογία Ποιημάτων του αφιερώματος του «Μ»), ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν και λιγοστά από τα ερωτικά ποιήματα του Κάλα:
Κλεισμένη στα όνειρά της, στα χέρια μου κλεισμένη
ανασαίνει στην ύπαρξή μου
η ζωή των ωρών ταιριασμένη σε ένα άλλο είδος χρόνου ανακριβή μισά άνισων ωρών κύματα ύπνου
θα πνιγούν ή θα περάσουν!
αφήνοντάς μας απείραχτους
με το όχι τόσο αιθερικό φορτίο των ονείρων
Θραύσματα από ένα τόπο που απέρριψα
σκέψεις δανεισμένες από ένα παλιό σύστημα
συνεχίζουν να εισβάλλουν στην τωρινή μου κατάσταση
άσκοπες περιπλανήσεις με φέρνουν πίσω στο βουδιστικό Κολοράντο
Ποτέ ο Άθως δεν ήταν πιο κοντά μου
δε χρειάζομαι εικόνες για να ταξιδέψω από την Αλεξάνδρεια ως τις χαράδρες του Θιβέτ.[35]
Σε άλλα από αυτά, ίσως άλλης περιόδου (τα αγγλικά κείμενα του Κάλα είναι όπως είπαμε σχεδόν στο σύνολό τους αχρονολόγητα) είναι έντονη και η σατιρική διάθεση και τα παιχνίδια με λέξεις που απαντούν και στα ελληνικά ποιήματα της ενότητας «Οδός Νικήτα Ράντου» (χρον. ένδειξη1945-1977) της ομώνυμης συλλογής.
Τα λογοπαίγνια καθιστούν κάποια απ’ αυτά κατ’ ουσίαν αμετάφραστα, όπως το ποίημα “[Zen/ in Zanzibar]”:
Zen
in Zanzibar
then the bar
barians
bar Arians
heretics
Herr Etics
Herr Ethics
Frau Ethics
crown the frown
frown the crown
and drown the clown
in Zen
or Zanzibar.
Χαρακτηριστικό όμως όλων είναι η σταθερή τους ποιότητα που δείχνουν έναν άνθρωπο ενεργό ποιητικά.
Για πρώτη φορά επίσης γίνονται γνωστά μέσω του Αρχείου του πεζά κείμενα. Δύο απ’ αυτά, εκτενέστερα, έχουν θεατρική δομή και το πρώτο αναπτύσσεται πάνω στην
ιδέα «Εγώ είμαι ένας άλλος» του Ρεμπώ, ενώ το τρίτο έχει ερωτικό περιεχόμενο (βλ. το αφιέρωμα του «Μ», σ. 85-87).
Τα θεωρητικά του κείμενα και οι σημειώσεις του στα αγγλικά αποδεικνύουν περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο κείμενό του την πνευματική του διαύγεια και δύναμη και την ευρυμάθειά του. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα και οι σύντομοι αφορισμοί του με την ένδειξη «Εν μέσω σιωπής. Νέα σειρά» με το σατιρικό τους χαρακτήρα που αναδεικνύουν και το έντονο αντιακαδημαϊκό του πνεύμα, οι οποίοι με το πλήθος των αναφορών τους σε πρόσωπα και πράγματα της εποχής και τα συχνά λογοπαίγνια απαίτησαν πλούσιο υπομνηματισμό, αφιέρωμα «Μ», σ. 88).
Το ριζοσπαστικό του πνεύμα και ο αντιακαδημαϊσμός που συναντούμε στα πρώτα του ποιήματα, όπως για παράδειγμα την «Πανεπιστημιακή παράδοση» του 1932[36]
διατηρούνται αν δε γίνονται ακόμα πιο έντονα:
Να μην έχεις ποτέ στο μυαλό σου τον αναγνώστη όταν γράφεις μια ιστορία. Μια ιστορία δεν είναι σαν ένα καλώδιο που κουβαλάει την τάση της δημιουργικής σου δύναμης αλλά σαν ένα μοναχικό φως στο σκοτάδι.
Η σωτηρία δε βρίσκεται στα χέρια των ποιητών. Ο πρώτος που κράτησε στα χέρια του τη φωτιά ήταν ένας μάγος. Και μετά τι; (από τα Μικρά Δοκίμια, σ. 87-88)
Το πτώμα είναι για το δολοφόνο ότι το διδακτορικό για τον ποιητή.
Οι πίνακες κρέμονται στα μουσεία μέχρι να γίνουν αριστουργήματα. Οι αλήτες μένουν κλειδωμένοι στα κελιά τους μέχρι να γίνουν εγκληματίες.
Γιατί να προσεύχεσαι ενώ μπορείς να ανησυχείς; (από τους Αφορισμούς)
Το ερέθισμα που θα μετέτρεπε το διάβασμα σε μια σημαντική απασχόληση απουσιάζει ολοκληρωτικά.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μεγάλοι δάσκαλοι που σπάνια βρίσκονται στα πανεπιστήμια, γιατί ο ρόλος των δασκάλων δεν είναι να εξηγούν αλλά να επι-κοινωνούν ανακαλύψεις. Οι μεγάλοι δάσκαλοι μπορούν μόνο να εμπνεύσουν, γι’ αυτό δεν γίνονται καθηγητές αλλά ηγέτες.
(Αποσπάσματα από Πανεπιστημιακές διαλέξεις και κείμενα, σ. 104)
Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την οργανωμένη του σκέψη και την ικανότητά του να παίξει σημαντικό ρόλο στα πνευματικά δρώμενα είναι σαφή και στις λεπτομερειακές του σημειώσεις για την έκδοση πολιτιστικού περιοδικού, στις οποίες περιλαμβάνεται ακόμα και αναλυτικός κατάλογος συνεργατών (αφιέρωμα «Μ», σ. 105-108):
Ένα μάχιμο περιοδικό θα πρέπει να απευθύνεται στη νεολαία που, σε παγκόσμιο επίπεδο, είχε μεγάλο μερίδιο σε τραγικές εμπειρίες. Να δίνει έμφαση στις ερωτήσεις και όχι στις απαντήσεις. Να ανταποκρίνεται περισσότερο στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου παρά στην επιθυμία για γνώση. Οφείλει να αμφισβητεί παγιωμένες πεποιθήσεις επικεντρώνοντας τη θεματολογία του στην αφαίρεση των όποιων εμποδίων μπλοκάρουν τα μονοπάτια των ανακαλύψεων.
(…)
Το δεύτερο τμήμα, αφιερωμένο στα δοκίμια, θα δίνει έμφαση στη διαμάχη ιδεών και θα αποθαρρύνει μελέτες αφιερωμένες σε καθαρά τεχνικά θέματα, όπως τη φύση των στίχων του Χόπκινς ή το στιλ του Χένρυ Τζέιμς:
(…)
Το πέμπτο τμήμα θα είναι αφιερωμένο σε αρχεία και αναδημοσιεύσεις κειμένων τα οποία προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα και είναι δυσεύρετα.
(…)
Θα πρέπει να είναι συναρπαστικό και οτιδήποτε ανιαρό ή ηθικοπλαστικό θα πρέπει να αποκλείεται.
Η δραστηριότητα της τεχνοκριτικής στην Αμερική η οποία είναι ήδη γνωστή στην Ελλάδα από τον τόμο Η Τέχνη την εποχή της διακύβευσης που αναφέρθηκε ήδη καλύπτεται στο αφιέρωμα με μία απομαγνητοφωνημένη από τη Lena Hoff διάλεξή του για το Νταντά στο Οντάριο το 1971 αλλά και από κείμενα, ανέκδοτα απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε για το Μαξ Ερνστ, τη Μέρετ Όπενχαϊμ, τον Πιέρ Αλεξίνσκι, το Σαλβαντόρ Νταλί και τον Κουρτ Σέλιγκμαν.
Πηγές από το αρχείο του φωτίζουν τις δραστηριότητές του στην Αμερική (σ. 70-72), που αναδεικνύει περισσότερο και συμπληρώνει η ανέκδοτη αλληλογραφία του με τον Οδ. Ελύτη, τον Τ. Σινόπουλο, τον Α. Παγουλάτο και τη Μ. Αραβαντινού αλλά και τον Α. Μπρετόν, τον Μπ. Γκιζίν και τον Ρομπέρ Αλτμάν η οποία πιστεύουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει και ως σημαντικό φιλολογικό τεκμήριο μιας εποχής.
«Δεν γράφω για να διαβαστώ, αλλά να ξαναδιαβαστώ», έγραφε ο Κάλας στην πρώτη Σειρά τού «Εν μέσω σιωπής».
Ελπίζουμε ότι το Συνέδριο της Κομοτηνής, το αφιέρωμα του «Μανδραγόρα» και η παρουσίασή μας θα αποτελέσουν ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.
Ξένη Σκαρτσή
[1] Νικόλαος Κάλας. Ξαναδιαβάζοντας το έργο του, εκδόσεις «Μανδραγόρας» 2006.
[2] Στο αφιέρωμα δεν περιλαμβάνεται αναλυτική εργογραφία του Κάλα καθώς αυτή έχει ήδη δημοσιευθεί σε υπάρχουσες εκδόσεις των έργων του ως το 2002. Οι σχετικές παραπομπές υπάρχουν στο αφιέρωμα του «Μ», καθώς και κάποιες μεταγενέστερες δημοσιεύσεις ποιημάτων και κειμένων του από το 2002 μέχρι σήμερα. Τα σημαντικότερα τέλος βιβλιογραφικά στοιχεία για το έργο του δίνονται στην ανθολόγηση από τις Απόψεις της Κριτικής.
[3] Μικρότερο αρχείο του Ν. Κάλα τηρείται και στο ΕΛΙΑ.
[4] Τα γαλλικά ποιήματα μεταφράζει η Δ. Δεμερτζή, το δοκίμιο «Διαδικασία και Αντίθεση» ο Κ. Σταθόπουλος και τα Σπαράγματα – Αποσπάσματα από Πανεπιστημιακές διαλέξεις και κείμενα ο Γ. Πρεβεδουράκης ο οποίος συνέβαλε και στην έρευνα των κειμένων τεχνοκριτικής στο Αρχείο Ε. και Ν. Κάλα. Τα κείμενα τεχνοκριτικής, το αρχειακό υλικό με πληροφορίες για τις δραστηριότητες του Κάλα στην Αμερική, τις σημειώσεις για το πολιτιστικό περιοδικό και τις αγγλικές επιστολές μεταφράζει η Βιβή Τουρόγιαννη και τις γαλλικές επιστολές η Φωτεινή Παπαρήγα. Τα υπόλοιπα ανήκουν στη γράφουσα.
[5] «… Με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος (κατ’ αποκοπή τού Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ‘Σαν να απειλούσε μια μερίδα της κοινωνίας με το φάντασμα του Γάλλου επαναστάτη’, σημειώνει ο Γ. Γιάνναρης [Η ελληνική πρωτοπορία. Νικόλας Κάλας – Θεόδωρος Ντόρος, Γαβριηλίδης 2005, σ. 130]) γέμιζε τα περιοδικά με λιβέλους πύρινους και κριτικές ανελέητες» λέει ο Οδ. Ελύτης στην αναφορά του στον Κάλα στα Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος 71982, σ. 268)
[6] Εφαρμόζοντας πιστά την αντίληψη «Ο ρόλος του κριτικού της πρωτοπορίας δεν είναι να νομιμοποεί αλλά να αναταράσσει», που εμφανίζεται στο μεταγενέστερο μικρό δοκίμιο «Παιχνίδια χωρίς κανόνες» (μτφρ. Σπ. Αργυρόπουλος, περ. «Συντέλεια», τχ. 2-3 (Φθινόπωρο 1990-Χειμώνας 1991, σ. 112). Οι ακραίες απόψεις του έδωσαν λαβή να κατηγορηθεί για αλαζονεία και για «φιλολογικούς παραλογισμούς» για το σύνολο της κριτικής του δραστηριότητας από τον Καραντώνη αλλά και άλλους (για τα παραπάνω αλλά και συνολικά βλ. το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων και την Άποψη της Κριτικής στο αφιέρωμα του «Μ»).
[7] «Ήταν ο πιο πληροφορημένος, ο πιο δεινός βιβλιοφάγος της διεθνούς αγοράς», κατά την έκφραση του Ελύτη (ό.π.).
[8] Μ.Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία,1945-1980, Πατάκης 1987, σ. 45-47.
[9] Δραστηριότητες εξίσου πρωτοποριακές καθώς μεταφράζει από τους πρώτους έργα των Edgar Lee Masters, Aragon, Eliot κ.ά., και αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως τέχνη επηρεασμένος και πάλι από τη θητεία του στο φουτουρισμό.
[10] Bλ. και τους στίχους από το σατιρικό ποίημα του Θεοτοκά – αναδημ. «Μ», σ. 68: «(…)/ κι έγραφεν στίχους της πρωτοπορίας/ υπερμοντέρνους, φουτουριστικούς,/ γύρω σε θέματα παρθένα και τερπνά/ ως ο ερωτισμός των μηχανών, του Πειραιώς τα λιμενικά έργα/ και πλείστα άλλα της αυτής εμπνεύσεως/ (…)».
[11] Βλ. αναλυτικά το απόσπασμα του Vitti στη σχολιασμένη Ανθολογία Ποιημάτων.
[12] Βλ. για παράδειγμα το πρώτο ποίημα της συλλογής, «Το τραγούδι των Λιμενικών Έργων» αλλά και ποιήματα όπως η «Διαδήλωση», «Το Λιμάνι» κ.ά.
[13] «Τα ποιήματά του δεν είναι μήτε στίχος μήτε ρυθμική πρόζα», σημειώνει ο Καραντώνης στην κριτική του στο περιοδικό «Ιδέα» λίγο μετά την έκδοση της συλλογής.
[14] Περισσότερα στοιχεία ποιητικής του Κάλα βλ. στο κείμενο «Η ‘καθολική’ επανάσταση του Νικολάου Κάλα» αφιέρωμα του «Μ».
[15] M. Vitti, «Ο Νικήτας Ράντος και η καθολική επανάσταση», Η Γενιά του Τριάντα, Ερμής 2004, σ. 97.
[16] Βλ. σχετικά τις Απόψεις της Κριτικής στο αφιέρωμα του «Μ».
[17] Από την ενότητα «Γραφή και Φως» της ομώνυμης συλλογής του 1983, σ. 107.
[18] Βλ. λ.χ. τα ποιήματα [Μετρώ τα χαμένα – τα ξαναμετρώ] που αναδημοσιεύεται στην Οδό Νικήτα Ράντου (σ. 18), και [Όταν αποτυχία συνθλίβει αισθήματά μας] με τον καταληκτικό στίχο «πρέπει κι εμείς να φύγουμε, να βρούμε το θάρρος κάποιας φυγής» (σ. 40).
[19] Στα «Προλεγόμενα σ’ ένα Τρίτο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1942), Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Δωδώνη 1983, σ. 139.
[20] Το ποίημα αναδημοσιεύεται στην Οδό Νικήτα Ράντου (σ. 75-78) όπως και όλα τα ποιήματα των «Τετραδίων» Α´– Δ´.
[21] Γ. Θεοτοκάς, Ν. Κάλας, Μια αλληλογραφία, Εισαγωγή-Eπιμέλεια Ιω. Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, εκδ. Πρόσπερος 1989.
[22] Βλ. και το μεταγενέστερο ποίημα του 1978 «Δεύτερο βιβλίο», αναδημοσίευση στο Γραφή και Φως από το περιοδικό «Τραμ», σ. 76: «(…) Οστρακίζομαι. Συνάπτω Συμβόλαιο με δαίμονες».
[23] Στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κάλα, Οδός Νικήτα Ράντου, περιλαμβάνονται τα «Τετράδια» Α, Β, Γ και Δ των ετών 1933-36 , οι «Συλλογές» Α, Β και Γ των ετών 163-64 και 1975, το ποίημα «Η οσφύς του λαγού η μοναρχική μου αγάπη» του 1975 και λίγα ανέκδοτα ποιήματα ως το 1977. Στη μεταγενέστερη Γραφή και Φως του 1983 περιλαμβάνονται τα «Ποιήματα» του 1932, ποιήματα της περιόδου 1978-79 και ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1978-83.
[24] Αλ. Αργυρίου, «Ο Νικήτας Ράντος και ο υπερρεαλισμός, Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών, εκδ. Γνώση 41990, σ. 133-148.
[25] Στο ίδιο γεγονός αποδίδει και ο Ελύτης την έλλειψη ποιητικής παραγωγής του σε επιστολή του όπου του ζητάει συνεργασία σε διάφορους τομείς για περιοδικό που λογάριαζε να βγάλει με το Νάνο Βαλαωρίτη (από το ανέκδοτο Αρχείο του Ν. Κάλα στη Βιβλιοθήκη Βορείων Χωρών): «Ποιήματα, τα υπάρχοντα, αν και πιστεύω ότι θα γράψεις κι άλλα μόλις αποκαταστήσεις τους δεσμούς σου με τη γλώσσα και την αίστηση της ελληνικής γλώσσας, κριτικές για την τέχνη και –προ πάντων κατά τη γνώμη μου– το δοκίμιο για την Ποίηση που μου είχες μιλήσει γι’ αυτό πρώτη φορά στην Αθήνα και μου το επανέλαβες αργότερα στη Νέα Υόρκη. Είσαι ο μόνος που μπορεί σήμερα να μιλήσει έγκυρα και όχι ακαδημαϊκά επάνω σ’ αυτό το θέμα» (14.4.1962).
[26] Τέσσερα από αυτά είχαν ήδη δημοσιευθεί στα αγγλικά. Το σύνολο των ποιημάτων περιέχονται στον τόμο Νικόλαος Κάλας, Δεκαέξι Γαλλικά Ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, Μετάφραση-Σχόλια Σπήλιος Αργυρόπουλος–Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ύψιλον/Βιβλία 2002.
[27] Η μετάφραση των Κολοκοτρώνη-Αργυρόπουλου στηρίχτηκε στο Αρχείο του αμερικανού ποιητή W.C. Williams όπου ανευρέθηκαν τα γαλλικά ποιήματα που του είχε στείλει για μετάφραση και δημοσίευση στα αγγλικά, και όχι στο Αρχείο του Κάλα. Πέντε ακόμη γαλλικά ποιήματα από το Αρχείο της Βιβλιοθήκης Βορείων Χωρών παρουσιάστηκαν μεταφρασμένα από τον Α. Παγουλάτο στο περ. «Νέα Συντέλεια», τχ. 1-2, 2004.
[28] Στα περιοδικά «Αντί», τχ. 397, 10.3.1989 και «Ρεύματα», τχ. 16, 11/12/1993. Τρία ακόμα έχει παρουσιάσει η Β. Κολοκοτρώνη στο τχ. 1-2 της «Νέας Συντέλειας» και ένα ο Γ. Γιάνναρης στα «Αιολικά Γράμματα», τχ. 174, 11-12/1998.
[29] Βλ. τη μαρτυρία του Χρ. Τσιάμη στο ίδιο τεύχος του «Αντί» και των Κολοκοτρώνη-Αργυρόπουλου στο βιβλίο τους, σ. 10.
[30] Ο W.C. Williams σημειώνει σε επιστολή του στον Κάλα μετά την ανάγνωσή τους: «Μοιάζουν τόσο προσωπικά, που ντρέπομαι λίγο. Μοιάζουν να λεν μια ιστορία, μια τραγική ιστορία απόδρασης προς –δεν είναι καθαρό ακόμα σε μένα— προς τ’ αστέρια, την αυγή το άγνωστο” (επιστολή της 10/11/1940 που απόσπασμά της αναδημοσιεύεται στο «Μ»).
[31] Η καρδιά ενός παιδιού φλέγεται
Ανοίξτε του την οδό των δακρύων όταν μέσα στη νύχτα η σκιά του αποσπάται
Χωρίς αντανάκλαση στα χέρια χωρίς καθρέφτη σίγουρο για τον εαυτό του
Ξυπνάει τη λύπη του την ξεριζώνει έπειτα την τρώει («Η θύελλα την αυγή», Αργυρόπουλος- Κολοκοτρώνη, ό.π., σ. 45)
Σαν ένα αγρίμι παγιδευμένο
Ένα καράβι που κινδυνεύει
ένα παιδί μονάχο μες στη νύχτα
Μια πλανημένη ώρα
Περιμένω («Ενθάδε κείται η καρδιά», σ. 73)
[32] Βουτηγμένος στην αγωνία έπνιξα το αστέρι μου («Ξεριζωμένος από καθρέφτες», σ. 41)
Στην κορυφή της ηρεμίας
ΕΙΜΑΙ
Παραμένω
Σαν τον πνιγμένο μέσα στη συμφορά του («Η αγωνία μέσα στο πλήθος», σ. 47)
[33] Ελευθερώστε τους προφήτες
Σκεπάστε τον ουρανό με ποιήματα
Τρομοκρατήστε τον κόσμο! («Τραγούδι της λησμονιάς», σ. 65)
Ανάλογη διάθεση απαντά και σε ένα από τα λιγοστά ανέκδοτα ελληνικά ποιήματά του:
Άναψες φωτιά μεσ’ στην καρδιά μας
Μη σβύσει προτού κάψει πύργους και παλάτια (αφιέρωμα «Μ», σ. 79).
[34] Βλ. «Πρόμυθος», «Τετράδιο» Δ´ (1936): «Οι δειλοί φοβούνται τ’ αποτελέσματα, είναι τύποι αντιποιητικοί. Μα η τέχνη είναι πυριτιδαποθήκη, απόδειξη ο Παρθενών!».
[35] Δημοσιεύονται στην ενότητα Αγγλικά Ανέκδοτα Κείμενα, σ. 82-84 του αφιερώματος του «Μ».
[36] (…)
Συχώρεσέ με, δάσκαλε, για την ασέβειά μου
συχώρεσέ με αν ευχηθώ
να ’ναι λίγα τα ψωμιά σου.
(…) (Γραφή και Φως, σ. 21)
Ξένη Σκαρτσή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου