Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Ernest Hemingway: Όσο προχωρείς στο γράψιμο τόσο πιο μόνος μένεις


Όσο προχωρείς στο γράψιμο τόσο πιο μόνος μένεις

Ο Ernest Hemingway γεννήθηκε στο Όακ Παρκ, στο Ιλλινόις, στις 21 Ιουλίου του 1899, και άρχισε τη συγγραφική του σταδιοδρομία εργαζόμενος ως ρεπόρτερ στην Kansas City Star, όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Το 1921 έγινε περιπλανώμενος ανταποκριτής για την Toronto Star Weekly, και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς απέπλευσε για την Ευρώπη, όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και, εν συνεχεία, τη Συνθήκη της Λωζάνης. Εκείνη την περίοδο, μια βαλίτσα που περιείχε όλα τα ποιήματα και τα διηγήματά του, εκτός από ένα, το "My Old Man", το οποίο είχε στείλει σε διάφορα περιοδικά, χάθηκε, κι έτσι ο Χέμινγουεϊ αναγκάστηκε να αρχίσει το λογοτεχνικό του έργο και πάλι από το μηδέν.
Το πρώτο βιβλίο του Χέμινγουεϊ, με τίτλο Three Stories and Ten Poems [Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα] κυκλοφόρησε το 1923, σε μόλις τριακόσια αντίτυπα. Το Our Time [Η Εποχή Μας], μία συλλογή διηγημάτων, εκδόθηκε το 1924. Το 1926, εκδόθηκε η σάτιρα με τίτλο Torrents of Spring [Οι Χείμαρροι της Άνοιξης], και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του The Sun Also Rises [Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά]. Τον Οκτώβριο του 1927, εκδόθηκε ακόμη ένας τόμος με διηγήματα, με τίτλο Men Without Women [Άντρες Χωρίς Γυναίκες], όπου περιέχονταν τα "The Killers" ["Οι Δολοφόνοι"] και "The Undefeated" ["Ο Αήττητος"], διηγήματα που θεωρήθηκαν από τα καλύτερα παραδείγματα μοντέρνας πεζογραφίας. Η έκδοση του A Farewell to Arms [Αποχαιρετισμός στα Όπλα], καταξίωσε τον Χέμινγουεϊ ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Τα διηγήματά του συγκεντρώθηκαν, το 1938, στον τόμο The First Forty-Nine.
Το 1940, ολοκλήρωσε το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του For Whom the Bell Tolls [Για Ποιον Χτυπάει Η Καμπάνα], με θέμα τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Δέκα χρόνια μετά, εκδόθηκε το Across the River and Into the Trees [Στο Ποτάμι Απέναντι και Κάτω απ' των Δέντρων τη Σκιά], και το 1952 το The Old Man and the Sea [Ο Γέρος και η Θάλασσα]. Το 1954, ο Χέμινγουεϊ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ, για "τον δυναμισμό και τον απόλυτο έλεγχο του ύφους του, για την επίδρασή του στην τέχνη της μοντέρνας αφήγησης..."
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έζησε πολλά χρόνια στην Κούβα. Πέρασε τις τελευταίες μέρες του στο Κέτσαμ του Άινταχο, όπου πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1961. Η συνέντευξη αυτή που δημοσιεύει σε δύο συνέχειες το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δόθηκε στον George Plimton.

Χέμινγουεϊ: Πηγαίνεις στον ιππόδρομο;
Τζωρτζ Πλίμτον: Ναι, καμιά φορά.
Χέμινγουεϊ: Να διαβάσεις το Racing Form... Εκεί θα βρεις την αληθινή τέχνη της μυθοπλασίας.
[Συνομιλία σ' ένα καφενείο της Μαδρίτης, Μάιος 1954]
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ γράφει στο υπνοδωμάτιο της κατοικίας του στο προάστιο Σαν Φρανσίσκο Δε Πάουλα της Αβάνας. Έχει βάλει να του φτιάξουν ένα ειδικό εργαστήρι σ' έναν τετράγωνο πύργο στην νοτιοδυτική πτέρυγα του σπιτιού, αλλά προτιμάει να γράφει στο υπνοδωμάτιό του, και ανεβαίνει στην κάμαρα του πύργου μονάχα όταν το απαιτούν οι "ήρωές" του.
Το υπνοδωμάτιο βρίσκεται στο ισόγειο και επικοινωνεί με το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού. Ένας βαρύς τόμος, όπου καταγράφονται και περιγράφονται τα αεροσκάφη σε όλο τον κόσμο, κρατάει την πόρτα μισάνοιχτη. Το υπνοδωμάτιο είναι μεγάλο, ευήλιο, τα παράθυρα βλέπουν στα ανατολικά και στα νότια επιτρέποντας στο φως της ημέρας να απλωθεί στους λευκούς τοίχους και στις κίτρινες πλάκες του πατώματος.
Δύο βιβλιοθήκες, στο ύψος του στήθους, σχηματίζοντας ορθές γωνίες με τους τοίχους, χωρίζουν το δωμάτιο στα δύο. Στο ένα μέρος δεσπόζει το μεγάλο και χαμηλό διπλό κρεβάτι, παντόφλες και σπορ παπούτσια είναι επιμελώς παρατεταγμένα στο πάτωμα, ενώ στα δύο κομοδίνα βλέπεις στοίβες βιβλία. Στον άλλο χώρο, υπάρχει ένα επιβλητικό λιτό γραφείο, με μία καρέκλα στην κάθε του μεριά, με την επιφάνειά του γεμάτη τακτοποιημένα χαρτιά και ενθύμια. Πιο κει, στην άλλη άκρη του δωματίου, βρίσκεται μια σκευοθήκη στολισμένη στην κορυφή της με δέρμα από λεοπάρδαλη. Στους άλλους τοίχους υπάρχουν βιβλιοθήκες από λευκό ξύλο, γεμάτες βιβλία, παλιές εφημερίδες, περιοδικά για τις ταυρομαχίες, και πακέτα επιστολών τυλιγμένα με λαστιχάκια.
Στην κορυφή μιας από αυτές τις παραγεμισμένες, ακατάστατες βιβλιοθήκες - σε αυτή που είναι κολλημένη στον τοίχο πλάι στο ανατολικό παράθυρο και απέχει περίπου ένα μέτρο από το κρεβάτι του - έχει ο Χέμινγουεϊ το "γραφείο εργασίας" του - μισό τετραγωνικό μέτρο μιας περιοχής περιβαλλόμενης από βιβλία και από μια στοίβα χαρτιά, χειρόγραφα και φυλλάδια. Ίσα που υπάρχει χώρος για μια γραφομηχανή κι ένα μεγάλο ξύλινο αναλόγιο, πέντε-έξι μολύβια, κι ένα μπρούντζινο πρες-παπιέ για να συγκρατεί τα χαρτιά όταν φυσάει από το ανατολικό παράθυρο.
Ο Χέμινγουεϊ γράφει όρθιος, μια συνήθεια που απέκτησε από την αρχή της σταδιοδρομίας του. Γράφει φορώντας τις παντόφλες του, κάτω από τις οποίες βλέπεις ένα απλωμένο δέρμα αντιλόπης - η γραφομηχανή και το αναλόγιο να είναι στο ύψος του στήθους του.
Όταν ο Χέμινγουεϊ αρχίζει ένα βιβλίο, πάντα γράφει με μολύβι, χρησιμοποιώντας το αναλόγιο και πολύ λεπτό χαρτί. Έχει μια δέσμη άγραφα χαρτιά σε ένα πινάκιο στ' αριστερά της γραφομηχανής, που τα συγκρατεί μία μεταλλική λαβίδα όπου διαβάζεις την επιγραφή "Προς Πληρωμήν". Τοποθετεί λοξά ένα άγραφο χαρτί στο αναλόγιο, γέρνει στηρίζοντας το αριστερό του χέρι στο γραφείο, σταθεροποιεί το χαρτί, και το γεμίζει με τα γράμματά του που, με τα χρόνια, γίνονται όλο και πιο μεγάλα, πιο παιδιάστικα, με ελάχιστα σημεία στίξης, πολύ λίγα κεφαλαία, ενώ συχνά αντί για τελεία βλέπεις ένα Χ. Όταν γεμίσει η σελίδα, την τοποθετεί ανάποδα σε ένα άλλο πινάκιο στα δεξιά της γραφομηχανής.
Ο Χέμινγουεϊ αφήνει το μολύβι και πιάνει τη γραφομηχανή μονάχα όταν πλέον το γράψιμο κυλάει γρήγορα και ομαλά, ή όταν, για τα δικά του δεδομένα, είναι απλό: όταν πρόκειται για διαλόγους, επί παραδείγματι.
Κρατάει λογαριασμό της καθημερινής προόδου του -"για να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου", όπως λέει- σ' ένα μεγάλο σχεδιάγραμμα καμωμένο από ένα χαρτοκιβώτιο και στηριγμένο στον τοίχο κάτω από τη μουσούδα μιας γαζέλας. Οι αριθμοί σ' αυτόν τον αυτοσχέδιο χαρτονένιο πίνακα δείχνουν πόσες λέξεις γράφει την κάθε μέρα, και πότε είναι 450, πότε 575, 462, 1250, ή 512, και τα μεγαλύτερα νούμερα σημαίνουν ότι ο Χέμινγουεϊ εργάστηκε λίγο παραπάνω για να μη νιώθει ενοχές όταν, την επόμενη ημέρα, πηγαίνει για ψάρεμα στο Γκολφ Στρημ.
Όντας άνθρωπος των συνηθειών, ο Χέμινγουεϊ δεν χρησιμοποιεί το απολύτως κατάλληλο γραφείο στην άλλη μεριά του δωματίου. Παρότι έχει περισσότερο χώρο για γράψιμο, είναι κι αυτό διάσπαρτο με ποικίλα αντικείμενα: στοιβαγμένες επιστολές, ένα λούτρινο λιονταράκι απ' αυτά που πουλάνε στα νυχτερινά κέντρα του Μπρόντγουεϊ, ένα μικρό σακούλι από κανναβάτσο γεμάτο με δόντια σαρκοβόρων, κάλυκες από σφαίρες, ένα κόκαλο παπουτσιών, ξυλόγλυπτοι ελέφαντες, ρινόκεροι, ζέβρες, και αφρικανικοί αγριόχοιροι, και, φυσικά, βιβλία: στοιβαγμένα στην επιφάνεια του γραφείου, σε κομοδίνα, στα ράφια, χωρίς ιδιαίτερη τάξη - μυθιστορήματα, ιστορικά συγγράμματα, ποιητικές συλλογές, θέατρο, δοκίμια. Μια ματιά στους τίτλους φανερώνει την ποικιλία τους. Στο ράφι απέναντι από το γόνατο του Χέμινγουεϊ, όπως είναι όρθιος και γράφει, βλέπεις το The Common Reader της Βιρτζίνιας Γουλφ, το House Divided του Ben Ames Williams, το The Partisan Reader, το The Republic του Charles A. Beard, το Napoleon's Invasion of Russia του Tarle, το How Young You Look της Peggy Wood, το Will Shakespeare and the Dyer's Hand του Alden Brooks το African Hunting του Baldwin, το Collected Poems του Τ. Σ. Έλιοτ, και δύο βιβλία σχετικά με το θάνατο του στρατηγού Κάστερ στο Λιτλ Μπιγκ Χορν.
Πάντως, το δωμάτιο, παρά την ακαταστασία που διακρίνεις με την πρώτη ματιά, όταν το εξετάσεις καλύτερα δείχνει ότι ανήκει σε κάποιον, ο οποίος είναι κατ' ουσίαν πολύ τακτικός άνθρωπος αλλά με δυσκολία αποχωρίζεται κάτι - ιδιαίτερα αν έχει συναισθηματική αξία. Στο πάνω μέρος μιας βιβλιοθήκης, βλέπεις ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα από αναμνηστικά: μια ξύλινη καμηλοπάρδαλη, μια μικρή σιδερένια χελώνα, τρενάκια, δύο τζιπ και μία γόνδολα, ένα κουρδιστό αρκουδάκι, μια μαϊμού με κύμβαλα, μια κιθάρα μινιατούρα, κι ένα μεταλλικό μοντέλο ενός διπλάνου του ναυτικού των ΗΠΑ (του λείπει ο ένας τροχός), μια συλλογή που θα μπορούσες να τη βρεις στο δωμάτιο ενός αγοριού. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι αυτά τα μικροαντικείμενα έχουν την αξία τους, όπως και τα τρία κέρατα από αγριοβούβαλους που ο Χέμινγουεϊ έχει στο υπνοδωμάτιό του, και είναι μια αξία που δεν εξαρτάται από το μέγεθός τους αλλά από το ότι, όταν τα απέκτησε, ενώ τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, άλλαξαν προς το καλύτερο. Μου φτιάχνει το κέφι άμα τα κοιτάζω", λέει.
Ο Χέμινγουεϊ παραδέχεται ότι έχει τέτοιες προκαταλήψεις, αλλά δεν του αρέσει να μιλάει γι' αυτές, μιας που αισθάνεται ότι όποια αξία κι αν έχουν δεν αποδίδεται με τα λόγια. Διατηρεί την ίδια στάση και απέναντι στο γράψιμο. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας μας, τόνισε ότι η τέχνη της γραφής, η μαστοριά του συγγραφέα, δεν πρέπει να νοθεύεται από την υπερβολική εξέταση - "καίτοι υπάρχει ένα μέρος στο γράψιμο που είναι συμπαγές και δεν του κάνεις κακό άμα μιλάς γι' αυτό, υπάρχει κι ένα άλλο μέρος που είναι εύθραυστο, κι αν μιλάς γι' αυτό, η δομή ραγίζει και τα χάνεις όλα".
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Χέμινγουεϊ, αν και είναι θαυμάσιος συνομιλητής, άνθρωπος με πλούσιο χιούμορ, και βαθύτατος γνώστης των θεμάτων που τον ενδιαφέρουν, δυσκολεύεται να μιλήσει για το γράψιμο - όχι επειδή έχει λίγες ιδέες σχετικά με το θέμα, αλλά μάλλον επειδή αισθάνεται έντονα ότι οι συναφείς ιδέες θα πρέπει να παραμείνουν ανείπωτες, ότι το να του θέτουν ερωτήσεις σχετικά με αυτές είναι κάτι που τον "στοιχειώνει" (για να χρησιμοποιήσω μιαν από τις αγαπημένες του εκφράσεις) σε τέτοιο βαθμό ώστε φτάνει να γίνει σχεδόν άναρθρος. Πολλές από τις απαντήσεις σε τούτη τη συνέντευξη τις επεξεργάστηκε εκ νέου στο αναλόγιό του. Ο ενίοτε δύστροπος τόνος των απαντήσεων αποτελεί επίσης στοιχείο της έντονης πεποίθησης ότι το γράψιμο είναι μια ιδιωτική, μοναχική διαδικασία και δεν έχει ανάγκη μαρτυριών και επιβεβαιώσεων έως ότου ολοκληρωθεί.
Αυτή η αφοσίωση στην τέχνη του φανερώνει μια προσωπικότητα που έρχεται σε αντίθεση με την δημοφιλή εικόνα ενός Χέμινγουεϊ ατίθασου, ανέμελου, κοσμογυρισμένου. Είναι γεγονός ότι ο Χέμινγουεϊ, ενώ εμφανώς απολαμβάνει τη ζωή, επιδεικνύει μιαν απόλυτη αφοσίωση σε ό,τι κάνει - μια προσήλωση και μιαν επίβλεψη, έναν φόβο για ό,τι δεν είναι ακριβές, για ό,τι είναι απατηλό, δόλιο, αβασάνιστο.
Αυτή η αφοσίωση στην τέχνη του πουθενά δεν είναι πιο φανερή απ' όσο στο δωμάτιο με τα κίτρινα πλακάκια - όπου, νωρίς κάθε πρωί, ο Χέμινγουεϊ σηκώνεται και στέκεται απόλυτα συγκεντρωμένος μπροστά στο αναλόγιό του, μετατοπίζοντας κάθε τόσο το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, ιδρώνοντας πολύ όταν προχωράει καλά η δουλειά, ενθουσιασμένος σαν αγόρι, δυσανασχετώντας και νιώθοντας στενοχώρια όταν χάνεται για λίγο η καλλιτεχνική ματιά - δούλος μιας πειθαρχίας που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του και που διαρκεί έως το μεσημέρι όταν παίρνει το ροζιασμένο του μπαστούνι και αφήνει το σπίτι για να περπατήσει ίσαμε την πισίνα, όπου κολυμπάει μισό μίλι κάθε μέρα.
GEORGE PLIMPTON [ΤΖΩΡΤΖ ΠΛΙΜΤΟΝ]: Είναι ευχάριστες οι ώρες που αφιερώνετε στο γράψιμο;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Πολύ.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα μπορούσατε να μου πείτε κάτι γι' αυτή τη διαδικασία; Πότε γράφετε; Τηρείτε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όταν δουλεύω ένα βιβλίο ή ένα διήγημα, γράφω κάθε πρωί πολύ νωρίς, αν είναι δυνατόν αμέσως μετά το χάραμα. Δεν σ' ενοχλεί κανείς τέτοια ώρα, έχει δροσιά, ή και κρύο, και ζεσταίνεσαι όσο προχωρείς στο γράψιμο. Διαβάζεις ό,τι έχεις γράψει και, εφόσον πάντα σταματάς όταν ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω, συνεχίζεις από κείνο το σημείο πια. Γράφεις ώσπου να φτάσεις πάλι σ' ένα σημείο όπου είσαι ακόμη ακμαίος, διατηρείς το ζουμί σου, και ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω και σταματάς και προσπαθείς να ζήσεις ίσαμε την επόμενη μέρα όταν στρώνεσαι πάλι στη δουλειά. Έχεις αρχίσεις στις έξι το πρωί, ας πούμε, και μπορείς να συνεχίσεις ως το μεσημέρι ή και να σταματήσεις πιο πριν. Όταν σταματάς, είσαι άδειος, αλλά ποτέ εντελώς άδειος και συνάμα ικανοποιημένος, όπως όταν έχεις κάνει έρωτα με κάποιαν που αγαπάς. Τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί, τίποτα δεν έχει σημασία μέχρι την επόμενη μέρα που ξαναπιάνεις δουλειά. Αυτή η αναμονή μέχρι την επόμενη μέρα είναι το δύσκολο.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μπορείτε να βγάλετε από το μυαλό σας το βιβλίο που δουλεύετε όταν πια απομακρύνεστε από τη γραφομηχανή;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Φυσικά. Αλλά χρειάζεται πειθαρχία γι' αυτό, και την αποκτάς αυτή την πειθαρχία. Πρέπει να την αποκτήσεις.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Επιμελείστε το κείμενό σας όταν το ξαναδιαβάζετε έως το σημείο που το αφήσατε την προηγούμενη μέρα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Πάντα το κάνω αυτό, το ξαναγράφω το κείμενο. Όταν τελειώνει, φυσικά ξανακοιτάω πάλι όλο το βιβλίο. Έχεις ακόμη μία ευκαιρία να ξαναγράψεις και να διορθώσεις ορισμένα σημεία όταν κάποιος άλλος έχει κάνει τη δακτυλογράφηση και το βλέπεις καθαρό στο χαρτί.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Γράφετε πολλές φορές το ίδιο κομμάτι;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Εξαρτάται. Έγραψα το τέλος του Αποχαιρετισμού στα Όπλα, την τελευταία σελίδα, τριάντα εννέα φορές πριν με ικανοποιήσει απολύτως.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Υπήρχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα; Τι σας απασχολούσε;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Το να βρω τις σωστές λέξεις.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Η εκ νέου ανάγνωση βγάζει το "ζουμί" στην επιφάνεια;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Η εκ νέου ανάγνωση σε φέρνει στο σημείο όπου πρέπει να συνεχίσεις, ξέροντας πια ότι είναι τόσο καλό όσο το μπόρεσες. Πάντα υπάρχει ζουμί κάπου.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Υπάρχουν ωστόσο στιγμές που απουσιάζει εντελώς η έμπνευση;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Φυσικά. Αλλά αν έχεις σταματήσει στο σημείο όπου ξέρεις πολύ καλά τι θα συμβεί παρακάτω, μπορείς να συνεχίσεις. Όταν μπορείς να ξαναρχίσεις, τότε όλα είναι εντάξει. Το ζουμί θα έρθει.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ο Θόρντον Γουάιλντερ μιλάει για μνημοτεχνική, η οποία βοηθάει τον συγγραφέα να συνεχίσει τη δουλειά της ημέρας. Λέει ότι κάποτε του είπατε πως είχατε ξύσει είκοσι μολύβια.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Δεν νομίζω ότι είχα ποτέ είκοσι μολύβια ταυτοχρόνως. Το να λιώσεις εφτά μολύβια νούμερο δύο σε μια μέρα είναι πολύ ικανοποιητική δουλειά.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Εργαστήκατε καλύτερα σε κάποια από τα μέρη όπου γράφατε; Το Ξενοδοχείο Άμπος Μούντος θα πρέπει να ήταν ένα τέτοιο μέρος, αν κρίνω από τα βιβλία που γράψατε εκεί. Ή δεν σας επηρεάζει και πολύ το περιβάλλον;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Το Ξενοδοχείο Άμπος Μούντος στην Αβάνα είναι ένα πολύ καλό μέρος για γράψιμο. Και αυτή εδώ η Φίνκα είναι θαυμάσιο μέρος, ή ήταν. Αλλά έχω δουλέψει καλά παντού. Εννοώ ότι μπόρεσα να γράψω όσο πιο καλά μπορούσα κάτω από πολλές και διαφορετικές συνθήκες. Τη δουλειά την εμποδίζουν το τηλέφωνο και οι επισκέπτες.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Είναι απαραίτητη η συναισθηματική σταθερότητα για να γράψει κανείς καλά; Μου είπατε κάποτε ότι μπορείτε να γράψετε καλά μονάχα αν είστε ερωτευμένος. Θα θέλατε να πείτε κάτι περισσότερο γι' αυτό;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Τι ερώτηση. Αλλά μπράβο για την προσπάθεια Μπορείς να γράψεις οποτεδήποτε αρκεί να σε έχουν αφήσει μόνο σου και να μη σε διακόπτουν. Ή μάλλον αν είσαι αρκετά σκληρός, και άσπλαχνος ακόμη, απέναντι στις οχλήσεις. Πάντως, γράφεις καλύτερα όταν είσαι ερωτευμένος. Κι αν δεν σε πειράζει, δεν θα ήθελα να επεκταθώ άλλο σ' αυτό.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Και η οικονομική ασφάλεια; Μπορεί να είναι επιζήμια στο καλό γράψιμο;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Αν έρθει το χρήμα πολύ νωρίς και αγαπάς την καλή ζωή όσο και τη δουλειά σου θα χρειαστεί μεγάλη δύναμη χαρακτήρα για να αντισταθείς. Απ' τη στιγμή που το γράψιμο γίνει το μεγαλύτερο πάθος και η μεγαλύτερη ηδονή σου, μονάχα ο θάνατος μπορεί να το σταματήσει. Και τότε, η οικονομική ασφάλεια αποτελεί μεγάλη βοήθεια γιατί σε απαλλάσσει απ' την ανησυχία. Η ανησυχία καταστρέφει την ικανότητα για γράψιμο. Η κακή υγεία επίσης βλάπτει καθόσον προκαλεί ανησυχία που επιτίθεται στο υποσυνείδητό σου και καταστρέφει τ' αποθέματά σου.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μπορείτε να θυμηθείτε τη συγκεκριμένη στιγμή που αποφασίσετε να γίνετε συγγραφέας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι, ανέκαθεν ήθελα να γίνω συγγραφέας.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ο Philip Young στο βιβλίο που έγραψε για σας εικάζει ότι το τραυματικό σοκ όταν λαβωθήκατε από όλμο το 1918 σας επηρέασε πολύ ως συγγραφέα. Θυμάμαι ότι στη Μαδρίτη σχολιάσατε τη θέση του και είπατε ότι δεν συμφωνείτε, τονίζοντας ότι κατά τη γνώμη σας η σκευή του συγγραφέα δεν είναι επίκτητο χαρακτηριστικό, αλλά κληρονομημένο, με την έννοια του Μέντελ.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Προφανώς εκείνη τη χρονιά στη Μαδρίτη δεν ήταν σε θέση ο εγκέφαλός μου να κάνει βαθιές σκέψεις. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι μίλησα παρεμπιπτόντως και με μεγάλη συντομία για το βιβλίο του κυρίου Γιανγκ και για την θεωρία του περί λογοτεχνίας και ψυχικού τραύματος. Ίσως δύο διασείσεις και ένα κρανιακό κάταγμα εκείνη το χρονιά να με είχαν κάνει κάπως ανεύθυνο στις δηλώσεις μου. Θυμάμαι πάντως ότι σου είπα πως πίστευα ότι η φαντασία θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα κληρονομημένης φυλετικής εμπειρίας. Ακούγεται καλό σαν κουβέντα ύστερα από μια γερή διάσειση, κι αυτό είναι όλο. Έτσι λοιπόν, μέχρι το επόμενο απελευθερωτικό τραύμα, ας το αφήσουμε έτσι. Συμφωνείς; Σ' ευχαριστώ, παρεμπιπτόντως, που δεν ανέφερες ονόματα που ίσως είχα εμπλέξει στη συζήτηση. Το διασκεδαστικό στον προφορικό λόγο είναι ότι εξερευνάς δυνατότητες και ενδεχόμενα, αλλά πολύ από δαύτον και ό,τι είναι ανεύθυνο δεν θα πρέπει να μεταφέρεται στον γραπτό λόγο. Άπαξ και γραφτεί κάτι, θα πρέπει να το υπερασπιστείς. Μπορεί να το έχεις πει για να δεις αν το πιστεύεις πράγματι ή όχι. Όσο για την ερώτηση που έθεσες, οι επιπτώσεις των τραυματισμών ποικίλουν πολύ. Οι απλοί τραυματισμοί που δεν έχουν αποτέλεσμα κάποια σπασμένα κόκαλα, δεν σε επηρεάζουν πολύ. Καμιά φορά τονώνουν την αυτοπεποίθηση. Οι τραυματισμοί που επιφέρουν σημαντική ζημιά στα κόκαλα και στα νεύρα δεν κάνουν καλό στους συγγραφείς, όπως και σε κανέναν άλλο.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Τι θα θεωρούσατε καλύτερη πνευματική εκπαίδευση για έναν επίδοξο συγγραφέα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ας πούμε ότι θα έπρεπε να πάει να κρεμαστεί επειδή βρίσκει ότι το να γράψεις καλά είναι τρομερά δύσκολο. Μετά θα έπρεπε να τον τσακίσουν ανελέητα, και ν' αναγκαστεί κατόπιν από τον ίδιο του τον εαυτό να γράψει όσο πιο καλά μπορεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αν μη τι άλλο, θα έχουμε την ιστορία του απαγχονισμού γι' αρχή.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Τι πιστεύετε για εκείνους που σταδιοδρομούν στα πανεπιστήμια; Θεωρείτε ότι τόσοι και τόσοι συγγραφείς που καταλαμβάνουν έδρες διδασκαλίας έχουν συμβιβαστεί, έχουν εκθέσει τη λογοτεχνική τους σταδιοδρομία;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Εξαρτάται. Από το πώς εννοούμε το συμβιβάζομαι και το εκτίθεμαι. Με την έννοια μιας γυναίκας που εκτίθεται; Ενός πολιτικού που συμβιβάζεται; Ή εννοούμε τον συμβιβασμό που κάνεις με τον παντοπώλη ή με τον ράφτη σου όταν κανονίζεις να πληρώσεις λίγο παραπάνω αλλά αργότερα; Ο συγγραφέας που και γράφει και διδάσκει θα πρέπει να είναι ικανός και για τα δύο. Πολλοί δυνατοί συγγραφείς έχουν αποδείξει ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω, το ξέρω, και θαυμάζω εκείνους που στάθηκαν ικανοί να το κάνουν. Θα έλεγα πάντως ότι η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία βάζει ένα τέλος σε μια περίοδο εξωτερικών εμπειριών, κι αυτό μπορεί να περιορίσει τη γνώση που έχεις για τον κόσμο. Η γνώση, ωστόσο, απαιτεί όλο και μεγαλύτερη υπευθυνότητα από έναν συγγραφέα και κάνει όλο και πιο δύσκολο το γράψιμο. Το να προσπαθείς να γράψεις κάτι με αέναη αξία είναι μια δουλειά αδιάλειπτη, παρότι οι ώρες που δαπανώνται στο ίδιο το γράψιμο μπορεί να είναι λίγες. Ο συγγραφέας μπορεί να συγκριθεί μ' ένα πηγάδι. Υπάρχουν πολλών ειδών πηγάδια, υπάρχουν πολλών ειδών συγγραφείς. Το σημαντικό είναι να έχει καλό νερό το πηγάδι, και είναι καλύτερα να αντλείς τακτικά μια συγκεκριμένη ποσότητα παρά να το αδειάσεις όλο το πηγάδι και να περιμένεις να ξαναγεμίσει.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα συνιστούσατε σ' έναν νέο συγγραφέα να δουλέψει στις εφημερίδες; Πόσο σας βοήθησε η θητεία στην Kansas City Star;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Στην Star αναγκαζόσουν να μάθεις να γράφεις απλές δηλωτικές προτάσεις. Αυτό είναι χρήσιμο στον καθένα. Η δουλειά στις εφημερίδες δεν θα βλάψει τον νεαρό συγγραφέα και θα μπορούσε να τον βοηθήσει, αρκεί να ξεκόψει εγκαίρως. Παραείναι κοινότοπο αυτό που λέω, αλλά αν κάνεις σε κάποιον τετριμμένες ερωτήσεις θα λάβεις τετριμμένες απαντήσεις.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Γράψατε κάποτε στην Transatlantic Review ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο αξίζει να δημοσιογραφείς είναι τα καλά λεφτά. Είπατε: "Κι όταν καταστρέφεις ό,τι είναι για σένα πολύτιμο με το να γράφεις γι' αυτό, θέλεις τουλάχιστον να πληρωθείς γερά". Πιστεύετε ότι το γράψιμο είναι ένα είδος αυτοκαταστροφής;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Δεν θυμάμαι να έχω γράψει κάτι τέτοιο. Ακούγεται ανόητο και βίαιο για να έχω πει τέτοιο πράγμα, και μάλλον θα το είπα προκειμένου να κάτσω να σκεφτώ και να πω κάτι λογικό. Πάντως, δεν πιστεύω ότι το γράψιμο είναι ένα είδος αυτοκαταστροφής, καίτοι η δημοσιογραφία, στο σημείο που έχει φτάσει, μπορεί να είναι μια καθημερινή δόση αυτοκαταστροφής για έναν σοβαρό συγγραφέα.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πιστεύετε ότι το πνευματικό κέντρισμα απ' την συνάφεια με άλλους συγγραφείς έχει κάποια αξία για έναν συγγραφέα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Φυσικά.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Στη δεκαετία του είκοσι, στο Παρίσι, είχατε την αίσθηση ότι αποτελείτε "ομάδα" με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι. Δεν υπήρχε η αίσθηση κάποιας ομάδας. Σεβόμασταν ο ένας τον άλλον. Σεβόμουν πολλούς ζωγράφους, μερικοί ήσαν συνομήλικοί μου, άλλοι ήσαν μεγαλύτεροι - τον Γκρις, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μονέ, ζούσε ακόμη - και μερικούς συγγραφείς: τον Τζόυς, τον Έζρα, την καλή Στάιν...
ΠΛΙΜΤΟΝ.: Όταν γράφετε, επηρεάζεστε ποτέ από ό,τι διαβάζετε εκείνο τον καιρό;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι από την εποχή που έγραφε ο Τζόυς τον Οδυσσέα. Δεν ήταν άμεση η επίδρασή του. Αλλά εκείνο τον καιρό, που πολλές λέξεις ήσαν απαγορευμένες για μας και έπρεπε να δώσουμε μάχες για την κάθε λέξη, η επίδραση του έργου του άλλαξε τα πάντα, και κατέστη δυνατόν να παραμερίσουμε κάμποσους περιορισμούς.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μπορούσατε να μάθετε κάτι σχετικά με το γράψιμο από άλλους συγγραφείς; Μου λέγατε χθες ότι ο Τζόυς, επί παραδείγματι, δεν άντεχε ποτέ να μιλάει για το γράψιμο.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όταν κάνεις παρέα με ανθρώπους της συντεχνίας σου, είναι φυσικό να μιλάς για τα βιβλία άλλων συγγραφέων. Όσο πιο καλός είναι ένας συγγραφέας, τόσο λιγότερο μιλάει για όσα έχει γράψει ο ίδιος. Ο Τζόυς ήταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας κι εξηγούσε τι έκανε μονάχα στους βλαμμένους. Οι συγγραφείς τους οποίους σεβόταν υποτίθεται ότι ήσαν ικανοί να καταλάβουν τι έκανε διαβάζοντάς τον.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι αποφεύγετε την παρέα άλλων συγγραφέων. Γιατί;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Είναι λίγο πιο περίπλοκο αυτό. Όσο προχωρείς στο γράψιμο τόσο πιο μόνος μένεις. Οι πιο πολλοί παλιοί σου φίλοι, οι καλύτεροι κι οι μεγαλύτεροι, πεθαίνουν. Άλλοι πάνε και μένουν μακριά. Απομακρύνονται. Τους βλέπεις αραιά και πού, αλλά γράφεις κι έχεις την ίδια επαφή μαζί τους σαν να βρίσκεστε μαζί στο καφενείο, όπως τον παλιό καλό καιρό. Ανταλλάσσετε επιστολές, χιουμοριστικές, μερικές φορές χαριτωμένα αισχρές και αμέριμνες, κι είναι σαν να είσαστε μαζί και να τα λέτε. Αλλά είσαι όλο και πιο μόνος γιατί έτσι πρέπει να δουλεύεις και γιατί ο χρόνος που σου μένει για δουλειά λιγοστεύει ολοένα, κι αν τον χαραμίσεις νιώθεις ότι διαπράττεις ένα αμάρτημα για το οποίο δεν υπάρχει συγχώρεση.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Τι έχετε να πείτε για την επιρροή κάποιων συγγραφέων - συγχρόνων σας - στο έργο σας; Ποια ήταν η συμβολή της Γερτρούδης Στάιν, αν υπήρχε τέτοια συμβολή; Ή του Έζρα Πάουντ; Ή του Μαξ Πέρκινς;
ΠΛΙΜΤΟΝ: Λυπάμαι αλλά δεν είμαι καλός σ' αυτά τα κατόπιν εορτής. Υπάρχουν αρμόδιοι ιατροδικαστές, φιλόλογοι και μη, που καταπιάνονται με τέτοια ζητήματα. Η δεσποινίς Στάιν έγραψε πολλά και μάλλον ανακριβή σχετικά με την επίδρασή της στο έργο μου. Της ήταν απαραίτητο να το κάνει, αφότου είχε μάθει να γράφει διαλόγους από ένα βιβλίο που το έλεγαν Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά. Την αγαπούσα πολύ και θεωρούσα υπέροχο το ότι είχε μάθει πια να γράφει πώς μιλάνε οι άνθρωποι. Για μένα δεν ήταν κάτι καινούργιο, δεν είχα ανάγκη να το μάθω εγώ από οποιονδήποτε, ζωντανό ή νεκρό, και δεν είχα ιδέα ότι θα επηρέαζε τόσο την Γερτρούδη. Ήδη έγραφε πολύ καλά με άλλους τρόπους. Ο Έζρα ήταν εξαιρετικά έξυπνος σ' αυτά που ήξερε πραγματικά. Μήπως κουράζουν όλ' αυτά που λέω; Αυτό το λογοτεχνικό κουτσομπολιό της πίσω αυλής, το να βγάζεις στη φόρα κάποια άπλυτα από δω και τριάντα πέντε χρόνια, εγώ το απεχθάνομαι. Άλλο είναι το προσπαθείς να πεις όλη την αλήθεια. Αυτό θα είχε κάποια αξία. Εδώ είναι πιο απλό και πιο καλό να ευχαριστήσω τη Γερτρούδη για όλα όσα έμαθα από αυτήν σχετικά με την αφηρημένη σχέση των λέξεων, να πω πόσο την αγαπούσα, να βεβαιώσω ξανά την αφοσίωσή μου στον Έζρα το μεγάλο ποιητή και πιστό φίλο, και να πω ότι νοιαζόμουν τόσο πολύ τον Μαξ Πέρκινς ώστε δεν μπόρεσα ποτέ ν' αποδεχτώ ότι είναι νεκρός. Ποτέ δεν μου ζήτησε ν' αλλάξω οτιδήποτε σε όσα έγραφα, μονάχα ν' αφαιρέσω ορισμένες λέξεις που τότε απαγορευόταν να τυπωθούν. Αφήναμε κενά στη θέση τους, κι ο καθένας καταλάβαινε ποιες λέξεις ήσαν. Για μένα, δεν ήταν μονάχα εκδότης. Ήταν σοφός φίλος και θαυμάσιος σύντροφος. Μ' άρεσε πώς φορούσε το καπέλο του και πόσο παράξενα κινούσε τα χείλη του.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ποιους θα αναφέρατε ως λογοτεχνικούς σας προγόνους - εκείνους από τους οποίους μάθατε τα πιο πολλά;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΪ: Έχουμε και λέμε: Μαρκ Τουέιν, Φλωμπέρ, Σταντάλ, Μπαχ, Τουργκένιεφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Άντριου Μάρβελλ, Τζον Ντον, Μωπασάν, ο καλός Κίπλινγκ, Θορώ, Captain Marryat, Σαίξπηρ, Μότσαρτ, Κεβέδο, Δάντης, Βιργίλιος, Τιντορέττο, Ιερώνυμος Μπος, Μπρύγκελ, Patinir, Γκόγια, Τζόττο, Σεζάν, Βαν Γκογκ, Γκωγκέν, Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, Γκόνγκορα - θα έπαιρνε μια ολόκληρη μέρα για να τους θυμηθώ όλους. Κι ύστερα θα φαινόταν σαν να επαίρομαι για μιαν ευρυμάθεια που δεν την έχω αντί να προσπαθήσω να θυμηθώ όλους εκείνους που επηρέασαν τη ζωή και το έργο μου. Δεν είναι καμιά παλιά βαρετή ερώτηση. Είναι πολύ καλή αλλά σοβαρή ερώτηση και απαιτεί πολύ συνειδητή εξέταση. Βάζω και ζωγράφους μέσα, γιατί έμαθα από ζωγράφους πώς να γράφω όσο και από συγγραφείς. Θα ρωτήσεις πώς γίνεται αυτό; Θα πάρει άλλη μια ολόκληρη μέρα να το εξηγήσω. Απ' την άλλη, αυτά που μαθαίνεις από συνθέτες και από τη μελέτη της αρμονίας και της αντίστιξης είναι μάλλον προφανή.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Παίζατε ποτέ κάποιο μουσικό όργανο;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: ΄Επαιζα βιολοντσέλο. Η μητέρα μου δεν μ' έστειλε στο σχολείο μια χρονιά, για να μείνω στο σπίτι και να μελετήσω μουσική και αντίστιξη. Πίστευε ότι είχα ικανότητες, αλλά δεν είχα ταλέντο, καθόλου. Παίζαμε μουσική δωματίου - ερχόταν κάποιος κι έπαιζε βιολί, η αδελφή μου έπαιζε βιόλα, και η μητέρα έπαιζε πιάνο. Εκείνο το βιολοντσέλο - το έπαιζα χειρότερα από κάθε άλλον στον κόσμο. Φυσικά, εκείνη τη χρονιά έκανα κι άλλα πράγματα.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ξαναδιαβάζετε τους συγγραφείς που αναφέρατε πριν; Τον Τουέιν, φέρ' ειπείν.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Πρέπει να περιμένεις δύο-τρία χρόνια για τον ξαναδιαβάσεις τον Τουέιν. Τον θυμάσαι πολύ καλά. Διαβάζω Σαίξπηρ κάθε χρόνο, πάντα τον Ληρ. Σε τονώνει αν τον διαβάζεις, κάθε φορά σε τονώνει.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Άρα το διάβασμα παραμένει μόνιμη ασχολία και απόλαυση.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Πάντα διαβάζω βιβλία - όσα κι αν είναι. Εφοδιάζομαι διαρκώς, και δεν ξεμένω ποτέ.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Διαβάζετε ποτέ χειρόγραφα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Μπορεί να μπλέξεις μ' αυτό, εκτός κι αν ξέρεις προσωπικά τον συγγραφέα. Πριν από μερικά χρόνια με μήνυσαν για λογοκλοπή, ένας τύπος που διατεινόταν ότι είχα κλέψει το Για Ποιον Χτυπάει Η Καμπάνα από ένα ανέκδοτο σενάριο που είχε γράψει. Το είχε διαβάσει σε κάποιο πάρτυ στο Χόλλυγουντ το σενάριο. Ήμουν εκεί, είπε, ή τέλος πάντων ήταν κάποιος που τον έλεγαν "Έρνι" και άκουσε την ανάγνωση, κι αυτό ήταν αρκετό για να τον μηνύσει και να του ζητάει ένα εκατομμύριο δολάρια. Την ίδια εποχή, μήνυσε τους παραγωγούς των ταινιών Northwest Mounted Police και Sisco Kid, ισχυριζόμενος ότι και αυτοί είχαν κλέψει απ' το ίδιο ανέκδοτο σενάριό του. Πήγαμε στα δικαστήρια, και, φυσικά, κερδίσαμε την υπόθεση. Ο τύπος ήταν χρεοκοπημένος, όπως αποδείχτηκε.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε για λίγο στον κατάλογο των ονομάτων και να πούμε δυο λόγια για έναν από τους ζωγράφους - τον Ιερώνυμο Μπος, για παράδειγμα; Η εφιαλτική συμβολική χροιά του έργου του φαίνεται πολύ απομακρυσμένη από τη δική σας οπτική.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Έχω εφιάλτες, και ξέρω και για τους εφιάλτες άλλων ανθρώπων. Αλλά δεν είναι ανάγκη να γράφεις γι' αυτούς. Οτιδήποτε μπορείς να παραλείψεις από αυτά που ξέρεις εξακολουθεί να υπάρχει στο γράψιμό του και θα φανεί η ποιότητά του. Όταν ένας συγγραφέας παραλείπει κάποια πράγματα που δεν ξέρει, φαίνονται σαν τρύπες στο γράψιμό του.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Αυτό σημαίνει ότι μια εμπεριστατωμένη γνώση του έργου των ανθρώπων στον κατάλογό σας βοηθάει στο να γεμίσει το "πηγάδι" που αναφέρατε πριν; Ή επρόκειτο για συνειδητή βοήθεια στην ανάπτυξη των τεχνικών της γραφής σας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας μάθησης να βλέπω, να ακούω, να αισθάνομαι και να μην αισθάνομαι, και να γράφω. Το πηγάδι βρίσκεται εκεί όπου είναι το "ζουμί" σου. Κανένας δεν ξέρει από τι είναι φτιαγμένο, και λιγότερο απ' όλους εσύ ο ίδιος. Αυτό που ξέρεις είναι αν το έχεις, ή αν πρέπει να περιμένεις να σου έρθει ξανά.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα δεχόσαστε ότι υπάρχει συμβολισμός στα μυθιστορήματά σας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Υποθέτω ότι υπάρχουν σύμβολα, αφού δεν παύουν οι κριτικοί να ανακαλύπτουν τέτοια. Εάν δεν σε πειράζει, αντιπαθώ το να μιλάω γι' αυτά και να μου κάνουν ερωτήσεις για αυτά. Είναι ήδη αρκετά δύσκολο το να γράφεις βιβλία και ιστορίες, δεν είναι ανάγκη να ζητάνε να τα εξηγήσεις κι από πάνω. Επίσης, κλέβεις έτσι τη δουλειά απ' τους ερμηνευτές. Εάν πέντε ή έξι καλοί ερμηνευτές μπορούν και θέλουν να συνεχίσουν έτσι, γιατί να τους αποθαρρύνω εγώ; Διαβάστε ό,τι γράφω για την απόλαυση του πράγματος. Ό,τι άλλο ανακαλύψετε εκεί θα είναι το μέτρο των αναγνωστικών σας εφοδίων.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ας συνεχίσουμε με ακόμη μία ερώτηση σ' αυτό το κλίμα. ΄Ένα μέλος της συντακτικής επιτροπής μας αναρωτιέται κατά πόσον υπάρχει στο Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά μια αντιστοιχία ανάμεσα στις dramatis personae της αρένας των ταυρομαχιών και στους ίδιους τους ήρωες του μυθιστορήματος. Επισημαίνει ότι ο Ρόμπερτ Κον είναι πυγμάχος~ αργότερα, κατά τη διάρκεια της desencajonada υπάρχει μια περιγραφή του ταύρου, ο οποίος χρησιμοποιεί τα κέρατά του σαν πυγμάχος, σαν να δίνει χτυπήματα κροσέ. Και όπως ακριβώς ο ταύρος ελκύεται και ησυχάζει από την παρουσία ενός ευνουχισμένου μοσχαριού, έτσι και ο Κον υποτάσσεται στον Τζέικ που είναι ευνουχισμένος ακριβώς όπως το μοσχάρι. Ο συντάκτης μας αντιλαμβάνεται τον Μάικ σαν πικαντόρ που κεντρίζει ξανά και ξανά τον Κον, και συνεχίζει έτσι, αλλά διερωτάται κατά πόσον ήταν συνειδητή η πρόθεσή σας να οργανώσετε το μυθιστόρημά σας με βάση την τραγική δομή της τελετουργίας των ταυρομαχιών.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Φαίνονται λίγο παρατραβηγμένα αυτά που λέει ο συντάκτης σας. Ποιος είπε ότι ο Τζέικ ήταν "ευνουχισμένος ακριβώς όπως το μοσχάρι"; Στην πραγματικότητα είχε τραυματιστεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο και οι όρχεις του παρέμειναν ανέπαφοι. Συνεπώς, ήταν ικανός για οποιαδήποτε κανονικά συναισθήματα ως άντρας αλλά ανήμπορος να τα ολοκληρώσει. Η σημαντική διάκριση έχει να κάνει με το ότι το τραύμα του ήταν σωματικό και όχι ψυχικό και ότι δεν ευνουχίστηκε.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θεωρείτε ενοχλητικές τις ερωτήσεις σχετικά με την μαστοριά, με την συγγραφική τέχνη;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Μια λογική ερώτηση δεν είναι μήτε απόλαυση μήτε ενόχληση. Εξακολουθώ, μολοντούτο, να πιστεύω ότι είναι πολύ κακό για έναν συγγραφέα να μιλάει σχετικά με το πώς γράφει. Γράφει για να διαβαστεί από το βλέμμα και δεν θα έπρεπε να είναι απαραίτητες μήτε οι ερωτήσεις μήτε οι διατριβές. Να είσαι σίγουρος ότι υπάρχουν εκεί πιο πολλά απ' όσο διακρίνεις με την πρώτη ανάγνωση και δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του συγγραφέα το να τα εξηγήσει ή να κάνει ξεναγήσεις στη δύσκολη χώρα του έργου του.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θυμάμαι, παρεμπιπτόντως, ότι έχετε επίσης προειδοποιήσει πως είναι επικίνδυνο για έναν συγγραφέα το να μιλάει σχετικά με ένα έργο εν εξελίξει, ότι μπορεί έτσι να "το κάψει", ας πούμε. Γιατί θα πρέπει να είναι έτσι; Ρωτώ απλώς και μόνο επειδή τόσοι και τόσοι συγγραφείς -ο Τουέιν, ο Ουάιλντ, ο Θέρμπερ, ο Steffens, για να αναφέρω πρόχειρα κάποιους- φαίνεται ότι λουστράρησαν το υλικό τους δοκιμάζοντάς το σε δημόσιες αναγνώσεις.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Δεν πιστεύω ότι "δοκίμασε" ποτέ ο Τουέιν το Χώκλμπερρυ Φινν διαβάζοντάς το στον έναν και στον άλλον. Κι αν το έκανε, αυτό τον οδήγησε να αφαιρέσει καλά κομμάτια και να προσθέσει κακά. Ο Ουάιλντ, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν. Ήταν πολύ καλύτερος ομιλητής παρά συγγραφέας. Ο Steffens μιλούσε καλύτερα απ' ό,τι έγραφε. Ήταν πραγματικά αδιανόητες καμιά φορά τόσο η ομιλία του όσο και η γραφή του, κι έχω ακούσει πολλές ιστορίες που άλλαζαν όσο τον έπαιρναν τα χρόνια. Αν ο Θέρμπερ μπορεί και μιλάει τόσο καλά όσο γράφει, θα πρέπει να είναι ένας από τους σπουδαιότερους και λιγότερο ανιαρούς ομιλητές. Ο άνθρωπος που κατά τη γνώμη μου μιλάει καλύτερα για το επιτήδευμά του και έχει την πιο ευχάριστη και καταπληκτική γλώσσα είναι ο Χουάν Μπελμόντε, ο ταυρομάχος.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα μπορούσατε να πείτε πόση σκέψη και προσπάθεια καταβάλλατε για να καταλήξετε στο ιδιαίτερο ύφος της γραφής σας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Να μια παλιά κλασική κουραστική ερώτηση. Αν ξοδέψεις καναδυό μέρες να την απαντήσεις, στο τέλος θα περιπέσεις σε τέτοια αμηχανία ώστε δεν θα μπορείς να γράψεις. Θα μπορούσα να πω ότι αυτό που οι ερασιτέχνες αποκαλούν ύφος είναι συνήθως η αναπόφευκτη αδεξιότητά σου όταν πασχίζεις να κάνεις κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Σχεδόν όλοι οι νέοι κλασικοί δεν μοιάζουν με τους παλαιότερους κλασικούς. Στην αρχή, ο κόσμος δεν βλέπει παρά μονάχα την αδεξιότητα. Μετά, όχι και τόσο. Όταν φαίνονται τόσο αδέξιοι, ο κόσμος νομίζει ότι αυτές οι αδεξιότητες είναι το ύφος. Και πολλοί τις αντιγράφουν. Είναι λυπηρό.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μου γράψατε σε μιαν επιστολή σας ότι οι απλές συνθήκες υπό τις οποίες έχουν γραφτεί ορισμένα πεζογραφήματα θα μπορούσαν να είναι διαφωτιστικές. Θα το λέγατε αυτό για τους Δολοφόνους -είπατε ότι το γράψατε σε μία μέρα μαζί με τους "Δέκα Ινδιάνους" και το "Σήμερα είναι Παρασκευή"- και ίσως για το πρώτο σας μυθιστόρημα, το Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Για να δούμε. Το Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά το άρχισα στη Βαλένθια, στα γενέθλιά μου, 21 Ιουλίου. Η Χάντλεϊ, η γυναίκα μου, κι εγώ, είχαμε αγοράσει εισιτήρια για τη Φέρια, τη μεγάλη γιορτή, που άρχιζε στις 24 Ιουλίου. Όλοι στην ηλικία μου είχαν γράψει από ένα μυθιστόρημα, κι εγώ πάσχιζα ακόμη και για μία παράγραφο. Κι έτσι, άρχισα να γράφω ένα βιβλίο την ημέρα των γενεθλίων μου, έγραφα σε όλη τη διάρκεια της Φέρια, στο κρεβάτι κάθε πρωί, μετά πήγαμε στη Μαδρίτη, και συνέχισα εκεί. Δεν είχε Φέρια εκεί, είχαμε ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, και έγραφα πολύ άνετα στο τραπέζι αλλά και σε μια μπιραρία, κοντά στο ξενοδοχείο, στην Πασάχε Αλβάρεθ, όπου είχε δροσιά. Τελικά η ζέστη έγινε υπερβολική, δεν μ' άφηνε να γράψω, κι έτσι πήγαμε στη Χεντάγιε. Υπήρχε ένα μικρό φτηνό ξενοδοχείο στη μεγάλη όμορφη ακρογιαλιά και δούλεψα πολύ καλά εκεί και μετά πήγαμε στο Παρίσι και τελείωσα την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος σ' ένα διαμέρισμα κοντά στο πριονιστήριο στο 113 της Νοτρ Νταμ ντε Σαν έξι εβδομάδες από τότε που το άρχισα. Έδειξα την πρώτη γραφή στον Nathan Asch, τον μυθιστοριογράφο, που είχε πολύ βαριά προφορά, και είπε, "Χεμ, ντι εννοείζ όντι έγκραμπσες ένα μυτισντόρημα; Αυντό ντεν είναι μυτισντόρημα, Χεμ, αυντό είναι νταγκξιντιωντιγκός οντηγκός". Αποθαρρύνθηκα πολύ από τα λόγια του Nathan, και ξαναέγραψα το βιβλίο κρατώντας το κομμάτι με το ταξίδι (είναι το μέρος με το ψάρεμα και την Παμπλόνα) στο Σρουνς στο Φόραρλμπεργκ, στο Ξενοδοχείο Τάουμπε.
Τα διηγήματα που αναφέρεις τα έγραψα σε μία μέρα, στη Μαδρίτη, στις 16 Μαΐου, όταν χιόνισε αναπάντεχα και αναβλήθηκαν οι ταυρομαχίες του Σαν Ισίδρο. Πρώτα έγραψα τους "Δολοφόνους", που είχα προσπαθήσει παλιότερα να τους γράψω και δεν τα είχα καταφέρει. Μετά το γεύμα, πήγα στο κρεβάτι να ζεσταθώ και έγραψα εκεί το "Σήμερα είναι Παρασκευή". Είχα τόσο πολύ ζουμί που σκεφτόμουν ότι θα τρελαθώ και ότι είχα στο μυαλό μου άλλα έξι διηγήματα να γράψω. Κι έτσι, σηκώθηκα, ντύθηκα, και πήγα στο Φόρνος, στο παλιό καφενείο των ταυρομάχων, και ήπια καφέ, και μετά γύρισα και έγραψα τους "Δέκα Ινδιάνους". Με έθλιψε πολύ αυτό, και ήπια κονιάκ και έπεσα για ύπνο. Είχα ξεχάσει να φάω, κι ένας σερβιτόρος μου έφερε λίγο μπακαλιάρο και μια μικρή μπριζόλα και τηγανιτές πατάτες κι ένα μπουκάλι Βαλδεπένιας.
Η γυναίκα που είχε την πανσιόν πάντα ανησυχούσε επειδή δεν έτρωγα πολύ, αυτή είχε στείλει τον σερβιτόρο. Θυμάμαι ότι καθόμουν στο κρεβάτι, έτρωγα και έπινα το Βαλδεπένιας. Ο σερβιτόρος είπε ότι θα έφερνε ακόμη ένα μπουκάλι. Είπε ότι η σενιόρα ήθελε να μάθει αν θα καθόμουν άγρυπνος όλη τη νύχτα για να γράψω. Είπα όχι, σκεφτόμουν να ξεκουραστώ για λίγο. Γιατί δεν προσπαθείς να γράψεις ακόμη ένα, είπε ο σερβιτόρος. Ένα φτάνει, και το έγραψα ήδη, του είπα. Ανοησίες, είπε, θα μπορούσες να γράψεις έξι. Θα προσπαθήσω αύριο, είπα. Προσπάθησε απόψε, είπε. Γιατί θαρρείς σου στέλνει η γριά το φαγητό;
Είμαι κουρασμένος, είπα. Ανοησίες, είπε (χρησιμοποίησε άλλη λέξη, πιο βαριά). Έγραψες μονάχα τρεις ιστοριούλες και λες ότι κουράστηκες. Μετάφρασέ μου τη μία.
Άσε με ήσυχο, είπα. Πώς είναι δυνατόν να γράψω αν δεν μ' αφήσεις ήσυχο; Κι έτσι, σηκώθηκα απ' το κρεβάτι και ήπια το Βαλδεπένιας και σκέφτηκα τι φοβερός συγγραφέας είμαι αφού το πρώτο διήγημα μού βγήκε όπως το ήθελα.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πόσο ολοκληρωμένη είναι στο μυαλό σας η σύλληψη ενός διηγήματος; Το θέμα, η πλοκή, ή κάποιος ήρωας αλλάζουν όσο προχωρείτε στο γράψιμό του;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Μερικές φορές έχεις όλη την ιστορία στο μυαλό σου. Άλλοτε πάλι, την φτιάχνεις όσο προχωρείς και δεν έχεις ιδέα πώς θα καταλήξει. Τα πάντα αλλάζουν όσο προχωρείς. Αυτό ακριβώς κάνει την κίνηση, το προχώρημα, να είναι η ουσία της ιστορίας. Μερικές φορές το προχώρημα είναι αργό κι είναι σαν να μην κινείται τίποτα. Αλλά πάντα υπάρχει αλλαγή, πάντα υπάρχει κίνηση.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα ή επινοείτε και καταστρώνετε όλο το πλάνο προτού αρχίσετε και προτού προσηλωθείτε σ' αυτό;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Το Για Ποιον Χτυπάει Η Καμπάνα ήταν ένα πρόβλημα που το κουβαλούσα μαζί μου κάθε μέρα. Ήξερα τι θα γινόταν σε γενικές γραμμές. Αλλά επινοούσα τη δράση σε καθημερινή βάση.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής, το Να Έχεις και να μην Έχεις και το Στο Ποτάμι Απέναντι και Κάτω απ' των Δέντρων τη Σκιά ξεκίνησαν όλα σαν διηγήματα και μετά κατέληξαν σε μυθιστορήματα; Αν ναι, είναι άραγε οι δύο αυτές μορφές τόσο παρεμφερείς ώστε να μπορεί ο συγγραφέας να περνάει από τη μία στην άλλη χωρίς να αλλάζει ολοσχερώς την προσέγγισή του;

ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι, δεν αληθεύει αυτό. Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής δεν είναι μυθιστόρημα αλλά γράφτηκε σαν μια προσπάθεια για ένα απολύτως αληθινό βιβλίο για να δω αν η μορφολογία μιας χώρας και το χρονικό διάστημα ενός μήνα δράσης θα μπορούσαν, αν παρουσιάζονταν με εντιμότητα και αλήθεια, να ανταγωνιστούν ένα έργο μυθοπλασίας. Αφού το έγραψα, συνέχισα γράφοντας τα δύο διηγήματα, τα "Χιόνια του Κιλιμάντζαρο" και τη "Σύντομη Ευτυχισμένη Ζωή του Φράνσις Μακόμπερ". Αυτές τις ιστορίες τις επινόησα αντλώντας από τη γνώση και την εμπειρία που αποκόμισα από το ίδιο σαφάρι το οποίο κράτησε ένα μήνα και αποτέλεσε το υλικό για τους Πράσινους Λόφους. Το Να Έχεις και να μην Έχεις και το Στο

Ποτάμι Απέναντι και Κάτω απ' των Δέντρων τη Σκιά άρχισαν, και τα δύο, σαν διηγήματα.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μεταφέρεστε με άνεση από κάτι που γράφετε σε κάτι άλλο, ή συνεχίζετε μέχρις ότου ολοκληρώσετε αυτό που έχετε αρχίσει.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Το γεγονός ότι έχω διακόψει κάποια σοβαρή συγγραφική δουλειά για να απαντήσω σ' αυτές τις ερωτήσεις αποδεικνύει ότι είμαι τόσο ανόητος ώστε θα έπρεπε να τιμωρηθώ αυστηρά. Και πράγματι θα τιμωρηθώ, μην ανησυχείς.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πιστεύετε ότι είστε ανταγωνιστικός απέναντι σε άλλους συγγραφείς;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ποτέ. Προσπαθούσα να γράφω καλύτερα από ορισμένους νεκρούς συγγραφείς, για την αξία των οποίων ήμουν σίγουρος. Εδώ και πολύ καιρό, προσπαθώ απλώς να γράφω όσο καλύτερα μπορώ. Μερικές φορές, είμαι πιο τυχερός και γράφω καλύτερα απ' όσο μπορώ.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πιστεύετε ότι φθίνει η δύναμη ενός συγγραφέα όσο γερνάει; Στους Πράσινους Λόφους της Αφρικής αναφέρετε ότι οι Αμερικανοί συγγραφείς από μια ηλικία και μετά γίνονται σαν τη Θεία Λένα.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Δεν ξέρω. Οι άνθρωποι που ξέρουν καλά τι κάνουν θα πρέπει να διαρκούν όσο διαρκούνε τα μυαλά τους. Στο βιβλίο που μνημονεύεις, αν το κοιτάξεις καλά, θα δεις ότι καβγάδιζα με έναν Αυστριακό χωρίς χιούμορ, ο οποίος με ανάγκαζε να μιλήσω τη στιγμή που ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Κατέγραψα ακριβώς τη λογομαχία μας. Όχι για να προβώ σε δηλητηριώδεις αποφάνσεις. Πάντως, ένα σημαντικό ποσοστό των αποφάνσεων είναι αρκετά καλές.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Δεν έχουμε συζητήσει για τους ήρωες. Οι ήρωες των έργων σας αντλούνται χωρίς εξαίρεση από την αληθινή ζωή;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι βέβαια. Μερικοί προέρχονται από την αληθινή ζωή. Κυρίως επινοείς κόσμο από μια γνώση, κατανόηση και πείρα των ανθρώπων.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Κάνετε κάποια διάκριση -όπως ο Ε. Μ. Φόρστερ- ανάμεσα σε "επίπεδους" και "ανάγλυφους" χαρακτήρες;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όταν περιγράφεις κάποιον είναι επίπεδος, όπως μια φωτογραφία, και, σύμφωνα με τη δική μου οπτική γωνία, είναι μια αποτυχία. Αν τον επινοήσεις με βάση όλα όσα ξέρεις, τότε θα πρέπει να διαθέτει όλες τις διαστάσεις.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Για ποιον από τους ήρωές σας τρέφετε τα πιο τρυφερά αισθήματα;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Είναι μεγάλος ο κατάλογος.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Απολαμβάνετε λοιπόν τα βιβλία σας όταν τα διαβάζετε - χωρίς να έχετε την αίσθηση ότι θα έπρεπε να κάνετε αλλαγές;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Τα διαβάζω καμιά φορά για να μου φτιάξει το κέφι, όταν δυσκολεύομαι να γράψω, και τότε θυμάμαι ότι πάντα δυσκολευόμουν να γράψω και μερικές φορές ήταν σχεδόν αδύνατον.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πώς δίνετε τα ονόματά τους στους ήρωές σας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όσο πιο καλά μπορώ.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Οι τίτλοι σας έρχονται κατά τη διαδικασία της συγγραφής μιας ιστορίας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι. Κάνω έναν κατάλογο τίτλων αφού έχω τελειώσει ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα - μερικές φορές με εκατοντάδες τίτλους. Μετά αρχίζω να διαγράφω, μερικές φορές τους διαγράφω όλους.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Κι αυτό ισχύει ακόμη κι όταν τον τίτλο τον δίνει η ίδια η ιστορία - για παράδειγμα, "Λόφοι Λευκοί Σαν Ελέφαντες";
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ναι. Ο τίτλος έρχεται μετά. Είχα συναντήσει μια κοπέλα στο Προυνιέ όπου είχα πάει να φάω στρείδια πριν από το κανονικό γεύμα. Ήξερα ότι είχε κάνει έκτρωση. Πήγα κοντά της και πιάσαμε την κουβέντα, όχι γι' αυτό, αλλά γυρίζοντας σπίτι, μου ήρθε στο νου το διήγημα, άφησα το γεύμα, και στρώθηκα όλο το απόγευμα να το γράψω.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Άρα ακόμη κι όταν δεν γράφετε, παραμένετε αδιάκοπα ένας παρατηρητής, πάντα σε εγρήγορση ώστε να χρησιμοποιήσετε στο γράψιμο κάτι απ' όσα θα πέσουν στην αντίληψή σας.
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Το δίχως άλλο. Αν ένας συγγραφέας σταματήσει να παρατηρεί, πάει πια, ξόφλησε. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να παρατηρεί συνειδητά μήτε να σκέφτεται πώς θα χρησιμοποιήσει ό,τι παρατηρεί. Ίσως αυτό να αληθεύει στην αρχή. Αλλά αργότερα όλα όσα βλέπει πάνε από μόνα τους στη μεγάλη δεξαμενή των πραγμάτων που ξέρει ή έχει δει. Αν θέλεις να ξέρεις, γράφω πάντα πιστός στην αρχή του παγόβουνου. Υπάρχουν άλλα εφτά όγδοα κάτω απ' αυτό που φαίνεται. Όλα όσα ξέρεις αλλά μπορείς να τα απαλείψεις, δυναμώνουν το παγόβουνό σου. Είναι το μέρος που δεν φαίνεται. Εάν ένας συγγραφέας παραλείπει κάτι επειδή δεν το ξέρει, υπάρχει μια άσχημη τρύπα στην ιστορία.
Ο Γέρος και η Θάλασσα θα μπορούσε να ήταν χίλιες σελίδες και να μιλάει για κάθε χαρακτήρα του χωριού και το πώς βγάζει το ψωμί του, πού γεννήθηκε, πώς μεγάλωσε, πώς έκανε παιδιά, και πάει λέγοντας. Το κάνουν αυτό, εξαιρετικά καλά, άλλοι συγγραφείς. Στο γράψιμο περιορίζεσαι από ό,τι έχει ήδη γίνει ικανοποιητικά. Έτσι, προσπάθησα να μάθω να κάνω κάτι άλλο. Πρώτα, προσπάθησα να απαλείψω ό,τι δεν ήταν αναγκαίο για τη μετάδοση της εμπειρίας στον αναγνώστη ώστε αφού διαβάσει κάτι να γίνει αυτό μέρος της ίδιας του της εμπειρίας και να έχει την αίσθηση ότι συνέβη πραγματικά. Είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις αυτό, και μόχθησα πολύ.
Τέλος πάντων, ας αφήσουμε το πώς τα κατάφερα, ας πω μονάχα ότι είχα απίστευτη τύχη τούτη τη φορά και μπόρεσα να μεταβιβάσω απολύτως την εμπειρία και μάλιστα τέτοια που κανείς δεν είχε έως τώρα μεταβιβάσει. Η τύχη ήταν ότι είχα έναν καλό άντρα κι ένα καλό αγόρι και τώρα τελευταία οι συγγραφείς έχουν ξεχάσει ότι ακόμη υπάρχουν τέτοια πράγματα. Κι ύστερα αξίζει να γράψεις για τον ωκεανό όπως αξίζει να γράψεις για έναν άνθρωπο. Ήμουν λοιπόν τυχερός σ' αυτό. Έχω δει φάλαινες να ζευγαρώνουν, κι έτσι το άφησα απέξω αυτό. Έχω δει μια ομάδα με περισσότερες από πενήντα αρσενικές φάλαινες στα ίδια νερά και μια φορά καμάκωσα μία ίσαμε είκοσι μέτρα μεγάλη αλλά την έχασα. Κι έτσι το άφησα κι αυτό απέξω. Όλες τις ιστορίες που ήξερα απ' το χωριό τις άφησα απέξω. Αλλά ακριβώς η γνώση είναι που σχηματίζει τα εφτά όγδοα του παγόβουνου που είναι κάτω απ' το νερό.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ο Άρτσιμπαλ ΜακΛής έχει μιλήσει για μια μέθοδο που είχατε για να μεταδίδετε την εμπειρία στον αναγνώστη και που επεξεργαστήκατε όταν καλύπτατε αγώνες μπέισμπολ τότε που γράφατε στην Kansas City Star. Η μέθοδος ήταν απλή και είχε να κάνει με την μετάδοση της εμπειρία μέσω επιλεγμένων λεπτομερειών, που είναι βαθιά υποδηλωτικές κι έτσι ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι συνειδητοποιεί πλέον όλα όσα είχε συγκρατήσει υποσυνείδητα...
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Η ιστορία αυτή είναι αναληθής. Ποτέ δεν έγραψα για το μπέισμπολ στην Star. Αυτό που προσπαθεί να θυμηθεί ο Άρτσι είναι ότι στη δεκαετία του 1920 προσπαθούσα να εντοπίζω και να καταγράφω αυτά που περνούσαν από όλους απαρατήρητα, πώς ένας παίκτης είχε πετάξει με θυμό το γάντι του κι ύστερα γύρισε να κοιτάξει πού είχε πέσει, ή το τρίξιμο της ρητίνης στο κανναβάτσο κάτω απ' τα παπούτσια ενός πυγμάχου, η πελιδνή επιδερμίδα του Τζακ Μπλάκμπερν όταν βγαίνει απ' τη φυλακή, και άλλα τέτοια που κατέγραφα όπως ένας ζωγράφος που σκιτσάρει. Έβλεπες το παράξενο χρώμα του Μπλάκμπερν και τις ουλές απ' τα ξουράφια στο πρόσωπό σου και το πώς κατάφερνε έναν αντίπαλο πριν καν μάθεις την ιστορία του. Αυτά είναι πράγματα που σε συγκινούσαν πριν καν μάθεις την ιστορία.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Έχετε περιγράψει ποτέ κάποιου είδους κατάσταση για την οποία δεν είχατε προσωπική γνώση;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Παράξενη ερώτηση. Όταν λες προσωπική γνώση εννοείς σαρκική, σωματική γνώση; Αν ναι, η απάντηση είναι θετική. Ένας συγγραφέας, αν είναι καλός, δεν περιγράφει. Επινοεί, ή διαμορφώνει αντλώντας από την γνώση είτε προσωπική είτε όχι, και καμιά φορά φαίνεται να διαθέτει ανεξήγητη γνώση που θα μπορούσε να έχει προέλθει από λησμονημένες φυλετικές ή οικογενειακές εμπειρίες. Ποιος μαθαίνει στο περιστέρι να πετάει όπως πετάει, από πού αντλεί τη γενναιότητά του ο μαχόμενος ταύρος, πώς αποκτά την όσφρησή του ένα κυνηγόσκυλο; Αυτό είναι μια επεξεργασία ή μια συμπύκνωση.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Πόσο αποστασιοποιημένος πρέπει να είστε από μιαν εμπειρία προτού γράψετε γι' αυτήν λογοτεχνικά; Από την πτώση εκείνου του αεροπλάνου στην Αφρική που ζήσατε από πρώτο χέρι, φέρ' ειπείν;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Εξαρτάται από την εμπειρία. Ένα μέρος σου την αντιλαμβάνεται με απόλυτη αποστασιοποίηση από την αρχή. Ένα άλλο μέρος είναι βαθιά εμπλεκόμενο. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανόνας σχετικά με το πόσο σύντομα θα πρέπει να γράψεις για μια εμπειρία. Θα εξαρτηθεί από το πόσο συγκροτημένος είσαι και από τις αφομοιωτικές σου ικανότητες. Φυσικά είναι πολύτιμο σ' έναν εκπαιδευμένο συγγραφέα το να βρίσκεται σ' ένα αεροσκάφος που καταρρίπτεται φλεγόμενο. Μαθαίνει πολλά σημαντικά πράγματα πολύ γρήγορα. Το αν θα του είναι χρήσιμα καθορίζεται από την επιβίωση. Η επιβίωση, με αξιοπρέπεια και τιμή, να μια πεπαλαιωμένη μα τόσο βαρυσήμαντη λέξη, είναι πιο δύσκολη από κάθε άλλη φορά και πολύ σημαντική για έναν συγγραφέα. Αυτοί που δεν διαρκούν είναι πάντα οι πιο αγαπημένοι μιας που κανείς δεν θα τους δει στις παρατεταμένες, ανιαρές, ακατάπαυστες, μία ή άλλη, μάχες που δίνουν για να κάνουν κάτι όπως πιστεύουν ότι θα έπρεπε να γίνει, προτού πεθάνουν. Εκείνοι που πεθαίνουν ή που τα παρατάνε νωρίς και άνετα και με κάθε καλή δικαιολογία, προτιμώνται γιατί είναι κατανοητοί και ανθρώπινοι. Η αποτυχία και η καλομεταμφιεσμένη δειλία είναι πιο ανθρώπινες και πιο αγαπημένες.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα μπορούσα να σας ρωτήσω σε ποιαν έκταση πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας θα όφειλε να απασχολείται με τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα των καιρών του;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ο καθένας έχει τη συνείδησή του, και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν κανόνες για το πώς πρέπει να λειτουργεί μία συνείδηση. Το μόνο που μπορείς να ξέρεις για έναν πολιτικά στρατευμένο συγγραφέα είναι ότι αν το έργο του είναι προορισμένο να διαρκέσει τότε θα πρέπει ν' αφήσεις στην άκρη τα πολιτικά στοιχεία όταν το διαβάζεις. Πολλοί από τους λεγόμενους πολιτικά στρατευμένους συγγραφείς αλλάζουν συχνά την πολιτική τους τοποθέτηση. Τους είναι συναρπαστικό αυτό, όπως είναι συναρπαστικό και για τις πολιτικολογοτεχνικές επιθεωρήσεις. Μερικές φορές μάλιστα αναγκάζονται να ξαναγράψουν εσπευσμένα κάτι για να αλλάξουν τα όσα έλεγαν. Ίσως μπορείς να το δεις σαν μια μορφή κυνηγιού της ευδαιμονίας.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Η πολιτική επιρροή του Έζρα Πάουντ στον ρατσιστή Κάσπερ επηρέασε καθόλου την πεποίθησή σας ότι θα έπρεπε να αρθεί ο εγκλεισμός του ποιητή στο Νοσοκομείο της Αγίας Ελισάβετ;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι. Καθόλου. Πιστεύω ότι ο Έζρα θα έπρεπε να απελευθερωθεί και να γράφει ποιήματα στην Ιταλία με την δέσμευση να μην έχει πια καμιά σχέση με την πολιτική. Θα ήμουν ευτυχής αν έβλεπα, όσο πιο σύντομα γίνεται, τον Κάσπερ κλεισμένο στη φυλακή. Οι μεγάλοι ποιητές δεν είναι απαραιτήτως αρχηγοί προσκόπων μήτε θαυμάσιοι παιδαγωγοί. Για να κατονομάσω μερικούς: Βερλαίν, Ρεμπώ, Σέλλεϋ, Μπάυρον, Μπωντλαίρ, Προυστ, Ζιντ - δεν είναι ανάγκη να τους κλείνουν φυλακή για να μην μιμούνται τη σκέψη, τους τρόπους ή την ηθική τους οι διάφοροι φαιδροί Κάσπερ. Είμαι σίγουρος ότι σε δέκα χρόνια από τώρα κανείς δεν θα ξέρει τον Κάσπερ!
ΠΛΙΜΤΟΝ: Θα λέγατε ότι υπάρχει η όποια ηθικοπλαστική πρόθεση στο έργο σας;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Όχι. Ηθικοπλαστικός, να μια λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί άσχημα κι έχει φθαρεί. Θα έλεγα ότι το Θάνατος το Απόγευμα είναι ένα διαπλαστικό βιβλίο.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Έχει ειπωθεί ότι ένας συγγραφέας καταπιάνεται με μία ή δύο ιδέες σε όλο του το έργο. Θα λέγατε ότι το έργο σας αντανακλά μία ή δύο ιδέες;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ποιος είπε τέτοιο πράγμα; Ακούγεται υπερβολικά απλοϊκό. Αυτός που το είπε ίσως είχε μόνο μία ή δύο ιδέες.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Μάλλον ας το θέσω έτσι: ο Γκράχαμ Γκρην είπε ότι ένα δεσπόζον πάθος προσδίδει σ' ένα ράφι με μυθιστορήματα την ενότητα ενός συστήματος. Εσείς ο ίδιος είχατε πει, αν δεν απατώμαι, ότι το μεγάλο γράψιμο απορρέει από μιαν αίσθηση της αδικίας. Θεωρείτε σημαντικό για έναν συγγραφέα να διέπεται από ένα τέτοιο δεσπόζον πάθος;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Ο κύριος Γκρην έχει μια ευκολία να κάνει δηλώσεις που εγώ δεν την έχω. Θα μου ήταν αδύνατον να κάνω μια γενίκευση σχετικά με ένα ράφι με μυθιστορήματα, με ένα σμάρι μπεκάτσες ή με ένα σμήνος χήνες. Μολοντούτο, ας δοκιμάσω μια γενίκευση. Ένας συγγραφέας που δεν έχει μιαν αίσθηση περί δικαίου και αδίκου θα ήταν καλύτερα να διορθώνει την επετηρίδα ενός σχολείου για ξεχωριστά παιδιά παρά να γράφει μυθιστορήματα. Ακόμη μία γενίκευση. Βλέπεις; Δεν υπάρχει δυσκολία όταν είναι επαρκώς προφανείς. Το πιο ουσιώδες χάρισμα για έναν καλό συγγραφέα είναι ένας ενσωματωμένος, απρόσβλητος σε κάθε σοκ, ανιχνευτής σκατών. Αυτό είναι το ραντάρ του κάθε συγγραφέα, κι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς το είχαν.
ΠΛΙΜΤΟΝ: Ας τελειώσουμε με μια βασική ερώτηση: ως δημιουργικός συγγραφέας, ποια πιστεύετε ότι είναι η λειτουργία της τέχνης σας; Γιατί να έχουμε μιαν αναπαράσταση του γεγονότος κι όχι το ίδιο το γεγονός;
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ: Και γιατί να μας σκοτίζει αυτό; Από τα πράγματα που έχουν συμβεί και από τα πράγματα που υπάρχουν και από όλα τα πράγματα που ξέρεις και από όλα τα πράγματα που δεν μπορείς να ξέρεις, δημιουργείς κάτι με την επινοητικότητά σου κι αυτό το κάτι δεν είναι αναπαράσταση αλλά ένα ολόκληρο καινούργιο πράγμα πιο αληθινό από κάθε τι αληθινό και ζωντανό, και το κάνεις εσύ ζωντανό, κι αν το κάνεις αρκετά καλό, του δίνεις αθανασία. Γι' αυτό γράφεις και για κανέναν άλλο λόγο απ' όσους ξέρουμε. Και τι θα 'χαμε να πούμε για κείνους που δεν ξέρουμε;
[Η συνέντευξη δόθηκε στον George Plimton]
[Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Προσεχώς, από τις εκδόσεις PRINTA, σειρά ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου