Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΛΕΡ


ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΛΕΡ

Ο Χένρυ Μίλλερ γεννήθηκε στο Γιόρκβιλ της Νέας Υόρκης στις 26 Δεκεμβρίου του 1891. Παρακολούθησε μαθήματα στο Σίτυ Κόλετζ επί δύο μήνες και αμέσως μετά εργάστηκε σε μία εταιρεία τσιμέντων και έζησε μία περίοδο "σκληραγωγίας" που κράτησε εφτά χρόνια. Η πρώτη του ερωμένη ήταν "μια γυναίκα τόσο μεγάλή που θα μπορούσε να είναι μάνα μου", όπως λέει ο ίδιος. Τη γνώρισε στα δεκαεφτά του χρόνια. Το 1913 άρχισε να ταξιδεύει στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Το 1914, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και εργάστηκε στο ραφείο του πατέρα του, το οποίο εγκατέλειψε ύστερα από μία αποτυχημένη απόπειρα να το παραδώσει στους εργαζόμενους.
Ο Χένρυ Μίλλερ έγραψε το πρώτο του βιβλίο το 1922, κατά τη διάρκεια μιας εικοσαήμερης άδειας από την Γουέστερν Γιούνιον, την "Κοσμοδαιμονική Τηλεγραφική Εταιρεία", όπως την αποκαλεί στα κατοπινά έργα του. Εκεί ήταν διευθυντής απασχόλησης, υποχρεωμένος να προσλαμβάνει και να απολύει τηλεγραφητές, μια δουλειά χωρίς νόημα, μια δουλειά που τον βύθιζε σε απελπισία. Το βιβλίο αυτό παρέμεινε ανέκδοτο. Το 1925 άρχισε να συνθέτει ποιητικά κείμενα, τα οποία πουλούσε από πόρτα σε πόρτα. Έγραψε τα μυθιστορήματα Moloch, This Gentile World (Μολώχ, Αυτός ο Κόσμος των Εθνικών) και Crazy Cock (Το Τρελό Πουλί) που παρέμειναν ανέκδοτα έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο Χένρυ Μίλλερ εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες και έζησε στο Παρίσι και στην Ευρώπη μια δεκαετία φτώχειας, στερήσεων, αλλά και ξέφρενης δημιουργικότητας, πάθους και εντάσεων. Επέστρεψε στην Αμερική το 1940, απομονώθηκε στο Μπιγκ Σουρ όπου εξακολούθησε να γράφει, περιβαλλόμενος από τη φήμη του πιο "διάσημου εξοστρακισμένου συγγραφέα της πατρίδας του".
Ανάμεσα στα έργα του συμπεριλαμβάνονται ο Τροπικός του Καρκίνου (1934) , η Μαύρη Άνοιξη (1936) , ο Τροπικός του Αιγόκερω (1939) , ο Κολοσσός του Μαρουσιού (1941) , ο Κλιματισμένος Εφιάλτης (1945) , Remember to Remember (1947), The Books in my Life (1952) , η αυτοβιογραφική τριλογία με γενικό τίτλο Η Ρόδινη Σταύρωση: Sexus (1949), Plexus (1953) και Nexus (1960) .
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αμερική οι δύο Τροπικοί παρέμειναν απαγορευμένοι και, φυσικά, ανέκδοτοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Χένρυ Μίλλερ πέθανε το 1980. Η συνέντευξη που δημοσιεύει σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δόθηκε στον George Wickes.


Το 1934, στα σαράντα δύο του χρόνια, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο. Ζούσε στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Το βιβλίο εκδόθηκε στη χώρα του το 1961, όπου δεν άργησε να γίνει ευπώλητο και να του χαρίσει τη φήμη. Οι έντονες διαμάχες περί λογοκρισίας, πορνογραφίας και αισχρολογίας επισκίασαν τη συζήτηση σχετικά με το ίδιο το βιβλίο και τη λογοτεχνική του αξία.
Αλλά αυτό έχει ξανασυμβεί. Πολλές φορές. Όπως και στην περίπτωση του Ντ. Χ. Λώρενς, έτσι και ο Χένρυ Μίλλερ έγινε θρύλος - πότε καλόφημος, πότε κακόφημος. Οι κριτικοί και οι καλλιτέχνες τον εγκωμίασαν, οι αναγνώστες του τον λάτρεψαν, οι μπήτνικς τον μιμήθηκαν. Πάνω απ' όλα, ο Μίλλερ έγινε ένας λογοτεχνικός ήρωας - ή ένας αχρείος, για όσους τον έβλεπαν σαν απειλή κατά του νόμου και της τάξης. Μπορούμε ακόμη να τον χαρακτηρίσουμε "λαϊκό ήρωα": ήταν ο περιπλανώμενος παρίας, ο προφήτης, και ο εξόριστος, το αγόρι από το Μπρούκλυν που πήγε να ζήσει στο Παρίσι όταν όλοι οι άλλοι επέστρεφαν στην πατρίδα, ο μποέμ που λιμοκτονούσε για να είναι ελεύθερος να γράψει, και αργότερα ο σοφός του Μπιγκ Σουρ.
Η ζωή του είναι καταγεγραμμένη σε μια σειρά πρωτοπρόσωπων αφηγημάτων σε ιστορικό ενεστώτα: τα χρόνια της νιότης στο Μπρούκλυν (Μαύρη Άνοιξη), οι αγώνες να βρει τον βαθύτερο εαυτό του κατά τη δεκαετία του 1920 (Τροπικός του Αιγόκερω και Ρόδινη Σταύρωση), οι περιπέτειές του στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 (Τροπικός του Καρκίνου).
Το 1939, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να συναντήσει τον Lawrence Durrell [Λώρενς Ντάρρελ]. Οι εμπειρίες της διαμονής του περιγράφονται στον Κολοσσό του Μαρουσιού. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αμερική, όπου επιχείρησε μιαν οδύσσεια που κράτησε ένα χρόνο και η οποία καταγράφεται στον Κλιματισμένο Εφιάλτη. Το 1944, εγκαταστάθηκε σε μια θαυμάσια απομονωμένη περιοχή στην ακτή της Καλιφόρνιας, ζώντας με έναν τρόπο που περιγράφεται στο Big Sur and the Oranges of Hieronymous Bosch. Όταν η φήμη του Μίλλερ έκανε το Μπιγκ Σουρ τόπο προσκυνήματος, ο ίδιος έφυγε από εκεί και άρχισε πάλι να μετακινείται.
Στα εβδομήντα του, ο Μίλλερ θυμίζει βουδιστή μοναχό με ταραγμένο παρελθόν. Αμέσως σε εντυπωσιάζει με τη ζεστασιά και το χιούμορ του. Μολονότι του έχουν απομείνει λίγα μαλλιά, κι αυτά κάτασπρα, τίποτα πάνω του δεν φαίνεται γερασμένο. Η κορμοστασιά του, η λεπτή σιλουέτα του, οι χειρονομίες του, είναι ενός νέου άντρα.
Η φωνή του είναι μαγικά γοητευτική, μειλίχια και ώριμη, βαθιά και γεμάτη αποχρώσεις. Ο ίδιος θα πρέπει να ξέρει με το παραπάνω πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η μουσικότητά της. Μιλάει με μια μπρουκλυνέζικη άνεση που συχνά τονίζεται από ρητορικές παύσεις, όπως, "Δεν το καταλαβαίνεις;" ή "Ξέρεις;" και από διάφορους στοχαστικούς μακρόσυρτους ήχους όπως, "Α, ναι.... χμμ... χμμ... αααα, ναι.... ναι... χμμ... χμμμ". Για να απολαύσεις ολόκληρη τη μελωδία, το άρωμα και την εντιμότητα του Μίλλερ θα πρέπει ν' ακούσεις ηχογραφήσεις αυτής της φωνής.
Η συνομιλία μας έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1961, στο Λονδίνο.

GEORGE WICKES [ΤΖΟΡΤΖ ΓΟΥΙΚΣ]: Πριν απ' όλα, θα θέλατε να μιλήσετε για το πώς ακριβώς γράφετε; Ποια διαδικασία ακολουθείτε; Ξύνετε τα μολύβια, όπως ο Χέμινγουεϊ, ή κάτι παρόμοιο, μέχρι να πάρει μπρος ο κινητήρας;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, όχι σε γενικές γραμμές, όχι, τίποτα τέτοιο. Γενικά, πιάνω δουλειά μετά το πρόγευμα. Στρώνομαι κατευθείαν μπροστά στη γραφομηχανή. Αν δω ότι δεν μου βγαίνει, ότι δεν είμαι σε θέση να γράψω, τα παρατάω. Αλλά, όχι, δεν υπάρχουν προπαρασκευαστικές φάσεις, καθόλου τέτοια πράγματα.
ΓΟΥΙΚΣ: Υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες της ημέρες, ή ορισμένες ημέρες, κατά τις οποίες γράφετε καλύτερα;
ΜΙΛΛΕΡ: Προτιμώ να γράφω το πρωί, τώρα πια, και μονάχα για δύο, το πολύ τρεις, ώρες. Παλαιότερα, έγραφα μετά τα μεσάνυχτα και μέχρι τα χαράματα, αλλά πολύ παλαιότερα, όταν είχα αρχίσει να γράφω. Ακόμη κι όταν ήμουν στο Παρίσι, μου ήταν το πιο εύκολο να γράφω το πρωί. Αλλά τότε έγραφα πολλές ώρες. Έγραφα το πρωί, έπαιρνα έναν υπνάκο μετά το μεσημεριανό φαγητό, σηκωνόμουν και ξανάπιανα δουλειά, μερικές φορές μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, έχω διαπιστώσει ότι δεν είναι απαραίτητο να δουλεύεις τόσο πολύ. Είναι κακό, μάλιστα. Στερεύει η δεξαμενή.
ΓΟΥΙΚΣ: Θα λέγατε ότι γράφετε γρήγορα; Ο Alfred Perles λέει στο Ο Φίλος Μου Χενρυ Μίλλερ ότι πληκτρολογείτε στη γραφομηχανή γρήγορα όσο λίγοι στον κόσμο.
ΜΙΛΛΕΡ: Πράγματι, πολλοί το λένε αυτό. Θα πρέπει να κάνω πολύ θόρυβο όταν γράφω. Ναι, φαντάζομαι ότι γράφω γρήγορα. Αλλά και πάλι, εξαρτάται. Μπορεί να γράψω γρήγορα για ένα διάστημα, αλλά υπάρχουν στάδια όπου κολλάω και μπορεί να δαπανήσω μια ώρα για μια σελίδα. Πάντως, σπανίζουν αυτά τα στάδια, γιατί όταν αισθάνομαι ότι βαλτώνω σε κάποιο δύσκολο σημείο, το προσπερνάω και συνεχίζω αλλού, ξέρεις, και το ξαναπιάνω κάποια άλλη μέρα.
ΓΟΥΙΚΣ: Πόσο καιρό σας πήρε να γράψετε ένα από τα πρώτα σας βιβλία απ' την στιγμή που αρχίσατε;
ΜΙΛΛΕΡ: Δεν θα μπορούσα να απαντήσω. Ποτέ δεν μπόρεσα να προβλέψω πόσο θα χρειαζόμουν για ένα βιβλίο: ακόμα και τώρα όταν ξεκινάω κάτι, δεν μπορώ να πω πόσο θα μου πάρει. Και είναι, κατά κάποιον τρόπο, λάθος να ορίζουμε τις ημερομηνίες ανάμεσα στην αρχή και την ολοκλήρωση ενός βιβλίου κάποιου συγγραφέα. Δεν σημαίνει ότι εργαζόταν αδιάκοπα αυτό το διάστημα. Το Sexus, φέρ' ειπείν, ή και όλη η Ρόδινη Σταύρωση. Νομίζω άρχισα στα 1940, κι ακόμη τη δουλεύω. Θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να πω ότι καταπιάνομαι με τη Ρόδινη Σταύρωση όλον αυτό τον καιρό. Για πολλά χρόνια ούτε που τη σκεφτόμουν. Πώς μπορείς να μιλήσεις για συγκεκριμένες ημερομηνίες αρχής και τέλους;
ΓΟΥΙΚΣ: Ξέρω ότι γράψατε εκ νέου τον Τροπικό του Καρκίνου, κάμποσες φορές, και ότι αυτό το βιβλίο σας δυσκόλεψε περισσότερο απ' όλα τα άλλα, αλλά φυσικά ήταν η αρχή. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν σας είναι πιο εύκολο το γράψιμο τώρα πια.
ΜΙΛΛΕΡ: Θαρρώ ότι τέτοιες ερωτήσεις δεν έχουν νόημα. Τι σημασία έχει πόσο σου πήρε να γράψεις ένα βιβλίο; Αν ρωτήσεις τον Σιμενόν, θα σου απαντήσει με απόλυτη ακρίβεια. Νομίζω του παίρνει τέσσερις έως εφτά εβδομάδες. Ξέρει ότι τόσο χρειάζεται, στα σίγουρα. Βέβαια, τα βιβλία του έχουν συγκεκριμένο μέγεθος, τα πιο πολλά. Αλλά και πάλι, είναι από κείνες τις σπάνιες εξαιρέσεις, είναι άνθρωπος που λέει, "Τώρα θα στρωθώ και θα γράψω αυτό το βιβλίο", και αφοσιώνεται, δίνει όλον του τον εαυτό. Οχυρώνεται, δεν σκέφτεται τίποτε άλλο, δεν κάνει τίποτε άλλο. Εμένα δεν είναι έτσι η ζωή μου. Ποτέ δεν ήταν. Πάντα έχω και κάτι άλλο να κάνω ενόσω γράφω ένα βιβλίο.
ΓΟΥΙΚΣ: Κάνετε πολλές επεξεργασίες και αλλαγές;
ΜΙΛΛΕΡ: Κι αυτό εξαρτάται πολύ απ' την περίπτωση. Ποτέ δεν κάνω διορθώσεις ή αναθεωρήσεις κατά τη διαδικασία του γραψίματος. Ας πούμε, γράφω ένα κατεβατό μια μέρα, το αφήνω μετά να κατακάτσει -το αφήνω για ένα διάστημα, για ένα ή και δύο μήνες- και το ξαναπιάνω, βλέποντάς το πια με άλλο μάτι. Μετά το διασκεδάζω πολύ, περνάω θαυμάσια μ' αυτό. Κόβω και ράβω σαν τρελός. Αλλά όχι πάντα. Μερικές φορές, βγαίνει απ' την αρχή όπως το είχα φανταστεί.
ΓΟΥΙΚΣ: Πώς κάνετε τις επεξεργασίες;
ΜΙΛΛΕΡ: Συνήθως χρησιμοποιώ μολύβι και στυλογράφο για να κάνω αλλαγές, διαγραφές, παρεμβολές. Μετά, το δακτυλόγραφο φαίνεται θαυμάσιο, όπως του Μπαλζάκ. Κατόπιν, το χτυπάω εκ νέου στη γραφομηχανή, και ενόσω πληκτρολογώ κάνω κι άλλες αλλαγές. Προτιμώ να το χτυπήσω εκ νέου εγώ ο ίδιος στη γραφομηχανή, γιατί, ακόμα κι όταν πιστεύω ότι έκανα όλες τις αλλαγές που ήθελα, η απλή μηχανική δουλειά της πληκτρολόγησης οξύνει τις σκέψεις μου, και διαπιστώνω ότι αναθεωρώ και πάλι ενόσω πληκτρολογώ το ήδη επεξεργασμένο και ολοκληρωμένο κείμενο.
ΓΟΥΙΚΣ: Εννοείτε ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα σ' εσάς και τη γραφομηχανή;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, κατά έναν τρόπο η μηχανή λειτουργεί σαν διέγερση, είναι ένα είδος συνεργασίας.
ΓΟΥΙΚΣ: Στο The Books in My Life λέτε ότι οι πιο πολλοί συγγραφείς και ζωγράφοι δουλεύουν σε άβολη στάση. Πιστεύετε ότι βοηθάει αυτό;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι. Κατά κάποιον τρόπο έχω καταλήξει στην πεποίθηση ότι το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται ένας συγγραφέας, ένας καλλιτέχνης γενικά, είναι το να αισθάνεται βολικά και άνετα ενόσω δουλεύει. Ίσως η έλλειψη ανέσεων να είναι ένα είδος βοήθειας, κάτι σαν κέντρισμα. Άνθρωποι που μπορούν κάλλιστα να ζήσουν κάτω από καλύτερες συνθήκες, συχνά προτιμούν να δουλέψουν σε συνθήκες αθλιότητας.
ΓΟΥΙΚΣ: Αυτές οι ελλείψεις άνεσης δεν είναι καμιά φορά ψυχολογικές; Ας δούμε την περίπτωση του Ντοστογιέφσκι...
ΜΙΛΛΕΡ: Χμμ... δεν ξέρω. Ξέρω ότι ο Ντοστογιέφσκι πάντα ήταν στριμωγμένος οικονομικά, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι εσκεμμένα επέλεξε να βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική κατάσταση. Όχι, αμφιβάλλω πολύ. Δεν πιστεύω ότι επιλέγει κανείς τέτοια πράγματα, εκτός κι αν το κάνει ασυνείδητα. Πιστεύω πάντως ότι πολλοί συγγραφείς έχουν αυτό που μπορείς να πεις δαιμονική φύση. Πάντα είναι μπλεγμένοι, ξέρεις, και όχι μονάχα όταν γράφουν ή επειδή γράφουν αλλά σε κάθε πλευρά της ζωής τους, στο γάμο, στον έρωτα, στην εργασία, στα λεφτά, στα πάντα. Είναι αλληλένδετα όλα, αποτελούν όλα κομμάτια του ίδιου πράγματος. Είναι μια όψη της δημιουργικής προσωπικότητας. Δεν είναι όλες οι δημιουργικές προσωπικότητες έτσι, αλλά μερικές πράγματι είναι.
ΓΟΥΙΚΣ: Μιλάτε σε ένα βιβλίο σας για "την υπαγόρευση", για το ότι είστε σχεδόν δαιμονιόληπτος, κυριευμένος, ότι αυτό το υλικό εκχέεται από μέσα σας. Πώς έχει αυτή η διαδικασία;
ΜΙΛΛΕΡ: Συμβαίνει σε σπάνιες περιπτώσεις, αυτή η υπαγόρευση. Κάποιος σε κυριεύει, κι εσύ απλώς καταγράφεις ό,τι σου λέει. Μου συνέβαινε πιο έντονα όταν έγραφα το πόνημά μου για τον Ντ. Χ. Λώρενς, ένα πόνημα που ποτέ δεν ολοκλήρωσα - κι αυτό επειδή έπρεπε να σκεφτώ πολύ. Βλέπεις, σκέφτομαι ότι βλάπτει η πολλή σκέψη. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να σκέφτεται πολύ. Αλλά το πόνημα για τον Λώρενς ήταν ένα έργο που απαιτούσε σκέψη. Δεν είμαι πολύ καλός στο να σκέφτομαι. Δουλεύω από κάποιο μύχιο μέρος, από κάπου στα τρίσβαθα~ και όταν γράφω, βλέπεις, δεν ξέρω με απόλυτη ακρίβεια τι πρόκειται να συμβεί. Ξέρω για ποιο πράγμα θέλω να γράψω, αλλά δεν με απασχολεί πολύ το πώς θα το πω. Αλλά σ' εκείνο το βιβλίο πάλευα με ιδέες~ έπρεπε να έχει κάποια μορφή και κάποιο νόημα, αν μη τι άλλο. Καταπιανόμουν με δαύτο κοντά δυο χρόνια, θαρρώ. Με είχε διαποτίσει, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα, δεν μπορούσα να το αφήσω. Δεν μπορούσα καν να κοιμηθώ σαν άνθρωπος. Λοιπόν, όπως λέω, η υπαγόρευση έγινε ακόμα πιο έντονη όταν έγραφα αυτό το βιβλίο. Συνέβη και στον Αιγόκερω, και κατά περιόδους σε άλλα βιβλία. Πιστεύω ότι ξεχωρίζουν οι παράγραφοι που γράφτηκαν έτσι. Δεν ξέρω αν οι άλλοι το διακρίνουν ή όχι.
ΓΟΥΙΚΣ: Πρόκειται για τις παραγράφους που αποκαλείτε "καντέντσες";
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, έχω χρησιμοποιήσει αυτή την έκφραση. Οι παράγραφοι αυτές είναι τρικυμιώδεις, οι λέξεις πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, είναι θυελλώδεις, θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω έτσι αδιάκοπα, δίχως σταματημό. Φυσικά πιστεύω ότι μ' αυτό τον τρόπο θα έπρεπε να γράφει κανείς όλη την ώρα. Βλέπεις, εδώ είναι όλη η διαφορά, η μεγάλη διαφορά, ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική σκέψη και συμπεριφορά και αγωγή. Εάν, φέρ' ειπείν, πρόκειται να κάνει κάτι ένας Ζεν καλλιτέχνης, προηγείται μια παρατεταμένη προετοιμασία αγωγής, πειθαρχίας και περισυλλογής, βαθιάς γαλήνης και ηρεμίας απέναντι στο εγχείρημα, κι ύστερα μια απουσία σκέψης, καμία σκέψη, σιωπή, κενό, και πάει λέγοντας - μπορεί να κρατήσει μήνες, μπορεί χρόνια ολόκληρα. Και μετά, όταν αρχίζει, είναι σαν την αστραπή, αυτό ακριβώς που θέλει - είναι τέλειο. Τέλος πάντων, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο, θαρρώ, θα έπρεπε να πραγματοποιείται όλη η τέχνη. Αλλά ποιος το κάνει; Ζούμε ζωές αντίθετες με το επιτήδευμά μας.
ΓΟΥΙΚΣ: Υπάρχει κάποια ψυχοσωματική προετοιμασία που μπορεί να κάνει ο συγγραφέας, όπως αυτή του Ζεν σπαθοφόρου;
ΜΙΛΛΕΡ: Μα ναι, φυσικά, αλλά ποιος την κάνει; Πάντως, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, κάθε καλλιτέχνης πειθαρχεί, ασκεί τον εαυτό του, και προετοιμάζεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εξάλλου, το πιο πολύ γράψιμο γίνεται μακριά από τη γραφομηχανή, μακριά από το γραφείο. Θα έλεγα ότι γίνεται κατά τις ήσυχες, σιωπηλές στιγμές , ενώ περπατάς ή ξυρίζεσαι ή παίζεις κάποιο παιχνίδι, και πάει λέγοντας., ή ακόμη και ενώ μιλάς με κάποιον που δεν σε ενδιαφέρει και πολύ. Δουλεύεις, το μυαλό σου δουλεύει, επεξεργάζεται αυτό το πρόβλημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Κι έτσι, όταν πας στη γραφομηχανή απλώς είναι ζήτημα διεκπεραίωσης, καταγραφής.
ΓΟΥΙΚΣ: Είπατε προηγουμένως ότι κάποιος, κάτι μέσα σου, σας κυριεύει.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, φυσικά. Άκου. Ποιος γράφει το Μεγάλο Βιβλίο; Πάντως όχι εμείς που το υπογράφουμε με τα ονόματά μας. Τι είναι ο καλλιτέχνης; Είναι ένας άνθρωπος που έχει κεραίες, που ξέρει πώς να συλλάβει τα κύματα που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα, στον κόσμο, στο σύμπαν~ απλώς έχει την ικανότητα αυτή. Ποιος είναι πρωτότυπος; Ό,τι κάνουμε, όλα όσα σκεφτόμαστε, υπάρχουν ήδη, κι εμείς είμαστε απλώς ενδιάμεσοι, διαμεσολαβητές, αυτό είναι όλο, χρησιμοποιούμε ό,τι υπάρχει ήδη στον αέρα. Γιατί κάποιες σημαντικές ιδέες, κάποιες μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, συχνά παρουσιάζονται ταυτοχρόνως σε διαφορετικά μέρη του κόσμου; Το ίδιο αληθεύει και για τα στοιχεία εκείνα που θα συμβάλλουν στη σύνθεση ενός ποιήματος ή ενός σπουδαίου μυθιστορήματος ή οποιουδήποτε έργου τέχνης. Βρίσκονται ήδη στον αέρα, αλλά δεν έχει ακόμη δοθεί φωνή, αυτό είναι όλο. Χρειάζονται τον άνθρωπο, τον ερμηνευτή, για να τα φέρει στο προσκήνιο. Λοιπόν, και είναι κι αυτό αλήθεια, κάποιοι άνθρωποι προηγούνται των καιρών τους. Αλλά σήμερα, δεν νομίζω ότι ο καλλιτέχνης προηγείται της εποχής του τόσο όσο ο άνθρωπος της επιστήμης. Ο καλλιτέχνης έχει μείνει λίγο πίσω, η φαντασία του δεν συμβαδίζει με τη φαντασία των ανθρώπων της επιστήμης.
ΓΟΥΙΚΣ: Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι δημιουργικοί; Ο Angus Wilson λέει ότι ο καλλιτέχνης γράφει εξαιτίας κάποιου ψυχικού τραύματος, ότι χρησιμοποιεί την τέχνη του σαν ένα είδος θεραπείας προκειμένου να ξεπεράσει τη νεύρωσή του. Ο Άλντους Χάξλεϋ, από την άλλη, υιοθετεί την ακριβώς αντίθετη άποψη, και λέει ότι ο συγγραφέας είναι κατ' εξοχήν πνευματικώς υγιής, και εάν ταλανίζεται από κάποια νεύρωση αυτή απλώς επιτείνει το χάντικάπ του ως συγγραφέα. Ποια είναι η δική σας άποψη;
ΜΙΛΛΕΡ: Πιστεύω ότι εξαρτάται από τον κάθε συγγραφέα ξεχωριστά. Δεν νομίζω ότι μπορείς να προχωρείς σε τέτοιες αποφάνσεις για τους συγγραφείς συνολικά. Ένας συγγραφέας είναι εντέλει ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι~ μπορεί να είναι νευρωτικός, μπορεί και να μην είναι. Εννοώ ότι η νεύρωσή του, ή όπως αλλιώς το λένε, διαμορφώνει την προσωπικότητά του και δεν λογοδοτεί για τα γραπτά του. Πιστεύω ότι το θέμα είναι πολύ πιο μυστηριώδες απ' όσο φαίνεται και δεν θα ήθελα καν να αποπειραθώ να το θίξω αβασάνιστα. Είπα ότι ένας συγγραφέας είναι άνθρωπος που διαθέτει κεραίες~ εάν ήξερε πραγματικά τι είναι, θα ήταν πολύ ταπεινός. Θα αναγνώριζε τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο κυριευμένο από μια συγκεκριμένη ικανότητα, και προορισμένο να τη χρησιμοποιήσει προς όφελος των άλλων. Δεν υπάρχει λόγος να επαίρεται, το όνομά του δεν σημαίνει τίποτα, το εγώ του είναι μηδαμινό, είναι απλώς ένα όργανο, ένα εργαλείο σε μια μακρά διαδικασία.
ΓΟΥΙΚΣ: Εσείς πότε διαπιστώσατε ότι έχετε αυτή την ικανότητα; Όταν αρχίσατε να γράφετε;
ΜΙΛΛΕΡ: Θα πρέπει να άρχισα όταν εργαζόμουν στην Γουέστερν Γιούνιον. Τότε που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, τέλος πάντων. Έγραψα και άλλα μικροπράγματα εκείνο τον καιρό, αλλά το αληθινό πράγμα ήταν αφού παραιτήθηκα από την Γουέστερν Γιούνιον -το 1924- όταν αποφάσισα ότι θα γίνω συγγραφέας και αφοσιώθηκα ολότελα σ' αυτό.
ΓΟΥΙΚΣ: Αυτό σημαίνει ότι γράφατε επί δέκα ολόκληρα χρόνια προτού εκδοθεί ο Τροπικός του Καρκίνου.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, σχεδόν. Ανάμεσα στ' άλλα έγραψα και δύο ή τρία μυθιστορήματα εκείνη την περίοδο. Σίγουρα έγραψα δύο προτού εκδοθεί ο Τροπικός του Καρκίνου.
ΓΟΥΙΚΣ: Θα μπορούσατε να μου μιλήσετε για εκείνη την περίοδο;
ΜΙΛΛΕΡ: Έχω πει πολλά γι' αυτό στη Ρόδινη Σταύρωση. Το Sexus, το Plexus, και το Nexus καταπιάνονται, και τα τρία, ακριβώς μ' εκείνη την περίοδο. Θα πω κι άλλα στο δεύτερο μέρος του Nexus. Τα έχω πει όλα σχετικά με τις δοκιμασίες μου εκείνη την περίοδο - σχετικά με την καθημερινή μου ζωή, με τις αντιξοότητες. Δούλευα σαν το σκυλί και συνάμα -πώς να το πω;- βρισκόμουν σε σύγχυση, σε μιαν ομίχλη. Δεν ήξερα τι έκανα. Δεν έβλεπα πού πήγαινα. Υποτίθεται ότι δούλευα ένα μυθιστόρημα, έγραφα αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα, αλλά στην πραγματικότητα δεν πήγαινα πουθενά. Μερικές φορές, δεν έγραφα παραπάνω από τρεις ή τέσσερις αράδες την ημέρα. Ερχόταν αργά τη νύχτα η γυναίκα μου και ρωτούσε, "Πώς πάει, λοιπόν;" (ποτέ δεν την άφηνα να δει τη σελίδα που είχα περασμένη στη γραφομηχανή). Της έλεγα, "Ω, προχωράει θαυμάσια". "Σε ποιο σημείο έχεις φτάσει τώρα;". Φαντάσου τώρα ότι απ' όλες τις σελίδες που υποτίθεται ότι είχα γράψει δεν είχα ολοκληρώσει παρά μονάχα τρεις ή τέσσερις, αλλά μιλούσα λες κι είχα γράψει εκατό ή εκατόν πενήντα σελίδες. Συνέχιζα να μιλάω για ό,τι είχα κάνει, συνθέτοντας το μυθιστόρημα ενόσω της μιλούσα. Κι αυτή άκουγε και μου έδινε κουράγιο, ξέροντας πολύ καλά ότι της λέω ψέματα. Την επόμενη μέρα, ερχόταν κι έλεγε, "Και τι έγινε μ' εκείνο το κεφάλαιο για το οποίο μου είχες μιλήσει τις προάλλες, πώς πάει;" Κι όλα ήταν ένα ψέμα, καταλαβαίνεις, μια χάλκευση, ένα τέχνασμα ανάμεσά μας. Θαυμάσιο, θαυμάσιο...
ΓΟΥΙΚΣ: Πότε αρχίσατε να συλλαμβάνετε την ιδέα όλων αυτών των αυτοβιογραφικών βιβλίων σαν ένα ενιαίο σύνολο;
ΜΙΛΛΕΡ: Το 1927, όταν η γυναίκα μου έφυγε για την Ευρώπη, κι έμεινα μόνος. Δούλεψα για λίγο στο Παρκ Ντιπάρτμεντ, στο Κουίνς. Μια μέρα, στο τέλος της μέρας, αντί να πάω σπίτι, κυριεύτηκα από αυτή την ιδέα, να σχεδιάσω δηλαδή το βιβλίο της ζωής μου, κι έμεινα άγρυπνος όλη τη νύχτα και το σχεδίαζα. Σχεδίασα τα πάντα, οργάνωσα από τότε σε περίπου σαράντα ή πενήντα δακτυλογραφημένες σελίδες όλα όσα έχω γράψει μέχρι σήμερα. Ήταν σε σημειώσεις, τηλεγραφικά. Αλλά είναι όλα εκεί. Όλο μου το έργο από τον Αιγόκερω μέχρι τη Ρόδινη Σταύρωση -εκτός απ' τον Καρκίνο που είναι γραμμένος για το άμεσο παρόν- μιλάνε για τα εφτά χρόνια που έζησα μ' αυτή τη γυναίκα, από την στιγμή που τη γνώρισα μέχρις ότου έφυγα για το Παρίσι. Δεν ήξερα τότε πότε θα έφευγα, αλλά ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα το κάνω. Αυτή ήταν η κρίσιμη περίοδος της ζωής μου ως συγγραφέα, η περίοδος λίγο πριν φύγω απ' την Αμερική.
ΓΟΥΙΚΣ: Ο Ντάρρελ μιλάει για την ανάγκη του συγγραφέα να επιχειρήσει τη ρήξη μες στο γράψιμό του, ν' ακούσει τον ήχο της ίδιας της δικιάς του της φωνής. Δική σας δεν είναι αυτή η έκφραση στην πραγματικότητα;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, έτσι νομίζω. Τέλος πάντων, μου συνέβη αυτό με τον Τροπικό του Καρκίνου. Έως εκείνο το σημείο μπορείς να πεις ότι ήμουν ένας συγγραφέας αλλογενής, επηρεασμένος από τον καθένα, χρησιμοποιώντας όλες τις αποχρώσεις και τους τόνους όλων των συγγραφέων που είχα αγαπήσει. Ήμουν ένας λογοτεχνικός άνθρωπος, θα μπορούσες να πεις. Μετά έγινα ένας μη λογοτεχνικός άνθρωπος. Έκοψα τον ομφάλιο λώρο. Είπα, θα κάνω μονάχα αυτό που μπορώ εγώ να κάνω, θα εκφράσω αυτό που είμαι - γι' αυτό χρησιμοποίησα το πρώτο πρόσωπο, γι' αυτό έγραψα για τον εαυτό μου. Αποφάσισα να γράψω από την οπτική γωνία της δικής μου εμπειρίας, να γράψω αυτό που ήξερα κι αυτό που ένιωθα. Κι αυτό ήταν η λύτρωσή μου.
ΓΟΥΙΚΣ: Πώς ήταν εκείνα τα πρώτα μυθιστορήματα;
ΜΙΛΛΕΡ: Θαρρώ ότι θα έβρισκες εκεί, φυσικά θα πρέπει να βρεις, κάποια ίχνη του εαυτού μου. Αλλά τότε αισθανόμουν πολύ έντονα ότι πρέπει να έχει κανείς κάποιο είδος ιστορίας, κάποια πλοκή να ξετυλίξει~ τότε με απασχολούσε η μορφή και ο τρόπος πιο πολύ παρά η ουσία του πράγματος.
ΓΟΥΙΚΣ: Αυτό εννοείτε μιλώντας για "λογοτεχνική" προσέγγιση;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, κάτι που είναι πολύ φθαρμένο πια και άχρηστο, κάτι που πρέπει ν' αποτινάξεις. Ο λογοτεχνικός άνθρωπος πρέπει να αφανιστεί. Φυσικά, δεν τον σκοτώνεις, είναι ένα στοιχείο δικό σου, πολύ ζωτικό, εντός σου, σε απασχολεί ως συγγραφέα, και βέβαια κάθε καλλιτέχνης γοητεύεται από την τεχνική. Αλλά το άλλο πράγμα στο γράψιμο είσαι εσύ ο ίδιος. Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι η καλύτερη τεχνική είναι η πλήρης απουσία τεχνικής. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι πρέπει να προσκολληθώ σε κάποιον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης. Προσπαθώ να παραμείνω ανοιχτός και εύκαμπτος, έτοιμος να στραφώ μαζί με τον άνεμο ή με το ρεύμα της σκέψης. Αυτή είναι η στάση μου, η τεχνική μου, αν θέλεις, να είμαι εύκαμπτος και έτοιμος, να χρησιμοποιώ ότι πιστεύω ότι είναι καλό εκείνη τη στιγμή.
ΓΟΥΙΚΣ: Στο κείμενό σας "Ανοιχτή Επιστολή προς τους Απανταχού Υπερρεαλιστές" λέτε, "Έγραφα υπερρεαλιστικά στην Αμερική προτού καν ακούσω τη λέξη υπερρεαλισμός". Τι εννοείτε με τον όρο υπερρεαλισμός;
ΜΙΛΛΕΡ: Όταν ζούσα στο Παρίσι, χρησιμοποιούσαμε μια έκφραση, μια πολύ αμερικάνικη έκφραση, που το εξηγεί καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Λέγαμε, "Βουτάμε τώρα στα βαθιά". Αυτό σημαίνει να φτάσεις στον πυθμένα, να βυθιστείς στο ασυνείδητο, υπακούοντας μονάχα στα ένστικτά σου, ακολουθώντας μονάχα τις παρορμήσεις σου, την καρδιά ή τα σωθικά σου, ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις. Αλλά εγώ έτσι το εννοώ, αυτός είναι ο τρόπος μου, και δεν είναι αληθινά υπερρεαλιστικό δόγμα αυτό~ δεν θα συμφωνούσε, φοβάμαι, ο Αντρέ Μπρετόν. Ωστόσο, η γαλλική εκδοχή, η δογματική εκδοχή του υπερρεαλισμού, δεν σήμαινε πολλά για μένα. Το μόνο που μ' ενδιέφερε σ' αυτό ήταν ότι ανακάλυψα έναν άλλον τρόπο έκφρασης, ακόμη έναν, ενισχυμένο, αλλά που έμελλε να τον χρησιμοποιήσω πολύ συνετά. Όταν οι φημισμένοι υπερρεαλιστές χρησιμοποίησαν αυτή την τεχνική, το έκαναν με υπερβολικό τρόπο, με επιτήδευση. ΄Ετσι μου φάνηκε. Έγινε κάτι ακατάληπτο, χωρίς σκοπό. Αν χάσεις τη σαφήνεια, χάνεσαι κι ο ίδιος, αυτό πιστεύω.
ΓΟΥΙΚΣ: Είναι υπερρεαλισμός αυτό που λέτε με τη φράση "μέσα στης νύχτας τη ζωή";
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, επρόκειτο αρχικά για το όνειρο. Οι υπερρεαλιστές χρησιμοποίησαν το όνειρο και, φυσικά, αυτό είναι πάντα μια θαυμάσια γόνιμη όψη της εμπειρίας. Συνειδητά ή ασυνείδητα, όλοι οι συγγραφείς επιστρατεύουν το όνειρο, ακόμη κι αν δεν είναι υπερρεαλιστές. Ο νους σε εγρήγορση, βλέπεις, δεν είναι πολύ εξυπηρετικός στις τέχνες. Κατά τη διαδικασία του γραψίματος, παλεύει κανείς να βγάλει προς τα έξω αυτό που είναι και στον ίδιο άγνωστο. Το να καταγράψεις απλώς αυτό που γνωρίζεις συνειδητά δεν σημαίνει και πολλά, πραγματικά, δεν σε οδηγεί πουθενά. Ο καθένας μπορεί να το κάνει με λίγη εξάσκηση, ο καθένας μπορεί να γίνει τέτοιου είδους συγγραφέας.
ΓΟΥΙΚΣ: Έχετε αποκαλέσει υπερρεαλιστή τον Λιούις Κάρρολ, ο οποίος φημίζεται για ένα είδος λογοπαιγνίων και εσκεμμένης μπουρδολογίας που κι εσείς ενίοτε χρησιμοποιείτε...
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, ναι, φυσικά ο Λιούις Κάρρολ είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Θα έδινα και το δεξί μου χέρι για να γράψω τα βιβλία του, ή έστω να φτάσω κάπως στο επίπεδό του. Όταν ολοκληρώσω το σχέδιό μου, και εάν συνεχίσω να γράφω, θα ήθελα πολύ να γράψω χαριτωμένα παραληρήματα.
ΓΟΥΙΚΣ: Τι λέτε για τον ντανταϊσμό; Είχατε ποτέ καταπιαστεί με το κίνημα αυτό;
ΜΙΛΛΕΡ: Α, ναι, ο ντανταϊσμός ήταν ακόμη πιο σημαντικός για μένα από ό,τι ο υπερρεαλισμός. Το ντανταϊστικό κίνημα ήταν κάτι αληθινά επαναστατικό. Ήταν μία μεθοδική, μελετημένη και συνειδητή προσπάθεια να αναποδογυρίσουν τα πάντα, να δείξουν τον απόλυτο παραλογισμό της ζωής στην εποχή μας, την φθορά και την ασημαντότητα όλων των αξιών μας. Υπήρχαν θαυμάσιοι άνθρωποι στο ντανταϊστικό κίνημα, και όλοι είχαν αίσθηση του χιούμορ. Ήταν κάτι που σ' έκανε να γελάς, αλλά, συνάμα, να σκεφτείς.
ΓΟΥΙΚΣ: Έχω την αίσθηση ότι στη Μαύρη Άνοιξη πλησιάζετε πολύ τον ντανταϊσμό.
ΜΙΛΛΕΡ: Το δίχως άλλο. Τότε ήμουν πιο ευεπηρέαστος. ΄Ημουν ανοιχτός σε όλα όταν έφτασα στην Ευρώπη. Μερικά πράγματα τα ήξερα ήδη από την Αμερική, είναι η αλήθεια. ΄Εφτανε σ' εμάς στην Αμερική η επιθεώρηση Transition. Ο Eugene Jolas έκανε θαυμάσια δουλειά επιλέγοντας και προβάλλοντας όλους εκείνους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που δεν τους είχαμε ξανακούσει. Κι ακόμη, θυμάμαι ότι, για παράδειγμα, πήγα στην Έκθεση του Οπλοστασίου να δω το "Γυμνό που κατεβαίνει μια σκάλα", και πολλά άλλα καταπληκτικά πράγματα. Αισθανόμουν ξετρελαμένος, σαν μεθυσμένος. Και όλα αυτά που έβλεπα, μου φαίνονταν πολύ οικεία.
ΓΟΥΙΚΣ: Ανέκαθεν σαν καταλαβαίνουν καλύτερα και σας εκτιμούν περισσότερο στην Ευρώπη απ' ό,τι στην Αμερική. Πώς το εξηγείτε αυτό;
ΜΙΛΛΕΡ: Λοιπόν, πρώτ' απ' όλα δεν είχα πολλές ευκαιρίες να γίνω κατανοητός στην Αμερική γιατί τα βιβλία μου δεν εκδίδονταν εκεί. Αλλά εκτός αυτού, καίτοι είμαι εκατό τοις εκατό Αμερικανός (και σιγουρεύομαι γι' αυτό ολοένα και περισσότερο), είχα πάντα καλύτερες επαφές με τους Ευρωπαίους. Τους μιλούσα και εξέφραζα τις σκέψεις μου πιο εύκολα, και με καταλάβαιναν πιο γρήγορα. Είχα πολύ πιο αρμονικές σχέσεις και μεγαλύτερη κοινότητα απόψεων με τους Ευρωπαίους παρά με τους Αμερικανούς.
ΓΟΥΙΚΣ: Στο βιβλίο σας για τον Kenneth Patchen λέτε ότι στην Αμερική ο καλλιτέχνης δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτός αν δεν συμβιβαστεί. Εξακολουθείτε να το πιστεύετε;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, πιο πολύ από ποτέ. Αισθάνομαι ότι η Αμερική είναι κατ' ουσίαν κατά του καλλιτέχνη, επειδή ο καλλιτέχνης είναι υπέρ της ατομικότητας και της δημιουργικότητας, κι αυτό είναι κάτι αντι-αμερικανικό. Θαρρώ ότι από όλες τις χώρες -φυσικά εξαιρούμε τις κομμουνιστικές- η Αμερική είναι η πιο εκμηχανισμένη, η πιο ρομποτοποιημένη.

ΓΟΥΙΚΣ: Τι βρήκατε στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920 που δεν μπορέσατε να βρείτε στην Αμερική;
ΜΙΛΛΕΡ: Αν μη τι άλλο, βρήκα μια ελευθερία που δεν είχα αισθανθεί ποτέ στην Αμερική. Ακόμη, διαπίστωσα ότι οι επαφές με τους ανθρώπους ήταν πολύ εύκολες - θέλω να πω με τους ανθρώπους με τους οποίους μ' άρεσε πολύ να τα λέω. Πάνω απ' όλα, αισθάνθηκα ότι ήμουν ανεκτός. Δεν απαιτούσα να με κατανοήσουν ή να με αποδεχτούν. Μου αρκούσε να είμαι ανεκτός. Κι ύστερα, η Ευρώπη ήταν ένας καινούργιος κόσμος για μένα. Φαντάζομαι ότι θα μου έκανε καλό όπου κι αν πήγαινα - αρκεί να βρισκόμουν σε έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο, να είμαι ένας ξένος. Γιατί σ' όλη μου τη ζωή, πραγματικά, κι αυτό είναι μέρος της ψυχικής -πώς να πω;- παραξενιάς μου, είναι ότι μ' άρεσε μονάχα ότι ήταν ξένο, αλλότριο.
ΓΟΥΙΚΣ: Δηλαδή, αν είχατε πάει στην Ελλάδα το 1930 αντί για το 1940 μπορεί να είχατε βρει το ίδιο πράγμα;
ΜΙΛΛΕΡ: Μπορεί να μην είχα βρει το ίδιο πράγμα, αλλά θα είχα βρει εκεί τα μέσα να εκφράσω και να απελευθερώσω τον εαυτό μου. Μπορεί να μην είχα γίνει ο συγγραφέας που είμαι τώρα, αλλά αισθάνομαι ότι θα είχα βρει τον εαυτό μου. Στην Αμερική διέτρεχα τον κίνδυνο να τρελαθώ, να αυτοκτονήσω. Ένιωθα απόλυτα απομονωμένος.
ΓΟΥΙΚΣ: Και στο Μπιγκ Σουρ; Βρήκατε εκεί ένα ευχάριστο περιβάλλον;
ΜΙΛΛΕΡ: Ω, όχι, δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί, μονάχα η φύση. Ήμουν μόνος, κι αυτό ήθελα. Έμεινα εκεί γιατί ήταν ένας απομονωμένος τόπος. Είχα ήδη μάθει να γράφω όπου κι αν βρισκόμουν. Ήταν μια θαυμάσια αλλαγή το Μπιγκ Σουρ. Τότε πια ξεπέρασα τις πόλεις, τις άφησα πίσω μου. Πάει πια η ζωή της πόλης. Φυσικά, δεν το διάλεξα το Μπιγκ Σουρ. Μια μέρα, με πήγε απλώς εκεί ένας φίλος. Όταν με άφησε, μου είπε, "Πήγαινε να βρεις την τάδε, είναι εντάξει γυναίκα, θα σε φιλοξενήσει για μια νύχτα, ή για μια βδομάδα. Είναι θαυμάσιο μέρος. Θα σ' αρέσει, θαρρώ". Έτσι βρέθηκα εκεί. Τυχαία. Ποτέ δεν το είχα ξανακούσει το Μπιγκ Σουρ. Ήξερα το Πόιντ Σουρ γιατί είχα διαβάσει Robinson Jeffers. Είχα διαβάσει το Γυναίκες στο Πόιντ Σουρ στο Καφέ Ροτόντ στο Παρίσι - δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι βρεθήκατε και εγκατασταθήκατε στη φύση μ' αυτό τον τρόπο, εσείς ένας άνθρωπος της πόλης;
ΜΙΛΛΕΡ: Έχω μια κινέζικη νοοτροπία, βλέπεις. Στην αρχαία Κίνα, ξέρεις, όταν ο καλλιτέχνης ή ο φιλόσοφος άρχιζε να γερνάει, αποσυρόταν στην ύπαιθρο. Για να ζήσει και να στοχάζεται απερίσπαστος, γαλήνια.
ΓΟΥΙΚΣ: Αλλά στην δική σας περίπτωση ήταν κάτι σαν σύμπτωση, σωστά;
ΜΙΛΛΕΡ: Απολύτως. Αλλά, βλέπεις, οτιδήποτε σημαντικό στη ζωή μου συνέβη μ' αυτό τον τρόπο - από καθαρή τύχη. Φυσικά, δεν το πιστεύω ούτε αυτό. Πιστεύω ότι υπάρχει πάντα ένας σκοπός, ότι ήταν προορισμένο να συμβεί έτσι. Η εξήγηση βρίσκεται στο ωροσκόπιό μου - αυτή θα ήταν η πιο ειλικρινής απάντηση. Για μένα είναι ξεκάθαρο.
ΓΟΥΙΚΣ: Γιατί δεν ξαναπήγατε ποτέ να ζήσετε στο Παρίσι;
ΜΙΛΛΕΡ: Για πολλούς λόγους. Πρώτ' απ' όλα, παντρεύτηκα λίγο μετά την άφιξή μου στο Μπιγκ Σουρ. Και μετά, έκανα παιδιά. Κι ακόμη, δεν είχα λεφτά. Κι ύστερα, το ερωτεύτηκα και το Μπιγκ Σουρ. Δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να ξαναζήσω όπως στο Παρίσι, είχε τελειώσει πια αυτή η ιστορία. Οι περισσότεροι φίλοι μου είχαν φύγει, ο πόλεμος τα είχε διαλύσει όλα.
ΓΟΥΙΚΣ: Η Γερτρούδη Στάιν λέει ότι ζώντας στη Γαλλία βελτίωσε πολύ τα αγγλικά της γιατί δεν χρησιμοποιούσε τη γλώσσα στην καθημερινότητά της, κι αυτό την έκανε τη μεγάλη στυλίστρια που ξέρουμε. Επέδρασε και σ' εσάς μ' αυτόν τον τρόπο το ότι ζήσατε στο Παρίσι;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι ακριβώς, αλλά καταλαβαίνω τι εννοεί η Στάιν. Μιλούσα πολύ αγγλικά, περισσότερο απ' ό,τι εκείνη. Λιγότερο γαλλικά, με άλλα λόγια. Πάντως ήμουν διαποτισμένος από τα γαλλικά όλη την ώρα. Το ν' ακούς μιαν άλλη γλώσσα οξύνει την αίσθηση που έχεις για τη δική σου, σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι λεπτές αποχρώσεις και ηχοχρώματα που ούτε καν υποψιαζόσουν. Επίσης, παρατηρείται μια μικρή λησμοσύνη που σε κάνει να αδημονείς να ξαναπιάσεις ορισμένες φράσεις και εκφράσεις. Συναισθάνεσαι περισσότερο την ίδια σου τη γλώσσα.
ΓΟΥΙΚΣ: Είχατε ποτέ καμία σχέση με την Γερτρούδη Στάιν και τον κύκλο της;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, απολύτως καμία. Ποτέ δεν την συνάντησα, ποτέ, και δεν ήξερα κανέναν από τον κύκλο της. Αλλά δεν ήξερα σχεδόν κανέναν από οποιονδήποτε κύκλο, μπορείς να πεις. Ήμουν μια ζωή μοναχόλυκος, πάντα ενάντια στις ομάδες και τους κύκλους και τις σέχτες και τις αιρέσεις και τους "-ισμούς", και πάει λέγοντας. Ήξερα μερικούς υπερρεαλιστές, αλλά ποτέ δεν ήμουν μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας, ή οποιασδήποτε ομάδας.
ΓΟΥΙΚΣ: Γνωρίσατε πολλούς Άγγλους συγγραφείς; Είχατε μακροχρόνια φιλία με τον Ντάρρελ και τον Powys, αν δεν απατώμαι.
ΜΙΛΛΕΡ: Με τον Ντάρρελ, ναι, βέβαια. Αλλά δεν τον σκέφτομαι και πολύ σαν Άγγλο συγγραφέα. Τον σκέφτομαι σαν μη-Βρετανό, εντελώς μη-Βρετανό. Ο John Cowper Powys, φυσικά, μου άσκησε τρομερή επίδραση. Αλλά και πάλι, δεν τον γνώρισα, δεν τον συναναστράφηκα ποτέ. Δεν τόλμησα! Ήμουν νάνος κι ήταν γίγαντας. Ήταν ο Θεός μου, ο μέντοράς μου, το είδωλό μου. Τον είχα πετύχει όταν ήμουν κοντά είκοσι χρονών. Έκανε διαλέξεις στη Νέα Υόρκη, σε εργατικά σωματεία, στο συνδικάτο βυτιοποιών, σε τέτοια μέρη. Έδινες δέκα σεντς και τον άκουγες. Καμιά τριανταριά χρόνια αργότερα, πήγα να τον δω στην Ουαλία, και διαπίστωσα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι ήξερε το έργο μου. Έδειξε να τρέφει μεγάλο σεβασμό για το έργο μου - κάτι που με εξέπληξε ακόμη περισσότερο.
ΓΟΥΙΚΣ: Τον Τζωρτζ Όργουελ τον ξέρατε εκείνο τον καιρό;
ΜΙΛΛΕΡ: Τον Όργουελ τον συνάντησα δύο ή τρεις φορές, όταν ερχόταν στο Παρίσι. Δεν θα τον έλεγα φίλο μου, ήταν απλώς μια εφήμερη γνωριμία. Αλλά ήμουν τρελός και παλαβός με το βιβλίο του Οι Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου~ το θεωρώ κλασικό. Για μένα, εξακολουθεί να είναι το καλύτερο βιβλίο του. Αν και ήταν ένας θαυμάσιας τύπος με τον τρόπο του ο Όργουελ, στο τέλος τον θεωρούσα ανόητο. Ήταν σαν τόσους και τόσους Εγγλέζους, ιδεαλιστής, και, έτσι μου φαινόταν εμένα, ανόητος ιδεαλιστής. Άνθρωπος με αρχές, όπως λέμε.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν έχετε σε μεγάλη υπόληψη την πολιτική;
ΜΙΛΛΕΡ: Σε καμία, απολύτως. Θεωρώ την πολιτική έναν εντελώς δυσώδη, σάπιο κόσμο. Δεν μας οδηγεί πουθενά η πολιτική. Εξευτελίζει τα πάντα.
ΓΟΥΙΚΣ: Ακόμη και ο πολιτικός ιδεαλισμός όπως του Όργουελ;
ΜΙΛΛΕΡ: Ειδικά αυτός! Οι ιδεαλιστές της πολιτικής δεν έχουν αίσθηση της πραγματικότητας. Κι ένας πολιτικός πρέπει πάνω απ' όλα να ξέρει την πραγματικότητα, να είναι ρεαλιστής. Αυτοί οι άνθρωποι με τα ιδανικά και τις αρχές είναι όλοι σε σύγχυση, είναι πελαγωμένοι, κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να είσαι χαμηλού επιπέδου άνθρωπος, λιγάκι φονιάς, για να 'σαι πολιτικός, έτοιμος και πρόθυμος ανά πάσα στιγμή να δεις ανθρώπους να θυσιάζονται, να μακελεύονται, να σφαγιάζονται για χάρη μιας ιδέας, είτε καλής είτε κακής, δεν έχει σημασία. Μονάχα τέτοιοι πολιτικοί επιπλέουν.
ΓΟΥΙΚΣ: Τι έχετε να πείτε για ορισμένους μεγάλους συγγραφείς του παρελθόντος που σας έχουν γοητεύσει πολύ; Έχετε γράψει πονήματα για τον Μπαλζάκ, για τον Ρεμπώ, για τον Λώρενς. Θα λέγατε ότι σας ελκύει ένα ιδιαίτερο είδος συγγραφέων;
ΜΙΛΛΕΡ: Είναι δύσκολο να πω κάτι τέτοιο, οι συγγραφείς που αγαπώ είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Πάντως πρόκειται για συγγραφείς που είναι κάτι παραπάνω από συγγραφείς. Έχουν αυτή τη μυστηριώδη Χ ποιότητα που είναι μεταφυσική, υπερφυσική, όπως κι αν την πεις -δεν ξέρω ποιον όρο να χρησιμοποιήσω- αυτό το επιπλέον, το ξεχωριστό κάτι πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας. Βλέπεις, οι άνθρωποι διαβάζουν για να διασκεδάσουν, ή για να περάσουν την ώρα τους, ή για να καθοδηγηθούν. Εγώ δεν διαβάζω ποτέ για να περάσω την ώρα μου, δεν διαβάζω ποτέ για να καθοδηγηθώ. Διαβάζω για να βγω από τον εαυτό μου, για να εκστασιαστώ. Πάντα αναζητώ τον συγγραφέα που θα με υψώσει πάνω από τον εαυτό μου.
ΓΟΥΙΚΣ: Μπορείτε να μου πείτε γιατί δεν ολοκληρώσατε το βιβλίο σας για τον Ντ. Χ. Λώρενς;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, είναι πολύ απλό. Όσο πιο πολύ προχωρούσα, τόσο λιγότερο καταλάβαινα τι έκανα. Βρέθηκα σ' έναν λαβύρινθο αντιφάσεων. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα στ' αλήθεια ποιος ήταν ο Λώρενς, δεν μπορούσα να τον τοποθετήσω κάπου, να τον ψαύσω, όχι, δεν μπορούσα ύστερα από λίγο να τον αντιμετωπίσω, να τα βγάλω πέρα μαζί του. Ήμουν τελείως σαστισμένος. Βρέθηκα σε μια ζούγκλα, και δεν μπορούσα να βγω από δαύτην. Κι έτσι εγκατέλειψα το έργο.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν είχατε το ίδιο πρόβλημα όταν γράψατε για τον Ρεμπώ;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Ως προσωπικότητα είναι πιο αινιγματικός. Αλλά δεν είχα να καταπιαστώ με ιδέες στο βιβλίο για τον Ρεμπώ. Ο Λώρενς ήταν άνθρωπος των ιδεών, απολύτως, και κρεμούσε τη λογοτεχνία του στις κρεμάστρες των ιδεών.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν συμμερίζεστε απαραιτήτως τις ιδέες του Λώρενς, έτσι δεν είναι;
ΜΙΛΛΕΡ: Έτσι είναι, δεν τις συμμερίζομαι όλες, αλλά θαυμάζω αληθινά την αναζήτησή του, την έρευνά του, τον αγώνα του. Και υπάρχουν πολλά στον Λώρενς που με βρίσκουν σύμφωνο. Από την άλλη, είναι κάμποσα στον Λώρενς που μου φέρνουν γέλια, πολλά που φαίνονται παράλογα και ανόητα, φαιδρά. Τον κατανοώ μέσα από μια καλύτερη προοπτική σήμερα, αλλά δεν θεωρώ πια σημαντικό το να πω κάτι γι' αυτόν. Εκείνη την εποχή σήμαινε πολλά για μένα, με είχε μαγέψει ολότελα.
ΓΟΥΙΚΣ: Φτάνουμε τώρα στο ζήτημα της πορνογραφία και του άσεμνου. Ελπίζω να μην σας ενοχλεί να το θίξουμε. Εξάλλου, σας θεωρούν αυθεντία στο θέμα. Δεν είπατε κάπου, "Είμαι υπέρ του άσεμνου και κατά της πορνογραφίας";
ΜΙΛΛΕΡ: Το λοιπόν, είναι πολύ απλό. Το άσεμνο είναι άμεσο, και η πορνογραφία κάτι έμμεσο, πλάγιο. Πιστεύω στο να λέμε την αλήθεια, να την αποκαλύπτουμε εν ψυχρώ, να σοκάρουμε αν είναι ανάγκη, κι όχι να την μεταμφιέζουμε. Μ' άλλα λόγια, το άσεμνο είναι μία διαδικασία κάθαρσης, ενώ η πορνογραφία κάνει ακόμη πιο ρυπαρό τον ζόφο.
ΓΟΥΙΚΣ: Διαδικασία κάθαρσης; Με ποια έννοια;
ΜΙΛΛΕΡ: Κάθε που σπάει ένα ταμπού, κάτι καλό συμβαίνει, κάτι ζωτικό.
ΓΟΥΙΚΣ: Όλα τα ταμπού είναι κακά;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι στους πρωτόγονους λαούς. Υπάρχει λόγος ύπαρξης των ταμπού στην πρωτόγονη ζωή, αλλά όχι και στη δική μας, όχι στις πολιτισμένες κοινότητες. Σ' εμάς, το ταμπού είναι κάτι επικίνδυνο και ανθυγιεινό. Βλέπεις, οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν ζουν σύμφωνα με ηθικούς κώδικες ή αρχές οποιουδήποτε είδους. Μιλάμε για όλα αυτά, μπορεί να τους αποτίουμε φόρους τιμής, αλλά δεν μας πείθουν, δεν τα πιστεύουμε. Κανένας δεν υπακούει σ' αυτούς τους κανόνες, δεν έχουν θέση στη ζωή μας. Τα ταμπού εξάλλου δεν είναι παρά μονάχα πονοκέφαλοι, προϊόντα άρρωστων μυαλών, μπορείς να πεις, ανθρώπων φοβισμένων που δεν έχουν το κουράγιο να ζήσουν και που, με το πρόσχημα της ηθικής και της θρησκείας, μας έχουν επιβάλει αυτά τα πράγματα. Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, τον πολιτισμένο κόσμο, ως έναν κόσμο σε μεγάλο βαθμό πέραν της θρησκείας. Η θρησκεία στους πολιτισμένους λαούς είναι πάντα κίβδηλη και υποκριτική, είναι το αντίθετο αυτού που οι πρώτοι άγιοι κάθε θρησκείας εννοούσαν αληθινά.
ΓΟΥΙΚΣ: Κι όμως, εσάς σας έχουν χαρακτηρίσει πολύ θρησκευτικό άνθρωπο.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, αλλά δίχως να ασπάζομαι καμιάν απολύτως θρησκεία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει απλώς ότι έχω μιαν ευλάβεια για τη ζωή, ότι είμαι με τη μεριά της ζωής κι όχι με τη μεριά του θανάτου. Και πάλι, η λέξη "πολιτισμός" συνδέεται στο μυαλό μου με τον θάνατο. Όταν χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, αντιλαμβάνομαι τον πολιτισμό σαν κάτι που σακατεύει, που ματαιώνει, που αποχαυνώνει. Για μένα, ήταν ανέκαθεν έτσι. Δεν πιστεύω στους χρυσούς αιώνες, βλέπεις. Εννοώ ότι ήταν χρυσούς αιώνας για πολύ λίγους ανθρώπους, για κάποιους εκλεκτούς, αλλά οι μάζες ήταν πάντα σε κατάσταση αθλιότητας, ήταν γεμάτες προλήψεις, βυθισμένες στην άγνοια, καταδυναστεύονταν, στραγγαλίζονταν από την Εκκλησία και το Κράτος. Πιστεύω ακόμα πολύ στα όσα είπε ο Spengler, κι εκεί βρίσκεις όλη την ιστορία. Κάνει τη διάκριση μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι η αρτηριοσκλήρωση της κουλτούρας.
ΓΟΥΙΚΣ: Ο Ντάρρελ, σ' εκείνο το άρθρο που έγραψε για σας στο Horizon, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, μιλάει περί του ασέμνου ως τεχνικής. Θεωρείτε το άσεμνο ως τεχνική;
ΜΙΛΛΕΡ: Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοούσε. Νομίζω ότι εννοούσε μια τεχνική του σοκ. Ναι, μπορεί να την έχω χρησιμοποιήσει ασυναίσθητα, αλλά ποτέ δεν την χρησιμοποίησα εσκεμμένα. Αντιμετώπισα το άσεμνο όσο φυσικά θα χρησιμοποιούσα και κάθε άλλο τρόπο ομιλίας. Ήταν σαν ν' ανασαίνω, ήταν μέρος του όλου ρυθμού μου. Υπήρχαν στιγμές που μιλούσες άσεμνα, και υπήρχαν και άλλες στιγμές. Δεν πιστεύω ότι το άσεμνο είναι το πιο σημαντικό στοιχείο, σε καμία περίπτωση. Πάντως είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία, και δεν πρέπει να το αρνείσαι, να το παραβλέπεις, ή να το απωθείς.
ΓΟΥΙΚΣ: Θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί υπερβολικά...
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, θα μπορούσε. Και λοιπόν; Ποιο το κακό; Γιατί ν' ανησυχούμε τόσο, γιατί να φοβόμαστε; Λέξεις είναι, λέξεις, λέξεις - τι έχουμε να φοβηθούμε σ' αυτές; Ή στις ιδέες; Δεν έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με κάθε λογής κινδύνους, δεν έχουμε βρεθεί στο χείλος του ολέθρου, ξανά και ξανά, με τους πολέμους, τις ασθένειες, τις μολύνσεις, τις λιμοκτονίες; Σε τι μας απειλεί η υπερβολική χρήση του άσεμνου; Πού είναι ο κίνδυνος;
ΓΟΥΙΚΣ: Έχετε πει ότι το άσεμνο δεν είναι τίποτα μπροστά στο είδος της βίας που απαντάται τόσο συχνά στα αμερικάνικα φτηνοβιβλία.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, όλο αυτό το διεστραμμένο σαδιστικό γράψιμο το απεχθάνομαι. Πάντα λέω ότι το δικό μου γράψιμο είναι υγιές γιατί είναι ευφρόσυνο και φυσικό. Ποτέ δεν εκφράζω κάτι που δεν λένε και κάνουν οι άνθρωποι όλη την ώρα. Από πού τα βγάζω; Όχι από κάνα καπέλο ταχυδακτυλουργού, βέβαια. Είναι ολόγυρά μας, τ' ανασαίνουμε όλη μέρα. Ανάμεσα στην τυπωμένη λέξη και την προφορική λέξη - ποια η διαφορά; Ξέρεις, δεν το είχαμε πάντα αυτό το ταμπού. Υπήρχε μια εποχή στην αγγλική λογοτεχνία που όλα επιτρέπονταν. Μονάχα τα τελευταία διακόσια ή τριακόσια χρόνια έχουμε αυτή την μυγιάγγιχτη στάση.
ΓΟΥΙΚΣ: Ναι, αλλά ακόμη και στον Chaucer δεν θα βρεις όλες τις λέξεις που βρίσκεις στον Χένρυ Μίλλερ.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, αλλά βρίσκεις πολύ ευφρόσυνο, υγιή νατουραλισμό, μεγάλη ελευθερία του λόγου.
ΓΟΥΙΚΣ: Ποια είναι η γνώμη σας για το σχόλιο που έκανε ο Ντάρρελ στην συνέντευξή του στην Paris Review; Είπε ότι βρίσκει τώρα πια ορισμένα μέρη του Μαύρου Βιβλίου υπερβολικά άσεμνα.
ΜΙΛΛΕΡ: Αλήθεια; Ε λοιπόν, επίτρεψέ μου να πω ότι αυτά είναι τα μέρη που εγώ απολαμβάνω πιο πολύ. Τα βρήκα θαυμάσια όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο, και το ίδιο πιστεύω σήμερα. Ίσως απλώς ν' αστειευόταν ο Ντάρρελ.
ΓΟΥΙΚΣ: Γιατί έχετε γράψει τόσο πολύ σχετικά με το σεξ; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο;
ΜΙΛΛΕΡ: Δύσκολο ν' απαντήσω. Ξέρεις, πιστεύω ότι έχω γράψει τόσο πολύ απ' αυτό που οι εχθρικοί κριτικοί αποκαλούν "μπαρούφες -δηλαδή, μεταφυσικές ασυναρτησίες- όσο και σχετικά με το σεξ. Απλώς αυτοί επιμένουν να βλέπουν παντού το σεξ. Όχι, δεν μπορώ ν' απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση, μπορώ μόνο να πω ότι παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Έζησα μια καλή και πλούσια ερωτική ζωή, και δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε ν' αφήσω το σεξ έξω απ' τα γραπτά μου.
ΓΟΥΙΚΣ: Είχε καμία σχέση με την ρήξη στη ζωή που κάνατε στη Νέα Υόρκη;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, δεν νομίζω. Αλλά αντιλαμβάνεσαι σαν φτάνεις στη Γαλλία, και αφού προηγουμένως έχεις ζήσει στην Αμερική, ότι το σεξ είναι παντού στην ατμόσφαιρα. Είναι ολόγυρά σου, σαν ένα ρευστό. Δεν αμφιβάλλω ότι οι Αμερικανοί συνάπτουν ερωτικές σχέσεις τόσο έντονα, βαθιά, πολυποίκιλα όσο και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, αλλά δεν βρίσκεται παντού στην ατμόσφαιρα, δεν σε περιβάλλει. Κι ύστερα, στη Γαλλία η γυναίκα διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του άντρα. Έχει μεγαλύτερο κύρος εκεί, την λαμβάνουν περισσότερο υπόψη, της μιλάνε σαν να είναι σημαίνουσα προσωπικότητα, κι όχι μονάχα σύζυγος, ή ερωμένη, ή ό,τι άλλο. Κι ακόμη, αρέσει στο Γάλλο να κάνει παρέα με γυναίκες. Στην Αγγλία και στην Αμερική, οι άντρες φαίνεται ότι προτιμούν να κάνουν παρέα μεταξύ τους μόνο.
ΓΟΥΙΚΣ: Κι όμως, η ζωή σας στη Βίλα Σερά ήταν πολύ ανδρικού τύπου.
ΜΙΛΛΕΡ: Το δίχως άλλο, ωστόσο πάντα υπήρχαν γυναίκες εκεί γύρω. Είχα πολλούς φίλους, είναι αλήθεια, αλλά πάντα έκανα μεγάλες φιλίες σε όλη μου τη ζωή. Είναι κι αυτό κάτι απ' το ωροσκόπιό μου. Είμαι ένας άνθρωπος προορισμένος να κάνει φίλους. Ίσως αυτός να είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στη ζωή μου, και ίσως πρέπει να πω κάτι γι' αυτό. Όταν ξεκίνησα να γράφω, άρχισα να συνειδητοποιώ πόσα όφειλα σε άλλους. Σε όλη μου τη ζωή με βοήθησαν, φίλοι αλλά και άγνωστοι. Τι τα χρειαζόμουν τα λεφτά, όταν είχα φίλους; Τι άλλο θέλεις, αν έχεις φίλους; Είχα πολλούς φίλους, σπουδαίους φίλους, αείζωους φίλους. Τους χάνω μονάχα απ' το θάνατο.
ΓΟΥΙΚΣ: Ας αφήσουμε το σεξ κι ας μιλήσουμε λίγο περί ζωγραφικής. Λοιπόν, νιώσατε την παρόρμηση να γράψετε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920~ αρχίσατε να ζωγραφίζετε την ίδια εποχή;
ΜΙΛΛΕΡ: Λίγο μετά. Νομίζω ήταν το 1927 ή το '28, τότε άρχισα. Αλλά όχι με την ίδια σοβαρότητα, φυσικά. Η επιθυμία να γράψω ήταν κάτι σημαντικό στη ζωή μου, κάτι πολύ σημαντικό. Μπορεί να άρχισα να γράφω αρκετά αργά -ήμουν τριάντα τριών όταν άρχισα οριστικά- αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το είχα ήδη σκεφτεί. Το είχα για κάτι πολύ υψηλό, δεν πίστευα ότι είχα την ικανότητα, δεν πίστευα σον εαυτό μου ως συγγραφέα, ως καλλιτέχνη. Δεν τολμούσα να διανοηθώ ότι θα μπορούσα να είμαι τέτοια προσωπικότητα, βλέπεις. Ανακάλυψα ότι υπήρχε μια άλλη πλευρά σ' εμένα, και θα κατάφερνα να τη χρησιμοποιήσω. Μου χάριζε απόλαυση το να ζωγραφίζω, ήταν μια αναζωογόνηση, ήταν μια ανάπαυλα από άλλα πράγματα.
ΓΟΥΙΚΣ: Είναι ακόμη κάτι σαν παιχνίδι για σας;
ΜΙΛΛΕΡ: Ω ναι, τίποτα περισσότερο.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν βρίσκετε μολαταύτα ότι υπάρχει κάποια θεμελιώδης σχέση ανάμεσα στις τέχνες;
ΜΙΛΛΕΡ: Απολύτως. Εάν είσαι δημιουργικός μ' έναν τρόπο, είσαι δημιουργικός και μ' έναν άλλο. Αρχικά, ξέρεις, η μουσική ήταν το πιο σημαντικό πράγμα για μένα. Έπαιζα πιάνο, ήλπιζα να γίνω καλός πιανίστας, αλλά δεν είχα ταλέντο σ' αυτό. Ωστόσο, ήμουν διαποτισμένος από μουσική. Θα μπορούσα κάλλιστα να πω ότι η μουσική σημαίνει πιο πολλά σ' εμένα από ό,τι το γράψιμο ή η ζωγραφική. Είναι εκεί, συνέχεια, στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
ΓΟΥΙΚΣ: Σας άρεσε η τζαζ κάποτε.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, πολύ. Τώρα όχι τόσο. Τώρα μου φαίνεται κάπως κενή η τζαζ. Πολύ περιορισμένη. Όπως θρηνώ γι' αυτό που συνέβη στον κινηματογράφο, έτσι θρηνώ γι' αυτό που συνέβη στην τζαζ. Γίνεται όλο και περισσότερο μηχανική, ανέμπνευστη, δεν εξελίσσεται πια, δεν σ' εμπλουτίζει.
ΓΟΥΙΚΣ: Γράψατε κάμποσα δοκίμια στη δεκαετία του 1930 σχετικά με την τέχνη του κινηματογράφου. Είχατε ποτέ κάποια ευκαιρία ν' ασκηθείτε στην τέχνη αυτή;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, αλλά ακόμη ελπίζω να συναντήσω τον άνθρωπο που θα μου δώσει μιαν ευκαιρία. Αυτό που με λυπεί περισσότερο είναι ότι το μέσον του κινηματογράφου δεν έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί όπως πρέπει. Είναι ένα ποιητικό μέσον με κάθε λογής δυνατότητες. Σκέψου μόνο το στοιχείο του ονείρου και της φαντασίωσης. Αλλά πόσο συχνά το έχουμε αυτό; Μια στις τόσες, και μονάχα μια μικρή δόση, και πάλι μένουμε κατάπληκτοι. Σκέψου όλα αυτά τα τεχνικά κόλπα στη διάθεσή μας. Αλλά, Θεέ μου, δεν έχουμε καν αρχίσει να τα χρησιμοποιούμε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε απίστευτα θαύματα, καταπληκτικά πράγματα, απεριόριστη χαρά και ομορφιά. Και τι έχουμε; Σκουπίδια και μόνο σκουπίδια. Ο κινηματογράφος είναι το πιο ελεύθερο μέσον, μπορείς να κάνεις θαύματα μ' αυτό. Μάλιστα, θα καλοδεχόμουν την ημέρα που ο κινηματογράφος θα αντικαθιστούσε τη λογοτεχνία, την ημέρα που δεν θα είχαμε πια ανάγκη να διαβάζουμε. Θυμάσαι πρόσωπα στις ταινίες, θυμάσαι χειρονομίες, όπως δεν τις θυμάσαι ποτέ όταν διαβάζεις ένα βιβλίο. Αν σε κρατήσει μια ταινία, αφήνεσαι σ' αυτήν εντελώς. Ακόμη κι όταν ακούς μουσική δεν συμβαίνει αυτό. Πηγαίνεις σε μια συναυλία και η ατμόσφαιρα στην αίθουσα δεν είναι καλή, οι άνθρωποι χασμουριούνται, ή τους παίρνει ο ύπνος, το πρόγραμμα παρατραβάει, δεν έχει αυτά που σ' αρέσουν, και πάει λέγοντας. Ξέρεις τι εννοώ. Αλλά στο σινεμά, όπως κάθεσαι εκεί στο σκοτάδι, οι εικόνες πάνε κι έρχονται, είναι σαν να σε χτυπάει μια βροχή από μετεωρίτες.
ΓΟΥΙΚΣ: Και τι γίνεται με την κινηματογραφική μεταφορά του Τροπικού του Καρκίνου;
ΜΙΛΛΕΡ: Κυκλοφορούν κάτι φήμες. Έχουν γίνει προσφορές, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να γίνει φιλμ αυτό το βιβλίο.
ΓΟΥΙΚΣ: Θα θέλατε να το σκηνοθετήσετε ο ίδιος;
ΜΙΛΛΕΡ: Όχι, δεν θα το ήθελα, γιατί πιστεύω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να κάνεις ένα φιλμ από αυτό το βιβλίο. Δεν βλέπω καμιά ιστορία εκεί, πρώτ' απ' όλα. Κι ύστερα, πολλά, πάρα πολλά, εξαρτώνται από τη γλώσσα. Ίσως μπορεί κανείς να μεταφέρει αυτή την τροπική γλώσσα στα γιαπωνέζικα ή στα τούρκικα. Δεν το βλέπω να μεταφέρεται στα αγγλικά, εσύ το βλέπεις; Ο κινηματογράφος είναι οπωσδήποτε ένα δραματουργικό, ένα εικαστικό μέσον, ένα πράγμα με εικόνες.
ΓΟΥΙΚΣ: Ήσασταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών την περασμένη χρονιά, έτσι δεν είναι;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, αν και ήμουν μάλλον αμφίβολη επιλογή. Οι Γάλλοι το έκαναν για να δείξουν ότι εκτιμούν το συγγραφικό μου έργο. Ήξεραν βέβαια ότι είμαι κινηματογραφόφιλος, αλλά όταν ένας δημοσιογράφος με ρώτησε αν ακόμη μου αρέσουν οι ταινίες, αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι σχεδόν ποτέ πια δεν πάω σινεμά. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχω δει πολύ λίγες καλές ταινίες. Αλλά, σίγουρα, εξακολουθώ να είμαι φίλος του κινηματογράφου κατά βάθος.
ΓΟΥΙΚΣ: Έχετε γράψει και ένα θεατρικό έργο. Ποια είναι η γνώμη σας γι' αυτό το μέσον;
ΜΙΛΛΕΡ: Είναι κάτι με το οποίο ήθελα ανέκαθεν να καταπιαστώ, αλλά δεν είχα το κουράγιο. Στο Nexus, εκεί που ζω στο περιθώριο και πασχίζω να γράψω, υπάρχει μια περιγραφή, πολύ ζωντανή, του πώς προσπάθησα να γράψω ένα θεατρικό για το πώς ζούσαμε τότε. Ποτέ δεν το τελείωσα. Νομίζω ότι έφτασα μονάχα στην πρώτη πράξη. Είχα κολλήσει στον τοίχο ένα πολύ επεξεργασμένο και περίπλοκο προσχέδιο, αλλά δεν μπόρεσα να το πραγματοποιήσω. Το θεατρικό που έγραψα τώρα ήταν σαν μου έπεσε απ' τον ουρανό. Ήμουν σε μια περίεργη ψυχική κατάσταση: δεν είχα τίποτα να κάνω, δεν είχα πουθενά να πάω, δεν είχα πολλά να φάω, όλοι είχαν φύγει, κι έτσι είπα γιατί να μην στρωθώ να το γράψω; Δεν είχα ιδέα τι έκανα όταν το άρχισα, οι λέξεις απλώς μου ερχόντουσαν, δεν πάλεψα να το γράψω. Σχεδόν δεν χρειάστηκε καμία προσπάθεια.
ΓΟΥΙΚΣ: Για τι μιλάει;
ΜΙΛΛΕΡ: Για όλα και για τίποτα. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει σημασία, ούτως ή άλλως. Είναι ένα είδος φαρσοκωμωδίας ή παρωδίας, με υπερρεαλιστικά στοιχεία. Έχει και μουσική, σαν υπόκρουση, από κάποιο τζουκμπόξ, από την ατμόσφαιρα. Δεν έχει μεγάλη σημασία. Το μόνο που μπορώ να πω, πάντως, είναι ότι δεν θα σε πιάνει ύπνος αν το δεις.
ΓΟΥΙΚΣ: Πιστεύετε ότι θα γράψετε κι άλλα θεατρικά;
ΜΙΛΛΕΡ: Ελπίζω πως ναι. Το επόμενο θα είναι μια τραγωδία, ή μια κωμωδία που θα σε κάνει να κλαις στο τέλος.
ΓΟΥΙΚΣ: Τι άλλο γράφετε τώρα;
ΜΙΛΛΕΡ: Δεν γράφω τίποτε άλλο.
ΓΟΥΙΚΣ: Δεν συνεχίζετε με τον δεύτερο τόμο του Nexus;
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, βέβαια, αυτό είναι που πρέπει να κάνω. Αλλά δεν το έχω αρχίσει ακόμη. Έχω προσπαθήσει κάμποσες φορές, αλλά τα παράτησα.
ΓΟΥΙΚΣ: Πρέπει να το κάνετε, είπατε;
ΜΙΛΛΕΡ: Ε ναι, κατά μία έννοια πρέπει να ολοκληρώσω το σχέδιό μου, το σχέδιο που είχα καταστρώσει το 1927. Αυτό είναι το τέλος του, βλέπεις. Θαρρώ ότι μέρος της καθυστέρησής μου οφείλεται στο ότι δεν θέλω να οδηγήσω σ' ένα τέλος το έργο. Σημαίνει ότι θα πρέπει να στραφώ αλλού, να καταπιαστώ με κάτι καινούργιο, να ανακαλύψω ένα καινούργιο πεδίο. Γιατί δεν θέλω να γράψω πια για τις προσωπικές μου εμπειρίες. Έγραψα όλα αυτά τα αυτοβιογραφικά βιβλία όχι επειδή πιστεύω ότι είμαι καμιά σημαντική προσωπικότητα αλλά -θα σε κάνει να γελάσεις αυτό- επειδή σκεφτόμουν, όταν ξεκίνησα, ότι έλεγα την ιστορία του πιο τραγικού πάσχοντος ανθρώπου στον κόσμο. Όσο προχωρούσα τόσο συνειδητοποιούσα ότι δεν ήμουν παρά ένας ερασιτέχνης της οδύνης. Το δίχως άλλο, τράβηξα κι εγώ των παθών μου τον τάραχο, αλλά δεν πιστεύω πια ότι ήταν τόσο τρομερά τα πράγματα. Γι' αυτό κι έδωσα στην τριλογία μου τον τίτλο Ρόδινη Σταύρωση. Ανακάλυψα ότι εκείνη η οδύνη ήταν κάτι καλό εντέλει, ναι, μου έκανε καλό, μου άνοιξε το δρόμο προς μια ευφρόσυνη ζωή, μέσα από την αποδοχή της οδύνης. Όταν σταυρώνεται ένας άνθρωπος, όταν πεθαίνει, η καρδιά του ανοίγει σαν λουλούδι. Φυσικά, δεν πεθαίνεις, κανείς δεν πεθαίνει, ο θάνατος δεν υπάρχει, απλώς φτάνεις σε ένα νέα επίπεδο όρασης, σε μια νέα επικράτεια της συνείδησης, σε έναν νέο άγνωστο κόσμο. Όπως δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, έτσι δεν ξέρεις και πού πηγαίνεις. Αλλά κάτι υπάρχει εκεί, κάτι πριν και κάτι μετά, το πιστεύω ακράδαντα.
ΓΟΥΙΚΣ: Πώς είναι να είσαι στα ευπώλητα ύστερα από τόσα χρόνια δυσχερειών και αντιξοοτήτων που υπομείνατε ως δημιουργικός συγγραφέας;
ΜΙΛΛΕΡ: Ειλικρινά δεν αισθάνομαι τίποτα ως προς αυτό. Είναι κάτι εξωπραγματικό για μένα, όλη αυτή η ιστορία. Δεν με αφορά. Δεν μου αρέσει καν. Δεν μου προσφέρει καμία χαρά. Το μόνο που βλέπω είναι περισσότεροι περισπασμοί, περισσότερες παρεμβολές, περισσότερες ανοησίες. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για κάτι που εμένα δεν μ' ενδιαφέρει πια. Εκείνο το βιβλίο δεν σημαίνει πια τίποτα για μένα. Επειδή νοιάζονται αυτοί, νομίζουν ότι νοιάζομαι κι εγώ. Πιστεύουν πως το ότι έγινα επιτέλους αποδεκτός είναι κάτι σημαντικό για μένα. Λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι είχα γίνει αποδεκτός εδώ και πολύ καιρό, τουλάχιστον από κείνους που με ενδιέφερε να με αποδεχτούν. Το να είσαι αποδεκτός από τον όχλο δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Μάλιστα, είναι κάπως οδυνηρό. Γιατί γίνομαι αποδεκτός για λάθος λόγους. Είναι ζήτημα εντυπωσιασμού, δεν σημαίνει ότι με εκτιμούν για την αληθινή μου αξία.
ΓΟΥΙΚΣ: Πάντως είναι μέρος της αναγνώρισης που πάντα ξέρατε ότι θα έρθει κάποια στιγμή.
ΜΙΛΛΕΡ: Ναι, φυσικά. Αλλά και πάλι, βλέπεις, η αληθινή αναγνώριση έρχεται από κείνους που είναι στο ίδιο επίπεδο μ' εσένα, από τους ισάξιούς σου. Μονάχα αυτό μετράει, κι αυτό το είχα. Εδώ και πολλά χρόνια το είχα.
ΓΟΥΙΚΣ: Ποιο απ' τα βιβλία σας πιστεύετε ότι σας βγήκε καλύτερα;
ΜΙΛΛΕΡ: Πάντα λέω ότι ήταν ο Κολοσσός του Μαρουσιού.
ΓΟΥΙΚΣ: Οι κριτικοί, οι περισσότεροι τέλος πάντων, λένε ότι το σημαντικότερο βιβλίο σας είναι ο Τροπικός του Καρκίνου.
ΜΙΛΛΕΡ: Λοιπόν, ξαναδιαβάζοντας τον Καρκίνο, ανακάλυψα ότι ήταν ένα πολύ καλύτερο βιβλίο απ' ό,τι πίστευα. Μου άρεσε. Μάλιστα, με κατέπληξε. Δεν το είχα κοιτάξει για χρόνια ολόκληρα, ξέρεις. Πιστεύω ότι είναι πολύ καλό βιβλίο, έχει αρετές που διαρκούν, που αντέχουν στο χρόνο. Αλλά ο Κολοσσός γράφτηκε από ένα άλλο επίπεδο του είναι μου. Αυτό που μ' αρέσει είναι ότι πρόκειται για ένα χαρμόσυνο βιβλίο, εκφράζει χαρά, προσφέρει χαρά.
ΓΟΥΙΚΣ: Τι απέγινε το βιβλίο Ο Δράκων και ο Εκλειπτικός που έχετε αναγγείλει εδώ και χρόνια;
ΜΙΛΛΕΡ: Τίποτα. Ξεχάστηκε. Καίτοι είναι πάντα πιθανόν να στρωθώ και να το γράψω κάποτε. Η σκέψη μου ήταν να γράψω ένα ολιγοσέλιδο έργο, όπου θα εξηγούσα τι πάσχιζα να κάνω γράφοντας όλα αυτά τα βιβλία για τη ζωή μου. Μ' άλλα λόγια, να ξεχάσω τι είχα γράψει και να προσπαθήσω ακόμη μια φορά να εξηγήσω τι ήλπιζα να κάνω. Μ' αυτόν τον τρόπο να αποδώσω τη σημασία του έργου απ' τη μεριά του συγγραφέα. Βλέπεις, η μεριά του συγγραφέα είναι μονάχα μία απ' όλες, και η δική του άποψη για τη σημασία του ίδιου του έργου του χάνεται μες στο σάλο των άλλων φωνών. Άραγε ξέρει το ίδιο του το έργο τόσο καλά όσο φαντάζεται; Μάλλον όχι, θαρρώ. Πιστεύω μάλλον ότι είναι ένας ενδιάμεσος, κάτι σαν μέντιουμ που, όταν πια βγει από την έκστασή του, καταπλήσσεται κι ο ίδιος απ' όσα είπε κι έκανε.

[Η συνέντευξη δόθηκε στον George Wickes]

[Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Προσεχώς, από τις εκδόσεις PRINTA, σειρά ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου